Language of document : ECLI:EU:F:2007:205

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 22ας Νοεμβρίου 2007 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αξιολόγηση – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας – Έτος αξιολογήσεως 2004 – Προσφυγή ακυρώσεως – Αγωγή περί χρηματικής ικανοποιήσεως»

Στην υπόθεση F‑34/06,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Χρήστος Μιχαήλ, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον Χ. Μεϊδάνη, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τις C. Berardis-Kayser και K. Herrmann, επικουρούμενες από τον E. Μπουρτζάλα, δικηγόρο, στη συνέχεια, από την Ε. Τσερέπα-Lacombe, επικουρούμενη από τον E. Μπουρτζάλα, δικηγόρο,

καθής-εναγομένη,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch, πρόεδρο, I. Boruta (εισηγήτρια) και H. Kanninen, δικαστές,

γραμματέας: S. Boni, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Απριλίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Φεβρουαρίου 2006 (το πρωτότυπο κατατέθηκε ακολούθως στις 7 Φεβρουαρίου), ο Χ. Μιχαήλ ζητεί να ακυρωθούν η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2004 (στο εξής: ΕΕΣ 2004) και η από 4 Νοεμβρίου 2005 απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε κατά της ΕΕΣ 2004 και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 120 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη.

 Νομικό πλαίσιο

2        Σύμφωνα με τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και 4, στοιχείο ιδ΄, του παραρτήματος ΧΙΙΙΙ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), για τη χρονική περίοδο από 1ης Μαΐου 2004 έως 30 Απριλίου 2006 το άρθρο 5 του ΚΥΚ είχε ως εξής:

«1. Οι θέσεις που αναφέρονται στον [ΚΥΚ] κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και το επίπεδο των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε τέσσερις κατηγορίες που ορίζονται κατά φθίνουσα ιεραρχική τάξη με τα γράμματα A*, B*, C* και D*.

[…]

4. Στο παράρτημα ΧΙΙΙ. 1. περιλαμβάνεται πίνακας περιγραφής των θέσεων-τύπων. Με αναφορά στον πίνακα αυτόν, κάθε όργανο καθορίζει, κατόπιν γνώμης της επιτροπής του [ΚΥΚ] τα καθήκοντα και τις συναφείς με κάθε θέση-τύπο αρμοδιότητες.

[…]»

3        Το άρθρο 43 του ΚΥΚ ορίζει:

«Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου, αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία, κατά τα προβλεπόμενα από κάθε όργανο […]»

4        Στις 23 Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση περί θεσπίσεως γενικών εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 43 του ΚΥΚ (στο εξής: ΓΕΔ).

5        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, των ΓΕΔ, στην αρχή κάθε έτους γίνεται αξιολόγηση των υπαλλήλων. Η αξιολόγηση αυτή αφορά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Προς τούτο, καταρτίζεται για κάθε υπάλληλο ετήσια έκθεση, καλούμενη έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας (στο εξής: ΕΕΣ).

6        Το παράρτημα ΙΙ των ΓΕΔ περιέχει υπόδειγμα του ειδικού εντύπου της ΕΕΣ που προβλέπει τρεις χωριστές βαθμολογικές κλίμακες για τους τρεις τομείς αξιολογήσεως, με άριστα το 10 για την απόδοση, το 6 για την ικανότητα και το 4 για τη συμπεριφορά στην υπηρεσία.

7        Όσον αφορά τη διαδικασία βαθμολογήσεως, τα άρθρα 2 και 3 των ΓΕΔ προβλέπουν ότι σε αυτήν μετέχουν, πρώτον, ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής, ο οποίος είναι, κατά γενικό κανόνα, ο προϊστάμενος μονάδας ως άμεσος ιεραρχικώς προϊστάμενος του βαθμολογούμενου υπαλλήλου, δεύτερον, ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής, ο οποίος είναι, κατά γενικό κανόνα, ο διευθυντής ως άμεσος ιεραρχικώς προϊστάμενος του πρωτοβάθμιου βαθμολογητή και τρίτον, ο κατ’ έφεση βαθμολογητής, ο οποίος είναι, κατά γενικό κανόνα, ο γενικός διευθυντής ως άμεσος ιεραρχικώς προϊστάμενος του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή.

8        Όσον αφορά τις λεπτομέρειες της διαδικασίας βαθμολογήσεως, το άρθρο 8, παράγραφος 4, των ΓΕΔ ορίζει ότι ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής ζητεί από τον υπάλληλο να καταρτίσει εγγράφως, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών την αυτοαξιολόγησή του, η οποία ενσωματώνεται ακολούθως στην ΕΕΣ. Το αργότερο δέκα ημέρες μετά την υποβολή εκ μέρους του υπαλλήλου της αυτοαξιολογήσεώς του, ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής τον καλεί σε επίσημη συζήτηση η οποία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, των ΓΕΔ, αφορά τρία ζητήματα: την αξιολόγηση των υπηρεσιών που παρέσχε κατά την περίοδο αναφοράς, τον καθορισμό στόχων για το επόμενο έτος και την κατάρτιση σχεδίου επαγγελματικής εκπαιδεύσεως. Μετά τη συζήτησή του με τον υπάλληλο, ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής καταρτίζει από κοινού με τον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή την ΕΕΣ. Ο βαθμολογούμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να ζητήσει επίσημη συνάντηση με τον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή ο οποίος δύναται είτε να τροποποιήσει είτε να επιβεβαιώσει την ΕΕΣ. Ακολούθως, ο βαθμολογούμενος υπάλληλος μπορεί, με αίτημά του προς τον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή, να ζητήσει γνωμοδότηση της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για θέματα αξιολογήσεως του άρθρου 9 των ΓΕΔ (στο εξής: ΕΙΕ), η οποία εξετάζει αν η ΕΕΣ καταρτίσθηκε δίκαια, αντικειμενικά, υπό την έννοια ότι στηρίζεται, κατά το μέτρο του δυνατού, σε πραγματικά στοιχεία, και σύμφωνα προς τις ΓΕΔ και τον οδηγό βαθμολογήσεως. Η ΕΙΕ διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη βάσει της οποίας ο κατ’ έφεση βαθμολογητής είτε τροποποιεί είτε επιβεβαιώνει την ΕΕΣ· σε περίπτωση που αποστεί από τις περιεχόμενες στην εν λόγω γνωμοδότηση συστάσεις, ο κατ’ έφεση βαθμολογητής οφείλει να αιτιολογήσει την απόφασή του.

9        Τέλος, το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, των ΓΕΔ ορίζει:

«Σε περίπτωση μεταθέσεως υπαλλήλου εντός της ίδιας Γενικής Διευθύνσεως ή υπηρεσίας ή σε περίπτωση αλλαγής του πρωτοβάθμιου βαθμολογητή δεν καταρτίζεται ενδιάμεση έκθεση. Ο πρωτοβάθμιος βαθμολογητής καταρτίζει απλοποιημένη έκθεση η οποία αφορά αποκλειστικώς την απόδοση, τις ικανότητες και τη συμπεριφορά του υπαλλήλου στην υπηρεσία. Η απλοποιημένη έκθεση δεν περιλαμβάνει βαθμό. Γνωστοποιείται στον υπάλληλο ο οποίος μπορεί να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του στο προβλεπόμενο προς τούτο τμήμα του οικείου εντύπου. Ακολούθως, ενσωματώνεται στην [ΕΕΣ] ή στην επόμενη ενδιάμεση έκθεση.»

 Ιστορικό της διαφοράς

10      Κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2004 (στο εξής: περίοδος αναφοράς), ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) υπήρξε υπάλληλος της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Γεωργίας της Επιτροπής με βαθμό A 4 (ο οποίος από 1ης Μαΐου 2004 μετονομάσθηκε σε Α*12).

11      Κατά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου 2004, η μονάδα στην οποία τοποθετήθηκε ο προσφεύγων ήταν, κατ’ αυτόν, η μονάδα J.1 «Συντονισμός οριζόντιων ζητημάτων σχετικά με την εκκαθάριση λογαριασμών», κατά δε την Επιτροπή, η μονάδα I.5 «Προσωπικό και διοίκηση» (στο εξής: μονάδα I.5) της ΓΔ Γεωργίας.

12      Με απόφαση της 19ης Μαΐου 2004, ισχύουσα αναδρομικώς από 1ης Μαΐου 2004, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στη μονάδα F.2 «Δημοσιονομικός συντονισμός της αγροτικής ανάπτυξης» (στο εξής: μονάδα F.2), η οποία υπάγεται στη διεύθυνση F «Οριζόντιες πτυχές της αγροτικής ανάπτυξης» (στο εξής: διεύθυνση F) της ΓΔ Γεωργίας.

13      Στις 15 Φεβρουαρίου 2005, ο προϊστάμενος της μονάδας I.5 κατάρτισε για τον προσφεύγοντα απλοποιημένη έκθεση, η οποία αφορούσε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου 2004 (στο εξής: απλοποιημένη έκθεση για το 2004).

14      Στις 11 Μαρτίου 2005, ο προϊστάμενος της μονάδας F.2 κατάρτισε το σχέδιο της ΕΕΣ του προσφεύγοντος για το 2004. Με το σχέδιο αυτό πρότεινε συνολική βαθμολογία 13,5/20 για τον προσφεύγοντα, ήτοι 6/10 για την απόδοσή του, 4,5/6 για τις ικανότητές του και 3/4 για τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία.

15      Στις 15 Απριλίου 2005, ο προϊστάμενος της διευθύνσεως F τροποποίησε, ως δευτεροβάθμιος βαθμολογητής, τη συνολική βαθμολογία του προσφεύγοντος, βαθμολογώντας τον με 14/20, ήτοι με 6,5/10 για την απόδοση, 4,5/6 για τις ικανότητες και 3/4 για τη συμπεριφορά στην υπηρεσία.

16      Κατόπιν της υποβολής εκ μέρους του προσφεύγοντος αιτήσεως αναθεωρήσεως στις 22 Απριλίου 2005, ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής επιβεβαίωσε την ως άνω βαθμολογία.

17      Στις 10 Μαΐου 2005, ο προσφεύγων αρνήθηκε να υπογράψει την ΕΕΣ 2004 και ζήτησε να γνωμοδοτήσει η ΕΙΕ.

18      Κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 2005, η ΕΙΕ εξέτασε την ΕΕΣ του προσφεύγοντος για το 2004 και κατέληξε, με ομόφωνη γνωμοδότησή της, ότι «οι λόγοι [που προέβαλε ο προσφεύγων] ήταν αβάσιμοι».

19      Στις 8 Ιουνίου 2005, ο κατ’ έφεση βαθμολογητής επιβεβαίωσε την ΕΕΣ 2004, η οποία κατέστη, κατόπιν τούτου, οριστική.

20      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 22ας Ιουλίου 2005, το οποίο πρωτοκολλήθηκε αυθημερόν στη ΓΔ Προσωπικού και διοίκησης, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90. παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ζητώντας την ακύρωση της ΕΕΣ 2004.

21      Με την από 4 Νοεμβρίου 2005 απόφασή της, η οποία κοινοποιήθηκε ακολούθως στις 7 Νοεμβρίου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) απέρριψε τη διοικητική αυτή ένσταση.

 Αιτήματα των διαδίκων

22      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την ΕΕΣ 2004·

–        να ακυρώσει την από 4 Νοεμβρίου 2005 απόφαση της ΑΔΑ περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε κατά της ΕΕΣ 2004·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 120 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη και

–        να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων κατά νόμο.

23      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή και

–        να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων κατά νόμο.

 Σκεπτικό

24      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, αίτημα για ακύρωση αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως φέρει ενώπιον του κοινοτικού δικαστή το ζήτημα της νομιμότητας της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (απόφαση του Δικαστηρίου των Ε.Κ. της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Μαρτίου 2004, T 310/02, Θεοδωράκης κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-A-95 και II-427, σκέψη 19, και της 9ης Ιουνίου 2005, T-80/04, Castets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I-A-161 και II-729, σκέψη 15). Εν προκειμένω, εφόσον η βλαπτική πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση είναι η ΕΕΣ 2004, διαπιστώνεται ότι τα δύο πρώτα από τα προβαλλόμενα αιτήματα, ήτοι το αίτημα περί ακυρώσεως της ΕΕΣ 2004 και το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία η ΑΔΑ απέρριψε την υποβληθείσα κατά της ΕΕΣ 2004 διοικητική ένσταση, σκοπούν αμφότερα στην ακύρωση της εν λόγω ΕΕΣ.

 Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως της ΕΕΣ 2004

25      Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο προσφεύγων προβάλλει, κυρίως, δύο λόγους ακυρώσεως που αντλούνται, πρώτον, από το ότι κατά την κατάρτιση της ΕΕΣ 2004 αγνοήθηκε «παντελώς» η περίοδος από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου 2004 και, δεύτερον, από το ότι τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν από 1ης Μαΐου 2004 δεν αντιστοιχούσαν στον βαθμό του.

26      Επιπλέον, ο προσφεύγων προβάλλει και διάφορους άλλους λόγους που αντλούνται, αντιστοίχως, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, από ηθική παρενόχληση, από παραβίαση «της γενικής αρχής της δίκαιης και επιεικούς μεταχειρίσεως του προσωπικού της Επιτροπής», από παραβίαση της γενικής αρχής της χρηστής διοικήσεως και από κατάχρηση εξουσίας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από το ότι κατά την κατάρτιση της ΕΕΣ 2004 αγνοήθηκε «παντελώς» η περίοδος από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου 2004

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

27      Προς στήριξη αυτού του λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων προβάλλει, πρώτον, την αιτίαση ότι οι βαθμολογητές δεν έλαβαν υπόψη, κατά την κατάρτιση της ΕΕΣ 2004, την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου 2004, όπως προκύπτει και από το ότι η περιεχόμενη στην ΕΕΣ 2004 αιτιολογία αφορά αποκλειστικώς και μόνον την περίοδο από 1ης Μαΐου έως 31 Δεκεμβρίου 2004. Ο ενδιαφερόμενος υποστηρίζει, συναφώς, ότι οι βαθμολογητές όφειλαν να τον αξιολογήσουν για ολόκληρο το 2004, ανεξαρτήτως του ότι κατά τους τέσσερις πρώτους μήνες του έτους αυτού δεν του ανατέθηκε κανένα καθήκον.

28      Προς στήριξη του ιδίου λόγου ακυρώσεως ο προσφεύγων προβάλλει και δύο αιτιάσεις που αφορούν την απλοποιημένη έκθεση για το 2004. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, αφενός, ότι η έκθεση αυτή έπρεπε να καταρτισθεί από τον προϊστάμενο της μονάδας J.1, στην οποία είχε τοποθετηθεί κατά την χρονική περίοδο που καλύπτει η εν λόγω έκθεση, και όχι από τον προϊστάμενο της μονάδας I.5 και, αφετέρου, ότι ο προϊστάμενος της μονάδας I.5 επανέλαβε απλώς, με την απλοποιημένη έκθεση για το 2004, τις εκτιμήσεις που περιείχε η ΕΕΣ του προσφεύγοντος για την περίοδο από 1ης Απριλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: ΕΕΣ 2003).

29      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

30      Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση περί του ότι οι βαθμολογητές δεν έλαβαν υπόψη, κατά την κατάρτιση της ΕΕΣ 2004, την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου 2004, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει τόσο από τη δικογραφία όσο και από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την περίοδο αυτή δεν ανατέθηκε στον προσφεύγοντα κανένα καθήκον βάσει του οποίου θα μπορούσε να αξιολογηθεί.

31      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η απόδοση, οι ικανότητες και η συμπεριφορά του υπαλλήλου στην υπηρεσία δεν είναι δυνατό να αξιολογηθούν αν δεν έχει ανατεθεί σε αυτόν κανένα καθήκον κατά την περίοδο αξιολογήσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2007, F‑67/05, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 33).

32      Επομένως, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι η ΕΕΣ 2004 είναι παράνομη διότι δεν αξιολογήθηκαν η απόδοση του, οι ικανότητές του και η συμπεριφορά του στην υπηρεσία κατά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου 2004.

33      Όσον αφορά τις δύο άλλες αιτιάσεις που αντλούνται από το ότι, αφενός, η απλοποιημένη έκθεση για το 2004 καταρτίσθηκε αναρμοδίως και, αφετέρου, τα περιεχόμενα στην εν λόγω έκθεση σχόλια ταυτίζονταν με εκείνα της ΕΕΣ 2003, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, είναι αδύνατη η αξιολόγηση του προσφεύγοντος για την περίοδο την οποία αφορά η απλοποιημένη αυτή έκθεση. Συνεπώς, αμφότερες οι αιτιάσεις πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

34      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από το ότι τα καθήκοντα που ανατέθηκαν στον προσφεύγοντα από 1ης Μαΐου 2004 δεν αντιστοιχούσαν στον βαθμό του

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ΕΕΣ 2004 δεν έπρεπε να καταρτισθεί βάσει των καθηκόντων που του ανατέθηκαν από 1ης Μαΐου 2004, καθόσον ήταν κατωτέρου επιπέδου σε σχέση με αυτά που αντιστοιχούν στον βαθμό του. Συγκεκριμένα, τα καθήκοντά του δεν ήταν ουσιαστικά και αφορούσαν απλώς και μόνον τη διαχείριση παλαιών και περιορισμένου ενδιαφέροντος για την υπηρεσία υποθέσεων.

36      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως επιτάσσει να μην ανατίθενται σε υπάλληλο καθήκοντα που, στο σύνολό τους, υπολείπονται προδήλως αυτών που αντιστοιχούν στον βαθμό και στη θέση του, λαμβανομένων υπόψη της φύσεώς, της σημασίας και της εκτάσεώς τους (απόφαση του Δικαστηρίου των Ε.Κ. της 23ης Μαρτίου 1988, 19/87, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1681, σκέψη 7, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Απριλίου 2002, T‑51/01, Fronia κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑43 και II‑187, σκέψη 53, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑325/02, Soubies κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑241 και II‑1067, σκέψη 56).

38      Εν προκειμένω, από το τμήμα 3.1 της ΕΕΣ 2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιγραφή της θέσεως», προκύπτει ότι κατά την περίοδο από 1ης Μαΐου έως 31 Δεκεμβρίου 2004 ο προσφεύγων ασκούσε καθήκοντα υπολόγου και χρηματοοικονομικού συμβούλου και, υπό την ιδιότητα αυτή, του είχε ανατεθεί να συνδράμει τις αρμόδιες για τις διάφορες γεωγραφικές περιοχές μονάδες σε όλα τα ζητήματα που αφορούν χρηματοπιστωτικές συναλλαγές σχετικές με το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και να εξετάζει όλες τις εντολές εισπράξεως που εκδίδονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (στο εξής: ΕΓΤΠΕ), τμήμα Προσανατολισμού. Επομένως, ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι τα καθήκοντα αυτά υπολείπονται προδήλως εκείνων που αντιστοιχούν στη θέση διοικητικού υπαλλήλου με βαθμό A*12, ενώ, αντιθέτως, από τη ληφθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 4, του ΚΥΚ και ισχύουσα για την περίοδο από 1ης Μαΐου 2004 έως 14 Απριλίου 2006 απόφαση της Επιτροπής της 14ης Απριλίου 2004 προκύπτει ότι τα καθήκοντα διοικητικού υπαλλήλου, βαθμού A*12, μπορεί να συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην «παροχή συμβουλών προς γενική διεύθυνση ή διεύθυνση για συγκεκριμένα ζητήματα». Επομένως, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί παραβιάσεως του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως.

39      Το συμπέρασμα αυτό δεν θίγεται από το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι, σε αντίθεση προς τις αρμοδιότητες που του ανατέθηκαν από 1ης Μαΐου 2004, τα καθήκοντα που ασκούσε μέχρι το 2002 περιελάμβαναν τον συντονισμό προσωπικού. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση μεταβολής των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί σε υπάλληλο, η εφαρμογή του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως προϋποθέτει σύγκριση, όχι μεταξύ των τωρινών και των παλαιοτέρων καθηκόντων του ενδιαφερομένου, αλλά μεταξύ των τωρινών του καθηκόντων και του βαθμού του στην ιεραρχία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 1992, Τ-59/91 και Τ-79/91, Eppe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2061, σκέψη 49, και απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, F‑55/06, De Albuquerque κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 74).

40      Ως εκ περισσού, υπογραμμίζεται ότι η ανάθεση στον προσφεύγοντα καθηκόντων που δεν αντιστοιχούν στον βαθμό και στη θέση του, καίτοι θα μπορούσε να προβληθεί λυσιτελώς κατά της αποφάσεως με την οποία του ανατέθηκαν τα καθήκοντα αυτά, δεν ασκεί αφ’ εαυτής επιρροή για τη νομιμότητα της ΕΕΣ 2004, καθόσον η διοικητική αυτή πράξη αφορούσε, σύμφωνα με το άρθρο 43 του ΚΥΚ και το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, των ΓΕΔ, απλώς και μόνον την αξιολόγηση των ικανοτήτων, της αποδόσεως και της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος στην υπηρεσία.

41      Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου, τέταρτου, πέμπτου, έκτου και έβδομου λόγου ακυρώσεως που αντλούνται, αντιστοίχως, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, από ηθική παρενόχληση, από παραβίαση «της γενικής αρχής της δίκαιης και επιεικούς μεταχειρίσεως του προσωπικού της Επιτροπής», από παραβίαση της γενικής αρχής της χρηστής διοικήσεως και από κατάχρηση εξουσίας

42      Πρέπει να τονισθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο κατά την ημερομηνία καταθέσεως του επίμαχου εν προκειμένω εισαγωγικού δικογράφου ίσχυε mutatis mutandis για το Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων. Προς τούτο, το δικόγραφο πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε η αφηρημένη μνεία του δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιανουαρίου 1995, T‑102/92, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑17, σκέψη 68). Εν προκειμένω, η απλή μνεία στο δικόγραφο του προσφεύγοντος περί υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, ηθικής παρενοχλήσεως και καταχρήσεως εξουσίας, καθώς και παραβιάσεως των γενικών αρχών της «δίκαιης και επιεικούς μεταχειρίσεως του προσωπικού της Επιτροπής» και της χρηστής διοικήσεως δεν μπορεί, ελλείψει συγκεκριμένων επιχειρημάτων περί των προβαλλόμενων παρανομιών, να θεωρηθεί ότι πληροί τις επιταγές του προαναφερθέντος Κανονισμού Διαδικασίας. Επομένως, ο τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος και έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

43      Δεδομένου ότι όλοι οι λόγοι που προέβαλε ο προσφεύγων κατά της ΕΕΣ 2004 είναι απορριπτέοι, τα αιτήματα περί ακυρώσεώς της πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του αιτήματος χρηματικής ικανοποιήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

44      Ο προσφεύγων ζητεί ως ενάγων να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 120 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της ΕΕΣ 2004.

45      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του αιτήματος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

46      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στις υπαλληλικές υποθέσεις, τα αιτήματα αποζημιώσεως πρέπει να απορρίπτονται στο μέτρο που συνδέονται στενά με ακυρωτικά αιτήματα τα οποία έχουν απορριφθεί ως αβάσιμα (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουνίου 2004, Τ-330/03, Λιακούρα κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑191 και II‑859, σκέψη 69, και της 13ης Ιουλίου 2005, Τ-5/04, Scano κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑205 και II‑931, σκέψη 77).

47      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως συνδέεται στενά με τα ακυρωτικά αιτήματα, καθόσον ο προσφεύγων ζητεί ως ενάγων την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε η ΕΕΣ 2004. Δεδομένου ότι τα ακυρωτικά αιτήματα απορρίφθηκαν ως αβάσιμα, το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Κατά το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οι διατάξεις του σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες εφαρμόζονται μόνον επί των εισαγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεων και τούτο από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού αυτού. Επί των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου πριν από την ανωτέρω ημερομηνία υποθέσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis οι συναφείς επί του θέματος διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

49      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον ο νικήσας διάδικος έχει προβάλει σχετικό αίτημα. Εντούτοις, κατά το άρθρο 88 του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Van Raepenbusch

Boruta

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Νοεμβρίου 2007.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      S. Van Raepenbusch

Το κείμενο της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σε αυτήν αποφάσεων των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων οι οποίες δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή βρίσκονται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου των ΕΚ: www.curia.europa.eu


** Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.