Language of document : ECLI:EU:T:2011:399

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 18ης Ιουλίου 2011

Υπόθεση T‑450/10 P

Luigi Marcuccio

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναίρεσης – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Εύλογη προθεσμία για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης – Εκπρόθεσμο – Αίτηση αναίρεσης εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναίρεσης κατά της διάταξης του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 9ης Ιουλίου 2010, F‑91/09, Marcuccio κατά Επιτροπής, με αίτημα την εξαφάνιση της εν λόγω διάταξης.

Απόφαση:      Η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται. Ο Luigi Marcuccio φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Αγωγή – Αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως – Προθεσμία άσκησης – Εύλογη προθεσμία

(Άρθρο 270 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Αγωγή – Προθεσμίες – Απαίτηση αποζημίωσης προβαλλόμενη έναντι θεσμικού οργάνου – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Κριτήρια εκτίμησης – Εξουσία εκτίμησης του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Νομικός χαρακτηρισμός

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90)

1.      Οι διαφορές μεταξύ των μόνιμων υπαλλήλων και των οργάνων στα οποία υπάγονται ή υπάγονταν, που έχουν ως αντικείμενο την αποκατάσταση ζημίας, εμπίπτουν, όταν πηγάζουν από την εργασιακή σχέση που συνδέει τον ενδιαφερόμενο με το όργανο, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, πράγμα που σημαίνει ότι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

Το γεγονός ότι το άρθρο 270 ΣΛΕΕ και το άρθρο 90 του ΚΥΚ δεν ορίζουν προθεσμία για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης δεν καθιστά παράνομη την απαίτηση εύλογης προθεσμίας για την άσκηση αυτής της αγωγής. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών, και μάλιστα στις αγωγές αποζημίωσης, πρέπει να γίνεται τηρουμένων των γενικών αρχών του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και συγκεκριμένα των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αυτές οι γενικές αρχές όμως, εφόσον τα νομοθετήματα δεν περιέχουν σχετική ρύθμιση, δεν παρέχουν στα θεσμικά όργανα και στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τη δυνατότητα να ενεργούν χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, διακυβεύοντας έτσι, μεταξύ άλλων, τη σταθερότητα κεκτημένων νομικών καταστάσεων, και απαιτούν την τήρηση εύλογης προθεσμίας. Έτσι, η επανεξέταση, πέραν μιας εύλογης προθεσμίας, της γενεσιουργού αιτίας της ζημίας που έχει προκληθεί από ευρωπαϊκό όργανο στο πλαίσιο των σχέσεών του με τους υπαλλήλους του επηρεάζει την ασφάλεια των έννομων σχέσεων μεταξύ του εν λόγω οργάνου και των υπαλλήλων του και εκθέτει τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον κίνδυνο δαπανών που αφορούν γενεσιουργό αιτία που είναι χρονικά πολύ απομακρυσμένη. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει συνεπώς στους υπαλλήλους την υποχρέωση να προβάλλουν εντός εύλογης προθεσμίας τις απαιτήσεις τους για αποζημίωση λόγω της ζημίας που θεωρούν ότι τους προκάλεσε το ευρωπαϊκό όργανο στο πλαίσιο των σχέσεών τους με το όργανο αυτό.

Συναφώς, η αναφορά στην προθεσμία του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί ως ανώτατο όριο. Το γεγονός πάντως ότι ασκήθηκε αγωγή μετά την παρέλευση πέντε τουλάχιστον ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της κατάστασης για την οποία διαμαρτύρεται δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω αγωγή ασκήθηκε εντός εύλογης προθεσμίας.

(βλ. σκέψεις 24 έως 27 και 29)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 5 Οκτωβρίου 2004, T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3315, σκέψη 59· 5 Οκτωβρίου 2004, T‑144/02, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3381, σκέψη 62· 26 Ιουνίου 2009, T‑114/08 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑381, σκέψεις 12 και 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Ο καθορισμός της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ή αγωγής αποτελεί νομικό ζήτημα και, εφόσον η εφαρμοστέα νομοθεσία δεν προβλέπει προθεσμία για την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης η οποία απορρέει από τη σχέση εργασίας μεταξύ του μόνιμου υπαλλήλου και του θεσμικού οργάνου στο οποίο υπάγεται, η εν λόγω αγωγή πρέπει να ασκείται εντός εύλογης προθεσμίας από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο υπάλληλος έλαβε γνώση της κατάστασης για την οποία διαμαρτύρεται, προθεσμίας η οποία καθορίζεται με βάση τις περιστάσεις της συγκεκριμένης εκάστοτε υπόθεσης. Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προβαίνει μεν απολύτως ελεύθερα στη διαπίστωση και εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, με την επιφύλαξη τυχόν παραμόρφωσης του περιεχομένου τους, στη συνέχεια όμως προβαίνει στον νομικό χαρακτηρισμό τους, υπό τον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου, από την άποψη της αρχής της τήρησης εύλογης προθεσμίας. Εν πάση περιπτώσει, η αναφορά στην προθεσμία του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου μπορεί ενδεικτικά να θεωρηθεί ως ανώτατο όριο.

(βλ. σκέψεις 28, 29 και 31)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 26 Ιουνίου 2009, T‑114/08 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑53 και II‑B‑1‑313, σκέψεις 25 και 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία