Language of document : ECLI:EU:T:2011:742

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 14ης Δεκεμβρίου 2011 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Προκήρυξη διαγωνισμού – Γενικός διαγωνισμός – Αποκλεισμός από τη γραπτή δοκιμασία κατόπιν της ληφθείσας στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα βαθμολογίας – Κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της EPSO και της εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού»

Στην υπόθεση T‑361/10 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 15ης Ιουνίου 2010, F‑35/08, Παχτίτης κατά Επιτροπής (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή),

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους J. Currall και Ι. Χατζηγιάννη και στη συνέχεια από τον J. Currall, επικουρούμενους από τους Ε. Αντύπα και Ε. Μπουρτζάλα, δικηγόρους,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

ο Δημήτριος Παχτίτης, κάτοικος Αθηνών (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος από τον Π. Γιαταγαντζίδη και την Κ. Κυριαζή, δικηγόρους,

προσφεύγων πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενος από τον

Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ),

παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, N. J. Forwood και A. Dittrich (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Νοεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) της 15ης Ιουνίου 2010, F-35/08, Παχτίτης κατά Επιτροπής (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (στο εξής: EPSO) της 31ης Μαΐου και της 6ης Δεκεμβρίου 2007, με τις οποίες ο Δημήτριος Παχτίτης δεν περιελήφθη στον κατάλογο των 110 υποψηφίων με την υψηλότερη βαθμολογία στις προκριματικού χαρακτήρα δοκιμασίες του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/77/06.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Τα κρίσιμα για την εκτίμηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως πραγματικά περιστατικά εκτίθενται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως εξής:

«16      Στις 15 Νοεμβρίου 2006, η EPSO δημοσίευσε την προκήρυξη γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/77/06 (ΕΕ C 277 A, σ. 3, στο εξής: επίδικος διαγωνισμός) για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων γλωσσομαθών υπαλλήλων διοικήσεως βαθμού AD 5, ελληνικής γλώσσας, στον τομέα της μεταφράσεως. Σύμφωνα με την προκήρυξη διαγωνισμού, οι υποψήφιοι, μεταξύ των δύο επιλογών τις οποίες είχαν στη διάθεσή τους, καλούμενες επιλογή 1 και επιλογή 2, έπρεπε να επιλέξουν την αντιστοιχούσα στις γλωσσικές τους γνώσεις […]

17      Ο προσφεύγων, ελληνικής ιθαγενείας, […] υπέβαλε υποψηφιότητα στον προαναφερθέντα διαγωνισμό για την επιλογή 1.

18      Ο διαγωνισμός διεξήχθη σε τρία στάδια. Κατά τον τίτλο Β της προκηρύξεως διαγωνισμού, το πρώτο ή προκαταρκτικό στάδιο περιελάμβανε δύο δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα, εκάστη εκ των οποίων συνίστατο σε 30 ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, η πρώτη με σκοπό την αξιολόγηση των γνώσεων των υποψηφίων για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα θεσμικά όργανά της και τις πολιτικές της (στο εξής: δοκιμασία α΄) και η δεύτερη με σκοπό την αξιολόγηση των γενικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων των υποψηφίων όσον αφορά την κατανόηση κειμένων και την ευχέρεια στους αριθμητικούς υπολογισμούς (στο εξής: δοκιμασία β΄). Κατά τον τίτλο Γ της προκηρύξεως διαγωνισμού, το δεύτερο στάδιο περιελάμβανε γραπτές δοκιμασίες και το τρίτο προφορική δοκιμασία. Κατά τον τίτλο B της προκηρύξεως διαγωνισμού και προκειμένου περί της επιλογής 1, μόνον οι 110 υποψήφιοι με την υψηλότερη βαθμολογία στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα και, εν πάση περιπτώσει, τη βάση, δηλαδή πέντε βαθμούς στους δέκα στη δοκιμασία α΄ και δέκα βαθμούς στους είκοσι στη δοκιμασία β΄, θα καλούνταν να υποβάλουν πλήρη υποψηφιότητα προκειμένου να γίνουν δεκτοί στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού· ο αριθμός των υποψηφίων της επιλογής 2 οι οποίοι μπορούσαν να γίνουν δεκτοί στο δεύτερο στάδιο είχε καθοριστεί σε 30.

19      Από τον τίτλο Δ της προκηρύξεως διαγωνισμού προκύπτει ότι οι υποψηφιότητες έπρεπε να υποβληθούν ηλεκτρονικώς. Ειδικότερα, έκαστος υποψήφιος κλήθηκε κατ’ αρχάς να δημιουργήσει ηλεκτρονικό φάκελο με τα προσωπικά του στοιχεία στο σύστημα πληροφορικής της EPSO. Μετά την καταχώριση του φακέλου του, ο υποψήφιος μπορούσε να υποβάλει ηλεκτρονική αίτηση συμμετοχής στον διαγωνισμό. Αν η αίτηση υποβαλλόταν εμπροθέσμως, η EPSO απηύθυνε στον υποψήφιο ηλεκτρονική πρόσκληση για να μετάσχει στο προκαταρκτικό στάδιο του διαγωνισμού, στη συνέχεια δε τον κατηύθυνε στον δικτυακό τόπο ενός εξωτερικού αντισυμβαλλομένου της, στον οποίο η EPSO είχε αναθέσει την οργάνωση και τη διεξαγωγή του προκαταρκτικού σταδίου του διαγωνισμού. Στον δικτυακό τόπο του αντισυμβαλλομένου αυτού, ο υποψήφιος έπρεπε να προβεί ηλεκτρονικώς σε κράτηση μιας ημερομηνίας και ώρας εξετάσεων εντός του διαστήματος από τις 10 Απριλίου έως τις 4 Μαΐου 2007, κατά το οποίο έπρεπε να διεξαχθούν οι δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα σε διάφορα εξεταστικά κέντρα.

20      Ως εκ τούτου, οι δοκιμασίες αυτές, οι οποίες, όπως προέβλεπε ο τίτλος B της προκηρύξεως διαγωνισμού, πραγματοποιήθηκαν με χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, διεξήχθησαν σε διαφορετικούς τόπους και κατά διαφορετικές ημερομηνίες για κάθε υποψήφιο. Οι ερωτήσεις, επίσης διαφορετικές για κάθε υποψήφιο, είχαν επιλεγεί τυχαία από βάση δεδομένων περιέχουσα ομάδα ερωτήσεων τις οποίες παρέσχε στην EPSO εξωτερικός αντισυμβαλλόμενός της. Το έργο της εξεταστικής επιτροπής του επίδικου διαγωνισμού άρχισε μόνο μετά την περάτωση των δοκιμασιών προκριματικού χαρακτήρα και, συνεπώς, κατά το στάδιο των γραπτών δοκιμασιών και της προφορικής δοκιμασίας. Σύμφωνα με τον τίτλο E, σημείο 2, της προκηρύξεως διαγωνισμού, τα ονόματα των μελών της εξεταστικής επιτροπής δημοσιεύθηκαν στον δικτυακό τόπο της EPSO δεκαπέντε ημέρες πριν τη διεξαγωγή των γραπτών δοκιμασιών.

21      Κατόπιν της συμμετοχής του προσφεύγοντος στις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα, η EPSO του γνωστοποίησε ηλεκτρονικώς, στις 31 Μαΐου 2007, τη βαθμολογία του στις δοκιμασίες α΄ και β΄, πληροφορώντας τον συγχρόνως ότι η βαθμολογία αυτή, “μολονότι υψηλότερη από τη βάση ή ίση με αυτήν, [ήταν] ανεπαρκής προκειμένου [να είναι αυτός σε θέση να] περιληφθεί μεταξύ των 110 υποψηφίων με την υψηλότερη βαθμολογία, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον τίτλο B της προκηρύξεως διαγωνισμού” […]

[…]

24      Ο προσφεύγων αμφισβήτησε “τη νομιμότητα και το περιεχόμενο” της αποφάσεως της EPSO, της 31ης Μαΐου 2007, υποβάλλοντας διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, με την οποία, παραπονούμενος, αφενός, για παραβίαση των αρχών της ισότητας, της αντικειμενικότητας και της διαφάνειας, καθώς και για παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της αποφάσεως της 31ης Μαΐου 2007 και, αφετέρου, για σφάλματα εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε οπωσδήποτε η “εξεταστική επιτροπή των προκαταρκτικών δοκιμασιών (δηλαδή ο ηλεκτρονικός υπολογιστής)” κατά τη διόρθωση των προκριματικού χαρακτήρα δοκιμασιών του, λαμβανομένης υπόψη της επαγγελματικής πείρας του, ζήτησε να αναθεωρήσει η EPSO το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής κατόπιν επανεξετάσεως των προκριματικού χαρακτήρα δοκιμασιών του και να του γνωστοποιήσει αν “ακυρώθηκαν” από την εξεταστική επιτροπή ερωτήσεις των δοκιμασιών προκριματικού χαρακτήρα και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιες.

[…]

26      Με απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007, με την οποία δήλωσε ότι επανεξέτασε, αφενός, τον φάκελο του προσφεύγοντος όσον αφορά την αυτοματοποιημένη επεξεργασία των προκριματικού χαρακτήρα δοκιμασιών του και, αφετέρου, τις συνέπειες της ακυρώσεως ορισμένων ερωτήσεων επί της βαθμολογίας του, η EPSO απέρριψε τη διοικητική ένσταση και επιβεβαίωσε την από 31 Μαΐου 2007 απόφασή της. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις ακυρωθείσες ερωτήσεις, η EPSO επισήμανε ότι, πράγματι, επτά ερωτήσεις είχαν ακυρωθεί από μια “συμβουλευτική επιτροπή”, στην οποία εναπέκειτο ο ποιοτικός έλεγχος των ερωτήσεων που εισάγονται στη βάση δεδομένων, αλλά ότι οι προκριματικού χαρακτήρα δοκιμασίες του προσφεύγοντος δεν περιείχαν καμία από τις ακυρωθείσες ερωτήσεις.»

 Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

3        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 14 Μαρτίου 2008, ο Δ. Παχτίτης άσκησε προσφυγή η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως F-35/08.

4        Ο Δ. Παχτίτης ζήτησε πρωτοδίκως από το Δικαστήριο ΔΔ να ακυρώσει τις αποφάσεις της EPSO, της 31ης Μαΐου και της 6ης Δεκεμβρίου 2007, καθώς και κάθε συναφή πράξη, και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα (σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

5        Η Επιτροπή ζήτησε πρωτοδίκως από το Δικαστήριο ΔΔ να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως αβάσιμη και να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα (σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

6        Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 29 και 30 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ), στον οποίο επιτράπηκε να παρέμβει υπέρ του Δ. Παχτίτη με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ της 20ής Νοεμβρίου 2008, παρενέβη στην πρωτοβάθμια δίκη.

7        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 43 έως 72), το Δικαστήριο ΔΔ δέχθηκε την προσφυγή ακυρώσεως, κρίνοντας ότι ο δεύτερος λόγος που προέβαλε ο Δ. Παχτίτης και ο οποίος αφορούσε την έλλειψη αρμοδιότητας της EPSO να προβεί στον αποκλεισμό υποψηφίων κατά την προκριματική φάση του επίδικου διαγωνισμού ήταν βάσιμος. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο ΔΔ κατέληξε ότι έπρεπε να ακυρώσει τις αποφάσεις της EPSO της 31ης Μαΐου και της 6ης Δεκεμβρίου 2007 χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί επί των τριών άλλων λόγων ακυρώσεως που προέβαλε ο Δ. Παχτίτης.

 Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Αυγούστου 2010, η Επιτροπή κατέθεσε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεση κατά προτεραιότητα δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

9        Με έγγραφο που κατέθεσε στις 30 Νοεμβρίου 2010, ο ΕΕΠΔ δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να μετάσχει στην παρούσα διαδικασία και να καταθέσει υπόμνημα αντικρούσεως.

10      Στις 29 Δεκεμβρίου 2010 ο Δ. Παχτίτης κατέθεσε το υπόμνημά του αντικρούσεως.

11      Με έγγραφο που κατέθεσε στις 21 Ιανουαρίου 2011, η Επιτροπή ζήτησε να καταθέσει σύντομο υπόμνημα απαντήσεως.

12      Με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2011, ο πρόεδρος του αναιρετικού τμήματος έκανε δεκτό το αίτημα αυτό.

13      Στις 14 Μαρτίου 2011 η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως.

14      Στις 5 Μαΐου 2011 ο Δ. Παχτίτης κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως.

15      Με έγγραφα που κατέθεσαν στις 24 Μαΐου και στις 14 Ιουνίου 2011, η Επιτροπή και ο Δ. Παχτίτης, αντιστοίχως, διατύπωσαν αίτημα κατ’ επίκληση του άρθρου 146 του Κανονισμού Διαδικασίας να ακουστούν στο πλαίσιο της προφορικής διαδικασίας.

16      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (αναιρετικό τμήμα) έκανε δεκτά τα αιτήματα που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 146 του Κανονισμού Διαδικασίας και κίνησε την προφορική διαδικασία.

17      Με απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, ο πρόεδρος του αναιρετικού τμήματος έκανε δεκτό το αίτημα της Επιτροπής να εκδικασθεί η παρούσα αίτηση αναιρέσεως κατά προτεραιότητα, δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

18      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Νοεμβρίου 2011.

19      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, προκειμένου αυτό να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως·

–        να καταδικάσει τον Δ. Παχτίτη στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση και της πρωτόδικης διαδικασίας.

20      Ο Δ. Παχτίτης ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των διαδικασιών.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

21      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει ένα μόνο λόγο, ο οποίος αφορά παράβαση των άρθρων 1, 5 και 7 του παραρτήματος III του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), της αποφάσεως 2002/620/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών και του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, της 25ης Ιουλίου 2002, για την ίδρυση της EPSO (ΕΕ L 197, σ. 53), και της αποφάσεως 2002/621/ΕΚ των Γενικών Γραμματέων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του Γραμματέα του Δικαστηρίου, των Γενικών Γραμματέων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών και του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, της 25ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία της EPSO (ΕΕ L 197, σ. 56), καθώς και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

22      Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο ΔΔ εσφαλμένως έκρινε ότι η EPSO δεν είχε την αρμοδιότητα να αποκλείσει τον Δ. Παχτίτη από το δεύτερο στάδιο του επίμαχου γενικού διαγωνισμού, το οποίο συνίστατο σε γραπτή εξέταση. Πράγματι, κατά την Επιτροπή, κατά το πρώτο στάδιο αυτού του διαγωνισμού, το οποίο συνίστατο σε δύο προκριματικού χαρακτήρα δοκιμασίες, η EPSO είχε την αρμοδιότητα να καθορίσει το περιεχόμενο των προκαταρκτικών δοκιμασιών που επέτρεπαν την πρόσβαση στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού αυτού. Το δεύτερο στάδιο και το τρίτο στάδιο του διαγωνισμού, το οποίο συνίστατο σε προφορική δοκιμασία, αποτελούσαν τον καθαυτό διαγωνισμό. Δεν υφίσταται καμία διάταξη απαγορεύουσα στην EPSO να διοργανώσει το πρώτο στάδιο του εν λόγω διαγωνισμού, εφόσον ο διαγωνισμός αυτός, από το δεύτερο στάδιό του, υπέκειτο πράγματι στον έλεγχο εξεταστικής επιτροπής.

23      Πριν εξεταστούν οι αιτιάσεις που εκτέθηκαν στην ανωτέρω σκέψη 22, πρέπει να εξεταστεί η προβαλλόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

24      Προς στήριξη της εκτιμήσεώς της ότι το Δικαστήριο ΔΔ αθέτησε την υποχρέωσή του να αιτιολογήσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν εξήγησε την κρίση του ότι οι διαγωνισμοί δεν μπορούν να διοργανώνονται σε «δύο στάδια», εκ των οποίων το πρώτο συνίσταται σε δοκιμασίες προεπιλογής, ενώ το δεύτερο αποτελεί τον καθαυτό διαγωνισμό. Εξάλλου δεν ανέφερε καμία διάταξη απαγορεύουσα, σε περίπτωση διαγωνισμών αποτελούμενων από «δύο στάδια», τη διοργάνωση του πρώτου σταδίου από την EPSO. Επίσης, κακώς το Δικαστήριο ΔΔ δεν έλαβε υπόψη του τις αποφάσεις 2002/620 και 2002/621.

25      Πρέπει να τονιστεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στο Δικαστήριο ΔΔ να παραθέτει αιτιολογία ακολουθούσα εξαντλητικώς και παρατακτικώς όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα επίμαχα μέτρα, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 372, και της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψη 46).

26      Όσον αφορά, πρώτον, την εκτίμηση της Επιτροπής ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν επεξήγησε την κρίση του ότι οι διαγωνισμοί δεν μπορούν να διεξάγονται σε «δύο στάδια», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν εξέφερε μια τέτοια κρίση. Πράγματι, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ ρητώς επισήμανε ότι η αναπτυσσόμενη στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συλλογιστική ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση την εξουσία της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) να διοργανώνει διαγωνισμούς περιλαμβάνοντες δύο διακριτά στάδια, δηλαδή ένα πρώτο στάδιο προεπιλογής, βασιζόμενο σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, και ένα δεύτερο στάδιο, τον κυρίως διαγωνισμό, εξαρτώμενο από την επιτυχία στις δοκιμασίες του πρώτου σταδίου, στο οποίο θα μπορούσε να μετάσχει περιορισμένος αριθμός υποψηφίων.

27      Όσον αφορά, δεύτερον, την εκτίμηση της Επιτροπής ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν ανέφερε καμία διάταξη απαγορεύουσα, στην περίπτωση διαγωνισμών αποτελούμενων από «δύο στάδια», τη διοργάνωση του πρώτου σταδίου από την EPSO, πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο ΔΔ δεν απεφάνθη ότι η EPSO δεν δύναται να διοργανώσει το πρώτο αυτό στάδιο. Αντιθέτως, στις σκέψεις 57 και 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο η επιλογή όσο και η αξιολόγηση των θεμάτων των ερωτήσεων που υποβάλλονται στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού εκφεύγουν της αρμοδιότητας της EPSO και ότι ο ρόλος της EPSO, ασφαλώς σημαντικός καθόσον υποβοηθεί την εξεταστική επιτροπή, παραμένει, εν πάση περιπτώσει, επικουρικός σε σχέση με τον ρόλο της εξεταστικής επιτροπής, την οποία, εξάλλου, η EPSO δεν μπορεί να υποκαταστήσει. Το Δικαστήριο ΔΔ θεμελίωσε, επαρκώς από νομικής απόψεως, τη συλλογιστική του επί του ζητήματος αυτού εξετάζοντας, στις σκέψεις 50 έως 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της EPSO και της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού όσον αφορά την πρόσληψη υπαλλήλων. Ειδικότερα, συνέκρινε, πρώτον, τις αρμοδιότητες της ΑΔΑ και της εξεταστικής επιτροπής εξετάζοντας, στις σκέψεις 50 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ειδικότερα, το άρθρο 30, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, κατά το οποίο, για κάθε διαγωνισμό, εξεταστική επιτροπή διοριζόμενη από την ΑΔΑ καταρτίζει τον πίνακα ικανότητας των υποψηφίων. Ακολούθως, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπογράμμισε ότι η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ ΑΔΑ και εξεταστικής επιτροπής, όπως εκτέθηκε στις προηγηθείσες σκέψεις, δεν επηρεάστηκε από την ίδρυση το 2002 της EPSO, η συστατική πράξη της οποίας προβλέπει ρητώς, στο άρθρο 2 αυτής, ότι η EPSO ασκεί τις αρμοδιότητες επιλογής που έχουν ανατεθεί στην ΑΔΑ στον τομέα των διαγωνισμών. Συνεπώς, τα επιχειρήματα της Επιτροπής είναι αβάσιμα.

28      Όσον αφορά, τρίτον, την εκτίμηση της Επιτροπής ότι το Δικαστήριο ΔΔ αθέτησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον κακώς δεν έλαβε υπόψη του τις αποφάσεις 2002/620 και 2002/621, αρκεί η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο ΔΔ εξέθεσε, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη συλλογιστική του κατά την οποία οι αποφάσεις αυτές δεν αναιρούν το συμπέρασμά του ως προς την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της EPSO και της εξεταστικής επιτροπής. Πράγματι, κατά την άποψή του, οι αποφάσεις αυτές είναι, εν πάση περιπτώσει, ιεραρχικώς κατώτερες των διατάξεων του ΚΥΚ.

29      Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα της Επιτροπής τα σχετικά με προβαλλόμενη αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι αβάσιμα.

 Επί της αρμοδιότητας της EPSO να αποκλείσει τον Δ. Παχτίτη από το δεύτερο στάδιο του επίμαχου διαγωνισμού

30      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσία, ότι το Δικαστήριο ΔΔ εσφαλμένως έκρινε, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η EPSO δεν ήταν αρμόδια να αποκλείσει τον Δ. Παχτίτη από το δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού. Υπογραμμίζει, σχετικώς, ότι το Δικαστήριο ΔΔ ερμήνευσε εσφαλμένως τις διατάξεις τις σχετικές με τη διαδικασία του διαγωνισμού που περιέχονται στο παράρτημα III του ΚΥΚ. Ειδικότερα, δεν έλαβε υπόψη του το σύνολο των αρμοδιοτήτων που αναθέτει στην EPSO το εν λόγω παράρτημα, ιδίως με τα άρθρα 1, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και με τις αποφάσεις 2002/620 και 2002/621.

31      Όσον αφορά, πρώτον, τη διοργάνωση του επίμαχου διαγωνισμού, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, το Δικαστήριο ΔΔ δεν αποφάνθηκε ότι η EPSO δεν είχε την αρμοδιότητα να οργανώσει τον διαγωνισμό αυτό σε «δύο στάδια». Πράγματι, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε, επικαλούμενο την απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 2004, T‑207/02, Falcone κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑305 και II‑1393), ότι η συλλογιστική της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση τη διακριτική ευχέρεια της ΑΔΑ να διοργανώνει διαγωνισμό περιλαμβάνοντα δύο διακριτά στάδια, δηλαδή ένα πρώτο στάδιο προεπιλογής, βασιζόμενο σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, και ένα δεύτερο στάδιο, τον κυρίως διαγωνισμό, εξαρτώμενο από την επιτυχία στις εξετάσεις του πρώτου σταδίου και στο οποίο μπορούσε να συμμετάσχει περιορισμένος αριθμός υποψηφίων. Κατά το Δικαστήριο ΔΔ το ζήτημα που εξετάζεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αν το πρώτο στάδιο ενός διαγωνισμού, όπως αυτό περί του οποίου επρόκειτο στην προαναφερθείσα απόφαση Falcone κατά Επιτροπής, ή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μπορεί να το διοργανώσει και να το φέρει σε πέρας μόνη της η EPSO χωρίς ουδεμία ανάμιξη της εξεταστικής επιτροπής.

32      Όσον αφορά, δεύτερον, τη φύση του πρώτου σταδίου του επίμαχου διαγωνισμού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το στάδιο αυτό αποτελείται από προκαταρκτικές εξετάσεις οι οποίες εξασφαλίζουν την πρόσβαση στο «δεύτερο στάδιο», το οποίο αποτελεί τον καθαυτό διαγωνισμό.

33      Όσον αφορά το περιεχόμενο του πρώτου σταδίου του διαγωνισμού, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το στάδιο αυτό συνίστατο σε δύο προκριματικού χαρακτήρα δοκιμασίες, εκάστη των οποίων περιελάμβανε 30 ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, εκ των οποίων η μεν πρώτη αποσκοπούσε στην αξιολόγηση των γνώσεων των σχετικών με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα όργανά της και τις πολιτικές της, το δε δεύτερο αποσκοπούσε στην αξιολόγηση των γενικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων των υποψηφίων όσον αφορά την κατανόηση κειμένων και την ευχέρεια στους αριθμητικούς υπολογισμούς.

34      Στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ διαπίστωσε ότι, επί 1 772 υποψηφίων οι οποίοι προέβησαν σε κράτηση ημερομηνίας για τις δοκιμασίες προκριματικού χαρακτήρα του επίμαχου διαγωνισμού, μόνον 140 μπορούσαν να κληθούν να υποβάλουν πλήρη υποψηφιότητα προκειμένου να γίνουν δεκτοί στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού. Στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ επισήμανε, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί ρητώς από την Επιτροπή, τον συγκριτικό χαρακτήρα των δοκιμασιών του πρώτου σταδίου, ο οποίος είναι συμφυής με την ίδια την έννοια του διαγωνισμού, καθόσον δεν αρκούσε η βάση στις δοκιμασίες αυτές, αλλά, για την πρόσβαση στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού, ο υποψήφιος έπρεπε να περιλαμβάνεται στον προκαθορισμένο αριθμό υποψηφίων οι οποίοι έλαβαν τους καλύτερους βαθμούς στις προκριματικού χαρακτήρα δοκιμασίες. Βάσει αυτών των σκέψεων, ορθώς το Δικαστήριο ΔΔ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πρώτο αυτό στάδιο είχε τον χαρακτήρα διαγωνισμού. Συνεπώς, το στάδιο αυτό δεν αποτελούσε απλώς τυπικό στοιχείο της διαδικασίας του εν λόγω διαγωνισμού, αλλά είχε, επίσης, χαρακτήρα διαγωνισμού.

35      Όσον αφορά, τρίτον, την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΑΔΑ και της εξεταστικής επιτροπής για την πρόσληψη υπαλλήλων, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η ΑΔΑ παραμένει πάντοτε αρμόδια, δυνάμει του άρθρου 1 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, να καθορίζει το περιεχόμενο των δοκιμασιών προεπιλογής και ότι η σύσταση της EPSO είχε ως μόνο αποτέλεσμα τη μεταβίβαση αυτής της αρμοδιότητας στην EPSO.

36      Πρέπει, ως προς το ζήτημα αυτό, να εξεταστεί αν το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την αξιολόγηση, στις σκέψεις 51 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΑΔΑ και της εξεταστικής επιτροπής όσον αφορά την πρόσληψη υπαλλήλων.

37      Στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι εναπόκειται στην ΑΔΑ, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος III του ΚΥΚ και από το άρθρο 4 του παραρτήματος αυτού, αφενός, να καταρτίζει την προκήρυξη του διαγωνισμού, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως, και, αφετέρου, να καταρτίζει τον πίνακα των υποψηφίων που πληρούν τις τρεις πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 28 του ΚΥΚ προκειμένου να διοριστούν υπάλληλοι, να είναι δηλαδή υπήκοοι ενός των κρατών μελών και να έχουν τακτοποιηθεί στρατολογικά βάσει της νομοθεσίας περί στρατολογίας, καθώς και να παρέχουν τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους.

38      Στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ αποφάνθηκε ότι μόλις η ΑΔΑ διαβιβάσει τον κατάλογο αυτό στον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής, στη συνέχεια εναπόκειται στην εξεταστική επιτροπή, όπως προβλέπει το άρθρο 5 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, πρώτον, να καταρτίσει τον κατάλογο των υποψηφίων που πληρούν τους όρους της προκηρύξεως του διαγωνισμού, δεύτερον, να διεξαγάγει τις εξετάσεις και, τρίτον, να καταρτίσει τον πίνακα επιτυχόντων και να τον διαβιβάσει στην ΑΔΑ.

39      Στις σκέψεις 53 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ υπογράμμισε ότι, λαμβανομένης υπόψη της κρίσιμης λειτουργίας που έχει ανατεθεί στην εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού, ο νομοθέτης έχει προβλέψει σειρά εγγυήσεων όσον αφορά τόσο τη συγκρότησή της όσο και τη σύνθεση και τη λειτουργία της. Ειδικότερα αναφέρθηκε στο άρθρο 30, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, κατά το οποίο, για κάθε διαγωνισμό, η ΑΔΑ διορίζει εξεταστική επιτροπή η οποία καταρτίζει τον πίνακα επιτυχόντων.

40      Κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν έλαβε υπόψη του, κατά την εκτίμηση της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ ΑΔΑ και εξεταστικής επιτροπής, ούτε το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και ε΄, του παραρτήματος III του ΚΥΚ ούτε το γεγονός ότι το παράρτημα αυτό δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη απαγορεύουσα στην ΑΔΑ να καθορίζει το περιεχόμενο των δοκιμασιών προεπιλογής.

41      Όσον αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και ε΄, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, κατά το οποίο η ΑΔΑ πρέπει να καθορίζει το είδος (διαγωνισμός βάσει τίτλων, βάσει εξετάσεων ή βάσει τίτλων και εξετάσεων) και, σε περίπτωση διαγωνισμού βάσει εξετάσεων, τη φύση των εξετάσεων και τον αντίστοιχο τρόπο βαθμολογήσεώς τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διατάξεις αυτές δεν κάνουν λόγο για οποιαδήποτε αρμοδιότητα της ΑΔΑ όσον αφορά την επιλογή και την αξιολόγηση των ερωτήσεων που τίθενται στο πλαίσιο διαγωνισμού. Πράγματι, εφόσον, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, οι τρόποι διεξαγωγής διαγωνισμού είναι βάσει τίτλων, βάσει εξετάσεων ή βάσει τίτλων και εξετάσεων, η διάταξη αυτή δεν αποσκοπεί στον καθορισμό του περιεχομένου των εξετάσεων. Όσον αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του παραρτήματος αυτού, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι ο καθορισμός των βάσεων επιτυχίας στις εξετάσεις εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της έννοιας «φύση των εξετάσεων και αντίστοιχος τρόπος βαθμολογήσεώς τους», εντούτοις αυτό δεν συμβαίνει προκειμένου περί του καθορισμού του περιεχομένου των υποβαλλομένων στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού ερωτήσεων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 2003, T‑24/01, Staelen κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑79 και II‑423, σκέψη 51).

42      Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο το παράρτημα III του ΚΥΚ δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη απαγορεύουσα στην ΑΔΑ να καθορίζει το περιεχόμενο των δοκιμασιών προεπιλογής, πρέπει να τονιστεί ότι το παράρτημα αυτό δεν προβλέπει ρητώς ποιος καθορίζει το περιεχόμενο των δοκιμασιών προεπιλογής και ποιος επιβλέπει το στάδιο αυτό του διαγωνισμού. Τέτοια αρμοδιότητα δεν παρέχεται ρητώς ούτε στην ΑΔΑ ούτε στην εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού.

43      Εντούτοις, ορθώς το Δικαστήριο ΔΔ, προκειμένου να εκτιμήσει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΑΔΑ και της εξεταστικής επιτροπής, αναφέρθηκε σχετικώς στο άρθρο 30, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και στο άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος III του ΚΥΚ. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν, αντιστοίχως, ότι απόκειται στην εξεταστική επιτροπή να καταρτίζει τον πίνακα ικανότητας των υποψηφίων και τον κατάλογο των υποψηφίων που πληρούν τους όρους που καθορίζονται από την προκήρυξη διαγωνισμού. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις αρμοδιότητες, το Δικαστήριο ΔΔ ορθώς έκρινε, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι είναι κρίσιμη η λειτουργία που επιτελεί η εξεταστική επιτροπή στο πλαίσιο διεξαγωγής ενός διαγωνισμού.

44      Όσον αφορά, ειδικότερα, το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η ΑΔΑ είχε πάντοτε την αρμοδιότητα να καθορίζει το περιεχόμενο των δοκιμασιών προεπιλογής, πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο ΔΔ ορθώς έκρινε, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν από την ίδρυση της EPSO, η διεξαγωγή των δοκιμασιών προεπιλογής, αναλόγων των προκριματικού χαρακτήρα δοκιμασιών της παρούσας υποθέσεως, ανετίθετο αποκλειστικώς στην εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού. Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, πριν από την ίδρυση της EPSO με την απόφαση 2002/620, μολονότι η ΑΔΑ είχε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό των προϋποθέσεων και του τρόπου διοργανώσεως ενός διαγωνισμού, εντούτοις η εξεταστική επιτροπή διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τον τρόπο και το λεπτομερές περιεχόμενο των εξετάσεων που προβλέπονται στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Staelen κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 51· Falcone κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψεις 31 και 38, και της 14ης Ιουλίου 2005, T‑371/03, Le Voci κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑209 και II‑957, σκέψη 41). Προ της ιδρύσεως της EPSO, η εξεταστική επιτροπή είχε επίσης αρμοδιότητα εποπτείας ενός ενδεχόμενου πρώτου σταδίου προεπιλογής των υποψηφίων διοργανούμενο από την ΑΔΑ (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 2003, T‑233/02, Αλεξανδράτος και Παναγιώτου κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑201 και II‑989, σκέψη 26, και Falcone κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 39). Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό της Επιτροπής δεν ευσταθεί.

45      Κατά συνέπεια, προβαίνοντας σε εκτίμηση, στις σκέψεις 51 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΑΔΑ και της εξεταστικής επιτροπής, όσον αφορά την πρόσληψη υπαλλήλων, το Δικαστήριο ΔΔ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Συνεπώς, η σχετική επιχειρηματολογία της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

46      Όσον αφορά, τέταρτον, τις εκτιθέμενες στις σκέψεις 56 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτιμήσεις του Δικαστηρίου ΔΔ, κατά τις οποίες η κατανομή αυτή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΑΔΑ και της εξεταστικής επιτροπής δεν επηρεάστηκε από την ίδρυση το 2002 της EPSO, το Δικαστήριο ΔΔ αναφέρθηκε στο άρθρο 7 του παραρτήματος III του ΚΥΚ καθώς και στις αποφάσεις 2002/620 και 2002/621.

47      Όσον αφορά, πρώτον, το άρθρο 7 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, όσον αφορά τη διεξαγωγή διαγωνισμού για την πρόσληψη υπαλλήλων, τα καθήκοντα της EPSO είναι κυρίως οργανωτικού χαρακτήρα. Επίσης, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει την έλλειψη, στο άρθρο 7 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, κάθε μνείας οποιουδήποτε καθήκοντος της EPSO το οποίο να αφορά τον καθορισμό ή τον ορισμό «του περιεχομένου των εξετάσεων» για τους διαγωνισμούς που αποσκοπούν στην πρόσληψη μονίμων υπαλλήλων. Αντιθέτως, το ίδιο αυτό άρθρο 7 αναθέτει, κατά το Δικαστήριο ΔΔ, ρητώς στην EPSO τέτοια καθήκοντα, ιδίως όσον αφορά τη διαδικασία πιστοποιήσεως των μονίμων υπαλλήλων, με την παράγραφο 2, στοιχείο γ΄, ή την επιλογή των εκτάκτων και συμβασιούχων υπαλλήλων, με την παράγραφο 4. Η έλλειψη αυτή επιβεβαιώνει, κατά το Δικαστήριο ΔΔ, ότι τόσο η επιλογή όσο και η αξιολόγηση των θεμάτων των ερωτήσεων που υποβάλλονται στο πλαίσιο διαγωνισμού εκφεύγουν της αρμοδιότητας της EPSO.

48      Η Επιτροπή τονίζει, σχετικώς, ότι η αποστολή της EPSO, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, να διασφαλίζει ότι εφαρμόζονται ομοιόμορφα πρότυπα κατά τις διαδικασίες επιλογής μονίμων υπαλλήλων δεν μπορεί να εκπληρωθεί παρά μόνον αν η EPSO έχει λόγο στον καθορισμό του περιεχομένου των δοκιμασιών. Τα καθήκοντα, όμως, της EPSO ρητώς απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του παραρτήματος III του ΚΥΚ. Καίτοι τα καθήκοντα αυτά πρέπει ασφαλώς να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της αποστολής που αναθέτει στην EPSO το εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 1, εντούτοις ο καθορισμός αυτής ταύτης της αποστολής δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ανάθεση στην EPSO νέων αρμοδιοτήτων. Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι η αποστολή αυτή της EPSO αφορά τον καθορισμό, γενικώς, των διαδικασιών επιλογής μονίμων υπαλλήλων και όχι το περιεχόμενο των δοκιμασιών των επιμέρους διαγωνισμών.

49      Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο ο νομοθέτης δεν αναφέρθηκε ρητώς, στο άρθρο 7 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, στην αρμοδιότητα της EPSO να καθορίζει το περιεχόμενο των δοκιμασιών των διαγωνισμών που αποσκοπούν στην πρόσληψη μονίμων υπαλλήλων, αντιθέτως προς την περίπτωση προσλήψεως εκτάκτων και συμβασιούχων υπαλλήλων και τη διαδικασία που αφορά την εξέλιξη της σταδιοδρομίας υπαλλήλων των βαθμών AST, ακριβώς διότι έκρινε μια τέτοια αναφορά ως περιττή, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή υφίστατο ήδη στο πλαίσιο του παραρτήματος III του ΚΥΚ, πρέπει να τονιστεί ότι, εκ των όσων εκτέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 35 έως 45, προκύπτει ότι η ΑΔΑ δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα. Ειδικότερα, από τα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 44 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του νομικού καθεστώτος που ίσχυε πριν από την ίδρυση της EPSO, η διεξαγωγή των δοκιμασιών προεπιλογής ανετίθετο αποκλειστικώς στην εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού. Συνεπώς, ορθώς το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι η έλλειψη, στο άρθρο 7 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, κάθε αναφοράς σε οποιοδήποτε καθήκον της EPSO σχετικά με τον καθορισμό ή τον ορισμό «του περιεχομένου των δοκιμασιών» για διαγωνισμούς αποσκοπούντες στην πρόσληψη μονίμων υπαλλήλων επιβεβαίωνε το συμπέρασμά του κατά το οποίο τόσο η επιλογή όσο και η αξιολόγηση των θεμάτων των ερωτήσεων που τίθενται στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού εκφεύγουν της αρμοδιότητας της EPSO.

50      Όσον αφορά, δεύτερον, τις αποφάσεις 2002/620 και 2002/621, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση 2002/620 ρητώς προέβλεπε, στο άρθρο 2 αυτής, ότι η EPSO ασκεί τις εξουσίες επιλογής που έχουν ανατεθεί στην ΑΔΑ στον τομέα των διαγωνισμών. Εξάλλου, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε, στην ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαπίστωση ότι τα καθήκοντα της EPSO είναι κυρίως οργανωτικού χαρακτήρα δεν αντιβαίνει στις ειδικές διατάξεις τις περιεχόμενες στις αποφάσεις 2002/620 και 2002/621, μολονότι οι αποφάσεις αυτές περιέχουν ενίοτε φράσεις οι οποίες θα μπορούσαν να παραπλανήσουν, όπως π.χ. ότι η EPSO «καταρτίζει τους πίνακες ικανοτήτων», η οποία θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ότι η EPSO είναι αρμόδια να καθορίζει ποιοι υποψήφιοι περιλαμβάνονται σ’ αυτούς, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές είναι, εν πάση περιπτώσει, ιεραρχικώς κατώτερες από τις διατάξεις του ΚΥΚ.

51      Κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο ΔΔ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν έλαβε υπόψη του τις αποφάσεις αυτές λόγω της προβαλλόμενης ιεραρχίας των κανόνων. Εφόσον η αρμοδιότητα να καθορίζει τις ερωτήσεις που τίθενται στο πλαίσιο διαγωνισμού δεν απονεμήθηκε αποκλειστικώς στην εξεταστική επιτροπή, υποστηρίζει, αναφερόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2002/621, ότι η EPSO είναι αρμόδια να καθορίζει το περιεχόμενο αυτών των ερωτήσεων.

52      Πρέπει σχετικώς να τονιστεί ότι το Δικαστήριο ΔΔ ορθώς έκρινε ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2002/620, η EPSO ασκεί τις εξουσίες επιλογής που έχουν ανατεθεί στην ΑΔΑ στον τομέα των διαγωνισμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι αρμοδιότητες της ΑΔΑ, δυνάμει του άρθρου 30, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και του παραρτήματος III του ΚΥΚ, μεταβιβάζονται στην EPSO. Εφόσον έχει ήδη διαπιστωθεί ότι, προβαίνοντας στην εκτίμηση της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΑΔΑ και της εξεταστικής επιτροπής όσον αφορά την πρόσληψη μονίμων υπαλλήλων, το Δικαστήριο ΔΔ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, ορθώς αυτό συνήγαγε από τη συλλογιστική αυτή, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τόσο η επιλογή όσο και η αξιολόγηση των θεμάτων των ερωτήσεων που τίθενται στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού εκφεύγουν της αρμοδιότητας της EPSO.

53      Όσον αφορά την απόφαση 2002/621, πρέπει να τονιστεί ότι ορθώς το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι αυτή είναι ιεραρχικώς κατώτερη από τις διατάξεις του ΚΥΚ. Ειδικότερα, δεδομένου ότι η απόφαση 2002/621 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 5 της αποφάσεως 2002/620, είναι επίσης ιεραρχικώς κατώτερη αυτής της αποφάσεως. Από την ιεραρχική αυτή θέση, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη δυνάμει της αρχής της νομιμότητας, προκύπτει ότι η απόφαση 2002/621 δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αντιτιθέμενη στον ΚΥΚ και στην απόφαση 2002/620. Εντούτοις, η απόφαση 2002/621 μπορεί να αποτελέσει στοιχείο ερμηνείας του ΚΥΚ και της αποφάσεως 2002/620 στο πλαίσιο εφαρμογής τους στην παρούσα υπόθεση.

54      Όσον αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2002/621, δυνάμει του οποίου η EPSO είναι, κατά την Επιτροπή, αρμόδια να καθορίζει το περιεχόμενο των εν λόγω ερωτήσεων, η διάταξη αυτή ορίζει ότι ένα από τα καθήκοντα της EPSO είναι να καθορίζει τις μεθόδους και τις τεχνικές επιλογής, βάσει των καλύτερων πρακτικών δεδομένων και σύμφωνα με το πλαίσιο προσόντων που καθορίζεται για τις διάφορες κατηγορίες προσωπικού των οργάνων. Από το γράμμα, όμως, της διατάξεως αυτής δεν προκύπτει ότι η EPSO έχει μια τέτοια αρμοδιότητα. Στο πλαίσιο του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της αποφάσεως 2002/621, η οποία ορίζει ότι η EPSO είναι επιφορτισμένη με τη διοργάνωση των γενικών διαγωνισμών ώστε τα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να διαθέτουν υπαλλήλους υπό τους βέλτιστους επαγγελματικούς και οικονομικούς όρους, η παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του εν λόγω άρθρου αναθέτει στην EPSO το καθήκον της επικουρίας της εξεταστικής επιτροπής στη διεξαγωγή ενός διαγωνισμού, καθόσον της έχει ανατεθεί ο προσδιορισμός των μεθόδων και των τεχνικών επιλογής. Εν προκειμένω, δεν τίθεται, κατά συνέπεια, ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2002/621 αντίθετης στον ΚΥΚ ή στην απόφαση 2002/620, δυνάμει των οποίων η EPSO δεν έχει, επίσης, την προβαλλόμενη αρμοδιότητα.

55      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο ΔΔ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 56 έως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ίδρυση της EPSO και, ειδικότερα, το άρθρο 7 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, καθώς και οι αποφάσεις 2002/620 και 2002/621, δεν επηρέασαν την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΑΔΑ και της εξεταστικής επιτροπής. Συνεπώς, τα σχετικά επιχειρήματα της Επιτροπής δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

56      Καθόσον η Επιτροπή αμφισβητεί την εκτιθέμενη στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ ότι ο φόρτος εργασίας που θα συνεπαγόταν για την εξεταστική επιτροπή η επίβλεψη και η επιτήρηση των δοκιμασιών προκριματικού χαρακτήρα, έστω και αν μικρός μόνο αριθμός των υποψηφίων είχε τελικώς πρόσβαση στις δοκιμασίες, αντιπροσωπεύει μικρό μόνο μέρος σε σύγκριση με τον σημαντικό φόρτο εργασίας τον οποίον απαιτούν οι γραπτές δοκιμασίες και η προφορική δοκιμασία, πρέπει να τονιστεί ότι η εκτίμηση αυτή αποτελεί επάλληλη αιτιολογία που δεν είναι ικανή να επιφέρει ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί.

57      Τέλος, ως προς τη μεταξύ των διαδίκων διαφωνία όσον αφορά τη νομιμότητα της επιλογής εξωτερικού αντισυμβαλλομένου στον οποίο η EPSO ανέθεσε την οργάνωση και την εκτέλεση του σταδίου προεπιλογής του διαγωνισμού, πρέπει να τονιστεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία σκέψη του Δικαστηρίου ΔΔ σχετική με τη νομιμότητα μιας τέτοιας επιλογής, ούτε διατυπώθηκε επαλλήλως μια τέτοια σκέψη. Δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αναίρεση περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Μπορεί να στηριχθεί σε λόγους που αφορούν την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ, τις πλημμέλειες της ενώπιόν του διαδικασίας οι οποίες θίγουν τα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου διαδίκου, καθώς και την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της επιλογής ενός εξωτερικού αντισυμβαλλομένου.

58      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ΔΔ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο ότι ο Δ. Παχτίτης αποκλείστηκε από το δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού κατόπιν διαδικασίας που διεξήγαγε αναρμόδιο όργανο και με απόφαση ληφθείσα από το όργανο αυτό. Επομένως, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

59      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Κατά το άρθρο 148, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

61      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 144 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

62      Εφόσον η Επιτροπή ηττήθηκε και ο Δ. Παχτίτης υπέβαλε σχετικό αίτημα, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Δ. Παχτίτης στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Δημήτριος Παχτίτης στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Jaeger

Forwood

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Δεκεμβρίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.