Language of document : ECLI:EU:T:2021:153

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 24ης Μαρτίου 2021 (i)(*)

[Κείμενο όπως διορθώθηκε με διάταξη της 16ης Απριλίου 2021]

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Μεταρρύθμιση του ΚΥΚ του 2014 – Μεταβατικά μέτρα σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες του τρόπου υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Μεταβολή του καθεστώτος κατόπιν σύναψης νέας σύμβασης συμβασιούχου υπαλλήλου – Έννοια του όρου “που τελεί εν ενεργεία”»

Στην υπόθεση T‑769/16,

Maxime Picard, κάτοικος Hettange-Grande (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τους M.-A. Lucas και M. Bertha, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Mongin και G. Gattinara,

καθής,

[Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 16ης Απριλίου 2021] με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση, αφενός, της από 4 Ιανουαρίου 2016 απάντησης του διαχειριστή του τομέα «Συντάξεων» του Γραφείου «Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων» (PMO) της Επιτροπής και, αφετέρου, στο μέτρο που αυτό κριθεί αναγκαίο, της απόφασης του διευθυντή της Διεύθυνσης E της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2016, με την οποία απορρίφθηκε η από 1ης Απριλίου 2016 διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος κατά της απόφασης ή της μη έκδοσης απόφασης η οποία προκύπτει από την απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, M. Jaeger, N. Półtorak, O. Porchia (εισηγήτρια) και M. Stancu, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο προσφεύγων, Maxime Picard, είναι συμβασιούχος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

2        Μεταξύ Απριλίου 2004 και Ιουνίου 2008, ο προσφεύγων προσελήφθη διαδοχικά από δύο εταιρίες ως υπάλληλος ασφάλειας, και συγκεκριμένα, αρχικώς από την εταιρία Brinks έως τις 31 Μαρτίου 2006, στη συνέχεια δε από την εταιρία Group 4 Securicor (στο εξής: G 4S) από την 1η Απριλίου 2006. Κατά την περίοδο αυτή, παρείχε εργασία τόσο στο Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CdT), ασκώντας καθήκοντα διοικητικής φύσεως σχετικά με την ασφάλεια, όσο και στην Επιτροπή, ως εκπαιδευτής.

3        Κατόπιν της επιτυχίας του, το 2005, στη διαδικασία επιλογής EPSO/CAST/25/05 την οποία προκήρυξε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων συμβασιούχων υπαλλήλων όσον αφορά την πρώτη ομάδα καθηκόντων (στο εξής: ΟΚ I), ο προσφεύγων συμμετείχε, το 2007, στη διαδικασία EPSO/CAST/27/07 για την τοποθέτηση στη δεύτερη ομάδα καθηκόντων (στο εξής: ΟΚ II).

4        Στις 14 Απριλίου 2008, ο προσφεύγων κλήθηκε σε προφορική δοκιμασία επιλογής για την πλήρωση θέσης συμβασιούχου υπαλλήλου ΟΚ II στη μονάδα 5 του Γραφείου «Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων» (PMO) της Επιτροπής. Ο προσφεύγων πέρασε με επιτυχία την εν λόγω δοκιμασία.

5        Στις 10 Ιουνίου 2008, ο προσφεύγων προσελήφθη από την Επιτροπή, με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2008, ως συμβασιούχος υπάλληλος στη μονάδα 5 του PMO (στο εξής: σύμβαση του 2008). Με την εν λόγω πρόσληψη, η οποία πραγματοποιήθηκε βάσει της διαδικασίας επιλογής EPSO/CAST/25/05, ο προσφεύγων κατατάχθηκε στην ΟΚ I, βαθμός 1, κλιμάκιο 1, δυνάμει του άρθρου 80 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού (στο εξής: ΚΛΠ).

6        Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής EPSO/CAST/27/07, η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Ανθρωπίνων Πόρων της Επιτροπής έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι ο προσφεύγων πληρούσε την προϋπόθεση περί τριετούς κατάλληλης επαγγελματικής πείρας κατά την καταληκτική ημερομηνία υποβολής υποψηφιοτήτων που προέβλεπε η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, για τον λόγο ότι τα καθήκοντα που ασκούσε ως υπάλληλος των εταιριών Brinks και G 4S στο πλαίσιο του CdT προφανώς αντιστοιχούσαν σε εκείνα του υπαλλήλου ασφάλειας, τα οποία εμπίπτουν στην ΟΚ I.

7        Η σύμβαση του 2008 ανανεώθηκε τρεις φορές για ορισμένο χρόνο και, με απόφαση της 3ης Μαΐου 2011, για αόριστο χρόνο.

8        Στις 15 Ιουνίου 2011, ο προσφεύγων μετέσχε σε επιτροπή νέων κατατάξεων την οποία συνέστησε η μονάδα 5 του PMO προκειμένου να του προταθεί νέα κατάταξη στην ΟΚ II. Ο προσφεύγων κρίθηκε επιλέξιμος με την επιφύλαξη της έγκρισης από τη ΓΔ «Ανθρωπίνων Πόρων» της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η αρμόδια για τους ανθρώπινους πόρους μονάδα 7 του PMO υπέβαλε αίτηση περί νέας κατάταξης στην εν λόγω Γενική Διεύθυνση.

9        Με το από 9 Δεκεμβρίου 2011 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ΓΔ «Ανθρωπίνων Πόρων», ο προσφεύγων ενημερώθηκε ότι η αίτηση περί νέας κατάταξης απορρίφθηκε λόγω του ότι ο ίδιος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας κατά την καταληκτική ημερομηνία εγγραφής της 27ης Απριλίου 2007 στη διαδικασία EPSO/CAST/27/07, και συγκεκριμένα την προϋπόθεση περί τουλάχιστον τριετούς κατάλληλης επαγγελματικής πείρας.

10      Το επόμενο έτος, τον Ιούνιο του 2012, ο προσφεύγων προσκόμισε στη μονάδα 7 του PMO βεβαίωση επαγγελματικής πείρας, με ημερομηνία 1η Ιουνίου 2012, την οποία είχε εκδώσει το CdT. Η βεβαίωση αυτή κάλυπτε το χρονικό διάστημα μεταξύ Απριλίου 2004 και Ιουλίου 2007 κατά το οποίο ο προσφεύγων απασχολήθηκε στις εταιρίες Brinks και G 4S (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω). Σκοπός της εν λόγω βεβαίωσης ήταν να πιστοποιηθεί ότι o προσφεύγων είχε στην πραγματικότητα ασκήσει καθήκοντα που εμπίπτουν στην ΟΚ II και όχι στην ΟΚ I.

11      Βάσει της βεβαίωσης αυτής, η μονάδα 7 του PMO ζήτησε ατύπως, στα τέλη Ιουνίου 2012, από τη ΓΔ «Ανθρωπίνων Πόρων» να εξετάσει εκ νέου την αίτηση περί νέας κατάταξης η οποία είχε απορριφθεί το 2011 (βλ. σκέψεις 8 και 9 ανωτέρω).

12      Εντούτοις, η ΓΔ «Ανθρωπίνων Πόρων» εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα να μεταβάλει τη θέση της, δεδομένου ότι η βεβαίωση του CdT προσκομίστηκε πέντε έτη μετά τα γεγονότα, δεν είχε εκδοθεί από τους εργοδότες του προσφεύγοντος (εταιρίες Brinks και G 4S), αλλά από τον πελάτη τους, ήτοι το CdT, και αντέφασκε, κατά τα φαινόμενα, προς μια παλαιότερη βεβαίωση, εκδοθείσα από την G 4S το 2008. Κατόπιν της εν λόγω άτυπης τοποθέτησης, η μονάδα 7 του PMO δεν υπέβαλε επίσημη αίτηση περί νέας κατάταξης του προσφεύγοντος.

13      Το 2014, η μονάδα 7 του PMO υπέβαλε στη ΓΔ «Ανθρωπίνων Πόρων» αίτηση πρόσληψης σε θέση ΟΚ II, προσκομίζοντας νέα βεβαίωση που εξέδωσε απευθείας η εταιρία Brinks, με ημερομηνία 31 Μαρτίου 2014, με την οποία επιβεβαιώνονταν οι πληροφορίες που είχε παράσχει το 2012 το CdT, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται η φύση των καθηκόντων του προσφεύγοντος, ο οποίος είχε εργαστεί ως υπάλληλος ασφάλειας.

14      Λαμβανομένου υπόψη του νέου αυτού στοιχείου και στο μέτρο που η ως άνω βεβαίωση δεν ήταν ιδιαίτερα λεπτομερής, η ΓΔ «Ανθρωπίνων Πόρων» επικοινώνησε με την εταιρία Brinks προκειμένου να επαληθεύσει το περιεχόμενο αυτής. Στις 25 Απριλίου 2014 επαληθεύτηκε, τελικά, το περιεχόμενο της βεβαίωσης της 31ης Μαρτίου 2014, την οποία είχε εκδώσει η εταιρία Brinks, και εκείνης της 1ης Ιουνίου 2012, την οποία είχε εκδώσει το CdT, από τον προϊστάμενο του τμήματος ανθρώπινου δυναμικού της εταιρίας Brinks, ο οποίος προσκόμισε στοιχεία τα οποία αποδείκνυαν ότι ο προσφεύγων είχε πράγματι ασκήσει «κατάλληλα» καθήκοντα που αφορούσαν την ΟΚ II καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασής του με την εταιρία αυτή, δηλαδή από την 1η Απριλίου 2004 έως τις 31 Μαρτίου 2006.

15      Βάσει της βεβαίωσης αυτής και κατόπιν νέας αίτησης υποψηφιότητας την οποία ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να υποβάλει καθόσον συμπεριλήφθηκε στη βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε κατά το πέρας της διαδικασίας EPSO/CAST/27/07, της οποίας η ισχύς παρατάθηκε έως το τέλος Δεκεμβρίου του 2016, η ΓΔ «Ανθρωπίνων Πόρων» πρότεινε, στις 16 Μαΐου 2014, στον προσφεύγοντα νέα σύμβαση με την ιδιότητα του συμβασιούχου υπαλλήλου, την οποία αυτός υπέγραψε αυθημερόν, βάσει του άρθρου 3α του ΚΛΠ (στο εξής: σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014). Η σύμβαση αυτή, αορίστου χρόνου, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2014, κατέτασσε τον προσφεύγοντα στην ΟΚ II, στον βαθμό 5, κλιμάκιο 1.

16      Στις 20 Αυγούστου 2014, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) κατά της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε, κατ’ ουσίαν, ότι η σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014, με την οποία κατατάχθηκε στην ΟΚ II, έπρεπε να είχε τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιουλίου 2008, ημερομηνία κατά την οποία είχε αρχικώς προσληφθεί ως συμβασιούχος υπάλληλος της ΟΚ I.

17      Με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2014, η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 11 Δεκεμβρίου 2014, ο διευθυντής της Διεύθυνσης Β της ΓΔ «Ανθρωπίνων Πόρων», υπό την ιδιότητά του ως αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης αρχής, απέρριψε την εν λόγω ένσταση ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης υποβολής, και επικουρικώς, ως αβάσιμη.

18      Ο προσφεύγων δεν άσκησε προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατά της εν λόγω απόφασης της 10ης Δεκεμβρίου 2014, η οποία, ως εκ τούτου, κατέστη δικαστικά απρόσβλητη.

19      Εν τω μεταξύ, ο ΚΥΚ και το ΚΛΠ τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2013 και σε εφαρμογή, όσον αφορά τις κρίσιμες στην εξεταζόμενη υπόθεση διατάξεις, από την 1η Ιανουαρίου 2014 (στο εξής: μεταρρύθμιση του 2014).

20      Κατόπιν της μεταρρύθμισης του 2014, το άρθρο 77, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται και στους συμβασιούχους υπαλλήλους βάσει παραπομπής κατά το άρθρο 109, παράγραφος 1, του ΚΛΠ, ορίζει νέο ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ύψους 1,8 %, ο οποίος είναι δυσμενέστερος του προγενέστερου συντελεστή 1,9 %. Περαιτέρω, το άρθρο 77, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 66 έτη, έναντι των 63 ετών που ίσχυε προηγουμένως.

21      Ωστόσο, προβλέφθηκε ένα μεταβατικό καθεστώς. Ως εκ τούτου, το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, σχετικά με «[μ]εταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους της Ένωσης», προβλέπει ότι υπάλληλοι «που εισήλθαν στην υπηρεσία από την 1η Μαΐου 2004 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013» συνεχίζουν να αποκτούν, με την επιφύλαξη της θέσης σε ισχύ του νέου άρθρου 77, συνταξιοδοτικά δικαιώματα με ετήσιο συντελεστή 1,9 %. Επιπροσθέτως, κατά τον πίνακα του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, «υπάλληλοι που είναι ηλικίας 35 ετών την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας στην ηλικία των 64 ετών και 8 μηνών» (στο εξής: άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ καθώς και μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τον ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης). Τέλος, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ προβλέπει ότι, πέραν του άρθρου 22, παράγραφος 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, οι εν λόγω μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τον ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης «εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013».

22      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 4ης Ιανουαρίου 2016, ο προσφεύγων, διατηρώντας αμφιβολίες ως προς τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει στη δική του κατάσταση η μεταρρύθμιση του 2014 κατόπιν της σύναψης της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014, ζήτησε διευκρινίσεις από τον διαχειριστή του τομέα «Συντάξεων» της μονάδας 4 του PMO (στο εξής: διαχειριστής του τομέα «Συντάξεων») (στο εξής: μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 4ης Ιανουαρίου 2016).

23      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ημέρας, ο διαχειριστής του τομέα «Συντάξεων» επιβεβαίωσε στον προσφεύγοντα ότι τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα είχαν μεταβληθεί λόγω της τροποποίησης της σύμβασης και ότι, συνεπώς, ως προς αυτόν, το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και ο ετήσιος συντελεστής κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων είχαν διαμορφωθεί, αντιστοίχως, σε 66 έτη και 1,8 % από την 1η Ιουνίου 2014 (στο εξής: απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016).

24      Στις 4 Απριλίου 2016, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της απάντησης της 4ης Ιανουαρίου 2016.

25      Με απόφαση της 25ης Ιουλίου 2016, η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 26 Ιουλίου 2016, ο διευθυντής της Διεύθυνσης E της ΓΔ «Ανθρωπίνων Πόρων», υπό την ιδιότητά του ως αρμόδιας για τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης αρχής, απέρριψε την εν λόγω ένσταση ως απαράδεκτη ελλείψει βλαπτικής πράξης και, επικουρικώς, ως αβάσιμη (στο εξής: απορριπτική απόφαση της 25ης Ιουλίου 2016).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Νοεμβρίου 2016, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

27      Με χωριστό έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

28      Στις 24 Απριλίου 2017, ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της ένστασης απαραδέκτου της Επιτροπής με τις οποίες ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου ή τουλάχιστον να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υπόθεσης·

–        να κάνει δεκτά τα αιτήματα της προσφυγής του.

29      Με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, να αναστείλει την εκδίκαση της υπόθεσης βάσει του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, έως ότου αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η απόφαση περί περατώσεως της δίκης στην υπόθεση T-128/17, Torné κατά Επιτροπής.

30      Κατόπιν της έκδοσης της απόφασης της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Torné κατά Επιτροπής (T-128/17, EU:T:2018:969), και ελλείψει άσκησης αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής, οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών της εν λόγω απόφασης ως προς την υπό κρίση υπόθεση εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

31      Με διάταξη της 13ης Μαΐου 2019, κατά το άρθρο 130, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής μαζί με την ουσία της υπόθεσης και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

32      Με έγγραφο της 16ης Μαΐου 2019, ο εισηγητής δικαστής πρότεινε στους διαδίκους να εξετάσουν τις δυνατότητες φιλικού διακανονισμού της διαφοράς. Δεν επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των μερών ως προς την εξέταση των δυνατοτήτων αυτών.

33      Στις 27 Ιουνίου 2019, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως. Τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως κατατέθηκαν, αντιστοίχως, στις 15 Οκτωβρίου και στις 26 Νοεμβρίου 2019.

34      Κατόπιν της αλλαγής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέθεσε εκ νέου την υπόθεση σε άλλον εισηγητή δικαστή, ο οποίος τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα με τη νέα σύνθεση, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

35      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Δεκεμβρίου 2019, o προσφεύγων ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

36      Στις 28 Απριλίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας του άρθρου 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του, έθεσε εγγράφως ερωτήσεις στους διαδίκους. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

37      Την ίδια ημέρα, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας κατά το άρθρο 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε στους διαδίκους την ερώτηση αν επιθυμούσαν τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως παρά την οφειλόμενη στην COVID‑19 υγειονομική κρίση.

38      Η Επιτροπή και ο προσφεύγων απάντησαν, αντιστοίχως, στις 30 Απριλίου και στις 29 Ιουλίου 2020, ότι επιθυμούσαν τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

39      Κατόπιν προτάσεως του πρώτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, στις 3 Ιουνίου 2020, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

40      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Σεπτεμβρίου 2020.

41      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση με την οποία καθορίστηκαν εκ των προτέρων ορισμένα στοιχεία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του ή τη μη έκδοση τέτοιας απόφασης, όπως απαιτείται από τον ΚΥΚ, η οποία προκύπτει από το μήνυμα που του απέστειλε στις 4 Ιανουαρίου 2016 ο διαχειριστής του τομέα «Συντάξεων» με το οποίο του γνωστοποιούσε, σε απάντηση του αιτήματός του της ίδιας ημέρας, ότι ο υπολογισμός των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του είχε τροποποιηθεί κατόπιν της εκ νέου πρόσληψής του στην ΟΚ II από την 1η Ιουνίου 2014, ότι η ηλικία συνταξιοδότησής του είχε αυξηθεί στα 66 έτη και ότι ο ετήσιος συντελεστής κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων είχε διαμορφωθεί σε 1,8 % από την 1η Ιουνίου 2014·

–        να ακυρώσει, στο μέτρο που αυτό κριθεί αναγκαίο, την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2016 του διευθυντή της Διεύθυνσης E της ΓΔ «Ανθρωπίνων Πόρων»» της Επιτροπής, καθόσον αυτή απορρίπτει ως απαράδεκτη ελλείψει βλαπτικής πράξης και, επικουρικώς, ως αβάσιμη τη διοικητική ένσταση της 1ης Απριλίου 2016 την οποία υπέβαλε ο προσφεύγων κατά της απόφασης ή της μη έκδοσης απόφασης που προκύπτει από την απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

43      Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της ένστασης απαραδέκτου που υπέβαλε, προβάλλει λόγο απαραδέκτου ο οποίος βασίζεται στην απουσία βλαπτικής πράξης κατά την έννοια του άρθρου 91 του ΚΥΚ. Η Επιτροπή επαναλαμβάνει και αναπτύσσει τα επιχειρήματά της σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής στο υπόμνημα αντικρούσεως.

44      Ο προσφεύγων, αφενός, αντικρούει την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή και, αφετέρου, υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στο υπόμνημα αντικρούσεως σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής δεν πρέπει να εξεταστούν.

45      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ένωσης δύναται να εκτιμήσει, με βάση τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης, αν η ορθή απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής, χωρίς προηγούμενη απόφανση επί της ένστασης απαραδέκτου που προέβαλε η καθής (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C-23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψεις 50 έως 52, και της 13ης Ιανουαρίου 2017, Deza κατά ECHA, T-189/14, EU:T:2017:4, σκέψη 26).

46      Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, πρέπει να εξετάσει, ευθύς εξαρχής, τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων, χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί της ένστασης απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή και, κατά συνέπεια, επί της συναφούς ένστασης απαραδέκτου που προέβαλε ο προσφεύγων, δεδομένου ότι η προσφυγή είναι, εν πάση περιπτώσει και για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, αβάσιμη.

 Επί της ουσίας

47      Με την προσφυγή του, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση, αφενός, της απάντησης της 4ης Ιανουαρίου 2016 και, αφετέρου, στο μέτρο που αυτό κριθεί αναγκαίο, της απορριπτικής απόφασης της 25ης Ιουλίου 2016.

48      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά νομικό σφάλμα και παράβαση του άρθρου 77, δεύτερο και πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 109 του ΚΛΠ, καθώς και παράβαση των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, καθόσον από την απάντηση της 4ης Ιανουαρίου 2016 προκύπτει ότι η ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας που ελήφθη υπόψη για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του ΚΥΚ ήταν η 1η Ιουνίου 2014, δηλαδή η ημερομηνία έναρξης της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014, ενώ έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη η 1η Ιουλίου 2008, ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων εισήλθε αρχικώς στην υπηρεσία της Επιτροπής, ως συμβασιούχος υπάλληλος της ΟΚ I.

49      Ο λόγος αυτός ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη και αμφότερα αφορούν νομικό σφάλμα, το μεν πρώτο για τον λόγο ότι η ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας που προβλέπεται στα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ είναι η ημερομηνία της πρώτης πρόσληψης, το δε δεύτερο για τον λόγο ότι η σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014, η οποία είχε ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα την εκ νέου κατάταξη του προσφεύγοντος χωρίς ουσιώδη μεταβολή των καθηκόντων του, δεν συνιστούσε διακοπή της συνέχειας της σταδιοδρομίας του.

50      Ειδικότερα, προς στήριξη του πρώτου σκέλους, ο προσφεύγων επισημαίνει, καταρχάς, ότι βάσει της απάντησης της 4ης Ιανουαρίου 2016 εξαιρέθηκε από το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ απλώς και μόνον επειδή είχε τοποθετηθεί την 1η Ιουνίου 2014 στην ΟΚ II δυνάμει νέας σύμβασης η οποία, όπως διευκρινίστηκε με την απορριπτική απόφαση της 25ης Ιουλίου 2016, συνιστούσε καταγγελία της προγενέστερης σύμβασης και νέα πρόσληψη.

51      Συναφώς, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014 συνιστούσε νέα πρόσληψη από 1ης Ιουνίου 2014, η ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας που προβλέπεται στα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ είναι προδήλως η ημερομηνία της αρχικής πρόσληψης των μονίμων υπαλλήλων και, κατ’ αναλογίαν, του λοιπού προσωπικού, περιλαμβανομένων των συμβασιούχων υπαλλήλων, και όχι η ημερομηνία κατά την οποία ένας υπάλληλος μπορεί να τοποθετηθεί, κατόπιν της επιτυχίας του σε γενικό διαγωνισμό, σε θέση που ανήκει σε βαθμό ή ομάδα καθηκόντων ανώτερα από τον βαθμό ή την ομάδα καθηκόντων της θέσης στην οποία είχε αρχικώς προσληφθεί, ή, κατ’ αναλογίαν, η ημερομηνία κατά την οποία ένας συμβασιούχος υπάλληλος τοποθετείται, ως επιτυχών υποψήφιος γενικής διαδικασίας επιλογής, σε θέση που κατατάσσεται σε ανώτερη ομάδα καθηκόντων, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του ΚΛΠ.

52      Συνεπώς, κατά τον προσφεύγοντα, κρίνοντας κατ’ αρχήν ότι, ως προς τους συμβασιούχους υπαλλήλους, κάθε τροποποίηση του ΚΥΚ ή του είδους της σύμβασης στο πλαίσιο του ΚΛΠ πρέπει να θεωρείται ως διακοπή της συνέχειας της υπηρεσίας η οποία συνεπάγεται εφαρμογή των κανόνων του ΚΥΚ που ισχύουν κατά τον χρόνο έναρξης της νέας σύμβασης, το PMO και η ΓΔ «Ανθρωπίνων Πόρων» υπέπεσαν σε νομικό σφάλμα και παρερμήνευσαν την έννοια της ανάληψης υπηρεσίας που περιλαμβάνεται στα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Εξάλλου, προς στήριξη του συμπεράσματος αυτού, ο προσφεύγων παραπέμπει, αφενός, στην απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2011, De Luca κατά Επιτροπής (T-563/10 P, EU:T:2011:746, σκέψεις 46 και 48 έως 52), και, αφετέρου, στις αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, EMA κατά Drakeford (T-231/14 P, EU:T:2015:639, σκέψη 40), και της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Drakeford κατά EMA (F-29/13, EU:F:2014:10, σκέψεις 46 έως 48).

53      Στο υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι τα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή του δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, οπότε δεν ελλείπει η ειδική προϋπόθεση εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων.

54      Συναφώς, πρώτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο, προκειμένου να τύχουν εφαρμογής τα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ στην περίπτωσή του, αυτός όφειλε όχι μόνο να τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013, αλλά και να παραμείνει στην ίδια θέση μετά την ημερομηνία αυτή, είναι ουσία αβάσιμο, δεδομένου ότι αυτός εξακολουθούσε να είναι συμβασιούχος υπάλληλος της ΟΚ I την 1η Ιανουαρίου 2014, αλλά και νόμω αβάσιμο, για τον λόγο ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή προσθέτει στο κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ την προϋπόθεση της παραμονής στη θέση μετά την ημερομηνία αυτή. Το ίδιο ισχύει ως προς το επιχείρημα της Επιτροπής το οποίο αφορά τη φράση «έχει προσληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος [των τροποποιήσεων του ΚΥΚ από τον κανονισμό 1023/2013]» η οποία περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1023/2013.

55      Δεύτερον, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η Επιτροπή ερμήνευσε κατά τρόπο καταχρηστικό το μήνυμά του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 4ης Ιανουαρίου 2016, θεωρώντας ότι αυτό βασίζεται αποκλειστικά στη σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014, και δεν έλαβε υπόψη το επιχείρημά του ότι ακριβώς λόγω της σύμβασης της 10ης Ιουνίου 2008 και όχι εκείνης της 16ης Μαΐου 2014 τελούσε εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του ΚΛΠ. Επίσης, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014 δεν συνιστά νέα ανάληψη υπηρεσίας ή διακοπή της συνέχειας στην πρόσληψή του από την οποία θα προέκυπτε ότι τα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ παύουν να έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή του. Κατά τον προσφεύγοντα, ισχυρισμός όπως αυτός που προβάλλει η Επιτροπή, ήτοι ότι η αρχική εφαρμογή των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ προϋποθέτει όχι μόνον ο ενδιαφερόμενος να βρίσκεται στην υπηρεσία ή να τελεί εν ενεργεία την προηγούμενη ημέρα της έναρξης ισχύος των νέων κανόνων, αλλά και να παραμείνει εν ενεργεία μετά την ημερομηνία αυτή, ή ότι η εφαρμογή αυτή πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τη διοικητική κατάσταση ή τη σύμβαση του ενδιαφερομένου όταν η κατάστασή του εξελιχθεί, συνιστά νομικό σφάλμα. Επίσης, είναι νομικώς εσφαλμένη η διαπίστωση ότι κάθε τροποποίηση του ΚΥΚ ή της σύμβασης συνεπάγεται ότι ο ενδιαφερόμενος παύει να βρίσκεται στην υπηρεσία ή να τελεί εν ενεργεία ή, επιπροσθέτως, ότι έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της συνέχειας στην υπηρεσία ή της άσκησης καθηκόντων.

56      Τρίτον, κατά τον προσφεύγοντα, από τις σκέψεις 90 έως 93 της απόφασης της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Torné κατά Επιτροπής (T-128/17, EU:T:2018:969), προκύπτει ότι η ανάγκη συμβιβασμού των σκοπών της διασφάλισης των κεκτημένων δικαιωμάτων και του ελέγχου του δημοσιονομικού κόστους επιβάλλει να γίνει δεκτό ότι το κριτήριο βάσει του οποίου εκτιμάται η έννοια του όρου «προσωπικό που έχει προσληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος της μεταρρύθμισης» είναι η υπαγωγή και η καταβολή εισφορών στο καθεστώς συντάξεων της Ένωσης πριν από την ημερομηνία αυτή, ότι οι όροι «έχει προσληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος της μεταρρύθμισης» και «ανάληψη υπηρεσίας μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013» είναι ισοδύναμοι, καθώς και ότι, αν το ευεργέτημα των μεταβατικών διατάξεων προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να τελεί εν ενεργεία μετά την 31η Δεκεμβρίου 2013, η σύναψη, στη συνέχεια, νέας σύμβασης με νέο εργοδότη δεν συνιστά εμπόδιο, δεδομένου ότι δεν συνεπάγεται διακοπή της συνέχειας στην υπαγωγή και καταβολή εισφορών στο εν λόγω καθεστώς. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η υπαγωγή του προσφεύγοντος και η εκ μέρους του καταβολή εισφορών στο καθεστώς συντάξεων της Ένωσης δεν διακόπηκε κατά τη μετάβαση από τη σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014 σε εκείνη της 1ης Ιουλίου 2008, αυτός εξακολουθούσε να τελεί εν ενεργεία την 1η Ιουνίου 2014 κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ και να βρίσκεται στην υπηρεσία κατά την έννοια των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

57      Τέταρτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η σύναψη νέου είδους σύμβασης δεν έχει ως αποτέλεσμα την παύση της εφαρμογής των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, αλλά καθιστά δυνατή για το λοιπό προσωπικό μια εξέλιξη της σταδιοδρομίας του που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να θιγούν τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα.

58      Προς στήριξη του δεύτερου σκέλους, ο προσφεύγων προβάλλει, πρώτον, ότι καίτοι αληθεύει ότι λόγω της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014, κατόπιν της επιτυχούς συμμετοχής του σε γενική διαδικασία επιλογής, τοποθετήθηκε σε ομάδα καθηκόντων ανώτερη από εκείνη στην οποία είχε αρχικώς τοποθετηθεί όταν προσελήφθη, η νέα αυτή σύμβαση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο προβλεπόμενου από το ΚΛΠ καθεστώτος απασχόλησης διαφορετικού από εκείνο του συμβασιούχου υπαλλήλου και δεν επιφέρει διακοπή της σταδιοδρομίας του λόγω ουσιώδους μεταβολής των καθηκόντων του.

59      Συναφώς, ο προσφεύγων υποστηρίζει, πρώτον, ότι ούτε η φύση ούτε το επίπεδο των καθηκόντων του μεταβλήθηκαν κατόπιν της σύναψης της εν λόγω νέας σύμβασης. Εν συνεχεία, μολονότι η θέση του συμβασιούχου υπαλλήλου που εμπίπτει στην ΟΚ I έφερε διαφορετικό τίτλο από εκείνον της θέσης του συμβασιούχου υπαλλήλου της ΟΚ II στην οποία τοποθετήθηκε με τη νέα σύμβαση, ο γενικός σκοπός αυτών των δύο θέσεων καθώς και τα συγκεκριμένα καθήκοντα που του ανατέθηκαν καθορίζονταν κατ’ απόλυτα ταυτόσημο τρόπο στις δύο περιγραφές των θέσεων εργασίας. Επιπροσθέτως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο της 16ης Μαΐου 2014, η σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014 προέβλεπε κατάταξη στον βαθμό 5, κλιμάκιο 1, η οποία συνεπάγεται, αφενός, την προσμέτρηση μέρους της επαγγελματικής πείρας την οποία ο προσφεύγων είχε αποκτήσει εντός της Επιτροπής στο πλαίσιο της ΟΚ I και, αφετέρου, ότι η πείρα αυτή ήταν του επιπέδου της ΟΚ II.

60      Δεύτερον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014 δεν επηρέασε ούτε την υπαγωγή του ούτε την εκ μέρους του καταβολή εισφορών στο καθεστώς συντάξεων της Ένωσης.

61      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων προς στήριξη τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου σκέλους του μοναδικού λόγου ακυρώσεως.

62      Δεδομένου ότι τα δύο σκέλη του μοναδικού λόγου ακυρώσεως συνδέονται στενά μεταξύ τους, πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

63      Η υπό κρίση διαφορά θέτει, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν η σύναψη, από συμβασιούχο υπάλληλο όπως ο προσφεύγων, νέας σύμβασης μετά την έναρξη ισχύος της μεταρρύθμισης του 2014, συνιστά μεταβολή της σχέσης εργασίας με τη διοίκηση της Ένωσης, η οποία αποκλείει τη δυνατότητα υπαγωγής του εν λόγω υπαλλήλου στις ευνοϊκές μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τον ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης.

64      Καταρχάς, πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ και, ως εκ τούτου, να διευκρινιστεί ποιες είναι οι προϋποθέσεις εφαρμογής, βάσει του εν λόγω άρθρου, των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

 Επί του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ και επί των προϋποθέσεων εφαρμογής των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ στο λοιπό προσωπικό που υπάγεται στο ΚΛΠ

65      Πρώτον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 21 ανωτέρω, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1023/2013, «[το] άρθρο 21, το άρθρο 22, με εξαίρεση την παράγραφο 4, […] του […] παραρτήματος [XIII του ΚΥΚ] εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013».

66      Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι τα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ προβλέπουν, αντιστοίχως, ότι οι υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013 δικαιούνται ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων 1,9 % και, αν είναι ηλικίας 35 ετών την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας στην ηλικία των 64 ετών και 8 μηνών.

67      Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1023/2013, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, «μεταβατικές ρυθμίσεις για να επιτραπεί η σταδιακή εφαρμογή νέων κανόνων και μέτρων, με παράλληλη τήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων και λαμβανομένων υπόψη των θεμιτών προσδοκιών του προσωπικού που έχει προσληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω τροποποιήσεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης».

68      Ως μεταβατικές, οι διατάξεις αυτές πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να ερμηνεύονται στενά, λόγω του κατά παρέκκλιση χαρακτήρα τους (βλ. αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Kirin Amgen, C-66/09, EU:C:2010:484, σκέψη 33, και της 17ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-360/11, EU:C:2013:17, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και των δημοσιονομικών επιπτώσεών τους (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2005, Olesen κατά Επιτροπής, T-190/03, EU:T:2005:264, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), χωρίς εντούτοις η ερμηνεία αυτή να αντίκειται προς τους σκοπούς που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης, καθώς και προς το σύστημα που καθιερώνεται από τον ΚΥΚ και το ΚΛΠ (βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, Torné κατά Επιτροπής, T-128/17, EU:T:2018:969, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Τρίτον, από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ στο προσωπικό που υπάγεται στο ΚΛΠ, με αποτέλεσμα τα άρθρα 21 και 22 του ως άνω παραρτήματος να έχουν εφαρμογή στο εν λόγω προσωπικό καθόσον υφίσταται αναλογία μεταξύ των μελών του προσωπικού αυτού και των μονίμων υπαλλήλων, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών καθεμίας από τις εν λόγω κατηγορίες προσωπικού.

70      Προς τούτο, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί σε τι διαφέρει η κατηγορία του λοιπού προσωπικού από εκείνη των μονίμων υπαλλήλων.

71      Συναφώς, πρέπει, πρώτον, να τονιστεί ότι ο καθορισμός καθεμίας από τις κατηγορίες προσώπων που προσλαμβάνονται από την Ένωση, είτε ως μόνιμοι υπάλληλοι είτε ως υπάλληλοι των διαφόρων κατηγοριών που υπάγονται στο ΚΛΠ, ανταποκρίνεται σε δικαιολογημένες ανάγκες της διοίκησης της Ένωσης και στη φύση των μονίμων ή εκτάκτων καθηκόντων που αυτή έχει ως αποστολή να εκτελεί (βλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2006, De Smedt κατά Επιτροπής, F‑59/05, EU:F:2006:105, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72      Ειδικότερα, κατά την έννοια του άρθρου 3α του ΚΛΠ, συμβασιούχος υπάλληλος, για τους σκοπούς του ΚΛΠ, είναι ο υπάλληλος που δεν τοποθετείται σε θέση προβλεπόμενη στον πίνακα θέσεων ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο και προσλαμβάνεται για να ασκήσει καθήκοντα είτε με μειωμένο ωράριο είτε με πλήρες ωράριο.

73      Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 36 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ 2004, L 124, σ. 1), η οποία προέβλεψε την κατηγορία των συμβασιούχων υπαλλήλων, απαιτείται εν γένει οι εν λόγω υπάλληλοι να εργάζονται υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων καθορίζονται κατ’ αναλογίαν προς εκείνα των εκτάκτων υπαλλήλων, ιδίως όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, τα επιδόματα και τις συνθήκες εργασίας.

74      Αντιθέτως, οι υπάλληλοι οι οποίοι, κατά το άρθρο 1α του ΚΥΚ, «νο[ούνται] [ως όλα] [τα] πρόσωπ[α] που έχ[ουν] διορισθεί κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, σε μόνιμη θέση ενός από τα όργανα της Ένωσης με γραπτή πράξη της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής του οργάνου αυτού», είναι οι μόνοι που μπορούν να ασκούν καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας.

75      Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως έχει διευκρινιστεί από τη νομολογία, η διαφορά μεταξύ μονίμων υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού έγκειται όχι μόνο στη φύση των καθηκόντων που έχουν ως αποστολή να εκτελούν, αλλά και, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι, μολονότι η νομική σχέση μεταξύ των υπαλλήλων και της διοικήσεως είναι καταστατικής φύσεως, και ως εκ τούτου, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων μπορούν να τροποποιηθούν ανά πάσα στιγμή από τον νομοθέτη (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Επιτροπή και Συμβούλιο κατά Carreras Sequeros κ.λπ., C-119/19 P και C-126/19 P, EU:C:2020:676, σκέψη 143 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η κατάσταση των μελών του λοιπού προσωπικού τα οποία υπάγονται στο ΚΛΠ χαρακτηρίζεται από τη συμβατική φύση του εργασιακού δεσμού (πρβλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2006, De Smedt κατά Επιτροπής, F-59/05, EU:F:2006:105, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Επομένως, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ενώ ο μόνιμος υπάλληλος εισέρχεται και παραμένει στην υπηρεσία της διοίκησης της Ένωσης βάσει πράξης διορισμού η οποία δεν μεταβάλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ένας συμβασιούχος υπάλληλος εισέρχεται και παραμένει στην υπηρεσία βάσει σύμβασης κατά το άρθρο 3α του ΚΛΠ για όσο χρόνο αυτή παράγει τα αποτελέσματά της. Συνεπώς, ο συμβασιούχος υπάλληλος συνδέεται με τη διοίκηση της Ένωσης και μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του μόνο δυνάμει ισχύουσας σύμβασης.

77      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ έχει την έννοια ότι, προκειμένου το λοιπό προσωπικό να υπαχθεί στους ευνοϊκούς μεταβατικούς κανόνες που προβλέπονται για τους μονίμους υπαλλήλους στα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, πρέπει να «τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013», δηλαδή πρέπει να έχει προσληφθεί με σύμβαση κατά την έννοια του άρθρου 3α του ΚΛΠ κατά την ημερομηνία αυτή.

78      Εν προκειμένω, οι απόψεις των διαδίκων διίστανται, μεταξύ άλλων, ως προς την έννοια του όρου «[λοιπό προσωπικό που] τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ.

79      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υποστηρίζει, συναφώς, ότι, προκειμένου τα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ να τύχουν εφαρμογής στο λοιπό προσωπικό, πρέπει το μέλος του προσωπικού όχι μόνο να τελεί εν ενεργεία σε συγκεκριμένη ημερομηνία, δηλαδή στις 31 Δεκεμβρίου 2013, αλλά «να παραμείνει εν ενεργεία», δηλαδή οφείλει να έχει διατηρήσει την υπηρεσιακή του κατάσταση τόσο στις 31 Δεκεμβρίου 2013 όσο και μετά την ημερομηνία αυτή. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, οποιαδήποτε τροποποίηση σύμβασης συνεπάγεται διακοπή του εργασιακού δεσμού με τη διοίκηση της Ένωσης, με αποτέλεσμα το μέλος του προσωπικού να μην μπορεί να τύχει του ευεργετήματος της εφαρμογής των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

80      Αντιθέτως, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι, για να έχουν εφαρμογή τα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ σε μέλος του λοιπού προσωπικού που υπάγεται στο ΚΛΠ, αρκεί το μέλος αυτό να έχει προσληφθεί με σύμβαση κατά την 31η Δεκεμβρίου 2013, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε μεταβολής που τυχόν θα επιφέρει διαδοχική σύμβαση. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων προσάπτει στην Επιτροπή ότι προσθέτει στην προϋπόθεση το [λοιπό προσωπικό να] «τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013», την οποία προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, μια πρόσθετη προϋπόθεση, η οποία συνίσταται στην αδιάλειπτη παραμονή του εργαζομένου εν ενεργεία μετά την ημερομηνία αυτή.

81      Επ’ αυτού, πρέπει να επισημανθεί ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, η Επιτροπή δεν προσθέτει επιπλέον προϋπόθεση, αλλά περιορίζεται στην ερμηνεία της έννοιας του όρου «κατ’ αναλογία» του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, η οποία προϋποθέτει ότι τα μέλη του λοιπού προσωπικού βρίσκονται σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη των μονίμων υπαλλήλων. Ειδικότερα, η κατάσταση αυτή μπορεί να αποδειχθεί μόνο στην περίπτωση που το μέλος του λοιπού προσωπικού δεν συνάψει νέα σύμβαση η οποία συνεπάγεται την έναρξη νέας σχέσης εργασίας με τη διοίκηση της Ένωσης. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η σύμβαση αντιστοιχεί στη νομική πράξη μέσω της οποίας η σχέση εργασίας μεταξύ ενός υπαλλήλου, αφενός, και, της διοίκησης, αφετέρου, συγκεκριμενοποιείται. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω σχέση εργασίας μπορεί να παραμείνει αμετάβλητη, ακόμη και κατόπιν της σύναψης νέας σύμβασης τυπικώς χωριστής από την αρχική σύμβαση, εφόσον η νέα σύμβαση δεν συνεπάγεται ουσιώδη μεταβολή των καθηκόντων του υπαλλήλου, ιδίως ως προς την ομάδα καθηκόντων, ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη λειτουργική συνέχεια της εργασιακής του σχέσης με τη διοίκηση της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, EMA κατά Drakeford, T-231/14 P, EU:T:2015:639, σκέψη 40).

82      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει, συνεπώς, ότι τα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ συνιστούν μεταβατικές διατάξεις οι οποίες έχουν εφαρμογή, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, κατ’ αναλογίαν στα μέλη του λοιπού προσωπικού που τελούσαν εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 και εξακολουθούν να τελούν εν ενεργεία μετά την ημερομηνία αυτή δυνάμει σύμβασης, όπως αυτή προσδιορίστηκε στη σκέψη 81 ανωτέρω, μέχρις ότου εξεταστεί η θέση τους για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

83      Η ερμηνεία αυτή καθιστά δυνατή, αφενός, την αναγνώριση της νομικής ισχύος της σύναψης νέας σύμβασης στο πλαίσιο του ΚΛΠ, ακολουθώντας όμως μια λειτουργική προσέγγιση, και, αφετέρου, της διαφύλαξης των κεκτημένων δικαιωμάτων και των θεμιτών προσδοκιών του προσωπικού, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1023/2013.

84      Το ζήτημα εάν η σύναψη νέας σύμβασης μετά την έναρξη ισχύος της μεταρρύθμισης του 2014 αποκλείει την εφαρμογή των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ στην κατάσταση του προσφεύγοντος πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

 Επί της κατάστασης του προσφεύγοντος

85      Εν προκειμένω, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι ο προσφεύγων προσελήφθη ως συμβασιούχος υπάλληλος για πρώτη φορά το 2008 με σύμβαση ορισμένου χρόνου η οποία ανανεώθηκε τρεις φορές, και στη συνέχεια, για αόριστο χρόνο, από τις 3 Μαΐου 2011. H σύμβαση αυτή ίσχυσε μέχρι την έναρξη ισχύος της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014, δηλαδή έως την 1η Ιουνίου 2014. Επομένως, στις 31 Δεκεμβρίου 2013, ο προσφεύγων τελούσε εν ενεργεία βάσει της συναφθείσας το 2008 σύμβασης, δηλαδή της αρχικής σύμβασης πρόσληψης. Κατά την ημερομηνία αυτή, ασκούσε τα εμπίπτοντα στην ΟΚ I καθήκοντα υπαλλήλου επιφορτισμένου με την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίας ή την παροχή υπηρεσιών διοικητικής υποστήριξης υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων, όπως προβλέπεται στον πίνακα του άρθρου 80, παράγραφος 2, του ΚΛΠ.

86      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, στις 16 Μαΐου 2014, ο προσφεύγων συνήψε αυτό που ο ίδιος παραδέχεται ότι συνιστά «αναμφισβήτητα νέα σύμβαση». Πρόκειται, ιδίως, και όπως επιβεβαιώνει ο προσφεύγων, για σύμβαση πρόσληψης συμβασιούχου υπαλλήλου αορίστου χρόνου με την οποία κατετάγη στην ΟΚ II, βαθμός 5, κλιμάκιο 1, βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 4, του ΚΛΠ. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 της εν λόγω νέας σύμβασης, ο προσφεύγων προσελήφθη, βάσει της σύμβασης αυτής, για να ασκήσει τα καθήκοντα υπαλλήλου επιφορτισμένου με την εκτέλεση εργασιών γραφείου, γραμματείας ή άλλων παρεμφερών εργασιών, όπως προβλέπεται στον πίνακα του άρθρου 80, παράγραφος 2, του ΚΛΠ. Επίσης, ολοκλήρωσε την εξάμηνη περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας η οποία εγκρίθηκε με την έκθεση κρίσεως κατά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας. Συνεπώς, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 81 ανωτέρω, η αλλαγή ομάδας καθηκόντων έθεσε υπό αμφισβήτηση τη λειτουργική συνέχεια της εργασιακής σχέσης του προσφεύγοντος με τη διοίκηση της Ένωσης.

87      Εξάλλου, κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους δεν είναι ικανό να αποδείξει την ύπαρξη, εν προκειμένω, οποιασδήποτε ουσιαστικής συνέχειας των καθηκόντων που άσκησε.

88      Πρώτον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 86 ανωτέρω, δεν αμφισβητείται ότι, βάσει της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε σε θέση ανώτερης ομάδας καθηκόντων από εκείνη για την οποία είχε αρχικώς προσληφθεί. Δεύτερον, όπως παραδέχεται ο προσφεύγων, ο τίτλος της θέσης συμβασιούχου υπαλλήλου της ΟΚ I ήταν διαφορετικός από εκείνον της θέσης συμβασιούχου υπαλλήλου της ΟΚ II, δεδομένου ότι η πρώτη θέση έφερε τον τίτλο «βοηθός διοίκησης για τα έξοδα εμπειρογνωμόνων» ενώ η δεύτερη τον τίτλο «διοικητικός διαχειριστής για τα έξοδα εμπειρογνωμόνων». Περαιτέρω, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, με τη σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε σε άλλη θέση η οποία έφερε διαφορετικό αριθμό. Τρίτον, το γεγονός ότι η περιγραφή των καθηκόντων των δύο θέσεων είναι πανομοιότυπη δεν αποδεικνύει ότι o προσφεύγων άσκησε κατ’ ουσίαν τα ίδια καθήκοντα ως συμβασιούχος υπάλληλος αρχικώς της ΟΚ I και στη συνέχεια της ΟΚ II.

89      Τέλος, ο προσφεύγων διατείνεται ότι η κατάταξή του στον βαθμό 5, κλιμάκιο 1, της ΟΚ II, η οποία προβλεπόταν στη σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014, συνεπάγεται ότι προσμετρήθηκε μέρος της επαγγελματικής πείρας που αποκτήθηκε στην ΟΚ I, στοιχείο που αποδεικνύει ότι η εν λόγω πείρα αφορούσε την ΟΚ II. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η κατάταξη που προέβλεπε η σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014 συνεπαγόταν την προσμέτρηση μέρους της επαγγελματικής πείρας του προσφεύγοντος στην ΟΚ I, μια τέτοια περίσταση δεν συνιστά αναγνώριση, που παράγει αποτελέσματα ex tunc, του ότι τα καθήκοντα που άσκησε ο προσφεύγων ως συμβασιούχος υπάλληλος της ΟΚ I, στο πλαίσιο διαφορετικής σύμβασης, όντως ενέπιπταν στην ΟΚ II. Συγκεκριμένα, κατά την πρόταση για τη σύναψη νέας σύμβασης, η επαγγελματική πείρα συνεκτιμάται, από το θεσμικό όργανο, προς τον σκοπό και μόνον της κατάταξης, και παράγει αποτελέσματα ex nunc. Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι τυχόν προσμέτρηση της επαγγελματικής πείρας που απέκτησε ο προσφεύγων στο πλαίσιο της απασχόλησής του στην ΟΚ I ως εμπίπτουσα στην πραγματικότητα στην ΟΚ II δεν αποδεικνύει ότι αυτός άσκησε, από την 1η Ιουλίου 2008 έως τη σύναψη της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014, και ως εκ τούτου, αδιάλειπτα, αποκλειστικά και μόνον καθήκοντα της ΟΚ II. Πράγματι, ο προσφεύγων δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο να τεκμηριώνει τη συνέχεια αυτή.

90      Επομένως, η νέα σύμβαση, με την οποία ο προσφεύγων τοποθετήθηκε σε νέα ομάδα καθηκόντων, είχε ως αποτέλεσμα, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 81 ανωτέρω, την παύση όλων των αποτελεσμάτων που παρήγαγε η σύμβαση του 2008, βάσει της οποίας ήταν «εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, και, ως εκ τούτου, τη διακοπή της σχέσης εργασίας με τη διοίκηση της Ένωσης.

91      Τρίτον, υπογραμμίζεται ότι η ανάληψη καθηκόντων λόγω της νέας σύμβασης δεν θίγει τα δικαιώματα που είχε αποκτήσει ο προσφεύγων υπό το καθεστώς της σύμβασης του 2008 έως την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014 όσον αφορά τον ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα άρθρα 2 και 3 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, τα οποία έχουν εφαρμογή στο λοιπό προσωπικό δυνάμει του άρθρου 109 του ΚΛΠ, η σύνταξη ενός συμβασιούχου υπαλλήλου, όπως ο προσφεύγων, εξαρτάται από την άθροιση των διαφορετικών ετήσιων συντελεστών κτήσης που του έχουν αναγνωριστεί για κάθε συντάξιμο έτος υπηρεσίας.

92      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η συναφθείσα στις 16 Μαΐου 2014 σύμβαση τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2014, ο προσφεύγων υπαγόταν, έως την ημερομηνία εκείνη, στο καθεστώς συντάξεων που ίσχυε πριν από τη μεταρρύθμιση, ενώ, μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2014 και της 1ης Ιουνίου 2014, υπήχθη στο ίδιο καθεστώς βάσει των μεταβατικών διατάξεων. Συνεπώς, κατά τον χρόνο υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του, ο προσφεύγων θα μπορεί να επωφεληθεί του συντελεστή κτήσης 1,9 % για τα συντάξιμα έτη υπηρεσίας που συμπλήρωσε δυνάμει της σύμβασης του 2008, δεδομένου ότι ο συντελεστής αυτός συνιστά κεκτημένο δικαίωμά του, αλλά θα τύχει του συντελεστή κτήσης 1,8 % από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σύμβασης της 16ης Μαΐου 2014.

93      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το PMO και η ΓΔ «Ανθρωπίνων Πόρων» δεν υπέπεσαν σε νομικό σφάλμα καθόσον έκριναν ότι η σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014, με την οποία ο προσφεύγων τοποθετήθηκε σε ανώτερη ομάδα καθηκόντων, είχε ως αποτέλεσμα νέα ανάληψη καθηκόντων για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος του ΚΛΠ, η οποία δεν παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να υπαχθεί στις μεταβατικές διατάξεις σχετικά με τον ετήσιο συντελεστή κτήσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ηλικία συνταξιοδότησης.

94      Η ορθότητα του παραπάνω συμπεράσματος δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων.

95      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται η ύπαρξη αναλογίας με την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2011, De Luca κατά Επιτροπής (T‑563/10 P, EU:T:2011:746), πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως τόνισε και η Επιτροπή, η απόφαση αυτή αφορά την εφαρμογή διάταξης σχετικής με πρόσληψη όπως αυτή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, το οποίο ορίζει την κατάταξη σε κλιμάκιο των υπαλλήλων που εγγράφηκαν σε πίνακα ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2006 και προσελήφθησαν μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006, σε εν ενεργεία υπάλληλο που διορίστηκε σε άλλη θέση ως επιτυχών γενικού διαγωνισμού και για τον οποίο ο ΚΥΚ δεν προβλέπει την εφαρμογή ειδικών διατάξεων. Πάντως, διαπιστώνεται ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση δεν παρουσιάζει καμία αναλογία με την υπό κρίση υπόθεση, η οποία αφορά την εφαρμογή μεταβατικών διατάξεων οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο των δικαιωμάτων σύνταξης συμβασιούχου υπαλλήλου.

96      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται η ύπαρξη αναλογίας με τις αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, EMA κατά Drakeford (T-231/14 P, EU:T:2015:639), και της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Drakeford κατά EMA (F-29/13, EU:F:2014:10), πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 81 ανωτέρω, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές εν προκειμένω, καθόσον η σύμβαση της 16ης Μαΐου 2014 αποτελεί νέα σύμβαση η οποία συνεπάγεται την ανάληψη νέων καθηκόντων εκ μέρους του προσφεύγοντος και, ως εκ τούτου, τη διακοπή της σχέσης του εργασίας με τη διοίκηση της Ένωσης.

97      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι μια νέα σύμβαση δεν αποκλείει την εφαρμογή του ευεργετήματος των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, δεδομένου ότι αυτή δεν συνεπάγεται διακοπή συνέχειας στην υπαγωγή και στην καταβολή εισφορών στο καθεστώς συντάξεων της Ένωσης, πρέπει να τονιστεί ότι η εφαρμογή των εν λόγω άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ στο λοιπό προσωπικό δεν εξαρτάται από την προβαλλόμενη αδιάλειπτη υπαγωγή στο καθεστώς συντάξεων της Ένωσης, αλλά από τη λειτουργική συνέχεια της σχέσης εργασίας (βλ. σκέψη 81 ανωτέρω).

98      Τέταρτον και τελευταίο, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος με το οποίο, κατ’ ουσίαν, προβάλλεται ότι η σύναψη νέου είδους σύμβασης δεν αποκλείει την εφαρμογή των άρθρων 21 και 22 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, αλλά καθιστά δυνατή την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του λοιπού προσωπικού που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να θιγούν τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα, πρέπει να επισημανθεί ότι η σύναψη νέας σύμβασης δεν συνεπάγεται την απώλεια των ήδη κεκτημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Εξάλλου, πρέπει συναφώς να διευκρινιστεί ότι οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς συντάξεων αποτελούν, λόγω της φύσης τους και υπό την επιφύλαξη του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων, προϋποθέσεις οι οποίες ενδέχεται να μεταβληθούν μελλοντικά, ανάλογα με τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης.

99      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως, όπως και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

100    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τον Maxime Picard στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Jaeger

Półtorak

Porchia

 

      Stancu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Μαρτίου 2021.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



i      Στη σκέψη 82 του παρόντος κειμένου έγινε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την αρχική ανάρτησή του στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.