Language of document : ECLI:EU:C:2023:185

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 9ης Μαρτίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών – Έννοια του όρου “καταναλωτής” – Συμπεριφορά του προσώπου που επικαλείται την ιδιότητα του καταναλωτή, η οποία μπορεί να δημιουργήσει στον αντισυμβαλλόμενο την εντύπωση ότι το πρόσωπο αυτό ενεργεί για επαγγελματικούς σκοπούς»

Στην υπόθεση C‑177/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landesgericht Salzburg (πρωτοδικείο Σάλτσμπουργκ, Αυστρία) με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

JA

κατά

Wurth Automotive GmbH

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. S. Rossi, πρόεδρο τμήματος, J.-C. Bonichot και O. Spineanu‑Matei (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η JA, εκπροσωπούμενη από τον B. Heim, Rechtsanwalt,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους S. Noë και M. Wasmeier,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 17 και 18 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της JA, Αυστριακής υπηκόου, και της Wurth Automotive GmbH, γερμανικής εταιρίας, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία των αυστριακών δικαστηρίων να αποφανθούν επί αγωγής αποζημιώσεως λόγω κρυμμένων ελαττωμάτων αυτοκινήτου που αποτέλεσε αντικείμενο συμβάσεως πώλησης.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, που περιλαμβάνεται στο τμήμα 4, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών», του κεφαλαίου II, το οποίο τιτλοφορείται «Διεθνής δικαιοδοσία», προβλέπει τα εξής:

«Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος με την επιφύλαξη του άρθρου 6 και του άρθρου 7 σημείο 5:

α)      όταν πρόκειται για σύμβαση πώλησης αγαθών με τμηματική καταβολή του τιμήματος·

β)      όταν πρόκειται για σύμβαση δανείου με σταδιακή εξόφληση ή παροχής πίστωσης με άλλη μορφή για τη χρηματοδότηση της αγοράς αγαθών· ή

γ)      σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση έχει συναφθεί με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή κατευθύνει με οποιοδήποτε τρόπο τέτοιου είδους δραστηριότητες σε αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.»

4        Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού:

«Αγωγή του καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλομένου ασκείται είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος είτε, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία του αντισυμβαλλομένου, ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

5        Η ενάγουσα στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο σύντροφος της οποίας είναι αντιπρόσωπος αυτοκινήτων και διευθυντής ηλεκτρονικής πλατφόρμας πώλησης αυτοκινήτων (στο εξής: σύντροφος της ενάγουσας), εμφανιζόταν στην αρχική σελίδα της πλατφόρμας ως γραφίστρια και σχεδιάστρια ιστοσελίδων, χωρίς να ασκεί πράγματι τη δραστηριότητα αυτή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης.

6        Κατόπιν αιτήματος της ενάγουσας της κύριας δίκης, η οποία είχε εκφράσει την επιθυμία αγοράς αυτοκινήτου, ο σύντροφός της προέβη σε έρευνες και επικοινώνησε με την εναγόμενη της κύριας δίκης, αποστέλλοντάς της, στις 11 Μαρτίου 2019, επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την επαγγελματική ηλεκτρονική διεύθυνσή του, στην οποία ανέγραφε προσφορά για φορολογητέα βάσει περιθωρίου κέρδους αγορά οχήματος με πρώτη ταξινόμηση στη Γερμανία και πληρωμή σε μετρητά. Στην επιστολή αναφερόταν ότι η σύμβαση πώλησης θα συναπτόταν επ’ ονόματι της ενάγουσας της κύριας δίκης. Επίσης, πραγματοποιήθηκε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του συντρόφου της ενάγουσας και ενός συνεργάτη της εναγόμενης της κύριας δίκης, χωρίς να έχει αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο το περιεχόμενο της επικοινωνίας.

7        Η εναγόμενη της κύριας δίκης διαβίβασε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στον σύντροφο της ενάγουσας τη σύμβαση πώλησης, στην οποία αναγραφόταν ως αγοράστρια η «εταιρία JA» και η οποία περιελάμβανε ενότητα με τίτλο «Ειδικοί όροι: συναλλαγή μεταξύ επαγγελματιών/καμία επιστροφή, καμία εγγύηση/παράδοση μόνο μετά την παραλαβή της πληρωμής […]».

8        Η ενάγουσα της κύριας δίκης υπέγραψε τη συμφωνία χωρίς να αμφισβητήσει τα αναγραφόμενα σε αυτήν. Στη συνέχεια, ο σύντροφος της ενάγουσας απέστειλε τη συμφωνία στην εναγόμενη της κύριας δίκης με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 13 Μαρτίου 2019 και παρέλαβε το αυτοκίνητο από τις εγκαταστάσεις της εναγομένης της κύριας δίκης.

9        Στο τιμολόγιο που εκδόθηκε για τη συναλλαγή υπήρχε η μνεία «Δεν μπορεί να αναγραφεί ο [φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ)] – Άρθρο 25a [του Umsatzsteuergesetz (νόμου περί ΦΠΑ)]». Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το ηλεκτρονικό σύστημα της εναγομένης της κύριας δίκης δεν προσθέτει αυτομάτως τους ειδικούς όρους, οι δε όροι αυτοί πρέπει να επιλεγούν από τον πωλητή. Για τις συμβάσεις με ιδιώτες, η προσφώνηση που χρησιμοποιούνταν ήταν «Κύριος/Κυρία». Οι συμβάσεις αυτές περιέχουν επίσης ρήτρα εγγύησης διάρκειας ενός έτους.

10      Το επίμαχο όχημα ταξινομήθηκε στο όνομα της ενάγουσας της κύριας δίκης. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο σύντροφος της ενάγουσας ρώτησε την εναγόμενη της κύριας δίκης αν υπήρχε η δυνατότητα να αναγραφεί στο εκδοθέν τιμολόγιο το ποσό του ΦΠΑ και έλαβε αρνητική απάντηση.

11      Αφού διαπίστωσε ότι το όχημα είχε κρυμμένα ελαττώματα, η ενάγουσα της κύριας δίκης άσκησε αγωγή ενώπιον του Bezirksgericht Salzburg (ειρηνοδικείου Σάλτσμπουργκ, Αυστρία), στηρίζοντας τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού στο άρθρο 17 του κανονισμού 1215/2012, με αίτημα να υποχρεωθεί η εναγόμενη της κύριας δίκης να της καταβάλει το ποσό των 3 257,52 ευρώ βάσει των δικαιωμάτων που αντλεί η ενάγουσα από την εγγύηση. Προς στήριξη του αιτήματος της αγωγής της, η ενάγουσα της κύριας δίκης υποστήριξε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνήψε τη σύμβαση πώλησης ως καταναλώτρια και ότι η εναγόμενη της κύριας δίκης ασκούσε την εμπορική ή επαγγελματική της δραστηριότητα στην Αυστρία, κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1215/2012.

12      Η εναγόμενη της κύριας δίκης προέβαλε ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού και αμφισβήτησε επίσης το βάσιμο του αιτήματος της αγωγής. Κατά τους ισχυρισμούς της, η σύμβαση πώλησης της κύριας δίκης αποτελεί συναλλαγή μεταξύ επαγγελματιών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην ενότητα «Ειδικοί όροι», από το τίμημα της πώλησης, το οποίο καθορίστηκε λαμβάνοντας υπόψη τη φορολόγηση βάσει του καθεστώτος  του περιθωρίου κέρδους και το ότι η ενάγουσα της κύριας δίκης εξέπεσε τον ΦΠΑ επί των εισροών. Κατά συνέπεια, κατά την άποψη της εναγομένης της κύριας δίκης, διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς της κύριας δίκης έχουν τα γερμανικά δικαστήρια.

13      Με διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 2021, το Bezirksgericht Salzburg (ειρηνοδικείο Σάλτσμπουργκ) έκρινε ότι δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει τη διαφορά της κύριας δίκης. Κατά το δικαστήριο αυτό, η ενάγουσα της κύριας δίκης, μολονότι δεν είναι στην πραγματικότητα επιχειρηματίας, ωστόσο, υπογράφοντας τη σύμβαση πώλησης και εμπλέκοντας τον σύντροφό της στην εξέλιξη της σχέσης της με την εναγόμενη της κύριας δίκης, δημιούργησε την εντύπωση ότι ενεργεί ως επιχειρηματίας. Επομένως, η εναγόμενη της κύριας δίκης ευλόγως θεώρησε ότι επρόκειτο για σύμβαση μεταξύ επαγγελματιών και ότι για τον λόγο αυτόν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 17 του κανονισμού 1215/2012.

14      Η ενάγουσα της κύριας δίκης αμφισβήτησε τη διάταξη αυτή ενώπιον του Landesgericht Salzburg (πρωτοδικείου Σάλτσμπουργκ, Αυστρία), που είναι το αιτούν δικαστήριο.

15      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι η εναγόμενη της κύριας δίκης, της οποίας η έδρα βρίσκεται στη Γερμανία, ασκεί τις εμπορικές της δραστηριότητες και στην Αυστρία, κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1215/2012, δεδομένου ότι το μόνο αμφισβητούμενο ζήτημα είναι αν η ενάγουσα της κύριας δίκης ενήργησε ως καταναλώτρια κατά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης με την εναγόμενη της κύριας δίκης.

16      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι η ενάγουσα της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι συνήψε τη σύμβαση αυτή ως ιδιώτης που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα, από τις διαπιστώσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να έχει ασκήσει το επάγγελμα της γραφίστριας και της σχεδιάστριας ιστοσελίδων ως ελεύθερη επαγγελματίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το ότι ένα πραγματικό περιστατικό δεν μπορεί να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο είναι δυνατόν να έχει δυσμενείς συνέπειες για την ενάγουσα της κύριας δίκης.

17      Κατά το αιτούν δικαστήριο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα της κύριας δίκης αγόρασε το επίμαχο όχημα για ιδιωτική χρήση, πρέπει να διευκρινιστεί επίσης και αν το γεγονός αυτό μπορούσε να γίνει αντιληπτό από την εναγομένη της κύριας δίκης.

18      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης στην οποία πρέπει να προβεί προκειμένου να διαπιστώσει αν η ενάγουσα της κύριας δίκης συνήψε, εν προκειμένω, την επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση ως καταναλώτρια, ασκούν επιρροή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, δηλαδή το γεγονός ότι η ενάγουσα της κύριας δίκης απευθύνθηκε σε αντιπρόσωπο αυτοκινήτων για να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για τη σύναψη της σύμβασης, το γεγονός ότι τον Αύγουστο του 2019 η ενάγουσα της κύριας δίκης μεταπώλησε το όχημα με κέρδος ή το γεγονός ότι δεν αναγράφεται ΦΠΑ στο τιμολόγιο. Όσον αφορά την τελευταία αυτή πτυχή, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατά το γερμανικό δίκαιο περί ΦΠΑ, η χωριστή αναγραφή του ΦΠΑ επί του τιμολογίου μπορεί να παραλειφθεί τόσο σε περίπτωση πώλησης σε επιχειρηματία όσο και σε περίπτωση πώλησης σε ιδιώτη.

19      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landesgericht Salzburg (πρωτοδικείο Σάλτσμπουργκ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Ασκεί επιρροή, στο πλαίσιο της εκτίμησης της ιδιότητας της ενάγουσας ως καταναλώτριας, κατά την έννοια των άρθρων 17 και 18 του κανονισμού [1215/2012],

α)      το αν, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης πώλησης και αμέσως μετά, η ενάγουσα ασκούσε τη –δηλωθείσα από την ίδια στο πλαίσιο της δίκης– δραστηριότητα της γραφίστριας και της σχεδιάστριας ιστοσελίδων μόνον ως μισθωτή εργαζομένη ή το αν ασκούσε την εν λόγω δραστηριότητα και, τουλάχιστον εν μέρει, ως ελεύθερη επαγγελματίας καθώς και

β)      ο σκοπός για τον οποίο η ενάγουσα αγόρασε το όχημα, ήτοι το αν το αγόρασε αποκλειστικά για την ικανοποίηση ιδίων καταναλωτικών αναγκών ή και για λόγους που αφορούν τρέχουσα ή μελλοντική επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα ή για αντίστοιχους σκοπούς;

2)      Αρκεί για να αποκλειστεί η δυνατότητα της ενάγουσας να επικαλεστεί την ιδιότητα της καταναλώτριας το γεγονός και μόνον ότι μεταπώλησε το αυτοκίνητο, τον Αύγουστο του 2019, και ασκεί επιρροή το αν αποκόμισε κέρδος από τη μεταπώληση;

3)      Αρκεί για να αποκλειστεί η ιδιότητα της ενάγουσας ως καταναλώτριας το γεγονός και μόνον ότι υπέγραψε, χωρίς αντιρρήσεις, προδιατυπωμένη από την εναγόμενη σύμβαση πώλησης, στης οποίας το προδιατυπωμένο έντυπο ο αγοραστής χαρακτηριζόταν ως “εταιρία” και περιέχονταν, κάτω από τον τίτλο “Ειδικοί όροι”, η φράση “συναλλαγή μεταξύ εμπόρων/αποκλείεται επιστροφή, αποκλείεται εγγύηση/παράδοση μόνο μετά την παραλαβή της πληρωμής”, δίχως να αναφέρει ότι έχει την ιδιότητα της καταναλώτριας;

4)      Πρέπει να καταλογιστεί στην ενάγουσα η συμπεριφορά του συντρόφου της ο οποίος μεσολάβησε, κατά την αγοραπωλησία, ως έμπορος αυτοκινήτων, με αποτέλεσμα η εναγόμενη να μπορούσε ευλόγως να συμπεράνει εξ αυτού ότι η ενάγουσα ήταν επιχειρηματίας;

5)      Στο πλαίσιο της εκτίμησης της ιδιότητας του καταναλωτή, αποβαίνει εις βάρος της ενάγουσας το γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν μπόρεσε να εξακριβώσει τον λόγο για τον οποίο η έγγραφη σύμβαση πώλησης παρέκκλινε από την προηγούμενη προσφορά που είχε υποβληθεί στην ενάγουσα μέσω του συντρόφου της όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της ως αγοράστριας, καθώς και το τι συζητήθηκε σχετικώς κατά τις τηλεφωνικές επαφές μεταξύ του συντρόφου της ενάγουσας και ενός πωλητή της εναγομένης;

6)      Επηρεάζει την ιδιότητα της ενάγουσας ως καταναλώτριας το γεγονός ότι, ορισμένες εβδομάδες μετά την παραλαβή του οχήματος, ο σύντροφός της ζήτησε τηλεφωνικώς από την εναγόμενη να διευκρινίσει αν υπήρχε η δυνατότητα αναγραφής του ΦΠΑ;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

20      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «καταναλωτής» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης πρόσωπο που συνήψε σύμβαση εμπίπτουσα στο στοιχείο γʹ της διάταξης αυτής, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ενεστώτες ή μελλοντικοί σκοποί που επιδιώκονται με τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και το αν το πρόσωπο αυτό ασκεί μισθωτή ή ανεξάρτητη δραστηριότητα.

21      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας του τμήματος 4 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού 1215/2012 συνιστούν παρέκκλιση τόσο από τον γενικό κανόνα περί δικαιοδοσίας του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, βάσει του οποίου διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, όσο και από τον κανόνα ειδικής δωσιδικίας επί διαφορών εκ συμβάσεως, τον οποίο προβλέπει το άρθρο 7, σημείο 1, του ίδιου κανονισμού, βάσει του οποίου διεθνή δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, Schrems, C‑498/16, EU:C:2018:37, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22      Επομένως, η κατά τα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 1215/2012 έννοια του «καταναλωτή» πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως του προσώπου αυτού σε συγκεκριμένη σύμβαση, σε σχέση με τη φύση και τον σκοπό της συμβάσεως αυτής, και όχι της υποκειμενικής καταστάσεως του ίδιου αυτού προσώπου, δεδομένου ότι ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής στο πλαίσιο ορισμένων συναλλαγών και ως επιχειρηματίας στο πλαίσιο άλλων συναλλαγών (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Milivojević, C‑630/17, EU:C:2019:123, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται εκτός και ανεξαρτήτως οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας, με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου, εμπίπτουν στο ειδικό καθεστώς που καθιέρωσε ο κανονισμός για την προστασία του καταναλωτή, ο οποίος θεωρείται ασθενέστερο μέρος, ενώ η προστασία αυτή δεν δικαιολογείται όταν πρόκειται για σύμβαση η οποία έχει ως σκοπό μια επαγγελματική δραστηριότητα, έστω και αν η δραστηριότητα αυτή έχει μελλοντικό χαρακτήρα (πρβλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Milivojević, C‑630/17, EU:C:2019:123, σκέψεις 88 και 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Επομένως, οι ειδικοί κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στα άρθρα 17 έως 19 του κανονισμού 1215/2012 έχουν κατ’ αρχήν εφαρμογή μόνο στην περίπτωση που η σύμβαση συνήφθη μεταξύ των μερών για μη επαγγελματική χρήση του σχετικού αγαθού ή της σχετικής υπηρεσίας (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Petruchová, C‑208/18, EU:C:2019:825, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Όσον αφορά ειδικότερα ένα πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση με διττό σκοπό, για χρήση η οποία έχει σχέση εν μέρει με την επαγγελματική του δραστηριότητα και εν μέρει με ιδιωτικούς σκοπούς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το πρόσωπο αυτό θα μπορούσε να επικαλεσθεί τους εν λόγω κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο σύνδεσμος της συμβάσεως αυτής με την επαγγελματική δραστηριότητά του είναι τόσο ισχνός ώστε να καθίσταται περιθωριακός και, επομένως, να έχει αμελητέα σημασία στο πλαίσιο της συναλλαγής για την οποία συνήφθη η σύμβαση (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Milivojević, C 630/17, EU:C:2019:123, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Όσον αφορά τη φύση της επαγγελματικής δραστηριότητας που ασκεί το πρόσωπο που επικαλείται την ιδιότητα του καταναλωτή, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ουδεμία διάκριση ανάλογα με το αν η επαγγελματική δραστηριότητα είναι ανεξάρτητη ή μισθωτή προκύπτει από τη νομολογία του, κατά την οποία πρέπει να εξετάζεται μόνον αν η σύμβαση συνάπτεται εκτός του πλαισίου και ανεξαρτήτως οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας ή οποιουδήποτε επαγγελματικού σκοπού, οπότε η μισθωτή δραστηριότητα καλύπτεται εννοιολογικά από τον όρο «επαγγελματική δραστηριότητα» κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 (πρβλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2022, ROI Land Investments, C‑604/20, EU:C:2022:807, σκέψεις 54 και 55).

27      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η ιδιότητα του καταναλωτή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εξαρτάται από αν με την επίμαχη σύμβαση επιδιώκεται επαγγελματικός ή ιδιωτικός σκοπός. Πράγματι, πρόσωπο που έχει συνάψει σύμβαση πρέπει να χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής αν η σύναψη της σύμβασης αυτής δεν εμπίπτει στην επαγγελματική του δραστηριότητα ή, σε περίπτωση σύμβασης με διττό σκοπό, εν μέρει επαγγελματικό και εν μέρει ιδιωτικό, αν η επαγγελματική χρήση είναι αμελητέα στο πλαίσιο της συναλλαγής θεωρούμενης στο σύνολό της. Αντιθέτως, η φύση της επαγγελματικής δραστηριότητας που ασκεί το πρόσωπο που επικαλείται την ιδιότητα του καταναλωτή δεν ασκεί επιρροή για τους σκοπούς ενός τέτοιου χαρακτηρισμού.

28      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «καταναλωτής» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης πρόσωπο που συνήψε σύμβαση εμπίπτουσα στο στοιχείο γʹ της διάταξης αυτής, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ενεστώτες ή μελλοντικοί σκοποί που επιδιώκονται με τη σύναψη της σύμβασης, ανεξαρτήτως του αν το πρόσωπο αυτό ασκεί μισθωτή ή ανεξάρτητη δραστηριότητα.

 Επί του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

29      Με το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «καταναλωτής» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης πρόσωπο το οποίο συνήψε σύμβαση εμπίπτουσα στο στοιχείο γʹ της διάταξης αυτής, μπορεί να ληφθεί υπόψη η εντύπωση που δημιουργεί στον αντισυμβαλλόμενο η συμπεριφορά του προσώπου αυτού, η οποία συνίσταται, ιδίως, στο γεγονός ότι το πρόσωπο που επικαλείται την ιδιότητα του καταναλωτή δεν εναντιώθηκε στους όρους της σύμβασης που τον χαρακτηρίζουν ως επιχειρηματία, στο γεγονός ότι το εν λόγω πρόσωπο συνήψε τη σύμβαση με τη μεσολάβηση μεσάζοντα που ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στον τομέα στον οποίο εμπίπτει η σύμβαση και που, μετά την υπογραφή της σύμβασης, ρώτησε τον αντισυμβαλλόμενο αν υπήρχε δυνατότητα αναγραφής του ΦΠΑ στο τιμολόγιο της σύμβασης, ή ακόμη το γεγονός ότι το ως άνω πρόσωπο πώλησε τα αγαθά που αποτελούν αντικείμενο της σύμβασης αμέσως μετά τη σύναψή της αποκομίζοντας ενδεχομένως κέρδος.

30      Συναφώς, παρατηρείται ότι από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της ανάλυσης της έννοιας του «καταναλωτή», κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να προσδιορίσει τους σκοπούς που επιδιώκει το πρόσωπο που επικαλείται την ιδιότητα αυτή με τη σύναψη της σύμβασης και, όταν η σύμβαση έχει διττό σκοπό, να κρίνει αν η εν λόγω σύμβαση επιδιώκει να καλύψει σε μη αμελητέο βαθμό ανάγκες που εμπίπτουν στην επαγγελματική δραστηριότητα του ενδιαφερομένου ή ιδιωτικές ανάγκες.

31      Προς τούτο, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να στηριχθεί κατά προτεραιότητα στα αποδεικτικά στοιχεία που προκύπτουν αντικειμενικώς από τη δικογραφία, οπότε, αν τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για να μπορέσει το δικαστήριο να συναγάγει από αυτά τον σκοπό της συμβάσεως, είναι ανώφελο να ερευνηθεί αν ο αντισυμβαλλόμενος μπορούσε να γνωρίζει αν επρόκειτο για επαγγελματική ή για ιδιωτική χρήση (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber, C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψεις 48 και 49).

32      Εντούτοις, στο μέτρο που τα στοιχεία αυτά δεν είναι επαρκή, το εν λόγω δικαστήριο μπορεί επίσης να εξακριβώσει αν ο φερόμενος καταναλωτής, με τη συμπεριφορά του έναντι του αντισυμβαλλομένου του, έδωσε σε αυτόν την εντύπωση ότι ενεργεί για επαγγελματικούς σκοπούς, οπότε ο αντισυμβαλλόμενος μπορούσε θεμιτώς να αγνοεί τον εξωεπαγγελματικό σκοπό της επίμαχης συναλλαγής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber, C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψη 51).

33      Τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν ένας ιδιώτης παραγγέλλει χωρίς άλλη διευκρίνιση αντικείμενα δυνάμενα να χρησιμεύσουν όντως για την άσκηση του επαγγέλματός του, χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτόν επαγγελματικό επιστολόχαρτο, παραλαμβάνει αγαθά στην επαγγελματική του διεύθυνση ή αναφέρει τη δυνατότητα ανακτήσεως του ΦΠΑ (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber, C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψη 52).

34      Στην περίπτωση αυτή, οι περιεχόμενοι στα άρθρα 17 και 18 του κανονισμού 1215/2012 κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτών δεν θα έχουν εφαρμογή, ακόμη και αν ο επαγγελματικός σκοπός που επιδιώκεται με τη σύμβαση αυτή καθ’ εαυτή είναι αμελητέος, καθόσον πρέπει να θεωρηθεί ότι ο ιδιώτης παραιτήθηκε της προστασίας που προβλέπουν τα άρθρα αυτά λόγω της εντυπώσεως που έδωσε στον καλόπιστο αντισυμβαλλόμενό του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber, C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψη 53).

35      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η εντύπωση που δημιουργείται από τη συμπεριφορά του προσώπου που ισχυρίζεται ότι έχει την ιδιότητα του «καταναλωτή», κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, όσον αφορά τον αντισυμβαλλόμενό του, μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί αν στο πρόσωπο αυτό έχει εφαρμογή η δικονομική προστασία που προβλέπει το τμήμα 4 του κανονισμού.

36      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον ασκούν επιρροή, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της ενάγουσας της κύριας δίκης ως καταναλώτριας, ορισμένα πραγματικά περιστατικά, δηλαδή η μη εναντίωσή της στους όρους της σύμβασης που την ορίζουν ως επιχειρηματία, η διαμεσολάβηση του συντρόφου της, αντιπροσώπου αυτοκινήτων, κατά τη διαπραγμάτευση της σύμβασης, ο οποίος, μετά την υπογραφή της σύμβασης, ρώτησε την εναγόμενη της κύριας δίκης αν υφίσταται δυνατότητα αναγραφής του ΦΠΑ επί του σχετικού τιμολογίου, ή ακόμη η πώληση του οχήματος λίγο μετά τη σύναψη της σύμβασης, με ενδεχόμενη αποκόμιση κέρδους.

37      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί, εκ προοιμίου, ότι εναπόκειται αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πληροφορίες που διαθέτει, συμπεριλαμβανομένης της καλής πίστης της εναγομένης της κύριας δίκης, αν η ενάγουσα της κύριας δίκης δημιούργησε, με τη συμπεριφορά της, την εντύπωση ότι ενήργησε για επαγγελματικούς σκοπούς. Το αιτούν δικαστήριο πρέπει, κατά την εξέτασή του, να λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση, δεδομένου ότι και μεταγενέστερα στοιχεία μπορούν επίσης να αποδειχθούν κρίσιμα για την τεκμηρίωση της εξέτασης.

38      Όσον αφορά, ειδικότερα, τη μη εναντίωση της ενάγουσας της κύριας δίκης στους όρους της σύμβασης που την ορίζουν ως επιχειρηματία, επισημαίνεται ότι το γεγονός αυτό, το οποίο θα μπορούσε εξάλλου να εξηγηθεί από τον τρόπο κατάρτισης της σύμβασης από την εναγόμενη της κύριας δίκης, δεν είναι καθεαυτό καθοριστικό για την εξαίρεση της ενάγουσας της κύριας δίκης από τον κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012. Ωστόσο, σε συνδυασμό με άλλες πληροφορίες, η αδράνεια αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας της κύριας δίκης θα μπορούσε να δημιουργήσει στην εναγόμενη της κύριας δίκης την εντύπωση ότι ενήργησε για επαγγελματικούς σκοπούς.

39      Επομένως, το γεγονός ότι κατά τη διαπραγμάτευση της σύμβασης μεσολάβησε μεσάζοντας ο οποίος είναι αντιπρόσωπος αυτοκινήτων και το γεγονός ότι, λίγο μετά τη σύναψη της σύμβασης αυτής, ο μεσάζων ενδιαφέρθηκε για τη δυνατότητα αναγραφής του ΦΠΑ στο τιμολόγιο που εκδόθηκε στο πλαίσιο αυτό ενδέχεται να αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για την εξέταση στην οποία θα προβεί το αιτούν δικαστήριο. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γερμανικού καθεστώτος ΦΠΑ, στο μέτρο που από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η χωριστή αναγραφή του ΦΠΑ επί του τιμολογίου μπορεί, κατά το γερμανικό δίκαιο, να παραλειφθεί τόσο σε περίπτωση πώλησης σε επιχειρηματία όσο και σε περίπτωση πώλησης σε ιδιώτη.

40      Αντιθέτως, όσον αφορά τη μεταπώληση του αγαθού που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης και το ενδεχόμενο κέρδος που αποκόμισε κατ’ αυτόν τον τρόπο η ενάγουσα της κύριας δίκης, οι περιστάσεις αυτές δεν φαίνονται εκ πρώτης όψεως κρίσιμες για τον προσδιορισμό της εντύπωσης που θα μπορούσε να δημιουργήσει η ενάγουσα της κύριας δίκης στην εναγόμενη της κύριας δίκης. Εντούτοις, δεν αποκλείεται να μπορούν να ληφθούν υπόψη από το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του.

41      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «καταναλωτής» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης πρόσωπο το οποίο συνήψε σύμβαση εμπίπτουσα στο στοιχείο γʹ της διάταξης αυτής, μπορεί να ληφθεί υπόψη η εντύπωση που δημιουργεί στον αντισυμβαλλόμενο η συμπεριφορά του, η οποία συνίσταται, ιδίως, στο γεγονός ότι το πρόσωπο που επικαλείται την ιδιότητα του καταναλωτή δεν εναντιώθηκε στους όρους της σύμβασης που τον χαρακτηρίζουν ως επιχειρηματία, στο γεγονός ότι το εν λόγω πρόσωπο συνήψε τη σύμβαση με τη μεσολάβηση μεσάζοντα που ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στον τομέα στον οποίον εμπίπτει η σύμβαση και που, μετά την υπογραφή της σύμβασης, ρώτησε τον αντισυμβαλλόμενο αν υπήρχε δυνατότητα αναγραφής του ΦΠΑ στο τιμολόγιο της σύμβασης, ή το γεγονός ότι το ως άνω πρόσωπο πώλησε τα αγαθά που αποτελούν αντικείμενο της σύμβασης αμέσως μετά τη σύναψή της αποκομίζοντας ενδεχομένως κέρδος.

 Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

42      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, όταν αποδεικνύεται αδύνατον να προσδιοριστούν επαρκώς κατά νόμο, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του εθνικό δικαστήριο, ορισμένες από τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση, ιδίως όσον αφορά στοιχεία της σύμβασης ή τη διαμεσολάβηση μεσάζοντα κατά τη σύναψή της, το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να αναγνωρίζεται υπέρ του προσώπου που επικαλείται την ιδιότητα του «καταναλωτή», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

43      Συναφώς, παρατηρείται εκ προοιμίου ότι το ερώτημα αυτό υποβάλλεται στο πλαίσιο της εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο της διεθνούς δικαιοδοσίας των αυστριακών δικαστηρίων για την εκδίκαση της διαφοράς της κύριας δίκης, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012. Στο στάδιο αυτό, το επιληφθέν δικαστήριο δεν εκτιμά ούτε το παραδεκτό ούτε το βάσιμο της προσφυγής, αλλά εντοπίζει μόνον τα συνδετικά στοιχεία με το κράτος στο οποίο εδρεύει, τα οποία δικαιολογούν τη διεθνή δικαιοδοσία του δυνάμει της διατάξεως αυτής. Το επιληφθέν δικαστήριο μπορεί, επίσης, προκειμένου να ελέγξει απλώς εάν έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει της διατάξεως αυτής, να λάβει ως αληθείς τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο ενάγων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa, C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Ωστόσο, σε περίπτωση αμφισβητήσεως εκ μέρους του εναγομένου των ισχυρισμών του ενάγοντος, τόσο ο σκοπός της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης, τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός 1215/2012, όσο και ο δέων σεβασμός της ανεξαρτησίας του δικαστή κατά την άσκηση των καθηκόντων του επιβάλλουν να έχει το επιληφθέν δικαστήριο τη δυνατότητα εξετάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του υπό το πρίσμα όλων των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αντιρρήσεων που προβάλλει ο εναγόμενος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, Universal Music International Holding, C‑12/15, EU:C:2016:449, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ των πληροφοριών αυτών στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων, το ζήτημα αυτό διέπεται αποκλειστικά από το εθνικό δίκαιο. Πράγματι, ο κανονισμός 1215/2012 δεν έχει σκοπό να ενοποιήσει τους κανόνες δικονομικού δικαίου των κρατών μελών, αλλά να κατανείμει τη διεθνή δικαιοδοσία όσον αφορά την επίλυση των αστικών και εμπορικών διαφορών (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, TOTO και Vianini Lavori, C‑581/20, EU:C:2021:808, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται, εν προκειμένω, να εξετάσει τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση της κύριας δίκης, ιδίως τον λόγο για τον οποίο η ενάγουσα της κύριας δίκης ορίστηκε στη σύμβαση ως επιχειρηματίας και το περιεχόμενο των συζητήσεων μεταξύ του μεσάζοντα και των συνεργατών της εναγομένης της κύριας δίκης κατά τη διαπραγμάτευση της σύμβασης, και να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πληροφορίες που διαθέτει, την αποδεικτική αξία τους σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος σε ποιον πρέπει να αναγνωριστεί ενδεχόμενο ευεργέτημα της αμφιβολίας σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν επαρκώς κατά νόμο ορισμένες από τις περιστάσεις αυτές.

47      Εξάλλου, μολονότι το Δικαστήριο έχει βεβαίως κρίνει ότι το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει, κατ’ αρχήν, να αναγνωρίζεται υπέρ του προσώπου που επικαλείται την ιδιότητα του καταναλωτή, εάν τα αντικειμενικά περιστατικά που προκύπτουν από τη δικογραφία δεν αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμο ότι η συναλλαγή στο πλαίσιο της οποίας συνήφθη η σύμβαση με διττό σκοπό είχε μη αμελητέο επαγγελματικό σκοπό (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber, C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψη 50), από τη νομολογία αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι η αποτελεσματικότητα των διατάξεων που διέπουν τη διεθνή δικαιοδοσία σε θέματα συμβάσεων καταναλωτών επιβάλλει να αναγνωρίζεται το ευεργέτημα αυτό στο πρόσωπο που επικαλείται την ιδιότητα του καταναλωτή για όλες τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση και, ιδίως, για εκείνες που σχετίζονται με τη συμπεριφορά του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber, C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψη 51).

48      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι, όταν αποδεικνύεται αδύνατον να προσδιοριστούν επαρκώς κατά νόμο, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του το εθνικό δικαστήριο, ορισμένες από τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση, ιδίως όσον αφορά στοιχεία της σύμβασης ή τη διαμεσολάβηση μεσάζοντα κατά τη σύναψή της, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των πληροφοριών αυτών σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος αν πρέπει να αναγνωριστεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας υπέρ του προσώπου που επικαλείται την ιδιότητα του «καταναλωτή», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

49      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,

έχει την έννοια ότι:

προκειμένου να καθοριστεί αν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «καταναλωτής» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης πρόσωπο που συνήψε σύμβαση εμπίπτουσα στο στοιχείο γʹ της διάταξης αυτής, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ενεστώτες ή μελλοντικοί σκοποί που επιδιώκονται με τη σύναψη της σύμβασης, ανεξαρτήτως του αν το πρόσωπο αυτό ασκεί μισθωτή ή ανεξάρτητη δραστηριότητα.

2)      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012

έχει την έννοια ότι:

προκειμένου να καθοριστεί αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «καταναλωτής» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης πρόσωπο το οποίο συνήψε σύμβαση εμπίπτουσα στο στοιχείο γʹ της διάταξης αυτής, μπορεί να ληφθεί υπόψη η εντύπωση που δημιουργεί στον αντισυμβαλλόμενο η συμπεριφορά του, η οποία συνίσταται, ιδίως, στο γεγονός ότι το πρόσωπο που επικαλείται την ιδιότητα του καταναλωτή δεν εναντιώθηκε στους όρους της σύμβασης που τον χαρακτηρίζουν ως επιχειρηματία, στο γεγονός ότι το εν λόγω πρόσωπο συνήψε τη σύμβαση με τη μεσολάβηση μεσάζοντα που ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στον τομέα στον οποίον εμπίπτει η σύμβαση και που, μετά την υπογραφή της σύμβασης, ρώτησε τον αντισυμβαλλόμενο αν υπήρχε δυνατότητα αναγραφής του ΦΠΑ στο τιμολόγιο της σύμβασης, ή το γεγονός ότι το ως άνω πρόσωπο πώλησε τα αγαθά που αποτελούν αντικείμενο της σύμβασης αμέσως μετά τη σύναψή της αποκομίζοντας ενδεχομένως κέρδος.

3)      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012

έχει την έννοια ότι:

όταν αποδεικνύεται αδύνατον να προσδιοριστούν επαρκώς κατά νόμο, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του το εθνικό δικαστήριο, ορισμένες από τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση, ιδίως όσον αφορά στοιχεία της σύμβασης ή τη διαμεσολάβηση μεσάζοντα κατά τη σύναψή της, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των πληροφοριών αυτών σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος αν πρέπει να αναγνωριστεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας υπέρ του προσώπου που επικαλείται την ιδιότητα του «καταναλωτή», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.