Language of document : ECLI:EU:C:2012:540

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 (*)

«Κανονισμός (ΕΚ) 1206/2001 — Συνεργασία κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις — Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής — Εξέταση από δικαστήριο κράτους μέλους ενός μάρτυρα ο οποίος είναι διάδικος στην κύρια δίκη και κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος — Δυνατότητα να κλητευθεί ενώπιοντου αρμοδίου δικαστηρίου ως μάρτυρας διάδικος κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται το δικαστήριο αυτό»

Στην υπόθεση C‑170/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 1ης Απριλίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Απριλίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Maurice Robert Josse Marie Ghislain Lippens,

Gilbert Georges Henri Mittler,

Jean Paul François Caroline Votron

κατά

Hendrikus Cornelis Kortekaas,

Kortekaas Entertainment Marketing BV,

Kortekaas Pensioen BV,

Dirk Robbard De Kat,

Johannes Hendrikus Visch,

Euphemia Joanna Bökkerink,

Laminco GLD N‑A,

Ageas NV, πρώην Fortis NV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, M. Ilešič (εισηγητή), E. Levits και J.-J. Kasel, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Μαρτίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι M. R. J. M. G. Lippens, G. G. H. Mittler και J. P. F. C. Votron, εκπροσωπούμενοι από τους P. D. Olden και H. H. Speyart, advocaten,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Wissels και τον J. Langer,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze, καθώς και από τις K. Petersen και J. Kemper,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον P. Dillon Malone, BL,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Szpunar,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Heliskoski και την H. Leppo,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την H. Walker,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Troosters,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Μαΐου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 174, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των M. Lippens, G. Mittler και J. Votron (στο εξής, από κοινού: Lippens κ.λπ.), κατοίκων Βελγίου, μελών της διοικήσεως της Ageas NV, πρώην Fortis NV (στο εξής: Fortis), και των H. Kortekaas, Kortekaas Entertainment Marketing BV, Kortekaas Pensioen BV, D. De Kat και J. H. Visch, E. Bökkerink και Laminco GLD N-A (στο εξής, από κοινού: Kortekaas κ.λπ.), κατόχων κινητών αξιών της Fortis, με αντικείμενο τη ζημία που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι κάτοχοι αυτοί εξαιτίας του γεγονότος ότι βασίσθηκαν στις αφορώσες την οικονομική κατάσταση της Fortis πληροφορίες που διέδωσαν τα προμνημονευθέντα μέλη της διοικήσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά τη δεύτερη, την έβδομη, την όγδοη, τη δέκατη και την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1206/2001:

«(2)      Η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί να βελτιωθεί, και ιδίως να απλουστευθεί και να επιταχυνθεί, η συνεργασία των δικαστηρίων στο πεδίο της διεξαγωγής αποδείξεων.

[...]

(7)      Δεδομένου ότι, για την έκδοση μιας απόφασης στα πλαίσια εκκρεμούς διαδικασίας σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους συχνά απαιτείται η διεξαγωγή αποδείξεων σε άλλο κράτος μέλος, η δραστηριότητα της Κοινότητας δεν πρέπει να περιορίζεται στον τομέα της διαβίβασης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που εμπίπτει στον κανονισμό (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις [ΕΕ L 160, σ. 37]. Ως εκ τούτου θα πρέπει να συνεχισθεί η βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ δικαστηρίων των κρατών μελών στον τομέα της διεξαγωγής αποδείξεων.

(8)      Η αποτελεσματικότητα δικαστικών διαδικασιών σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις προϋποθέτει ότι η διαβίβαση της παραγγελίας για διεξαγωγή αποδείξεων και η διεκπεραίωσή της γίνονται απευθείας και κατά τον ταχύτερο δυνατό τρόπο μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών.

[...]

(10)      Μια παραγγελία διεξαγωγής αποδείξεων πρέπει να εκτελείται ταχέως. Εάν η παραγγελία δεν καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί 90 ημέρες μετά την παραλαβή της από το δικαστήριο εκτελέσεως, το δικαστήριο αυτό οφείλει να γνωστοποιεί στο αιτούν δικαστήριο τους λόγους οι οποίοι αντιτίθενται σε μια ταχεία διεκπεραίωση της υποθέσεως.

(11)      Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, η δυνατότητα αρνήσεως εκτελέσεως της παραγγελίας διεξαγωγής αποδείξεων θα πρέπει να περιορίζεται σε αυστηρώς καθορισμένες εξαιρέσεις.»

4        Το τιτλοφορούμενο «Πεδίο εφαρμογής» άρθρο 1 του κανονισμού 1206/2001 ορίζει:

«1.       Ο παρών κανονισμός ισχύει σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις όταν το δικαστήριο κράτους μέλους παραγγέλλει, σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής του νομοθεσίας:

α)      στο αρμόδιο δικαστήριο άλλου κράτους μέλους τη διεξαγωγή αποδείξεων, ή

β)      τη διεξαγωγή αποδείξεων απευθείας σε άλλο κράτος μέλος.

2.       Δεν επιτρέπεται παραγγελία για τη διεξαγωγή αποδείξεων εάν οι αποδείξεις δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε δικαστικές υποθέσεις που έχουν ήδη αρχίσει να εκδικάζονται ή πρόκειται να εκδικασθούν.

3.      Στον παρόντα κανονισμό, με τον όρο “κράτος μέλος” νοούνται τα κράτη μέλη με εξαίρεση τη Δανία.»

5        Τα άρθρα 10 έως 16 του ίδιου κανονισμού αφορούν τη διεξαγωγή των αποδείξεων από το δικαστήριο εκτελέσεως

6        Κατά το τιτλοφορούμενο «Γενικές διατάξεις για την εκτέλεση της παραγγελίας» άρθρο 10 του κανονισμού 1206/2001:

«1.       Το δικαστήριο εκτελέσεως εκτελεί την παραγγελία αμελλητί και το αργότερο εντός 90 ημερών από την παραλαβή της παραγγελίας.

2.       Το δικαστήριο εκτελέσεως εκτελεί την παραγγελία σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του.

3.      Το αιτούν δικαστήριο μπορεί να ζητήσει την εκτέλεση της παραγγελίας κατά έναν ειδικό τύπο ο οποίος προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους του [...]. Το δικαστήριο εκτελέσεως ανταποκρίνεται στο αίτημα αυτό, εκτός εάν ο τύπος αυτός δεν συνάδει προς το δίκαιο του κράτους μέλους του δικαστηρίου εκτελέσεως ή λόγω μειζόνων πρακτικών δυσκολιών. Εάν, για έναν από τους ανωτέρω λόγους, το δικαστήριο εκτελέσεως δεν ανταποκρίνεται στο αίτημα αυτό, ενημερώνει σχετικώς το αιτούν δικαστήριο [...].

4.       Το αιτούν δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο εκτελέσεως να χρησιμοποιήσει τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, ιδίως τηλεσυνδιασκέψεις.

Το δικαστήριο εκτελέσεως ανταποκρίνεται στο αίτημα αυτό, εκτός αν τούτο δεν συνάδει προς το δίκαιο του κράτους μέλους του δικαστηρίου εκτελέσεως ή λόγω μειζόνων πρακτικών δυσκολιών.

[...]»

7        Το τιτλοφορούμενο «Εκτέλεση με την παρουσία και τη συμμετοχή των εντεταλμένων του αιτούντος δικαστηρίου» άρθρο 12 του κανονισμού 1206/2001 διευκρινίζει:

«1.      Οι εντεταλμένοι του αιτούντος δικαστηρίου δικαιούνται να παραστούν στη διεξαγωγή αποδείξεων από το δικαστήριο εκτελέσεως, εφόσον τούτο συμβιβάζεται με τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους μέλους.

2.       Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος “εντεταλμένος” συμπεριλαμβάνει μέλη του δικαστικού προσωπικού που ορίσθηκαν από το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του. Το αιτούν δικαστήριο δύναται να ορίσει, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως έναν πραγματογνώμονα.

[...]

4.       Εάν ζητηθεί η συμμετοχή των εντεταλμένων του αιτούντος δικαστηρίου στη διεξαγωγή αποδείξεων, το δικαστήριο εκτελέσεως πρέπει να ορίσει, σύμφωνα με το άρθρο 10, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτοί μπορούν να συμμετάσχουν.

[...]»

8        Το άρθρο 17 του κανονισμού 1206/2001, το οποίο διέπει την απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων από το αιτούν δικαστήριο, ορίζει:

«1.       Όταν δικαστήριο ζητεί να διεξαχθούν αποδείξεις απευθείας σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να υποβάλλει παραγγελία στο [...] κεντρικό όργανο ή αρμόδια αρχή του κράτους αυτού [...].

[...]

3.      Η διεξαγωγή αποδείξεων πραγματοποιείται από μέλος του δικαστικού προσωπικού ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως από πραγματογνώμονα, ο οποίος διορίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου.

4.      Εντός 30 ημερών από την παραλαβή της παραγγελίας, το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως ενημερώνουν το αιτούν δικαστήριο κατά πόσον η παραγγελία αυτή έγινε αποδεκτή και, ενδεχομένως, τους όρους βάσει των οποίων θα γίνει η διεξαγωγή αυτή σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους τους [...].

Ειδικότερα, το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή μπορεί να αναθέσει σε δικαστήριο του κράτους μέλους του να λάβει μέρος στη διεξαγωγή των αποδείξεων προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή αυτού του άρθρου και των προϋποθέσεων που έχουν καθοριστεί.

Το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή ενθαρρύνει τη χρήση τηλεπικοινωνιακών τεχνολογιών, όπως είναι οι τηλεσυνδιασκέψεις.

5.      Το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί την απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων μόνον εάν:

α)      η παραγγελία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 1·

β)      η παραγγελία δεν περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 4, ή

γ)      η απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας στο κράτος μέλος του.

6.      Υπό την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται από την παράγραφο 4, το αιτούν δικαστήριο εκτελεί την παραγγελία σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους του.»

9        Το τιτλοφορούμενο «Σχέση με ισχύουσες ή μελλοντικές συμφωνίες ή διακανονισμούς μεταξύ των κρατών μελών» άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού ορίζει στην παράγραφο 2:

«Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να συνάπτουν επιμέρους συμφωνίες ή συμβάσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων εξ αυτών, προκειμένου να διευκολύνεται η διεξαγωγή αποδείξεων, εφόσον συνάδουν προς τον παρόντα κανονισμό.»

 Το ολλανδικό δίκαιο

10      Στις Κάτω Χώρες, η εξέταση μαρτύρων, όπως και η προσωρινή εξέταση μαρτύρων, διέπονται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Wetboek van Burgerlijke Rechtsvordering, στο εξής: WBR)

11      Κατά το άρθρο 164 του WBR:

«1. Οι διάδικοι μπορούν επίσης να εξεταστούν ως μάρτυρες.

[...]

3.      Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την μη εμφάνιση κατά τη συζήτηση διαδίκου, ο οποίος όφειλε να καταθέσει ως μάρτυρας, την άρνησή του να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβάλλονται ή την άρνησή του να υπογράψει την κατάθεσή του.»

12      Το άρθρο 165, παράγραφος 1, του WBR ορίζει ότι «[ό]ποιος καλείται να εξετασθεί ως μάρτυρας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος υποχρεούται να εμφανιστεί και να καταθέσει».

13      Το άρθρο 176, παράγραφος 1, του WBR προβλέπει:

«Στο μέτρο που δεν ορίζεται άλλως σε διεθνή σύμβαση ή κανονισμό της ΕΕ, ο δικαστής δύναται, αν ο μάρτυρας κατοικεί στην αλλοδαπή, είτε να ζητήσει από κατονομαζόμενη από αυτόν αρχή της χώρας κατοικίας του μάρτυρα να προβεί στην εξέταση, ει δυνατόν ενόρκως, είτε να την αναθέσει στον Ολλανδό προξενικό υπάλληλο στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει ο τόπος κατοικίας του μάρτυρα.»

14      Το άρθρο 186 του WBR ορίζει:

«1. Στις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται από τον νόμο η απόδειξη με μάρτυρες, μπορεί να διαταχθεί αμελλητί η προσωρινή εξέταση μαρτύρων πριν ασκηθεί αγωγή, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου.

2.      Προσωρινή εξέταση μαρτύρων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως διαδίκου όσο η υπόθεση είναι εκκρεμής.»

15      Το άρθρο 189 του WBR ορίζει ότι «[ο]ι σχετικές με την εξέταση των μαρτύρων διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στην προσωρινή εξέταση».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16      Στις 3 Αυγούστου 2009, οι Κortekaas κ.λπ., κάτοχοι κινητών αξιών της Fortis, άσκησαν αγωγή ενώπιον του Rechtbank Utrecht (Κάτω Χώρες) κατά των Lippens κ.λπ., μελών της διοικήσεως της Fortis, καθώς και κατά της ίδιας της εν λόγω εταιρείας. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, οι Κortekaas κ.λπ. ζητούν αποζημίωση για τη ζημία που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν εξαιτίας της αγοράς ή διατηρήσεως κινητών αξιών κατόπιν των πληροφοριών τις οποίες δημοσίως διέδωσαν οι Lippens κ.λπ. κατά τα έτη 2007 και 2008 σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Fortis και τα μερίσματα που αυτή θα διένειμε το 2008.

17      Προκειμένου να λάβουν διευκρινίσεις σχετικά με τους ισχυρισμούς των Lippens κ.λπ. και σχετικά με τις πληροφορίες που γνώριζαν κατά την προαναφερθείσα περίοδο, οι Kortekaas κ.λπ. υπέβαλαν, στις 6 Αυγούστου 2009, στο Rechtbank Utrecht αίτηση προσωρινής εξετάσεως των Lippens κ.λπ. ως μαρτύρων. Το ως άνω δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση αυτή με απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2009, διευκρινίζοντας ότι η εξέταση θα διενεργείτο από εισηγητή δικαστή που έπρεπε να οριστεί επί τούτου.

18      Στις 9 Δεκεμβρίου 2009, οι Lippens κ.λπ. υπέβαλαν στο Rechtbank Utrecht αίτημα να ζητηθεί δικαστική συνδρομή προκειμένου να τους δοθεί η δυνατότητα να εξεταστούν από γαλλόφωνο δικαστή στο Βέλγιο, τη χώρα κατοικίας τους. Το αίτημά τους απορρίφθηκε με διάταξη της 3ης Φεβρουαρίου 2010.

19       Επιληφθέν εφέσεως που άσκησαν οι Lippens κ.λπ. κατά της διατάξεως αυτής, το Gerechtshof te Amsterdam την επικύρωσε, με διάταξη της 18ης Μαΐου 2010, στηριζόμενο στο άρθρο 176, παράγραφος 1, του WBR, το οποίο παρέχει στον δικαστή που οφείλει να εξετάσει μάρτυρα κατοικούντα σε άλλο κράτος μέλος την ευχέρεια, και όχι την υποχρέωση, να ζητήσει δικαστική συνδρομή. Το δικαστήριο αυτό διευκρίνισε ότι οι μάρτυρες πρέπει κατ’ αρχήν να εξεταστούν από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δίκη και ότι, εν προκειμένω, ουδεμία ειδική περίσταση συνιστά δικαιολογητική βάση για παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν υπέρ των Lippens κ.λπ., λαμβανομένης ιδίως υπόψη της εναντιώσεως των Kortekaas κ.λπ. Τυχόν εξέταση στο Βέλγιο δεν θα μπορούσε, εξάλλου, να δικαιολογείται για γλωσσικούς λόγους, δεδομένου ότι οι Lippens κ.λπ. είχαν τη δυνατότητα να εξετασθούν στις Κάτω Χώρες επικουρούμενοι από διερμηνέα.

20      Οι Lippens κ.λπ. άσκησαν αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά της διατάξεως αυτής του Gerechtshof te Amsterdam.

21      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν αντιβαίνει προς τον κανονισμό 1206/2001, αφενός, η κλήτευση εκ μέρους δικαστηρίου κράτους μέλους, σύμφωνα με την ισχύουσα στο κράτος αυτό νομοθεσία, μάρτυρος κατοικούντος σε άλλο κράτος μέλος και, αφετέρου, η επέλευση των προβλεπομένων από τη νομοθεσία αυτή συνεπειών σε περίπτωση μη εμφανίσεως του εν λόγω μάρτυρος.

22      Ως προς τούτο, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι ουδεμία διάταξη του κανονισμού 1206/2001 επιτρέπει να συναχθεί ότι οι προβλεπόμενες από αυτόν μέθοδοι διεξαγωγής αποδείξεων αποκλείουν την προσφυγή σε άλλες μεθόδους διεξαγωγής αποδείξεων τις οποίες προβλέπει η νομοθεσία των κρατών μελών. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο κανονισμός 1206/2001 αποσκοπεί απλώς και μόνο στη διευκόλυνση της διεξαγωγής αποδείξεων και δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να τροποποιήσουν τις μεθόδους διεξαγωγής αποδείξεων τις οποίες προβλέπει το εθνικό τους δικονομικό δίκαιο. Διερωτάται, εντούτοις, κατά πόσον από την απόφαση της 28ης Απριλίου 2005, C-104/03, St. Paul Dairy (Συλλογή 2005, σ. I‑3481, σκέψη 23), προκύπτει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εφαρμόζουν τον εν λόγω κανονισμό κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε άλλο κράτος μέλος.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει ο [κανονισμός 1206/2001] και, ειδικότερα, το άρθρο 1, παράγραφος 1, την έννοια ότι δικαστής που προτίθεται να εξετάσει μάρτυρα, ο οποίος κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει, στο πλαίσιο του είδους αυτού αποδείξεως, να χρησιμοποιεί πάντα τις μεθόδους που καθιέρωσε ο εν λόγω κανονισμός, ή έχει την έννοια ότι ο δικαστής έχει την εξουσία να χρησιμοποιήσει τις μεθόδους που προβλέπονται στο εθνικό δικονομικό του δίκαιο, όπως, παραδείγματος χάρη, να κλητεύσει τον μάρτυρα να εμφανιστεί ενώπιόν του;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

24      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί κατά πόσον οι διατάξεις του κανονισμού 1206/2001, ιδίως το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτού, έχουν την έννοια ότι το αρμόδιο δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο προτίθεται να εξετάσει ως μάρτυρα ένα διάδικο που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος πρέπει πάντα να εφαρμόζει, προκειμένου να προβεί σε τέτοια εξέταση, τις προβλεπόμενες από τον κανονισμό αυτό μεθόδους διεξαγωγής αποδείξεων ή, αντιθέτως, κατά πόσον το δικαστήριο αυτό έχει την ευχέρεια να κλητεύσει ενώπιόν του τον διάδικο αυτό και να τον εξετάσει κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται το εν λόγω δικαστήριο.

25      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1206/2001, ο κανονισμός αυτός ισχύει σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, όταν δικαστήριο κράτους μέλους παραγγέλλει, σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής του νομοθεσίας, είτε στο αρμόδιο δικαστήριο άλλου κράτους μέλους τη διεξαγωγή αποδείξεων είτε τη διεξαγωγή αποδείξεων από αυτό το ίδιο απευθείας στο άλλο κράτος μέλος.

26      Ως προς τούτο, διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1206/2001, όπως αυτό καθορίζεται στο ανωτέρω άρθρο και όπως προκύπτει από το σύστημα του κανονισμού αυτού, περιορίζεται σε δύο μεθόδους διεξαγωγής αποδείξεων, ήτοι, αφενός, στη διεξαγωγή αποδείξεων από το δικαστήριο εκτελέσεως κατά τα άρθρα 10 έως 16 του εν λόγω κανονισμού κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους και, αφετέρου, στην απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων από το δικαστήριο εκτελέσεως σε άλλο κράτος μέλος, οι λεπτομέρειες της οποίας καθορίζονται στο άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού.

27      Αντιθέτως, ο κανονισμός 1206/2001 δεν περιέχει κάποια διάταξη που να ρυθμίζει ή να αποκλείει τη δυνατότητα του δικαστηρίου κράτους μέλους να κλητεύει διάδικο που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να εμφανισθεί απευθείας ενώπιόν του και να καταθέσει ως μάρτυρας.

28      Εξ αυτού συνάγεται ότι ο κανονισμός 1206/2001 εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, μόνο στην περίπτωση που το δικαστήριο κράτους μέλους αποφασίζει να προβεί στη διεξαγωγή αποδείξεων σύμφωνα με μία εκ των δύο μεθόδων που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, περίπτωση στην οποία υποχρεούται να ακολουθήσει τις συναφείς με τις εν λόγω μεθόδους διαδικασίες.

29      Εν συνεχεία, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τη δεύτερη, την έβδομη, την όγδοη, τη δέκατη και την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1206/2001, σκοπός του κανονισμού αυτού είναι η απλή, αποτελεσματική και ταχεία διεξαγωγή αποδείξεων σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα. Η εκ μέρους δικαστηρίου κράτους μέλους διεξαγωγή αποδείξεων σε άλλο κράτος μέλος δεν πρέπει να έχει ως συνέπεια την καθυστέρηση των εθνικών διαδικασιών. Για τον λόγο αυτό, ο εν λόγω κανονισμός εγκαθίδρυσε ένα υποχρεωτικό για όλα τα κράτη μέλη —εξαιρουμένου του Βασιλείου της Δανίας— καθεστώς για την εξάλειψη εμποδίων που μπορούν να εμφανίζονται σε αυτόν τον τομέα (βλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C­283/09, Weryński, Συλλογή 2011, σ. I‑601 , σκέψη 62).

30      Δεν συνάδει, όμως, προς τον σκοπό αυτό τυχόν ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 1206/2001, κατά την οποία απαγορεύεται, κατά γενικό τρόπο, σε δικαστήριο κράτους μέλους να κλητεύει ενώπιόν του, δυνάμει της εθνικής του νομοθεσίας, ως μάρτυρα ένα διάδικο, ο οποίος κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, και να τον εξετάζει κατ’ εφαρμογή της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας. Πράγματι, όπως παρατήρησαν η Πολωνική και η Τσεχική Κυβέρνηση, καθώς και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 44 των προτάσεών του, τέτοια ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των δυνατοτήτων του δικαστηρίου αυτού να προβεί στην εξέταση ενός τέτοιου διαδίκου.

31      Επομένως, είναι προφανές ότι υπό ορισμένες περιστάσεις, κυρίως όταν ο κλητευθείς να εξετασθεί ως μάρτυρας διάδικος προτίθεται να παρουσιασθεί εκουσίως, θα ήταν απλούστερο, αποτελεσματικότερο και ταχύτερο για το αρμόδιο δικαστήριο να τον εξετάσει σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία αντί να προσφύγει στις μεθόδους διεξαγωγής αποδείξεων που προβλέπει ο κανονισμός 1206/2001.

32      Ως προς τούτο, πρέπει να επισημανθεί ότι εξέταση μάρτυρα, η οποία διενεργείται από το αρμόδιο δικαστήριο δυνάμει της εθνικής του νομοθεσίας, παρέχει στο τελευταίο τη δυνατότητα όχι μόνο να θέσει απευθείας ερωτήσεις στον διάδικο, αλλά επίσης να του αντιπαραθέσει τις δηλώσεις άλλων διαδίκων ή μαρτύρων που ενδεχομένως παρίστανται στην εξέταση, καθώς και να διαπιστώσει αυτό το ίδιο, μέσω ενδεχόμενων συμπληρωματικών ερωτήσεων, την αξιοπιστία της μαρτυρικής του καταθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πραγματικές και νομικές πτυχές της υποθέσεως. Μια τέτοια εξέταση διακρίνεται, επομένως, από τη διεξαγωγή αποδείξεων από το δικαστήριο εκτελέσεως κατά τα άρθρα 10 έως 16 του εν λόγω κανονισμού, παρότι το άρθρο 12 αυτού επιτρέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, την παρουσία και τη συμμετοχή εντεταλμένων του αιτούντος δικαστηρίου σε μια εξέταση. Η απευθείας διεξαγωγή αποδείξεων κατά το άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού, καίτοι επιτρέπει στο αιτούν δικαστήριο να διενεργήσει αυτό το ίδιο μια εξέταση κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους του, εξακολουθεί εντούτοις να υπόκειται στην έγκριση και στους όρους που επιβάλλει το κεντρικό όργανο ή η αρμόδια αρχή του αιτούντος κράτους, καθώς και σε άλλες ρυθμίσεις που προβλέπει το άρθρο αυτό.

33      Τέλος, η ερμηνεία κατά την οποία ο κανονισμός 1206/2001 δεν διέπει τη διασυνοριακή διεξαγωγή αποδείξεων κατά εξαντλητικό τρόπο, αλλά σκοπεί αποκλειστικώς στη διευκόλυνση μιας τέτοιας διεξαγωγής επιτρέποντας τη χρήση άλλων μέσων που έχουν τον ίδιο σκοπό, επιρρωννύεται από το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 1206/2001, το οποίο ρητώς επιτρέπει επιμέρους συμφωνίες ή συμβάσεις μεταξύ κρατών μελών, αποσκοπούσες στην περαιτέρω διευκόλυνση της διεξαγωγής αποδείξεων, εφόσον συνάδουν προς τον κανονισμό αυτό.

34      Το Δικαστήριο διαπίστωσε, βεβαίως, στη σκέψη 23 της προπαρατεθείσας αποφάσεως St. Paul Dairy, ότι ένα αίτημα εξετάσεως μάρτυρα υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο καταστρατηγήσεως των κανόνων του κανονισμού 1206/2001 που διέπουν, με τις ίδιες εγγυήσεις και τα ίδια αποτελέσματα για όλα τα υποκείμενα δικαίου, τη διαβίβαση και την εξέταση της παραγγελίας ενός δικαστηρίου κράτους μέλους για τη διεξαγωγή αποδείξεων σε άλλο κράτος μέλος.

35      Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί ως επιβάλλουσα στο δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο είναι αρμόδιο να αποφασίσει επί της ουσίας της υποθέσεως και το οποίο προτίθεται να εξετάσει ένα μάρτυρα που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, την υποχρέωση να προβεί στην εξέταση αυτή κατά τους κανόνες που προβλέπει ο κανονισμός 1206/2001.

36      Συναφώς, πρέπει να αναφερθεί ότι χαρακτηριστικό των περιστάσεων που είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως ήταν το γεγονός ότι η υποβληθείσα εξ ενός των διαδίκων αίτηση περί προσωρινής εξετάσεως μάρτυρα απευθυνόταν απευθείας στο δικαστήριο του κράτους μέλους της κατοικίας του μάρτυρα, το οποίο δεν ήταν, εντούτοις, αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση επί της ουσίας. Μια τέτοια, όμως, αίτηση μπορούσε πράγματι να χρησιμοποιηθεί ως μέσο καταστρατηγήσεως των κανόνων του κανονισμού 1206/2001, καθότι είναι ικανή να στερήσει από το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο έπρεπε να έχει απευθυνθεί η αίτηση αυτή, τη δυνατότητα να προβεί στην εξέταση του εν λόγω μάρτυρα σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει ο προαναφερθείς κανονισμός. Αντιθέτως, οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως διαφέρουν από εκείνες που είχαν ως αποτέλεσμα της έκδοση της προπαρατεθείσας υποθέσεως St. Paul Dairy στο μέτρο που η αίτηση προσωρινής εξετάσεως μάρτυρα υποβλήθηκε στο αρμόδιο δικαστήριο.

37      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το αρμόδιο δικαστήριο κράτους μέλους έχει την ευχέρεια να κλητεύσει ενώπιόν του, ως μάρτυρα, διάδικο που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος και να τον εξετάσει κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται το εν λόγω δικαστήριο.

38      Επιπλέον, το τελευταίο αυτό δικαστήριο έχει κάθε ευχέρεια να αντλήσει από τη μη εμφάνιση, χωρίς εύλογη δικαιολογία, ενός διαδίκου ως μάρτυρα τις συνέπειες που ενδεχομένως προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται, υπό την προυπόθεση ότι αυτές εφαρμόζονται τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1206/2001, ιδίως το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτού, έχουν την έννοια ότι το αρμόδιο δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο προτίθεται να εξετάσει, ως μάρτυρα, ένα διάδικο που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος έχει την ευχέρεια, προκειμένου να προβεί σε τέτοια εξέταση, να κλητεύσει ενώπιόν του τον διάδικο αυτό και να τον εξετάσει κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται το εν λόγω δικαστήριο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

40      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 1206/2001 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, ιδίως το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτού, έχουν την έννοια ότι το αρμόδιο δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο προτίθεται να εξετάσει, ως μάρτυρα, ένα διάδικο που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος έχει την ευχέρεια, προκειμένου να προβεί σε τέτοια εξέταση, να κλητεύσει ενώπιόν του τον διάδικο αυτό και να τον εξετάσει κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται το εν λόγω δικαστήριο.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.