Language of document : ECLI:EU:T:2011:600

Υπόθεση T-439/09

John Robert Purvis

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Κανονιστικές ρυθμίσεις που αφορούν τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Καθεστώς παροχής συμπληρωματικής συντάξεως – Άρνηση χορηγήσεως της προαιρετικής επικουρικής συντάξεως εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Κεκτημένα δικαιώματα – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αναλογικότητα»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί μη χορηγήσεως της προαιρετικής επικουρικής συντάξεως εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου

(Άρθρα 230 ΕΚ και 241 ΕΚ)

2.      Κοινοβούλιο – Κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της προαιρετικής επικουρικής συντάξεως των βουλευτών καταργώντας τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου – Κεκτημένα δικαιώματα – Προσβολή – Δεν υφίσταται

3.      Κοινοβούλιο – Κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της προαιρετικής επικουρικής συντάξεως των βουλευτών καταργώντας τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Αρχή της συνέχειας των συμβάσεων – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

4.      Κοινοβούλιο – Κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της προαιρετικής επικουρικής συντάξεως των βουλευτών καταργώντας τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου – Αρμοδιότητα του Προεδρείου να θεσπίσει την τροποποίηση της κανονιστικής ρυθμίσεως βάσει της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση

(Άρθρο 199, εδ. 1, ΕΚ)

5.      Κοινοβούλιο – Κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της προαιρετικής επικουρικής συντάξεως των βουλευτών καταργώντας τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου – Μη αναδρομικότητα – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

6.      Κοινοβούλιο – Κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της προαιρετικής επικουρικής συντάξεως των βουλευτών καταργώντας τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

7.      Κοινοβούλιο – Κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της προαιρετικής επικουρικής συντάξεως των βουλευτών καταργώντας τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1292/2004 του Συμβουλίου)

8.      Κοινοβούλιο – Κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της προαιρετικής επικουρικής συντάξεως των βουλευτών καταργώντας τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου – Αρχή της αναλογικότητας – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

9.      Κοινοβούλιο – Κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της προαιρετικής επικουρικής συντάξεως των βουλευτών καταργώντας τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου – Υποχρέωση διαβουλεύσεως με τον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου και με το σώμα των κοσμητόρων πριν από τη λήψη της εν λόγω αποφάσεως – Παράβαση – Δεν υφίσταται

(Εσωτερικός κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άρθρο 21 § 2)

10.    Κοινοβούλιο – Κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Απόφαση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της προαιρετικής επικουρικής συντάξεως των βουλευτών καταργώντας τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου – Αρχή της καλής πίστεως κατά την εκτέλεση των συμβάσεων – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

1.      Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί μη χορηγήσεως σε βουλευτή της (προαιρετικής) επικουρικής συντάξεως εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου, οι λόγοι που επικαλείται ο προσφεύγων προς στήριξη της προσφυγής του πρέπει να ερμηνευθούν ως προβαλλόμενοι αποκλειστικά προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας την οποία, τύποις, προέβαλε χωριστά κατά της αποφάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου επί της οποίας στηριζόταν η ως άνω απόφαση.

Πράγματι, εφόσον το άρθρο 4 της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με το καθεστώς της (προαιρετικής) επικουρικής συντάξεως των βουλευτών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VII της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών, το οποίο προέβλεπε τη δυνατότητα των βουλευτών του Κοινοβουλίου να λάβουν τμήμα της συντάξεώς τους υπό τη μορφή κεφαλαίου, καταργήθηκε με την απόφαση αυτή του Προεδρείου, η γενική οικονομική διεύθυνση του Κοινοβουλίου δεν διέθετε περιθώριο εκτιμήσεως και δεν είχε άλλη δυνατότητα παρά να απορρίψει το αίτημα του προσφεύγοντος το οποίο στηριζόταν στη διάταξη αυτή.

(βλ. σκέψεις 29, 31)

2.      Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορεί να επικαλεστεί προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων του προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της (προαιρετικής) επικουρικής συντάξεως των βουλευτών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VII της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών, και καταργεί τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου, εφόσον το άρθρο 1, παράγραφος 1, της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με το καθεστώς της επικουρικής συντάξεως καθορίζει ως γενεσιουργό γεγονός του δικαιώματος επικουρικής συντάξεως την ημερομηνία κατά την οποία ο βουλευτής παύει να ασκεί τα καθήκοντά του, ο δε βουλευτής αυτός, μη έχοντας ακόμα παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του κατά την έναρξη της ισχύος της αποφάσεως αυτής, δεν είχε ακόμη αποκτήσει το δικαίωμα επί της εν λόγω συντάξεως.

Η αρχή σύμφωνα με την οποία ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί κεκτημένο δικαίωμα παρά μόνον εάν το γενεσιουργό γεγονός του δικαιώματός του επήλθε υπό το κράτος ισχύος κανονιστικής ρυθμίσεως προγενέστερης της επενεχθείσας στο καθεστώς αυτό τροποποιήσεως, και κατά της οποίας βάλλει με την προσφυγή του, έχει μεν διατυπωθεί από τη νομολογία που αφορά τους ευρωυπαλλήλους, τυγχάνει ωστόσο γενικής εφαρμογής και, ειδικότερα, έχει εφαρμογή και στους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθόσον το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς τους έχει ένα κοινό βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο με το συνταξιοδοτικό καθεστώς των ευρωυπαλλήλων, δεδομένου ότι αμφότερα τα συστήματα προβλέπουν έναν αναλογιστικό υπολογισμό στο πλαίσιο του οποίου οι ετήσιες ασφαλιστικές εισφορές πρέπει να αντιστοιχούν στο ένα τρίτο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν εντός του ιδίου έτους.

(βλ. σκέψεις 44-46)

3.      Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου «σε σχέση με τη σύμβαση επικουρικής συνταξιοδοτήσεως» και της αρχής της συνέχειας των συμβάσεων προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της (προαιρετικής) επικουρικής συντάξεως των βουλευτών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VII της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών, και καταργεί τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου.

Η δημιουργία του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και η τροποποίησή του σε περίπτωση ανάγκης πρέπει να θεωρούνται ως μέτρα εσωτερικής οργανώσεως προοριζόμενα να διασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στις προνομίες δημόσιας εξουσίας που απολαύει το Κοινοβούλιο προκειμένου να μπορέσει να εκτελέσει την αποστολή που του έχουν αναθέσει οι Συνθήκες. Συγκεκριμένα, σε όλα τα κοινοβουλευτικά συστήματα, μια από τις βασικότερες επιδιώξεις είναι να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία, περιλαμβανομένης της οικονομικής ανεξαρτησίας, των βουλευτών ως εκπροσώπων του λαού, οι οποίοι θεωρείται ότι υπηρετούν το γενικό συμφέρον του. Συναφώς, η διασφάλιση της ενδεδειγμένης οικονομικής αποζημιώσεως, η οποία παρέχει τα εχέγγυα ανεξαρτησίας του βουλευτή, δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην περίοδο κατά την οποία κατέχει αυτός το βουλευτικό αξίωμα, αλλά πρέπει επίσης να καλύπτει, στην ενδεδειγμένη έκταση, μια μεταβατική περίοδο μετά το τέλος της θητείας του στο αξίωμα αυτό και να προβλέπει την καταβολή συντάξεως ανάλογης προς τη διάρκεια κατά την οποία ο βουλευτής ήταν μέλος του Κοινοβουλίου.

Επομένως, το επίδικο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς αποτελεί μέρος των νομοθετικών διατάξεων που έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση της οικονομικής ανεξαρτησίας των βουλευτών χάριν του γενικού συμφέροντος.

Κατά συνέπεια, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το καθεστώς αυτό για το Κοινοβούλιο και για τους βουλευτές εντάσσονται στο πλαίσιο της υπηρεσιακής σχέσεως που τους συνδέει και, ως εκ τούτου, δεν έχουν συμβατικό χαρακτήρα, αλλά διέπονται από το δημόσιο δίκαιο. Συναφώς, το γεγονός ότι ο εν λόγω βουλευτής προσχώρησε οικεία βουλήσει στο εν λόγω καθεστώς δεν μεταβάλλει τη φύση της σχέσεώς του προς το Κοινοβούλιο, η οποία εξακολουθεί να διέπεται από το δημόσιο δίκαιο.

(βλ. σκέψεις 59-62)

4.      Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της (προαιρετικής) επικουρικής συντάξεως των βουλευτών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VII της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών, και καταργεί τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου επικαλούμενος έλλειψη αρμοδιότητας του Προεδρείου προς λήψη της αποφάσεως αυτής.

Οσάκις μια κανονιστική ρύθμιση εμπίπτει στο πλαίσιο των μέτρων εσωτερικής οργανώσεως του Κοινοβουλίου, η ρύθμιση αυτή εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς του και περιλαμβάνεται μεταξύ των μέτρων που δικαιούται να λάβει δυνάμει του άρθρου 199, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Η θέσπιση και, ενδεχομένως, η τροποποίηση του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος πρέπει να θεωρούνται ως τέτοια μέτρα.

(βλ. σκέψη 64)

5.      Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της (προαιρετικής) επικουρικής συντάξεως των βουλευτών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VII της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών, και καταργεί τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου, εφόσον η κατάργηση της δυνατότητας αυτής αρχίζει να εφαρμόζεται μόνον από την κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως σε όλους τους βουλευτές, όσοι δε έχουν παύσει να ασκούν τα καθήκοντά τους πριν από την ημερομηνία αυτή, και οι οποίοι, ως εκ τούτου, έχουν αποκτήσει δικαίωμα επικουρικής συντάξεως, δεν θίγονται από την απόφαση αυτή, η οποία δεν συνοδεύεται από στοιχεία με αναδρομική ισχύ.

(βλ. σκέψεις 65-66)

6.      Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της (προαιρετικής) επικουρικής συντάξεως των βουλευτών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VII της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών, και καταργεί τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου, όταν οι πληροφορίες τις οποίες επικαλείται προς απόδειξη της παραβιάσεως αυτής δεν είναι ακριβείς, απαλλαγμένες αιρέσεων και συγκλίνουσες.

Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι η δυνατότητα εισπράξεως της επικουρικής συντάξεως εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου υφίστατο κατά την ένταξη του εν λόγω βουλευτή στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξασφάλιση εκ μέρους του Κοινοβουλίου ότι οι προϋποθέσεις του καθεστώτος αυτού δεν επρόκειτο να μεταβληθούν στο μέλλον. Ομοίως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πληροφορίες ικανές να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στον ενδιαφερόμενο ούτε οι προσωρινοί υπολογισμοί της συντάξεώς του στους οποίους προέβη η διοίκηση του Κοινοβουλίου, ούτε οι υπολογισμοί τους οποίους πραγματοποίησε υπό τύπον παραδείγματος η ένωση μη κερδοσκοπικού σκοπού «Συνταξιοδοτικό ταμείο – Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου», ούτε η αναγνώριση, εκ μέρους του Προεδρείου του Κοινοβουλίου, της υποχρεώσεως διασφαλίσεως της τηρήσεως των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί έναντι των ασφαλισμένων στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς ανεξαρτήτως της καταστάσεως του ταμείου.

(βλ. σκέψεις 70-75)

7.      Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της (προαιρετικής) επικουρικής συντάξεως των βουλευτών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VII της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών, και καταργεί τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου, στηριζόμενος σε σύγκριση της τροποποιήσεως του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των βουλευτών κατόπιν της θέσεως σε ισχύ της αποφάσεως αυτής με την τροποποίηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των μελών της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1292/2004, για την τροποποίηση του κανονισμού 422/67/ΕΟΚ, 5/67/Eυρατόμ περί καθορισμού του καθεστώτος χρηματικών απολαβών του προέδρου και των μελών της Επιτροπής, του προέδρου, των δικαστών, των γενικών εισαγγελέων και του γραμματέως του Δικαστηρίου καθώς και του προέδρου, των μελών και του γραμματέως του Πρωτοδικείου.

Εν αντιθέσει προς τις τροποποιήσεις του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των μελών της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης που επήλθαν με τον κανονισμό 1292/2004, οι τροποποιήσεις του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των βουλευτών οι οποίες επήλθαν κατόπιν της θέσεως σε ισχύ της αποφάσεως του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009 δεν έθιγαν την αναλογιστική αξία της συντάξεως την οποία μπορούσαν να προσδοκούν οι ασφαλισμένοι που υπάγονταν στο τελευταίο αυτό καθεστώς.

Ως εκ τούτου, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αφενός, και τα μέλη της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, αφετέρου, που βρίσκονται σε πραγματική και νομική κατάσταση ουσιωδώς διαφορετική όσον αφορά τις επιπτώσεις των επενεχθεισών τροποποιήσεων του συνταξιοδοτικού καθεστώτος τους, κατόπιν της θέσεως σε ισχύ, αντιστοίχως, της εν λόγω αποφάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου και του κανονισμού 1292/2004, μπορούσαν να τύχουν διαφορετικής μεταχειρίσεως όσον αφορά τη λήψη συναφών μεταβατικών μέτρων.

(βλ. σκέψεις 86-87, 89)

8.      Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της (προαιρετικής) επικουρικής συντάξεως των βουλευτών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VII της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών, και καταργεί τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου, εφόσον, στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς του να ρυθμίζει το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, το Κοινοβούλιο μπορούσε νομίμως να προβεί στην επιδίωξη των σκοπών που καθορίζει η απόφαση αυτή, τα ληφθέντα στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητας αυτής μέτρα ήταν πρόσφορα για την επίτευξή τους, η δε κατάργηση της δυνατότητας καταβολής ενός μέρους της συντάξεως υπό τη μορφή κεφαλαίου ήταν το λιγότερο επαχθές μέτρο για τους ασφαλισμένους στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς.

(βλ. σκέψεις 93-94, 114, 116-117)

9.      Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορεί να επικαλεστεί παράβαση του άρθρου 29 της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών, κατά το οποίο οι κοσμήτορες και ο Γενικός Γραμματέας μεριμνούν, βάσει των οδηγιών του Προέδρου, για την ερμηνεία και την αυστηρή εφαρμογή της εν λόγω ρυθμίσεως, προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της (προαιρετικής) επικουρικής συντάξεως των βουλευτών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VII της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών, και καταργεί τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου, εφόσον η διάταξη αυτή αφορά μόνον την ερμηνεία και την εφαρμογή της ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών και όχι την τροποποίησή της, το δε Προεδρείο είχε αρμοδιότητα να τροποποιήσει τη ρύθμιση αυτή. Επιπλέον, η τροποποιητική απόφαση ελήφθη κατόπιν προτάσεως του εν λόγω Γενικού Γραμματέα, δυνάμει δε του άρθρου 21, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου, οι κοσμήτορες μετέχουν στις συνεδριάσεις του Προεδρείου με συμβουλευτική ψήφο.

(βλ. σκέψεις 121-123)

10.    Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως κατά την εκτέλεση των συμβάσεων προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεως του Προεδρείου του Κοινοβουλίου που τροποποιεί την κανονιστική ρύθμιση σχετικά με το καθεστώς της (προαιρετικής) επικουρικής συντάξεως των βουλευτών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VII της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών, και καταργεί τη δυνατότητα καταβολής της συντάξεως αυτής εν μέρει υπό τη μορφή κεφαλαίου, εφόσον οι σχέσεις μεταξύ του εν λόγω βουλευτή και του Κοινοβουλίου εντάσσονται στο πλαίσιο της υπηρεσιακής σχέσεως που τους συνδέει και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στον τομέα των προνομιών δημόσιας εξουσίας που απολαύει το Κοινοβούλιο, προκειμένου να μπορεί να εκτελεί την αποστολή που του έχουν αναθέσει οι Συνθήκες.

(βλ. σκέψεις 124-126)