Language of document : ECLI:EU:T:2014:839

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 26ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια — Δανική νομοθεσία βάσει της οποίας προβλέπονται για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια χαμηλότεροι φόροι απ’ ό,τι για τα καζίνο και τις αίθουσες παιχνιδιών — Απόφαση με την οποία η σχετική ενίσχυση κρίθηκε συμβατή με την εσωτερική αγορά — Ενίσχυση η οποία έχει ως σκοπό να διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων — Πράξη η οποία δεν αφορά ατομικά την προσφεύγουσα — Κανονιστική πράξη για την εφαρμογής της οποίας απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα — Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑601/11,

Dansk Automat Brancheforening, με έδρα τη Fredericia (Δανία), εκπροσωπούμενη από τους K. Dyekjær, T. Høg και J. Flodgaard, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τις M. Afonso και C. Barslev, στη συνέχεια, από τις Μ. Afonso και L. Grønfeldt,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον C. Vang, στη συνέχεια, από την M. Wolff και τον C. Thorning, επικουρούμενους από τον K. Lundgaard Hansen, δικηγόρο,

από τη

Δημοκρατία της Μάλτας, εκπροσωπούμενη από τον P. Grech και την A. Buhagiar,

από την

Betfair Group plc, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

και την

Betfair International Ltd, με έδρα τη Santa Venera (Μάλτα),

εκπροσωπούμενες από τους O. Brouwer και A. Pliego Selie, δικηγόρους,

και από την

European Gaming and Betting Association (EGBA), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους C.-D. Ehlermann, J. C. Heithecker και J. Ylinen, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2012/140/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, για το μέτρο C 35/10 (πρώην N 302/10) το οποίο η Δανία προτίθεται να εφαρμόσει με τη μορφή φόρων επί των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών στο δανικό νόμο για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών (ΕΕ 2012, L 68, σ. 3),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich (εισηγητή), πρόεδρο, J. Schwarcz και V. Tomljenović, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Απριλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Dansk Automat Brancheforening, είναι ένωση επιχειρήσεων και εταιριών που έχουν λάβει άδεια για την εγκατάσταση και την εκμετάλλευση μηχανών τυχερών παιχνιδιών (στο εξής: «κουλοχέρηδες»). Το οικονομικό μοντέλο στο οποίο στηρίζεται η δραστηριότητα των μελών της προσφεύγουσας συνίσταται στην αγορά «κουλοχέρηδων» και στην ακόλουθη σύναψη συμφωνιών για την εγκατάσταση αυτών σε αίθουσες τυχερών παιχνιδιών και σε χώρους εστιάσεως. Η προσφεύγουσα αριθμεί 80 μέλη και εκπροσωπεί περίπου το 86 % όσων έχουν την εκμετάλλευση «κουλοχέρηδων» στη Δανία. Τα μέλη της καταβάλλουν τους φόρους που οφείλουν στο Δημόσιο επί των ακαθάριστων εσόδων τους από τα τυχερά παιχνίδια. Εν συνεχεία, αποδίδουν ένα μέρος των εισπράξεων από τα παιχνίδια στις επιχειρήσεις στους χώρους των οποίων είναι εγκατεστημένες οι μηχανές τους.

2        Αφού η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε διαδικασία για διαπίστωση παραβάσεως και απηύθυνε, στις 23 Μαρτίου 2007, στο Βασίλειο της Δανίας αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με τα εμπόδια που υπήρχαν για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών αθλητικών στοιχημάτων στη Δανία, το εν λόγω κράτος μέλος αποφάσισε να τροποποιήσει την εθνική του ρύθμιση για τα τυχερά παιχνίδια και τα στοιχήματα, και να αντικαταστήσει το μονοπώλιο το οποίο είχε η δημόσια επιχείρηση D. επί ορισμένων ειδών τυχερών παιχνιδιών με ένα ρυθμιζόμενο εκ του νόμου και εν μέρει απελευθερωμένο καθεστώς.

3        Στο πλαίσιο αυτό, το Βασίλειο της Δανίας κοινοποίησε, στις 6 Ιουλίου 2010, στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το τότε νομοσχέδιο L 203 σχετικά με τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, το οποίο κατέστη εν τω μεταξύ νόμος, συγκεκριμένα δε ο νόμος 698 της 25ης Ιουνίου 2010 (στο εξής: νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών). Ο νόμος αυτός αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας δέσμης νομοθετικών μέτρων στην οποία περιλαμβάνονται επίσης ένας νόμος για τα τυχερά παιχνίδια (στο εξής: νόμος για τα τυχερά παιχνίδια), ένας νόμος για την κατανομή των κερδών από τις λοταρίες και τα στοιχήματα σε ιπποδρομίες και κυνοδρομίες, καθώς και ένας νόμος για το καταστατικό της δημόσιας επιχειρήσεως D. Ο νόμος για τα τυχερά παιχνίδια προβλέπει ότι η προσφορά και η οργάνωσή τους υπόκειται σε άδεια, και ρυθμίζει τις οικείες δραστηριότητες. Με την ίδια δέσμη νομοθετικών μέτρων απελευθερώθηκε και η σχετική αγορά, καθόσον τερματίστηκε το μονοπώλιο της δημόσιας επιχειρήσεως D. επί ορισμένων ειδών τυχερών παιχνιδιών.

4        Ο νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, του οποίου η έναρξη ισχύος ανεστάλη εν αναμονή της αποφάσεως της Επιτροπής, ορίζει ότι η οργάνωση και η διάθεση τυχερών παιχνιδιών φορολογούνται. Ο νόμος αυτός προβλέπει διάφορους φορολογικούς συντελεστές για τα τυχερά παιχνίδια ανάλογα με το αν αυτά διατίθενται μέσω διαδικτύου ή όχι. Συγκεκριμένα, οι κάτοχοι άδειας εκμεταλλεύσεως τυχερών παιχνιδιών σε «κουλοχέρηδες» εντός ειδικών αιθουσών ή εντός χώρων εστιάσεως υποχρεούνται να καταβάλλουν ως φόρο το 41 % των ακαθάριστων εσόδων τους από τα τυχερά παιχνίδια. Τα ακαθάριστα έσοδα από μηχανές εγκατεστημένες σε χώρους εστιάσεως και αίθουσες τυχερών παιχνιδιών υπόκεινται σε πρόσθετο φόρο 30 % κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τις 30 000 δανικές κορώνες (DKK) και τις 250 000 DKK αντιστοίχως. Οι κάτοχοι άδειας εκμεταλλεύσεως τυχερών παιχνιδιών σε καζίνο φορολογούνται με βασικό συντελεστή 45 % για τα ακαθάριστά τους έσοδα, αφαιρούμενης της αξίας που έχουν οι μάρκες εντός των κερματοδεκτών, ενώ καταβάλλουν επιπλέον 30 % για το υπερβάλλον, εφόσον τα έσοδά τους αυτά υπερβαίνουν τα τέσσερα εκατομμύρια DKK μηνιαίως. Αντιθέτως, ο φορολογικός συντελεστής για τους κατόχους άδειας εκμεταλλεύσεως παιχνιδιών σε διαδικτυακά καζίνο ανέρχεται σε 20 % επί των ακαθάριστών τους εσόδων από τα παιχνίδια.

5        Στην Επιτροπή υποβλήθηκαν δύο καταγγελίες σχετικά με το νομοσχέδιο για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, η πρώτη στις 23 Ιουλίου 2010 από την προσφεύγουσα και η δεύτερη στις 6 Αυγούστου 2010 από επιχείρηση η οποία είχε την εκμετάλλευση ενός καζίνο στη Δανία.

6        Στις 14 Δεκεμβρίου 2010 η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Βασίλειο της Δανίας την απόφασή της να κινήσει, ως προς το μέτρο που είχε κοινοποιήσει το κράτος μέλος, τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Με την απόφαση αυτή, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2011, C 22, σ. 9), η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του συγκεκριμένου μέτρου. Συνολικά 17 ενδιαφερόμενοι, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, ανέπτυξαν παρατηρήσεις τις οποίες το Βασίλειο της Δανίας διαβίβασε στην Επιτροπή με επιστολή της 14ης Απριλίου 2011.

7        Με την απόφαση 2012/140/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, για το μέτρο C 35/10 (πρώην N 302/10) το οποίο η Δανία προτίθεται να εφαρμόσει με τη μορφή φόρων επί των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών στον δανικό νόμο για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών (ΕΕ 2012, L 68, σ. 3, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή ενέκρινε το μέτρο που της κοινοποίησε το κράτος μέλος. Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει τα ακόλουθα:

«Άρθρο 1

Το μέτρο C 35/10, το οποίο η Δανία σκοπεύει να εφαρμόσει με τη μορφή φόρων επί των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών στο δανικό νόμο για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, [ΣΛΕΕ].

Η εφαρμογή του μέτρου εγκρίνεται ανάλογα.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Δανίας.»

8        Στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή συνήγαγε μεταξύ άλλων το συμπέρασμα ότι, κατ’ αρχάς, το κοινοποιηθέν μέτρο, ήτοι η επιβολή χαμηλότερου φόρου στα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια, συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προς τις επιχειρήσεις οι οποίες ασκούν δραστηριότητες σχετικές με την εκμετάλλευση τέτοιων παιχνιδιών και έχουν την έδρα τους στη Δανία. Η Επιτροπή έκρινε συναφώς ότι ο κοινοποιηθείς νόμος συνεπάγεται, για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, φορολογικό πλεονέκτημα το οποίο παρέχεται μέσω κρατικών πόρων. Το επίμαχο μέτρο πρέπει να θεωρηθεί, εκ πρώτης όψεως, επιλεκτικό στον βαθμό που διακρίνει τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια από τα καζίνο ενώ, από πλευράς του σκοπού του εν λόγω μέτρου, η πραγματική και η νομική κατάσταση των αντίστοιχων επιχειρήσεων είναι παρεμφερής. Κατά την Επιτροπή, οι δανικές αρχές δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι η επιλεκτικότητα από την οποία χαρακτηρίζεται, κατά τα φαινόμενα, το κοινοποιηθέν μέτρο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη λογική του φορολογικού συστήματος (αιτιολογικές σκέψεις 72 έως 102 και 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Εν συνεχεία, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη ενίσχυση πληροί τις προϋποθέσεις για να κριθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΣΛΕΕ (αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στήριξε αυτό το συμπέρασμα, πρώτον, στην εκτίμηση ότι ο νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών εξυπηρετεί έναν σαφώς καθορισμένο σκοπό κοινού συμφέροντος, στον βαθμό που απελευθερώνει τη σχετική αγορά και καθιστά δυνατή, τόσο για τις ημεδαπές όσο και για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις, την παροχή υπηρεσιών διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών στους Δανούς πολίτες, διασφαλίζοντας ταυτοχρόνως ότι οι οικείες επιχειρήσεις τηρούν τους όρους αδειοδοτήσεως από τις δανικές αρχές (αιτιολογικές σκέψεις 106 έως 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δεύτερον, η Επιτροπή θεώρησε ότι το μέτρο ενισχύσεως πληροί την απαίτηση αναλογικότητας, δεδομένου ότι, κατά την άποψή της, ο φόρος ύψους 20 % επί των ακαθάριστων εσόδων των επιχειρήσεων από τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια δεν είναι χαμηλότερος απ’ ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών του νόμου για τα τυχερά παιχνίδια (αιτιολογικές σκέψεις 124 έως 137 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τρίτον, η Επιτροπή εξέτασε τον αντίκτυπο του μέτρου ενισχύσεως επί του ανταγωνισμού και επί των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών. Επ’ αυτού, η Επιτροπή έκρινε ότι, αν επιβαλλόταν επί των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών φόρος αντίστοιχος ή περίπου ανάλογος με τον φόρο που ισχύει ως προς τα τυχερά παιχνίδια στην παραδοσιακή τους μορφή, οι επιχειρήσεις και οι χρήστες δεν θα είχαν αξιοποιούσαν τις δυνατότητες νόμιμης εκμεταλλεύσεως και χρήσεως τυχερών παιχνιδιών μέσω διαδικτύου στη δανική αγορά, οπότε θα καθίστατο αδύνατη η επίτευξη των σαφώς καθορισμένων σκοπών κοινού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει ο νόμος για τα τυχερά παιχνίδια (αιτιολογικές σκέψεις 138 έως 142 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Από 1ης Ιανουαρίου 2012 τέθηκε σε ισχύ η προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 3 δέσμη νομοθετικών μέτρων, στην οποία περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, ο νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών και ο νόμος για τα τυχερά παιχνίδια.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 2011.

12      Με χωριστό δικόγραφο, που κατατέθηκε επίσης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζήτησε, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με τη διάταξη της 13ης Φεβρουαρίου 2012, Dansk Automat Brancheforening κατά Επιτροπής (T‑601/11 R, EU:T:2012:66), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

13      Το Βασίλειο της Δανίας ζήτησε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Δεκεμβρίου 2011, να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή, κατόπιν ακροάσεως των κύριων διαδίκων, με διάταξη του προέδρου του έβδομου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Μαρτίου 2012.

14      Στις 9 Ιανουαρίου 2012 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα να μη δημοσιευτούν στο κοινό ορισμένα τμήματα του δικογράφου και ορισμένα από τα παραρτήματά του.

15      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Μαρτίου 2012, η CODERE SA και η Asociación de Empresarios de Máquinas Recreativas (AEMAR) ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της προσφεύγουσας. Η ως άνω αίτηση απορρίφθηκε με διάταξη του προέδρου του έβδομου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2012.

16      Οι Betfair Group plc και Betfair International Ltd (στο εξής, από κοινού: Betfair), αφενός, και η European Gaming and Betting Association (EGBA), αφετέρου, ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 και στις 21 Μαρτίου 2012 αντιστοίχως. Οι αιτήσεις τους έγιναν δεκτές, κατόπιν ακροάσεως των κύριων διαδίκων, με διατάξεις του προέδρου του έβδομου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2012.

17      Το Βασίλειο της Δανίας και η Betfair κατέθεσαν τα υπομνήματά τους παρεμβάσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιουνίου 2012 και στις 7 Ιανουαρίου 2013 αντιστοίχως. Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επ’ αυτών στις 26 Ιουλίου 2012 και στις 18 Μαρτίου 2013 αντιστοίχως. Η Επιτροπή δεν υπέβαλε παρατηρήσεις επί των εν λόγω υπομνημάτων.

18      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πέμπτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, και η υπό κρίση υπόθεση.

19      Η Δημοκρατία της Μάλτας ζήτησε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Μαρτίου 2014, να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή, κατόπιν ακροάσεως των κύριων διαδίκων, με διάταξη του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Απριλίου 2014.

20      Δεδομένου ότι οι αιτήσεις παρεμβάσεως της Δημοκρατίας της Μάλτας και της EGBA υποβλήθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 115, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι έπρεπε να επιτραπεί στη Δημοκρατία της Μάλτας και στην EGBA να αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους μόνον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 6, του ίδιου Κανονισμού.

21      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

22      Στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν στην ερώτηση αν η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια της τελευταίας περιόδου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Οι διάδικοι απάντησαν πράγματι εντός της προθεσμίας που τους τάχθηκε.

23      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Απριλίου 2014.

24      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη, και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

26      Οι παρεμβαίνοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη. Σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, το Βασίλειο της Δανίας ζητεί να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματά της κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 264, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η Betfair και η EGBA ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των δικών τους.

 Σκεπτικό

27      Χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής. Ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα στερείται ενεργητικής νομιμοποιήσεως καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν την αφορά άμεσα και ατομικά.

28      Η προσφεύγουσα αντιτείνει ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς προς άσκηση της προσφυγής, αφού, κατά την άποψή της, η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα και ατομικά. Διατείνεται δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια της τελευταίας περιόδου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

29      Το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ορίζει ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

30      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι μοναδικός αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι το Βασίλειο της Δανίας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να κριθεί παραδεκτή, βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνον αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την προσφεύγουσα άμεσα και ατομικά ή αν την αφορά άμεσα και πρόκειται, επιπλέον, για κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα (βλ. σχετικώς, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:852, σκέψη 19).

 Επί του ζητήματος αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την προσφεύγουσα ατομικά

31      Κατά πάγια νομολογία, όσοι δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι αυτή τους αφορά ατομικά, παρά μόνον αν τους θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων τους ή λόγω συγκεκριμένης πραγματικής καταστάσεως η οποία τους χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, έτσι, τους εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, Συλλογή, EU:C:1963:17, σ. 197, 223, και της 22ας Νοεμβρίου 2007, Ισπανία κατά Lenzing, C‑525/04 P, Συλλογή, EU:C:2007:698, σκέψη 30).

32      Στον τομέα, ειδικότερα, των κρατικών ενισχύσεων, σε περίπτωση όπου ο προσφεύγων αμφισβητεί το βάσιμο αποφάσεως περί εκτιμήσεως ενισχύσεως, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η απόφαση θεωρείται ότι τον αφορά ατομικά εφόσον η ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενό της επηρεάζει ουσιωδώς τη θέση του στην αγορά (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1986, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, 169/84, Συλλογή, EU:C:1986:42, σκέψεις 22 έως 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής, C‑260/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:700, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Συγκεκριμένα, έχει αναγνωριστεί ότι η απόφαση της Επιτροπής για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας αφορά ατομικά, εκτός από την επιχείρηση που ωφελήθηκε από την οικεία ενίσχυση, και τους ανταγωνιστές οι οποίοι έχουν μετάσχει ενεργώς στην ως άνω διαδικασία, εφόσον η θέση τους στην αγορά επηρεάζεται ουσιωδώς από την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. απόφαση Sniace κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:C:2007:700, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Έτσι, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι στοιχεία όπως το γεγονός ότι μια επιχείρηση υπέβαλε καταγγελία βάσει της οποίας κινήθηκε η επίσημη διαδικασία έρευνας, ότι υπέβαλε παρατηρήσεις και ότι η εξέλιξη της εν λόγω διαδικασίας καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις παρατηρήσεις αυτές είναι κρίσιμα κατά την εξέταση του ζητήματος της ενεργητικής νομιμοποιήσεως της συγκεκριμένης επιχειρήσεως (απόφαση Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:C:1986:42, σκέψεις 24 και 25, και απόφαση της 27ης Απριλίου 1995, ASPEC κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑435/93, Συλλογή, EU:T:1995:79, σκέψη 63).

35      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα μετείχε ενεργώς στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής. Πράγματι, στις 23 Ιουλίου 2010 υπέβαλε στην Επιτροπή σχετική καταγγελία και, εν συνεχεία, ανέπτυξε παρατηρήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

36      Αντιθέτως, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, αμφισβητεί ότι η προσφεύγουσα επηρεάστηκε ουσιωδώς από το μέτρο ενισχύσεως το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

37      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι μια επαγγελματική ένωση, όπως η προσφεύγουσα, η οποία είναι επιφορτισμένη με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων των μελών της, δύναται κατ’ αρχήν να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά της τελικής αποφάσεως που έχει εκδώσει η Επιτροπή σε υπόθεση σχετική με κρατικές ενισχύσεις μόνο σε δύο περιπτώσεις, ήτοι, πρώτον, αν όλες ή ορισμένες από τις επιχειρήσεις που εκπροσωπεί έχουν, ατομικώς, ενεργητική νομιμοποίηση και, δεύτερον, αν μπορεί να επικαλεστεί δικό της έννομο συμφέρον, ιδίως για τον λόγο ότι η πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση επηρέασε τη διαπραγματευτική της θέση (διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Sveriges Betodlares και Henrikson κατά Επιτροπής, C‑409/96 P, Συλλογή, EU:C:1997:635, σκέψη 45· αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1996, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, T‑380/94, Συλλογή, EU:T:1996:195, σκέψη 50, και της 15ης Ιανουαρίου 2013, Aiscat κατά Επιτροπής, T‑182/10, Συλλογή, EU:T:2013:9, σκέψη 48).

38      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται δικό της έννομο συμφέρον, αλλά υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή καθόσον τα περισσότερα από τα μέλη της θα νομιμοποιούνταν ενεργητικώς προς άσκηση προσφυγής, αφού η ανταγωνιστική τους θέση επηρεάστηκε ουσιωδώς από το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως.

39      Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν η προσφεύγουσα τεκμηρίωσε ότι η θέση των μελών της στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από το μέτρο ενισχύσεως το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., σχετικώς, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:757, σκέψεις 33 και 35).

40      Επ’ αυτού υπενθυμίζεται, όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου, ότι δεν απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να αποφανθεί οριστικώς, κατά το στάδιο της εξετάσεως του παραδεκτού, επί των σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ των μελών της προσφεύγουσας και των επιχειρήσεων που ωφελήθηκαν από την οικεία ενίσχυση. Στην προσφεύγουσα και μόνον απόκειται να εκθέσει δεόντως τους λόγους για τους οποίους η επίμαχη ενίσχυση ενδέχεται να θίγει τα έννομα συμφέροντα ενός ή περισσοτέρων εκ των μελών της, επηρεάζοντας ουσιωδώς τη θέση τους στη σχετική αγορά (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:1986:42, σκέψη 28, και Aiscat κατά Επιτροπής, EU:T:2013:9, σκέψη 60).

41      Όσον αφορά το ζήτημα αν επηρεάστηκε ουσιωδώς η θέση ανταγωνιστή στην αγορά, έχει ήδη κριθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι μια πράξη ενδέχεται να άσκησε ορισμένη επιρροή στις ανταγωνιστικές σχέσεις εντός της οικείας αγοράς και ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση τελούσε σε κάποια σχέση ανταγωνισμού με την ωφεληθείσα από την ως άνω πράξη δεν αρκεί, εν πάση περιπτώσει, για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω πράξη αφορά ατομικά τη συγκεκριμένη επιχείρηση. Συνεπώς, η επιχείρηση αυτή δεν μπορεί να επικαλεστεί αποκλειστικώς και μόνον την ιδιότητά της ως ανταγωνίστριας της επιχειρήσεως που ωφελήθηκε, αλλά οφείλει περαιτέρω να αποδείξει ότι τελεί σε μια πραγματική κατάσταση η οποία την εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνο του αποδέκτη αποφάσεως (απόφαση Ισπανία κατά Lenzing, EU:C:2007:698, σκέψεις 32 και 33).

42      Σημειωτέον επίσης ότι η ιδιαίτερη αυτή κατάσταση, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζει έναν ιδιώτη που δεν καταλέγεται μεταξύ των αποδεκτών αποφάσεως σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον επιχειρηματία, κατά την έννοια της αποφάσεως Plaumann κατά Επιτροπής (EU:C:1963:17), δεν συνάγεται κατ’ ανάγκην από στοιχεία όπως η σημαντική πτώση του κύκλου εργασιών, οι διόλου αμελητέες οικονομικές απώλειες ή η αισθητή μείωση των μεριδίων αγοράς κατόπιν της χορηγήσεως της επίμαχης ενισχύσεως. Η χορήγηση κρατικής ενισχύσεως μπορεί κάλλιστα να θίγει την ανταγωνιστικότητα ενός επιχειρηματία και με άλλους τρόπους, όπως υπό τη μορφή διαφυγόντος κέρδους ή μιας λιγότερο ευνοϊκής εξελίξεως από εκείνη που θα μπορούσε να σημειωθεί ελλείψει της ενισχύσεως αυτής. Ομοίως, ο βαθμός της εντάσεως με την οποία θίγεται η ανταγωνιστικότητα ενδέχεται να ποικίλλει ανάλογα με πλήθος παραγόντων όπως, ιδίως, η δομή της οικείας αγοράς ή η φύση της επίμαχης ενισχύσεως. Επομένως, η ύπαρξη ορισμένων στοιχείων από τα οποία συνάγεται ότι οι εμπορικές ή οικονομικές επιδόσεις ενός ανταγωνιστή χειροτέρευσαν δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η θέση του στην αγορά εθίγη ουσιωδώς (βλ. απόφαση British Aggregates κατά Επιτροπής, EU:C:2008:757, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι η θέση των περισσοτέρων από τα μέλη της επηρεάζεται ουσιωδώς από το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο φορολογικός συντελεστής ο οποίος έχει εφαρμογή στην περίπτωσή τους, και είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο για τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια, σημαίνει ότι τα κέρδη των χρηστών των υπηρεσιών των συγκεκριμένων επιχειρήσεων δεν είναι τόσο σημαντικά όσο θα ήταν αν ίσχυε χαμηλότερος συντελεστής. Χάριν παραδείγματος, η προσφεύγουσα αναφέρεται ενδεικτικώς σε δύο επιχειρήσεις μεταξύ των μελών της, των οποίων ο κύκλος εργασιών στηρίζεται στην εκμετάλλευση «κουλοχέρηδων». Κατά την προσφεύγουσα, αργά ή γρήγορα, οι σχετικά ισχνές ελπίδες για την επίτευξη κερδών θα οδηγήσει τους χρήστες στα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια. Επιπλέον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το μικρότερο περιθώριο κέρδους έχει επιπτώσεις στην ανταγωνιστική θέση των μελών της, ιδίως για τον λόγο ότι οι επιχειρήσεις που παρέχουν διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια διαθέτουν σημαντικότερα ποσά για διαφήμιση και άλλα παρόμοια εμπορικά μέσα. Επ’ αυτού, παραπέμπει στα αποτελέσματα υπολογισμών που έγιναν με σημείο αναφοράς τον κύκλο εργασιών ενός εκ των μελών της. Από τα αποτελέσματα αυτά προκύπτει ότι τα έσοδα της εν λόγω επιχειρήσεως θα μειωθούν κατά περίπου δύο τρίτα αν, για λόγους ανταγωνισμού, αυξηθεί το ποσοστό που αναδιανέμεται στους νικητές χωρίς να αλλάξει το τίμημα το οποίο καταβάλλει ο χρήστης για να παίξει.

44      Επισημαίνεται συναφώς ότι ο νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών προβλέπει κανόνες ως προς τους φόρους που επιβάλλονται στους κατόχους άδειας εκμεταλλεύσεως παιχνιδιών σε διαδικτυακά καζίνο, στους κατόχους άδειας εκμεταλλεύσεως παιχνιδιών σε εγκαταστάσεις καζίνο και στους κατόχους άδειας εκμεταλλεύσεως παιχνιδιών σε «κουλοχέρηδες» εγκατεστημένους σε ειδικές αίθουσες και σε χώρους εστιάσεως, όπως είναι τα μέλη της προσφεύγουσας. Ενώ οι πρώτοι οφείλουν να καταβάλλουν φόρο ύψους 20 % επί των ακαθάριστων εσόδων τους από τα παιχνίδια, οι δεύτεροι φορολογούνται με βασικό συντελεστή 45 % και με πρόσθετο συντελεστή 30 % για το υπερβάλλον, αφ ης στιγμής τα ακαθάριστά τους έσοδα ξεπεράσουν τα τέσσερα εκατομμύρια DKK. Ο δε φόρος για την τρίτη κατηγορία ανέρχεται σε 41 % επί των ακαθάριστών τους εσόδων από τα παιχνίδια. Επιπλέον, τα ακαθάριστα έσοδα από μηχανές εγκατεστημένες σε χώρους εστιάσεως και αίθουσες τυχερών παιχνιδιών υπόκεινται σε πρόσθετο φόρο 30 %, κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τις 30 000 DKK και τις 250 000 DKK αντιστοίχως.

45      Ομολογουμένως, αν ληφθεί υπόψη ότι, όπως άλλωστε διαπίστωσε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 94 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η πραγματική και η νομική κατάσταση των επιχειρήσεων που παρέχουν τυχερά παιχνίδια μέσω διαδικτύου είναι παρεμφερής με εκείνη των επιχειρήσεων που έχουν την εκμετάλλευση τυχερών παιχνιδιών στην παραδοσιακή τους μορφή, είναι αδύνατο να μη γίνει δεκτό ότι το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως, το οποίο επιβάλλει στις πρώτες πολύ χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή απ’ ό,τι στις δεύτερες, συνεπάγεται για τη δεύτερη αυτή κατηγορία επιχειρήσεων διαφυγόντα κέρδη ή μια λιγότερο ευνοϊκή εξέλιξη σε σχέση με ό,τι θα μπορούσε να συμβεί αν δεν είχε χορηγηθεί η σχετική ενίσχυση.

46      Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν έχει αποδείξει ότι, εξ αυτού του λόγου, τα μέλη της βρίσκονταν σε μια κατάσταση η οποία τα εξατομίκευε κατά τρόπο ανάλογο προς του αποδέκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως.

47      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε, πρώτον, σε απάντηση ερωτήσεως που της τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τα αποτελέσματα των υπολογισμών βάσει του κύκλου εργασιών ενός εκ των μελών της, από τα οποία προέκυπτε μείωση των εσόδων της συγκεκριμένης επιχειρήσεως κατά περίπου δύο τρίτα, καταδεικνύουν απλώς ότι ο προβλεπόμενος από το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως μηχανισμός εφαρμόζεται, όπως άλλωστε παραδέχεται και η ίδια, σε όλα τα μέλη και όχι ειδικώς σε αυτή την επιχείρηση. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά και τα 80 μέλη της κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή υπό την αντικειμενική τους ιδιότητα ως επιχειρήσεων που έχουν την εκμετάλλευση παιχνιδιών σε «κουλοχέρηδες» στη Δανία.

48      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, και πάλι σε απάντηση σχετικής ερωτήσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι, κατά την άποψή της, ο προβλεπόμενος με το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως μηχανισμός, ο οποίος επηρεάζει την οικονομική κατάσταση των μελών της, δεν εφαρμόζεται μόνον επί αυτών, αλλά επί του συνόλου των επιχειρήσεων που έχουν την εκμετάλλευση παιχνιδιών σε «κουλοχέρηδες» στη Δανία. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας αφορούν όλες τις επιχειρήσεις που έχουν την εκμετάλλευση παιχνιδιών σε «κουλοχέρηδες» στη Δανία, οπότε δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί, επί αυτής της βάσεως, ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκονται ένα ή περισσότερα από τα μέλη της είναι ιδιαίτερη.

49      Τρίτον, υπογραμμίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν εξήγησε για ποιον λόγο ο νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών είχε διαφορετικό αντίκτυπο ως προς τη θέση των μελών της στη σχετική αγορά απ’ ό,τι ως προς την αντίστοιχη θέση των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν την εκμετάλλευση παιχνιδιών σε εγκαταστάσεις καζίνο. Συγκεκριμένα, βάσει του ίδιου νόμου, και οι τελευταίες αυτές επιχειρήσεις υπόκεινται σε πολύ υψηλότερο φόρο απ’ ό,τι οι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν την εκμετάλλευση τυχερών παιχνιδιών σε διαδικτυακά καζίνο (βλ. ανωτέρω σκέψη 44). Η προσφεύγουσα όμως ουδέν στοιχείο προσκόμισε από το οποίο να προκύπτει ότι ο μηχανισμός που, κατά την άποψή της, τίθεται σε εφαρμογή με το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως ως προς την οικονομική κατάσταση των μελών της δεν ισχύει με τον ίδιο τρόπο και για τις επιχειρήσεις που έχουν την εκμετάλλευση τυχερών παιχνιδιών σε εγκαταστάσεις καζίνο. Συνεπώς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν αφορούν μόνον το σύνολο των επιχειρήσεων που έχουν την εκμετάλλευση παιχνιδιών σε «κουλοχέρηδες» στη Δανία, αλλά και όλες τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν την εκμετάλλευση τυχερών παιχνιδιών σε εγκαταστάσεις καζίνο στο ίδιο κράτος μέλος.

50      Στο σημείο αυτό πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η δυνατότητα προσδιορισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται ένα μέτρο επ’ ουδενί σημαίνει ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο τα αφορά ατομικώς, στις περιπτώσεις όπου η εν λόγω εφαρμογή γίνεται βάσει μιας αντικειμενικής, νομικής ή πραγματικής, καταστάσεως η οποία ορίζεται από την οικεία πράξη (βλ. απόφαση Telefónica κατά Επιτροπής, EU:C:2013:852, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Τέταρτον, παρατηρείται ότι η προσφεύγουσα δεν τεκμηρίωσε πόσο σημαντικό αντίκτυπο θα μπορούσε να έχει το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως επί της οικονομικής καταστάσεως των μελών της. Ασφαλώς η προσφεύγουσα, επικαλούμενη υπολογισμούς σχετικούς με τον κύκλο εργασιών ενός από τα μέλη της, σκόπευε να καταδείξει τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως στην οικονομική κατάσταση των μελών της, βάσει μιας εκτιμήσεως κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ουδέν στοιχείο προσκόμισε προς επίρρωση των ως άνω υπολογισμών, οπότε οι τελευταίοι έχουν αποκλειστικώς και μόνον υποθετικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών τέθηκε σε ισχύ μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, συγκεκριμένα δε την 1η Ιανουαρίου 2012. Εξάλλου, δεν αποκλείεται η μείωση του κύκλου εργασιών να οφείλεται στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην Ένωση, όπως ισχυρίζεται το Βασίλειο της Δανίας.

52      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν τεκμηρίωσε ότι οι συνέπειες του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως θα επηρέαζαν μόνον τα μέλη της υπό την αντικειμενική τους ιδιότητα ως επιχειρήσεων που έχουν, στη Δανία, την εκμετάλλευση τυχερών παιχνιδιών τα οποία δεν διατίθενται μέσω διαδικτύου, και όχι κάθε άλλο επιχειρηματία ευρισκόμενο στην ίδια κατάσταση, ούτε τεκμηρίωσε τη σημασία του αντίκτυπου του εν λόγω μέτρου επί της οικονομικής καταστάσεως των μελών της, γίνεται δεκτό ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως μπορούσε να θίξει σημαντικά τη θέση ενός ή περισσοτέρων από τα μέλη της στη σχετική αγορά. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά ατομικά ούτε τα μέλη της προσφεύγουσας ούτε, κατά συνέπεια, την ίδια.

 Επί του ζητήματος αν πρόκειται για κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα

53      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια της τελευταίας περιόδου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

54      Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι η κατά την τελευταία περίοδο του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έννοια της κανονιστικής πράξεως για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τον σκοπό της διατάξεως αυτής, που συνίσταται, όπως προκύπτει από το ιστορικό της θεσπίσεώς της, στο να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να πρέπει ο ιδιώτης να παραβεί τον νόμο για να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Όταν μια κανονιστική πράξη παράγει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση ενός φυσικού ή νομικού προσώπου χωρίς να απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, το πρόσωπο αυτό θα διέτρεχε τον κίνδυνο να στερηθεί την αποτελεσματική δικαστική προστασία εάν δεν διέθετε άμεσο ένδικο βοήθημα ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της εν λόγω κανονιστικής πράξεως. Πράγματι, ελλείψει εκτελεστικών μέτρων, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μολονότι η επίμαχη πράξη το αφορά άμεσα, θα μπορούσε να εξασφαλίσει τον δικαστικό της έλεγχο μόνον αφότου θα παρέβαινε τις διατάξεις της, επικαλούμενο ότι αυτές είναι παράνομες στο πλαίσιο της επακόλουθης διαδικασίας εναντίον του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση Telefónica κατά Επιτροπής, EU:C:2013:852, σκέψη 27).

55      Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι στην περίπτωση όπου για την εφαρμογή μιας κανονιστική πράξεως απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της έννομης τάξης της Ένωσης διασφαλίζεται ανεξαρτήτως του αν τα οικεία μέτρα προέρχονται από την Ένωση ή από τα κράτη μέλη. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία δεν μπορούν, λόγω των προϋποθέσεων παραδεκτού του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να προσβάλουν ευθέως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μια κανονιστική πράξη της Ένωσης, προστατεύονται από την εις βάρος τους εφαρμογή της εν λόγω πράξεως με τη δυνατότητα να προσβάλουν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προς εκτέλεση της πράξεως αυτής (απόφαση Telefónica κατά Επιτροπής, EU:C:2013:852, σκέψη 28).

56      Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι, κατά την εξέταση του ζητήματος αν για την εφαρμογή μιας κανονιστικής πράξεως απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, κρίσιμη είναι η κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου που επικαλείται το δικαίωμα προσφυγής δυνάμει της τελευταίας περιόδου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση Telefónica κατά Επιτροπής, EU:C:2013:852, σκέψη 30).

57      Επιπλέον, ο έλεγχος του ζητήματος αν για την εφαρμογή της προσβαλλομένης πράξεως απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα πρέπει να γίνεται με αποκλειστικό γνώμονα το αντικείμενο της προσφυγής (απόφαση Telefónica κατά Επιτροπής, EU:C:2013:852, σκέψη 31).

58      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, με την οποία η Επιτροπή έκρινε την επίμαχη ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά. Το άρθρο αυτό δεν ορίζει ποιες ειδικές και συγκεκριμένες συνέπειες έχει η ως άνω απόφαση για καθέναν από τους υποκειμένους στον φόρο. Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η έναρξη της ισχύος του νόμου για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών μετατέθηκε από τις δανικές αρχές ώστε να εκδοθεί προηγουμένως η τελική απόφαση της Επιτροπής στη συγκεκριμένη υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Βάσει του νόμου αυτού, οι δανικές αρχές όφειλαν να ορίσουν την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του. Ο νόμος για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών τέθηκε, εν τέλει, σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2012.

59      Επομένως, οι ειδικές και συγκεκριμένες συνέπειες της προσβαλλομένης αποφάσεως για τα μέλη της προσφεύγουσας καθορίστηκαν με εθνικές ρυθμίσεις, ήτοι με τον νόμο για τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, με τον οποίο θεσπίστηκε το επίμαχο σύστημα στη Δανία, και με τις εκτελεστικές του εν λόγω νόμου διατάξεις, με τις οποίες ορίστηκε το ύψος των φόρων που οφείλουν οι σχετικές κατηγορίες υποκειμένων στον φόρο, δηλαδή με πράξεις που αποτελούν ακριβώς τα απαιτούμενα για την εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια της τελευταίας περιόδου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑132/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:100, σκέψη 53, και Stichting Woonlinie κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑133/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:105, σκέψη 40). Μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, χρειάζονταν αυτές οι πράξεις προκειμένου η επίμαχη ρύθμιση να παραγάγει αποτελέσματα έναντι των μελών της προσφεύγουσας. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, εφόσον οι ως άνω πράξεις μπορούσαν να προσβληθούν ενώπιον του εθνικού δικαστή, όπως άλλωστε επιβεβαιώνει και το Βασίλειο της Δανίας, τα μέλη της προσφεύγουσας είχαν τη δυνατότητα να προσφύγουν στη δικαιοσύνη, χωρίς μάλιστα να είναι αναγκασμένα να παραβούν τον νόμο. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, θα μπορούσαν κάλλιστα να επικαλεστούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν άκυρη και να επιτύχουν έτσι την υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:625, σκέψη 93, και Telefónica κατά Επιτροπής, EU:C:2013:852, σκέψη 29).

60      Κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά κανονιστική πράξη κατά την έννοια της τελευταίας περιόδου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η υπό κρίση προσφυγή δεν πληροί τις προβλεπόμενες από την εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις παραδεκτού.

61      Κατόπιν των ανωτέρω και χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ζητήματος αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τα μέλη της προσφεύγουσας, η προσφυγή κρίνεται απορριπτέα λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Το άρθρο 87, παράγραφος 4, του ίδιου Κανονισμού ορίζει ότι τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα έξοδά τους.

63      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων εκείνων της Επιτροπής, της Betfair και της EGBA, σύμφωνα με το αίτημα που υπέβαλαν οι τελευταίες. Όσον αφορά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και πάλι η προσφεύγουσα πρέπει να καταδικαστεί στα σχετικά δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και εκείνων της Επιτροπής, σύμφωνα με το αίτημα που υπέβαλε η τελευταία. Το Βασίλειο της Δανίας και η Δημοκρατία της Μάλτας φέρουν τα αντίστοιχα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Dansk Automat Brancheforening φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Betfair Group plc, η Betfair International Ltd και η European Gaming and Betting Association (EGBA).

3)      Η Dansk Automat Brancheforening φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

4)      Το Βασίλειο της Δανίας και η Δημοκρατία της Μάλτας φέρουν τα αντίστοιχα δικαστικά τους έξοδα.

Dittrich

Schwarcz

Tomljenović

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Σεπτεμβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.