Language of document : ECLI:EU:T:2011:498

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 20ής Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος απεικονίζοντος το σοβιετικό έμβλημα – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Προσβολή της δημόσιας τάξεως ή των χρηστών ηθών – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑232/10,

Couture Tech Ltd, με έδρα την Tortola (Βρετανικές Παρθένες Νήσοι), εκπροσωπούμενη από τον B. Whyatt, barrister,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον G. Schneider,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 5ης Μαρτίου 2010 (υπόθεση R 1509/2008‑2), σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως του απεικονίζοντος το σοβιετικό έμβλημα εικονιστικού σημείου ως κοινοτικού σήματος,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Μαΐου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Σεπτεμβρίου 2010,

έχοντας υπόψη την απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2010 περί απορρίψεως της αιτήσεως της προσφεύγουσας περί εξαιρέσεως,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως περί της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και δεδομένου ότι αποφασίστηκε, κατά συνέπεια, κατόπιν εκθέσεως της εισηγήτριας δικαστή και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Couture Tech Ltd, προσφεύγουσα, υπέβαλε στις 22 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ). 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι το αμέσως κατωτέρω παρατιθέμενο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 3, 14, 18, 23, 26 και 43 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

4        Με απόφαση της 27ης Αυγούστου 2008, ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως με το αιτιολογικό ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση αντέκειτο στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 40/94 (το οποίο κατέστη άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009), σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (το οποίο κατέστη άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009).

5        Κατά της αποφάσεως του εξεταστή, η προσφεύγουσα άσκησε στις 20 Οκτωβρίου 2008 προσφυγή.

6        Με απόφαση της 5ης Μαρτίου 2010 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε προκαταρκτικώς ότι το σήμα του οποίου είχε ζητηθεί η καταχώριση συνίστατο στην ακριβή απεικόνιση του εμβλήματος της πρώην Ενώσεως Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ). Στηριζόμενο στη νομοθεσία και στη διοικητική πρακτική της Ουγγαρίας, της Λεττονίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα συνδεόμενα με την πρώην ΕΣΣΔ σύμβολα εκλαμβάνονταν ως αντικείμενα στη δημόσια τάξη και στα χρηστά ήθη εκ μέρους σημαντικού τμήματος του ενδιαφερόμενου κοινού, ήτοι του ευρέος κοινού το οποίο διαβιοί εντός του τμήματος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που είχε τελέσει υπό το σοβιετικό καθεστώς. Εξ αυτού το τμήμα προσφυγών συνήγαγε ότι το σήμα του οποίου είχε ζητηθεί η καταχώριση αντέκειτο στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009 τουλάχιστον καθό μέτρο τούτο αφορούσε την επικράτεια της Ουγγαρίας και της Λεττονίας. Κατά το τμήμα προσφυγών, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 2΄, του κανονισμού 207/2009, αρκεί να έχει κριθεί ότι ένα σημείο αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη εντός ενός και μόνον κράτους μέλους προκειμένου να μη γίνει δεκτό προς καταχώριση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το τμήμα προσφυγών συνήγαγε ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 το σήμα δεν έπρεπε να γίνει δεκτό προς καταχώριση.

 Αιτήματα των διαδίκων

7        Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

8        Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

9        Η προσφεύγουσα επικαλείται δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, ο μεν πρώτος από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, ο δε δεύτερος από προσβολή των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009

10      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος εδράζεται σε πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το τμήμα προσφυγών ερμηνεύοντας το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Το δεύτερο σκέλος εδράζεται σε πλάνη περί την εκτίμηση στην οποία υπέπεσε το τμήμα προσφυγών εφαρμόζοντας τις ως άνω διατάξεις στην περίπτωση του σήματος για το οποίο ζητήθηκε η καταχώριση.

 Επί του πρώτου σκέλους το οποίο εδράζεται σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009

–       Επιχειρηματολογία των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι, σε αντίθεση προς όσα έκρινε το τμήμα προσφυγών, από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 δεν προκύπτει ότι ένα σημείο δεν πρέπει να γίνεται δεκτό προς καταχώριση εφόσον συντρέχει απόλυτος λόγος απαραδέκτου προβλεπόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού, σε ένα μόνο τμήμα της Ενώσεως.

12      Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 εξυπηρετεί άλλο σκοπό. Η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται οσάκις ορισμένα δίκαια είτε δεν προβλέπουν διατάξεις στοιχούσες σε κάθε έναν από τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου τους οποίους προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, είτε προβλέπουν απόλυτους λόγους απαραδέκτου συμπληρωματικούς έναντι των προβλεπομένων από την προπαρατεθείσα διάταξη. Η εφαρμογή του έχει ως συνέπεια ότι, ανεξάρτητα από τους προβλεπόμενους στα διάφορα κράτη μέλη απόλυτους λόγους απαραδέκτου, οι μόνοι ασκούντες επιρροή στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος λόγοι είναι οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

13      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι την άποψή της επιρρωννύει η χρήση της εκφράσεως «ακόμη και αν» στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Συγκεκριμένα, η υποστηριζόμενη από το τμήμα προσφυγών ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως προϋποθέτει ότι η ως άνω έκφραση εκλαμβάνεται ως σημαίνουσα «οσάκις», «αν» ή «αρκεί να», οπότε εδράζεται σε πεπλανημένη προσέγγιση.

14      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, καίτοι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 αφορά όλους τους προβλεπόμενους στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού απόλυτους λόγους απαραδέκτου, η εκ μέρους του τμήματος προσφυγών ερμηνεία του δεν μπορεί να τυγχάνει εφαρμογής σε κάθε έναν από τους λόγους αυτούς, ειδικότερα δε στον προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ανωτέρω κανονισμού.

15      Δεύτερον, στηριζόμενη στην ερμηνεία την οποία δίδει η ίδια στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση προς την κρίση του τμήματος προσφυγών, οι απαντώσες στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του ίδιου κανονισμού έννοιες της «δημόσιας τάξεως» και των «χρηστών ηθών» πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αναφέρονται στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη της Ενώσεως. Επομένως, το περιεχόμενο των εν λόγω εννοιών θα έπρεπε να ερμηνευθεί εν αναφορά προς το δίκαιο της Ενώσεως, προς τους στόχους και τις θεμελιώδεις αρχές επί των οποίων αυτή εδράζεται και επί των οποίων συμμετέχουν όλα τα κράτη μέλη καθώς και εν αναφορά προς τις διεθνείς συμβάσεις, όπως είναι η Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Αντιθέτως, δεν ασκεί επιρροή η αφορώσα τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη των διαφόρων κρατών μελών νομοθεσία δοθέντος ότι η δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη κατ’ αυτά ενδέχεται να διαφέρουν εκείνων που υφίστανται στο επίπεδο της Ενώσεως.

16      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται συναφώς ότι, σε αντίθεση προς τα εθνικά σήματα, ο ρόλος του κοινοτικού σήματος έγκειται στη συμμετοχή στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας εντός της κοινής αγοράς. Επομένως, δυνάμει μεταξύ άλλων των αιτιολογικών σκέψεων 2 έως 4 του κανονισμού 207/2009, το κοινοτικό σήμα διέπεται από ένα ενιαίο δίκαιο της Ενώσεως το οποίο απολαύει ενιαίας προστασίας και παράγει τα αποτελέσματά του επί του συνολικού εδάφους της Ενώσεως.

17      Ομοίως, σύμφωνα με τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 207/2009, το ΓΕΕΑ είναι ανεξάρτητο όργανο δραστηριοποιούμενο στο πλαίσιο του δικαίου της Ενώσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι τόσο το ΓΕΕΑ όσο και ο δικαστής της Ενώσεως οφείλουν να εφαρμόζουν τον εν λόγω κανονισμό επί τη βάσει μιας ανεξάρτητης από εκείνη ενός εκάστου των κρατών μελών λαμβανομένων ατομικώς πολιτικής.

18      Εξάλλου, η συνιστάμενη στο να λαμβάνεται υπόψη η δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη των διαφόρων κρατών μελών προσέγγιση θα επιβράδυνε υπερβολικά τη διαδικασία καταχωρίσεως ενός κοινοτικού σήματος σε βάρος του αιτούντος. Θα υποχρέωνε επίσης τον αιτούντα την καταχώριση σήματος το οποίο αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη εντός ενός μόνον από τα 27 κράτη μέλη της Ενώσεως να επιτύχει και να διατηρήσει 26 εθνικές καταχωρίσεις. Το γεγονός αυτό προσλαμβάνει ακόμα μεγαλύτερη σημασία εφόσον, ενώ, δυνάμει του 110, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, μπορεί να απαγορευθεί εντός κράτους μέλους η χρήση κοινοτικού σήματος, βάσει μεταξύ άλλων του ποινικού δικαίου του οικείου κράτους, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί την έκπτωση του δικαιούχου του εν λόγω κοινοτικού σήματος από τα δικαιώματά του.

19      Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι τη θέση της επιρρωννύει η νομολογία, σύμφωνα με την οποία το κοινοτικό καθεστώς των σημάτων αποτελεί ένα αυτόνομο σύστημα, η εφαρμογή του οποίου είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε εθνικό σύστημα. Συγκεκριμένα, απόρροια της ανωτέρω νομολογίας είναι ότι δεν λαμβάνονται υπόψη τα προερχόμενα από τα κράτη μέλη στοιχεία, ούτε η συμβατότητα της χρήσεως του κοινοτικού σήματος προς το ποινικό δίκαιο των εν λόγω κρατών.

20      Επικουρικώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη η δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη εντός των κατ’ ιδίαν κρατών μελών, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι στην περίπτωση αυτή η πραγματοποιηθείσα από το ΓΕΕΑ εξέταση πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των κρατών μελών ή ορισμένων ομάδων αυτών και όχι μόνον εκείνα τα οποία επιλέγει το ίδιο ενδεικτικώς. Ειδικότερα, επιβάλλεται η ανάληψη μιας «εργώδους προσπάθειας εξισορροπήσεως», καθόσον η άποψη ενός κράτους μέλους ή μιας ομάδας κρατών μελών δεν πρέπει να αναγνωρίζεται διά της επιβολής της στο σύνολο της Ενώσεως.

21      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων των προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

22      Πρώτον, κατά τη νομολογία, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 έχει την έννοια ότι ένα σήμα δεν πρέπει να γίνεται δεκτό προς καταχώριση αν καταλαμβάνεται από ένα προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού λόγο απαραδέκτου εντός ενός τμήματος της Ενώσεως. Ένα τέτοιο τμήμα μπορεί να αποτελείται, ενδεχομένως, από ένα μόνο κράτος μέλος (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, C‑25/05 P, Storck κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑5719, σκέψεις 81 και 83).

23      Αναφορικά με τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία τίθεται υπό αμφισβήτηση η ως άνω ερμηνεία, παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι η ως άνω ερμηνεία δεν έρχεται σε αντίθεση με το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Πράγματι, η χρήση της εκφράσεως «ακόμη και αν», η οποία απαντά στην εν λόγω διάταξη, συνεπάγεται ότι, αν ένα σημείο καταλαμβάνεται από απόλυτο λόγο απαραδέκτου μόνο εντός ενός τμήματος της Ενώσεως, τούτο δεν παρεμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009. Έτσι, με βάση το συνδυασμό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού, ένα σήμα δεν πρέπει να γίνεται δεκτό προς καταχώριση εφόσον καταλαμβάνεται από απόλυτο λόγο απαραδέκτου εντός του συνόλου του εδάφους της Ενώσεως ή, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, εντός μόνον ενός τμήματος του εδάφους αυτού.

24      Ακολούθως, καίτοι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 διατυπώνεται κατά γενικόλογο τρόπο, εντούτοις, από τη διατύπωσή του δεν προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος με αυτό κανόνας πρέπει κατ’ ανάγκη να εφαρμόζεται επί όλων των απαριθμούμενων στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του εν λόγων κανονισμού λόγων απαραδέκτου. Άλλωστε, όσον αφορά τον προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 απόλυτο λόγο απαραδέκτου, επί του οποίου επέμεινε ειδικότερα η προσφεύγουσα, μπορεί κάλλιστα ένα σημείο να στερείται διακριτικού χαρακτήρα μόνον εντός ενός τμήματος της Ενώσεως, ιδίως λόγω του ότι έχει σημειολογικό περιεχόμενο μόνο για ορισμένες γλώσσες ή ως εκ του ότι λαμβάνουν χώρα αποκλίνουσες πρακτικές συνδεόμενες προς την εμπορία των επιδίκων προϊόντων ή υπηρεσιών.

25      Τέλος, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, αν οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου είναι οι μόνοι που ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως ενός κοινοτικού σήματος, ανεξάρτητα από τους προβλεπόμενους από το δίκαιο των κρατών μελών απόλυτους λόγους απαραδέκτου, τούτο είναι απόρροια της φύσεως του κανονισμού ως πράξεως δεσμευτικής ως προς όλα τα μέρη της και ισχύουσας άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Συναφώς, το γράμμα της εν λόγω διατάξεως ορίζει εξαντλητικό κατάλογο των απολύτων λόγων απαραδέκτου ο οποίος δεν αναφέρεται στους προβλεπόμενους από τα δίκαια των κρατών μελών καταλόγους. Ομοίως, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 προβλέπει ότι τα κοινοτικά σήματα καταχωρίζονται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ο ίδιος. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η προτεινόμενη από την προσφεύγουσα ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 καθό μέτρο θα στερούσε την ως άνω παράγραφο της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της.

26      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, όπως διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών, από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, και παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι ένα σήμα πρέπει να μη γίνεται δεκτό προς καταχώριση όταν αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη εντός ενός τμήματος της Ενώσεως, το τμήμα δε αυτό δύναται να αποτελείται, ενδεχομένως, από ένα μόνο κράτος μέλος.

27      Δεύτερον, όσον αφορά το ερώτημα αν οι έννοιες «δημόσια τάξη» και «χρηστά ήθη» πρέπει να ερμηνεύονται αποκλειστικά διά της αναγωγής στις κοινές περιστάσεις στο σύνολο των κρατών μελών ή αν πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις που επικρατούν στα κατ’ ιδίαν κράτη μέλη, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία, η ουσιώδης λειτουργία ενός σήματος έγκειται στην ταυτοποίηση της εμπορικής προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας ώστε να παρέχεται έτσι στον καταναλωτή, ο οποίος αγοράζει το διακρινόμενο με το σήμα προϊόν ή τη διακρινόμενη με αυτό υπηρεσία, η δυνατότητα να προβεί, σε περίπτωση νεότερης αγοράς, στην ίδια επιλογή αν η εμπειρία αποβεί θετική ή σε διαφορετική επιλογή αν η εμπειρία αποβεί αρνητική [απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T‑34/00, Eurocool Logistik κατά ΓΕΕΑ (EUROCOOL), Συλλογή 2002, σ. II‑683, σκέψη 37].

28      Υπό την έννοια αυτή, προορισμός ενός σήματος είναι να χρησιμοποιηθεί από το απαρτιζόμενο από τους καταναλωτές των προϊόντων και των υπηρεσιών που αυτό προσδιορίζει κοινό.

29      Το γενικό συμφέρον επί του οποίου εδράζεται ο προβλεπόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009 απόλυτος λόγος απαραδέκτου έγκειται στο να αποφεύγεται η καταχώριση σημείων τα οποία θα προσέβαλλαν τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη στο πλαίσιο μιας τέτοιας χρήσεως εντός του εδάφους της Ενώσεως.

30      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η συνδρομή του προβλεπόμενου στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009 απόλυτου λόγου απαραδέκτου πρέπει να εκτιμάται εν αναφορά προς την αντίληψη του μέσου καταναλωτή εντός του εδάφους της Ενώσεως ως προς τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση.

31      Αφενός, οι εντός του εδάφους της Ενώσεως καταναλωτές ευρίσκονται εξ ορισμού στο έδαφος κράτους μέλους.

32      Αφετέρου, τα σημεία εκείνα τα οποία το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί να εκλάβει ως αντικείμενα προς τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη δεν είναι ίδια εντός όλων των κρατών μελών, ιδίως για γλωσσικούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς λόγους.

33      Ως εκ τούτου, η άποψη ως προς το ότι ένα σήμα είναι ή όχι αντίθετο προς τη δημόσια τάξη ή προς τα χρηστά ήθη επηρεάζεται από περιστάσεις προσιδιάζουσες στο κράτος μέλος εντός του οποίου ευρίσκονται οι καταναλωτές οι οποίοι ανήκουν στο ενδιαφερόμενο κοινό.

34      Κατόπιν αυτού, εκτιμάται ότι, για την εφαρμογή του προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009 απόλυτου λόγου απαραδέκτου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον οι κοινές στο σύνολο των κρατών μελών της Ενώσεως περιστάσεις αλλά και οι προσιδιάζουσες σε κατ’ ιδίαν κράτη μέλη περιστάσεις οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν την αντίληψη του ευρισκόμενου στο έδαφος των εν λόγω κρατών μελών ενδιαφερόμενου κοινού.

35      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

36      Έτσι, πρώτον, το κοινοτικό καθεστώς των σημάτων αποτελεί αυτόνομο σύστημα, η εφαρμογή του οποίου είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε εθνικό σύστημα [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, T-140/02, Sportwetten κατά ΓΕΕΑ – Intertops Sportwetten (INTERTOPS), Συλλογή 2005, σ. II-3247, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Τούτο συνεπάγεται, ιδίως, ότι το αν υφίσταται ο προβλεπόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009 απόλυτος λόγος απαραδέκτου πρέπει να εκτιμάται σε όλες τις περιπτώσεις σύμφωνα με το προβλεπόμενο στην ως άνω διάταξη κριτήριο, ερμηνευόμενο εν αναφορά προς την αντίληψη του ευρισκόμενου στο έδαφος της Ενώσεως ή σε τμήμα του εδάφους αυτού ενδιαφερόμενου κοινού. Αντιθέτως, δεν προσκρούει στον αυτόνομο χαρακτήρα του κοινοτικού καθεστώτος των σημάτων το να λαμβάνονται υπόψη περιστάσεις προσιδιάζουσες σε κράτη μέλη οι οποίες περιστάσεις δύνανται να επηρεάζουν τη συγκεκριμένη αντίληψη.

37      Στη συγκεκριμένη αλληλουχία, όσον αφορά τη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική ορισμένων κρατών μελών, επίκληση των οποίων έγινε από το τμήμα προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφασή του, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι τα εν λόγω στοιχεία ελήφθησαν υπόψη όχι λόγω της κανονιστικής φύσεώς τους αλλ’ ως αποχρώσες ενδείξεις αφορώσες τα πραγματικά περιστατικά και επιτρέπουσες την εκτίμηση της εκ μέρους του ευρισκόμενου στα οικεία κράτη μέλη ενδιαφερόμενου κοινού αντιλήψεως περί των συνδεομένων με την πρώην ΕΣΣΔ συμβόλων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσάπτεται στο τμήμα προσφυγών ότι προσέβαλε τον αυτόνομο χαρακτήρα του κοινοτικού καθεστώτος των σημάτων συναφώς.

38      Δεύτερον, ο στόχος ο οποίος συνίσταται στην ανάπτυξη της κοινής αγοράς δεν δικαιολογεί το να θίγονται η δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη εντός ενός τμήματος της εν λόγω αγοράς.

39      Τρίτον, καθό μέτρο προκύπτει από το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 ότι το ΓΕΕΑ προβαίνει σε αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών, δεν μπορεί να εκληφθεί ότι η παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 34 ερμηνεία επιβραδύνει κατά τρόπο υπερβολικό τη διαδικασία καταχωρίσεως σε βάρος του αιτούντος. Πράγματι, εναπόκειται στο ΓΕΕΑ να εξετάσει αν υφίστανται οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου εντός όλων των τμημάτων της Ενώσεως. Ακολούθως, εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί των ενστάσεων τις οποίες προέβαλε εν τοις πράγμασι ο εξεταστής μετά το πέρας του ελέγχου του.

40      Τέταρτον, η ανάγκη να επιτευχθούν και να διατηρηθούν οι εθνικές καταχωρίσεις όταν ένας προβλεπόμενος από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 απόλυτος λόγος απαραδέκτου καταλαμβάνει ένα σήμα μόνον εντός ενός τμήματος της Ενώσεως είναι άμεση συνέπεια του ενιαίου χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος, τον οποίο κατοχυρώνει η τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 207/2009, καθώς και το άρθρο 1, παράγραφος 2, αυτού. Ως εκ τούτου, το γεγονός αυτό είναι σύμφυτο με την οικονομία του οικείου κανονισμού.

41      Πέμπτον, το άρθρο 110, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 αναφέρεται στην απαγόρευση της χρήσεως ενός κοινοτικού σήματος το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο καταχωρίσεως. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση της ανωτέρω διατάξεως στο πλαίσιο της εξετάσεως του αν συντρέχει ο προβλεπόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009 απόλυτος λόγος απαραδέκτου, εξέταση η οποία προηγείται της καταχωρίσεως του σήματος.

42      Υπό το φως του συνόλου των προηγηθεισών σκέψεων, επιβάλλεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας, αφενός, ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, ένα σημείο δεν πρέπει να γίνεται δεκτό προς καταχώριση εφόσον το καταλαμβάνει ο προβλεπόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του ίδιου κανονισμού απόλυτος λόγος απαραδέκτου εντός μόνον ενός τμήματος της Ενώσεως, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, ενός μόνον κράτους μέλους, και, αφετέρου, ότι, για την ερμηνεία των εννοιών «δημόσια τάξη» και «χρηστά ήθη», δεν όφειλε να λάβει υπόψη τα προσιδιάζοντα στα κατ’ ιδίαν κράτη μέλη στοιχεία.

43      Κατόπιν αυτού, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου σκέλους το οποίο εδράζεται σε πεπλανημένη εκτίμηση κατά την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, και παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 επί του σήματος τους οποίου ζητείται η καταχώριση

–       Επιχειρηματολογία των διαδίκων

44      Στηριζόμενη επί της ερμηνείας της του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, και παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, η οποία προεξετέθη στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη της Ενώσεως και ότι ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να μη γίνει δεκτό προς καταχώριση.

45      Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, σε αντίθεση προς τον αγκυλωτό σταυρό, ο πολιτικός συνειρμός του εμβλήματος της πρώην ΕΣΣΔ αποδυναμώθηκε και μετατράπηκε σε προκλητικό συνειρμό, συνδεόμενος προς την έννοια της πρωτοποριακής εμπροσθοφυλακής, κατά τρόπον ώστε το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση να έχει αποκτήσει ένα «νέο διακριτικό χαρακτήρα».

46      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι το έμβλημα το οποίο αποτελεί το προς καταχώριση σήμα δεν απαγορεύθηκε σε κανένα κράτος μέλος της Ενώσεως, ενώ άλλωστε η Επιτροπή απέρριψε το 2005 αίτημα περί γενικής απαγορεύσεως των κομμουνιστικών συμβόλων. Το γεγονός ότι ορισμένες χρήσεις των εν λόγω συμβόλων έχουν τυχόν απαγορευτεί στην Ουγγαρία και στη Λεττονία στερείται σημασίας στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως.

47      Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν αποκλείεται οι απαγορεύσεις χρήσεως συμβόλων όπως το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, σύμφωνα με όσα προβλέπουν το ουγγρικό και το λεττονικό δίκαιο, να αντίκεινται στην ΕΣΔΑ.

48      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων των προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

49      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009, τα σήματα τα οποία αντίκεινται στη δημόσια τάξη και στα χρηστά ήθη δεν γίνονται δεκτά προς καταχώριση.

50      Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η εξέταση του αν ένα σημείο προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη πρέπει να χωρεί εν αναφορά προς την αντίληψη περί του σημείου αυτού, κατά τη χρήση του ως σήματος, εκ μέρους του ευρισκόμενου εντός της Ενώσεως ή εντός ενός τμήματός της ενδιαφερόμενου κοινού. Το τμήμα αυτό μπορεί να αποτελείται, ενδεχομένως, από ένα μόνο κράτος μέλος.

51      Προκαταρκτικώς, δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι ενδιαφερόμενο κοινό είναι το ευρύ κοινό. Επομένως, όπως ορθώς επισήμανε στη σκέψη 37 της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του το τμήμα προσφυγών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συναγόμενη από το εν λόγω κοινό αντίληψη του μέσου καταναλωτή, ο οποίος διαθέτει τα συνήθη περιθώρια ευαισθησίας και ανεκτικότητας.

52      Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το τμήμα προσφυγών και σύμφωνα με το οποίο το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση αντίκειται προς τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη θεμελιώνεται, μεταξύ άλλων, στην εξέταση στοιχείων αφορώντων την κατάσταση στην Ουγγαρία, λόγω της καθοριστικής επιρροής της πρώην ΕΣΣΔ επί του εν λόγω κράτους μέλους κατά την πρόσφατη ιστορία.

53      Το τμήμα προσφυγών αναφέρθηκε, πρώτον, στο άρθρο 269/B του 1978. évi IV. törvény a Büntetö Törvénykönyvröl (νόμος αριθ. IV του 1978 περί του ποινικού κώδικα, στο εξής: ουγγρικός ποινικός κώδικας), τιτλοφορούμενο «Χρήση συμβόλων αυταρχισμού». Η εν λόγω διάταξη προβλέπει τα ακόλουθα:

«(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο

a)      διανέμει

b)      χρησιμοποιεί ενώπιον ενός ευρέος κοινού

c)      επιδεικνύει δημοσίως

αγκυλωτό σταυρό, αναφορά στα αρχικά SS, σταυρό με βραχίονες απεικονίζοντες βέλη, σφυροδρέπανο, ερυθρό αστέρα με πέντε βραχίονες ή σύμβολο απεικονίζον τα ανωτέρω, ελλείψει σοβαρότερης παραβάσεως, διαπράττει έγκλημα το οποίο τιμωρείται με την επιβολή προστίμου.

2)      Δεν τιμωρούνται οι διαπράττοντες την περιγραφόμενη στην παράγραφο 1 πράξη με σκοπό τη διάδοση γνώσεων, την εκπαίδευση, την επιστήμη, την τέχνη ή τη διάδοση πληροφοριών αφορωσών ιστορικά ή σύγχρονα συμβάντα.

3)       Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται επί των ισχυόντων επισήμων συμβόλων των κρατών.»

54      Το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι, σύμφωνα με τα σχόλια του ουγγρικού ποινικού κώδικα, ένα σύμβολο περιγράφει μία ιδέα, ένα πρόσωπο ή ένα συμβάν και περιλαμβάνει ένα διακριτικό γνώρισμα ή μία εικόνα κατά τρόπον ώστε να συνδέονται προς το εν λόγω σημείο και την ιδέα, το πρόσωπο ή το περιγραφόμενο συμβάν. Εξάλλου, η χρήση δημοσίως περιλαμβάνει την περίπτωση ενός σημείου το οποίο απεικονίζεται επί ενός προϊόντος ως σήμα όταν το προϊόν διανέμεται στην αγορά.

55      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών αναφέρθηκε στις κατευθυντήριες γραμμές του Magyar Szabadalmi Hivatal (ουγγρικό Γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), το οποίο κατέστη από 1ης Ιανουαρίου 2011 Szellemi Tulajdon Nemzeti Hivatala (ουγγρικό Γραφείο πνευματικής ιδιοκτησίας), σύμφωνα με τις οποίες τα περιλαμβάνοντα «σύμβολα αυταρχισμού» σημεία πρέπει να θεωρούνται ως αντικείμενα στη δημόσια τάξη.

56      Υπό το φως των στοιχείων αυτών, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση εκλαμβάνεται ως αντικείμενο προς τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη εκ μέρους του ευρισκόμενου στην Ουγγαρία ενδιαφερόμενου κοινού λόγω του ότι συμβολίζει την πρώην ΕΣΣΔ.

57      Όσον αφορά τη βασιμότητα της ανωτέρω διαπιστώσεως, παρατηρείται, προκαταρκτικώς, ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αν συντρέχει ο προβλεπόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009 απόλυτος λόγος απαραδέκτου, τα προερχόμενα από το εθνικό δίκαιο στοιχεία, όπως αυτά τα οποία εξέτασε εν προκειμένω το τμήμα προσφυγών, δεν εφαρμόζονται λόγω της κανονιστικής ισχύος τους και ως εκ τούτου δεν συνιστούν κανόνες δεσμεύοντες το ΓΕΕΑ. Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 36, το κοινοτικό καθεστώς των σημάτων συνιστά ένα αυτόνομο σύστημα, η εφαρμογή του οποίου είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε εθνικό σύστημα.

58      Εντούτοις, τα στοιχεία αυτά συνιστούν αποχρώσες ενδείξεις των πραγματικών περιστατικών επιτρέπουσες την εκτίμηση της αντιλήψεως περί ορισμένων κατηγοριών σημείων εκ μέρους του ευρισκόμενου στο οικείο κράτος μέλος ενδιαφερόμενου κοινού.

59      Έτσι, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 269/B του ουγγρικού ποινικού κώδικα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη θεωρία και διευκρινίζεται από τη διοικητική πρακτική, ο Ούγγρος νομοθέτης έκρινε απαραίτητο να απαγορεύσει ορισμένες χρήσεις «συμβόλων αυταρχισμού», μεταξύ των οποίων το σφυροδρέπανο και ο ερυθρός αστέρας με πέντε βραχίονες. Η απαγόρευση αυτή, η οποία αφορά επίσης τη χρήση των εν λόγω σημείων ως σημάτων, συνοδεύεται από ποινικές κυρώσεις.

60      Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι η απαγόρευση της χρήσεως των «συμβόλων αυταρχισμού» ως σήματος συνεπάγεται ότι υπάρχει η αντίληψη ότι παρόμοια σήματα αντίκεινται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη στην Ουγγαρία.

61      Δεν αμφισβητείται περαιτέρω ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση αναπαράγει το έμβλημα της πρώην ΕΣΣΔ και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ένα σφυροδρέπανο και έναν ερυθρό αστέρα με πέντε βραχίονες.

62      Υπό τις περιστάσεις αυτές, εκτιμάται ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη περί την εκτίμηση διαπιστώνοντας ότι η χρήση ως σήματος του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση λογίζεται εκ μέρους ενός σημαντικού τμήματος του ευρισκόμενου στην Ουγγαρία ενδιαφερόμενου κοινού ως αντικείμενη στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009.

63      Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν είναι ικανά να αναιρέσουν την ανωτέρω διαπίστωση.

64      Έτσι, όπως προκύπτει από τις προηγηθείσες σκέψεις, όσον αφορά την Ουγγαρία, το σημειολογικό περιεχόμενο του εμβλήματος της πρώην ΕΣΣΔ δεν αποδυναμώθηκε ή δεν μετατράπηκε σε τέτοιο σημείο ώστε να μην εκλαμβάνεται πλέον ως πολιτικό σύμβολο. Πράγματι, όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών, ένα σημαντικό τμήμα του ευρισκόμενου στην Ουγγαρία ενδιαφερόμενου κοινού γνώρισε την περίοδο της καθοριστικής σημασίας επιρροής της πρώην ΕΣΣΔ.

65      Ας προστεθεί και το γεγονός ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιορίζεται στην επανάληψη του εμβλήματος της πρώην ΕΣΣΔ και δεν περιλαμβάνει επομένως πρόσθετα στοιχεία δυνάμενα να αποδυναμώσουν ή να μετατρέψουν το σημειολογικό περιεχόμενο του συμβόλου αυτού.

66      Το γεγονός ότι ορισμένες χρήσεις των «συμβόλων αυταρχισμού» δεν απαγορεύονται από το ουγγρικό δίκαιο δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 27 έως 29 και 50, η εξέταση του αν συντρέχει ο προβλεπόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009 απόλυτος λόγος απαραδέκτου πρέπει να χωρεί εν αναφορά προς τον τρόπο με τον οποίο το εν λόγω σημείο γίνεται αντιληπτό κατά τη χρήση του ως σήμα.

67      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εκτιμά τη συμβατότητα της διατάξεως του 269/B του ουγγρικού ποινικού κώδικα προς την ΕΣΔΑ. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω καθό μέτρο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 57 και 58, η εν λόγω διάταξη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι λόγω της κανονιστικής της ισχύος, αλλ’ ως αποχρώσα ένδειξη των πραγματικών περιστατικών επιτρέπουσα να εκτιμηθεί η αντίληψη του ευρισκόμενου στην Ουγγαρία ενδιαφερόμενου κοινού.

68      Αντιθέτως, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της ΕΣΔΑ, τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ΕΣΔΑ και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν τμήμα του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές του. Επομένως, ο σεβασμός των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων συνιστά προϋπόθεση της νομιμότητας των πράξεων της Ενώσεως, όπως είναι η προσβαλλόμενη απόφαση, ο δε δικαστής της Ενώσεως οφείλει να διασφαλίζει την τήρησή τους.

69      Συναφώς, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, παν πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία εκφράσεως που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την ελευθερία λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών χωρίς την επέμβαση δημοσίων αρχών.

70      Συναφώς, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, η άσκηση της ελευθερίας εκφράσεως δύναται να εξαρτηθεί από ορισμένους προβλεπόμενους από τον νόμο περιορισμούς, οι οποίοι συνιστούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία, ιδίως για την εθνική ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα ή τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως και την πρόληψη του εγκλήματος ή την προστασία της ηθικής.

71      Η προσφεύγουσα δεν επικαλείται κανένα επιχείρημα προκειμένου να καταδείξει ότι η άρνηση καταχωρίσεως του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση συνιστά επέμβαση κατά την άσκηση της διασφαλιζόμενης με το άρθρο 10, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ελευθερίας, επέμβαση η οποία δεν πληροί τις επιταγές της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται ως εκ τούτου να επικαλεσθεί την ΕΣΔΑ στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς.

72      Υπό το φως του συνόλου των προηγηθεισών σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως διαπιστώνοντας ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη κατά την αντίληψη του ευρισκόμενου στην Ουγγαρία ενδιαφερόμενου κοινού και ότι ως εκ τούτου δεν πρέπει να γίνει δεκτό προς καταχώριση δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009.

73      Κατόπιν αυτού, επιβάλλεται η απόρριψη του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως ως αβασίμου, χωρίς να απαιτείται η εκτίμηση των λοιπών στοιχείων τα οποία εξέτασε το τμήμα προσφυγών και αφορούν την αντίληψη του ευρισκόμενου στη Λεττονία και την Τσεχική Δημοκρατία ενδιαφερόμενου κοινού.

74      Δοθέντος ότι απορρίπτονται τα δύο σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, επιβάλλεται η απόρριψη του λόγου αυτού στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από προσβολή των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

75      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών προσέβαλε τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου καθόσον αρνήθηκε την καταχώριση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση αυτή, ενώ το ΓΕΕΑ είχε κάνει δεκτή την καταχώριση του υπ’ αριθ. 3958154 σήματός της, το οποίο αφορούσε το ίδιο σημείο και η οποία είχε εξεταστεί υπό τους ίδιους όρους με το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Συγκεκριμένα, προβαίνοντας στην καταχώριση του υπ’ αριθ. 3958154 σήματος, το ΓΕΕΑ παρέσχε στην προσφεύγουσα σαφείς και άνευ αιρέσεων σιωπηρές διαβεβαιώσεις ως προς τον δυνάμενο να καταχωριστεί χαρακτήρα του οικείου σημείου.

76      Στην ίδια αλληλουχία, η προσφεύγουσα αντικρούει το επιχείρημα του τμήματος προσφυγών ότι η καταχώριση του υπ’ αριθ. 3958154 σήματος είναι απότοκος πλάνης. Συγκεκριμένα, δεν εναπόκειται στον αιτούντα να προσδιορίσει αν είναι αξιόπιστο το αποτέλεσμα της εξετάσεως. Αντιθέτως, εναπόκειται στο ΓΕΕΑ να προβεί σε εμπεριστατωμένη και ενδεδειγμένη ανάλυση και να εφαρμόσει τον κανονισμό 207/2009 κατά σαφή και βέβαιο τρόπο.

77      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, καθό μέτρο είναι σε θέση να γνωρίζει, η διαδικασία εξετάσεως του υπ’ αριθ. 3958154 σήματος δεν πάσχει καμία πλάνη.

78      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

79      Κατά τη νομολογία, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς και μόνο βάσει του κανονισμού 207/2009, όπως ερμηνεύεται από τον δικαστή της Ενώσεως, και όχι βάσει προγενέστερης διαμορφούμενης βάσει αποφάσεων πρακτικής του ΓΕΕΑ [βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T‑106/00, Streamserve κατά ΓΕΕΑ (STREAMSERVE), Συλλογή 2000, σ. II-723, σκέψη 66].

80      Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυρίζεται βασίμως κατά νόμον, ότι, καταχωρίζοντας το υπ’ αριθ. 3958154 σήμα, το ΓΕΕΑ τής παρέσχε διαβεβαιώσεις ως προς τον δυνάμενο να καταχωριστεί χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση. Κατά μείζονα λόγο, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί εγκύρως προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου συναφώς.

81      Άλλωστε, ανεξάρτητα από το ερώτημα αν η καταχώριση του υπ’ αριθ. 3958154 σήματος είναι απότοκος πλάνης, η εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν κατέστησε εφικτό να διαπιστωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία είναι η μόνη αποτελούσα αντικείμενο της παρούσας προσφυγής απόφαση, φέρει το στίγμα κάποιας ενδεχομένως παραβιάσεως του κανονισμού 207/2009.

82      Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, της προσφυγής στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

83      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα αιτήματα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Couture Tech Ltd στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Σεπτεμβρίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.