Language of document : ECLI:EU:T:2019:234

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 10ης Απριλίου 2019 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο καταγωγής Ινδίας – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/388 – Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 [που αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036] – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της τιμής εξαγωγής – Σύνδεσμος μεταξύ εξαγωγέα και εισαγωγέα – Αξιόπιστη τιμή εξαγωγής – Κατασκευή της τιμής εξαγωγής – Εύλογο περιθώριο για τα έξοδα πώλησης και τα διοικητικά και άλλα γενικά έξοδα – Εύλογο περιθώριο για το κέρδος – Ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης – Υπολογισμός της υποτιμολόγησης και του περιθωρίου ζημίας – Αιτιώδης συνάφεια – Πρόσβαση σε εμπιστευτικά στοιχεία της έρευνας αντιντάμπινγκ – Δικαιώματα άμυνας»

Στην υπόθεση T‑301/16,

Jindal Saw Ltd, με έδρα το Νέο Δελχί (Ινδία),

Jindal Saw Italia SpA, με έδρα την Τεργέστη (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τους R. Antonini και E. Monard, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J.-F. Brakeland και G. Luengo,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Saint-Gobain Pam, με έδρα το Pont-à-Mousson (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους O. Prost, Α. Coelho Dias και C. Bouvarel, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/388 της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2016, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη), καταγωγής Ινδίας (ΕΕ 2016, L 73, σ. 53), στο μέτρο που ο κανονισμός αυτός αφορά τις προσφεύγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

συγκείμενο από την I. Pelikánová, πρόεδρο, τους V. Valančius, P. Nihoul, J. Svenningsen (εισηγητή) και U. Öberg, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες, η Jindal Saw Ltd, ιδιωτική εταιρεία ινδικού δικαίου, και η Jindal Saw Italia SpA, ιταλική εταιρία που ανήκει στην Jindal Saw, δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και πώληση, μεταξύ άλλων, σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο που προορίζονται για την ινδική αγορά και για εξαγωγή. Κατά την κρίσιμη εν προκειμένω περίοδο, τρεις συνδεδεμένες εταιρίες παρενέβησαν για την εμπορία των προϊόντων της Jindal Saw στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήτοι, εκτός από την Jindal Saw Italia, η Jindal Saw España SL και η Jindal Saw Pipeline Solutions, UK (επονομαζόμενη Jindal Saw UK) (στο εξής, από κοινού: εταιρίες πωλήσεων της Jindal Saw).

2        Στις 10 Νοεμβρίου 2014, η Saint-Gobain Pam, η Saint-Gobain Pam Deutschland GmbH και η Saint-Gobain Pam España S.A. υπέβαλαν, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 18, σ. 1) (στο εξής: βασικός κανονισμός) [που αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21)], καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού 1225/2009, ζητώντας της να κινήσει έρευνα αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο καταγωγής Ινδίας.

3        Με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 20 Δεκεμβρίου 2014 (ΕΕ 2014, C 461, σ. 35), η Επιτροπή κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ για τις επίμαχες εισαγωγές (στο εξής: διαδικασία αντιντάμπινγκ).

4        Παράλληλα, στις 26 Ιανουαρίου 2015, η Saint-Gobain Pam, η Saint-Gobain Pam Deutschland και η Saint-Gobain Pam España, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής [Ένωσης] (ΕΕ 2009, L 188, σ. 93), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 37/2014 (στο εξής: βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων) [που αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1037 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 55)], υπέβαλαν καταγγελία στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 10 του βασικού κανονισμού, ζητώντας της να κινήσει έρευνα για επιδοτήσεις σχετικά και με τις επίμαχες εισαγωγές.

5        Με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 11 Μαρτίου 2015 (ΕΕ 2015, C 83, σ. 4), η Επιτροπή κίνησε διαδικασία κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις επίμαχες εισαγωγές (στο εξής: διαδικασία κατά των επιδοτήσεων).

6        Στις 24 Ιουνίου 2015, η Jindal Saw υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της σχετικά με ορισμένες πτυχές της ανάλυσης του ντάμπινγκ, της ζημίας που προκλήθηκε στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης και του συμφέροντος της Ένωσης. Οι παρατηρήσεις αυτές κάλυπταν τόσο τη διαδικασία αντιντάμπινγκ όσο και τη διαδικασία κατά των επιδοτήσεων.

7        Στις 18 Σεπτεμβρίου 2015, η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/1559, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη), καταγωγής Ινδίας (ΕΕ 2015, L 244, σ. 25, στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Το υπό εξέταση προϊόν ορίστηκε στον κανονισμό αυτό ως σωλήνες κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη), καταγωγής Ινδίας.

8        Στις 23 Οκτωβρίου 2015, η Jindal Saw υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, ζητώντας ταυτόχρονα τη διοργάνωση ακρόασης από την Επιτροπή.

9        Στις 20 Νοεμβρίου 2015 πραγματοποιήθηκε συνάντηση. Στις 24 Νοεμβρίου 2015, η Jindal Saw απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην Επιτροπή με το οποίο επιβεβαίωσε ορισμένα στοιχεία που είχαν συζητηθεί κατά τη συνάντηση αυτή, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και με τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης, και, στις 27 Νοεμβρίου 2015, υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της κατόπιν της εν λόγω συνάντησης στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Στις 9 Δεκεμβρίου 2015, η Jindal Saw γνωστοποίησε στην Επιτροπή ορισμένες παρατηρήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων, ιδίως όσον αφορά, πρώτον, τον χαρακτήρα του εξαγωγικού φόρου επί του σιδηρομεταλλεύματος ως επιδότησης, δεύτερον, τη ζημία, τρίτον, τις απαντήσεις που έδωσαν στα ερωτηματολόγια οι χρήστες του υπό εξέταση προϊόντος και, τέταρτον, την εξαίρεση από το πεδίο κάλυψης του υπό εξέταση προϊόντος των σωλήνων οι οποίοι δεν έχουν ούτε εσωτερική ούτε εξωτερική επένδυση.

10      Στις 22 Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή ενημέρωσε την Jindal Saw για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων σκόπευε να επιβάλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος (στο εξής: τελική αποκάλυψη στοιχείων) καθώς και για τα πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων επρόκειτο να προταθεί η επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού για τις ίδιες εισαγωγές. Πριν υποβάλει τα σχόλιά της, η Jindal Saw ζήτησε, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 12ης Ιανουαρίου 2016, συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τέσσερα ειδικά θέματα.

11      Στις 20 Ιανουαρίου 2016, η Jindal Saw υπέβαλε τα σχόλιά της σχετικά με την τελική αποκάλυψη στοιχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων.

12      Στις 26 Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή απέστειλε στην Jindal Saw συμπληρωματική τελική αποκάλυψη στοιχείων σχετικά με τις διορθώσεις όσον αφορά ορισμένες παραμέτρους που υπεισέρχονται στον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Η προθεσμία για την υποβολή σχολίων ήταν η 28η Ιανουαρίου 2016.

13      Στις 28 Ιανουαρίου 2016, η Jindal Saw παρέστη σε συνάντηση που οργανώθηκε από την Επιτροπή. Η συνάντηση αυτή αφορούσε, μεταξύ άλλων, τα συμπεράσματα ως προς την επιδότηση την οποία συνιστούσαν ο εξαγωγικός φόρος επί του σιδηρομεταλλεύματος και το καθεστώς διπλής χρέωσης στις σιδηροδρομικές εμπορευματικές μεταφορές σιδηρομεταλλεύματος, τους υπολογισμούς σχετικά με το σύνολο των επιδοτήσεων, τη ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης και το ντάμπινγκ. Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή απηύθυνε έγγραφο στην Jindal Saw ενημερώνοντάς την για ορισμένες διορθώσεις στους υπολογισμούς των δεικτών ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων. Ως προθεσμία για την υποβολή σχολίων ορίστηκε η 1η Φεβρουαρίου 2016.

14      Την 1η Φεβρουαρίου 2016, η Jindal Saw απηύθυνε δύο ηλεκτρονικά μηνύματα στην Επιτροπή, εκθέτοντας τα σχόλιά της σχετικά, αφενός, με τις διορθώσεις που επήλθαν σε ορισμένους δείκτες ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και, αφετέρου, με τη συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου 2016. Τα εν λόγω μηνύματα περιείχαν επιπλέον διάφορες αιτήσεις παροχής πληροφοριών.

15      Με το πέρας της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων, η Επιτροπή εξέδωσε, αντιστοίχως, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/388, της 17ης Μαρτίου 2016, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) καταγωγής Ινδίας (ΕΕ 2016, L 73, σ. 53, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), καθώς και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/387, της 17ης Μαρτίου 2016, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη), καταγωγής Ινδίας (ΕΕ 2016, L 73, σ. 1), ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής ακύρωσης στην υπόθεση Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T‑300/16).

16      Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το υπό εξέταση προϊόν ορίζεται οριστικά ως «σωλήνες κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) […], με εξαίρεση τους όλκιμους σωλήνες χωρίς εσωτερική και εξωτερική επένδυση […], καταγωγής Ινδίας, που υπάγονται σήμερα στους κωδικούς ΣΟ ex 7303 00 10 και ex 7303 00 90» (στο εξής: υπό εξέταση προϊόν).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Ιουνίου 2016, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή. Το υπόμνημα αντίκρουσης, το υπόμνημα απάντησης και το υπόμνημα ανταπάντησης κατατέθηκαν στις 27 Σεπτεμβρίου και 21 Νοεμβρίου 2016 και στις 26 Ιανουαρίου 2017.

18      Κατόπιν της μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, η υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή του έβδομου τμήματος.

19      Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αιτήματα εμπιστευτικής μεταχείρισης ορισμένων πληροφοριών περιλαμβανόμενων στο δικόγραφο της προσφυγής, το υπόμνημα απάντησης και το υπόμνημα ανταπάντησης, στις 11 και 21 Νοεμβρίου 2016 και στις 14 Φεβρουαρίου 2017.

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Οκτωβρίου 2016, η Saint-Gobain Pam ζήτησε να της επιτραπεί να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 19ης Ιανουαρίου 2017, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή.

21      Στις 6 Μαρτίου 2017, η παρεμβαίνουσα κατέθεσε υπόμνημα παρέμβασης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου. Η Επιτροπή και οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αυτού στις 24 Μαρτίου και στις 19 Απριλίου 2017.

22      Στις 20 Ιουλίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο διέταξε την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 91, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και με την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 103, παράγραφος 1, του ίδιου αυτού Κανονισμού, να προσκομίσει τα απαραίτητα εμπιστευτικά στοιχεία ώστε να ελεγχθεί η ακρίβεια ορισμένων διευκρινίσεων που δόθηκαν με το υπόμνημα αντίκρουσης όσον αφορά τις συνέπειες του τυπογραφικού σφάλματος που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 72 του προσβαλλόμενου κανονισμού (στο εξής: τυπογραφικό σφάλμα).

23      Στις 10 Αυγούστου 2017, η Επιτροπή προσκόμισε, σε ψηφιακή μορφή, τα στοιχεία τα οποία αφορούσε το μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο.

24      Με απόφαση κοινοποιηθείσα στους διαδίκους στις 14 Σεπτεμβρίου 2017, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των προσφευγουσών κλήθηκαν, στο πλαίσιο μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, να συμβουλευθούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα εν λόγω στοιχεία στα γραφεία της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου. Οι προσφεύγουσες συμβουλεύθηκαν τα στοιχεία αυτά στις 26 και στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.

25      Στις 18 Οκτωβρίου 2017, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν παρατηρήσεις, αφότου οι δικηγόροι τους συμβουλεύθηκαν τα σχετικά στοιχεία (στο εξής: παρατηρήσεις της 18ης Οκτωβρίου 2017). Την ίδια ημέρα, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτημα εμπιστευτικής μεταχείρισης ορισμένων από τα εν λόγω στοιχεία έναντι της παρεμβαίνουσας.

26      Στις 14 Νοεμβρίου 2017, η Επιτροπή υπέβαλε αίτημα εμπιστευτικής μεταχείρισης, έναντι της παρεμβαίνουσας, ορισμένων στοιχείων περιεχόμενων στις παρατηρήσεις της 18ης Οκτωβρίου 2017.

27      Στις 22 Νοεμβρίου 2017 η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των παρατηρήσεων της 18ης Οκτωβρίου 2017.

28      Στις 15 Δεκεμβρίου 2017, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε παρατηρήσεις επί των παρατηρήσεων της 18ης Οκτωβρίου 2017 και επί των παρατηρήσεων της Επιτροπής.

29      Στις 27 Απριλίου 2018, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους κύριους διαδίκους, στο πλαίσιο μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, να απαντήσουν σε σειρά ερωτήσεων και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Τους παρασχέθηκε επιπλέον η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των αντίστοιχων απαντήσεών τους, όπερ και έπραξαν επίσης εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

30      Στις 25 Ιουνίου 2018, κατόπιν των απαντήσεων της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την τελευταία να υποβάλει διορθωμένο υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, λαμβανομένου υπόψη ενός σφάλματος που η ίδια παραδέχτηκε, στο πλαίσιο νέου μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας.

31      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο μέτρο που τις αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

32      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

33      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Ιουλίου 2018.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού των παρατηρήσεων της 18ης Οκτωβρίου 2017

34      Οι παρατηρήσεις της 18ης Οκτωβρίου 2017 υποβλήθηκαν από τις προσφεύγουσες στο πλαίσιο που εκτίθεται ακολούθως.

35      Στο τελικό στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή ενημέρωσε τα ενδιαφερόμενα μέρη για την ύπαρξη του τυπογραφικού σφάλματος. Το σφάλμα αυτό, που αφορά ορισμένους δείκτες ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, συνίσταται σε συνεκτίμηση ορισμένων εξαγωγικών πωλήσεων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης ως πωλήσεων πραγματοποιηθεισών εντός της Ένωσης. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή προέβη σε διόρθωση των στοιχείων σχετικά με τις πωλήσεις εντός της Ένωσης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης καθώς και σε αναθεώρηση στοιχείων σχετικών με άλλους δείκτες οι οποίοι είχαν επηρεασθεί από το τυπογραφικό σφάλμα εξ αντανακλάσεως.

36      Με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε όλες τις αναθεωρήσεις που συνεπαγόταν η διόρθωση του τυπογραφικού σφάλματος.

37      Με το υπόμνημα αντίκρουσης, η Επιτροπή εξέθεσε λεπτομερώς ότι το τυπογραφικό σφάλμα εμφιλοχώρησε κατά τη μεταγραφή ορισμένων αριθμητικών στοιχείων που περιλαμβάνονταν σε ηλεκτρονικό λογιστικό φύλλο, δημιουργηθέν μέσω προγράμματος λογιστικού φύλλου και επισυναφθέν στις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο ενός παραγωγού της Ένωσης, σε ειδικό ηλεκτρονικό λογιστικό φύλλο καθώς και ότι το σφάλμα αυτό δεν είχε επίπτωση σε δείκτες πλην εκείνων που είχαν διορθωθεί, δεδομένου ότι οι άλλοι δείκτες καθορίστηκαν σε χωριστά ηλεκτρονικά λογιστικά φύλλα.

38      Κατά την Επιτροπή, οι μόνοι δείκτες ζημίας που επηρεάσθηκαν –και αναθεωρήθηκαν– ήταν αυτοί για τους οποίους είχαν δημιουργηθεί αυτόματοι σύνδεσμοι, στους ενσωματωμένους στο εν λόγω ειδικό λογιστικό φύλλο τύπους υπολογισμού, με τα δεδομένα που αποτέλεσαν αντικείμενο του τυπογραφικού σφάλματος.

39      Η Επιτροπή πρότεινε να θέσει στη διάθεση του Γενικού Δικαστηρίου τα σχετικά στοιχεία, τα οποία είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας, ώστε να καταστεί εφικτό στις προσφεύγουσες να εξακριβώσουν το βάσιμο των διευκρινίσεων που εκτίθενται με τις σκέψεις 37 και 38 ανωτέρω.

40      Κατόπιν του μέτρου της διεξαγωγής αποδείξεων που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου ένα κλειδί USB με τα στοιχεία των οποίων είχε ζητηθεί η προσκόμιση. Με απόφαση που κοινοποιήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2017, σε συνδυασμό με το ανωτέρω μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των προσφευγουσών κλήθηκαν, υπό τον όρο να υπογράψουν δήλωση εμπιστευτικότητας, να συμβουλευθούν τα έγγραφα που περιέχονταν στο εν λόγω κλειδί USB στα γραφεία της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου, αποκλειστικά και μόνον προκειμένου να ελεγχθεί η ακρίβεια ορισμένων διευκρινίσεων που δόθηκαν με το υπόμνημα αντίκρουσης όσον αφορά τις συνέπειες του τυπογραφικού σφάλματος.

41      Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν στις 18 Οκτωβρίου 2017, αφότου συμβουλεύθηκαν τα ανωτέρω έγγραφα, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν την ακρίβεια των εν λόγω διευκρινίσεων, αλλά ισχυρίστηκαν ότι ανακάλυψαν στα έγγραφα αυτά πέντε νέα σφάλματα τα οποία ενίσχυαν ορισμένες από τις αιτιάσεις τους.

42      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατά κύριο λόγο, ότι οι παρατηρήσεις της 18ης Οκτωβρίου 2017 είναι απαράδεκτες, καθόσον αφορούν ζητήματα ξένα προς το αντικείμενο του μέτρου διεξαγωγής αποδείξεων και του μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο. Επικουρικώς, υποστηρίζει ότι η διόρθωση των σφαλμάτων που εντόπισαν οι προσφεύγουσες δεν τροποποίησε την ανάλυση που πραγματοποίησε το θεσμικό αυτό όργανο στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού.

43      Η παρεμβαίνουσα, από την οποία προέρχονται τα περισσότερα εμπιστευτικά στοιχεία περί των οποίων γίνεται λόγος, ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι ο βασικός κανονισμός δεν επιτρέπει τη γνωστοποίηση των εμπιστευτικών στοιχείων που διαβιβάζει επιχείρηση στα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ χωρίς την άδεια της εν λόγω επιχείρησης. Επικουρικώς, η παρεμβαίνουσα ζητεί πληρέστερη πρόσβαση στα σχετικά στοιχεία από εκείνη που της έχει ήδη χορηγηθεί.

44      Επιβάλλεται η διαπίστωση, καταρχάς, ότι τα πέντε σφάλματα τα οποία μνημονεύουν οι προσφεύγουσες με τις παρατηρήσεις της 18ης Οκτωβρίου 2017 δεν έχουν σχέση με το τυπογραφικό σφάλμα που οδήγησε στη λήψη του μέτρου διεξαγωγής αποδείξεων και του μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας από το Γενικό Δικαστήριο και, επομένως, με το αντικείμενο των εν λόγω μέτρων.

45      Στη συνέχεια, υπενθυμίζεται ότι ο βασικός κανονισμός ρυθμίζει λεπτομερώς την πρόσβαση των ενδιαφερομένων στα στοιχεία που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, θεσπίζει πλήρες σύστημα διαδικαστικών εγγυήσεων που αποσκοπούν, αφενός, στο να παρασχεθεί στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τα συμφέροντά τους και, αφετέρου, να προστατευθεί, όταν τούτο απαιτείται, η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που χρησιμοποιούνται κατά την έρευνα αυτή, και περιλαμβάνει κανόνες για τον συμβιβασμό μεταξύ των δύο αυτών απαιτήσεων (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου, T‑424/13, EU:T:2016:378, σκέψη 96).

46      Συναφώς, το άρθρο 19, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού θέτει την αρχή ότι κάθε πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα αντιμετωπίζεται ως τέτοια από τις αρχές, εφόσον συντρέχουν έγκυροι λόγοι που δικαιολογούν την εμπιστευτικότητα. Η παράγραφος 5 του εν λόγω άρθρου απαγορεύει, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή να αποκαλύπτει πληροφορίες που λαμβάνει κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω κανονισμού χωρίς τη ρητή άδεια του προσώπου που τις έχει προσκομίσει, αν αυτό το τελευταίο έχει ζητήσει την εμπιστευτική της μεταχείριση, καθώς και να κοινολογεί, μεταξύ άλλων, τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης που συντάσσουν οι αρχές της Ένωσης, εκτός εάν προβλέπεται ρητώς σχετική εξαίρεση.

47      Ο βασικός κανονισμός περιέχει επίσης ορισμένες διατάξεις που καθιστούν δυνατό τον συμβιβασμό μεταξύ των απαιτήσεων που απορρέουν από τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων να υπερασπισθούν αποτελεσματικά τα συμφέροντά τους με εκείνες που συναρτώνται με την ανάγκη προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών. Αφενός, η πρόσβαση των ενδιαφερομένων στις διαθέσιμες πληροφορίες δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού περιορίζεται από τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών αυτών. Αφετέρου, το άρθρο 19, παράγραφοι 2 έως 4, του βασικού κανονισμού περιέχει ορισμένες ρυθμίσεις όσον αφορά την τήρηση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών, προς προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερομένων.

48      Εν προκειμένω, τα έγγραφα στα οποία χορηγήθηκε πρόσβαση στους δικηγόρους των προσφευγουσών προκειμένου αυτοί να τα συμβουλευθούν περιέχουν μόνον εμπορικά δεδομένα των δύο από τις τρεις εταιρίες οι οποίες αποτελούν, εν προκειμένω, τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης. Πρόκειται για στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητούν οι διάδικοι.

49      Επομένως, πρόκειται για έγγραφα των οποίων η δημοσιοποίηση δεν μπορούσε να ζητηθεί από τις προσφεύγουσες κατ’ εφαρμογήν του βασικού κανονισμού. Η πρόσβαση στα έγγραφα αυτά παρασχέθηκε αποκλειστικά και μόνο στους δικηγόρους, τούτο δε με μοναδικό σκοπό να καταστεί δυνατή η εξακρίβωση των συνεπειών του τυπογραφικού σφάλματος που διέπραξε η Επιτροπή, στο πλαίσιο απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου που οριοθετούσε στενά την πρόσβαση αυτή, προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, όπως προκύπτει από το μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων και το μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο.

50      Πράγματι, αφενός, το μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο ήταν διατυπωμένο κατά τρόπο ακριβή. Η Επιτροπή όφειλε να προσκομίσει μόνον τα στοιχεία που ήταν απολύτως απαραίτητα για να ελεγχθεί η ακρίβεια ορισμένων διευκρινίσεων που δόθηκαν με το υπόμνημα αντίκρουσης όσον αφορά τις συνέπειες του τυπογραφικού σφάλματος.

51      Αφετέρου, η απόφαση που κοινοποιήθηκε στους διαδίκους στις 14 Σεπτεμβρίου 2017 προέβλεπε, στο πλαίσιο μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, ότι η πρόσβαση στα επίμαχα στοιχεία χορηγείται μόνο για να διασφαλισθεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ως προς τις εν λόγω διευκρινίσεις, και όχι για να εξασφαλιστεί η ενημέρωση των προσφευγουσών πέραν των εγγυήσεων που προβλέπονται από τον βασικό κανονισμό για τα ενδιαφερόμενα μέρη, καθόσον τούτο δεν θα ήταν σύμφωνο με την τήρηση της εμπιστευτικότητας των εν λόγω στοιχείων. Εξάλλου, υπογραμμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, τα δικαιώματα των προσφευγουσών εξασφαλίστηκαν από το άρθρο 6, παράγραφος 7, και τα άρθρα 19 και 20 του βασικού κανονισμού.

52      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την περίπτωση κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει, δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας και μετά τη στάθμιση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, να καταστήσει γενικώς γνωστά σε κύριο διάδικο ορισμένα πληροφοριακά ή άλλα εμπιστευτικά στοιχεία που προσκόμισε ο αντίδικος. Πράγματι, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο χορήγησε στους δικηγόρους των προσφευγουσών ειδική πρόσβαση στα ηλεκτρονικά λογιστικά φύλλα που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον καθορισμό των επίμαχων δεικτών με μοναδικό σκοπό να τους παράσχει τη δυνατότητα να ελέγξουν την ακρίβεια ορισμένων διευκρινίσεων που δόθηκαν με το υπόμνημα αντίκρουσης όσον αφορά τις συνέπειες του τυπογραφικού σφάλματος, ιδίως σε σχέση με τους συνδέσμους που είχαν δημιουργηθεί στα λογιστικά αυτά φύλλα. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότι απέκτησαν γενική πρόσβαση σε νέες πληροφορίες των οποίων η γνώση τούς παρέχει τη δυνατότητα να προβάλουν νέους λόγους ή αιτιάσεις που πρέπει να κριθούν παραδεκτές δυνάμει του άρθρου 84 του Κανονισμού Διαδικασίας.

53      Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι ίδιες οι προσφεύγουσες δεν ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να τους επιτρέψει την πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα γενικώς και αορίστως. Αντιθέτως, με το υπόμνημα απάντησης, οι προσφεύγουσες ζήτησαν ρητώς να τους χορηγηθεί η πρόσβαση αυτή με μοναδικό σκοπό να ελέγξουν την ακρίβεια ορισμένων διευκρινίσεων που δόθηκαν με το υπόμνημα αντίκρουσης όσον αφορά τις συνέπειες του τυπογραφικού σφάλματος.

54      Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, οι παρατηρήσεις της 18ης Οκτωβρίου 2017 πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.

55      Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του επικουρικού αιτήματος της παρεμβαίνουσας για πληρέστερη πρόσβαση στα σχετικά στοιχεία.

 Επί της ουσίας

56      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, τέσσερις λόγους ακυρώσεως στηριζόμενους σε διάφορες παραβάσεις του βασικού κανονισμού, ήτοι:

–        ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, και, κατά συνέπεια, του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού·

–        ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, και, κατά συνέπεια, του άρθρου 3, παράγραφος 6, και του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού·

–        ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 5 έως 8, του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού·

–        ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 20, παράγραφοι 4 και 5, του βασικού κανονισμού και σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

57      Πρέπει να εξετασθεί, κατά πρώτον, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 20, παράγραφοι 4 και 5, του βασικού κανονισμού και σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

58      Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, δύο σκέλη.

59      Με το πρώτο σκέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και προσέβαλε το δικαίωμα ακρόασης της Jindal Saw παραλείποντας να διαβιβάσει στην τελευταία ορισμένα στοιχεία που αυτή είχε ζητήσει με δύο ηλεκτρονικά μηνύματα της 1ης Φεβρουαρίου 2016.

60      Στηριζόμενες στη νομολογία, οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι, όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτίμησης, ο σεβασμός των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η έννομη τάξη της Ένωσης έχει ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία και ότι συγκαταλέγεται μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του. Υπό την έννοια αυτή, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς ότι, εάν η Jindal Saw είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε ζητήσει όσον αφορά τους δείκτες ζημίας που επηρεάστηκαν από το τυπογραφικό σφάλμα και το κόστος για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων πώλησης, των γενικών και των λοιπών διοικητικών εξόδων (στο εξής: έξοδα ΠΓΔΕ) των εταιριών πωλήσεων του ομίλου Saint-Gobain Pam, η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό και ευνοϊκότερο για αυτήν αποτέλεσμα δεδομένου ότι η Επιτροπή θα είχε προηγουμένως αναθεωρήσει ήδη την άποψή της μετά τις παρατηρήσεις που θα της είχαν διαβιβάσει τα ενδιαφερόμενα μέρη.

61      Με το δεύτερο σκέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού καθώς και ότι προσέβαλε το δικαίωμα ακρόασης της Jindal Saw δεδομένου ότι δεν της χορήγησε επαρκή χρόνο για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της μετά την ανακοίνωση των τροποποιηθέντων δεικτών ζημίας. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς ότι, εάν είχε παρασχεθεί στην Jindal Saw προθεσμία σύμφωνη με τα προβλεπόμενα στην εν λόγω διάταξη μετά την κοινοποίηση των τροποποιηθέντων δεικτών ζημίας, η εταιρία αυτή θα μπορούσε να έχει υποβάλει λεπτομερέστερες παρατηρήσεις βάσει των οποίων η Επιτροπή θα είχε ενδεχομένως αναθεωρήσει τη θέση της.

62      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί το βάσιμο του λόγου ακυρώσεως αυτού.

63      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, όταν οι εμπλεκόμενοι σε έρευνα αντιντάμπινγκ, ιδίως οι οικείοι παραγωγοί-εξαγωγείς, επιθυμούν να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις που ενδέχεται να αποτελούν τη βάση μέτρων αντιντάμπινγκ με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων τους, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί ορισμένες αρχές και διαδικαστικές εγγυήσεις.

64      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αφενός, το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού καθορίζει ορισμένες προϋποθέσεις όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης των ενδιαφερόμενων μερών, το οποίο συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα κατοχυρούμενο από την έννομη τάξη της Ένωσης. Το άρθρο αυτό προβλέπει, στην παράγραφο 2, το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων υπάρχει πρόθεση να διατυπωθεί σύσταση για την επιβολή οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ. Το εν λόγω άρθρο ορίζει επίσης, στην παράγραφο 4, ότι, όταν η Επιτροπή προτίθεται να λάβει απόφαση στηριζόμενη σε πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις που διαφέρουν από τα προηγουμένως κοινοποιηθέντα, οφείλει να γνωστοποιήσει τα στοιχεία αυτά το συντομότερο δυνατόν και, στην παράγραφο 5, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να διαθέτουν, καταρχήν, ελάχιστη προθεσμία δέκα ημερών για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, διευκρινιζομένου ότι η προθεσμία αυτή μπορεί να είναι μικρότερη όταν πρόκειται για πρόσθετη τελική αποκάλυψη στοιχείων.

65      Αφετέρου, κατά πάγια νομολογία, οι απαιτήσεις που απορρέουν από τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλονται όχι μόνο στο πλαίσιο διαδικασιών που μπορούν να καταλήξουν σε επιβολή κυρώσεων, αλλά και στο πλαίσιο διαδικασιών έρευνας που προηγούνται της έκδοσης κανονισμών αντιντάμπινγκ, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τις οικείες επιχειρήσεις άμεσα και ατομικά και να έχουν δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτές. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της γνωστοποίησης πληροφοριών σε ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια διαδικασίας έρευνας, ο σεβασμός των δικαιωμάτων τους άμυνας προϋποθέτει ότι έχει παρασχεθεί στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας, η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και τη σημασία των προβαλλόμενων γεγονότων και περιστάσεων και σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη της διαπίστωσής της όσον αφορά την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και την εξ αυτής απορρέουσα ζημία (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Μολονότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας είναι κεφαλαιώδους σημασίας στις διαδικασίες ερευνών αντιντάμπινγκ (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η ύπαρξη παρατυπίας όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση κανονισμού περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ παρά μόνον αν, λόγω της παρατυπίας αυτής, ενδέχεται η διοικητική διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, προσβάλλοντας με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, C 141/08 P, EU:C:2009:598, σκέψη 107).

67      Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι δεν μπορεί να επιβληθεί στον εν λόγω ενδιαφερόμενο η υποχρέωση να αποδείξει ότι η απόφαση της Επιτροπής θα ήταν διαφορετική, αλλά μόνον ότι τούτο δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, εφόσον ο ενδιαφερόμενος θα είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί αποτελεσματικότερα αν δεν είχε μεσολαβήσει η καταγγελλόμενη διαδικαστική παρατυπία (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Αντιθέτως, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να αποδείξει συγκεκριμένα με ποιον τρόπο θα μπορούσε να ασκήσει αποτελεσματικότερα την άμυνά του αν δεν υπήρχε η εν λόγω παρατυπία, μη δυνάμενος να περιοριστεί, απλώς, στην επίκληση της αδυναμίας του να υποβάλει παρατηρήσεις επί υποθετικών καταστάσεων (βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, Changmao Biochemical Engineering κατά Συμβουλίου, T‑442/12, EU:T:2017:372, σκέψη 145 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, με την τελική αποκάλυψη στοιχείων, η Επιτροπή γνωστοποίησε στα ενδιαφερόμενα μέρη όλα τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων σκόπευε να επιβάλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ, καθώς και τα αριθμητικά στοιχεία τα σχετικά με τους δείκτες ζημίας και την ανάλυση των τάσεων που θα αποκάλυπταν οι εν λόγω δείκτες. Συγκεκριμένα, αφενός, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι πωλήσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης μειώθηκαν κατά περισσότερο από 6 % και ότι ο εν λόγω κλάδος παραγωγής απώλεσε περίπου το 2,5 % του μεριδίου αγοράς του σε μια συρρικνούμενη αγορά. Αφετέρου, όσον αφορά πάντοτε τον ίδιο κλάδο παραγωγής, η Επιτροπή επισήμανε ότι η θεωρούμενη ως χαμηλή κερδοφορία, σε συνδυασμό με την απώλεια πωλήσεων και μεριδίων αγοράς στην Ένωση, έθεσε τον κλάδο αυτό σε δυσχερή οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση, κατέληξε δε στο συμπέρασμα, με βάση τη συνολική ανάλυση όλων των δεικτών ζημίας που η ίδια θεωρούσε κρίσιμους και δεδομένης της δυσχερούς, κατά τη γνώμη της, οικονομικής κατάστασης, ότι ο εν λόγω κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού.

70      Η πρώτη αιτίαση αφορά παράβαση, αφενός, του άρθρου 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, το οποίο πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, και, αφετέρου, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω της μη ανακοίνωσης των πληροφοριών που ζητήθηκαν με τα δύο ηλεκτρονικά μηνύματα της Jindal Saw της 1ης Φεβρουαρίου 2016 σχετικά, πρώτον, με την ανακοίνωση των τροποποιηθέντων δεικτών ζημίας μετά τον εντοπισμό του τυπογραφικού σφάλματος και, δεύτερον, με διάφορες δαπάνες του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

71      Όσον αφορά, πρώτον, τη μη ανακοίνωση των πληροφοριών που ζήτησε η Jindal Saw σχετικά με τις διορθώσεις των δεικτών ζημίας της Ένωσης, επισημαίνεται ότι, καταρχάς, στη γραπτή ανακοίνωση της 28ης Ιανουαρίου 2016, με την οποία ενημερώθηκε η Jindal Saw για ορισμένες διορθώσεις στους δείκτες ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, η Επιτροπή παρέθεσε ρητώς τους δείκτες ζημίας που είχαν τροποποιηθεί μετά τον εντοπισμό του τυπογραφικού σφάλματος, ήτοι εκείνους που αφορούσαν, πρώτον, τη συνολική κατανάλωση στην Ένωση, δεύτερον, το μερίδιο αγοράς των παραγωγών-εξαγωγέων, τρίτον, το μερίδιο αγοράς του εν λόγω κλάδου παραγωγής και, τέταρτον, την τιμή πώλησης του ίδιου αυτού κλάδου. Στη συνέχεια, ένα παράρτημα συνημμένο στη γραπτή αυτή ανακοίνωση περιέλαβε εκ νέου τα σχετικά αριθμητικά στοιχεία, παρουσιάζοντάς τα ως περιοχές τιμών, όπως με την τελική αποκάλυψη στοιχείων. Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ρητώς με την εν λόγω γραπτή ανακοίνωση ότι οι τροποποιήσεις αυτές δεν οδήγησαν ούτε σε αλλαγή των συμπερασμάτων σχετικά με τις τάσεις ούτε σε μεταβολή των τελικών πορισμάτων που είχαν προηγουμένως κοινοποιηθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη.

72      Από τις διαπιστώσεις αυτές προκύπτει ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε η Επιτροπή μετά τη διόρθωση του τυπογραφικού σφάλματος δεν συνιστούσαν, αυτές καθαυτές, ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις αυτές δεν συνεπάγονταν μεταβολή των τάσεων επί των οποίων είχε στηριχθεί η αξιολόγηση της ζημίας. Επομένως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη, από τον βασικό κανονισμό, και ειδικότερα από το άρθρο 20, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, ούτε να ενημερώσει τη Jindal Saw για τις τροποποιήσεις αυτές ούτε, κατά μείζονα λόγο, να ικανοποιήσει το αίτημα της τελευταίας για την παροχή περαιτέρω πληροφοριών σχετικά με το θέμα αυτό. Ως εκ τούτου, το θεσμικό αυτό όργανο δεν παρέβη το άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 4, του βασικού κανονισμού.

73      Όσον αφορά, εξάλλου, το επιχείρημα περί προσβολής του δικαιώματος ακρόασης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τη γραπτή ανακοίνωση της 28ης Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή διαβίβασε όλα τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να παρασχεθεί στη Jindal Saw η δυνατότητα να προβάλει την άποψή της επί των τροποποιήσεων που επήλθαν μετά τη διόρθωση του τυπογραφικού σφάλματος, πράγμα που άλλωστε έπραξε η Jindal Saw με το πρώτο ηλεκτρονικό μήνυμα της 1ης Φεβρουαρίου 2016. Συναφώς, επισημαίνεται επιπλέον ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες δεν υπέβαλαν καμία νέα παρατήρηση σε σχέση με εκείνες που είχαν ήδη υποβληθεί στην Επιτροπή την 1η Φεβρουαρίου 2016. Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό αφού είχε παρασχεθεί στην Jindal Saw η δυνατότητα να διατυπώσει κάθε λυσιτελή παρατήρηση και ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ότι η Jindal Saw θα μπορούσε να έχει ασκήσει αποτελεσματικότερα την άμυνά της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

74      Όσον αφορά, δεύτερον, την παράλειψη ανακοίνωσης των πληροφοριών σχετικά με ορισμένες δαπάνες του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, επισημαίνεται ότι είναι όντως αληθές ότι η χρηστή διοίκηση θα επέβαλλε να έχει απαντήσει η Επιτροπή στην εν λόγω αίτηση, έστω και για να γνωστοποιήσει απλώς ότι επρόκειτο για εμπιστευτικά στοιχεία στα οποία δεν ήταν δυνατό να χορηγηθεί πρόσβαση στην Jindal Saw. Ωστόσο, η έλλειψη συγκεκριμένης απάντησης στην εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών δεν συνεπάγεται παράβαση από την Επιτροπή του άρθρου 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, δεδομένου ότι οι πρόσθετες πληροφορίες που ζήτησε η Jindal Saw δεν αποτελούσαν νέα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις.

75      Συγκεκριμένα, ήδη από τον προσωρινό κανονισμό, ο οποίος εκδόθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2015, προέκυπτε ότι, για τον υπολογισμό της αποδοτικότητας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη όχι μόνον τα έξοδα ΠΓΔΕ των μονάδων παραγωγής του κλάδου αυτού, αλλά επίσης τα έξοδα των εταιριών πωλήσεων του ίδιου κλάδου. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 92 του προσωρινού κανονισμού ανέφερε ότι «[η] Επιτροπή προσδιόρισε την αποδοτικότητα για τους συνεργασθέντες ενωσιακούς παραγωγούς εκφράζοντας το προ φόρων καθαρό κέρδος των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος σε μη συνδεδεμένους πελάτες εντός της Ένωσης ως ποσοστό του κύκλου εργασιών των εν λόγω πωλήσεων» και ότι «[τ]ο μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων του [ομοειδούς] προϊόντος στην [Ένωση] πραγματοποιήθηκε μέσω των [εταιριών πωλήσεων] των συνεργασθέντων παραγωγών της [Ένωσης], και ελήφθησαν υπόψη οι δαπάνες και η αποδοτικότητά τους».

76      Το γεγονός ότι η Jindal Saw δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία ή δεν αντιλήφθηκε ορθώς τις διευκρινίσεις αυτές που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο του προσωρινού κανονισμού και επαναλήφθηκαν στην τελική αποκάλυψη στοιχείων, και σύμφωνα με τις οποίες οι δαπάνες των εταιριών πωλήσεων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης είχαν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της αποδοτικότητας του εν λόγω κλάδου παραγωγής, δεν σημαίνει ότι οι εξηγήσεις τις οποίες παρέσχε επί του ζητήματος αυτού η Επιτροπή κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου 2016 αποτελούσαν νέα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 4, του βασικού κανονισμού ως προς το ζήτημα αυτό.

77      Από το γεγονός ότι εν λόγω πληροφορία, σχετικά με τη συνεκτίμηση των εξόδων των εταιριών πωλήσεων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης στο πλαίσιο υπολογισμού της κερδοφορίας του κλάδου αυτού, βρισκόταν στην κατοχή της Jindal Saw από τις 19 Σεπτεμβρίου 2015, ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα του προσωρινού κανονισμού, προκύπτει επίσης ότι η Jindal Saw διέθετε τα απαραίτητα στοιχεία για να προβάλει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις της όσον αφορά τον υπολογισμό αυτό.

78      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

79      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, σχετικά με την παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, στο μέτρο που δεν παρασχέθηκε στην Jindal Saw προθεσμία δέκα ημερών, ή τουλάχιστον επαρκής χρόνος, για να υποβάλει σχόλια σχετικά με τις τροποποιήσεις ορισμένων δεικτών ζημίας, πρέπει να τονιστεί ότι από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να χορηγεί προθεσμία στα ενδιαφερόμενα μέρη για την υποβολή σχολίων σχετικά με κάθε τροποποίηση στην οποία προβαίνει κατόπιν των παρατηρήσεών τους επί της τελικής αποκάλυψης στοιχείων. Τέτοια υποχρέωση θα υπήρχε μόνον εάν η γραπτή ανακοίνωση της Επιτροπής της 28ης Ιανουαρίου 2016 είχε συμπεριλάβει ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, πράγμα που δεν ίσχυε.

80      Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν άλλα επιχειρήματα σχετικά με τη διόρθωση του τυπογραφικού σφάλματος πλην εκείνων που είχε ήδη προβάλει η Jindal Saw με το πρώτο ηλεκτρονικό μήνυμα της 1ης Φεβρουαρίου 2016.

81      Κατά συνέπεια, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η διαδικασία αντιντάμπινγκ θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν είχε παρασχεθεί στην Jindal Saw μεγαλύτερη προθεσμία ώστε να υποβάλει τα σχόλιά της συναφώς.

82      Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι, ακόμη και αφότου είχαν συμβουλευθεί τα έγγραφα που περιείχαν τα στοιχεία που θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν επηρεαστεί από το τυπογραφικό σφάλμα, στο πλαίσιο του μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας που αποφάσισε το Γενικό Δικαστήριο, οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα νέο επιχείρημα σε σχέση με το εν λόγω σφάλμα, παραδεχόμενες ότι η αποκατάσταση του σφάλματος αυτού δεν απαιτούσε άλλη διόρθωση πλην εκείνων που επέφερε η Επιτροπή και οι οποίες ανακοινώθηκαν στην Jindal Saw στις 28 Ιανουαρίου 2016.

83      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση ως αβάσιμη και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού και, κατά συνέπεια, του άρθρου 9 παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού

84      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε δύο σκέλη.

–       Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού

85      Το πρώτο σκέλος υποδιαιρείται και αυτό σε δύο αιτιάσεις.

86      Με την πρώτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού καθόσον δεν χρησιμοποίησε τις πραγματικές τιμές εξαγωγής που χρέωνε η Jindal Saw για τις πωλήσεις της προς τις δικές της εταιρίες πωλήσεων αλλά, αντ’ αυτού, προσέφυγε στη μέθοδο της κατασκευής της τιμής εξαγωγής. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι, για τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, μπορούν να μη ληφθούν υπόψη οι πραγματικές τιμές εξαγωγής όχι λόγω της απλής ύπαρξης συνδέσμου μεταξύ εξαγωγέα και εισαγωγέα, αλλά αποκλειστικά και μόνον εφόσον προκύπτει ότι οι ο σύνδεσμος αυτός συνεπάγεται την αναξιοπιστία των εν λόγω τιμών, πράγμα το οποίο δεν απέδειξε η Επιτροπή.

87      Προς στήριξη της αιτίασης αυτής, οι προσφεύγουσες επικαλούνται, πρώτον, το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, η τροποποίηση του οποίου μετά την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), την 1η Ιανουαρίου 1995, καταδεικνύει μια αλλαγή στην προσέγγιση που επιβάλλει η διάταξη αυτή. Κατά την άποψη των προσφευγουσών, παρά το γεγονός ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν έχουν ακόμη αποφανθεί επί της κατανομής του βάρους της απόδειξης στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, η σκέψη 59 της απόφασης της 26ης Νοεμβρίου 2015, Giant (China) κατά Συμβουλίου (T‑425/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:896), υποστηρίζει την προτεινόμενη από αυτές ερμηνεία για τη διάταξη αυτή. Επιπλέον, παραπέμπουν σε ειδικό κανονισμό περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, από τον οποίο προκύπτει, κατ’ αυτές, ότι η ίδια η Επιτροπή έχει προβεί σε αυτή την ερμηνεία.

88      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, για τον καθορισμό της κανονικής αξίας του υπό εξέταση προϊόντος στη χώρα εξαγωγής, από το οποίο προκύπτει, κατ’ αυτές, ότι η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ των μερών μιας πώλησης αρκεί για να μη ληφθούν υπόψη οι τιμές που εφαρμόζονται μεταξύ των εν λόγω δύο μερών. Η διαφορά στο γράμμα αυτών των δύο παραγράφων του ίδιου άρθρου καταδεικνύει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβη σε διάκριση μεταξύ των δύο καταστάσεων.

89      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί το βάσιμο της αιτίασης αυτής.

90      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, καταρχήν, «ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή από τη χώρα εξαγωγής στην Ένωση». Μόνον «όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου», επιτρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού την κατασκευή της τιμής εξαγωγής με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο πελάτη.

91      Συνεπώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι αξιόπιστη σε δύο περιπτώσεις, ήτοι όταν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου ή λόγω συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου. Πέραν των περιπτώσεων αυτών, η Επιτροπή οφείλει, όταν υφίσταται τιμή εξαγωγής, να προσδιορίζει το ντάμπινγκ βάσει της τιμής αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 2002, Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, T‑88/98, EU:T:2002:280, σκέψη 49, και της 25ης Οκτωβρίου 2011, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, T‑190/08, EU:T:2011:618, σκέψη 26).

92      Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, τις διαδοχικές τροποποιήσεις του γράμματος της διάταξης που αντιστοιχεί στο άρθρο 2, παράγραφος 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, πρέπει να σημειωθεί ότι η ημιπερίοδος «όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου […] μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα», κρίσιμη στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτίασης, απαντά σχεδόν επί λέξει στο γράμμα της αντίστοιχης ημιπεριόδου η οποία περιλαμβανόταν, αρχικώς, στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 459/68 του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1968, για την άμυνα κατά του ντάμπινγκ, των πριμοδοτήσεων ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 1968, L 93, σ. 1, στο εξής: κανονισμός αντιντάμπινγκ του 1968). Το γράμμα της τελευταίας αυτής διάταξης ήταν «[…] όταν δεν μπορούν να βασίζονται στην τιμή εξαγωγής λόγω υπάρξεως μιας σχέσεως […] μεταξύ εισαγωγέως και εξαγωγέως». Η διατύπωση αυτή επαναλάμβανε το γράμμα του άρθρου 2, στοιχείο e, της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ), η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 30 Ιουνίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1968.

93      Με τις προτάσεις του στην υπόθεση NTN Toyo Bearing κ.λπ. κατά Συμβουλίου (113/77, EU:C:1979:39, Συλλογή, σ. 1212 [1253]), ο γενικός εισαγγελέας Warner, αφού επισήμανε την ομοιότητα αυτή, παρατήρησε ότι το άρθρο 2, στοιχείο e, της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΣΔΕ ήταν ερμηνευτικό του άρθρου VI της ΓΣΔΕ και ότι το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού αντιντάμπινγκ του 1968 δεν μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η μη συνεκτίμηση των πραγματικών τιμών επιτρεπόταν μόνον εφόσον είχε διαπιστωθεί η ύπαρξη ειδικών λόγων ικανών να δικαιολογήσουν το συμπέρασμα ότι, εξαιτίας συνδέσμου μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα, οι τιμές αυτές δεν ήταν αξιόπιστες. Εκ των ανωτέρω ο γενικός εισαγγελέας συνήγαγε ότι το γεγονός της ύπαρξης συνδέσμου μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα αρκεί για να θεωρηθούν αναξιόπιστες οι τιμές εξαγωγής.

94      Το άρθρο 3 παράγραφος 3, του κανονισμού αντιντάμπινγκ του 1968 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3017/79 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1979, περί της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/017, σ. 67, στο εξής: κανονισμός αντιντάμπινγκ του 1979), με την τελευταία αυτή διάταξη να έχει ως εξής:

«Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν φαίνεται ότι υπάρχει σύνδεσμος […] μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου ή ότι, για άλλους λόγους, η πραγματικά πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για το πωλούμενο κατά την εξαγωγή προς την [Ένωση] δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί σαν τιμή αναφοράς […]».

95      Ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αυτή η τροποποίηση του γράμματος αποσκοπούσε στην τροποποίηση του κανόνα περί του βάρους της απόδειξης σχετικά με την αξιοπιστία ή την έλλειψη αξιοπιστίας των τιμών σε περίπτωση συνδέσμου μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα. Αντιθέτως, είχε ως αποτέλεσμα να διευρύνει το πεδίο των περιπτώσεων στις οποίες η τιμή που πράγματι καταβάλλεται για το προϊόν που πωλείται προς εξαγωγή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τιμή αναφοράς (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 1990, Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑156/87, EU:C:1990:116, σκέψη 30). Τούτο προκύπτει από την προσθήκη των λέξεων «για άλλους λόγους», έκφραση που δεν περιλαμβανόταν στο κείμενο της νέας συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΣΔΕ. Η τροποποίηση που επήλθε στη δομή της πρότασης, σε σχέση με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού αντιντάμπινγκ του 1968, υπήρξε απαραίτητη προκειμένου να ενσωματωθεί η προσθήκη αυτή. Ως εκ τούτου, η ουσία του κανόνα όσον αφορά την αξιοπιστία της τιμής εξαγωγής που εφαρμόζεται μεταξύ συνδεδεμένων μερών παρέμεινε αναλλοίωτη.

96      Το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αντιντάμπινγκ του 1979 διατηρήθηκε στις αντίστοιχες διατάξεις των κανονιστικών ρυθμίσεων που διαδέχθηκαν τον κανονισμό αυτό μέχρι την αντικατάσταση του γράμματος αυτού, εν τέλει, από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 9, του κανονισμού (ΕΚ) 3283/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1994, L 349, σ. 1, στο εξής: κανονισμός αντιντάμπινγκ του 1994), το οποίο αναφέρεται στην περίπτωση του συνδέσμου με την έκφραση «[…] όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατόν να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου […] μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου […]». Η διατύπωση αυτή είναι συγκρίσιμη με το πρωτότυπο κείμενο που περιλαμβανόταν στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού αντιντάμπινγκ του 1968, και με το γράμμα του άρθρου 2.3 της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ του 1994).

97      Από την τρίτη και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αντιντάμπινγκ του 1994 προκύπτει ότι η τροποποίηση των κοινοτικών κανόνων απέρρεε από τη συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ του 1994, της οποίας έπρεπε να εξασφαλιστεί η ορθή και διαφανής εφαρμογή, μέσω της μεταφοράς του περιεχομένου της, κατά το μέτρο του δυνατού, στο κοινοτικό δίκαιο.

98      Επομένως, είναι προφανές ότι ο κοινοτικός νομοθέτης αποσκοπούσε στην ευθυγράμμιση, στο μέτρο του δυνατού, του γράμματος του κανονισμού αντιντάμπινγκ του 1994 με αυτό της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ του 1994. Λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της απουσίας παρατηρήσεων όσον αφορά τις τροποποιήσεις του γράμματος της οικείας διάταξης τόσο στις αιτιολογικές σκέψεις και στις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού αντιντάμπινγκ του 1979, όπου το γράμμα αυτό τροποποιήθηκε για πρώτη φορά, όσο και σε εκείνες του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ του 1994, όπου το εν λόγω γράμμα ευθυγραμμίστηκε εκ νέου με τη διατύπωση που χρησιμοποιείται στη συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ του 1994, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι τροποποιήσεις αυτές δεν απέβλεπαν στην εισαγωγή αλλαγών όσον αφορά το βάρος της απόδειξης στο πλαίσιο της εφαρμογής της διάταξης η οποία αντιστοιχεί στο άρθρο 2, παράγραφος 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

99      Η ανάλυση αυτή δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγουσών.

100    Πρώτον, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες παραπέμπουν στη σκέψη 59 της απόφασης της 26ης Νοεμβρίου 2015, Giant (China) κατά Συμβουλίου (T‑425/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:896), πρέπει να τονιστεί ότι η σκέψη αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη εκτός του πλαισίου της. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του βάρους της απόδειξης όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, αλλά μόνον επί συγκεκριμένου ζητήματος διαφορετικής φύσης.

101    Δεύτερον, όσον αφορά την παραπομπή των προσφευγουσών στον κανονισμό (ΕΚ) 930/2003 του Συμβουλίου, της 26 Μαΐου 2003, για την περάτωση των διαδικασιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές σολομού Ατλαντικού εκτροφής καταγωγής Νορβηγίας και της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές σολομού Ατλαντικού εκτροφής καταγωγής Χιλής και Νήσων Φερόες (ΕΕ 2003, L 133, σ. 1), οι προσφεύγουσες επικαλούνται μια μνεία, στην αιτιολογική σκέψη 84 του κανονισμού αυτού, η οποία επίσης έχει αποσπασθεί από τα συμφραζόμενά της, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 82 έως 84 του εν λόγω κανονισμού.

102    Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλούν οι προσφεύγουσες από τη διαφορετική διατύπωση μεταξύ του άρθρου 2, παράγραφος 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού και της παραγράφου 1, τρίτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς την πρώτη από τις δύο αυτές διατάξεις, η δεύτερη δεν προέρχεται από τη συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ του 1994, οπότε σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς επιχείρημα εξ αντιδιαστολής αντλούμενο από τη διαφορετική διατύπωση μεταξύ των εν λόγω διατάξεων. Πράγματι, δεδομένου ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει το γράμμα ενός κειμένου εκδοθέντος στο πλαίσιο του ΠΟΕ, ο νομοθέτης της Ένωσης εξέφρασε, στο άρθρο 2 παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, την ίδια ιδέα με αυτήν της παραγράφου 9 του άρθρου αυτού, αλλά με πιο κατηγορηματικό τρόπο.

103    Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

104    Με τη δεύτερη αιτίαση, που προβάλλεται επικουρικώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Jindal Saw απέδειξε ότι οι τιμές εξαγωγής που είχε εφαρμόσει έναντι των δικών της εταιριών πωλήσεων ήταν αξιόπιστες, πρώτον, σε σχέση με τις τιμές που εφάρμοζε έναντι των ανεξάρτητων εισαγωγέων στην Ένωση, δεύτερον, σε σχέση με τις τιμές που εφάρμοζε έναντι των ανεξάρτητων εισαγωγέων σε τρίτες χώρες και, τρίτον, λαμβανομένης υπόψη της αποδοχής, από τις τελωνειακές αρχές, των εν λόγω τιμών εξαγωγής.

105    Πρώτον, όσον αφορά τις τιμές εξαγωγής που παρέσχε η Jindal Saw σχετικά με τις απευθείας πωλήσεις σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, αφενός, να απορρίψει τη χρήση αυτών των πραγματικών τιμών για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής που χρεώνονταν στις εταιρίες πωλήσεων της Jindal Saw, για τον λόγο ότι οι ποσότητες που πωλούνταν απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες ήταν πολύ χαμηλές και, αφετέρου, να χρησιμοποιήσει τις εν λόγω πραγματικές τιμές στο πλαίσιο της κατασκευής της τιμής εξαγωγής.

106    Δεύτερον, όσον αφορά τις εφαρμοζόμενες τιμές στο πλαίσιο των πωλήσεων προς ανεξάρτητους πελάτες σε τρίτες χώρες, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να τις απορρίψει, για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής προς τις εταιρίες πωλήσεων της Jindal Saw, με το σκεπτικό ότι οι πωλήσεις αυτές δεν αντικατόπτριζαν επαρκώς την οικονομική θέση και τη συμπεριφορά της Jindal Saw στην αγορά της Ένωσης. Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, δεδομένου ότι ο ίδιος ο βασικός κανονισμός προβλέπει, στο άρθρο 2, παράγραφος 3, τη χρήση των τιμών εξαγωγής προς τρίτες χώρες για την κατασκευή της κανονικής αξίας, οι τιμές αυτές πρέπει επίσης να θεωρηθούν επαρκώς αξιόπιστες για την πραγματοποίηση σύγκρισης προκειμένου να καθοριστεί η αξιοπιστία των τιμών που χρεώνονται σε συνδεδεμένους εισαγωγείς στην Ένωση. Το επιχείρημα που προέβαλε συναφώς η Επιτροπή με τον προσωρινό κανονισμό, ότι η Jindal Saw «πωλούσε σε μεγάλες ποσότητες στην Ένωση μέσω συνδεδεμένων εμπόρων κατά την ίδια περίοδο», δεν ασκεί επιρροή. Επιπλέον, τα θεσμικά όργανα έχουν ήδη χρησιμοποιήσει τις τιμές που χρεώνονται στις αγορές τρίτων χωρών για να ελέγξουν την αξιοπιστία των τιμών εξαγωγής στην Ένωση.

107    Τρίτον, όσον αφορά την αποδοχή, εκ μέρους των τελωνειακών αρχών ορισμένων κρατών μελών, των τιμών εξαγωγής της Jindal Saw έναντι των δικών της εταιριών πωλήσεων, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι οι αρχές αυτές δεν εκπλήρωναν δεόντως την αποστολή τους για τον μοναδικό λόγο ότι ο συντελεστής των εισαγωγικών δασμών ήταν 0 %, δεδομένου ιδίως ότι ο φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) υπολογίζεται επί της δασμολογητέας αξίας, πράγμα το οποίο συνιστούσε επαρκή λόγο ώστε οι εν λόγω αρχές να εξακριβώσουν την τιμή εξαγωγής.

108    Κατά τις προσφεύγουσες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, εξεταζόμενα μεμονωμένα, τα στοιχεία αυτά δεν είναι επαρκή για να αποδειχθεί ότι οι τιμές εξαγωγής που χρέωνε η Jindal Saw στις δικές της εταιρίες πωλήσεων ήταν αξιόπιστες, εντούτοις, εξεταζόμενα συνολικά και ελλείψει στοιχείων περί του αντιθέτου, αποδεικνύουν το γεγονός αυτό.

109    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί το βάσιμο της αιτίασης αυτής.

110    Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που καλείται να εξετάσει (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Ikea Wholesale, C‑351/04, EU:C:2007:547, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης επί των εκτιμήσεων αυτών πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο ότι τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, ότι συνέβησαν πράγματι τα περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και ότι δεν υπήρξε ούτε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ούτε κατάχρηση εξουσίας (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, EuroChem MCC κατά Συμβουλίου, T‑84/07, EU:T:2013:64, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά την εκτίμηση της αξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής που ανακοινώνει ένας εξαγωγέας (πρβλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002, Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, T‑88/98, EU:T:2002:280, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111    Εξάλλου, όπως προκύπτει από την εξέταση της πρώτης αιτίασης, από το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού συνάγεται ότι, σε περίπτωση συνδέσμου μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα, υφίσταται τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο οι τιμές που εφαρμόζονται μεταξύ αυτών δεν είναι αξιόπιστες, οπότε η Επιτροπή μπορεί, καταρχήν, να κατασκευάσει την τιμή εξαγωγής. Ωστόσο, όπως παραδέχεται η Επιτροπή, πρόκειται για μαχητό τεκμήριο, το οποίο οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δύνανται να ανατρέψουν προσκομίζοντας στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι τιμές τους είναι αξιόπιστες.

112    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, προσκόμισαν στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι οι τιμές εξαγωγής της Jindal Saw έναντι των δικών της εταιριών πωλήσεων ήταν αξιόπιστες.

113    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 35 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή έκρινε a priori ότι, προκειμένου περί εισαγωγών πραγματοποιούμενων από συνδεδεμένους εισαγωγείς, οι τιμές εξαγωγής έπρεπε να κατασκευαστούν σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Ακολούθως, η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 45 του κανονισμού αυτού, ότι ούτε οι πωλήσεις της Jindal Saw σε ανεξάρτητα μέρη στην Ένωση ούτε οι πωλήσεις της σε τρίτες χώρες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επαλήθευση της αξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής που εφάρμοζε η Jindal Saw έναντι των δικών της εταιριών πωλήσεων.

114    Τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του ισχυρισμού τους ότι απέδειξαν την αξιοπιστία των τιμών εξαγωγής που εφάρμοζε η Jindal Saw έναντι των δικών της εταιριών πωλήσεων δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

115    Πρώτον, το γεγονός ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 45 του προσωρινού κανονισμού, ότι οι πωλήσεις της Jindal Saw σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, οι οποίοι αντιπροσώπευαν το 1 % του συνόλου των πωλήσεων της Jindal Saw στην Ένωση, δεν ήταν επαρκείς, σε όγκο και σε αξία, ώστε να κριθούν αντιπροσωπευτικές και να χρησιμεύσουν ως σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής στο πλαίσιο των πωλήσεων της εταιρίας αυτής προς τις δικές της εταιρίες πωλήσεων είναι ανεξάρτητο από το ζήτημα αν οι τιμές αυτών των πωλήσεων σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση συνιστούσαν, εξεταζόμενες μεμονωμένα, αξιόπιστες τιμές για τις επιμέρους συναλλαγές περί των οποίων επρόκειτο. Πράγματι, η Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι οι τιμές που εφάρμοζε η Jindal Saw έναντι ανεξαρτήτων πελατών στην Ένωση δεν ήταν οι ίδιες αξιόπιστες, αλλά διαπίστωσε, προβαίνοντας σε εκτίμηση απαλλαγμένη από πρόδηλη πλάνη, ότι οι πωλήσεις αυτές δεν ήταν επαρκείς, σε όγκο και σε αξία, ώστε να κριθούν αντιπροσωπευτικές και να χρησιμεύσουν ως σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των τιμών για το υπόλοιπο 99 % των εξαγωγών της Jindal Saw προς την Ένωση, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε πωλήσεις μεταξύ συνδεδεμένων μερών.

116    Δεύτερον, όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει τις τιμές εξαγωγής της Jindal Saw στο πλαίσιο των πωλήσεων σε τρίτες χώρες ως σημείο αναφοράς για την επαλήθευση της αξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής των δικών της εταιριών πωλήσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, επίσης χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ότι οι αγορές τρίτων χωρών στις οποίες η Jindal Saw πωλούσε τα προϊόντα της αποτελούσαν αγορές αρκετά διαφορετικές από την αγορά της Ένωσης και εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η στρατηγική στον τομέα των τιμών στις αγορές αυτές ήταν πανομοιότυπη με εκείνην που ισχύει στην αγορά της Ένωσης.

117    Συναφώς, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο βασικός κανονισμός προβλέπει ο ίδιος τη χρήση των τιμών εξαγωγής προς τρίτες χώρες για την κατασκευή της κανονικής αξίας του υπό εξέταση προϊόντος είναι άνευ σημασίας. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι ο υπολογισμός της κανονικής αξίας και ο υπολογισμός της τιμής εξαγωγής αποτελούν χωριστές πράξεις, βασιζόμενες σε διαφορετικές μεθόδους υπολογισμού, οι οποίες προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 2, παράγραφοι 3 έως 7, του βασικού κανονισμού και στο άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Canon κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 277/85 και 300/85, EU:C:1988:467, σκέψη 37). Ως εκ τούτου, η σχετική συλλογιστική δεν μπορεί να στηριχθεί σε παραλληλισμό μεταξύ των μεθόδων καθορισμού της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας.

118    Στη συνέχεια, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, η χρήση των τιμών εξαγωγής για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας επιτρέπεται «υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές». Οι προσφεύγουσες όμως δεν απέδειξαν ούτε κατά τη διοικητική διαδικασία ούτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι τιμές εξαγωγής που εφάρμοζε η Jindal Saw έναντι τρίτων χωρών ήταν αντιπροσωπευτικές.

119    Τέλος, αφού διαπιστωθεί ότι η κανονική αξία πρέπει όντως να κατασκευαστεί, η Επιτροπή ενεργεί σχετικώς σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Συνεπώς, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η χρήση της τιμής εξαγωγής σε αγορές τρίτων χωρών προβλέπεται αφότου έχει αποφασιστεί να κατασκευαστεί η κανονική αξία και όχι προκειμένου να αποφασιστεί εάν πρέπει ή όχι να κατασκευαστεί αυτή. Επομένως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι διαδικασίες για τον καθορισμό της κανονικής αξίας και για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής είναι παρόμοιες, πράγμα που δεν ισχύει, δεν μπορεί να γίνει παραλληλισμός μεταξύ της δυνατότητας χρήσης των τιμών εξαγωγής σε τρίτες χώρες για την κατασκευή της κανονικής αξίας, η οποία προβλέπεται σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, και του ζητήματος κατά πόσον η τιμή εξαγωγής πρέπει να κατασκευαστεί σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

120    Εξάλλου, ανεξαρτήτως του ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να τρέφουν δικαιολογημένα προσδοκίες ως προς την εκ μέρους θεσμικού οργάνου διατήρηση του αρχικώς επιλεγέντος μέσου όταν το εν λόγω όργανο διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των αναγκαίων μέσων για την επίτευξη της πολιτικής του (βλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Yuanping Changyuan Chemicals κατά Συμβουλίου, T‑310/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:295, σκέψη 120 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), το παράδειγμα που παραθέτουν προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, και σύμφωνα με το οποίο τα θεσμικά όργανα έχουν ήδη χρησιμοποιήσει τις τιμές εξαγωγής προς τρίτες χώρες για την επαλήθευση της αξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής στην Ένωση, δεν είναι λυσιτελές. Πράγματι, ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 905/2011 του Συμβουλίου, της 1ης Σεπτεμβρίου 2011, για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (PET) καταγωγής Ινδίας (ΕΕ 2011, L 232, σ. 14), τον οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες, αφορούσε μια κατάσταση όπου οι τιμές εξαγωγής προς την Ένωση δεν ήταν χρησιμοποιήσιμες είτε διότι δεν υπήρχαν εξαγωγές προς την Ένωση κατά τη διάρκεια ορισμένων μηνών, είτε επειδή υπήρχε ανάληψη υποχρέωσης προς τις τιμές, δυνάμει της οποίας η οικεία επιχείρηση ήταν αναγκασμένη να πωλεί τα προϊόντα της στην αγορά της Ένωσης σε τιμή υψηλότερη από συγκεκριμένη ελάχιστη τιμή εισαγωγής καθοριζόμενη κάθε μήνα βάσει προηγούμενης ανάληψης υποχρέωσης.

121    Τρίτον και τελευταίο, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει δεχθεί τις πραγματικές τιμές εξαγωγής που χρέωνε η Jindal Saw στις δικές της εταιρίες πωλήσεων, δεδομένου ότι οι εν λόγω τιμές είχαν γίνει δεκτές από τις τελωνειακές και φορολογικές αρχές ορισμένων κρατών μελών, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τη νομολογία, δεν είναι δυνατό να εξομοιωθούν η έννοια της «δασμολογητέας αξίας», κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1), και η έννοια της «τιμής εξαγωγής», κατά την έννοια, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, του βασικού κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, Descom Scales κατά Συμβουλίου, T‑171/94, EU:T:1995:164, σκέψη 39).

122    Το συμπληρωματικό επιχείρημα των προσφευγουσών σχετικά με τη χρήση της δασμολογητέας αξίας ως βάσης υπολογισμού του ΦΠΑ πρέπει επίσης να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους.

123    Όσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι, ακόμη κι αν, αναλυόμενα μεμονωμένα, τα στοιχεία που εξετάσθηκαν στις σκέψεις 115 έως 122 ανωτέρω δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι οι τιμές εξαγωγής της Jindal Saw έναντι των δικών της εταιριών πωλήσεων ήταν αξιόπιστες, εντούτοις, εξεταζόμενα από κοινού, τα στοιχεία αυτά πρέπει να θεωρηθούν επαρκή για να αποδειχθεί η αξιοπιστία αυτή, επισημαίνεται ότι τα σχετικά στοιχεία έχουν ενδεικτική μόνον αξία. Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο των εκτιμήσεων που της απόκεινται όσον αφορά τον αξιόπιστο ή μη χαρακτήρα των τιμών εξαγωγής οι οποίες εφαρμόζονται μεταξύ εξαγωγέα και εισαγωγέα που είναι συνδεδεμένοι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά πρόδηλη πλάνη το γεγονός ότι η Επιτροπή έκρινε ότι τα ενδεικτικά αυτά στοιχεία, στο μέτρο που μπορούσαν να γίνουν δεκτά λαμβανομένων υπόψη των αντιρρήσεων που είχε διατυπώσει, δεν ήταν επαρκή για να αποδείξουν την αξιοπιστία των τιμών που χρεώνει η Jindal Saw στις δικές της εταιρίες πωλήσεων.

124    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

–       Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού και, κατά συνέπεια, του άρθρου 9, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού

125    Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως επίσης υποδιαιρείται σε δύο αιτιάσεις.

126    Με την πρώτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες, στηριζόμενες ιδίως στα σημεία 6.99 και 6.100 της έκθεσης που εξέδωσε η ειδική ομάδα του οργάνου επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ την 1η Φεβρουαρίου 2001 επί της διαφοράς «Ηνωμένες Πολιτείες – Μέτρα αντιντάμπινγκ για τις λαμαρίνες από ανοξείδωτο χάλυβα σε κυλίνδρους και τα φύλλα και ταινίες ανοξείδωτου χάλυβα καταγωγής Κορέας» [WT/DS179/R, στο εξής, αντιστοίχως: διαφορά Ηνωμένες Πολιτείες – Ανοξείδωτος χάλυβας (Κορέα), και, έκθεση της ειδικής ομάδας επί της διαφοράς Ηνωμένες Πολιτείες – Ανοξείδωτος χάλυβας (Κορέα)], υποστηρίζουν ότι η κατασκευή των τιμών εξαγωγής αποσκοπεί στον καθορισμό των τιμών που θα είχαν καταβληθεί από τον συνδεδεμένο εισαγωγέα εάν οι πωλήσεις είχαν πραγματοποιηθεί υπό συνήθεις εμπορικές συνθήκες. Πάντως, η τιμή εξαγωγής που κατασκεύασε η Επιτροπή δεν είναι «αξιόπιστη», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

127    Η έλλειψη αξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής που κατασκεύασε η Επιτροπή καθίσταται εμφανής από το γεγονός ότι οι τιμές αυτές, κατά μέσο όρο, αντιπροσωπεύουν τμήμα μόνον, ενίοτε μάλιστα και μικρότερο από το ήμισυ, των πραγματικών τιμών που χρεώνουν οι εταιρίες πωλήσεων της Jindal Saw σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση και ανάλογο τμήμα των τιμών που χρεώνει η Jindal Saw σε ανεξάρτητους πελάτες σε αγορές τρίτων χωρών, πράγμα που δεν αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι κατασκευασμένες τιμές εξαγωγής ήταν ακόμη και μηδενικές ή αρνητικές.

128    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν με τις παρατηρήσεις τους επί των απαντήσεων στα μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας, όπως διευκρινίστηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η αναξιοπιστία των κατασκευασμένων εν προκειμένω τιμών εξαγωγής αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι η Επιτροπή παρέλειψε να συμπεριλάβει στον υπολογισμό των τιμών αυτών μέρος των πωλήσεων της Jindal Saw προς ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες ήραν τις αντιρρήσεις που είχαν εκφράσει επί του σημείου αυτού.

129    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί το βάσιμο της αιτίασης αυτής.

130    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, όταν η τιμή εξαγωγής κατασκευάζεται με βάση την τιμή πώλησης στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη ή οποιαδήποτε εύλογη βάση, «για τον καθορισμό μιας αξιόπιστης τιμής εξαγωγής στο επίπεδο των συνόρων της Ένωσης πραγματοποιούνται προσαρμογές, για όλα τα έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης, […] καθώς και για τα πραγματοποιούμενα κέρδη». Το άρθρο 2, παράγραφος 9, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, προβλέπει ότι τα έξοδα για τα οποία πραγματοποιείται προσαρμογή περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, «ένα εύλογο περιθώριο για τα έξοδα [ΠΓΔΕ] και το κέρδος».

131    Εξάλλου, το άρθρο 2, παράγραφος 9, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν προβλέπει μέθοδο υπολογισμού ή καθορισμού του περιθωρίου για τα έξοδα ΠΓΔΕ και το κέρδος, αλλά παραπέμπει απλώς στον εύλογο χαρακτήρα του περιθωρίου αυτού. Ούτε η συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ του 1994 προβλέπει σχετική μέθοδο, όπως προκύπτει από το σημείο 6.91 της έκθεσης της ειδικής ομάδας επί της διαφοράς Ηνωμένες Πολιτείες – Ανοξείδωτος χάλυβας (Κορέα).

132    Επιπλέον, ο καθορισμός ευλόγων περιθωρίων για τα έξοδα ΠΓΔΕ και το κέρδος δεν εξαιρείται από την εφαρμογή της μνημονευόμενης με τη σκέψη 110 ανωτέρω νομολογίας, κατά την οποία η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας και, ως εκ τούτου, ο έλεγχος που καλείται να ασκήσει ο δικαστής της Ένωσης είναι περιορισμένος. Πράγματι, ο καθορισμός αυτός συνεπάγεται κατ’ ανάγκην πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις (βλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2015, RFA International κατά Επιτροπής, T‑466/12, EU:T:2015:151, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

133    Τέλος, επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση συνδέσμου μεταξύ εξαγωγέα και εισαγωγέα, απόκειται στον ενδιαφερόμενο που προτίθεται να αμφισβητήσει το εύρος των προσαρμογών που πραγματοποιήθηκαν βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, με το επιχείρημα ότι τα καθορισθέντα περιθώρια για τα έξοδα ΠΓΔΕ και για το κέρδος είναι υπέρμετρα, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένους υπολογισμούς που να δικαιολογούν τους ισχυρισμούς του και, ειδικότερα, το εναλλακτικό ποσοστό που ενδεχομένως προτείνει (βλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2015, RFA International κατά Επιτροπής, T‑466/12, EU:T:2015:151, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

134    Όσον αφορά, ειδικότερα, την πρώτη αιτίαση, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, όταν η τιμή εξαγωγής κατασκευάζεται, ο στόχος είναι να καθοριστεί μία αξιόπιστη τιμή εξαγωγής στο επίπεδο των συνόρων της Ένωσης, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Τούτο προκύπτει επίσης από τη νομολογία των οργάνων επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ, ειδικά από το σημείο 6.99 της έκθεσης της ειδικής ομάδας επί της διαφοράς Ηνωμένες Πολιτείες – Ανοξείδωτος χάλυβας (Κορέα).

135    Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο η έλλειψη αξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής που κατασκεύασε η Επιτροπή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αυτές αντιπροσωπεύουν τμήμα μόνον των τιμών που εφαρμόζουν οι εταιρίες πωλήσεων της Jindal Saw έναντι ανεξάρτητων πελατών, από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η τιμή που καταβάλλει ο πρώτος ανεξάρτητος πελάτης αποτελεί σημείο εκκίνησης για την κατασκευή της τιμής εξαγωγής. Κατά συνέπεια, η κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής θα αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη σε ποσοστό της τιμής που χρεώθηκε στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη, λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες προσαρμογές που η διάταξη αυτή επιβάλλει να πραγματοποιηθούν.

136    Όσον αφορά, δεύτερον, τις πωλήσεις της Jindal Saw προς ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 39 του προσωρινού κανονισμού, οι πωλήσεις αυτές αποτελούσαν περίπου το 1 % του συνόλου των πωλήσεων της Jindal Saw στην Ένωση. Όπως όμως προκύπτει από τη σκέψη 115 ανωτέρω, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη, ότι ένας τόσο χαμηλός όγκος πωλήσεων δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικός και, επομένως, ότι οι τιμές που χρέωνε η Jindal Saw προς ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση δεν μπορούσαν αφ’ εαυτών να χρησιμεύσουν ως βάση αναφοράς για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των τιμών εξαγωγής όσον αφορά πωλήσεις μεταξύ συνδεδεμένων μερών. Για τον ίδιο λόγο, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν αξιολόγησε την αξιοπιστία των κατασκευασμένων τιμών εξαγωγής λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς τις πωλήσεις αυτές.

137    Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι τα δύο στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της πρώτης αιτίασης δεν είναι ικανά να αποδείξουν αφ’ εαυτών ότι οι τιμές εξαγωγής που κατασκεύασε η Επιτροπή δεν είναι αξιόπιστες, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

138    Με τη δεύτερη αιτίαση, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον «εύλογο» χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 9, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, του περιθωρίου των εξόδων ΠΓΔΕ και του περιθωρίου κέρδους που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για τις προσαρμογές τις οποίες πραγματοποίησε στο πλαίσιο της κατασκευής των τιμών εξαγωγής με βάση τις τιμές πώλησης στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες.

139    Πρώτον, όσον αφορά τον προσδιορισμό των εξόδων ΠΓΔΕ που έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την κατασκευή των τιμών εξαγωγής, στο μέτρο που η Επιτροπή στήριξε τους υπολογισμούς της στα πραγματικά έξοδα των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο θεσμικό αυτό όργανο, πρώτον, ότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη, με σκοπό να τα εξαιρέσει από τις προσαρμογές που έπρεπε να πραγματοποιηθούν για τα έξοδα ΠΓΔΕ, τα έξοδα που σχετίζονταν με τις δραστηριότητες μεταποίησης που ασκούσαν δύο εκ των εν λόγω εταιριών πωλήσεων, ήτοι η Jindal Saw Italia και η Jindal Saw UK, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να έχει κάνει χρησιμοποιώντας για τις δύο αυτές οντότητες το περιθώριο για τα έξοδα ΠΓΔΕ που ελήφθη υπόψη για την τρίτη εταιρία πωλήσεων, την Jindal Saw España, η οποία δεν ασκούσε δραστηριότητα μεταποίησης ή, τουλάχιστον, εφαρμόζοντας για την Jindal Saw UK το ίδιο περιθώριο για τα έξοδα ΠΓΔΕ με αυτό που χρησιμοποίησε για την Jindal Saw Italia.

140    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν προσάρμοσε τα πραγματικά έξοδα ΠΓΔΕ των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw κατά τρόπον ώστε να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα, επί των εξόδων αυτών, του γεγονότος ότι οι πωλήσεις στην Ένωση των εν λόγω εταιριών δεν είχαν ακόμη φθάσει σε κανονικό επίπεδο.

141    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε πραγματικά στοιχεία σχετικά με τα έξοδα ΠΓΔΕ των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw για την κατασκευή των τιμών εξαγωγής δεν σημαίνει ότι τα στοιχεία αυτά αντιστοιχούν, εξ ορισμού, στην έννοια του εύλογου περιθωρίου για τα έξοδα ΠΓΔΕ κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 9, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

142    Συναφώς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, καταρχάς, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 9, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού επιβάλλει στην Επιτροπή όχι να χρησιμοποιεί εύλογη μέθοδο για τον υπολογισμό των εξόδων ΠΓΔΕ, αλλά να χρησιμοποιεί εύλογα έξοδα ΠΓΔΕ. Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η διάταξη αυτή δεν αναφέρει ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται πραγματικά στοιχεία για τα έξοδα ΠΓΔΕ, αντιθέτως προς ό, τι προβλέπει ο νομοθέτης της Ένωσης, παραδείγματος χάριν, στο άρθρο 2, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού. Συνεπώς, υπάρχει διαφορά μεταξύ της απαίτησης χρήσης πραγματικών στοιχείων για τα έξοδα ΠΓΔΕ και της απαίτησης χρήσης εύλογου περιθωρίου για τα ίδια αυτά έξοδα. Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα πραγματικά έξοδα πρέπει να θεωρηθούν εύλογα, η υπόθεση αυτή δεν συνιστά αμάχητο τεκμήριο. Πάντως, η Επιτροπή δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο τα στοιχεία που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες και το πολύ υψηλό επίπεδο αυτών καθαυτών των εξόδων ΠΓΔΕ των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw δεν καθιστούσαν μη εύλογο το επιλεγέν εν προκειμένω περιθώριο για τα έξοδα ΠΓΔΕ.

143    Δεύτερον, όσον αφορά το θεωρητικό περιθώριο κέρδους που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στο πλαίσιο της κατασκευής της τιμής εξαγωγής, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι χρησιμοποίησε περιθώριο κέρδους που ήταν παράλογο για έναν εισαγωγέα στον οποίο εφαρμόζεται ταυτοχρόνως πολύ υψηλό περιθώριο για τα έξοδα ΠΓΔΕ. Κατά την άποψή τους, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να χρησιμοποιήσει θεωρητικό περιθώριο κέρδους, πρέπει να χρησιμοποιεί και εύλογο θεωρητικό περιθώριο για τα έξοδα ΠΓΔΕ το οποίο να καθιστά δυνατή την επίτευξη του εν λόγω επιπέδου κέρδους, δεδομένου ότι ο εύλογος χαρακτήρας του περιθωρίου για τα έξοδα ΠΓΔΕ και του περιθωρίου κέρδους εκτιμώνται επίσης μέσω εξέτασης των περιθωρίων αυτών ως προς τη μεταξύ τους σχέση.

144    Τρίτον και τελευταίο, όσον αφορά τον καθορισμό του περιθωρίου για τα έξοδα ΠΓΔΕ που έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την κατασκευή των τιμών εξαγωγής, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή κακώς προσδιόρισε αυτό το περιθώριο για τις εταιρίες πωλήσεων της Jindal Saw υπό τη μορφή ποσοστού το οποίο εκφράζει τη σχέση μεταξύ των πραγματικών τους εξόδων ΠΓΔΕ και του πραγματικού κύκλου εργασιών τους, που αντιστοιχούσε σε απώλειες. Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή όφειλε να έχει καθορίσει το περιθώριο αυτό λαμβάνοντας υπόψη τον πραγματικό κύκλο εργασιών προσαυξημένο κατά το θεωρητικό περιθώριο κέρδους το οποίο έλαβε εξάλλου υπόψη.

145    Εν κατακλείδι, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, λόγω των παρατυπιών που επηρέασαν τον καθορισμό των κατασκευασμένων τιμών εξαγωγής, το περιθώριο ντάμπινγκ που επέλεξε η Επιτροπή ήταν υπερεκτιμημένο, οπότε ο επιβληθείς δασμός αντιντάμπινγκ, ο οποίος υπολογίστηκε βάσει του περιθωρίου αυτού, υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που θα έπρεπε να έχει καθοριστεί, τούτο δε κατά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

146    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί το βάσιμο της αιτίασης αυτής.

147    Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε εύλογο περιθώριο για τα έξοδα ΠΓΔΕ προκειμένου να καθορίσει τις τιμές εξαγωγής, καθόσον χρησιμοποίησε τα πραγματικά έξοδα των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw για να καθορίσει το περιθώριο αυτό, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η Επιτροπή διαθέτει συναφώς ευρεία διακριτική ευχέρεια και ότι η συνεκτίμηση των πραγματικών εξόδων του εισαγωγέα του οποίου οι τιμές που χρεώθηκαν στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες χρησιμεύουν για τον καθορισμό των κατασκευασμένων τιμών εξαγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεδομένου ότι τα πραγματικά αυτά έξοδα αποτελούν a priori τα πλέον αξιόπιστα στοιχεία για τον προσδιορισμό των προσαρμογών που προβλέπει συναφώς το άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Το γεγονός ότι η διάταξη αυτή δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα καθορισμού του περιθωρίου για τα έξοδα ΠΓΔΕ βάσει πραγματικών δεδομένων δεν μπορεί να σημαίνει ότι η χρήση των πραγματικών εξόδων θα ήταν μη εύλογη.

148    Όσον αφορά, εν συνεχεία, τη συνεκτίμηση των εξόδων των σχετιζόμενων με τις δραστηριότητες μεταποίησης της Jindal Saw Italia και της Jindal Saw UK προκειμένου να καθοριστούν τα πραγματικά έξοδα ΠΓΔΕ των εν λόγω δύο εταιριών, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή εξέθεσε κατ’ ουσίαν, με τις αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 47 του προσβαλλόμενου κανονισμού, αφενός, ότι μία εκτίμηση κατά παρεκβολή βάσει των εξόδων ΠΓΔΕ της Jindal Saw España, που δεν είχε δραστηριότητες μεταποίησης, δεν ήταν συμβατή με τη μέθοδο που το θεσμικό αυτό όργανο είχε επιλέξει και θεωρούσε κατάλληλη, και η οποία συνίστατο στον καθορισμό των εξόδων ΠΓΔΕ με βάση τα πραγματικά έξοδα καθεμίας εκ των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw, και, αφετέρου, ότι δεν μπόρεσε να προβεί σε προσαρμογή των εξόδων ΠΓΔΕ της Jindal Saw UK δεδομένου ότι, μετά την έκδοση του προσωρινού κανονισμού, δεν της είχε γνωστοποιηθεί καμία πληροφορία όσον αφορά την κατανομή των εξόδων αυτών.

149    Δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 147 ανωτέρω, η επιλογή της Επιτροπής να βασιστεί στα πραγματικά έξοδα των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw δεν είναι επικριτέα αυτή καθαυτήν, δεν μπορεί βασίμως να προσαφθεί στο θεσμικό αυτό όργανο ότι αρνήθηκε να προβεί σε παρεκβολή είτε των εξόδων ΠΓΔΕ της Jindal Saw España ώστε να ληφθούν υπόψη τα έξοδα τα σχετιζόμενα με τις δραστηριότητες μεταποίησης των δύο άλλων εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw, είτε των εξόδων ΠΓΔΕ της Jindal Saw Italia ώστε να ληφθούν υπόψη τα έξοδα τα σχετιζόμενα με τις δραστηριότητες μεταποίησης της Jindal Saw UK.

150    Κατά τα λοιπά, όπως προκύπτει από τη μνημονευόμενη στη σκέψη 133 ανωτέρω νομολογία, εναπόκειται στα ενδιαφερόμενα μέρη, εφόσον προτίθενται να αμφισβητήσουν μέρος των εξαγγελθεισών προσαρμογών, να προσκομίσουν αριθμητικά στοιχεία προς στήριξη της αμφισβητήσεώς τους, όπως, επί παραδείγματι, συγκεκριμένους υπολογισμούς που να δικαιολογούν την αμφισβήτηση αυτή.

151    Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 47 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι τέτοια στοιχεία κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή όσον αφορά τις δραστηριότητες μεταποίησης της Jindal Saw Italia και ότι η Επιτροπή προέβη σε προσαρμογή των εξόδων ΠΓΔΕ της συγκεκριμένης εταιρίας πωλήσεων βάσει των οικείων στοιχείων, χωρίς να γίνει επίκληση, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στοιχείων κόστους μη συνεκτιμηθέντων στο πλαίσιο της προσαρμογής αυτής. Αντιθέτως, τέτοια στοιχεία δεν κοινοποιήθηκαν όσον αφορά την Jindal Saw UK, χωρίς οι προσφεύγουσες να παράσχουν συγκεκριμένη διευκρίνιση συναφώς.

152    Τέλος, αν υποτεθεί ότι ο ισχυρισμός κατά τον οποίο έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα έξοδα τα σχετιζόμενα με τις δραστηριότητες μεταποίησης της Jindal Saw Italia και της Jindal Saw UK μέσω παρεκβολής του περιθωρίου για τα έξοδα ΠΓΔΕ της Jindal Saw España δύναται να θεωρηθεί ως αμφισβήτηση βάσει αριθμητικών στοιχείων, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 148 και 149 ανωτέρω, ο ισχυρισμός αυτός είχε βασίμως απορριφθεί από την Επιτροπή.

153    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τον αντίκτυπο που είχε στα πραγματικά έξοδα ΠΓΔΕ των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw το γεγονός ότι οι πωλήσεις των εν λόγω εταιριών στην Ένωση δεν είχαν ακόμη φθάσει σε επίπεδο θεωρούμενο ως κανονικό, επισημαίνεται ότι το εν λόγω επιχείρημα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει διότι ούτε αυτό τεκμηριώθηκε από αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις προσαρμογές του περιθωρίου για τα έξοδα ΠΓΔΕ τις οποίες οι προσφεύγουσες έκριναν απαραίτητες για τον λόγο αυτό.

154    Δεν αποκλείεται βέβαια το ενδεχόμενο μια επιχείρηση να αποδείξει ότι βρίσκεται σε στάδιο έναρξης λειτουργίας σε μια νέα αγορά και ότι, για τον λόγο αυτό, οι πωλήσεις της δεν έχουν ακόμη φθάσει το επίπεδο το οποίο μπορεί να διεκδικήσει στην εν λόγω αγορά καθώς και να παρουσιάσει τα αριθμητικά στοιχεία ως προς τα αποτελέσματα της κατάστασης αυτής. Σε μια τέτοια περίπτωση, η απαίτηση να επιλεγεί εύλογο περιθώριο για τα έξοδα ΠΓΔΕ επιβάλλει, καταρχήν, την υποχρέωση στην Επιτροπή να αξιολογήσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και να επιφέρει, βάσει των στοιχείων αυτών, τις αναγκαίες προσαρμογές. Επισημαίνεται όμως ότι, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες ουδόλως προσκόμισαν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία.

155    Δεύτερον, όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής χρησιμοποίηση θεωρητικού περιθωρίου κέρδους 3,7 %, το θεσμικό αυτό όργανο εξέθεσε κατ’ ουσίαν, με την αιτιολογική σκέψη 50 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι, λόγω της ελλειμματικής κατάστασης των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw, ήταν αδύνατο να γίνει παραπομπή σε πραγματικά στοιχεία για τον καθορισμό του περιθωρίου κέρδους των εταιριών αυτών, οπότε, ελλείψει ευλόγων μέτρων σύγκρισης, χρησιμοποιήθηκε ένας συγκεκριμένος μέσος όρος κέρδους.

156    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προβλέπει υποχρεωτική προσαρμογή λόγω του περιθωρίου κέρδους, η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει μέθοδο καθορισμού του εν λόγω περιθωρίου, το οποίο ωστόσο πρέπει να είναι εύλογο.

157    Κατά τη νομολογία, αν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ παραγωγού και εισαγωγέα στην Ένωση, το εύλογο περιθώριο κέρδους μπορεί να υπολογιστεί όχι βάσει στοιχείων προερχόμενων από τον συνδεδεμένο εισαγωγέα, τα οποία έχουν ενδεχομένως επηρεαστεί λόγω του συνδέσμου αυτού, αλλά στοιχείων προερχόμενων από ανεξάρτητο εισαγωγέα (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, T‑190/08, ΕU:T:2011:618, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

158    Εν προκειμένω, οι εταιρίες πωλήσεων της Jindal Saw κατέγραφαν απώλειες, γεγονός που είχε ως συνέπεια, κατά την Επιτροπή, την αδυναμία του θεσμικού αυτού οργάνου να χρησιμοποιήσει το πραγματικό περιθώριο κέρδους των εν λόγω εταιριών.

159    Όσον αφορά τη θεμελιώδη αντίρρηση που εκφράζουν σιωπηρώς οι προσφεύγουσες, και σύμφωνα με την οποία, στην περίπτωση επιπέδου κόστους που συνεπάγεται έλλειμμα, κανένα περιθώριο κέρδους δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογο υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 9, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, διαπιστώνεται εκ προοιμίου, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, ότι το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου 9 δεν προβλέπει προσαρμογή για το «ελλειμματικό» περιθώριο, αλλά μόνο για το περιθώριο κέρδους. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση που μια επιχείρηση είναι ελλειμματική, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν είναι, καταρχήν, δυνατόν να γίνουν προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη ζημίες. Επιπλέον, όπως τονίζεται στο σημείο 6.99 της έκθεσης της ειδικής ομάδας επί της διαφοράς Ηνωμένες Πολιτείες – Ανοξείδωτος χάλυβας (Κορέα), μπορεί, καταρχήν, να αναμένεται από έναν συνδεδεμένο εισαγωγέα να καθορίσει μια τιμή με βάση τα έξοδα πλέον των κερδών. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε με τη σκέψη 157 ανωτέρω, τα στοιχεία ενός συνδεδεμένου εισαγωγέα σχετικά με την κερδοφόρα ή ελλειμματική του κατάσταση ενδέχεται να έχουν επηρεαστεί ακριβώς λόγω του συνδέσμου του με ορισμένο εξαγωγέα.

160    Ωστόσο, το ζήτημα αυτό συνδέεται με την ιδιαίτερη κατάσταση επιχειρήσεων σε στάδιο έναρξης λειτουργίας, δεδομένου ότι το στάδιο αυτό μπορεί να αντιστοιχεί σε ελλειμματική περίοδο. Ωστόσο, όπως εκτέθηκε με τη σκέψη 154 ανωτέρω, η συνεκτίμηση μιας τέτοιας κατάστασης στο πλαίσιο των προσαρμογών που πρέπει να πραγματοποιηθούν για την κατασκευή της τιμής εξαγωγής πρέπει να πραγματοποιείται στο επίπεδο των εξόδων ΠΓΔΕ και βάσει αποδεικτικών και αριθμητικών στοιχείων που ελλείπουν εν προκειμένω.

161    Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη προβαίνοντας, εν προκειμένω, σε προσαρμογές ώστε να λάβει υπόψη ορισμένο περιθώριο κέρδους κατά την κατασκευή των τιμών εξαγωγής.

162    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, εφόσον η Επιτροπή είχε την πρόθεση, ταυτοχρόνως, να καθορίσει το περιθώριο για τα έξοδα ΠΓΔΕ με βάση τα πραγματικά έξοδα των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw και να επιλέξει θεωρητικό περιθώριο κέρδους ενώ οι εν λόγω εταιρίες κατέγραφαν απώλειες, όφειλε να έχει καθορίσει το περιθώριο για τα έξοδα ΠΓΔΕ βάσει του ποσοστού που εξέφραζε τη σχέση μεταξύ των πραγματικών εξόδων ΠΓΔΕ και ενός θεωρητικού κύκλου εργασιών αντιστοιχούντος στον πραγματικό κύκλο εργασιών προσαυξημένο κατά το εν λόγω θεωρητικό περιθώριο κέρδους, αρκεί η επισήμανση ότι και ο ισχυρισμός αυτός συνδέεται με το υψηλό επίπεδο των εξόδων ΠΓΔΕ των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw λόγω του ότι ευρίσκονταν σε στάδιο έναρξης λειτουργίας, το οποίο ισοδυναμούσε με ελλειμματικό στάδιο, καθώς και με τη συνεκτίμηση θεωρητικού περιθωρίου κέρδους από την Επιτροπή. Επομένως, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 160 ανωτέρω, το ζήτημα αυτό αφορά προσαρμογές που έπρεπε να πραγματοποιηθούν στο επίπεδο των εξόδων ΠΓΔΕ και με βάση αποδεικτικά και αριθμητικά στοιχεία που ωστόσο δεν προσκομίσθηκαν εν προκειμένω.

163    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι καθένα από τα στοιχεία που προέβαλαν για να αποδείξουν τον μη εύλογο χαρακτήρα των περιθωρίων για τα έξοδα ΠΓΔΕ και το κέρδος τα οποία επελέγησαν για την κατασκευή της τιμής εξαγωγής δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να αποδείξει το επιχείρημα αυτό, εντούτοις, τα στοιχεία αυτά συνιστούν, στο σύνολό τους, μια δέσμη ενδείξεων η οποία είναι ικανή αφ’ εαυτής να αποδείξει τον εν λόγω ισχυρισμό, το επιχείρημα αυτό επίσης πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι τα στοιχεία αυτά είναι αβάσιμα, διότι, αφενός, όσον αφορά το περιθώριο για τα έξοδα ΠΓΔΕ, οι αξιώσεις να εξαιρεθούν τα πρόσθετα έξοδα μεταποίησης και να συνεκτιμηθεί το εξαιρετικά υψηλό ποσό των εξόδων ΠΓΔΕ λόγω του ότι οι εταιρίες πωλήσεων της Jindal Saw βρίσκονταν σε στάδιο έναρξης λειτουργίας δεν τεκμηριώνονται με αποδεικτικά και αριθμητικά στοιχεία και, αφετέρου, όσον αφορά το περιθώριο κέρδους, η αμφισβήτηση, σε κάθε περίπτωση, στηρίζεται σε στοιχεία προερχόμενα από τις εταιρίες πωλήσεων της Jindal Saw ως προς την κερδοφόρα ή ελλειμματική τους κατάσταση, στοιχεία τα οποία, κατά τη νομολογία, πρέπει να θεωρούνται ύποπτα. Ως εκ τούτου, κανένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως ένδειξη του μη εύλογου χαρακτήρα των περιθωρίων για τα έξοδα ΠΓΔΕ και το κέρδος που καθόρισε η Επιτροπή εν προκειμένω.

164    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και η δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, το εν λόγω σκέλος και ο λόγος ακυρώσεως αυτός στο σύνολό τους.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού και, κατά συνέπεια, του άρθρου 3, παράγραφος 6, και του άρθρου 9, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού

165    Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η διαπίστωση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης δεν στηρίχθηκε σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και σε αντικειμενική εξέταση. Υποστηρίζουν ότι, για την ανάλυση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές ομοειδούς προϊόντος αυτού του κλάδου παραγωγής, και ειδικότερα για τον καθορισμό της υποτιμολόγησης του υπό εξέταση προϊόντος σε σχέση με το ομοειδές προϊόν του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, η σύγκριση των τιμών στην οποία προέβη η Επιτροπή δεν πραγματοποιήθηκε ούτε στο ίδιο στάδιο εμπορίας ούτε σε κατάλληλο στάδιο εμπορίας, τούτο δε κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού.

166    Κατά τις προσφεύγουσες, τα συμπεράσματα που αντλούνται από τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης του υπό εξέταση προϊόντος χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή τόσο για τον προσδιορισμό της ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και τη διαπίστωση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών του εν λόγω προϊόντος και της ζημίας αυτής, όσο και για τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας. Ως εκ τούτου, τα σφάλματα που διαπράχθηκαν κατά τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης ασκούν επιρροή στα λοιπά αυτά στοιχεία του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συγκεκριμένα, ο καθορισμός του περιθωρίου ζημίας σε υπερβολικό ύψος έχει ως συνέπεια ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβάλλει ο κανονισμός αυτός να υπερβαίνει τον δασμό ο οποίος κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της προκληθείσας ζημίας στον εν λόγω κλάδο παραγωγής, τούτο δε κατά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

167    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αμφισβητεί το βάσιμο του λόγου αυτού. Το θεσμικό αυτό όργανο ισχυρίζεται ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών δεν είναι αρκούντως σαφής. Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η υποτιμολόγηση υπολογίστηκε με βάση τη σύγκριση των τιμών στο ίδιο στάδιο εμπορίας και σε κατάλληλο στάδιο εμπορίας.

168    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο βασικός κανονισμός δεν ορίζει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να υπολογιστεί η υποτιμολόγηση και ότι η νομολογία επίσης δεν επιβάλλει συγκεκριμένη μέθοδο για τον υπολογισμό της.

169    Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι όλα τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης παρασχέθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

170    Η Επιτροπή υποστηρίζει ακόμη ότι από τον βασικό κανονισμό, όπως τον έχει ερμηνεύσει η νομολογία, δεν προκύπτει ότι ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης θα πρέπει να βασίζεται σε πραγματικές τιμές ούτως ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικός ανταγωνισμός στην αγορά και η οπτική του πελάτη, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες.

171    Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η υποτιμολόγηση των επίμαχων εισαγωγών είναι ένα μόνον από τα στοιχεία που καταδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικής ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, ότι οι διαπιστώσεις σχετικά με την υποτιμολόγηση όσον αφορά τον άλλο Ινδό παραγωγό-εξαγωγέα που συνεργάστηκε στην έρευνα δεν αμφισβητήθηκαν και ότι η ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των οικείων εισαγωγών και της ζημίας του εν λόγω κλάδου παραγωγής βασίζεται σε εκτιμήσεις σχετικές όχι μόνο με τις τιμές, αλλά και με τις ποσότητες, οι οποίες μπορούν αφ’ εαυτών να αποτελέσουν επαρκή βάση για να συναχθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας.

172    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται συγκεκριμένα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα στο πλαίσιο του υπολογισμού της υποτιμολόγησης, σφάλματα τα οποία συνιστούν παραβάσεις του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού και επηρεάζουν το κύρος του προσβαλλόμενου κανονισμού.

173    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ο προσδιορισμός της ύπαρξης ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει οπωσδήποτε αντικειμενική εξέταση, αφενός, του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και των συνεπειών αυτών των εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, όσο και, αφετέρου, των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών αυτών για τον εν λόγω κλάδο παραγωγής.

174    Όσον αφορά, ειδικότερα, την επίδραση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, το άρθρο 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει την υποχρέωση να εξετάζεται κατά πόσον οι εισαγωγές αυτές πραγματοποιήθηκαν όντως σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής του ομοειδούς προϊόντος που παράγει ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης ή κατά πόσον οι εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν, με οιονδήποτε τρόπο, σημαντική συμπίεση των τιμών ή παρεμποδίζουν, σε σημαντικό βαθμό, την αύξηση των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση.

175    Ο βασικός κανονισμός δεν περιλαμβάνει ορισμό της έννοιας της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές (υποτιμολόγησης) και δεν προβλέπει μέθοδο για τον υπολογισμό της.

176    Ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης των επίμαχων εισαγωγών πραγματοποιείται, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, για τον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης ως συνέπεια των εισαγωγών αυτών και χρησιμοποιείται, ευρύτερα, για την αξιολόγηση της ζημίας αυτής και τον προσδιορισμό του περιθωρίου ζημίας, δηλαδή του επιπέδου εξάλειψης της ζημίας αυτής. Η υποχρέωση αντικειμενικής εξέτασης των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, η οποία προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 2, επιβάλλει να πραγματοποιείται δίκαιη σύγκριση μεταξύ της τιμής του υπό εξέταση προϊόντος και της τιμής του ομοειδούς προϊόντος του εν λόγω κλάδου παραγωγής κατά τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται στο έδαφος της Ένωσης. Προκειμένου να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της σύγκρισης αυτής, οι τιμές πρέπει να συγκρίνονται στο ίδιο στάδιο εμπορίας. Πράγματι, μια σύγκριση μεταξύ τιμών που διαμορφώνονται σε διαφορετικά στάδια εμπορίας, δηλαδή χωρίς τη συνεκτίμηση του συνόλου των δαπανών που αφορούν το συγκεκριμένο στάδιο εμπορίας το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη, οδηγεί οπωσδήποτε σε τεχνητά αποτελέσματα που καθιστούν αδύνατη την ορθή εκτίμηση της ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Μια τέτοια δίκαιη σύγκριση αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα του υπολογισμού της ζημίας του εν λόγω κλάδου παραγωγής (πρβλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, Zhejiang Xinshiji Foods και Hubei Xinshiji Foods κατά Συμβουλίου, T‑122/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:46, σκέψεις 79 και 85).

177    Κατά την αιτιολογική σκέψη 84 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το περιθώριο υποτιμολόγησης υπολογίστηκε, εν προκειμένω, ως εξής:

«Η Επιτροπή προσδιόρισε την υποτιμολόγηση κατά την περίοδο έρευνας με βάση τα στοιχεία που υπέβαλαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς και ο ενωσιακός κλάδος, συγκρίνοντας:

α)      τις σταθμισμένες μέσες τιμές πώλησης ανά τύπο προϊόντος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που χρεώθηκαν σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην αγορά της Ένωσης, προσαρμοσμένες σε επίπεδο εκ του εργοστασίου· και

β)      τις αντίστοιχες σταθμισμένες μέσες τιμές ανά τύπο προϊόντος των εισαγωγών από τους συνεργασθέντες Ινδούς παραγωγούς στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην αγορά της Ένωσης, που προσδιορίστηκαν στη βάση κόστους, ασφάλισης και ναύλου (CIF), με τις κατάλληλες προσαρμογές για τα έξοδα μετά την εισαγωγή.»

178    Επιπλέον, με την αιτιολογική σκέψη 93 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το παραγόμενο από τη Jindal Saw και πωλούμενο στην Ένωση υπό εξέταση προϊόν υποτιμολογήθηκε κατά 30,9 % βάσει σταθμισμένου μέσου όρου, ήτοι οι τιμές στις οποίες πωλήθηκε το εν λόγω προϊόν στην Ένωση από την Jindal Saw ήταν κατά 30,9 % χαμηλότερες από την τιμή του ομοειδούς προϊόντος του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

179    Επομένως, από την αιτιολογική σκέψη 84 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η σύγκριση των τιμών πραγματοποιήθηκε στο ίδιο στάδιο εμπορίας, δηλαδή λαμβανομένων υπόψη των τιμών εκ του εργοστασίου για τις πωλήσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και των τιμών CIF για τις πωλήσεις της Jindal Saw. Ωστόσο, κατόπιν ερωτήσεων που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, στην πραγματικότητα, είχαν ληφθεί υπόψη κατά τη σύγκριση αυτή, αφενός, όσον αφορά τον εν λόγω κλάδο παραγωγής, είτε οι τιμές εκ του εργοστασίου των μονάδων παραγωγής, όταν αυτές πωλούσαν απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες, είτε οι τιμές εκ του εργοστασίου των εταιριών πωλήσεων, και, αφετέρου, όσον αφορά την Jindal Saw, οι τιμές CIF, που αντιστοιχούσαν στην τιμή εξαγωγής όπως διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του καθορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ. Όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στον πρώτο λόγο ακυρώσεως, αυτές οι τιμές CIF βασίζονται σε κατασκευασμένες τιμές εξαγωγής, λαμβανομένων υπόψη διάφορων προσαρμογών που απέβλεπαν, μεταξύ άλλων, στο να προκύψει η τιμή εξαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος πριν από οποιαδήποτε εμπλοκή των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw.

180    Η Επιτροπή υποστηρίζει, συναφώς, ότι οι πωλήσεις που πραγματοποίησαν οι εταιρίες πώλησης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης έπρεπε να θεωρηθούν ως πωλήσεις «ισοδύναμες με πωλήσεις εκ του εργοστασίου» και ότι, επομένως, ορθώς ελήφθησαν υπόψη ως πωλήσεις «εκ του εργοστασίου» του ομοειδούς προϊόντος του εν λόγω κλάδου παραγωγής για τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης. Συνεπώς, η σύγκριση των τιμών όντως πραγματοποιήθηκε μεταξύ τιμών που αντιστοιχούν σε ίδιο στάδιο εμπορίας.

181    Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

182    Μολονότι η Επιτροπή εξέθεσε, με την αιτιολογική σκέψη 84 του προσβαλλόμενου κανονισμού και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο της σύγκρισης, τις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης στο στάδιο «εκ του εργοστασίου», στην πραγματικότητα συνέκρινε τις τιμές των πωλήσεων στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες του εν λόγω κλάδου με τις τιμές CIF της Jindal Saw.

183    Δεδομένου όμως ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις τιμές των πωλήσεων στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες για το ομοειδές προϊόν του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, η απαίτηση σύγκρισης των τιμών στο ίδιο στάδιο εμπορίας τής επέβαλλε την υποχρέωση να συγκρίνει τις ως άνω τιμές με τις τιμές των πωλήσεων στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες και για τα προϊόντα της Jindal Saw.

184    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, αφενός, η εμπορία προϊόντων η οποία δεν πραγματοποιείται απευθείας από τον παραγωγό, αλλά μέσω εταιριών πωλήσεων, συνεπάγεται τη δημιουργία κόστους και την ύπαρξη περιθωρίου κέρδους για τις εταιρίες αυτές, οπότε οι τιμές τους έναντι των ανεξάρτητων πελατών είναι γενικά υψηλότερες από τις τιμές που χρεώνουν οι παραγωγοί στις απευθείας πωλήσεις τους προς τους πελάτες αυτούς και επομένως δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τις τελευταίες αυτές τιμές. Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 7 και 92 του προσωρινού κανονισμού, εν προκειμένω, το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων στην Ένωση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης πραγματοποιήθηκε από τις εταιρίες πωλήσεων των δύο παραγωγών της Ένωσης που συνεργάστηκαν στην έρευνα, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 96 % περίπου της συνολικής παραγωγής της Ένωσης.

185    Ως εκ τούτου, προβαίνοντας, για τη σύγκριση των τιμών στο πλαίσιο του υπολογισμού της υποτιμολόγησης, στην εξομοίωση περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 180 ανωτέρω, μεταξύ των τιμών που εφάρμοζαν οι εταιρίες πώλησης προς ανεξάρτητους πελάτες και των τιμών που χρέωναν οι παραγωγοί στις απευθείας πωλήσεις τους προς τους πελάτες αυτούς, μόνον όσον αφορά το ομοειδές προϊόν του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, η τιμή που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για το εν λόγω προϊόν ήταν προσαυξημένη και, ως εκ τούτου, δυσμενής για την Jindal Saw, η οποία πραγματοποιούσε την πλειονότητα των πωλήσεών της στην Ένωση μέσω εταιριών πωλήσεων και της οποίας η κατάσταση διέφερε κατά τούτο από εκείνη του έτερου παραγωγού-εξαγωγέα που συνεργάστηκε στην έρευνα.

186    Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από την απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑107/08, EU:T:2011:704), δεν προκύπτει ότι, όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν, το θεσμικό αυτό όργανο όφειλε να λάβει υπόψη τις τιμές στο επίπεδο της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία, οι οποίες αντιστοιχούσαν, εν προκειμένω, στην τιμή CIF για τα προϊόντα των Ινδών παραγωγών-εξαγωγέων.

187    Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 62 και 63 της ως άνω απόφασης, στην υπόθεση εκείνη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι χρησιμοποιούμενες τιμές για τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης έπρεπε να είναι τιμές που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους ανεξάρτητους πελάτες, δηλαδή τιμές που μπόρεσαν να ληφθούν υπόψη από αυτούς προκειμένου να αποφασίσουν εάν θα αγόραζαν τα προϊόντα του κλάδου παραγωγής της Ένωσης ή τα προϊόντα των οικείων παραγωγών-εξαγωγέων, και όχι οι τιμές σε ενδιάμεσο στάδιο.

188    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις τιμές των πωλήσεων που πραγματοποίησαν οι συνδεδεμένες με τον βασικό παραγωγό της Ένωσης εταιρίες πωλήσεων για τον καθορισμό της τιμής του ομοειδούς προϊόντος του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, αλλά δεν έλαβε υπόψη τις τιμές των πωλήσεων των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw για τον καθορισμό της τιμής του υπό εξέταση προϊόντος που παρήγε η τελευταία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης έγινε μέσω σύγκρισης τιμών στο ίδιο στάδιο εμπορίας.

189    Όπως όμως προκύπτει από τη σκέψη 176 ανωτέρω, η σύγκριση τιμών στο ίδιο στάδιο εμπορίας αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα του υπολογισμού της υποτιμολόγησης του υπό εξέταση προϊόντος. Ως εκ τούτου, ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης που διενήργησε Επιτροπή στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού πρέπει να θεωρηθεί ως αντίθετος προς το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

190    Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες βασίμως αμφισβητούν τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης ως προς τα προϊόντα της Jindal Saw.

191    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης του υπό εξέταση προϊόντος όσον αφορά τα προϊόντα της Jindal Saw είχε ως αποτέλεσμα να ληφθεί υπόψη μια υποτιμολόγηση της οποίας το μέγεθος, αλλά και η ύπαρξη, δεν καθορίστηκε νομοτύπως.

192    Πάντως, με την αιτιολογική σκέψη 124 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή τόνισε τη σημασία που απέδιδε στην ύπαρξη υποτιμολόγησης. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 125 και 126 του κανονισμού αυτού, το θεσμικό αυτό όργανο θεώρησε ότι η πώληση του υπό εξέταση προϊόντος σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη μιας υποτιμολόγησης που υπερέβαινε το 30 %, εξηγούσε, αφενός, την αύξηση των όγκων πωλήσεων και των μεριδίων αγοράς του εν λόγω προϊόντος και, αφετέρου, την αδυναμία του εν λόγω κλάδου παραγωγής να αυξήσει τον όγκο πωλήσεών του στην αγορά της Ένωσης σε επίπεδα δυνάμενα να εξασφαλίσουν βιώσιμα επίπεδα κέρδους. Με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη 126, η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι οι εισαγωγές σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του εν λόγω κλάδου παραγωγής συμπίεσαν σημαντικά τις τιμές στην αγορά της Ένωσης και, εξ αυτού του λόγου, παρεμπόδισαν τις αυξήσεις των τιμών που θα είχαν σημειωθεί ελλείψει των εισαγωγών αυτών, κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε χρονική σύμπτωση μεταξύ των εν λόγω εισαγωγών σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και της ζημίας που υπέστη ο κλάδος αυτός.

193    Από τις αιτιολογικές σκέψεις του προσβαλλόμενου κανονισμού που μνημονεύονται στη σκέψη 192 ανωτέρω προκύπτει ότι η υποτιμολόγηση όπως υπολογίζεται στον εν λόγω κανονισμό αποτελεί τη βάση για το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος αποτελούν την αιτία της ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ.

194    Επιπλέον, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της τρίτης αιτίασης του υπό κρίση σκέλους, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, εάν η υποτιμολόγηση είχε υπολογιστεί ορθώς, το περιθώριο ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης θα είχε καθοριστεί σε επίπεδο χαμηλότερο του περιθωρίου ντάμπινγκ. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, το ποσό του δασμού αντιντάμπινγκ πρέπει να μειωθεί σε ποσοστό επαρκές για την εξάλειψη της εν λόγω ζημίας.

195    Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το σφάλμα που διαπιστώθηκε στον υπολογισμό της υποτιμολόγησης είναι ικανό να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού καθιστώντας ελαττωματική στο σύνολό της την ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου, T‑192/08, EU:T:2011:619, σκέψη 119 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ο κανονισμός αυτός πρέπει να ακυρωθεί καθόσον αφορά την Jindal Saw, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

196    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και σε αυτά στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους.

197    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η παρεμβαίνουσα πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/388 της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2016, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη), καταγωγής Ινδίας, ακυρώνεται στο μέτρο που αφορά την Jindal Saw Ltd.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Jindal Saw και Jindal Saw Italia SpA.

3)      Η Saint-Gobain Pam φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Pelikánová

Valančius

Nihoul

Svenningsen

 

      Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Απριλίου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.