Language of document : ECLI:EU:T:2008:160

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 21ης Μαΐου 2008 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Κοινοτική διαδικασία προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών – Προφανές ουσιώδες σφάλμα – Ανάθεση στον υποβαλόντα την πλέον συμφέρουσα προσφορά – Υπερβολικά χαμηλή προσφορά – Άρθρο 139, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Συγγραφή υποχρεώσεων – Παραδεκτό»

Στην υπόθεση T‑495/04,

Belfass SPRL, με έδρα το Forest (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον L. Vogel, δικηγόρο,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τους B. Driessen και A. Vitro,

καθού,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004 περί απορρίψεως των δύο προσφορών που υπέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: προσφεύγουσα] στο πλαίσιο της διαδικασίας προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών UCA‑033/04 και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως της προσφεύγουσας για τη ζημία που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της συμπεριφοράς του Συμβουλίου,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, E. Martins Ribeiro και K. Jürimäe (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Ιουνίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Η ανάθεση δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου V του πρώτου μέρους του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), καθώς και από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: κανόνες εφαρμογής). Οι διατάξεις αυτές ομοιάζουν προς εκείνες των κοινοτικών οδηγιών που έχουν εκδοθεί στον τομέα αυτόν και, ιδίως, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1), της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών (ΕΕ L 199, σ. 1), και της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199, σ. 54), όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί.

2        Το άρθρο 97 του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει:

«1. Τα κριτήρια επιλογής που επιτρέπουν να αξιολογηθούν οι ικανότητες των υποψηφίων ή των προσφερόντων και τα κριτήρια ανάθεσης που επιτρέπουν να αξιολογηθεί το περιεχόμενο των προσφορών καθορίζονται και διευκρινίζονται εκ των προτέρων στα έγγραφα της πρόσκλησης υποβολής προσφορών.

2. Η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί με μειοδοτικό διαγωνισμό ή με ανάθεση στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.»

3        Το άρθρο 99 του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει:

«Κατά τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων, οι επαφές μεταξύ αναθέτουσας αρχής και υποψηφίων ή προσφερόντων γίνονται μόνον υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν τη διαφάνεια και την ίση μεταχείριση. Οι επαφές αυτές δεν μπορούν να οδηγούν στη μεταβολή των όρων της σύμβασης ή των όρων της αρχικής προσφοράς.»

4        Το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει:

«2. Η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί σε κάθε απορριφθέντα υποψήφιο ή προσφέροντα τους λόγους απόρριψης της υποψηφιότητας ή της προσφοράς του και σε κάθε προσφέροντα, του οποίου η προσφορά κρίθηκε παραδεκτή και ο οποίος υποβάλλει εγγράφως αίτηση προς τούτο, τα σχετικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου.

Ωστόσο, η γνωστοποίηση ορισμένων στοιχείων δύναται να παραλειφθεί στις περιπτώσεις που θα εμπόδιζε την εφαρμογή των νόμων, θα ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον, θα έθιγε τα θεμιτά εμπορικά συμφέροντα δημόσιων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων ή θα [έβλαπτε] τον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων.»

5        Το άρθρο 101, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει:

«1. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί, έως την υπογραφή της σύμβασης, είτε να παραιτηθεί από τη σύμβαση είτε να ακυρώσει τη διαδικασία σύναψης της σύμβασης, χωρίς οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες να μπορούν να διεκδικήσουν οποιαδήποτε αποζημίωση.»

6        Το άρθρο 122, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, των κανόνων εφαρμογής, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, όριζε ότι η διαδικασία ανταγωνισμού μετά από πρόσκληση συμμετοχής:

«[… είναι] κλειστή, εφόσον όλοι μεν οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση συμμετοχής, μόνο όμως όσοι ικανοποιούν τα κριτήρια επιλογής που προβλέπονται στο άρθρο 135 [και] καλούνται, ταυτόχρονα και εγγράφως, από την αναθέτουσα αρχή μπορούν να υποβάλουν προσφορά.»

7        Το άρθρο 128, παράγραφοι 1 και 3, των κανόνων εφαρμογής, αντικείμενο του οποίου είναι η κλειστή διαδικασία μετά από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, προβλέπει μεταξύ άλλων:

«1. Η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος αποτελεί έναν τρόπο προεπιλογής των υποψηφίων που θα κληθούν να υποβάλουν προσφορά κατά τις μελλοντικές κλειστές διαδικασίες […].

3. Με την ευκαιρία συγκεκριμένης σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή καλεί να υποβάλουν προσφορά είτε όλους τους υποψήφιους που έχουν εγγραφεί στον κατάλογο είτε ορισμένους από αυτούς, βάσει αντικειμενικών και μη δημιουργούντων διακρίσεις κριτηρίων επιλογής, τα οποία καθορίζονται για την εκάστοτε σύμβαση.»

8        Το άρθρο 130, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, όριζε:

«1. Τα έγγραφα της πρόσκλησης σε διαδικασία ανταγωνισμού περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)      πρόσκληση για υποβολή προσφοράς ή για διαπραγμάτευση·

β)       συγγραφή υποχρεώσεων, η οποία επισυνάπτεται στην πρόσκληση και στην οποία προσαρτάται η συγγραφή των γενικών όρων που εφαρμόζονται στις συμβάσεις ·

γ)       υπόδειγμα σύμβασης.

[…]»

9        Το άρθρο 130, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και β΄, των κανόνων εφαρμογής, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, όριζε:

«3. Η συγγραφή υποχρεώσεων προσδιορίζει τουλάχιστον:

α)      τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής που ισχύουν για την εκάστοτε σύμβαση, εκτός από τις περιπτώσεις κλειστής διαδικασίας και διαδικασίας με διαπραγμάτευση μετά τη δημοσίευση προκήρυξης που αναφέρονται στο άρθρο 127· στις περιπτώσεις αυτές, τα κριτήρια αναφέρονται μόνο στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος·

β)       τα κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης και τη σχετική τους στάθμιση, εφόσον αυτή δεν εμφαίνεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού·

γ)       τις τεχνικές προδιαγραφές του άρθρου 131·

[…]»

10      Το άρθρο 138 των κανόνων εφαρμογής, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, όριζε:

«1. Η ανάθεση μιας σύμβασης μπορεί να γίνει με δύο τρόπους:

α) με μειοδοτικό διαγωνισμό, οπότε η σύμβαση κατακυρώνεται στην προσφορά που περιλαμβάνει την χαμηλότερη τιμή μεταξύ των κανονικών και σύμφωνων προσφορών που έχουν κατατεθεί·

β) στον προσφέροντα που υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.

2. Πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά είναι εκείνη που παρουσιάζει την καλύτερη σχέση μεταξύ ποιότητας και τιμής, με κριτήρια δικαιολογούμενα από το αντικείμενο της σύμβασης, όπως είναι η προτεινόμενη τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος χρήσης, η προθεσμία εκτέλεσης ή παράδοσης, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική υποστήριξη.

3. Η αναθέτουσα αρχή προσδιορίζει τη σχετική στάθμιση που αποδίδει σε καθένα από τα κριτήρια που εφαρμόζει για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, και τούτο είτε στην προκήρυξη του διαγωνισμού είτε στη συγγραφή υποχρεώσεων.

Η σχετική στάθμιση του κριτηρίου της τιμής σε σύγκριση με τα λοιπά κριτήρια δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση του κριτηρίου της τιμής κατά την επιλογή του αναδόχου της σύμβασης.

Εάν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η στάθμιση των κριτηρίων δεν είναι τεχνικά εφικτή, ιδίως λόγω του αντικειμένου του διαγωνισμού, η αναθέτουσα αρχή διευκρινίζει μόνο τη φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας των κριτηρίων κατά την εφαρμογή τους.»

11      Το άρθρο 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, προέβλεπε τα εξής:

«1. Εάν, για συγκεκριμένη σύμβαση, οι προσφορές φαίνονται υπερβολικά χαμηλές, η αναθέτουσα αρχή, πριν απορρίψει γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο τις προσφορές αυτές, ζητεί εγγράφως τις διευκρινίσεις που αυτή θεωρεί ενδεδειγμένες σχετικά με τα στοιχεία της προσφοράς και επαληθεύει, με την αυτοπρόσωπη παράσταση των προσφερόντων, τα στοιχεία αυτά λαμβάνοντας υπόψη και την παρεχόμενη από αυτούς τεκμηρίωση.

Η αναθέτουσα αρχή μπορεί, πιο συγκεκριμένα, να λάβει υπόψη της την τεκμηρίωση που αναφέρεται:

α)       στα οικονομικά χαρακτηριστικά της παραγωγικής διαδικασίας, της παροχής των ζητούμενων υπηρεσιών ή της κατασκευαστικής μεθόδου·

β)      στις εφαρμοζόμενες τεχνικές λύσεις και στους κατ’ εξαίρεση ευνοϊκούς όρους που ισχύουν για τον προσφέροντα·

γ)       στην πρωτοτυπία της εκάστοτε προσφοράς του προσφέροντος.»

12      Το άρθρο 148, παράγραφοι 1 και 3, των κανόνων εφαρμογής προβλέπει:

«1. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης, επιτρέπονται κατ’ εξαίρεση οι επαφές μεταξύ κοινοτικών θεσμικών οργάνων και προσφερόντων υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3.

[…]

3. Μετά την αποσφράγιση των προσφορών, και σε περίπτωση που μια προσφορά προκαλέσει αιτήματα αποσαφήνισης ή που πρόκειται να διορθωθούν προφανή ουσιώδη σφάλματα στο κείμενο της προσφοράς, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να λάβει την πρωτοβουλία μιας επαφής με τον προσφέροντα, χωρίς η επαφή αυτή να μπορεί να οδηγήσει σε τροποποίηση του περιεχομένου της προσφοράς.»

 Ιστορικό της διαφοράς

13      Στις 4 Μαρτίου 2004 το Συμβούλιο, ενεργώντας δυνάμει του δημοσιονομικού κανονισμού και των κανόνων εφαρμογής, δημοσίευσε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2004, S 45) την υπ’ αριθ. UCA‑033/04 πρόσκληση προς υποβολή προσφορών, με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών καθαρισμού και συντήρησης των δύο κτιρίων που χρησιμοποιεί η γενική γραμματεία του Συμβουλίου στις Βρυξέλλες. Η σύμβαση περιλάμβανε δύο μέρη που αντιστοιχούσαν το καθένα στον συγκεκριμένο τόπο παροχής των υπηρεσιών, δηλαδή στο κτίριο «Woluwé Heights» (1ο μέρος) και στο κτίριο «Frère Orban» (2ο μέρος).

14      Η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπε ότι η ανάθεση θα γινόταν με κριτήριο την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά. Η τελική αξιολόγηση των προσφορών για κάθε μέρος της συμβάσεως θα γινόταν βάσει της βαθμολογίας της κάθε προσφοράς, η οποία θα υπολογιζόταν ως εξής: «Βαθμολογία για την “ποιότητα” x 100/δείκτη τιμών». Ως πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως θα κρινόταν η προσφορά που, μετά την αξιολόγηση αυτή, θα συγκέντρωνε την υψηλότερη βαθμολογία, τηρουμένου του κατωτάτου ορίου βαθμών της κατηγορίας «ποιότητα».

15      Κατά την εν λόγω συγγραφή υποχρεώσεων, η ποιότητα της κάθε προσφοράς έπρεπε να εκτιμηθεί με ανώτατη βαθμολογία το 100 και βάσει οκτώ κριτηρίων. Το όγδοο κριτήριο, το οποίο θα βαθμολογούνταν με 50 βαθμούς, ήταν «Ώρες παροχής υπηρεσιών με βάση τα σύνολα Α, B, C και D της καταστάσεως του παραρτήματος 3».

16      Οι 50 βαθμοί για το κριτήριο αυτό θα απονέμονταν ανάλογα με την απόκλιση μεταξύ, αφενός, του συνολικού αριθμού των ωρών της αξιολογούμενης προσφοράς (Ho) και, αφετέρου, τον μέσον όρο των ωρών κατ’ έτος όλων των προσφορών που κρίθηκαν παραδεκτές (Hm). Ο μέσος όρος Hm χαρακτηριζόταν ικανοποιητικός και ελάμβανε 40 βαθμούς (δηλαδή το 80 % του ανωτάτου ορίου των 50 βαθμών). Σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων, σε περίπτωση υπερβάσεως του ορίου Hm μεγαλύτερης του 12,5 % δίδονταν επιπλέον βαθμοί έως το ανώτατο όριο των 50 βαθμών. Αντιθέτως, σε περίπτωση μειώσεως του ορίου Hm μεγαλύτερης του 12,5 % αφαιρούνταν βαθμοί έως το κατώτατο όριο αποκλεισμού των 30 βαθμών.

17      Επιπλέον, η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπε ότι η μέση ωριαία αμοιβή κάθε προσφοράς δεν μπορεί, επί ποινή αποκλεισμού, να είναι μικρότερη από τη μέση ωριαία αμοιβή την οποία έχει ορίσει η Union générale belge de nettoyage (Βελγική ένωση υπηρεσιών καθαρισμού, στο εξής: UGBN») για την κατηγορία 1A και η οποία ίσχυε όταν υποβλήθηκε η προσφορά. Την 1η Ιουλίου 2004, η μέση ωριαία αμοιβή είχε οριστεί σε 19,6962 ευρώ.

18      Στις 23 Ιουνίου 2004, εστάλη στους υποψηφίους η συγγραφή υποχρεώσεων σχετικά με την επίμαχη διαδικασία προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών.

19      Στις 23 Ιουλίου 2004, η προσφεύγουσα Belfass SPRL υπέβαλε δύο προσφορές, μία για κάθε μέρος της συμβάσεως που θα ανετίθετο με τη διαδικασία προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών UCA‑033/04. Το συνολικό ετήσιο τίμημα που αναγραφόταν στην προσφορά της προσφεύγουσας για το 1ο μέρος της συμβάσεως ήταν 234 059,67 ευρώ.

20      Με έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 2004, το Συμβούλιο ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι απέρριψε τις προσφορές της για τους εξής λόγους: «[…] Όσον αφορά το 1ο μέρος της συμβάσεως, ο υπολογισμός της μέσης ωριαίας αμοιβής καταλήγει σε αποτέλεσμα χαμηλότερο του κατωτάτου ορίου των 19,6962 ευρώ που έχει ορίσει η UGBN την [1η Ιουλίου 2004]. Όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως, η προσφορά σας δεν συγκεντρώνει τον κατώτατο αριθμό βαθμών ως προς την ποιότητα, τους οποίους αποδίδει η επιτροπή αξιολόγησης σύμφωνα με τα κριτήρια της συγγραφής υποχρεώσεων […]».

21      Στις 15 Οκτωβρίου 2004, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Συμβούλιο συμπληρωματικά λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την απόρριψη της προσφοράς της για το 2ο μέρος της συμβάσεως.

22      Στις 22 Οκτωβρίου 2004, το Συμβούλιο απάντησε στο αίτημα αυτό, επισημαίνοντας, ειδικότερα, τα εξής:

« […] δεδομένου ότι η προσφορά σας αφορά αριθμό ωρών κατά 20 % χαμηλότερο σε σχέση με τον μέσον όρο όλων των προσφορών, αποκλείστηκε στο στάδιο αυτό, σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο της σελίδας 2.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Δεκεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή].

24      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

25      Στις 13 Δεκεμβρίου 2006 το Συμβούλιο, συμμορφούμενο προς το αίτημα προσκομίσεως εγγράφων που του απεύθυνε το Πρωτοδικείο στις 28 Νοεμβρίου 2006 στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, διαβίβασε στο Πρωτοδικείο την προκήρυξη του διαγωνισμού και τη συγγραφή υποχρεώσεων σχετικά με τη διαδικασία προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών UCA‑033/04, καθώς και την αρχική έκθεση αξιολογήσεως (μη εμπιστευτικό κείμενο) σχετικά με την εν λόγω διαδικασία.

26      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Ιουνίου 2007.

27      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη,

–        να ακυρώσει την απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2004 περί απορρίψεως των προσφορών που υπέβαλε στο πλαίσιο της διαδικασίας προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών UCA‑033/04,

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο να της καταβάλει αποζημίωση ύψους 1 481 317,65 ευρώ, πλέον τόκων με ετήσιο επιτόκιο 7 %,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

28      Το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως,

–        να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως ως αβάσιμη,

–        να απορρίψει το αίτημα αποζημιώσεως ως αβάσιμο,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

29      Το Συμβούλιο, χωρίς να προβάλλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου, υποστηρίζει ότι η προσφυγή κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004 είναι απαράδεκτη καθόσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως. Προβάλλει ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί αυτή καθαυτή την απόφαση περί αποκλεισμού της από τη διαδικασία αναθέσεως της συμβάσεως, αλλά τη νομιμότητα της αποφάσεως του Συμβουλίου να συμπεριλάβει στη συγγραφή υποχρεώσεων το κριτήριο βάσει του οποίου αποκλείστηκε, δηλαδή τον μέσον όρο των ωρών που προκύπτει από το σύνολο των προσφορών.

30      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, σε περίπτωση που ένα πρόσωπο, καίτοι θεωρεί ότι οι προδιαγραφές μιας διαδικασίας προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, όπως αυτές καθορίζονται με απόφαση της αναθέτουσας αρχής, προκαλούν δυσμενή διάκριση σε βάρος του, εντούτοις αναμένει την κοινοποίηση της αποφάσεως περί αναθέσεως της επίμαχης συμβάσεως για να την προσβάλει, επικαλούμενο ακριβώς ότι οι εν λόγω προδιαγραφές εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, θίγεται ο σκοπός της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης των συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ L 395, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50 (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C‑230/02, Grossmann Air Service, Συλλογή 2004, σ. I‑1829, σκέψη 37).

31      Δεδομένου, όμως, ότι η συγγραφή υποχρεώσεων εστάλη στον κάθε υποψήφιο ατομικά, επομένως και στην προσφεύγουσα, στις 23 Ιουνίου 2004, η προθεσμία των δύο μηνών για την αμφισβήτηση της νομιμότητας της αποφάσεως περί χρήσεως του κριτηρίου αυτού είχε λήξει όταν ασκήθηκε η κρινόμενη προσφυγή.

32      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κυρίως, ότι η συγγραφή υποχρεώσεων δεν αποτελεί πράξη δυνάμενη να προσβληθεί, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για προπαρασκευαστική πράξη γενικής ισχύος και, κατά πάγια νομολογία, μια τέτοια πράξη, ανεξαρτήτως του χρόνου εκδόσεώς της, δεν μπορεί να προσβληθεί σε κανένα χρονικό σημείο με προσφυγή ακυρώσεως.

33      Προβάλλει, ακόμη, ότι η συγγραφή υποχρεώσεων απευθύνεται σε όλες τις επιχειρήσεις οι οποίες, ανήκοντας γενικώς και αφηρημένως σε κάποια κατηγορία επιχειρήσεων, επιθυμούν να υποβάλουν υποψηφιότητα για την ανάθεση της δημοσίας συμβάσεως. Εν προκειμένω, η συγγραφή υποχρεώσεων δεν συνιστά απόφαση η οποία απευθύνεται στην προσφεύγουσα ή την αφορά άμεσα και ατομικά. Επομένως, με μόνη την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως της συμβάσεως μπορούσε η προσφεύγουσα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εντάξεως στη συγγραφή υποχρεώσεων του κριτηρίου σχετικά με τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας που πρότειναν οι προσφέροντες.

34      Επικουρικώς, η προσφεύγουσα προβάλλει, σχετικά με τη συγγραφή υποχρεώσεων, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά την έννοια του άρθρου 241 ΕΚ.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

35      Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, καταρχάς, ότι το Συμβούλιο αμφισβητεί το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής, προβάλλοντας ότι αντικείμενό της είναι, κατ’ ουσίαν, μόνον η συγγραφή υποχρεώσεων, η οποία αποτελεί πράξη δυνάμενη να προσβληθεί και της οποίας η νομιμότητα δεν αμφισβητήθηκε εμπρόθεσμα.

36      Επιβάλλεται, πάντως, η διαπίστωση ότι αντικείμενο της προσφυγής είναι η ακύρωση της αποφάσεως του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2004, περί απορρίψεως των προσφορών της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της διαδικασίας προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, η δε νομιμότητα της συγγραφής υποχρεώσεων αμφισβητείται παρεμπιπτόντως, προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως.

37      Επομένως, το ζήτημα που τίθεται δεν είναι το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως, ως στρεφόμενης κατά της συγγραφής υποχρεώσεων, αλλά το παραδεκτό της προβαλλομένης προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του εγγράφου αυτού.

38      Για να κριθεί το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί αν ένα έγγραφο προσκλήσεως σε διαγωνισμό, όπως είναι η επίμαχη συγγραφή υποχρεώσεων, συνιστά, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με απευθείας προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ και, επομένως, αν η προσφεύγουσα όφειλε να προσβάλει, βάσει της διατάξεως αυτής και εντός της τασσομένης με το πέμπτο εδάφιο αυτής δίμηνης προθεσμίας, τη συγγραφή υποχρεώσεων.

39      Κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται με τις ίδιες προϋποθέσεις να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ’ αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά.

40      Κατά πάγια νομολογία, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εκτός του αποδέκτη μιας πράξεως, δύναται να ισχυριστεί ότι η πράξη αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ μόνον αν η εν λόγω πράξη το θίγει λόγω ορισμένων ιδιοτήτων του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, 942, της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 36, και της 1ης Απριλίου 2004, C‑263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, Συλλογή 2004, σ. I‑3425, σκέψη 45).

41      Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η συγγραφή υποχρεώσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά την προσφεύγουσα ατομικά.

42      Αφενός, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο, το γεγονός ότι η συγγραφή υποχρεώσεων εστάλη στις 23 Ιουνίου 2004 ατομικά στους προεπιλεγέντες υποψηφίους, επομένως και στην προσφεύγουσα, στο πλαίσιο της κλειστής διαδικασίας, δεν εξατομικεύει την προσφεύγουσα κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Συγκεκριμένα, η συγγραφή υποχρεώσεων, όπως και όλα τα έγγραφα προσκλήσεως σε διαγωνισμό που προέρχονται εν προκειμένω από το Συμβούλιο, στα οποία καταλέγεται η συγγραφή υποχρεώσεων, τυγχάνει εφαρμογής σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων τα οποία αντιμετωπίζονται γενικώς και αφηρημένως. Συνεπώς, η συγγραφή υποχρεώσεων έχει γενικό χαρακτήρα και το γεγονός ότι η αναθέτουσα αρχή την κοινοποίησε ατομικά στις προεπιλεγείσες επιχειρήσεις δεν εξατομικεύει, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, την κάθε μία από αυτές σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

43      Αφετέρου, το Συμβούλιο κακώς επικαλείται την προπαρατεθείσα απόφαση Grossmann Air Service, σκέψη 30 ανωτέρω, για να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα νομιμοποιούνταν να προσβάλει την επίμαχη συγγραφή υποχρεώσεων. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου εκδόθηκε επί προδικαστικού ερωτήματος σχετικού με την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 3, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 89/665. Όμως, οι διατάξεις της οδηγίας 89/665, όπως έχει τροποποιηθεί, δεσμεύουν μόνον τα κράτη μέλη και όχι τα κοινοτικά όργανα, πράγμα που το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί. Εξάλλου, όπως δέχθηκε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εφαρμοστέα εν προκειμένω κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την εκ μέρους των κοινοτικών οργάνων ανάθεση δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών δεν περιέχει καμία διάταξη παρόμοια με αυτές της οδηγίας 89/665. Τέλος, το Πρωτοδικείο τονίζει ότι, αντιθέτως προς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Grossmann Air Service, σκέψη 30 ανωτέρω, εν προκειμένω το κριτήριο που περιλήφθηκε στη συγγραφή υποχρεώσεων και αμφισβητείται από τη προσφεύγουσα δεν την εμπόδισε να μετάσχει λυσιτελώς στη διαδικασία αναθέσεως της επίμαχης συμβάσεως. Αντιθέτως, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η προσφεύγουσα, όπως και οι λοιποί υποψήφιοι που εγγράφηκαν στον κατάλογο που καταρτίστηκε μετά το στάδιο της προεπιλογής, κατέστη δυνατό να υποβάλει προσφορά για το 2ο μέρος της συμβάσεως. Επομένως, η ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο, με την απόφαση Grossmann Air Service, σκέψη 30 ανωτέρω, στις διατάξεις της οδηγίας 89/665, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατ’ αναλογία για να κριθεί το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής, όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως.

44      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν είχε δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, κατά της επίμαχης συγγραφής υποχρεώσεων, καθώς αυτή δεν την αφορά ατομικά. Επομένως, το Συμβούλιο κακώς προβάλλει ότι η συγγραφή υποχρεώσεων αποτελεί πράξη δυνάμενη να προσβληθεί από την προσφεύγουσα, προκειμένου να αντικρούσει την εκ μέρους της προσφεύγουσας παρεμπίπτουσα, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, αμφισβήτηση της νομιμότητας του εγγράφου αυτού.

 Επί της ουσίας

 Επί της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 1ο μέρος της συμβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 1ο μέρος της συμβάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ένα μόνο λόγο, αντλούμενο από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

46      Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διότι παρέβη την υποχρέωσή του να εξετάσει επιμελώς την προσφορά της για το 1ο μέρος της συμβάσεως.

47      Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς ό,τι διαπίστωσε το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μέση ωριαία αμοιβή ήταν, σύμφωνα με την προσφορά της, 22,123 ευρώ και, επομένως, υπερέβαινε την ορισθείσα από τη UGBN κατώτατη μέση ωριαία αμοιβή των 19,6962 ευρώ.

48      Βεβαίως, η προσφεύγουσα δέχεται ότι η πλάνη αυτή του Συμβουλίου οφείλεται σε σφάλμα το οποίο παρεισέφρησε στην προσφορά της και εντοπίζεται στην άθροιση των κατηγοριών A, B, C και D (234 059,67 ευρώ αντί 271 811,67 ευρώ).

49      Φρονεί, ωστόσο, ότι, δυνάμει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, το Συμβούλιο όφειλε, κατά την εξέταση της προσφοράς της, να διασφαλίσει ότι η εξεταζόμενη προσφορά δεν περιέχει τέτοιο προφανές ουσιώδες σφάλμα, το οποίο θα μπορούσε να διορθώσει με δική του πρωτοβουλία.

50      Παρατηρεί ότι το Συμβούλιο, με μια απλή επαλήθευση του υπολογισμού, θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι η ορθή ωριαία αμοιβή της προσφοράς ήταν τουλάχιστον 20,92 ευρώ, όπως προκύπτει σαφώς και επακριβώς από τη σελίδα 40 της προσφοράς.

51      Τουλάχιστον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, στον βαθμό που πρόκειται για πρόδηλο σφάλμα του οποίου η διόρθωση δεν θα τροποποιούσε τους όρους αναθέσεως της συμβάσεως ή την αρχική προσφορά, το Συμβούλιο θα μπορούσε, τηρώντας το άρθρο 99 του δημοσιονομικού κανονισμού και σύμφωνα τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 της συγγραφής υποχρεώσεων της επίμαχης διαδικασίας προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, να κάνει χρήση του δικαιώματός του να έρθει σε επαφή μαζί της.

52      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται το Συμβούλιο, τα συμπεράσματα που διατύπωσε το Πρωτοδικείο με την απόφαση της 8ης Μαΐου 1996, T‑19/95, Adia interim κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II‑321, σκέψη 47) δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι, στην υπόθεση εκείνη, επρόκειτο για συστηματικό σφάλμα υπολογισμού, το οποίο δυσχερώς θα μπορούσε να εντοπίσει η αναθέτουσα αρχή. Εν προκειμένω, όμως, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι πρόκειται για απλό σφάλμα αθροίσεως των κατηγορών A, B, C και D, το οποίο το Συμβούλιο μπορούσε ευχερώς να εντοπίσει και να διορθώσει.

53      Ομοίως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν εντόπισε το σφάλμα αυτό, διότι η ορθή, δηλαδή η διορθωμένη, συνολική τιμή αναγράφεται στην «κανονική» και στη «θεωρητική» συγκριτική αξιολόγηση της προσφοράς της, οι οποίες είναι συνημμένες στο υπόμνημα αντικρούσεως.

54      Επιπλέον, υποστηρίζει ότι δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω ούτε η γενική αρχή που συνήγαγε το Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Ιουλίου 1972, 90/71, Bernardi κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 97, σκέψη 10), δυνάμει της οποίας δεν μπορεί να γίνει από διάδικο ενώπιον του Δικαστηρίου επίκληση πλημμελειών που μπορεί να είναι συνέπεια δικής του συμπεριφοράς. Τονίζει, συγκεκριμένα, ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν δόλια ούτε αποτελεί της αιτία της πλάνης στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο. Επιπλέον, δεν είχε συμφέρον να μη διορθωθεί το σφάλμα της, εν προκειμένω ένα απλό μη ηθελημένο σφάλμα υπολογισμού.

55      Επιπλέον, απαντώντας στην επιχειρηματολογία του Συμβουλίου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εφόσον σκοπός της προβλεπόμενης στο άρθρο 100 του δημοσιονομικού κανονισμού γνωστοποιήσεως είναι να παράσχει στον αποκλεισθέντα προσφέροντα το δικαίωμα να επισημάνει στην αναθέτουσα αρχή τυχόν σφάλματα που θα μπορούσαν να βλάψουν την αξιολόγηση της προσφοράς του, η αρχή της χρηστής διοικήσεως και η αρχή της διαφάνειας επιβάλλουν στην αναθέτουσα αρχή να ενημερώνει ρητώς τον αποδέκτη της γνωστοποιήσεως αυτής ότι έχει τέτοιο δικαίωμα. Η προσφεύγουσα, όμως, θεωρεί ότι το Συμβούλιο, με το έγγραφό του της 13ης Οκτωβρίου 2004, δεν την ενημέρωσε ότι διαθέτει τέτοιο δικαίωμα. Παραβιάστηκε, έτσι, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

56      Καταλήγει ότι η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο, όσον αφορά τον υπολογισμό της μέσης ωριαία αμοιβή στην προσφορά της για το 1ο μέρος της συμβάσεως, οφείλεται σε πλημμελή εξέταση της προσφοράς της και, κατά συνέπεια, η τελική απόφαση περί απορρίψεως της προσφοράς πάσχει ιδιαζόντως σοβαρή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

57      Το Συμβούλιο αντιτάσσει ότι, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της συγγραφής υποχρεώσεων της διαδικασίας προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, η μέση ωριαία αμοιβή προκύπτει από το συνολικό τίμημα της προσφοράς διαιρούμενο με τον συνολικό αναγραφόμενο στη προσφορά αριθμό ωρών. Προβάλλει ότι, για τον λόγο αυτόν, αρκέστηκε να πραγματοποιήσει τον υπολογισμό με βάση την αναγραφόμενη στην προσφορά της προσφεύγουσας συνολική τιμή αναφοράς των 234 059,67 ευρώ.

58      Το Συμβούλιο θεωρεί ότι δεν ήταν υποχρεωμένο να επαληθεύσει το αναγραφόμενο στην προσφορά της προσφεύγουσας ποσού των κατηγοριών A, B, C και D και, ως εκ τούτου, να ανακαλύψει ότι η ορθή συνολική τιμή ήταν 271 811,67 ευρώ, αντί 234 059,67 ευρώ. Ομοίως, το Συμβούλιο φρονεί ότι από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην «κανονική» και στη «θεωρητική» συγκριτική αξιολόγηση της επίμαχης προσφοράς, οι οποίες είναι συνημμένες στο υπόμνημα αντικρούσεως, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι είχε εντοπίσει το σφάλμα αυτό κατά την εξέταση της προσφοράς. Συγκεκριμένα, οι υπολογισμοί αυτοί πραγματοποιήθηκαν κατά την κατάρτιση του υπομνήματος αντικρούσεως για την υπό κρίση υπόθεση.

59      Επιπλέον, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να έρθει σε επαφή με τον προσφέροντα, κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, μόνον προς εξάλειψη προφανών σφαλμάτων. Φρονεί, όμως, ότι εν προκειμένω το σφάλμα δεν ήταν καθόλου προφανές και γι’ αυτό δεν μπόρεσε να το εντοπίσει.

60      Εξάλλου, το Συμβούλιο επικαλείται τη γενική αρχή που αναγνώρισε το Δικαστήριο με την απόφαση Bernardi κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 54 ανωτέρω, δυνάμει της οποίας δεν μπορεί να γίνει από διάδικο ενώπιον του Δικαστηρίου επίκληση πλημμελειών που μπορεί να είναι συνέπεια δικής του συμπεριφοράς.

61      Ομοίως, θεωρεί ότι, ακόμη και αν ήταν σε θέση να εντοπίσει το επίμαχο σφάλμα, δεν θα μπορούσε, χωρίς κίνδυνο παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 99 του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 148, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής, να έρθει σε επαφή με τον προσφέροντα προς διόρθωση του σφάλματος αυτού. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, επικαλείται, ειδικότερα, την απόφαση Adia interim κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω.

62      Τέλος, το Συμβούλιο θεωρεί ότι ένας από τους σκοπούς της προβλεπομένης στο άρθρο 100 του δημοσιονομικού κανονισμού γνωστοποιήσεως, η οποία έπεται της αναθέσεως της συμβάσεως και προηγείται της υπογραφής της, είναι να μπορεί ο προσφέρων να επισημάνει στην αναθέτουσα αρχή τυχόν σφάλματα που θα μπορούσαν να βλάψουν την αξιολόγηση της προσφοράς. Επισημαίνει, πάντως, ότι η προσφεύγουσα δεν αντέδρασε αφού έλαβε το έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 2004, με το οποίο πληροφορήθηκε τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς της για το 1ο μέρος της συμβάσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

63      Κατά πάγια νομολογία, το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την έκδοση αποφάσεως περί συνάψεως συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, ο δε έλεγχος του Πρωτοδικείου πρέπει να περιορίζεται στο αν υφίσταται σοβαρή και πρόδηλη πλάνη (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1978, 56/77, Agence européenne d’intérims κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 679, σκέψη 20, αποφάσεις του Πρωτοδικείου Tribunal Adia interim κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 49, και της 6ης Ιουλίου 2000, T‑139/99, AICS κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II‑2849, σκέψη 39).

64      Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 148 των κανόνων εφαρμογής, μετά την αποσφράγιση των προσφορών και σε περίπτωση που είτε μια προσφορά προκαλέσει αιτήματα αποσαφήνισης είτε πρόκειται να διορθωθούν προφανή ουσιώδη σφάλματα στο κείμενο της προσφοράς, η αναθέτουσα αρχή μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να λάβει την πρωτοβουλία να έλθει σε επαφή με τον προσφέροντα.

65      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν το ουσιώδες σφάλμα της προσφεύγουσας, δηλαδή το σφάλμα αθροίσεως που παρεισέφρησε στην προσφορά της όσον αφορά το σύνολο των κατηγοριών A, B, C και D (234 059,67 ευρώ αντί 271 811,67 ευρώ), αποτελεί προφανές ουσιώδες σφάλμα το οποίο όφειλε να εντοπίσει το Συμβούλιο.

66      Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, πρώτον, ότι ο τρόπος υπολογισμού της ωριαίας αμοιβής δεν καθιστούσε απαραίτητο τον εκ νέου υπολογισμό, από το Συμβούλιο, του ποσού των κατηγοριών A, B, C και D. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι η μέση ωριαία αμοιβή έπρεπε να υπολογιστεί βάσει του συνολικού τιμήματος της προσφοράς, καθώς και του συνολικού αριθμού των προτεινομένων ωρών εργασίας, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προσφορά της προσφεύγουσας.

67      Δεύτερον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι η ορθή ωριαία αμοιβή στην προσφορά της ήταν το κατώτατο ποσό των 20,92 ευρώ, όπως αναγράφεται σαφώς και επακριβώς στη σελίδα 40 της προσφοράς, και ότι, για τον λόγο αυτό, το Συμβούλιο όφειλε να πιθανολογήσει την ύπαρξη σφάλματος στον υπολογισμό της μέσης ωριαίας αμοιβής στην προσφορά της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι το ποσό αυτό αναγράφεται στη σελίδα 40 της προσφοράς της προσφεύγουσας υπό την κατηγορία E, η οποία αφορούσε ρητώς την ωριαία αμοιβή για συμπληρωματικές εργασίας τις οποίες πραγματοποιεί, εφόσον ζητηθεί, το προσωπικό καθαριότητας «τις εργάσιμες ημέρες (από Δευτέρα έως Παρασκευή) μεταξύ 6:00 και 22:00». Επομένως, η αναγραφόμενη ωριαία αμοιβή των 20,92 ευρώ αφορούσε συγκεκριμένο είδος παρεχομένων υπηρεσιών, δηλαδή συμπληρωματικές εργασίες, και, κατά συνέπεια, διαφορετικές υπηρεσίες από αυτές που αποτελούν αντικείμενο των κατηγοριών A, B, C και D.

68      Τρίτον, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι από την «κανονική» και τη «θεωρητική» συγκριτική αξιολόγηση που έχει επισυνάψει το Συμβούλιο στο υπόμνημα αντικρούσεως που υπέβαλε στο πλαίσιο της κρινομένης υποθέσεως αποδεικνύεται ότι το Συμβούλιο γνώριζε το σφάλμα της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, από τα έγγραφα αυτά προκύπτει σαφώς ότι το Συμβούλιο κατάρτισε τους συγκεκριμένους πίνακες για τις ανάγκες της παρούσας δίκης. Άλλωστε, όπως διαπιστώνει το Πρωτοδικείο, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε το αντίθετο.

69      Επιπλέον, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι δεν την ενημέρωσε, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 100 του δημοσιονομικού κανονισμού γνωστοποιήσεως, για το δικαίωμά της να επισημάνει στην αναθέτουσα αρχή τυχόν σφάλματα εκτιμήσεως που θα μπορούσαν να βλάψουν την αξιολόγηση της προσφοράς της. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, ελλείψει ρητής διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, δεν μπορεί να αναγνωριστεί, σε βάρος των διοικητικών ή δικαστικών αρχών της Κοινότητας, γενική υποχρέωση πληροφορήσεως των πολιτών σχετικά με τα επιτρεπόμενα μέσα ένδικης προστασίας, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτά μπορούν να ασκούνται (διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1999, C‑153/98 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι‑1441, σκέψη 15, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Φεβρουαρίου 2000, T‑145/98, ADT Projekt κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑387, σκέψη 210). Εν προκειμένω, πάντως, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι το άρθρο 100 του δημοσιονομικού κανονισμού δεν προβλέπει ρητώς τέτοια υποχρέωση.

70      Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα, όταν έλαβε το έγγραφο του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2004, υπέβαλε αίτημα αποσαφήνισης σχετικά με τις αιτίες απορρίψεως της προσφοράς της για το 2ο μέρος της συμβάσεως, αλλά δεν διατύπωσε καμία παρατήρηση σχετικά με την ύπαρξη προφανούς σφάλματος υπολογισμού στην προσφορά της για το 1ο μέρος της συμβάσεως.

71      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το ουσιώδες σφάλμα της προσφεύγουσας δεν ήταν προφανές, κατά την έννοια του άρθρου 148, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής. Δεν μπορεί, επομένως, να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι δεν το εντόπισε και, εν συνεχεία, ότι δεν το διόρθωσε ή, τουλάχιστον, ότι δεν ήρθε σε επαφή με την προσφεύγουσα, ώστε να καταστεί δυνατή η διόρθωση του σφάλματος αυτού.

72      Κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο με την απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 1ο μέρος της συμβάσεως, είναι αβάσιμος. Επομένως, η προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 1ο μέρος της συμβάσεως, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

73      Προς στήριξη της προσφυγής της κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους αντιστοίχως από παραβίαση της γενικής αρχής της χρηστής διοικήσεως, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων. Εξάλλου, με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ένα τέταρτο λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από παράβαση, εκ μέρους του Συμβουλίου, των διατάξεων του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής, η οποία συνίσταται στο ότι το Συμβούλιο δεν ήρθε σε επαφή μαζί της προτού απορρίψει την προσφορά της.

74      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι τρεις πρώτοι λόγοι ακυρώσεως, που αντλούνται αντιστοίχως από παραβίαση της γενικής αρχής της χρηστής διοικήσεως, από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στηρίζονται στο γεγονός ότι η προσφορά της για το 2ο μέρος της συμβάσεως απορρίφθηκε αυτομάτως, χωρίς να εξεταστεί, με μόνη αιτιολογία το ότι ο αναγραφόμενος στην εν λόγω προσφορά συνολικός αριθμός ωρών εργασίας ήταν πλέον του 12,5 % μικρότερος από τον μέσον όρο όλων των προσφορών που υποβλήθηκαν.

75      Πρώτον, η προσφεύγουσα έχει την άποψη ότι, για παρόμοιους λόγους, το κριτήριο επιλογής το οποίο περιλαμβάνεται στη συγγραφή υποχρεώσεων, σχετικά με τον μέσον όρο των ωρών εργασίας που προτάθηκαν, και βάσει του οποίου το Συμβούλιο απέρριψε την προσφορά της, χωρίς περαιτέρω εξέταση, παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοικήσεως και συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, ευνοεί τις προσφορές οι οποίες προβλέπουν περισσότερες ώρες παροχής υπηρεσιών από τις πράγματι απαραίτητες και, επομένως, συνεπάγονται υψηλότερο κόστος.

76      Συναφώς, πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το εν λόγω κριτήριο που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο εμποδίζει την αντικειμενική εκτίμηση του τι είναι απαραίτητο όσον αφορά την παροχή των ζητουμένων υπηρεσιών. Αφενός, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, από 1ης Ιανουαρίου 1998, διασφάλιζε, ικανοποιώντας πλήρως το Συμβούλιο, τον καθαρισμό και τη συντήρηση του διαλαμβανόμενου στο 2ο μέρος της συμβάσεως κτιρίου, με συνολικό αριθμό ωρών εργασίας ίσο προς τον αναγραφόμενο στην προσφορά της. Ενώ δέχεται ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε να λάβει υπόψη του το προηγούμενο αυτό, θεωρεί, πάντως, ότι το γεγονός αυτό απλώς αποδεικνύει αντικειμενικά ότι ο αριθμός των ωρών που απαιτούνταν για την παροχή των ζητουμένων υπηρεσιών, υπό συνθήκες τουλάχιστον παρόμοιες, ήταν μικρότερος από αυτόν της τελικώς επιλεγείσας προσφοράς και, συνεπώς, το κριτήριο που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο αποτελεί κίνητρο για υπερεκτίμηση του αριθμού αυτού.

77      Αφετέρου, φρονεί ότι δεν είναι εύλογο η εκτίμηση της σημασίας των ζητουμένων υπηρεσιών να εξαρτάται από τις προσφορές των μετεχόντων στον διαγωνισμό, διότι αυτοί θα μπορούσαν, κατόπιν συνεννοήσεως, να αυξήσουν τεχνητά τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Τέλος, ο αριθμός των ωρών εργασίας δεν μπορεί να είναι το μοναδικό κριτήριο βάσει του οποίου εκτιμάται η ποιότητα της παρασχεθησομένης εργασίας. Επ’ αυτού, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, αν είχε αυξήσει τεχνητά τις ώρες εργασίας στην προσφορά της, δεν θα αποκλειόταν αυτομάτως.

78      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να αντλεί επιχειρήματα από το γεγονός ότι η προσφορά του αναδόχου, αν και κατά 3,7 % ακριβότερη από τη δική της, προέβλεπε εντούτοις 25,2 % περισσότερες ώρες εργασίας από τη δική της. Συγκεκριμένα, αφενός, επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό της ότι οι ώρες εργασίας που πρότεινε ο ανάδοχος ήταν περισσότερες από αυτές που πράγματι απαιτούνται για την παροχή, με τη δέουσα ποιότητα, της προβλεπόμενης από τη συγγραφή υποχρεώσεων εργασίας. Επομένως, η υπερεκτίμηση των υπηρεσιών που προσφέρει ο ανάδοχος συνεπάγεται βλάβη για το Συμβούλιο και για το κοινωνικό σύνολο που το χρηματοδοτεί. Αφετέρου, προσθέτει ότι, στην πράξη, ο επιλεγείς υποψήφιος δεν παρέχει το σύνολο των αναγραφομένων στην προσφορά του ωρών εργασίας, πράγμα που, κατά την προσφεύγουσα, επιβεβαιώνει ότι ο αριθμός των ωρών που πρότεινε είναι ο απαραίτητος για τον καθαρισμό των διαλαμβανόμενων στο 2ο μέρος της συμβάσεως χώρων.

79      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το χρησιμοποιηθέν κριτήριο επιλογής προκαλεί δυσμενείς διακρίσεις, διότι συνεπάγεται τον αυτεπάγγελτο αποκλεισμό, χωρίς άλλη εξέταση, προσφορών οι οποίες είναι αντικειμενικά συμφέρουσες, από οικονομικής απόψεως, για το Συμβούλιο και απολύτως ικανοποιητικές ποιοτικώς.

80      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής. Συγκεκριμένα, προβάλλει ότι, προτού απορρίψει την προσφορά της, με το αιτιολογικό ότι ο αριθμός των ωρών εργασίας είναι υπερβολικά μικρός, το Συμβούλιο όφειλε να επαληθεύσει τις προσφορές, με αυτοπρόσωπη παράσταση των προσφερόντων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής. Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται η αυτόματη απόρριψη των υπερβολικά χαμηλών προσφορών οσάκις τούτο γίνεται κατ’ εφαρμογή μαθηματικού κριτηρίου (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1989, 103/88, Fratelli Costanzo, Συλλογή 1989, σ. I‑1839).

81      Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, η ανάθεση συμβάσεως στον υποβαλόντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά δεν σημαίνει ότι επιλέγεται οπωσδήποτε η φθηνότερη προσφορά.

82      Επιπλέον, σκοπός της διεξαγωγής διαγωνισμού είναι να διαπιστωθεί ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί το βέλτιστο ή το μέγιστο. Σε μια αγορά όπου λειτουργεί ο ανταγωνισμός, πιθανολογείται ότι ο μέσος όρος των προτεινομένων από τους προσφέροντες ωρών εργασίας αντιστοιχεί σε μια τεκμηριωμένη και αξιόπιστη εκτίμηση των μέσων που απαιτούνται για την ποιοτική παροχή της υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο έχει την άποψη ότι, αφιερώνοντας περισσότερες ώρες εργασίας για τον καθαρισμό, επιτυγχάνεται υψηλότερος βαθμός ποιότητας. Εν προκειμένω, πάντως, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι, αν και η προσφορά του αναδόχου είναι κατά 3,7 % ακριβότερη από αυτή της προσφεύγουσας, οι ώρες εργασίας που προτείνει είναι, εντούτοις, κατά 25,2 % περισσότερες από αυτές που προτείνει η προσφεύγουσα. Επιπλέον, παρατηρεί ότι, ενώ το κριτήριο της τιμής λαμβάνεται υπόψη κατά 50 % στην αξιολόγηση των προσφορών, το αμφισβητούμενο κριτήριο περί συνολικού αριθμού προτεινομένων ωρών εργασίας αντιστοιχεί μόνο στο 25 % των βαθμών αξιολόγησης. Επομένως, η προσφορά του αναδόχου ήταν πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως και οι υπηρεσίες που προτείνει η προσφεύγουσα είναι κατά πολύ ακριβότερες. Κατά τα λοιπά, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι από τα δελτία καταγραφής του χρόνου εργασίας του προσωπικού του αναδόχου προκύπτει ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες αντιστοιχούν στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους όρους της συμβάσεως.

83      Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας σχετικά με τον κίνδυνο συνεννοήσεως μεταξύ των προσφερόντων, προκειμένου να αυξηθούν τεχνητά οι προς παροχή υπηρεσίες, το Συμβούλιο ζητεί από την προσφεύγουσα να έρθει σε επαφή, εφόσον διαθέτει σχετικά στοιχεία, με τις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές.

84      Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, το Συμβούλιο αντιτάσσει ότι η αρχή αυτή απαγορεύει να λαμβάνεται υπόψη, κατά την επιλογή του αναδόχου, η ποιότητα των υπηρεσιών που προηγουμένως παρέσχε η προσφεύγουσα.

85      Τέλος, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο τέταρτος λόγος που αντλείται από παράβαση του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής είναι απαράδεκτος, καθώς η προσφεύγουσα τον προέβαλε με το υπόμνημα απαντήσεως. Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο φρονεί ότι η προσφορά της προσφεύγουσας δεν ήταν υπερβολικά χαμηλή. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής ακρόαση των προσφερόντων, σε περίπτωση υπερβολικά χαμηλής προσφοράς, είναι υποχρεωτική μόνον εφόσον αφορά την τιμή της συγκεκριμένης προσφοράς. Εντούτοις, παρατηρεί ότι, ενώ η προσφεύγουσα προσέφερε σύνολο ωρών κατά 25,2 % μικρότερο σε σχέση με τον ανάδοχο, η τιμή που πρότεινε ήταν μόνον κατά 3,7 % χαμηλότερη από την τιμή του αναδόχου. Θεωρεί, επομένως, ότι οι υπηρεσίες της προσφεύγουσας ήταν κατά πολύ ακριβότερες από εκείνες του αναδόχου.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

86      Προτού εξεταστεί το βάσιμο της προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως, πρέπει, πρώτον, να κριθεί το παραδεκτό του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής.

–       Επί του παραδεκτού του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής

87      Κατά πάγια νομολογία, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση και ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, 108/81, Amylum κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1982, σ. 3107, σκέψη 25, και της 19ης Μαΐου 1983, 306/81, Βέρρος κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1983, σ. 1755, σκέψη 9, απόφαση το Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1997, T‑216/95, Moles García Ortúzar κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑403 και II‑1083, σκέψη 87).

88      Εξάλλου, κατά τη νομολογία, από το άρθρο 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή, προτού απορρίψει την προσφορά ως υπερβολικά χαμηλή, έχει την υποχρέωση να παράσχει στον υποβαλόντα αυτήν τη δυνατότητα για να αποσαφηνίσει ή να δικαιολογήσει τα χαρακτηριστικά της προσφοράς του (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2005, T‑148/04, TQ3 Travel Solutions Belgium κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2627, σκέψη 49)

89      Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, με το σημείο 17 του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, προς στήριξη της προσφυγής της κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως, παραβίαση της γενικής αρχής της χρηστής διοικήσεως, παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ισχυριζόμενη ότι η προσφορά της απορρίφθηκε, χωρίς άλλη εξέταση, για τον μοναδικό λόγο ότι ο αναγραφόμενος στην εν λόγω προσφορά συνολικός αριθμός ωρών εργασίας ήταν πλέον του 12,5 % μικρότερος σε σχέση με τον μέσον όρο των ωρών εργασίας που προτάθηκαν συνολικά. Ομοίως, με το σημείο 26 του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού προκαλεί δυσμενείς διακρίσεις, διότι συνεπάγεται την αυτόματη απόρριψη, χωρίς άλλη εξέταση, προσφορών που είναι αντικειμενικά πλέον συμφέρουσες. Επομένως, η προσφεύγουσα, με το δικόγραφο της προσφυγής της, ρητώς προσάπτει στο Συμβούλιο ότι απέρριψε την προσφορά της ως υπερβολικά χαμηλή χωρίς να την εξετάσει.

90      Βάσει των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής, μολονότι προβλήθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως της προσφεύγουσας, αποτελεί ανάπτυξη των τριών λόγων που προβλήθηκαν με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με αυτούς. Πρέπει, επομένως, να κριθεί παραδεκτός.

–       Επί του βασίμου της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως

91      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, με τους τρεις λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής και αντλούνται αντιστοίχως από παραβίαση της γενικής αρχής της χρηστής διοικήσεως, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων επιδιώκεται, ουσιαστικά, να αποδειχθεί ότι το Συμβούλιο κακώς δεν κάλεσε την προσφεύγουσα, πριν την αυτόματη απόρριψη της προσφοράς της, ως προβλέπουσας υπερβολικά χαμηλό αριθμό ωρών εργασίας, να παράσχει διευκρινίσεις, προκειμένου αποδείξει ότι η προσφορά της είναι σοβαρή, όπως επιβάλλει η αρχή της κατόπιν αυτοπρόσωπης παραστάσεως των προσφερόντων επαληθεύσεως του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής.

92      Συναφώς, πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί αν η έννοια της υπερβολικά χαμηλής προσφοράς καλύπτει, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, μόνον το κριτήριο της τιμής της εξεταζόμενης από την αναθέτουσα αρχή προσφοράς ή αν καλύπτει, όπως ουσιαστικά υποστηρίζει η προσφεύγουσα, και άλλα κριτήρια αξιολογήσεως των προσφορών.

93      Κατά τη νομολογία, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις που επιβάλλει το άρθρο 29, παράγραφος 5, της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1971, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 7), το άρθρο 37, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50, και το άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 ταυτίζονται κατ’ ουσίαν με αυτές που επιβάλλει το άρθρο 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής, οι σκέψεις που ακολουθούν ισχύουν και όσον αφορά την ερμηνεία της τελευταίας αυτής διατάξεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Νοεμβρίου 2001, C‑285/99 και C‑286/99, Lombardini και Mantovani, Συλλογή 2001, σ. I‑9233, σκέψη 50).

94      Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, με τη σκέψη 67 της αποφάσεως Lombardini και Mantovani, σκέψη 93 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αναμφισβήτητα, το άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ δεν ορίζει την έννοια της υπερβολικά χαμηλής προσφοράς και, κατά μείζονα λόγο, δεν καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού του ορίου πέραν του οποίου μια προσφορά χαρακτηρίζεται ως τέτοια. Στην ίδια υπόθεση, ο γενικός εισαγγελέας επισήμανε ότι η έννοια της υπερβολικά χαμηλής προσφοράς είναι πολύ συγκεκριμένη και πρέπει να καθορίζεται για κάθε σύμβαση σε σχέση με το συγκεκριμένο αντικείμενο που αποτελεί το περιεχόμενό της (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Lombardini και Mantovani, σκέψη 93 ανωτέρω, Συλλογή 2001, σ. I-9235, σημεία 32 και 35).

95      Εν προκειμένω, αφενός, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι ο δημοσιονομικός κανονισμός και οι κανόνες εφαρμογής δεν ορίζουν ποιο είναι το όριο πέραν του οποίου μια προσφορά χαρακτηρίζεται υπερβολικά χαμηλή ούτε ορίζουν την έννοια αυτή του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής. Αφετέρου, από τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν προκύπτει ρητώς ότι η έννοια της υπερβολικά χαμηλής προσφοράς δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως προς άλλα κριτήρια, πέραν αυτού της τιμής.

96      Κατά συνέπεια, ο προσδιορισμός του υλικού πεδίου εφαρμογής της έννοιας της υπερβολικά χαμηλής προσφοράς του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής, πρέπει, καταρχάς, να γίνει με βάση τον σκοπό της διατάξεως αυτής.

97      Όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 88 ανωτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής υποχρεώνουν την αναθέτουσα αρχή, προτού απορρίψει μια προσφορά ως υπερβολικά χαμηλή, να παράσχει στον υποβαλόντα αυτήν τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει ή να δικαιολογήσει τα χαρακτηριστικά της προσφοράς του. Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι είναι σημαντικό να μπορεί κάθε υποψήφιος για τον οποίο υπάρχει υπόνοια ότι υπέβαλε υπερβολικά χαμηλή προσφορά να προβάλει λυσιτελώς την άποψή του ως προς το σημείο αυτό και να έχει τη δυνατότητα να προσκομίσει κάθε είδους δικαιολογητικό σχετικά με τα διάφορα στοιχεία της προσφοράς του σε χρόνο κατά τον οποίο γνωρίζει όχι μόνον το όριο πέραν του οποίου μια προσφορά χαρακτηρίζεται υπερβολικά χαμηλή για το συγκεκριμένο έργο και ότι η προσφορά του έχει χαρακτηριστεί ως τέτοια, αλλ’ επίσης και τα συγκεκριμένα σημεία που δημιούργησαν ερωτηματικά στην αναθέτουσα αρχή (απόφαση Lombardini και Mantovani, σκέψη 93 ανωτέρω, σκέψη 53). Στο ίδιο πλαίσιο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διεξαγωγή πραγματικού διαλόγου συνιστά θεμελιώδη απαίτηση της οδηγίας, προς αποτροπή αυθαίρετων εκτιμήσεων της αναθέτουσας αρχής και προς διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων (απόφαση Lombardini και Mantovani, σκέψη 93 ανωτέρω, σκέψη 57).

98      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή τη θεμελιώδη υποχρέωση, προτού απορρίψει οποιαδήποτε προσφορά ως υπερβολικά χαμηλή, να την επαληθεύσει βάσει των συστατικών της στοιχείων, με αυτοπρόσωπη παράσταση των προσφερόντων.

99      Εν συνεχεία, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 97, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί με μειοδοτικό διαγωνισμό ή με ανάθεση στον υποβαλόντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, το δε άρθρο 138, παράγραφος 2, των κανόνων εφαρμογής ορίζει, όσον αφορά τον δεύτερο τρόπο αναθέσεως, ότι πρέπει να επιλέγεται η προσφορά που παρουσιάζει την καλύτερη σχέση ποιότητας προς τιμής, με κριτήρια δικαιολογούμενα από το αντικείμενο της σύμβασης, όπως είναι η προτεινόμενη τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος χρήσης, η προθεσμία εκτέλεσης ή παράδοσης, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική υποστήριξη.

100    Επομένως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, εφόσον η σύμβαση ανατίθεται στον υποβαλόντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, η θεμελιώδης υποχρέωση για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 98 ανωτέρω ισχύει όχι μόνο για το κριτήριο της τιμής της εξεταζόμενης προσφοράς, αλλά και για τα λοιπά κριτήρια του άρθρου 138, παράγραφος 2, των κανόνων εφαρμογής, κατά το μέτρο που με αυτά είναι δυνατόν να προσδιοριστεί το όριο πέραν του οποίου γεννώνται υπόνοιες ότι μια υποβληθείσα για την οικεία σύμβαση προσφορά είναι υπερβολικά χαμηλή κατά την έννοια του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής.

101    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, βάσει των προεκτεθέντων, το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να κινήσει τη διαδικασία επαληθεύσεως, με αυτοπρόσωπη παράσταση των προσφερόντων, του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής.

102    Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η επίμαχη σύμβαση ανατέθηκε στον υποβαλόντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι από τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν το κριτήριο του μέσου όρου των ωρών που προτάθηκαν συνολικά σχετίζεται με την ποιότητα της προσφοράς της προσφεύγουσας και αποτελεί ένα από τα στοιχεία της προσφοράς κατά την έννοια της υπομνησθείσας στη σκέψη 97 ανωτέρω νομολογίας. Τέλος, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 16 ανωτέρω συγγραφή υποχρεώσεων, με το εν λόγω κριτήριο καθοριζόταν το όριο πέραν του οποίου η προσφορά απορριπτόταν αυτομάτως.

103    Πάντως, όπως προκύπτει από το έγγραφο του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2004 και όπως το Συμβούλιο ρητώς επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, η προσφορά της προσφεύγουσας απορρίφθηκε βάσει του κριτηρίου αυτού, για τον μοναδικό λόγο ότι προβλέπει υπερβολικά χαμηλό αριθμό ωρών εργασίας. Επιβάλλεται, εξάλλου, η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο, προτού την απορρίψει προσφορά της προσφεύγουσας, δεν την επαλήθευσε, με αυτοπρόσωπη παράσταση των προσφερόντων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής.

104    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Συμβούλιο παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής.

105    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ενώ ο συνολικός αριθμός ωρών εργασίας που πρότεινε η προσφεύγουσα ήταν κατά 25,2 % χαμηλότερος από τον αντίστοιχο του αναδόχου, η συνολική τιμή που πρότεινε ήταν, αντιθέτως, κατά 3,7 % χαμηλότερη από εκείνη που πρότεινε ο ανάδοχος. Συγκεκριμένα, αρκεί να υπομνηστεί ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2004, η προσφορά της προσφεύγουσας απορρίφθηκε για τον μοναδικό λόγο ότι ο προταθείς με την προσφορά αυτή αριθμός των ωρών εργασίας ήταν υπερβολικά χαμηλός.

106    Βάσει των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής, κρίνεται βάσιμος.

107    Κατά συνέπεια, χωρίς να απαιτείται να κριθεί το βάσιμο των τριών πρώτων λόγων που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, η απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2004 πρέπει να ακυρωθεί όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

108    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η άδικη απόρριψη των δύο προσφορών της από το Συμβούλιο της προκάλεσε ζημία της οποίας ζητεί την αποκατάσταση και την οποία υπολογίζει, με πολλαπλασιασμό του ετήσιου τιμήματος της προσφοράς της επί τη διάρκεια της συμβάσεως (τρία έτη), σε 1 481 317,65 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζομένων με ετήσιο επιτόκιο 7 %.

109    Όσον αφορά την ύπαρξη πταίσματος, υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο αναμφισβήτητα υπέπεσε σε σοβαρό και πρόδηλο πταίσμα, αφενός, όσον αφορά το 1ο μέρος, διότι δεν επαλήθευσε την προσφορά της και, αφετέρου, όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως, διότι παρέβη τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού και των κανόνων εφαρμογής.

110    Σχετικά με το υποστατό της ζημίας, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η παράτυπη απόρριψη των δύο προσφορών της συνεπάγεται σημαντικό διαφυγόν κέρδος, με συνέπεια να τίθεται σε κίνδυνο η επιβίωσή της.

111    Αφενός, η προσφεύγουσα, επικουρικώς, από το Πρωτοδικείο, εφόσον δεν πειστεί, υπό τις περιστάσεις, από τους ισχυρισμούς της όσον αφορά την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη συνεπεία της απορρίψεως των δύο προσφορών της, να της επιδικάσει προσωρινή αποζημίωση 500 000 ευρώ. Αφετέρου, προτείνει στο Πρωτοδικείο, προτού αποφανθεί οριστικώς επί του ύψους της ζημίας, να αναθέσει σε οικονομικό πραγματογνώμονα τον υπολογισμό του άμεσου και του έμμεσου κέρδους που θα της απέφερε η ανάθεση των δύο συμβάσεων.

112    Όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ πταίσματος και ζημίας, η προσφεύγουσα έχει την άποψη ότι, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας των προϋποθέσεων, το Πρωτοδικείο πρέπει να εξετάσει αν η προσφεύγουσα θα υφίστατο την ίδια ζημία ελλείψει οποιουδήποτε πταίσματος του Συμβουλίου. Προβάλλει, συναφώς, ότι, καθώς το Συμβούλιο απέκλεισε αυτομάτως τις προσφορές της, δεν είναι δυνατόν, υπ’ αυτές τις περιστάσεις, να προβεί σε τέτοια εξέταση της ζημίας.

113    Κατά την προσφεύγουσα, καθώς το Συμβούλιο δεν επισύναψε στο υπόμνημά του την αρχική έκθεση αξιολογήσεως, το Πρωτοδικείο δεν δύναται να ελέγξει τη συλλογιστική του Συμβουλίου και να διαπιστώσει πώς θα μπορούσαν να αποκλειστούν οι προσφορές της προσφεύγουσας από τη διαδικασία αναθέσεως της επίμαχης συμβάσεως, χωρίς πταίσμα του Συμβουλίου.

114    Το Συμβούλιο προβάλλει, όσον αφορά το 1ο μέρος της συμβάσεως, ότι δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Επιπλέον, ακόμη και αν του καταλογιζόταν τέτοια πλάνη, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η πλάνη αυτή ήταν σοβαρή και πρόδηλη, ούτε το υποστατό της ζημίας ούτε τη μεταξύ τους αιτιώδη συνάφεια.

115    Όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως, το Συμβούλιο έχει την άποψη ότι δεν παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων ούτε υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Επιπλέον, ακόμη και αν του καταλογιζόταν τέτοια πλάνη, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η πλάνη αυτή ήταν σοβαρή και πρόδηλη, ούτε το υποστατό της ζημίας ούτε τη μεταξύ τους αιτιώδη συνάφεια.

116    Υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, τα κριτήρια βαθμολογίας, όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως, του έδωσαν αναμφισβήτητα τη δυνατότητα να αξιολογήσει την προσφορά της. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι το 75 % των βαθμών αυτών δίδεται βάσει υπολογισμών στηριζόμενων στα δεδομένα που υποβάλλουν οι προσφέροντες, ενώ το 25 % των υπολοίπων βαθμών αποδίδονται κατόπιν της αξιολογήσεως.

117    Τέλος, επικαλούμενο την «κανονική» αξιολόγηση (την οποία το Συμβούλιο περιγράφει ως στηριζόμενη «στον φάκελο που πράγματι υπέβαλε η προσφεύγουσα, ως να μην είχε αποκλειστεί από τη διαδικασία αναθέσεως της συμβάσεως») και την «θεωρητική» αξιολόγηση (την οποία το Συμβούλιο περιγράφει ως στηριζόμενη «στο δεδομένο ότι η προσφεύγουσα έλαβε [τη μέγιστη βαθμολογία] του υποβαλόντος την καλύτερη προσφορά, πλην της περιπτώσεως όπου το κριτήριο στηρίζεται σε μαθηματικά δεδομένα που περιλαμβάνονται στην προσφορά»), το Συμβούλιο επιδιώκει να αποδείξει, όσον αφορά αμφότερα τα μέρη της συμβάσεως, ότι οι προσφορές της προσφεύγουσας δεν θα κατατάσσονταν στην πρώτη θέση και, κατά συνέπεια, δεν πληρούται, εν προκειμένω, η προϋπόθεση του υποστατού της ζημίας.

118    Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά αμφότερα τα μέρη της συμβάσεως, ακόμη και αν το Πρωτοδικείο δεχόταν, πράγμα απίθανο, τα αιτήματα της προσφεύγουσας για αποζημίωση, το Συμβούλιο φρονεί ότι η ζητούμενη αποζημίωση πρέπει να υπολογιστεί εκ νέου και να περιοριστεί στο ετήσιο καθαρό κέρδος που η προσφεύγουσα δύναται να αποδείξει σε σχέση με την επίμαχη σύμβαση.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

119    Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτομένης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλομένης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, 26/81, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1982, σ. 3057, σκέψη 16, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, T‑175/94, International Procurement Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑729, σκέψη 44, της 16ης Οκτωβρίου 1996, T‑336/94, Efisol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1343, σκέψη 30, και της 11ης Ιουλίου 1997, T‑267/94, Oleifici Italiani κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1239, σκέψη 20).

120    Εφόσον δεν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις αυτές η αγωγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C-146/91, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-4199, σκέψεις 19 και 81, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Φεβρουαρίου 2002, T-170/00, Förde-Reederei κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑515, σκέψη 37).

121    Μολονότι η προσφεύγουσα προβάλλει δικαίωμα αποζημιώσεως για ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της απορρίψεως των δύο προσφορών της, το αίτημά της για αποζημίωση πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2004 αφορά, αφενός, το 1ο μέρος και, αφετέρου, το 2ο μέρος της συμβάσεως.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως όσον αφορά το 1ο μέρος της συμβάσεως

122    Σύμφωνα με πάγια νομολογία, τα αιτήματα περί αποκαταστάσεως ζημίας πρέπει να απορρίπτονται στον βαθμό που σχετίζονται στενά με αιτήματα περί ακυρώσεως, τα οποία έχουν επίσης απορριφθεί (βλ απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2002, T‑340/99, Arne Mathisen κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑2905, σκέψη 134, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

123    Δεδομένου ότι το αίτημα ακυρώσεως απορρίφθηκε όσον αφορά το 1ο μέρος της συμβάσεως, λόγω μη διαπιστώσεως της ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλε η προσφεύγουσα, και το αίτημα αποζημιώσεως σχετίζεται στενά με το αίτημα ακυρώσεως, το πρώτο πρέπει να απορριφθεί όσον αφορά το 1ο μέρος της συμβάσεως.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως

124    Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα ζητεί αποζημίωση ίση με τα ποσά που θα της κατέβαλλε το Συμβούλιο αν της είχε ανατεθεί η σύμβαση και, ειδικότερα, το 2ο μέρος αυτής. Το αίτημα αυτό στηρίζεται, κατ’ ερμηνεία, όχι στην απώλεια της ευκαιρίας συνάψεως της συμβάσεως, αλλά στην απώλεια της ίδιας της συμβάσεως.

125    Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι, αν δεν υφίστατο η έλλειψη νομιμότητας όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως, θα κέρδιζε σίγουρα τη σύμβαση ως προς το μέρος αυτό. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι, καθώς το Συμβούλιο δεν επισύναψε στο υπόμνημά του την αρχική έκθεση αξιολογήσεως, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί πώς θα μπορούσαν να αποκλειστούν οι προσφορές της για την επίμαχη σύμβαση, ακόμη και χωρίς πταίσμα του Συμβουλίου.

126    Δεδομένου, πάντως, ότι, επ’ αυτού, το Συμβούλιο, απαντώντας σε έγγραφο ερώτημα του Πρωτοδικείου, προσκόμισε την αρχική έκθεση αξιολογήσεως, η οποία διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, ακόμη και αν δεν υφίστατο η διαπιστωθείσα με τη σκέψη 106 ανωτέρω έλλειψη νομιμότητας, το 2ο μέρος της συμβάσεως δεν θα ανετίθετο σε καμία περίπτωση στην προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αρχική έκθεση αξιολογήσεως που προσκόμισε το Συμβούλιο, η προσφορά της προσφεύγουσας κατετάγη στην όγδοη και τελευταία θέση.

127    Βάσει των προεκτεθέντων, η ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως, δηλαδή η απώλεια της συμβάσεως, δεν είναι πραγματική και βέβαιη αλλά υποθετική και, επομένως, δεν δικαιολογεί αποζημίωση, πράγμα που αρκεί για να απορριφθεί το αίτημα αποζημιώσεως. Εξάλλου, επικουρικώς, δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, λόγω της ελλείψεως νομιμότητας, η προσφεύγουσα απώλεσε έστω την ευκαιρία να της ανατεθεί η σύμβαση.

128    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της προσφεύγουσας για αποζημίωση όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως.

129    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

130    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, περί απορρίψεως των προσφορών που υπέβαλε η Belfass SPRL στο πλαίσιο της διαδικασίας προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών UCA‑033/04, κατά το μέτρο που απορρίπτει την προσφορά της Belfass για το 2ο μέρος της συμβάσεως.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Βηλαράς

Martins Ribeiro

Jürimäe

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Μαΐου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      Μ. Βηλαράς


Πίνακας περιεχομένων


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί του παραδεκτού της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της ουσίας

Επί της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 1ο μέρος της συμβάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

– Επί του παραδεκτού του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 139, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής

– Επί του βασίμου της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 13ης Οκτωβρίου 2004, όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως

Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του αιτήματος αποζημιώσεως όσον αφορά το 1ο μέρος της συμβάσεως

Επί του αιτήματος αποζημιώσεως όσον αφορά το 2ο μέρος της συμβάσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.