Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Krakowie (Πολωνία) στις 30 Ιανουαρίου 2024 – Alior Bank S.A. κατά J.D.

(Υπόθεση C-71/24, Alior Bank)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Sąd Okręgowy w Krakowie

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: Alior Bank S.A.

Εναγόμενος: J.D.

Προδικαστικά ερωτήματα

Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο ι΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ 1 του Συμβουλίου, ερμηνευόμενα με γνώμονα την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης και τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας, καθώς και υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές 2 , την έννοια ότι αντιτίθεται στην πρακτική να περιλαμβάνονται σε συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως, των οποίων το περιεχόμενο δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως μεταξύ του επαγγελματία (πιστωτικού φορέα) και του καταναλωτή (δανειολήπτη), ρήτρες οι οποίες προβλέπουν την επιβολή τόκου όχι μόνον επί του ποσού της πιστώσεως που αναλαμβάνεται από τον καταναλωτή, αλλά και επί του κόστους της πιστώσεως εκτός των τόκων (ήτοι επί των προμηθειών ή των λοιπών χρεώσεων, οι οποίες δεν αποτελούν μεν συστατικό στοιχείο του ποσού της πιστώσεως που χορηγείται στον καταναλωτή, αλλά συναπαρτίζουν το συνολικό ποσό που οφείλει να καταβάλει ο καταναλωτής για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως που υπέχει βάσει της συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως);

Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχεία στ΄ και ζ΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ερμηνευόμενο με γνώμονα την αρχή της αποτελεσματικότητας κατά το δίκαιο της Ένωσης και τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας και υπό το πρίσμα του άρθρου 5 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, την έννοια ότι αντιτίθεται στην πρακτική να περιλαμβάνονται σε συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως των οποίων το περιεχόμενο δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως μεταξύ του επαγγελματία (πιστωτικού φορέα) και του καταναλωτή (δανειολήπτη), ρήτρες οι οποίες μνημονεύουν μόνον το χρεωστικό επιτόκιο και το συνολικό ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων που υποχρεούται να καταβάλει ο καταναλωτής προς εκπλήρωση της υποχρεώσεως που υπέχει βάσει της εν λόγω συμβάσεως, χωρίς ταυτοχρόνως να παρέχεται σαφής ενημέρωση στον καταναλωτή ότι η βάση υπολογισμού των κεφαλαιοποιημένων τόκων (εκφραζομένων ως ποσό) είναι ποσό διαφορετικό από το ποσό της πράγματι αναληφθείσας από αυτόν πιστώσεως και, ειδικότερα, ότι αποτελεί το άθροισμα του ποσού της αναληφθείσας από αυτόν πιστώσεως και του κόστους της πιστώσεως εκτός των τόκων (ήτοι των προμηθειών ή των λοιπών χρεώσεων, οι οποίες δεν αποτελούν μεν συστατικό στοιχείο του ποσού της πιστώσεως που χορηγείται στον καταναλωτή, αλλά συναπαρτίζουν το συνολικό ποσό που οφείλει να καταβάλει ο καταναλωτής για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως που υπέχει βάσει της συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως);

____________

1 ΕΕ 2008, L 133, σ. 66.

1 ΕΕ 1993, L 95, σ. 29.