Language of document : ECLI:EU:F:2008:123

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 25ης Σεπτεμβρίου 2008

Υπόθεση F-44/05

Guido Strack

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανακοίνωση κενής θέσεως – Απόρριψη υποψηφιότητας – Προσφυγή ακυρώσεως και αποζημιώσεως – Παραδεκτό – Έννομο συμφέρον – Σύνταξη – Επιτροπή προεπιλογής – Σύνθεση – Διαχρονική εφαρμογή νέων διατάξεων – Ανεξαρτησία – Αμεροληψία – Ανακοίνωση αποφάσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο G. Strack ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του για τη θέση προϊσταμένου της μονάδας «Προκηρύξεις διαγωνισμών και συμβάσεις» (A 5/A 4) της εν λόγω Υπηρεσίας και της αποφάσεως διορισμού του A στην επίδικη θέση, καθώς και την καταδίκη της Επιτροπής στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζει ότι υπέστη.

Απόφαση: Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως διορισμού του A στη θέση προϊσταμένου της μονάδας «Προκηρύξεις διαγωνισμών και συμβάσεις» της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακυρώνεται η απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος-ενάγοντος για τη θέση προϊσταμένου της μονάδας «Προκηρύξεις διαγωνισμών και συμβάσεις» της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Καταδικάζεται η Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 2 000 ευρώ ως αποζημίωση. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει το ήμισυ των δικαστικών του εξόδων. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 53, 78 και 90· παράρτημα VIII, άρθρο 14)

2.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Υποχρέωση ανεξαρτησίας και ακεραιότητας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 11α)

3.      Υπάλληλοι – Κενή θέση – Συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 29)

4.      Υπάλληλοι – Ατομική απόφαση – Καθυστερημένη ανακοίνωση – Αποτελέσματα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

1.      Ο προσφεύγων πρέπει να επικαλείται γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον για την ακύρωση της πράξεως που προσβάλλει και, αν το συμφέρον που επικαλείται αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, πρέπει να αποδείξει ότι το ενδεχόμενο προσβολής της καταστάσεως αυτής είναι πλέον αναπότρεπτο. Στην περίπτωση υπαλλήλου που συνταξιοδοτήθηκε λόγω μόνιμης αναπηρίας που εκτιμήθηκε ως ολική πριν την άσκηση της προσφυγής του, με την οποία ζητείται η ακύρωση του διορισμού άλλου υπαλλήλου στη θέση για την οποία ο προσφεύγων είχε υποβάλει υποψηφιότητα, η δυνατότητα ενδεχόμενης επανεντάξεως στην υπηρεσία, δυνάμει του άρθρου 14 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) δεν αποτελεί παρά ενδεχόμενο γεγονός, η μελλοντική πραγματοποίηση του οποίου είναι αβέβαιη και δημιουργεί συμφέρον απλώς υποθετικό, το οποίο, συνεπώς, δεν επαρκεί για να αποδείξει ότι η έννομη κατάσταση του προσφεύγοντος θα θιγόταν από την έλλειψη ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στον προσφεύγοντα να αποδείξει την ύπαρξη ιδιαίτερης περιστάσεως δικαιολογούσας προσωπικό και πραγματικό συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Αντιθέτως, το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος για την επίδικη θέση είναι παραδεκτό, διότι ο προσφεύγων διατηρεί έννομο συμφέρον να διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του, προκειμένου να επιτύχει την αποκατάσταση της ζημίας που αυτή του προκάλεσε.

(βλ. σκέψεις 70, 72, 74, 76 και 79)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 21 Ιανουαρίου 1987, 204/85, Στρογγύλη κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, σ. 389, σκέψη 11

ΠΕΚ: 9 Φεβρουαρίου 1994, T‑82/91, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑15 και II‑61, σκέψη 25· 30 Νοεμβρίου 1998, T‑97/94, N κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑621 και II‑1879, σκέψεις 26 και 27· 7 Φεβρουαρίου 2007, T‑175/04, Gordon κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψεις 33 και 35

2.      Με το άρθρο 11α του ΚΥΚ επιδιώκονται οι σκοποί της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της αμεροληψίας, που έχουν θεμελιώδη χαρακτήρα. Η υποχρέωση που προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού επιβάλλει στον οικείο υπάλληλο να ενημερώσει προληπτικά την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ώστε αυτή να μπορέσει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, αναλόγως των δεδομένων της υποθέσεως, και δεν του επιβάλλει να απέχει ευθύς εξ αρχής από τον χειρισμό ή την επίλυση της υποθέσεως αυτής ή να εξαλείψει, ενόψει ενός τέτοιου χειρισμού ή μιας τέτοιας επιλύσεως, τα στοιχεία που θα μπορούσαν να θέσουν θέμα δικού του προσωπικού συμφέροντος. Κατά συνέπεια, το άρθρο 11α του ΚΥΚ έχει ευρύ πεδίο εφαρμογής, που καλύπτει κάθε περίπτωση για την οποία ο υπάλληλος οφείλει ευλόγως να αντιληφθεί, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα που ασκεί και τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι είναι δυνατόν να φανεί στους τρίτους ως πιθανή αιτία προσβολής της ανεξαρτησίας του.

(βλ. σκέψη 132)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 9 Ιουλίου 2002, T‑21/01, Ζαββός κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑101 και II‑483, σκέψη 39· 11 Σεπτεμβρίου 2002, T‑89/01, Willeme κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑153 και II‑803, σκέψη 47· 12 Ιουλίου 2005, T‑157/04, De Bry κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑199 και II‑901, σκέψη 33

3.      Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η διοίκηση σε θέματα διορισμών ή προαγωγών προϋποθέτει επιμελή και αμερόληπτη εξέταση όλων των κρίσιμων στοιχείων κάθε υποψηφιότητας και ευσυνείδητη τήρηση των απαιτήσεων που περιέχονται στην ανακοίνωση της κενής θέσεως, ούτως ώστε η διοίκηση υποχρεούται να απορρίπτει κάθε υποψήφιο που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές. Πράγματι, η ανακοίνωση κενής θέσεως αποτελεί νομικό πλαίσιο το οποίο η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή θέτει στον εαυτό της και οφείλει να τηρεί με αυστηρότητα.

Στην περίπτωση της εκτιμήσεως ενδεχομένου σφάλματος κατά την επιλογή υπαλλήλου, το σφάλμα αυτό πρέπει να είναι πρόδηλο και να υπερβαίνει την ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει, στο πλαίσιο που καθορίζει η ανακοίνωση κενής θέσεως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατά τη σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων και την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας. Ο έλεγχος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η εν λόγω αρχή, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε για να διαμορφώσει την εκτίμησή της, κινήθηκε εντός λογικών ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προφανώς εσφαλμένο ή για σκοπούς διάφορους αυτών για τους οποίους η εξουσία αυτή της είχε ανατεθεί.

Κατά συνέπεια, η εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης όσον αφορά τα προσόντα και τις ικανότητες των υποψηφίων δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής όταν από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει πρόδηλη πλάνη της αρχής αυτής κατά την εκτίμηση των εν λόγω προσόντων και ικανοτήτων.

(βλ. σκέψεις 155 και 156)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 30 Οκτωβρίου 1974, 188/73, Grassi κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1974, σ. 445, σκέψεις 26, 38 και 41· 30 Μαΐου 1984, 111/83, Picciolo κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 2323, σκέψη 16· 4 Φεβρουαρίου 1987, 324/85, Bouteiller κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 529, σκέψη 6

ΠΕΚ: 13 Δεκεμβρίου 1990, T‑20/89, Moritz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑769, σκέψη 29· 18 Σεπτεμβρίου 2003, T‑73/01, Παππάς κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑207 και II‑1011, σκέψη 54· 9 Νοεμβρίου 2004, T‑116/03, Montalto κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑339 και II‑1541, σκέψη 65· 4 Μαΐου 2005, T‑30/04, Sena κατά ΕΟΑΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑113 και II‑519, σκέψεις 80 και 81

4.      Το άρθρο 25, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει ότι κάθε ατομική απόφαση πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως, χωρίς καθυστέρηση, στον ενδιαφερόμενο. Εντούτοις, μόνη η διαπίστωση καθυστερήσεως όσον αφορά την κοινοποίηση αυτή δεν μπορεί να συνιστά παράβαση της διατάξεως αυτής ικανή να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 195 και 198)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 18 Μαρτίου 1997, T‑178/95 και T-179/95, Picciolo και Caló κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑51 και II‑155, σκέψεις 28 και 29· 17 Νοεμβρίου 1998, T‑131/07, Gómez de Enterría y Sanchez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑613 και II‑1855, σκέψη 69· 7 Φεβρουαρίου 2007, T‑118/04 και T-134/04, Caló κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 79