Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 26 Φεβρουαρίου 2021 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) στις 16 Δεκεμβρίου 2020 στην υπόθεση T-315/19, BT κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-138/21 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείον: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκπρόσωποι: M. Bauer και M. Alver)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: BT, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Association internationale des anciens de l’Union européenne (AIACE Internationale)

Αιτήματα

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

να κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως και να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να αποφανθεί το ίδιο επί της υποθέσεως και να απορρίψει την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει τους πρωτοδίκως προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο στο πλαίσιο της της πρωτόδικης διαδικασίας και της παρούσας διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς του, το Συμβούλιο προβάλλει τέσσερις λόγους.

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται κυρίως, στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ύπαρξη διαφορετικής μεταχειρίσεως, για τον σκοπό της χορήγησης σύνταξης επιζώντος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18 ή του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, μεταξύ, αφενός, του επιζώντος συζύγου πρώην υπαλλήλου που συνήψε γάμο με τον υπάλληλο πριν από την αποχώρηση του υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία και, αφετέρου, του επιζώντος συζύγου πρώην υπαλλήλου που συνήψε γάμο με τον πρώην υπάλληλο μετά την εν λόγω αποχώρηση. Κατά το Συμβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε τη συγκρισιμότητα των επίμαχων καταστάσεων λαμβάνοντας υπόψη όλα τα χαρακτηριστικά τους, περιλαμβανομένων και των οικείων νομικών καταστάσεων, υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξης της Ένωσης με την οποία θεσπίζεται η επίμαχη διαφορετική μεταχείριση, ήτοι του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων στο σύνολό του. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι η ημερομηνία σύναψης του γάμου είναι το μοναδικό στοιχείο το οποίο καθορίζει την εφαρμογή του άρθρου 18 ή του άρθρου 20 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, ενώ το στοιχείο που δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση είναι η θεμελιώδης διαφορά, σε πραγματικό και νομικό επίπεδο, μεταξύ της νομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο υπάλληλος κατά το άρθρο 35 του ΚΥΚ, και της νομικής κατάστασης πρώην υπαλλήλου.

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου επί των επιλογών του νομοθέτη της Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε σε μια «απλή» εξουσία εκτιμήσεως, την οποία διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης και η οποία «συνεπάγεται ότι είναι αναγκαίο να ελέγχεται αν ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί ευλόγως να κρίνει ότι η θεσπισθείσα διαφορετική μεταχείριση μπορεί να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού». Ωστόσο, το Δικαστήριο αναγνωρίζει στον νομοθέτη της Ένωσης, στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων του, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στους τομείς στους οποίους καλείται να προβεί σε σύνθετες αξιολογήσεις και εκτιμήσεις και σε επιλογές τόσο πολιτικής όσο και οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως, όπως συμβαίνει κατά τη διαμόρφωση ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Επομένως, δεν τίθεται το ζήτημα κατά πόσον το μέτρο που θεσπίστηκε στον τομέα αυτόν είναι το μόνο ή το καλύτερο δυνατό. Συγκεκριμένα, η νομιμότητα ενός τέτοιου μέτρου μπορεί να επηρεαστεί μόνον όταν αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο από τα αρμόδια θεσμικά όργανα σκοπό. Το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας σε έλεγχο ο οποίος βαίνει πέραν του ελέγχου όσον αφορά τον προδήλως ακατάλληλο χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, υποκατέστησε τον νομοθέτη στην εκτίμησή του και, συνεπώς, υπερέβη τα όρια του ελέγχου νομιμότητας.

Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του δικαιολογημένου χαρακτήρα της διαφορετικής μεταχείρισης. Η εξέταση αυτή, κατά πρώτον, ενέχει νομικό σφάλμα, στο οποίο υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τον ορισμό της έκτασης του ελέγχου που ασκεί επί των επιλογών του νομοθέτη. Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη νομολογία κατά την οποία εναπόκειται στον προσφεύγοντα να αποδείξει την ασυμβατότητα νομοθετικής διάταξης με το πρωτογενές δίκαιο, και όχι στα θεσμικά όργανα, ως νομοθέτες, να αποδείξουν τη νομιμότητά της. Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την εξέταση του δικαιολογημένου χαρακτήρα της διαφορετικής μεταχείρισης υπό το πρίσμα νομολογίας κατά την οποία ένα γενικό τεκμήριο περί απάτης δεν αρκεί για τη δικαιολόγηση μέτρου το οποίο θίγει τους σκοπούς που επιδιώκει η Συνθήκη ΛΕΕ, διαπιστώνοντας ότι το άρθρο 20 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων θεσπίζει «γενικό και αμάχητο τεκμήριο απάτης για τους γάμους που διήρκεσαν λιγότερο από πέντε έτη».

Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως όσον αφορά τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας. Κατ’ αρχάς, στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται τόσο στην ηλικία του επιζώντος συζύγου όσο και στην ηλικία του υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου, μη εκπληρώνοντας την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Περαιτέρω, η διαπίστωση ότι πρόσωπα ορισμένης ηλικίας ή συγκεκριμένου ηλικιακού φάσματος περιέρχονται σε μειονεκτική θέση προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την απόδειξη του γεγονότος ότι ο επίμαχος κανονισμός επηρεάζει δυσμενώς ένα σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό προσώπων ορισμένης ηλικίας σε σχέση με πρόσωπα άλλης ηλικίας, το οποίο δεν αποδεικνύεται. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε, αν υποτεθεί ότι υφίσταται διαφορετική μεταχείριση, εμμέσως βασιζόμενη στην ηλικία του πρώην υπαλλήλου όταν συνήψε τον γάμο, κατά πόσον η διαφορετική αυτή μεταχείριση συνάδει με το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και αν πληροί τα κριτήρια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

____________