Language of document : ECLI:EU:C:2017:105

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 9ης Φεβρουαρίου 2017 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ζάχαρη – Συνεισφορές στην παραγωγή – Υπολογισμός του μέσου όρου ζημιών – Υπολογισμός των συνεισφορών στην παραγωγή – Κανονισμός (ΕΚ) 2267/2000 – Κύρος – Κανονισμός (ΕΚ) 1993/2001 – Κύρος»

Στην υπόθεση C-585/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal de première instance francophone de Bruxelles (γαλλόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών, Βέλγιο) με απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Νοεμβρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Raffinerie Tirlemontoise SA

κατά

État belge,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, Μ. Βηλαρά, J. Malenovský, M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιουλίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Raffinerie Tirlemontoise SA, εκπροσωπούμενη από τους D. Gérard, avocat, και H.-J. Prieß, Rechtsanwalt,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Jacobs και τον J.-C. Halleux, επικουρούμενους από τους M. Keup και B. De Moor, avocats,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Koopman,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Lewis και P. Ondrůšek,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 33, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2038/1999 του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 1999, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ 1999, L 252, σ. 1), καθώς και το κύρος, αφενός, του κανονισμού (ΕΚ) 2267/2000 της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 2000, για τον καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 1999/2000, των ποσών των συνεισφορών στην παραγωγή, καθώς και του συντελεστή υπολογισμού της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ 2000, L 259, σ. 29), και, αφετέρου, του κανονισμού (ΕΚ) 1993/2001 της Επιτροπής, της 11ης Οκτωβρίου 2001, για τον καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 2000/01, των ποσών των συνεισφορών στην παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ 2001, L 271, σ. 15).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Raffinerie Tirlemontoise SA (στο εξής: Raffinerie) και του État belge [Βελγικού Δημοσίου] όσον αφορά αίτηση επιστροφής των συνεισφορών στην παραγωγή ζάχαρης που είχε καταβάλει αχρεωστήτως για τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 έως 2004/2005.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 14 έως 17 του κανονισμού 2038/1999 είχαν ως εξής:

«(14) [Ο]ι λόγοι που υποχρέωσαν έως τώρα την Κοινότητα να επιλέξει για τους τομείς της ζάχαρης, της ισογλυκόζης και του σιροπιού ινουλίνης ένα καθεστώς ποσοστώσεων παραγωγής εξακολουθούν να είναι πάντοτε βάσιμοι· πάντως, έγιναν σ’ αυτό διευθετήσεις αφ’ ενός για να ληφθεί υπόψη η πρόσφατη εξέλιξη της παραγωγής και, αφ’ ετέρου, για να δοθούν στην Κοινότητα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλισθεί με δίκαιο αλλά αποτελεσματικό τρόπο η συνολική χρηματοδότηση από τους ίδιους τους παραγωγούς των εξόδων για τη διάθεση των πλεονασμάτων που προκύπτουν από τη σχέση μεταξύ της παραγωγής της Κοινότητας και της καταναλώσεώς της· ωστόσο, ένα τέτοιο καθεστώς πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένο και να θεωρηθεί μεταβατικό·

(15)      η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα της ζάχαρης βασίζεται, αφενός μεν, από την περίοδο εμπορίας 1986/87, στην αρχή της ακέραιης οικονομικής ευθύνης των παραγωγών για κάθε περίοδο εμπορίας όσον αφορά τις ζημίες που οφείλονται στη διάθεση των πλεονασμάτων, σε σχέση με την εσωτερική κατανάλωση, της κοινοτικής παραγωγής στο πλαίσιο ποσοστώσεων και, αφετέρου, σε ένα διαφοροποιημένο καθεστώς εγγυημένων τιμών και διάθεσης, ανάλογα με τις ποσοστώσεις παραγωγής της κάθε επιχείρησης· στον τομέα της ζάχαρης, οι ποσοστώσεις παραγωγής χορηγούνται ανά επιχείρηση σύμφωνα με την αρχή της πραγματικής παραγωγής κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου αναφοράς […]·

(16)      […] είναι, συνεπώς, επιθυμητή η διατήρηση του συστήματος αυτοχρηματοδότησης του τομέα και του καθεστώτος των ποσοστώσεων παραγωγής για περίοδο που αντιστοιχεί [σε] […] έξι περιόδους εμπορίας·

(17)      η αρχή της ακέραιης οικονομικής ευθύνης διαφυλάσσεται από τις συνεισφορές των παραγωγών, που συνίστανται στην είσπραξη συνεισφοράς στη βασική παραγωγή που εφαρμόζεται για ολόκληρη την παραγωγή ζάχαρης Α και Β αλλά περιορίζεται στο 2 % της τιμής παρέμβασης της λευκής ζάχαρης, και μιας συνεισφοράς Β που εφαρμόζεται στην παραγωγή ζάχαρης Β εντός του ανωτάτου ορίου του 37,5 % της τιμής παρέμβασης· οι παραγωγοί ισογλυκόζης και σιροπιού ινουλίνης συμμετέχουν, υπό ορισμένους όρους, στις εν λόγω συνεισφορές […]».

4        Το άρθρο 33, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2038/1999 όριζε:

«1.      Πριν από το τέλος κάθε περιόδου εμπορίας διαπιστώνεται:

α)      η προβλεπόμενη ποσότητα ζάχαρης Α και Β, ισογλυκόζης Α και Β και σιροπιού ινουλίνης Α και B που παράγεται για λογαριασμό της τρέχουσας περιόδου·

β)      η προβλεπόμενη ποσότητα ζάχαρης, ισογλυκόζης και σιροπιού ινουλίνης που διατίθεται για κατανάλωση στο εσωτερικό της Κοινότητας κατά την τρέχουσα περίοδο·

γ)      το πλεόνασμα που είναι δυνατόν να εξαχθεί αφαιρώντας την ποσότητα που αναφέρεται στο στοιχείο αʹ από την ποσότητα που αναφέρεται στο στοιχείο βʹ·

δ)      ο προβλεπόμενος μέσος όρος ζημιών ή ο προβλεπόμενος μέσος όρος εσόδων ανά τόνο ζάχαρης για τις εξαγωγές ως προς τις οποίες έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις και οι οποίες πρόκειται να πραγματοποιηθούν στα πλαίσια της τρέχουσας περιόδου.

Η προβλεπόμενη μέση ζημία ή αυτός ο μέσος όρος εσόδων ισούται προς τη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των επιστροφών και του συνολικού ποσού των εισφορών που υπολογίζονται επί του συνολικού όγκου των εξαγωγών για τις οποίες έχουν αναληφθεί οι εν λόγω υποχρεώσεις·

ε)      η προβλεπόμενη συνολική ζημία ή τα προβλεπόμενα συνολικά έσοδα που υπολογίζονται διά πολλαπλασιασμού του πλεονάσματος που αναφέρεται στο στοιχείο γʹ με τη μέση ζημία ή το μέσο όρο εσόδων που αναφέρονται στο στοιχείο δʹ.

2.      Πριν από το τέλος της περιόδου εμπορίας 2000/01 και με την επιφύλαξη του άρθρου 26, παράγραφος 5, διαπιστώνεται σωρευτικά για τις περιόδους εμπορίας 1995/96 έως 2000/01:

α)      το πλεόνασμα που είναι δυνατόν να εξαχθεί και που ορίζεται βάσει των στοιχείων της πραγματικής παραγωγής ζάχαρης Α και Β, ισογλυκόζης Α και B και, από την περίοδο εμπορίας 1994/95, σιροπιού ινουλίνης Α και Β, από την περίοδο εμπορίας 1994/95, αφενός, και των πραγματικών ποσοτήτων ζάχαρης, ισογλυκόζης και, από την περίοδο εμπορίας 1994/95, σιροπιού ινουλίνης, αφετέρου, που διετέθησαν για κατανάλωση στο εσωτερικό της Κοινότητας·

β)      η μέση ζημία ή ο μέσος όρος εσόδων ανά τόνο ζάχαρης που προκύπτει από το σύνολο των υποχρεώσεων πραγματοποιήσεως εξαγωγών που έχουν αναληφθεί, σύμφωνα με τον κανόνα υπολογισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο δʹ, δεύτερο εδάφιο·

γ)      η συνολική ζημία ή τα συνολικά έσοδα που προκύπτουν διά πολλαπλασιασμ[ού] του πλεονάσματος που αναφέρεται στο στοιχείο αʹ επί τη μέση ζημία ή τον μέσο όρο εσόδων που αναφέρεται στο στοιχείο βʹ·

δ)      το συνολικό άθροισμα των συνεισφορών βασικής παραγωγής και των συνεισφορών Β που εισπράχθηκαν.

Η προβλεπόμενη συνολική ζημία ή τα προβλεπόμενα συνολικά έσοδα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχείο εʹ, προσαρμόζεται σε συνάρτηση με τη διαφορά μεταξύ των διαπιστώσεων που αναφέρονται στα στοιχεία γʹ και δʹ.»

5        Τα ποσά των συνεισφορών στην παραγωγή καθώς και ο συντελεστής υπολογισμού της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα της ζάχαρης καθορίστηκαν, για την περίοδο εμπορίας 1999/2000, από τον κανονισμό 2267/2000. Τα ποσά των συνεισφορών στην παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης καθορίστηκαν, για την περίοδο εμπορίας, 2000/2001, από τον κανονισμό 1993/2001.

6        Οι αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 13 του κανονισμού (ΕΚ) 1260/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ 2001, L 178, σ. 1), είχαν ως εξής:

«(9)      Οι λόγοι που οδήγησαν μέχρι τώρα την Κοινότητα να διατηρήσει για τους τομείς της ζάχαρης, της ισογλυκόζης και του σιροπιού ινουλίνης το καθεστώς ποσοστώσεων παραγωγής εξακολουθούν και σήμερα να ισχύουν. Εντούτοις, επήλθαν ορισμένες τροποποιήσεις του καθεστώτος για να ληφθεί υπόψη η πρόσφατη εξέλιξη της παραγωγής και για να δοθούν στην Κοινότητα τα αναγκαία μέσα για να εξασφαλίσει με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο την πλήρη χρηματοδότηση από τους ίδιους τους παραγωγούς των εξόδων διάθεσης των πλεονασμάτων που απορρέουν από τη σχέση μεταξύ της κοινοτικής παραγωγής και κατανάλωσής της και για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις συμφωνίες στις οποίες κατέληξαν οι πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης, οι οποίες στο εξής καλούνται “συμφωνίες ΓΣΔΕ”, και οι οποίες εγκρίθηκαν με την απόφαση 94/800/ΕΚ [του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ 1994, L 336, σ. 1)].

(10)      […] [Θ]α πρέπει να διατηρηθεί το καθεστώς των ποσοστώσεων για τις περιόδους εμπορίας 2001/02 έως 2005/06.

(11)      Η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης βασίζεται, αφενός, στην αρχή της ακέραιης οικονομικής ευθύνης των παραγωγών για κάθε περίοδο εμπορίας για τις ζημίες που οφείλονται στη διάθεση των πλεονασμάτων της κοινοτικής παραγωγής στο πλαίσιο των ποσοστώσεων σε σχέση με την εσωτερική κατανάλωση και, αφετέρου, σε ένα καθεστώς διαφοροποιημένων εγγυήσεων των τιμών διάθεσης ανάλογα με τις ποσοστώσεις παραγωγής κάθε επιχείρησης σύμφωνα με την αρχή της πραγματικής παραγωγής κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου αναφοράς.

(12)      […] Είναι επιθυμητή η διατήρηση του συστήματος αυτοχρηματοδότησης του τομέα και του καθεστώτος των ποσοστώσεων παραγωγής.

(13)      Έτσι, η αρχή της ακέραιης οικονομικής ευθύνης θα συνεχίσει διασφαλιζομένη από τις συνεισφορές των παραγωγών, που συνίστανται στην είσπραξη εισφοράς στη βασική παραγωγή που εφαρμόζεται για ολόκληρη την παραγωγή ζάχαρης Α και Β αλλά περιορίζεται στο 2 % της τιμής παρέμβασης της λευκής ζάχαρης, και μιας εισφοράς Β που εφαρμόζεται στην παραγωγή ζάχαρης Β εντός του ανωτάτου ορίου του 37,5 % της τιμής παρέμβασης. Οι παραγωγοί ισογλυκόζης και σιροπιού ινουλίνης συμμετέχουν, υπό ορισμένους όρους, στις εν λόγω συνεισφορές. […]»

7        Το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1260/2001 όριζε:

«1.      Πριν από το τέλος κάθε περιόδου εμπορίας, διαπιστώνεται:

α)      η προβλεπόμενη ποσότητα ζάχαρης Α και Β, ισογλυκόζης Α και Β και σιροπιού ινουλίνης Α και Β που παράγεται για λογαριασμό της τρέχουσας περιόδου εμπορίας·

β)      η προβλεπόμενη ποσότητα ζάχαρης, ισογλυκόζης και σιροπιού ινουλίνης που διατίθεται για κατανάλωση στο εσωτερικό της Κοινότητας κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου εμπορίας·

γ)      το πλεόνασμα που είναι δυνατόν να εξαχθεί αφού αφαιρεθεί η ποσότητα που αναφέρεται στο στοιχείο αʹ από την ποσότητα που αναφέρεται στο στοιχείο βʹ·

δ)      ο προβλεπόμενος μέσος όρος ζημιών ή ο προβλεπόμενος μέσος όρος εσόδων ανά τόνο ζάχαρης για τις εξαγωγές ως προς τις οποίες έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις και οι οποίες πρόκειται να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο της τρέχουσας περιόδου εμπορίας.

Αυτός ο μέσος όρος ζημιών ή εσόδων ισούται με τη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των επιστροφών και του συνολικού ποσού των εισφορών που υπολογίζονται επί του συνολικού όγκου των εξαγωγών για τις οποίες έχουν αναληφθεί οι εν λόγω υποχρεώσεις·

ε)      η προβλεπόμενη συνολική ζημία ή τα προβλεπόμενα συνολικά έσοδα που υπολογίζονται με τον πολλαπλασιασμό του πλεονάσματος που αναφέρεται στο στοιχείο γʹ με τη μέση ζημία ή το μέσο όρο εσόδων που αναφέρονται στο στοιχείο δʹ.

2.      Πριν από το τέλος της περιόδου εμπορίας 2005/06 και με την επιφύλαξη του άρθρου 10, παράγραφοι 3 έως 6, διαπιστώνονται σωρευτικά για τις περιόδους εμπορίας 2001/02 έως 2005/06:

α)      το πλεόνασμα που δύναται να εξαχθεί και που ορίζεται βάσει των στοιχείων της πραγματικής παραγωγής ζάχαρης Α, Β, ισογλυκόζης Α και Β και σιροπιού ινουλίνης Α και Β, αφενός, και της οριστικής ποσότητας ζάχαρης, ισογλυκόζης και σιροπιού ινουλίνης, αφετέρου, που διατέθηκαν για κατανάλωση στο εσωτερικό της Κοινότητας·

β)      ο μέσος όρος ζημιών ή εσόδων ανά τόνο ζάχαρης που προκύπτει από το σύνολο των υποχρεώσεων πραγματοποίησης εξαγωγών που έχουν αναληφθεί, σύμφωνα με τον κανόνα υπολογισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο δʹ, δεύτερο εδάφιο·

γ)      οι συνολικές ζημίες ή τα συνολικά έσοδα με τον πολλαπλασιασμό του πλεονάσματος που αναφέρεται στο σημείο Α με το μέσο όρο ζημιών ή το μέσο όρο εσόδων που αναφέρονται στο σημείο Β·

δ)      το συνολικό άθροισμα των εισφορών βασικής παραγωγής και των εισφορών Β που έχουν εισπραχθεί.

Η προβλεπόμενη συνολική ζημία ή τα προβλεπόμενα συνολικά έσοδα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο εʹ, προσαρμόζονται βάσει της διαφοράς μεταξύ των διαπιστώσεων που αναφέρονται στα στοιχεία γʹ και δʹ.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Η Raffinerie είναι εταιρία παραγωγής ζάχαρης.

9        Η Raffinerie, θεωρώντας ότι οι εισφορές στην παραγωγή που κατέβαλε για τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 έως 2005/2006 ήταν εξαιρετικά υψηλές, άσκησε προσφυγή κατά του Bureau d’intervention et de restitution belge [Βελγικού Οργανισμού παρεμβάσεως και επιστροφών] με την οποία ζήτησε την επιστροφή των εισφορών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.

10      Την 1η Ιουλίου 2014, τα μέχρι τότε βάρη, ήτοι, μεταξύ άλλων, οι απαιτήσεις και οι οφειλές, του Bureau d’intervention et de restitution belge μεταβιβάστηκαν στο Βελγικό Δημόσιο.

11      Όσον αφορά, ειδικότερα, τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 και 2000/2001, η Raffinerie εκθέτει ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zückerfabrik Jülich (C‑113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591), δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την ορθότητα του υπολογισμού των εισφορών που ορίσθηκαν για τις δύο αυτές περιόδους από τους κανονισμούς 2267/2000 και 1993/2001, αντιστοίχως, αλλά ότι, στο πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν μέχρι τότε, το Δικαστήριο δεν κλήθηκε να αποφανθεί, όσον αφορά τους δύο αυτούς κανονισμούς, επί των λόγων ανισχύρου στους οποίους στήριξε την απόφασή του.

12      Υπό τις συνθήκες αυτές το tribunal de première instance de Bruxelles (πρωτοδικείο Βρυξελλών) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 2038/1999, κυρίως υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich (C-113/10, C-147/10 και C‑234/10, EU:C:2012:591), την έννοια ότι για τον υπολογισμό του μέσου όρου ζημιών, πρέπει το ποσό των πραγματικών δαπανών να διαιρείται, για όλες τις κατηγορίες εξαγόμενης ζάχαρης, διά του συνόλου των εξαχθεισών ποσοτήτων, ανεξαρτήτως αν έχουν όντως καταβληθεί επιστροφές για τις ποσότητες αυτές;

2)      Έχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού 2038/1999, κυρίως υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich (C‑113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591), την έννοια ότι οι μεταφορές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη (ως στοιχείο χρεώσεως ή πιστώσεως) κατά τον συνολικό υπολογισμό των συνεισφορών στην παραγωγή πρέπει να υπολογισθούν, για όλες τις κατηγορίες εξαγόμενης ζάχαρης, με διαίρεση του ποσού των πραγματικών δαπανών διά του συνόλου των ποσοτήτων που πράγματι εξήχθησαν, ανεξαρτήτως αν έχουν όντως καταβληθεί επιστροφές κατά την εξαγωγή για τις ποσότητες αυτές;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, είναι οι κανονισμοί 2267/2000 και 1993/2001 ανίσχυροι;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

13      Εισαγωγικά, πρέπει να τονιστεί, αφενός, ότι το άρθρο 33 του κανονισμού 2038/1999, που προέβλεπε τα κριτήρια καθορισμού των συνεισφορών στην παραγωγή για τις περιόδους εμπορίας 1995/1996 έως 2000/2001, και το άρθρο 15 του κανονισμού 1260/2001, που προέβλεπε τα κριτήρια καθορισμού των συνεισφορών στην παραγωγή για τις περιόδους εμπορίας 2001/2002 έως 2005/2006, είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπα, όσον αφορά την παράγραφο 1 των άρθρων αυτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C-5/06 και C-23/06 έως C-36/06, EU:C:2008:260, σκέψη 31). Το ίδιο ισχύει για το άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού 2038/1999 και το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1260/2001.

14      Αφετέρου, οι αιτιολογικές σκέψεις 15 έως 17 του κανονισμού 2038/1999, στις οποίες στηρίζεται το άρθρο 33 του κανονισμού αυτού, είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπες με τις αιτιολογικές σκέψεις 11 έως 13 του κανονισμού 1260/2001, στις οποίες στηρίζεται το άρθρο 15 του κανονισμού αυτού.

15      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως υποστηρίζουν η Raffinerie, η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι το άρθρο 33, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2038/1999 και το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1260/2001 πρέπει να ερμηνευθούν ομοιόμορφα.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

16      Δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2038/1999, ο μέσος όρος ζημιών ισούται με τη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των επιστροφών και του συνολικού ποσού των εισφορών που υπολογίζονται επί του συνολικού όγκου των εξαγωγών ως προς τις οποίες έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις και οι οποίες πρόκειται να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο της τρέχουσας περιόδου εμπορίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2008, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C-5/06 και C-23/06 έως C-36/06, EU:C:2008:260, σκέψη 46, καθώς και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C-113/10, C‑147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591, σκέψη 39).

17      Η έννοια των «εξαγωγών ως προς τις οποίες έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις και οι οποίες πρόκειται να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο της τρέχουσας περιόδου», ο όγκος των οποίων αποτελεί, κατ’ εφαρμογήn του άρθρου 33, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2038/1999, τον παρονομαστή του κλάσματος για τον υπολογισμό του μέσου όρου ζημιών, περιλαμβάνει όλες τις ποσότητες προϊόντων που εμπίπτουν στο άρθρο 33 του κανονισμού αυτού οι οποίες προορίζονται για εξαγωγή εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δεδομένου ότι το ζήτημα αν καταβάλλονται επιστροφές κατά την εξαγωγή για τις προς εξαγωγή ποσότητες προϊόντων δεν επηρεάζει την έννοια αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C-5/06 και C-23/06 έως C-36/06, EU:C:2008:260, σκέψεις 49 έως 51).

18      Επομένως, όλες οι ποσότητες των εξαγόμενων προϊόντων που εμπίπτουν στο άρθρο 33 του κανονισμού 2038/1999, ανεξαρτήτως αν έχουν όντως καταβληθεί επιστροφές για αυτές, πρέπει, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του μέσου όρου ζημιών ανά τόνο προϊόντος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C-5/06 και C‑23/06 έως C-36/06, EU:C:2008:260, σκέψη 61).

19      Όσον αφορά το «συνολικό ποσό των επιστροφών», το οποίο συνιστά, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 33, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2038/1999, μέρος του αριθμητή του κλάσματος για τον υπολογισμό του μέσου όρου ζημιών, το ποσό αυτό πρέπει να έχει άμεση σχέση με τις δαπάνες που βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Κοινότητας για τη διάθεση των πλεονασμάτων των προϊόντων του τομέα της ζάχαρης και, ως εκ τούτου, να στηρίζεται στη λήψη υπόψη του ποσού των επιστροφών κατά την εξαγωγή, οι οποίες καταβάλλονται προκειμένου να διασφαλισθεί η διάθεση των ποσοτήτων των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο εξαγωγών ως προς τις οποίες έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C-113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591, σκέψεις 48 και 49).

20      Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 2038/1999 έχει την έννοια ότι, για τον υπολογισμό του μέσου όρου ζημιών, πρέπει το ποσό των πραγματικών δαπανών λόγω των επιστροφών κατά την εξαγωγή των προϊόντων που εμπίπτουν στη διάταξη αυτή να διαιρεθεί διά του συνόλου των εξαχθεισών ποσοτήτων των προϊόντων αυτών, ανεξαρτήτως αν έχουν όντως καταβληθεί επιστροφές για τις ποσότητες αυτές.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

21      Επισημαίνεται ότι, δυνάμει του κανονισμού 2038/1999, και ιδίως του άρθρου 33, οι συνεισφορές στην παραγωγή υπολογίζονται βάσει της συνολικής ζημίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C-5/06 και C-23/06 έως C-36/06, EU:C:2008:260, σκέψη 41).

22      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι σκοπός του κανονισμού αυτού, καθώς και του κανονισμού 1260/2001, είναι η θέσπιση ενός συστήματος αυτοχρηματοδοτήσεως των εξόδων διαθέσεως των πλεονασμάτων, το οποίο να διασφαλίζει, κατά τρόπο δίκαιο αλλά αποτελεσματικό, την πλήρη χρηματοδότηση των εξόδων αυτών από τους ίδιους τους παραγωγούς. Κατά συνέπεια, η επιλεγείσα μέθοδος υπολογισμού δεν πρέπει να καταλήγει στην πράξη στον εκ των προτέρων καθορισμό της συνολικής ζημίας σε ποσό μεγαλύτερο από το ποσό των δαπανών λόγω των επιστροφών που συνδέονται με τη διάθεση των πλεονασμάτων της κοινοτικής παραγωγής (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2008, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C-5/06, C-23/06 έως C-36/06, EU:C:2008:260, σκέψεις 44, 57 και 60, καθώς και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C‑113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591, σκέψη 46).

23      Κατά το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού, η συνολική ζημία είναι το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του εξαγώγιμου πλεονάσματος με τον μέσο όρο ζημιών. Συνεπώς, κάθε υπερεκτίμηση του μέσου όρου ζημιών έχει ως επακόλουθο την υπερεκτίμηση της συνολικής ζημίας και, ως εκ τούτου, τον καθορισμό πολύ υψηλών συνεισφορών στην παραγωγή (βλ., κατ’ αναλογίαn, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C-113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591, σκέψη 47).

24      Ο μέσος όρος ζημιών, κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2038/1999 εξευρίσκεται σύμφωνα με τον κανόνα υπολογισμού του άρθρου 33, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού.

25      Επίσης, οι σχετικές με τη διάταξη αυτή διαπιστώσεις, που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 17 έως 19 της παρούσας αποφάσεως, έχουν εφαρμογή και όσον αφορά το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2038/1999.

26      Συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού 2038/1999 έχει την έννοια ότι, για τον συνολικό υπολογισμό των συνεισφορών στην παραγωγή, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο μέσος όρος ζημιών που προκύπτει από τη διαίρεση του συνολικού ποσού των πραγματικών δαπανών λόγω των επιστροφών κατά την εξαγωγή των προϊόντων που εμπίπτουν στη διάταξη αυτή διά του συνόλου των εξαχθεισών ποσοτήτων των προϊόντων αυτών, ανεξαρτήτως αν έχουν όντως καταβληθεί επιστροφές για τις ποσότητες αυτές.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

27      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η μέθοδος υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των συνεισφορών στην παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης, όπως ορίζει ο κανονισμός (ΕΚ) 1193/2009 της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη διόρθωση των κανονισμών (ΕΚ) 1762/2003, (ΕΚ) 1775/2004, (ΕΚ) 1686/2005, (ΕΚ) 164/2007 και τον καθορισμό των εισφορών στην παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης για τις περιόδους εμπορίας 2002/03, 2003/04, 2004/05 και 2005/06 (ΕΕ 2009, L 321, σ. 1), δεν στηρίχθηκε στη συνεκτίμηση του ποσού των επιστροφών κατά την εξαγωγή οι οποίες καταβλήθηκαν προκειμένου να διασφαλισθεί η διάθεση των ποσοτήτων ζάχαρης που περιέχονταν στα μεταποιημένα προϊόντα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο εξαγωγών ως προς τις οποίες είχαν αναληφθεί υποχρεώσεις. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μέθοδος αυτή συνίστατο στον υπολογισμό ενός θεωρητικού ποσού επιστροφής για όλες τις εν λόγω ποσότητες, βάσει του μέσου όρου των ποσών που καθόριζε περιοδικώς η Επιτροπή, ανεξαρτήτως του αν είχε όντως καταβληθεί ορισμένη επιστροφή και του πραγματικού ποσού αυτής (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C‑113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591, σκέψη 48).

28      Δεδομένου ότι το θεωρητικό ποσό επιστροφής χρησιμοποιήθηκε ως μέρος του αριθμητή του κλάσματος για τον υπολογισμό του μέσου όρου ζημιών, η εν λόγω διόγκωση του αριθμητή είχε ως αναγκαίο επακόλουθο την υπερεκτίμηση του μέσου όρου ζημιών, και, επομένως, και της συνολικής ζημίας, κατά παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 1260/2001 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ., C-113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591, σκέψη 50).

29      Ως εκ τούτου, οι διατάξεις του κανονισμού 1193/2009, πλην του άρθρου 3, το οποίο είχε ήδη ακυρωθεί από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Πολωνία κατά Επιτροπής (T-4/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:546), κηρύχθηκαν ανίσχυρες από το Δικαστήριο με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich κ.λπ. (C-113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2012:591, σκέψη 54).

30      Δεν αμφισβητείται ότι ούτε η μέθοδος υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των συνεισφορών στην παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης, όπως ορίζουν οι κανονισμοί 2267/2000 και 1993/2001, στηριζόταν στη λήψη υπόψη του πραγματικού ποσού των επιστροφών κατά την εξαγωγή οι οποίες καταβλήθηκαν προκειμένου να διασφαλισθεί η διάθεση των ποσοτήτων ζάχαρης που περιέχονταν στα μεταποιημένα προϊόντα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο εξαγωγών ως προς τις οποίες είχαν αναληφθεί υποχρεώσεις.

31      Στον βαθμό που η εν λόγω μέθοδος υπολογισμού είχε ως επακόλουθο, για τους λόγους που υπενθυμίζονται στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, την υπερεκτίμηση του μέσου όρου ζημιών και, ως εκ τούτου, και της συνολικής ζημίας, πρέπει να θεωρηθεί επίσης ως αντίθετη προς το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 2038/1999.

32      Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι κανονισμοί 2267/2000 και 1993/2001 είναι ανίσχυροι.

 Επί του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως

33      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που παρήλθε από την έκδοση των κανονισμών 2267/2000 και 1993/2001, της δυσκολίας ανευρέσεως των στοιχείων που αφορούν τα επίμαχα στην κύρια δίκη έτη και του γεγονότος ότι ορισμένες επιχειρήσεις που υφίσταντο τότε δεν υφίστανται πλέον, το Δικαστήριο πρέπει να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της κηρύξεως των κανονισμών αυτών ως ανίσχυρων, αποφαινόμενο ότι η εν λόγω κήρυξη του ανισχύρου παράγει αποτελέσματα μόνον υπέρ των επιχειρήσεων οι οποίες, πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, είχαν ασκήσει προσφυγή ή αντίστοιχο ένδικο βοήθημα, ζητώντας την επιστροφή των ποσών που κατέβαλαν αχρεωστήτως για συνεισφορές στην παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης οι οποίες καθορίστηκαν βάσει των εν λόγω κανονισμών.

34      Ο περιορισμός αυτός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της κηρύξεως των κανονισμών ως ανίσχυρων δεν στερεί από τις επιχειρήσεις που άσκησαν προσφυγή ή αντίστοιχο ένδικο βοήθημα τη νομική προστασία των δικαιωμάτων τους. Αντιθέτως, ο εν λόγω περιορισμός αποτρέπει, κατά την Επιτροπή, τη δημιουργία καταστάσεως που θα μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες εντός των παλαιών κρατών μελών και των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες εντός των νέων κρατών μελών που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2004 και μετά, στον βαθμό που μόνον οι πρώτες θα μπορούσαν να τύχουν της επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών.

35      Το Βασίλειο του Βελγίου προέβαλε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν υπήρχε καμία αντικειμενική διαφορά που να παρέχει τη δυνατότητα διακρίσεως της καταστάσεως των επιχειρήσεων που άσκησαν προσφυγή πριν την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως από την κατάσταση των επιχειρήσεων που δεν άσκησαν την εν λόγω προσφυγή, και πρότεινε τα αποτελέσματα της κηρύξεως των κανονισμών 2267/2000 και 1993/2001 ως ανίσχυρων να ισχύουν μόνο για το μέλλον.

36      Τέλος, η Raffinerie και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους ότι δεν υφίστανται, εν προκειμένω, επιτακτικοί λόγοι ασφάλειας δικαίου που να δικαιολογούν τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της κηρύξεως των εν λόγω κανονισμών ως ανίσχυρων.

37      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν επιτακτικοί λόγοι ασφάλειας δικαίου το δικαιολογούν, το Δικαστήριο διαθέτει βάσει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή και στο πλαίσιο των κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ προδικαστικών παραπομπών για την εκτίμηση του κύρους των πράξεων της Ένωσης, εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να προσδιορίζει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τα αποτελέσματα της οικείας πράξεως που θεωρείται ότι διατηρούν την ισχύ τους (απόφαση της 28ης Απριλίου 2016, Borealis Polyolefine κ.λπ., C-191/14, C‑192/14, C-295/14, C-389/14 και C-391/14 έως C-393/14, EU:C:2016:311, σκέψη 103).

38      Έτσι, το Δικαστήριο έκανε χρήση της δυνατότητας να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της διαπιστώσεως του ανισχύρου ρυθμίσεως της Ένωσης όταν επιτακτικοί λόγοι ασφάλειας δικαίου αναγόμενοι στο σύνολο των συμφερόντων, τόσο ιδιωτικών όσο και δημοσίων, που διακυβεύονταν στις σχετικές υποθέσεις εμπόδιζαν να τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα της εισπράξεως ή της καταβολής χρηματικών ποσών που είχε γίνει βάσει της ρυθμίσεως αυτής πριν από την ημερομηνία της αποφάσεώς του (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001, Silos, C-228/99, EU:C:2001:599, σκέψη 36).

39      Εν προκειμένω, ούτε η δυσκολία ανευρέσεως των στοιχείων για τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 και 2000/2001 ούτε το γεγονός ότι ορισμένες επιχειρήσεις που υφίσταντο κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη περίοδο δεν υφίστανται πλέον μπορούν να θεωρηθούν ως επιτακτικοί λόγοι ασφάλειας δικαίου που δικαιολογούν τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως.

40      Εξάλλου, το γεγονός ότι πρέπει να επιστραφούν στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες εντός των «παλαιών» κρατών μελών, οι οποίες κατέβαλαν τις εισφορές για τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 και 2000/2001, οι αχρεωστήτως καταβληθείσες εισφορές δεν είναι ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών και των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες εντός των κρατών μελών τα οποία προσχώρησαν στην Ένωση από το 2004 και μετά, εφόσον σκοπός της επιστροφής αυτής είναι, απλώς, να παύσει να τελεί σε μειονεκτική θέση η πρώτη κατηγορία επιχειρήσεων.

41      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν συντρέχει λόγος να περιοριστούν τα διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

42      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2038/1999 του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 1999, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης, έχει την έννοια ότι, για τον υπολογισμό του μέσου όρου ζημιών, πρέπει το συνολικό ποσό των πραγματικών δαπανών λόγω των επιστροφών κατά την εξαγωγή των προϊόντων που εμπίπτουν στη διάταξη αυτή να διαιρεθεί διά του συνόλου των εξαχθεισών ποσοτήτων των προϊόντων αυτών, ανεξαρτήτως του αν έχουν όντως καταβληθεί επιστροφές για τις ποσότητες αυτές.

2)      Το άρθρο 33, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού έχει την έννοια ότι, για τον συνολικό υπολογισμό των συνεισφορών στην παραγωγή, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο μέσος όρος ζημιών που προκύπτει από τη διαίρεση του συνολικού ποσού των πραγματικών δαπανών λόγω των επιστροφών κατά την εξαγωγή των προϊόντων που εμπίπτουν στη διάταξη αυτή διά του συνόλου των εξαχθεισών ποσοτήτων των προϊόντων αυτών, ανεξαρτήτως του αν έχουν όντως καταβληθεί επιστροφές για τις ποσότητες αυτές.

3)      Κηρύσσονται ανίσχυροι οι κανονισμοί (ΕΚ) 2267/2000 της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 2000, για τον καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 1999/2000, των ποσών των συνεισφορών στην παραγωγή, καθώς και του συντελεστή υπολογισμού της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα της ζάχαρης, και (ΕΚ) 1993/2001 της Επιτροπής, της 11ης Οκτωβρίου 2001, για τον καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 2000/2001, των ποσών των συνεισφορών στην παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.