Language of document : ECLI:EU:C:2011:561

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 8ης Σεπτεμβρίου 2011 (1)

Υπόθεση C‑327/10

Hypoteční banka, a.s.

κατά

Udo Mike Lindner

[αίτηση του Okresní Soud, Cheb (Τσεχική Δημοκρατία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κανονισμός 44/2001 – Διορισμός επιτρόπου δίκης για καταναλωτή αγνώστου κατοικίας – Κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας – Εφαρμογή – Άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 – Παράσταση διά εκπροσώπου διορισμένου εν αγνοία του εναγομένου και χωρίς τη βούλησή του – Άρθρο 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 – Συμφωνία παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας εμπεριέχουσα σιωπηρή συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας – Άρθρο 3, παράγραφος 1, και άρθρο 6 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ – Επιπτώσεις του καταχρηστικού χαρακτήρα της συμφωνίας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας στη σιωπηρή συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας – Άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001 – Εκτίμηση περί του αν ο καταναλωτής έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος – Άρθρο 4 του κανονισμού 44/2001 – Αρμοδιότητα στην περίπτωση που ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους – Δικαιώματα άμυνας του εναγομένου – Άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001 – Άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων»





I –    Εισαγωγή

1.        Η παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το Okresní Soud Cheb (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) και αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2).

2.        Το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν οι διατάξεις του κανονισμού 44/2001 απαγορεύουν την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως η οποία προβλέπει ότι κατά την έγερση αγωγής κατά προσώπου αγνώστου κατοικίας μπορεί να διορισθεί επίτροπος για την εκπροσώπηση του εναγομένου στο πλαίσιο της δίκης. Η παρούσα υπόθεση συναρτάται, ως προς το περιεχόμενό της, με την υπόθεση C‑292/10, G. (3), όπου τίθενται εν μέρει παρόμοια ερωτήματα.

3.        Στο εν λόγω πλαίσιο το αιτούν δικαστήριο ζητεί περαιτέρω να διευκρινισθεί εάν το ίδιο καθίσταται αρμόδιο κατ’ άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 στην περίπτωση που ο διορισθείς κατά τα ανωτέρω επίτροπος δηλώσει ότι παρίσταται στην κατ’ ουσίαν εξέταση της υποθέσεως δίχως να προβάλλει ένσταση αναρμοδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου (στο εξής: αναντίρρητη παράσταση).

4.        Επίσης, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί εάν από τη συμφωνία παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας συνάγεται σιωπηρή συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, και πώς η μη δεσμευτικότητα συμφωνίας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας, λόγω καταχρηστικού χαρακτήρα αυτής κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 6 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (4), μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα της συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας.

II – Εφαρμοστέο δίκαιο

 Α –      Το δίκαιο της Ενώσεως (5)

1.      Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

5.        Στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (στο εξής: Χάρτης) ρυθμίζεται το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου. Η πρώτη και δεύτερη παράγραφος του άρθρου αυτού έχουν ως εξής:

«Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.»

2.      Ο κανονισμός 44/2001

6.        Ο κανονισμός 44/2001 περιέχει κανόνες για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (6). Η δεύτερη, η τρίτη, η ενδέκατη και η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού έχουν αντίστοιχα ως ακολούθως:

«(2)      Ορισμένες διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων για τη δικαιοδοσία και την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων δυσχεραίνουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι ουσιώδης η θέσπιση διατάξεων σχετικά με την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και σχετικά με την απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων κρατών μελών που δεσμεύονται από τον ανά χείρας κανονισμό.

(3)      Το θέμα αυτό υπάγεται στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 65 της Συνθήκης.

[…]

(11)      Οι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου και η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλον συνδετικό παράγοντα. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.

[…]

(13)      Στις συμβάσεις ασφάλισης, καταναλωτών και εργασίας είναι σκόπιμο να προστατεύεται ο αδύναμος διάδικος με ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του κανόνες δικαιοδοσίας.»

7.        Το κεφάλαιο ΙΙ του κανονισμού περιέχει κανόνες για τη διεθνή δικαιοδοσία. Το τμήμα 1 του κεφαλαίου περιλαμβάνει ορισμένες γενικές διατάξεις. Τα άρθρα 2, 3 και 4 αυτού του τμήματος ορίζουν:

«Άρθρο 2

1.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.

2.      Τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν υπάγονται, στο κράτος αυτό, στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται στους ημεδαπούς.

Άρθρο 3

1.      Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου.

2.      Δεν εφαρμόζονται σε βάρος τους ιδίως οι εθνικοί κανόνες δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι.

Άρθρο 4

1.      Αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία σε κάθε κράτος μέλος ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη των άρθρων 22 και 23.

2.      Κατά του εναγομένου αυτού, κάθε πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του, μπορεί να επικαλεσθεί στο κράτος αυτό, όπως και οι ημεδαποί, τους εκεί ισχύοντες κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, και ιδίως εκείνους που προβλέπονται στο παράρτημα Ι.»

8.        Στο τμήμα 4 εντάσσονται τα άρθρα 15, 16 και 17 περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε συμβάσεις καταναλωτών. Το άρθρο 15 ορίζει:

«1.      Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 5, σημείο 5,

[…]

β)      όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών ή

γ)      σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.»

Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού περιέχει την ακόλουθη ρύθμιση:

«Η αγωγή του αντισυμβαλλομένου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής.»

Κατά το άρθρο 17, σημείο 3, του κανονισμού:

«Παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος είναι δυνατή μόνο με συμφωνίες:

[…]

3.      που, έχοντας συναφθεί ανάμεσα σε καταναλωτή και αντισυμβαλλόμενο με κατοικία ή συνήθη διαμονή, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, στο ίδιο κράτος μέλος, απονέμουν διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια αυτού του κράτους μέλους, εκτός αν το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους απαγορεύει τέτοιες συμφωνίες.»

9.        Το τμήμα VII του κανονισμού 44/2001 αφορά την παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας και αποτελείται από τα άρθρα 23 και 24.

10.      Το άρθρο 23, παράγραφος 5, του κανονισμού ορίζει:

«Οι συμφωνίες διεθνούς δικαιοδοσίας καθώς και οι ανάλογες ρήτρες της συστατικής πράξεως του trust δεν παράγουν αποτελέσματα αν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 13, 17 και 21 ή αν τα δικαστήρια, τη διεθνή δικαιοδοσία των οποίων αποκλείουν, έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 22.»

11.      Το άρθρο 24 του κανονισμού έχει ως ακολούθως:

«Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας, ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 22.»

12.      Το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ορίζει:

«1.      Όταν πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους και δεν παρίσταται, το δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπάγγελτα την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, αν η δικαιοδοσία του δεν στηρίζεται στους όρους του παρόντος κανονισμού.

2.      Ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία εφόσον δεν διαπιστώνεται ότι ο εναγόμενος αυτός ήταν σε θέση να παραλάβει το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο εντός της αναγκαίας για την άμυνά του προθεσμίας ή ότι καταβλήθηκε κάθε επιμέλεια για το σκοπό αυτό.»

13.      Το κεφάλαιο V του κανονισμού περιέχει γενικές διατάξεις. Το άρθρο 59 του κεφαλαίου αυτού έχει ως ακολούθως:

«1.      Για να καθορίσει αν διάδικος έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους σε δικαστήριο του οποίου έχει ασκηθεί η αγωγή, ο δικαστής εφαρμόζει το εσωτερικό του δίκαιο.

2.      Αν ο διάδικος δεν έχει κατοικία στο κράτος μέλος όπου έχει ασκηθεί η αγωγή, το δικαστήριο, προκειμένου να καθορίσει αν ο διάδικος έχει κατοικία σε άλλο κράτος μέλος, εφαρμόζει το δίκαιο του κράτους μέλους αυτού.»

14.      Στο κεφάλαιο VII ρυθμίζονται οι σχέσεις του κανονισμού με άλλα νομοθετικά κείμενα. Το άρθρο 67, που αποτελεί μέρος του κεφαλαίου αυτού, ορίζει τα ακόλουθα:

«Ο παρών κανονισμός δεν προδικάζει την εφαρμογή των διατάξεων οι οποίες σε ειδικά θέματα διέπουν τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων και οι οποίες περιλαμβάνονται στα κοινοτικά νομοθετήματα ή στις εθνικές νομοθεσίες οι οποίες εναρμονίσθηκαν κατ’ εφαρμογή των νομοθετημάτων αυτών.»

3.      Η οδηγία 93/13

15.      Η οδηγία 93/13 αφορά τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές.

16.      Το άρθρο 3 της οδηγίας ορίζει:

«1.      Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.

[…]

3.      Το παράρτημα περιέχει ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές.»

17.      Με βάση το στοιχείο π΄ του παραρτήματος, καταχρηστικές κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας είναι οι ρήτρες που έχουν σκοπό ή αποτέλεσμα να καταργούν ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ενδίκων μέσων από τον καταναλωτή, ιδίως με το να υποχρεώνουν τον καταναλωτή να καταφεύγει αποκλειστικά σε διαιτησία μη καλυπτόμενη από νομικές διατάξεις, με το να περιορίζουν μη προσηκόντως τα αποδεικτικά μέσα του καταναλωτή, ή με το να επιβάλλουν σ’ αυτόν το βάρος της αποδείξεως το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, φέρει κανονικά άλλος συμβαλλόμενος.

18.      Το άρθρο 5 της οδηγίας ορίζει στο πρώτο και δεύτερο εδάφιό του τα ακόλουθα:

«Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας, επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία.»

19.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

 Β  ‑   Το εθνικό δίκαιο

20.      Κατά το άρθρο 173, παράγραφος 1, του Občanský Soudní Řad (Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στο εξής: OSŘ), η διαταγή πληρωμής επιδίδεται προσωπικώς στον εναγόμενο.

21.      Κατά το άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει επίτροπο για πρόσωπο αγνώστου κατοικίας στο οποίο δεν κατέστη δυνατή η επίδοση αγωγής σε γνωστή διεύθυνση στην αλλοδαπή ή για πρόσωπο το οποίο είναι διανοητικά άρρωστο ή το οποίο για άλλους λόγους υγείας, έστω προσωρινώς, δεν είναι δυνατόν να παραστεί σε δίκη ως διάδικος ή το οποίο δεν είναι δυνατόν να εκφρασθεί με κατανοητό τρόπο.

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Α –      Πραγματικά περιστατικά

22.      Η ενάγουσα στην κύρια δίκη είναι νομικό πρόσωπο τσεχικού δικαίου, με έδρα στην Τσεχική Δημοκρατία. Ο εναγόμενος στην κύρια δίκη είναι Γερμανός υπήκοος.

23.      Οι διάδικοι στην κύρια δίκη υπέγραψαν στις 19 Αυγούστου 2005 σύμβαση ενυπόθηκου δανείου. Σκοπός της χορηγήσεως του δανείου ήταν η χρηματοδότηση της αγοράς ακινήτου. Κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως ο εναγόμενος στην κύρια δίκη ήταν κάτοικος Τσεχίας.

24.      Στο άρθρο 8, σημείο 8, της συμβάσεως δανείου, η ενάγουσα και ο εναγόμενος στην κύρια δίκη συμφώνησαν ότι ως προς διαφορές που ενδέχεται να προκύψουν, κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο θα είναι εκείνο της έδρας της ενάγουσας στην κύρια δίκη, όπως αυτή έχει καταχωρισθεί στο εμπορικό μητρώο κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής.

 Β –      Η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου

25.      Με αγωγή ασκηθείσα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, η ενάγουσα στην κύρια δίκη ζήτησε από τον εναγόμενο στην κύρια δίκη να της καταβάλει το ποσό των 4 383 584,60 τσεχικών κορωνών (CZK), προσαυξημένο κατά τους τόκους υπερημερίας, λόγω μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων από τη δανειακή σύμβαση. Το αιτούν δικαστήριο εξέδωσε τη σχετική διαταγή πληρωμής στις 16 Οκτωβρίου 2008.

26.      Η προβλεπόμενη από το άρθρο 173, παράγραφος 1, OSŘ προσωπική επίδοση της εν λόγω διαταγής πληρωμής στον εναγόμενο στην κύρια δίκη δεν κατέστη δυνατή. Ο εναγόμενος στην κύρια δίκη δεν κατοικούσε πλέον στη διεύθυνση Velká Hled’sebe (CZ), Žižkova 356, την οποία η ενάγουσα στην κύρια δίκη είχε δηλώσει ως διεύθυνση κατοικίας του. Στο κεντρικό δημοτολόγιο έχει καταχωρισθεί ως διεύθυνση του εναγομένου στην κύρια δίκη η οδός Třída Vítězství 30/30 στο Mariánské Lázně. Εντούτοις, από στοιχεία της υπηρεσίας αλλοδαπών της τσεχικής αστυνομίας, της 20ής Φεβρουαρίου 2009, προέκυψε ότι ο εναγόμενος δεν κατοικεί πλέον στην ως άνω διεύθυνση. Στις 2 Ιουνίου 2009, η τσεχική αστυνομία γνωστοποίησε ότι κάθε φορά που ο εναγόμενος έρχεται στην Τσεχική Δημοκρατία διαμένει μόνο σε ξενώνες και ιδιωτικά διαμερίσματα. Επίσης, η υπηρεσία φυλακών της Τσεχικής Δημοκρατίας ενημέρωσε στις 20 Φεβρουαρίου 2009 ότι ο εναγόμενος στην κύρια δίκη δεν είχε εκτίσει ποινή ούτε είχε κρατηθεί εντός της επικράτειας της Τσεχικής Δημοκρατίας έως την 18η Φεβρουαρίου 2009. Τέλος, δεν κατέστη εφικτό για το αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει αν ο εναγόμενος έχει συγγενείς στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας οι οποίοι θα μπορούσαν ενδεχομένως να γνωρίζουν τον τόπο κατοικίας του. Όπως δήλωσε το αιτούν δικαστήριο, κανένας από τους ανωτέρω τόπους δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τόπος κατοικίας με βάση το εθνικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος στην κύρια δίκη δεν διαθέτει κατοικία εντός της επικράτειας της Τσεχικής Δημοκρατίας.

27.      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2009, η διαταγή πληρωμής ακυρώθηκε λόγω αδυναμίας επιδόσεως. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνέχιση της διαδικασίας, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε στις 3 Ιουνίου 2009 κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, παράγραφος 3, OSŘ, τον διορισμό του δικηγόρου Josef Heyduk ως νόμιμου επιτρόπου για τον εναγόμενο, ο οποίος είναι πρόσωπο αγνώστου κατοικίας. Με κατάθεση δικογράφου στις 26 Οκτωβρίου 2009 ο ανωτέρω νόμιμος επίτροπος του εναγομένου ήγειρε ενστάσεις ουσίας ως προς τις εγερθείσες παρεπόμενες αξιώσεις.

 Γ –      Τα προδικαστικά ερωτήματα

28.      Με αίτηση η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Ιουλίου 2010 το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1.      Προσδίδει στην υπόθεση διασυνοριακή διάσταση, κατά το άρθρο 81 ΣΛΕΕ, η οποία συνιστά μία από τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, το γεγονός ότι ένας εκ των διαδίκων σε εκκρεμούσα δίκη είναι υπήκοος άλλου κράτους από εκείνο της έδρας του δικαστηρίου;

2.      Αποκλείει ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 την εφαρμογή εθνικών κανόνων οι οποίοι επιτρέπουν την άσκηση αγωγής κατά προσώπων αγνώστου κατοικίας;

3.      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, θεωρείται η υποβολή παρατηρήσεων, εν προκειμένω, από τον διορισμένο από το δικαστήριο επίτροπο του εναγομένου ως υποβολή παρατηρήσεων από τον εναγόμενο ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου για τους σκοπούς του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, ακόμη και σε περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης είναι αξίωση από σύμβαση καταναλωτή και τα δικαστήρια της Τσεχικής Δημοκρατίας δεν έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν της εν λόγω διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού;

4.      Θεωρείται ότι συμφωνία για την παρέκταση της κατά τόπον αρμοδιότητας συγκεκριμένου δικαστηρίου απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στο επιλεγέν δικαστήριο για τους σκοπούς του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 και, εφόσον η απάντηση είναι καταφατική, τούτο ισχύει ακόμη και όταν η συμφωνία για την παρέκταση της κατά τόπον αρμοδιότητας είναι άκυρη διότι αντίκειται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13;

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

29.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η ενάγουσα στην κύρια δίκη, η Τσεχική, η Δανική, η Γαλλική, η Ουγγρική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

30.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 25ης Μαΐου 2011 παρέστησαν οι πληρεξούσιοι της Τσεχικής και της Δανικής Κυβερνήσεως καθώς και της Επιτροπής, οι οποίοι συμπλήρωσαν τις έγγραφες παρατηρήσεις τους και απάντησαν σε ερωτήματα.

V –    Οι κύριοι ισχυρισμοί των διαδίκων

 Α –      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

31.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν εφαρμόζονται οι περί δικαιοδοσίας διατάξεις του κανονισμού 44/2001. Θεωρώντας ως προϋπόθεση για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων τη συνδρομή στοιχείων αλλοδαπότητας, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η προϋπόθεση αυτή πληρούται και μόνον εξαιτίας του γεγονότος ότι ο εναγόμενος στην κύρια δίκη είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους.

32.      Κατά την άποψη της ενάγουσας στην κύρια δίκη, της Τσεχικής, της Δανικής, της Γαλλικής και της Ουγγρικής Κυβερνήσεως, καθώς και της Επιτροπής, προϋπόθεση για την εφαρμογή των περί δικαιοδοσίας διατάξεων του κανονισμού 44/2001 είναι η συνδρομή στοιχείου αλλοδαπότητας το οποίο, όπως τονίζει η Επιτροπή, πρέπει να προσδιορίζεται λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων κάθε μεμονωμένης περιπτώσεως.

33.      Η ενάγουσα στην κύρια δίκη, η Τσεχική και η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή εκφράζουν τη γνώμη ότι για την κατάφαση της συνδρομής τέτοιου στοιχείου αλλοδαπότητας αρκεί το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τίθενται ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο εφόσον ο εναγόμενος στην κύρια δίκη είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι βέβαιος ο τόπος κατοικίας του εναγομένου.

34.      Αντιθέτως, κατά την άποψη της Ουγγρικής, της Δανικής και της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, το γεγονός ότι ο εναγόμενος είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει την εφαρμογή των περί δικαιοδοσίας διατάξεων του κανονισμού 44/2001 καθώς, όπως εκθέτουν, η υπηκοότητα δεν αποτελεί στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο των περί δικαιοδοσίας διατάξεων του κανονισμού.

 Β       Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

35.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν οι διατάξεις του κανονισμού 44/2001 απαγορεύουν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων όπως το άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ, οι οποίες καθιστούν δυνατή τη διεξαγωγή δικών κατά προσώπων αγνώστου κατοικίας προβλέποντας τον διορισμό επιτρόπου για τα πρόσωπα αυτά. Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί επιφυλάξεις σχετικά με τη συμβατότητα μιας τέτοιας διατάξεως προς το άρθρο 2 του κανονισμού.

36.      Όπως προκύπτει από τις τοποθετήσεις τους, όλοι οι μετέχοντες στη δίκη θεωρούν ότι μια τέτοια εθνική ρύθμιση συμβιβάζεται με τις προβλέψεις του ενωσιακού δικαίου. Κατά την άποψή τους, το δικονομικό δίκαιο δεν έχει εναρμονιστεί πλήρως προς τον κανονισμό και εξακολουθεί να διέπεται από τις εθνικές νομοθεσίες. Υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των επιταγών του κανονισμού 44/2001, η εφαρμογή των σχετικών εθνικών διατάξεων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.

37.      Όσον αφορά τους περί διεθνούς δικαιοδοσίας κανόνες του κανονισμού που πρέπει να ληφθούν υπόψη, η Τσεχική και η Δανική Κυβέρνηση εκθέτουν ότι η αρμοδιότητα προσδιορίζεται καταρχήν με βάση τον τόπο κατοικίας του εναγομένου και, ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο οφείλει πρώτα να εξετάσει αν ο εναγόμενος κατοικεί στην Τσεχική Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος και, κατά περίπτωση, να εφαρμόσει, σύμφωνα με το άρθρο 59 του κανονισμού, το εθνικό δίκαιο του εκάστοτε κράτους μέλους. Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, η διεθνής δικαιοδοσία προσδιορίζεται βάσει της διατάξεως του άρθρου 4 του κανονισμού 44/2001 κατά το εθνικό δίκαιο. Η Τσεχική Κυβέρνηση προτείνει μια προσέγγιση κατά την οποία ο εθνικός δικαστής θα λαμβάνει σε μια τέτοια περίπτωση ως τεκμήριο ότι ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, παραδέχεται ωστόσο ότι η εν λόγω προσέγγιση αποτελεί λύση de lege ferenda. Η ενάγουσα παρατηρεί σχετικά ότι ο εναγόμενος στην κύρια δίκη, ο οποίος δεν είναι καταναλωτής κατά την έννοια του κανονισμού, έχει την κατοικία του στην Τσεχική Δημοκρατία και ότι η ίδια, λόγω της μακροχρόνιας συμβατικής σχέσης με τον εναγόμενο, είχε τη βεβαιότητα ότι ο τελευταίος θα διέμενε μακροπρόθεσμα στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας.

38.      Όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου, η ενάγουσα στην κύρια δίκη και η Ουγγρική, η Ολλανδική, η Γαλλική και η Δανική Κυβέρνηση εκθέτουν ότι κατά την εφαρμογή μιας τέτοιας εθνικής ρυθμίσεως θα πρέπει να τηρείται και η διάταξη του άρθρου 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, συμπεριλαμβανομένων των εκφραζόμενων δι’ αυτής δικαιωμάτων άμυνας του εναγομένου. Κατά την ανωτέρω διάταξη, ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της δυνατότητας του εναγομένου να αμυνθεί έναντι της αγωγής. Εφόσον λαμβάνονται τα μέτρα αυτά, τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου προστατεύονται επαρκώς κατά την έννοια του άρθρου 47, παράγραφος 2, του Χάρτη. Με δεδομένο, όμως, ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του ενάγοντα κατά το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη, ο κανονισμός δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να καθίσταται αδύνατο για τον ενάγοντα να στραφεί κατά διαδίκου αγνώστου κατοικίας.

39.      Αντίθετα, η ενάγουσα στην κύρια δίκη και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι ο διορισμός επιτρόπου κατ’ άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ όχι μόνο δεν περιορίζει τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου, αλλά μάλιστα τα διαφυλάττει. Η Τσεχική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι σε περίπτωση που η αρμοδιότητα προσδιορίζεται κατά το άρθρο 4 του κανονισμού με βάση το εθνικό δίκαιο, ο κανονισμός 44/2001 δεν εφαρμόζεται ούτως ή άλλως.

40.      Τέλος, η Ολλανδική και η Ουγγρική Κυβέρνηση παρατηρούν συναφώς ότι μια απόφαση που θα εκδοθεί με εφαρμογή εθνικής διατάξεως κατ’ άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ δεν μπορεί κατά το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 να αναγνωριστεί ή να εκτελεστεί σε άλλο κράτος μέλος, η δε Επιτροπή αναφέρει στο πλαίσιο αυτό ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εφαρμόζεται το άρθρο 34, σημείο 2, του κανονισμού.

 Γ –      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

41.      Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το ίδιο έχει καταστεί αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001 λόγω του γεγονότος ότι ο κατ’ άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ διορισθείς επίτροπος παρέστη χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις. Συναφώς, παρατηρεί ότι η δανειακή σύμβαση που συνήφθη μεταξύ ενάγουσας και εναγομένου στην κύρια δίκη συνιστά σύμβαση με καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001. Ως εκ τούτου, αρμόδια κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο ο καταναλωτής έχει την κατοικία του.

42.      Κατά την άποψη της Επιτροπής, καθώς και της Ουγγρικής, της Γαλλικής και της Τσεχικής Κυβερνήσεως, το άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 εφαρμόζεται και επί συμβάσεων καταναλωτών.

43.      Εντούτοις, κατά την άποψη της Τσεχικής, της Ολλανδικής και της Γαλλικής Κυβερνήσεως, αλλά και της Επιτροπής, η παράσταση του επιτρόπου δεν συνιστά παράσταση κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001. Η Επιτροπή παρατηρεί συναφώς ότι η έννοια της παραστάσεως του εναγομένου κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού ερμηνεύεται αυτοτελώς. Η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει σε περιπτώσεις όπως η παρούσα να θεωρείται ότι δεν υπήρξε παράσταση του εναγομένου κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού, ανεξάρτητα, μάλιστα, από τη θέση που αναγνωρίζει το εθνικό δίκαιο στον επίτροπο.

44.      Αντίθετα, η Ουγγρική Κυβέρνηση και η ενάγουσα στην κύρια δίκη θεωρούν ότι η παράσταση του επιτρόπου καθιστά το δικαστήριο αρμόδιο κατ’ άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001. Οι εξουσίες του επιτρόπου κρίνονται με βάση το εθνικό δίκαιο.

45.      Κατά την άποψη της Δανικής Κυβερνήσεως, το αν η παράσταση του επιτρόπου συνεπάγεται την αρμοδιότητα του δικαστηρίου κατ’ άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 εξαρτάται από τη συγκεκριμένη περίπτωση.

 Δ –      Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

46.      Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί καταρχήν να διευκρινιστεί εάν η συμφωνία περί απονομής αρμοδιότητας σε συγκεκριμένο δικαστήριο μπορεί να θεωρηθεί και ως σιωπηρή συμφωνία διεθνούς αρμοδιότητας των δικαστηρίων του αντίστοιχου κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001. Επίσης, ζητεί να διευκρινιστεί εάν η μη δεσμευτικότητα της συμφωνίας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας, λόγω καταχρηστικού χαρακτήρα αυτής κατά την έννοια της συμφωνίας του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 6 της οδηγίας 93/13, μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα μιας τέτοιας σιωπηρής συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας.

47.      Η Τσεχική, η Δανική και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι μια τέτοια συμφωνία εμπεριέχει συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001. Κατά την άποψη της Ουγγρικής Κυβερνήσεως χωρεί η εξής εν προκειμένω διάκριση: εφόσον υπάρχει στοιχείο αλλοδαπότητας, η εν λόγω ρήτρα μπορεί να αποτελεί ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού. Αν δεν υπάρχει στοιχείο αλλοδαπότητας, η ρήτρα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας μόνο εφόσον αυτό δεν αντίκειται στη βούληση των μερών.

48.      Η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή τονίζουν ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να ελέγξει αυτεπαγγέλτως εάν πρόκειται για καταχρηστική ρήτρα κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 93/13.

49.      Η ενάγουσα στην κύρια δίκη υποστηρίζει ότι μια τέτοια ρήτρα δεν θα πρέπει να θεωρείται καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας 93/13, διότι, αφενός, δεν πρόκειται για σύμβαση με καταναλωτή και, αφετέρου, η απόσταση μεταξύ Πράγας, όπου βρίσκεται η έδρα της ενάγουσας στην κύρια δίκη, και του τόπου κατοικίας του εναγομένου στην κύρια δίκη δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη.

50.      Τέλος, η Τσεχική και η Ουγγρική Κυβέρνηση εκφράζουν την άποψη ότι μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας είναι έγκυρη ακόμη και στην περίπτωση που η συμφωνία παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας αποδειχθεί άκυρη κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13. Κατά την άποψή τους, το άρθρο 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 αποτελεί εν προκειμένω lex specialis έναντι του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 6 της οδηγίας 93/13. Αντίθετες είναι η Γαλλική και η Δανική Κυβέρνηση, αλλά και η Επιτροπή, οι οποίες τονίζουν ότι μια ρήτρα η οποία είναι άκυρη κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν μπορεί να αποτελεί έγκυρη ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001.

VI – Νομική ανάλυση

51.      Η κύρια δίκη χαρακτηρίζεται ιδίως από το γεγονός ότι η ενάγουσα κατέθεσε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή κατά προσώπου αγνώστου κατοικίας. Κατά το άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ, το αιτούν δικαστήριο έχει σε μια τέτοια περίπτωση τη δυνατότητα να διορίσει επίτροπο ο οποίος θα εκπροσωπήσει τον εναγόμενο στη δίκη. Το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν η συνέχιση της δίκης κατά του εναγομένου υπό τις συνθήκες αυτές συμβιβάζεται με το ενωσιακό δίκαιο και ιδίως με τις διατάξεις του κανονισμού 44/2001.

52.      Δεδομένου ότι τα ανωτέρω τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα που τίθενται από το αιτούν δικαστήριο συνδέονται στενά μεταξύ τους, θα τα εξετάσω από κοινού. Πρώτα θα ασχοληθώ με το ερώτημα αν η εφαρμογή διατάξεως όπως το άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ συμβιβάζεται γενικώς με τον κανονισμό 44/2001 (υπό A). Το ερώτημα αυτό πρέπει να απαντηθεί καταφατικά, με την επιφύλαξη όμως ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει, κατά την εφαρμογή μιας τέτοιας ρυθμίσεως, να τηρεί τις επιταγές του ενωσιακού δικαίου και ιδίως αυτές που απορρέουν από τον κανονισμό. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι περί δικαιοδοσίας διατάξεις του κανονισμού (υπό B) και οι ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου (υπό Γ).

 Α –      Η καταρχήν συμβατότητα διατάξεως όπως το άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ με το ενωσιακό δίκαιο

53.      Όπως συνάγεται από την απόφαση περί παραπομπής, ο διορισμός επιτρόπου κατ’ άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ επιτρέπει τη συνέχιση της δίκης κατά του εναγομένου στην κύρια δίκη παρά το γεγονός ότι ο εναγόμενος είναι αγνώστου κατοικίας και η αγωγή δεν επιδόθηκε στον ίδιο.

54.      Οι ρυθμίσεις του κανονισμού 44/2001 δεν απαγορεύουν καταρχήν την εφαρμογή μιας τέτοιας εθνικής διατάξεως. Τούτο διότι σκοπός του κανονισμού 44/2001 είναι να ενοποιήσει τους κανόνες για την κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές διαφορές στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών και να διευκολύνει την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, όχι όμως να ενοποιήσει και τους εν γένει κανόνες δικονομικού δικαίου των κρατών μελών (7). Κατά συνέπεια επαφίεται στα κράτη μέλη να θεσπίσουν δικονομικές διατάξεις όπως αυτή του άρθρου 29, παράγραφος 3, OSŘ που να προβλέπουν ότι, σε περίπτωση που ο εναγόμενος είναι αγνώστου κατοικίας, μπορεί να διορισθεί επίτροπος για τη συνέχιση της δίκης εναντίον του (8).

55.      Κάθε εθνικό δικαστήριο πρέπει, όμως, κατά την εφαρμογή εθνικών κανόνων να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου. Σε περιπτώσεις όπως είναι η παρούσα, το δικαστήριο οφείλει ιδίως να τηρήσει τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 44/2001 και να εξασφαλίσει την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας του εναγομένου (9).

 Β       Επί του ζητήματος της τηρήσεως των περί δικαιοδοσίας διατάξεων του κανονισμού 44/2001

56.      Ο διορισμός επιτρόπου ο οποίος εκπροσωπεί τον εναγόμενο στη δίκη δεν απαλλάσσει το αιτούν δικαστήριο από την υποχρέωση τηρήσεως των περί δικαιοδοσίας διατάξεων του κανονισμού 44/2001. Οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης (υπό 1). Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να ελέγξει αν είναι αρμόδιο με βάση τις διατάξεις αυτές (υπό 2).

1.      Επί του ζητήματος της εφαρμογής των περί δικαιοδοσίας διατάξεων του κανονισμού 44/2001

57.      Όπως προκύπτει από τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης τυγχάνουν εφαρμογής οι περί δικαιοδοσίας διατάξεις του κανονισμού 44/2001.

58.      Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να είναι καταφατική.

59.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (10), η οποία αφορά μεν τις περί δικαιοδοσίας διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ισχύει όμως κατ’ αναλογία και για τον κανονισμό 44/2001 (11), προϋπόθεση για την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων είναι η ύπαρξη στοιχείου αλλοδαπότητας (12) η οποία, πάντως, μπορεί να συνίσταται και μόνο στο γεγονός ότι ένα δικαστήριο κράτους μέλους διερωτάται αν έχει διεθνή δικαιοδοσία (13).

60.      Αυτό συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

61.      Τούτο διότι τέτοιου είδους ζητήματα δεν τίθενται μόνο στην περίπτωση εμπλοκής άλλου κράτους ως τόπου κατοικίας των διαδίκων, γεννήσεως της αιτίας της διαφοράς ή συντελέσεως του επίμαχου συμβάντος. Και μόνο το γεγονός ότι ο εναγόμενος στην κύρια δίκη είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους (14) και η κατοικία του δεν είναι γνωστή στο αιτούν δικαστήριο αρκεί για να τεθεί θέμα διεθνούς δικαιοδοσίας.

62.      Υπέρ της εφαρμογής των περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεων του κανονισμού 44/2001 συνηγορεί άλλωστε και ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, σύμφωνα με την οποία ο καταναλωτής ενάγεται μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του. Αν οι εν λόγω διατάξεις δεν εφαρμόζονταν σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία το εθνικό δικαστήριο απλώς διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία σε κράτος μέλος, ο εναγόμενος θα μπορούσε να εναχθεί στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται η έδρα του δικαστηρίου μολονότι η κατοικία του βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος. Με τον τρόπο αυτό θα παραβιάζονταν ο προστατευτικός σκοπός του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού.

63.      Αντίθετη στην εφαρμογή των περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεων του κανονισμού 44/2001 σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης εμφανίζεται η Ουγγρική Κυβέρνηση, η οποία παρατηρεί ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού, τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν υπάγονται, στο κράτος αυτό, στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται στους ημεδαπούς. Επίσης αντίθετη είναι η Ολλανδική Κυβέρνηση, η οποία τονίζει ότι οι περί διεθνούς δικαιοδοσίας κανόνες που εισάγονται μέσω του κανονισμού συναρτώνται πάντοτε με τον τόπο κατοικίας, ενώ αποδίδουν σημασία στο στοιχείο της υπηκοότητας.

64.      Οι ανωτέρω ενστάσεις δεν είναι πειστικές.

65.      Θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ, αφενός, του ερωτήματος περί των προϋποθέσεων της εφαρμογής των περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεων του κανονισμού 44/2001 και, αφετέρου, του ερωτήματος περί των κριτηρίων βάσει των οποίων προσδιορίζεται η διεθνής δικαιοδοσία κατά τις διατάξεις αυτές. Οι διατάξεις τις οποίες επικαλούνται οι δύο κυβερνήσεις περιέχουν τα κριτήρια βάσει των οποίων προσδιορίζεται η διεθνής δικαιοδοσία στον βαθμό που τυγχάνουν εφαρμογής οι περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις του κανονισμού. Αντιθέτως, τα κριτήρια αυτά δεν χρησιμεύουν για να απαντηθεί το πρότερο ζήτημα, πότε δηλαδή εφαρμόζονται οι περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις του κανονισμού.

66.      Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης εφαρμόζονται και πρέπει να τηρηθούν από το αιτούν δικαστήριο οι περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις του κανονισμού 44/2001.

2.      Επί της αρμοδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου

67.      Το αιτούν δικαστήριο οφείλει συνεπώς να ελέγξει αν είναι αρμόδιο με βάση τους κανόνες του κανονισμού 44/2001.

68.      Όπως προκύπτει από το τρίτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, συναφώς, αν το ίδιο κατέστη αρμόδιο κατ’ άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 λόγω της αναντίρρητης παραστάσεως του επιτρόπου, ο οποίος διορίσθηκε για να εκπροσωπήσει τον εναγόμενο εν αγνοία και χωρίς τη βούληση του τελευταίου (υπό α). Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως τυγχάνει αρμόδιο βάσει συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 17, σημείο 3, του κανονισμού (υπό β).

69.      Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο δεν θεμελιώνει την αρμοδιότητά του σε κάποια εκ των ανωτέρω διατάξεων, οφείλει να λάβει υπόψη του την περί δικαιοδοσίας διάταξη του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, κατά την οποία η αγωγή του αντισυμβαλλομένου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής (υπό γ). Αν ούτε αυτή η διάταξη οδηγήσει σε αποτέλεσμα, εφαρμόζεται κατά τη γνώμη μου το άρθρο 4 του κανονισμού, ήτοι η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του το αιτούν δικαστήριο (υπό δ).

 α)      Επί της αναντίρρητης παραστάσεως κατ’ άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001

70.      Με βάση το άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία κατά το άρθρο 22.

71.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται όταν πρόκειται για συμβάσεις με καταναλωτές. Η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική (υπό i). Προκύπτει, ωστόσο, περαιτέρω το ζήτημα αν η παράσταση επιτρόπου διορισθέντος εν αγνοία και χωρίς τη βούληση του εναγομένου για τον σκοπό της εκπροσώπησής του στη δίκη μπορεί να θεωρηθεί ως παράσταση του εναγομένου κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (υπό ii).

i)      Εφαρμογή επί συμβάσεων με καταναλωτές

72.      Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 εφαρμόζεται και επί συμβάσεων καταναλωτών κατά την έννοια του τετάρτου τμήματος του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού αυτού.

73.      Στην απόφασή του στην υπόθεση Bilas, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 24 του κανονισμού εφαρμόζεται επί υποθέσεων ασφαλίσεων κατά την έννοια του τρίτου τμήματος του κεφαλαίου ΙΙ (15). Η νομολογία αυτή μπορεί να μεταφερθεί κατ’ αναλογίαν και σε υποθέσεις συμβάσεων καταναλωτών κατά την έννοια του τετάρτου τμήματος του ίδιου κεφαλαίου. Στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 24, πρώτη περίοδος, του κανονισμού ισχύει επί όλων των ενδίκων διαφορών ως προς τις οποίες η διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου δεν απορρέει από άλλες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο επιλήφθηκε της διαφοράς κατά παράβαση των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, η δε εφαρμογή της έχει ως συνέπεια ότι η παράσταση του εναγομένου μπορεί να λογίζεται ως σιωπηρή αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου, άρα και ως παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού (16). Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι το άρθρο 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού προβλέπει μεν εξαίρεση ως προς την αρχή της αναντίρρητης παραστάσεως, η εξαίρεση αυτή όμως πρέπει να ερμηνεύεται στενά και ισχύει μόνο σε σχέση με τις προβλεπόμενες στην εν λόγω διάταξη περιπτώσεις (17). Μεταξύ αυτών δεν συγκαταλέγεται ούτε η παράβαση των κανόνων που διέπουν τις υποθέσεις ασφαλίσεων κατά την έννοια του τρίτου τμήματος του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού ούτε η παράβαση των κανόνων που διέπουν τις συμβάσεις καταναλωτών κατά την έννοια του τετάρτου τμήματος του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού.

74.      Ως εκ τούτου, το άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 εφαρμόζεται και επί συμβάσεων καταναλωτών κατά την έννοια του τετάρτου τμήματος του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού (18).

ii)    Επί της έννοιας της παραστάσεως του εναγομένου

75.      Τίθεται, ωστόσο, το πρόσθετο ζήτημα αν σε μια περίπτωση όπως η παρούσα υπάρχει παράσταση του εναγομένου κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001. Εντούτοις, το Δικαστήριο δύναται στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας που είναι αναγκαία για να μπορέσει το τελευταίο να επιλύσει τη διαφορά (19).

76.      Η έννοια της παραστάσεως του εναγομένου κατ’ άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 συνιστά αυτοτελή έννοια του ενωσιακού δικαίου η οποία χρήζει ομοιόμορφης ερμηνείας. Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται καταρχήν αυτοτελώς, λαμβανομένων υπόψη του συστήματος και των σκοπών του (20). Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση που είτε υπάρχει ρητή παραπομπή στο εθνικό δίκαιο είτε συνάγεται από τις οικείες διατάξεις του δικαίου της Ενώσεως ότι βούληση του νομοθέτη της Ενώσεως ήταν να ρυθμίζεται το ζήτημα αυτό από το δίκαιο των κρατών μελών. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει σε σχέση με την έννοια της παραστάσεως του εναγομένου κατά το άρθρο 24 του κανονισμού.

77.      Μέσα από τον αυτοτελή ορισμό της παραστάσεως του εναγομένου κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001, το ενωσιακό δίκαιο θέτει, ως εκ τούτου, ελάχιστες απαιτήσεις οι οποίες πρέπει να τηρούνται από τα κράτη μέλη (21). Αυτό δεν σημαίνει όμως τον πλήρη παραμερισμό του εθνικού δικονομικού δικαίου, το οποίο εφαρμόζεται συμπληρωματικά (22).

78.      Σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση τίθεται το ερώτημα αν συμβιβάζεται με τις ελάχιστες απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου να θεωρείται ως παράσταση κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001 ακόμη και η παράσταση επιτρόπου ο οποίος έχει διοριστεί ως εκπρόσωπος του εναγομένου εν αγνοία και χωρίς τη θέληση του τελευταίου.

79.      Στην απόφαση Hendrikman (23) το Δικαστήριο έκρινε ότι η παράσταση επιτρόπου μη εντεταλμένου από τον ίδιο τον εναγόμενο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράσταση του εναγομένου κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, την οποία διαδέχθηκε η διάταξη του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 (24).

80.      Λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω νομολογία θεωρώ ότι ο όρος «παράσταση του εναγομένου» στο άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι ο επίτροπος δίκης που διορίσθηκε εν αγνοία και χωρίς τη βούληση του εναγομένου καταναλωτή δεν μπορεί να παρασταθεί επ’ ονόματι του τελευταίου. Βεβαίως, στην υπό κρίση περίπτωση πρόκειται για επίτροπο διορισθέντα από το δικαστήριο και όχι για πληρεξούσιο δικηγόρο όπως στην περίπτωση Hendrikman. Επίσης, στην υπό κρίση περίπτωση πρόκειται για την ερμηνεία του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001, το οποίο εφαρμόζεται στην αρχική δίκη επί της αγωγής, και όχι του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτελέσεως αποφάσεως. Θεωρώ, ωστόσο, ότι η ratio της ανωτέρω νομολογίας μπορεί να μεταφερθεί αναλογικά σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση.

81.      Πράγματι, βασικός σκοπός του κανονισμού 44/2001 είναι η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας του εναγομένου (25), τα οποία κατοχυρώνονται ως θεμελιώδη δικαιώματα στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη. Φρονώ ότι δεν συνάδει με τον σκοπό αυτό, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, η παράσταση επιτρόπου διορισθέντος εν αγνοία και χωρίς τη βούληση του εναγομένου να καταλογίζεται στον τελευταίο. Αφενός, διότι σε μια τέτοια περίπτωση ο εναγόμενος δεν έχει τη δυνατότητα συνειδητής επιλογής σε σχέση με τη διεξαγωγή της δίκης. Αφετέρου, διότι ο επίτροπος που δεν έχει επαφή με τον εναγόμενο δεν θα διαθέτει, κατά κανόνα, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που είναι αναγκαία για να κρίνει αν η παράσταση κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού είναι προς το συμφέρον του εναγομένου. Τέλος, αυτή η έλλειψη πληροφόρησης μπορεί να καθιστά δυσχερές για τον επίτροπο να προβάλλει αντιρρήσεις ως προς την αρμοδιότητα του συγκεκριμένου δικαστηρίου.

82.      Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001 έχει ως σκοπό να προστατεύσει τον καταναλωτή από το ενδεχόμενο ο τελευταίος να εναχθεί ενώπιον δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους. Αν γίνει δεκτό ότι η παράσταση επιτρόπου διορισθέντος εν αγνοία και χωρίς τη βούληση του καταναλωτή καταλογίζεται στον τελευταίο και με τον τρόπο αυτό καθίσταται αρμόδιο το δικαστήριο το οποίο διόρισε τον επίτροπο, τότε κινδυνεύει να περιοριστεί η αποτελεσματικότητα του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού.

83.      Περαιτέρω πρέπει να υπομνησθεί ότι η παράσταση κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001 καθορίζει το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο και συνεπώς και το lex fori, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την έκβαση της δίκης.

84.      Για τους προαναφερθέντες λόγους, η παράσταση επιτρόπου διορισθέντος εν αγνοία και χωρίς τη βούληση του εναγομένου για να εκπροσωπήσει τον εναγόμενο στη δίκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράσταση του εναγομένου κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού.

iii) Συμπέρασμα

85.      Εν κατακλείδι, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 24 του κανονισμού εφαρμόζεται μεν και επί συμβάσεων καταναλωτών, ωστόσο η παράσταση επιτρόπου διορισθέντος εν αγνοία και χωρίς τη βούληση του εναγομένου για να εκπροσωπήσει τον εναγόμενο στη δίκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράσταση του εναγομένου κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να θεμελιώσει την αρμοδιότητά του στην εν λόγω διάταξη (26).

 β)      Επί της συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 17, σημείο 3, του κανονισμού

86.      Όπως προκύπτει από το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται περαιτέρω αν σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση μπορεί να θεμελιώσει την αρμοδιότητά του επί συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001.

87.      Όπως παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, η υπό εξέταση διαφορά ανέκυψε στο πλαίσιο συμβάσεως καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 και συνεπώς τυγχάνουν εφαρμογής οι ειδικές διατάξεις του τετάρτου τμήματος του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού. Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, ο καταναλωτής ενάγεται καταρχήν μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του. Παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό είναι ωστόσο δυνατή εφόσον συμφωνηθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 17 του κανονισμού. Ειδικότερα, στο σημείο 3 του άρθρου 17 ορίζεται ότι καταναλωτής και αντισυμβαλλόμενος με κατοικία ή συνήθη διαμονή, κατά τον χρόνο σύναψης της συμβάσεως, στο ίδιο κράτος μέλος μπορούν να συμφωνήσουν την αρμοδιότητα των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, εκτός αν το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους απαγορεύει τέτοιες συμφωνίες.

i)      Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001

88.      Σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, τίθεται καταρχήν το ερώτημα αν το άρθρο 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 μπορεί να εφαρμοσθεί και όταν ο εναγόμενος στην κύρια δίκη ενδέχεται να μην κατοικούσε πλέον στο έδαφος κράτους μέλους.

89.      Η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική.

90.      Πράγματι, για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως αρκεί αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι να είχαν την κατοικία τους στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας (27). Η ερμηνεία αυτή συνάδει με τον κανονιστικό σκοπό της συγκεκριμένης διατάξεως που είναι η προστασία του αντισυμβαλλομένου του καταναλωτή (28). Ο εν λόγω σκοπός επιτυγχάνεται ουσιαστικά μόνον εάν το κύρος μιας τέτοιας συμφωνίας δεν κινδυνεύει από μεταγενέστερη αλλαγή του τόπου κατοικίας, ακόμη και αν γίνει μετοίκιση σε τρίτη χώρα (29).

ii)    Κατοικία καταναλωτή και αντισυμβαλλομένου αυτού στο ίδιο κράτος μέλος

91.      Σύμφωνα με όσα αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, τόσο η ενάγουσα όσο και ο εναγόμενος στην κύρια δίκη είχαν κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως την κατοικία τους στην Τσεχική Δημοκρατία. Κατά συνέπεια, πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001.

iii) Σιωπηρή συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας των τσεχικών δικαστηρίων

92.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μια συμφωνία παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας, κατά την οποία αρμόδια για την επίλυση διαφορών καθίστανται τα δικαστήρια του τόπου όπου η ενάγουσα στην κύρια δίκη είχε την έδρα της κατά τον χρόνο καταθέσεως της αγωγής, μπορεί να αποτελεί συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001.

93.      Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει καταρχήν να εξετάσει αν η ενάγουσα και ο εναγόμενος στην κύρια δίκη είχαν συμφωνήσει ότι αρμόδια για την επίλυση των διαφορών που θα προέκυπταν από τη δανειακή σύμβαση θα ήταν τα τσεχικά δικαστήρια. Ελλείψει σχετικής ενωσιακής ρυθμίσεως εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει, εφαρμόζοντας το εθνικό του δίκαιο, αν από τη συμφωνία παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας μπορεί να συναχθεί σιωπηρή συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας. Με βάση τα στοιχεία που προσκόμισε το αιτούν δικαστήριο, κάτι τέτοιο είναι εφικτό κατά το τσεχικό δίκαιο. Πράγματι, όταν οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος θα θέλουν κατά κανόνα να ορίσουν με τη συμφωνία τους περί απονομής, σε περίπτωση διενέξεως, αρμοδιότητας σε συγκεκριμένο δικαστήριο όχι μόνο το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο αλλά, σιωπηρά, και τη διεθνή δωσιδικία.

94.      Περαιτέρω, τίθεται το ερώτημα αν τέτοιου είδους σιωπηρές συμφωνίες λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001. Η απάντηση είναι καταφατική. Με βάση το λεκτικό της εν λόγω διατάξεως, η εφαρμογή της δεν περιορίζεται σε ρητώς διατυπωμένες συμφωνίες. Εξάλλου, αν το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής καταλάμβανε μόνο ρητώς διατυπωμένες συμφωνίες, αυτό θα περιόριζε σημαντικά την αποτελεσματικότητά της στην πράξη. Κατά κανόνα, το άρθρο 17, σημείο 3, του κανονισμού θα εφαρμοσθεί σε περιπτώσεις στις οποίες το στοιχείο αλλοδαπότητας δεν υπάρχει κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως αλλά παρουσιάζεται αργότερα λόγω του ότι ο καταναλωτής εγκαθίσταται σε άλλο κράτος μέλος. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θα θεωρήσουν μάλλον αναγκαίο να συμφωνήσουν ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν αμφότερα θα έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Άλλωστε, ο περιορισμός της εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως μόνο σε ρητώς διατυπωμένες συμφωνίες δεν θα συμβιβάζονταν και με τον σκοπό της, που είναι η προστασία του αντισυμβαλλομένου του καταναλωτή από τη μετατόπιση της αρμοδιότητας λόγω μετοίκισης του καταναλωτή στην αλλοδαπή (30).

iv)    Επί του επιτρεπτού της συμφωνίας κατά το εθνικό δίκαιο

95.      Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ενάγουσα και ο εναγόμενος στην κύρια δίκη έχουν συνάψει συμφωνία περί διεθνούς δικαιοδοσίας των τσεχικών δικαστηρίων, θα πρέπει κατά το άρθρο 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 να ελέγξει στη συνέχεια αν το τσεχικό δίκαιο επιτρέπει τέτοιες συμφωνίες.

96.      Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει επιφυλάξεις σε σχέση με τη δεσμευτικότητα μιας τέτοιας συμφωνίας. Συναφώς εκθέτει ότι η ρήτρα παρεκτάσεως, κατά την οποία καθίσταται αρμόδιο το δικαστήριο της έδρας της ενάγουσας, ενδέχεται να είναι καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, και συνεπώς μη δεσμευτική κατ’ άρθρο 6 της οδηγίας αυτής, καθώς κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως η ενάγουσα στην κύρια δίκη είχε την έδρα της στην Πράγα, ενώ ο εναγόμενος στην κύρια δίκη κατοικούσε στο Mariánské Lázně.

97.      Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει σχετικά είναι αν και κατά πόσο η ίδια η σιωπηρή συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας κρίνεται με βάση τις απαιτήσεις της οδηγίας 93/13. Το δεύτερο ζήτημα αφορά το αν η ενδεχόμενη μη δεσμευτικότητα της συμφωνίας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας μπορεί να επηρεάσει και τη σιωπηρή συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας. Τέλος, θα ασχοληθώ με τα κριτήρια βάσει των οποίων ελέγχεται ο καταχρηστικός χαρακτήρας της συμφωνίας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας.

–       Επί του ελέγχου της συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας με κριτήριο την οδηγία 93/13

98.      Κατά το άρθρο 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, μια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να μην απαγορεύεται από το εθνικό δίκαιο. Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη οφείλουν κατά τη διαμόρφωση του εθνικού τους δικαίου να λαμβάνουν υπόψη τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου, θα πρέπει εν προκειμένω να ληφθούν ιδίως υπόψη οι απαιτήσεις της οδηγίας 93/13 (31). Ως εκ τούτου, οι ρήτρες διεθνούς δικαιοδοσίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, ήτοι όσες χρησιμοποιούνται στους γενικούς όρους συναλλαγής του επαγγελματία, υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας κατ’ άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, ενώ κατ’ επιταγή του άρθρου 5 της οδηγίας πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο.

99.      Εντούτοις, κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας τέτοιας ρήτρας δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι ο νομοθέτης της Ενώσεως θέλησε με τη θέσπιση του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 να παράσχει στον αντισυμβαλλόμενο του καταναλωτή τη δυνατότητα αποτροπής της μετατόπισης της αρμοδιότητας λόγω μετοίκισης του τελευταίου από το κράτος μέλος κοινής εγκαταστάσεως προς την αλλοδαπή. Λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη εκτίμηση του νομοθέτη, μια ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, αυτής, για τον μόνο λόγο ότι δι’ αυτής απονέμεται στα δικαστήρια του κράτους μέλους, στο οποίο κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως είναι εγκατεστημένοι αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι, διεθνής δικαιοδοσία όσον αφορά την επίλυση των διαφορών μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία. Αν η εφαρμογή του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού περιοριζόταν σε συμφωνίες οι οποίες δεν αποτελούν γενικούς όρους συναλλαγής κατά την έννοια της οδηγίας 93/13, αυτό θα επηρέαζε σημαντικά την αποτελεσματικότητα του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001.

100. Το ίδιο ισχύει και για τις απαιτήσεις που θέτει το πρώτο εδάφιο του άρθρου 5 της οδηγίας 93/13 όσον αφορά τη σαφή και κατανοητή διατύπωση μιας τέτοιας ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας η οποία συμφωνείται σιωπηρά κατά τη σύναψη συμφωνίας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας. Κι εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη η εκτίμηση του νομοθέτη εκ του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001. Μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία η αρχή της σαφούς, απλής και κατανοητής διατυπώσεως αποτελεί εμπόδιο στη συμπερίληψη μιας τέτοιου είδους σιωπηρώς συναφθείσας συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας θα περιόριζε υπέρμετρα το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού (32).

–       Επί των συνεπειών της τυχόν μη δεσμευτικότητας της συμφωνίας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας επί της συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας

101. Περαιτέρω, στην υπό κρίση υπόθεση ανακύπτει το ζήτημα αν η τυχόν μη δεσμευτικότητα της συμφωνίας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 θα επηρεάσει τη σιωπηρώς συναφθείσα συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας.

102. Κατά τη διάταξη του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορεί να δεσμεύουν τους καταναλωτές. Η σύμβαση εξακολουθεί όμως να δεσμεύει κατά τα λοιπά τους συμβαλλόμενους, εφόσον μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες. Με βάση τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου, επί ακυρότητας ρήτρας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας σημαντικό είναι να εξεταστεί αν η συμφωνία παρεκτάσεως και η σιωπηρώς συναφθείσα μέσω αυτής συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας αποτελούν κατ’ ουσίαν μία ενιαία συμφωνία ή αν η τελευταία συγκαταλέγεται στα «λοιπά» της συμβάσεως και ως εκ τούτου μπορεί, παρά τη μη δεσμευτικότητα της ρήτρας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας, να εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα στη σχέση μεταξύ του καταναλωτή και του αντισυμβαλλομένου του.

103. Το αν η συμφωνία παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας και η σιωπηρώς συναφθείσα μέσω αυτής συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας αποτελούν ή όχι μία ενιαία συμφωνία θα εξαρτηθεί τελικά από τη βούληση των μερών. Ελλείψει σχετικών διατάξεων στο ενωσιακό δίκαιο, το αιτούν δικαστήριο θα κληθεί να κρίνει το ζήτημα αυτό εφαρμόζοντας τους αντίστοιχους εθνικούς κανόνες. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει βέβαια να λάβει υπόψη του ότι, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, το γεγονός ότι η ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας έλκεται από τη ρήτρα παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό των δύο ρητρών ως ουσιαστικά μία ενότητα. Πράγματι, μία ρήτρα παρεκτάσεως της κατά τόπο αρμοδιότητας επιτελεί διαφορετική λειτουργία σε σχέση με τη ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας. Μολονότι η ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας έχει ως αποτέλεσμα και την οριοθέτηση των αρμοδίων δικαστηρίων κατά μήκος κρατικών συνόρων, εντούτοις, με τη σύναψή της τα μέρη επιδιώκουν κατά κανόνα και άλλους σκοπούς. Τούτο διότι η επιλογή των δικαστηρίων στα οποία αποδίδεται διεθνής δικαιοδοσία έχει ποικίλες νομικές και πραγματικές συνέπειες που μπορεί να επηρεάσουν τον χειρισμό της ένδικης υποθέσεως και το αποτέλεσμα της δίκης. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται ιδίως ο καθορισμός του lex fori, των ισχυόντων στον τόπο δωσιδικίας κανόνων συγκρούσεως και της γλώσσας διαδικασίας (33).

104. Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, κρίνει ότι κατά τη βούληση των μερών η συμφωνία παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας και η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας δεν αποτελούν ουσιαστικά μία ενότητα, η μη δεσμευτικότητα της ρήτρας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας δεν θα επηρεάσει την ισχύ της ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας (34).

–       Επί του καταχρηστικού χαρακτήρα της συμφωνίας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας

105. Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση ο τυχόν καταχρηστικός χαρακτήρας της συμφωνίας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας μάλλον δεν επηρεάζει το κύρος της συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας. Ωστόσο, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλεισθεί παντελώς. Δεδομένου ότι κατά την έρευνα της κατά τόπο αρμοδιότητας το αιτούν δικαστήριο προφανώς θα ασχοληθεί με την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα αυτής της ρήτρας παρεκτάσεως, αμέσως στη συνέχεια θα κάνω μια σύντομη αναφορά στο θέμα της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμφωνιών παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας.

106. Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 93/13, μια ρήτρα θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση. Είναι προφανές ότι η εν λόγω διάταξη καθορίζει αορίστως τα στοιχεία που προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα σε μια ρήτρα η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως (35). Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας παραπέμπει σχετικά σε παράρτημα που περιέχει κατάλογο ρητρών οι οποίες μπορεί να κριθούν καταχρηστικές. Στο στοιχείο π΄ του καταλόγου αυτού γίνεται αναφορά σε ρήτρες που έχουν σκοπό ή αποτέλεσμα να καταργούν ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ενδίκων μέσων από τον καταναλωτή, ιδίως με το να υποχρεώνουν τον καταναλωτή να καταφεύγει αποκλειστικά σε διαιτησία μη καλυπτόμενη από νομικές διατάξεις, με το να περιορίζουν μη προσηκόντως τα αποδεικτικά μέσα του καταναλωτή, ή με το να επιβάλλουν σ’ αυτόν το βάρος της απόδειξης το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, φέρει κανονικά άλλος συμβαλλόμενος. Πρόκειται ωστόσο για ενδεικτικό και μη εξαντλητικό κατάλογο ρητρών που είναι δυνατόν να κηρυχθούν καταχρηστικές (36). Όσον αφορά το ζήτημα αν μια συγκεκριμένη συμβατική ρήτρα έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, από το άρθρο 4 της οδηγίας 93/13 συνάγεται ότι η απάντηση πρέπει να δοθεί αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψή της. Υπό το πρίσμα αυτό, επιβάλλεται η επισήμανση ότι πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι συνέπειες που μπορεί να έχει η εν λόγω ρήτρα στο πλαίσιο της νομοθεσίας που διέπει τη σύμβαση, πράγμα που συνεπάγεται την εξέταση του συστήματος της εθνικής νομοθεσίας (37).

107. Ενόψει του προεκτεθέντος πλαισίου της ενωσιακής νομοθεσίας, το Δικαστήριο περιορίζεται κατά την εξέταση αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στο να ερμηνεύσει τα γενικά κριτήρια που χρησιμοποιεί ο ενωσιακός νομοθέτης για τον ορισμό της έννοιας της καταχρηστικής ρήτρας. Στον εθνικό δικαστή απόκειται να αποφαίνεται, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια αυτά, επί του χαρακτηρισμού μιας ρήτρας ως καταχρηστικής. Σε πρόσφατες αποφάσεις του το Δικαστήριο έχει τονίσει επανειλημμένα ότι η ίδια κατανομή αρμοδιοτήτων ισχύει και σε σχέση με την εκτίμηση ρητρών απονομής αποκλειστικής εδαφικής δικαιοδοσίας (38).

108. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο εθνικός δικαστής που καλείται να αποφανθεί επί του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας αποκλειστικής κατά τόπον αρμοδιότητας οφείλει να λαμβάνει υπόψη ότι στην περίπτωση διαφορών που αφορούν περιορισμένα ποσά, ο καταναλωτής ενδέχεται να πρέπει να υποβληθεί σε δυσανάλογα υψηλά έξοδα προκειμένου να παρασταθεί σε δικαστήριο απομακρυσμένο από τον τόπο της κατοικίας του. Υπό τις συνθήκες αυτές, η πρόβλεψη αποκλειστικής κατά τόπον αρμοδιότητας μπορεί να καταστήσει δυσχερέστερη την παράσταση του καταναλωτή ενώπιον του δικαστηρίου και μάλιστα να τον αποθαρρύνει από την προσφυγή στα δικαστήρια ή από την υπεράσπισή του (39).

109. Στην υπό κρίση υπόθεση το αντικείμενο της διαφοράς δεν αφορά, ωστόσο, σε περιορισμένο ποσό, αφού αυτό ανέρχεται σε 4 383 584,60 CZK πλέον τόκου υπερημερίας. Κατά συνέπεια, μεταξύ του αντικειμένου της αξίας της διαφοράς και των εξόδων στα οποία, λόγω της ρήτρας παρεκτάσεως, θα υποβληθεί ο καταναλωτής προκειμένου να παρασταθεί στο δικαστήριο δεν υφίσταται δυσαναλογία η οποία να αποκλείει εν τοις πράγμασι την προσφυγή στα δικαστήρια.

110. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας παρεκτάσεως όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως να λάβει υπόψη του ότι μια τέτοια ρήτρα περί παρεκτάσεως αρμοδιότητας παρέχει στον επαγγελματία τη δυνατότητα να συγκεντρώνει το σύνολο των διαφορών που αφορούν την επαγγελματική του δραστηριότητα σε ένα και μοναδικό δικαστήριο που δεν είναι εκείνο του τόπου κατοικίας του καταναλωτή. Ακόμη και αν σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση αυτό δεν οδηγεί σε εν τοις πράγμασι αποκλεισμό της προσφυγής στη δικαιοσύνη, εντούτοις μπορεί να καταστήσει δυσχερέστερη την εμφάνιση του καταναλωτή και να αυξήσει τα απαιτούμενα έξοδα. Αντιθέτως, μια τέτοια ρήτρα μπορεί να διευκολύνει την παράσταση του επαγγελματία ενώπιον του δικαστηρίου καθιστώντας την συγχρόνως λιγότερο δαπανηρή (40).

v)      Συμπέρασμα

111. Ως ενδιάμεσο συμπέρασμα πρέπει, πρώτον, να γίνει δεκτό ότι από συμφωνίες παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας μπορεί να προκύπτουν σιωπηρές συμφωνίες διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, εφόσον αυτό ανταποκρίνεται στη βούληση των μερών. Η διαπίστωση της βουλήσεως των μερών εναπόκειται στον εθνικό δικαστή.

112. Δεύτερον, η μη δεσμευτικότητα μιας συμφωνίας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της συμφωνίας αυτής κατά την έννοια των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 6 της οδηγίας 93/13 επηρεάζει το κύρος της συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας που τυχόν συνήφθη σιωπηρώς μέσω αυτής κατά τα προεκτεθέντα, μόνο σε περίπτωση που αυτό (το κύρος) συνάγεται από τη βούληση των μερών. Πρέπει να θεωρηθεί ότι κατά κανόνα τα μέρη δεν έχουν τη βούληση αυτή.

 Επί της συνεκτιμήσεως της δωσιδικίας της κατοικίας του καταναλωτή κατ’ άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001

113. Καθόσον το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να θεμελιώσει τη διεθνή αρμοδιότητά του σε συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου στην κύρια δίκη, οφείλει να τηρήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, κατά το οποίο η αγωγή του αντισυμβαλλομένου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτουν για το εθνικό δικαστήριο δύο απαιτήσεις: η μία θεμελιώνει την αρμοδιότητά του, ενώ η άλλη την αποκλείει.

114. Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει καταρχάς ότι ένα εθνικό δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία εφόσον είναι δικαστήριο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής. Ως εκ τούτου, το εθνικό δικαστήριο πρέπει κατά πρώτον να ελέγξει αν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του στο έδαφος του δικού του κράτους μέλους εφαρμόζοντας εν προκειμένω, κατ’ άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, το εσωτερικό του δίκαιο.

115. Συναφώς, τίθεται το ερώτημα αν από τις συνθήκες υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση, και ιδίως από τη ρήτρα, κατά την οποία ο εναγόμενος υποχρεούτο να ειδοποιήσει την ενάγουσα σε περίπτωση αλλαγής διευθύνσεως, προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως είχαν συμφωνήσει ως τόπο κατοικίας τον τόπο κατοικίας του εναγομένου. Επ’ αυτού θα πρέπει καταρχήν να σημειωθεί ότι ο καθορισμός του τόπου κατοικίας του εναγομένου γίνεται κατά το άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού με εφαρμογή του εθνικού δικαίου και, συνεπώς, η σχετική κρίση ανήκει στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο για τον σκοπό αυτό θα εφαρμόσει το εσωτερικό του δίκαιο. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει στην περί εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αίτησή του ότι ο εναγόμενος στην κύρια δίκη δεν έχει κατοικία στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας. Ούτως ή άλλως, φρονώ ότι μια προσέγγιση κατά την οποία από την υποχρέωση ειδοποιήσεως σε περίπτωση αλλαγής του τόπου κατοικίας συνάγεται η σύναψη συμφωνίας περί του τόπου κατοικίας δύσκολα συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου. Καθόσον πρόκειται για ρήτρα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, μια τέτοια προσέγγιση προσκρούει ιδίως στην αρχή της σαφούς, απλής και κατανοητής διατυπώσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 93/13.

116. Περαιτέρω προκύπτει από το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001 ότι το δικαστήριο ενός κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία αν ο καταναλωτής έχει κατοικία σε άλλο κράτος μέλος. Το αιτούν δικαστήριο πρέπει, συνεπώς, να ελέγξει επίσης αν ο εναγόμενος στην κύρια δίκη έχει κατοικία σε άλλο κράτος μέλος.

117. Για τους σκοπούς του ανωτέρω ελέγχου, το δικαστήριο εφαρμόζει κατ’ άρθρο 59, παράγραφος 2, του κανονισμού το δίκαιο αυτού του άλλου κράτους μέλους.

118. Επίσης, από το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού, προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διενεργεί τον ανωτέρω έλεγχο αυτεπαγγέλτως. Καίτοι η υποχρέωση για αυτεπάγγελτο έλεγχο που προβλέπει η εν λόγω διάταξη αφορά την περίπτωση στην οποία ο εναγόμενος έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, εντούτοις ο προστατευτικός σκοπός της διατάξεως αυτής επιβάλλει να θεωρηθεί ότι η υποχρέωση αυτή υφίσταται έως ότου το αιτούν δικαστήριο διαμορφώσει την πεποίθηση ότι ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία σε άλλο κράτος μέλος.

119. Ο κανονισμός δεν περιέχει άλλες ρητές απαιτήσεις όσον αφορά τη διενέργεια του εν λόγω ελέγχου. Τα ζητήματα του εάν τα πραγματικά στοιχεία που απαιτούνται για τον σχηματισμό της σχετικής κρίσεως διερευνώνται αυτεπαγγέλτως και του εάν η ενάγουσα δικαιούται διευκολύνσεων για να αποδείξει ότι ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, όπως επίσης και το ζήτημα του πότε το αιτούν δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως αποδεδειγμένο το γεγονός ότι ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να απαντηθούν από το αιτούν δικαστήριο με βάση τις εκάστοτε εφαρμοστέες διατάξεις του εσωτερικού του δικαίου (41).

120. Βεβαίως, το αιτούν δικαστήριο οφείλει κατά την εφαρμογή του εσωτερικού του δικαίου να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα που αρμόζει στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001. Ειδικότερα, πρέπει να λάβει υπόψη του τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως, ο οποίος έγκειται στην προστασία του καταναλωτή από το ενδεχόμενο να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό όπου βρίσκεται η κατοικία του. Επίσης, το δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι στην υπό κρίση περίπτωση ο εναγόμενος δεν είναι εντολέας του επιτρόπου και ο επίτροπος δεν θα λάβει στοιχεία από τον εναγόμενο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το εθνικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τα στοιχεία που θα προσκομίσει ο ενάγων. Δεν μπορεί να κάνει δεκτά τα στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία δίχως να τα ελέγξει, ενώ θα πρέπει να εξετάζει ενδελεχώς κάθε φορά το ενδεχόμενο να μην έχει διεθνή δικαιοδοσία (42).

121. Αν το αιτούν δικαστήριο δεν καταλήξει με την απαιτούμενη, από το εσωτερικό του δικονομικό δίκαιο, βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι ο καταναλωτής δεν έχει κατοικία σε άλλο κράτος μέλος, οφείλει κατά το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, να διαπιστώσει αυτεπάγγελτα την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το δικαστήριο έχει ορίσει επίτροπο δίκης βάσει διατάξεων όπως είναι το άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ.

 δ)      Επί του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001

122. Εφόσον το δικαστήριο περιοριστεί στο γεγονός ότι ο εναγόμενος στην κύρια δίκη δεν έχει κατοικία ούτε στην Τσεχική Δημοκρατία ούτε σε άλλο κράτος μέλος, τίθεται το ζήτημα των κριτηρίων βάσει των οποίων καθορίζεται σε μια τέτοια περίπτωση η διεθνής δικαιοδοσία.

123. De lege ferenda υπάρχουν διάφορες λύσεις. Η μία είναι να ληφθεί υπόψη η συνήθης διαμονή του εναγομένου αντί της κατοικίας ή να θεωρηθεί ότι υπάρχει αναγκαστική δικαιοδοσία (forum necessitatis) του εκάστοτε κράτους μέλους (43). De lege lata θεωρώ ωστόσο ότι οι περιπτώσεις όπως η υπό κρίση καλύπτονται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001. Κατά το άρθρο αυτό, αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία σε κάθε κράτος μέλος ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους.

124. Αν εφαρμοστεί το άρθρο 4 του κανονισμού 44/2001, τότε θα συμβιβάζεται με τις περί δικαιοδοσίας διατάξεις του κανονισμού το δικαστήριο να διορίσει, δυνάμει διατάξεως όπως το άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ, επίτροπο ως εκπρόσωπο του εναγομένου και να διαπιστώσει, κατ’ εφαρμογή του εσωτερικού του δικαίου, ότι είναι αρμόδιο.

3.      Συμπέρασμα

125. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η συνέχιση της δίκης κατά του εναγομένου συμβιβάζεται με τις περί δικαιοδοσίας διατάξεις του κανονισμού 44/2001 αν το δικαστήριο είναι αρμόδιο είτε δυνάμει συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού είτε δυνάμει του εσωτερικού του δικαίου κατ’ άρθρο 4 του κανονισμού. Προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 4 του κανονισμού είναι το αιτούν δικαστήριο να έχει διαμορφώσει, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας κατ’ άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού, την πεποίθηση ότι ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία ούτε στο κράτος μέλος στο οποίο το δικαστήριο έχει την έδρα του ούτε σε οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος.

 Γ –      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας του εναγομένου

126. Κατά την εφαρμογή μιας εθνικής ρυθμίσεως όπως το άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ, εκτός από τις περί δικαιοδοσίας διατάξεις του κανονισμού 44/2001, πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου. Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο ενδεχόμενων.

127. Το πρώτο ενδεχόμενο είναι το δικαστήριο να μην διαμορφώσει στο πλαίσιο του ελέγχου της αρμοδιότητάς του την πεποίθηση ότι ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία σε άλλο κράτος μέλος. Σε μια περίπτωση όπως η υπό κρίση, αυτό θα συμβεί ιδίως αν το δικαστήριο θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του σε συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού, κατά το οποίο υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία εφόσον δεν διαπιστώνεται ότι ο εναγόμενος ήταν σε θέση να παραλάβει την αγωγή εντός της αναγκαίας για την άμυνά του προθεσμίας ή ότι καταβλήθηκε κάθε επιμέλεια για τον σκοπό αυτό. Καίτοι το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που ο εναγόμενος έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, εντούτοις ο προστατευτικός σκοπός της διατάξεως αυτής επιβάλλει για τους προεκτεθέντες λόγους (44) την ερμηνεία της υπό την έννοια ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να τηρεί τις απαιτήσεις της διατάξεως αυτής μέχρι να διαμορφώσει την πεποίθηση ότι ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία σε άλλο κράτος μέλος.

128. Κατά το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, το δικαστήριο μπορεί καταρχήν να συνεχίσει τη διαδικασία μόνον εφόσον ο εναγόμενος παρέλαβε την αγωγή εντός της αναγκαίας για την άμυνά του προθεσμίας. Η εν λόγω διάταξη έχει ως σκοπό να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική άμυνα του εναγομένου.

129. Η επίδοση της αγωγής στον επίτροπο ο οποίος διορίστηκε από το δικαστήριο εν αγνοία και χωρίς τη βούληση του εναγομένου για να εκπροσωπήσει τον τελευταίο δεν πληροί τις απαιτήσεις αυτές (45). Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (46), σε μια τέτοια περίπτωση δεν διασφαλίζεται κατά κανόνα η αποτελεσματική άμυνα.

130. Επίσης το αιτούν δικαστήριο μπορεί κατά το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, να συνεχίσει τη διαδικασία εφόσον καταβλήθηκε κάθε επιμέλεια προκειμένου να επιτραπεί στον εναγόμενο να αμυνθεί. Κατά συνέπεια, δεν είναι αναγκαίος όρος ο εναγόμενος να έχει παραλάβει πράγματι την αγωγή κατά τρόπο που του επιτρέπει να αμυνθεί αποτελεσματικά. Ως εκ τούτου, το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού δεν απαγορεύει καταρχήν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων όπως το άρθρο 29, παράγραφος 3, OSŘ, κατά το οποίο το δικαστήριο διορίζει επίτροπο για την εκπροσώπηση εναγομένου αγνώστου κατοικίας. Οφείλει όμως το αιτούν δικαστήριο να διασφαλίσει ότι προηγουμένως καταβλήθηκε επιμελώς, και με βάση τις επιταγές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, κάθε προσπάθεια για τον εντοπισμό του εναγομένου (47). Στο πλαίσιο αυτό ισχύουν παρόμοιες απαιτήσεις με αυτές που ισχύουν στο πλαίσιο του ελέγχου κατ’ άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού, ο οποίος αφορά στη διαπίστωση αν ο εναγόμενος έχει κατοικία σε άλλο κράτος μέλος. Συναφώς, θα ήθελα να παραπέμψω σε όσα αναφέρω στα σημεία 114 επ. των παρουσών προτάσεων.

131. Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001 συμβιβάζεται και με τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου που κατοχυρώνονται πρωτογενώς στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη. Είναι βέβαια αληθές ότι η επίδοση του δικογράφου μιας αγωγής σε επίτροπο διορισθέντα εν αγνοία και χωρίς τη βούληση του εναγομένου συνιστά επέμβαση στα κατοχυρωμένα στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη δικαιώματα άμυνας. Η επέμβαση αυτή δικαιολογείται όμως ενόψει της κατοχύρωσης, στο άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη, δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής του ενάγοντος (48). Αν ο ενάγων δεν μπορούσε να εγείρει αγωγή κατά εναγομένου, ο οποίος δεν εντοπίζεται παρά την καταβολή κάθε προσπάθειας και επιμέλειας που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής του ενάγοντος θα κινδύνευε να καταστεί άνευ αντικειμένου. Επίσης, θα υπήρχε κίνδυνος καταχρήσεως υπό την έννοια ότι ένα πρόσωπο που θέλει να αποφύγει την έγερση αγωγής εναντίον του θα μπορούσε εσκεμμένα να εγκαταλείψει την κατοικία του ή να μετακομίζει συνεχώς (49).

132. Στο δεύτερο ενδεχόμενο, αντιθέτως, η διάταξη του άρθρου 26, παράγραφος 2, του κανονισμού δεν τυγχάνει άμεσης εφαρμογής. Πρόκειται για την περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο θεμελιώνει την αρμοδιότητά του όχι σε συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, αλλά στο εσωτερικό του δίκαιο κατ’ άρθρο 4 του κανονισμού. Το άρθρο 4 του κανονισμού θέτει ως προϋπόθεση ο ενάγων να μην έχει κατοικία στο έδαφος κάποιου κράτους μέλους. Κατά τη διατύπωση όμως του άρθρου 26, παράγραφος 2, του κανονισμού, αυτό εφαρμόζεται μόνο όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του στο έδαφος ενός κράτους μέλους. Σχετικώς, ανακύπτει το ερώτημα του εάν θα έπρεπε να εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού, ενόψει των κατοχυρωμένων στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη δικαιωμάτων άμυνας ή, μάλιστα, απευθείας το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη (50).

133. Για τους σκοπούς της υπό κρίση υποθέσεως δεν απαιτείται ωστόσο να εμβαθύνουμε στα ζητήματα αυτά. Πράγματι, το άρθρο 4 του κανονισμού 44/2001 μπορεί να εφαρμοσθεί μόνον εφόσον το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει προηγουμένως ότι η εφαρμογή του δεν απαγορεύεται από το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού. Για τον λόγο αυτό, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να έχει προβεί στον έλεγχο που περιγράφεται ανωτέρω στα σημεία 114 επ. των παρουσών προτάσεων και ο οποίος θέτει παρόμοιες απαιτήσεις με αυτές του άρθρου 26, παράγραφος 2, του κανονισμού ή του άρθρου 47, παράγραφος 2, του Χάρτη. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο θα έχει συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις της εν λόγω διατάξεως ήδη στο πλαίσιο της έρευνάς του για τον εντοπισμό της κατοικίας.

VII – Πρόταση

134. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)         Η εφαρμογή των περί δικαιοδοσίας διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, προϋποθέτει την ύπαρξη μιας καταστάσεως στην οποία το εθνικό δικαστήριο μπορεί να διερωτάται σχετικά με τη διεθνή του δικαιοδοσία. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, στην οποία έχει εγερθεί ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους αγωγή κατά υπηκόου άλλου κράτους μέλους ο οποίος στο παρελθόν είχε την κατοικία του στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του το δικαστήριο αυτό, η τρέχουσα κατοικία του όμως δεν είναι γνωστή στο δικαστήριο αυτό.

2)         Ο κανονισμός 44/2001 δεν απαγορεύει καταρχήν την εφαρμογή εθνικής διατάξεως όπως αυτή του άρθρου 29, παράγραφος 3, του τσεχικού Občanský soudní řád, κατά την οποία το δικαστήριο μπορεί να διορίσει επίτροπο δίκης για εναγόμενο αγνώστου κατοικίας. Κατά την εφαρμογή μιας τέτοιας διατάξεως πρέπει όμως να λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου και ιδίως αυτές που απορρέουν από τις περί δικαιοδοσίας διατάξεις του κανονισμού 44/2001 και τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου.

3)         Το άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται και επί συμβάσεων καταναλωτών κατά την έννοια του κεφαλαίου ΙΙ, τέταρτο τμήμα, του κανονισμού αυτού. Ωστόσο, η παράσταση επιτρόπου διορισθέντος εν αγνοία και χωρίς τη βούληση του εναγομένου για να εκπροσωπήσει τον εναγόμενο στη δίκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράσταση του εναγομένου κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως και δεν μπορεί να θεμελιώσει την αρμοδιότητα του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου παρίσταται ο επίτροπος.

4)         Καθόσον από μια συμφωνία παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας ενός δικαστηρίου συνάγεται ότι βούληση των μερών ήταν να συνάψουν και σιωπηρή συμφωνία για την απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας στα δικαστήρια του συγκεκριμένου κράτους μέλους, η σιωπηρή αυτή συμφωνία μπορεί να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού κατά το άρθρο 17, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001. Σε περίπτωση μη δεσμευτικότητας της συμφωνίας παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας λόγω καταχρηστικού χαρακτήρα της συμφωνίας αυτής κατά τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 6 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, η μη δεσμευτικότητα δεν θα επηρεάσει κατά κανόνα το κύρος της συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από τη βούληση των μερών.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική. Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.


2 – ΕΕ 2001, L 12, σ. 1.


3 – ΕΕ C 346, σ. 23.


4 – ΕΕ L 95, σ. 29.


5 – Ο όρος «δίκαιο της Ενώσεως» χρησιμοποιείται, όπως και στη ΣΕΚ και στη ΣΛΕΕ, ως γενικός όρος που καλύπτει τόσο το κοινοτικό δίκαιο όσο και το δίκαιο της Ενώσεως. Οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου θα παρατίθενται στη συνέχεια με τη μορφή που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο.


6 – Παρακάτω παρατίθενται οι διαχρονικώς εφαρμοστέες διατάξεις του κανονισμού 44/2001.


7 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C‑18/02, DFDS Torline (Συλλογή 2004, σ. I‑1417, σκέψη 23). Αναφορικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1990, C-365/88, Hagen (Συλλογή 1990, σ. I-1845, σκέψη 17), και της 7ης Μαρτίου 1995, C‑68/93, Shevill κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I‑415, σκέψη 35).


8 – Βλ. συναφώς την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1985, 49/84, Debaecker και Plouvier (Συλλογή 1985, σ. 1779, σκέψεις 10 επ.), με την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη τέτοιων κανόνων τους οποίους δεν θεωρεί καταρχήν ως ασυμβίβαστους με το σύστημα της Συμβάσεως των Βρυξελλών.


9 – Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1990, Hagen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 20) και Shevill (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 36).


10 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Μαρτίου 2005, C‑281/02, Owusu (Συλλογή 2005, σ. I‑1383, σκέψεις 25 επ.).


11 – Αναφορικά με την εφαρμογή της εν λόγω νομολογίας, βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 2009, C‑189/08, Zuid-Chemie (Συλλογή 2009, σ. I‑6917, σκέψη 18), και της 14ης Μαΐου 2009, C‑180/06, Ilsinger (Συλλογή 2009, σ. I‑3961, σκέψη 41).


12 – Απόφαση Owusu (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 25).


13 – Όπ.π., σκέψη 26.


14 –      Θεωρώ ότι από το ίδιο πνεύμα διέπεται η έκθεση Jenard (ΕΕ 1986, C 298, σ. 1) η οποία στη σ. 8 αναφέρει ότι στοιχείο αλλοδαπότητας κατά την έννοια της Συμβάσεως των Βρυξελλών Ι υφίσταται όταν ο εναγόμενος είναι αλλοδαπός.


15 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαΐου 2010, C‑111/09, Bilas (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 19 έως 33).


16 – Όπ.π., σκέψη 21.


17 – Όπ.π., σκέψεις 23 έως 26.


18 – Την άποψη συμμερίζονται οι Geimer, R., σε: Geimer, R., Schütze, R., Europäisches Zivilverfahrensrecht, Beck, 2η έκδοση, 2004, άρθρο 24, σημείο 36, και Staudinger, A., σε: Rauscher, T., EuropäischesZivilprozess- und Kollisionsrecht, Sellier 2011, άρθρο 24, σημείο 11. Συνοπτική εικόνα των επί το πλείστον σύμφωνων προς τα προαναφερθέντα απόψεων που εκφράζονται ως προς το θέμα αυτό, βλ. σε: Mankowski, P., Besteht der Europäische Gerichtsstand der rügelosen Einlassung auch gegen von Schutzregimes besonders geschützte Personen?, Recht der Internationalen Wirtschaft 2010, σ. 667 επ., όπου ο ίδιος ο συγγραφέας ωστόσο επικρίνει το γεγονός ότι δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη ο επιδιωκόμενος σκοπός της προστασίας του καταναλωτή ως ασθενέστερου διαδίκου.


19 – Αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 1984, 294/82, Einberger (Συλλογή 1984, σ. 1177, σκέψη 6), και της 16ης Ιουλίου 1992, C-187/91, Belovo (Συλλογή 1992, σ. I‑4937, σκέψη 13).


20 – Αποφάσεις Zuid-Chemie (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 17), της 2ας Οκτωβρίου 2008, C‑372/07, Hassett και Doherty (Συλλογή 2008, σ. I‑7403, σκέψη 17), και της 23ης Απριλίου 2009, C‑167/08, Draka NK Cables κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑3477, σκέψη 19).


21 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουνίου 1981, 150/80, Elefanten Schuh (Συλλογή 1981, σ. 1671, σκέψη 16). Στο ίδιο πνεύμα Geimer, R. (όπ.π., υποσημείωση 18), άρθρο 24, σημείο 30.


22 –      Calvo Caravaca, A. L., Carrascosa Gonzalez, J., σε: Mangus, U., Mankowski, P., Brussels I Regulation, Sellier 2007, άρθρο 24, σημείο 10, Kropholler, J., Europäisches Zivilprozessrecht, Verlag Recht und Wirtschaft, 8η έκδοση, 2005, άρθρο 24, σημείο 7. Επίσης, δεν θεωρώ ότι υπάρχει αντίθεση με την έκθεση Jenard (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14), όπου στη σ. 38 αναφέρεται ότι το νομικό περιεχόμενο της λέξεως «παρίσταμαι» καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο. Διότι, κατά την άποψή μου, τούτο δεν μπορεί να εκληφθεί υπό την έννοια ότι το ζήτημα, αν υπάρχει παράσταση, κρίνεται αποκλειστικά με βάση το εθνικό δίκαιο, αλλά μάλλον σημαίνει ότι σχετικά με την έννοια της παραστάσεως απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο ορισμένες απαιτήσεις οι οποίες, όμως, δύνανται να συμπληρωθούν από τους αντίστοιχους εθνικούς δικονομικούς κανόνες.


23 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Οκτωβρίου 1996, C‑78/95, Hendrikman και Feyen (Συλλογή 1996, σ. I‑4943).


24 – Όπ.π., σκέψη 18. Συναφώς πρέπει να αναφερθεί και η απόφαση ČPP Vienna Insurance Group (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 33) κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο δεν οφείλει μεν να ελέγξει αυτεπαγγέλτως αν ο διάδικος που θεωρείται ως ασθενέστερος, κατά την έννοια των τμημάτων 3 έως 5 του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού 44/2001, είναι σε θέση να έχει πλήρη επίγνωση των συνεπειών της άμυνάς του επί της ουσίας. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό που επιδιώκουν οι εν λόγω διατάξεις, ο οποίος συνίσταται στην ενίσχυση της προστασίας του ασθενέστερου διαδίκου, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να ελέγχει κατά πόσον ο εναγόμενος που εμφανίζεται ενώπιόν του υπ’ αυτές τις συνθήκες έχει επίγνωση των συνεπειών της αποδοχής του να παρασταθεί.


25 – Απόφαση Hendrikman (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 18).


26 – Συνεπώς, στην υπό κρίση υπόθεση δεν ενδιαφέρει αν το άρθρο 24 του κανονισμού μπορεί, γενικώς, να εφαρμοσθεί στην περίπτωση που ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία σε κανένα κράτος μέλος. Βλ., συναφώς, Geimer, R., (όπ.π., υποσημείωση 18), άρθρο 24, σημεία 22 έως 25, Calvo Caravaca, A. L., Carrascosa Gonzalez, J. (όπ.π., υποσημείωση 22), άρθρο 24, σημεία 28 επ.


27 – Στο ίδιο πνεύμα Geimer, R. (όπ.π., υποσημείωση 18), άρθρο 17, σημείο 10.


28 – Βλ. σ. 33 της εκθέσεως Jenard (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14), Geimer, R. (όπ.π., υποσημείωση 18), άρθρο 17, σημείο 7.


29 – Κατά συνέπεια, το άρθρο 4 του κανονισμού, κατά το οποίο εάν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία σε κάθε κράτος μέλος ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το άρθρο αυτό εφαρμόζεται μόνο με την επιφύλαξη της υπάρξεως συμφωνίας κατά την έννοια του άρθρου 17, σημείο 3, του κανονισμού.


30 – Βλ. σ. 33 της εκθέσεως Jenard (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14).


31 – Υπέρ της απόψεως αυτής: Heinig, J., Grenzen von Gerichtsstandsvereinbarungen im Europäischen Zivilprozessrecht, Jenaer Wissenschaftliche Verlagsgesellschaft 2010, σ. 337 επ., Staudinger, A., σε: Rauscher, T. (όπ.π., υποσημείωση 18), άρθρο 17, σημεία 3 και 6, Nielsen, P. A., σε: Magnus, U., Mankowsky, P. (όπ.π., υποσημείωση 22), άρθρο 17, σημείο 4. Αντίθετος ο Geimer, R. (όπ.π., υποσημείωση 18), άρθρο 17, σημείο 3, ο οποίος παραπέμπει στη βασική αρχή lex posterior. Η αρχή αυτή δεν δικαιολογεί ωστόσο τον πλήρη παραμερισμό της οδηγίας 93/13 από τον κανονισμό 44/2001, καθώς το άρθρο 17, σημείο 3, του κανονισμού περιέχει ρητή επιφύλαξη για το επιτρεπτό κατά το εθνικό δίκαιο.


32 – Βλ., συναφώς, τους λόγους που αναφέρονται στο σημείο 94 των παρουσών προτάσεων.


33 – Βλ. περαιτέρω Heinig (όπ.π., υποσημείωση 31), σ. 62 και 69.


34 – Αν, αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας και η ρήτρα παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας αποτελούν ουσιαστικά μία ενιαία συμφωνία, η συμφωνία αυτή θα είναι καταρχήν μη δεσμευτική κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13. Στην περίπτωση αυτή ανακύπτει το ερώτημα αν το περιεχόμενο της ενιαίας αυτής ρήτρας δύναται να περικοπεί κατά τρόπο ώστε να διαφυλαχθεί το κύρος του διεθνούς στοιχείου της. Πάντως, η δυνατότητα αυτή (γνωστή ως «geltungserhaltende Reduktion») δεν συμβιβάζεται με τη διάταξη του άρθρου 6 της οδηγίας, ιδίως εξαιτίας του γεγονότος ότι διαφορετικά ο επαγγελματίας δεν θα αποτρέπονταν επαρκώς από τη χρήση καταχρηστικών ρητρών.


35 – Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 2004, C‑237/02, Freiburger Kommunalbauten (Συλλογή 2004, σ. I‑3403, σκέψη 19).


36 – Όπ.π., σκέψη 20.


37 – Όπ.π., σκέψη 21.


38 – Βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2009, C-243/08, Pannon (Συλλογή 2009, σ. I‑4713, σκέψεις 42 επ.), και της 9ης Νοεμβρίου 2010, C-137/08, VB Pénzügyi Lízing (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 42 επ.). Με τις εν λόγω αποφάσεις του το Δικαστήριο αποστασιοποιήθηκε από την άποψη που είχε εκφράσει στην απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, C‑240/98 έως C‑244/98, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (Συλλογή 2000, σ. I‑4941, σκέψεις 21 επ.), σύμφωνα με την οποία η τελική εκτίμηση μιας ρήτρας δικαιοδοσίας μπορεί να γίνει από το ίδιο, στην περίπτωση που πρόκειται για ρήτρα η οποία ωφελεί τον επαγγελματία αποκλειστικά και χωρίς να προβλέπει αντιπαροχή υπέρ του καταναλωτή, καθώς στην περίπτωση αυτή διακυβεύεται, ανεξάρτητα από τον τύπο της συμβάσεως, η αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας που η οδηγία 93/13 παρέχει στον καταναλωτή.


39 – Αποφάσεις Océano Grupo (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 38, σκέψη 22), Pannon (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 38, σκέψη 41) και Pénzügyi Lízing (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 38, σκέψη 54).


40 – Αποφάσεις Océano Grupo (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 38, σκέψη 23) και Pénzügyi Lízing (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 38, σκέψη 55).


41 – Queirolo, I., σε: Mangus, U., Mankowsky, P. (όπ.π., υποσημείωση 22), Mankowsky, P., σε: Rauscher, T. (όπ.π., υποσημείωση 18), άρθρο 26, σημείο 5.


42 – Mankowsky, P., σε: Rauscher, T. (όπ.π., υποσημείωση 18), άρθρο 26, σημείο 6.


43 – Για τις διάφορες προσεγγίσεις, βλ. Staudinger, A., σε: Rauscher, T. (όπ.π., υποσημείωση 18), άρθρο 59, σημείο 8, Kropholler, J. (όπ.π., υποσημείωση 18), άρθρο 59, σημείο 9.


44 – Βλ. σημείο 119 των παρουσών προτάσεων.


45 – Κατά την έκθεση Jenard (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σ. 40), η διάταξη απαιτεί το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης να έχει επιδοθεί στον εναγόμενο αυτοπροσώπως ή στην κατοικία του. Αντιθέτως, η διάταξη δεν απαιτεί ο διάδικος αυτός να έλαβε πράγματι γνώση του εγγράφου εντός της αναγκαίας προθεσμίας.


46 – Βλ. σημείο 82 των παρουσών προτάσεων.


47 – Βλ. σ. 40 της εκθέσεως Jenard (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14).


48 – Για τις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να δικαιολογηθεί μια τέτοια επέμβαση, βλ. άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 2009, C‑394/07, Gambazzi (Συλλογή 2009, σ. I‑2563, σκέψεις 28 επ.)


49 –      Queirolo, I., σε: Magnus, U., Mankowski, P. (όπ.π., υποσημείωση 22), άρθρο 26, σημείο 20.


50 – Το πεδίο εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ενώσεως προφανώς καλύπτει και περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, όπου ένας υπήκοος άλλου κράτους μέλους κάνει χρήση των κατοχυρωμένων υπέρ αυτού δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας. Την εφαρμογή του άρθρου 47, παράγραφος 2, του Χάρτη θεωρώ ότι δεν εμποδίζει ούτε το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, κατά το οποίο τα θεμελιώδη δικαιώματα δεσμεύουν μόνο τα όργανα της ΕΕ και τα κράτη μέλη. Τούτο διότι στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για δικαίωμα συναρτώμενο με τη λειτουργία της δικαιοσύνης και, συνεπώς, με τη σχέση μεταξύ ενός πολίτη και των δικαστηρίων ενός κράτους μέλους.