Language of document : ECLI:EU:T:2020:210

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 20ής Μαΐου 2020 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Ενέργεια – Εσωτερική αγορά του φυσικού αερίου –Οδηγία (ΕΕ) 2019/692 – Εφαρμογή της οδηγίας 2009/73/ΕΚ στους αγωγούς μεταφοράς αερίου προς ή από τρίτες χώρες – Απουσία άμεσου επηρεασμού –Απαράδεκτο – Προσκόμιση παρανόμως αποκτηθέντων εγγράφων»

Στην υπόθεση T‑526/19,

Nord Stream 2 AG, με έδρα το Zoug (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τους L. Van den Hende, J. Penz-Evren, δικηγόρους, και τον M. Schonberg, solicitor‑advocate,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους L. Visaggio, J. Etienne και την I. McDowell,

και

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τις A. Lo Monaco, S. Boelaert και Κ. Παυλάκη,

καθών,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/73/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (ΕΕ 2019, L 117, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Svenningsen (εισηγητή), πρόεδρο, R. Barents και C. Mac Eochaidh, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η οδηγία 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30/ΕΚ (ΕΕ 2003, L 176, σ. 57), καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009 (ΕΕ 2009, L 211, σ. 94).

2        Σκοπός της οδηγίας 2009/73 είναι η θέσπιση κοινών κανόνων σχετικά με τη μεταφορά, τη διανομή, την προμήθεια και την αποθήκευση φυσικού αερίου, προκειμένου να παρασχεθεί πρόσβαση στην αγορά και να προωθηθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού χωρίς διακρίσεις. Συναφώς, η οδηγία αυτή προβλέπει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση διαχωρισμού συστημάτων μεταφοράς και διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς, καθώς και τη θέσπιση συστήματος πρόσβασης τρίτων στα συστήματα μεταφοράς και διανομής αερίου χωρίς διακρίσεις, βάσει δημοσιευμένων τιμολογίων.

3        Κατά το άρθρο 36 της οδηγίας 2009/73, η κύρια νέα υποδομή φυσικού αερίου, δηλαδή οι διασυνδέσεις, το υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ) και οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης, μπορεί, κατόπιν αιτήσεως και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εξαιρείται, για καθορισμένο χρονικό διάστημα, από ορισμένες από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην οδηγία. Για να τύχει η κύρια νέα υποδομή φυσικού αερίου της εξαίρεσης αυτής πρέπει, μεταξύ άλλων, να αποδειχθεί ότι η επένδυση θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό για την προμήθεια αερίου και την ασφάλεια του εφοδιασμού, καθώς και ότι το ύψος του επενδυτικού κινδύνου είναι τέτοιο ώστε, χωρίς την εξαίρεση αυτή, η επένδυση δεν θα πραγματοποιηθεί.

4        Η προσφεύγουσα, Nord Stream 2 AG, είναι εταιρία ελβετικού δικαίου, της οποίας μοναδικός μέτοχος είναι η ρωσική δημόσια μετοχική εταιρία Gazprom. Έχει αναλάβει τον σχεδιασμό, την κατασκευή και την εκμετάλλευση του αγωγού φυσικού αερίου «Nord Stream 2», του οποίου η χρηματοδότηση, ύψους 9,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, καλύπτεται κατά 50 % από τις εταιρίες ENGIE SA (Γαλλία), OMV AG (Αυστρία), Royal Dutch Shell plc (Κάτω Χώρες και Ηνωμένο Βασίλειο), Uniper SE (Γερμανία) και Wintershall Dea GmbH (Γερμανία). Όπως και ο αγωγός φυσικού αερίου «Nord Stream» (γνωστός πλέον ως «Nord Stream 1»), ο οποίος αποτελείται από σύστημα δύο αγωγών, των οποίων η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 2012 και των οποίων η εκμετάλλευση είχε προβλεφθεί για διάρκεια 50 ετών, ο αγωγός φυσικού αερίου «Nord Stream 2», ο οποίος αποτελείται επίσης από δύο αγωγούς μεταφοράς αερίου, θα διασφαλίζει τη μεταφορά του φυσικού αερίου μεταξύ Vyborg (Ρωσία) και Lubmin (Γερμανία), πλησίον του Greifswald (Γερμανία), αυξάνοντας τη συνολική δυναμικότητα μεταφοράς των αγωγών φυσικού αερίου «Nord Stream 1» και «Nord Stream 2» σε 55 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως. Στο έδαφος της Γερμανίας, το φυσικό αέριο που μεταφέρεται από τον αγωγό «Nord Stream 1» μεταφέρεται εντός των χερσαίων αγωγών φυσικού αερίου NEL και OPAL, οι οποίοι υπόκεινται στις υποχρεώσεις της οδηγίας 2009/73 και στον έλεγχο της γερμανικής ρυθμιστικής αρχής όσον αφορά την τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεων, ενώ το φυσικό αέριο που μεταφέρεται από τον αγωγό «Nord Stream 2» μεταφέρεται εντός του χερσαίου αγωγού αερίου ENEL, καθώς και από τον προσφάτως κατασκευασθέντα χερσαίο αγωγό αερίου EUGAL, οι οποίοι επίσης υπόκεινται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα των γερμανικών αρχών όσον αφορά την τήρηση των υποχρεώσεων της οδηγίας 2009/73.

5        Τον Ιανουάριο του 2017, άρχισαν οι εργασίες για την επικάλυψη με σκυρόδεμα των σωλήνων που προορίζονται για τον αγωγό φυσικού αερίου «Nord Stream 2», του οποίου η τελική παράδοση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί τον Σεπτέμβριο του 2018.

6        Κατόπιν της προτάσεως COM(2017) 660 final της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2017 (στο εξής: πρόταση οδηγίας), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσαν στις 17 Απριλίου 2019 την οδηγία (ΕΕ) 2019/692, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/73 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (ΕΕ 2019, L 117, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη οδηγία), η οποία τέθηκε σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της, ήτοι στις 23 Μαΐου 2019. Βάσει των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα, κατά την ημερομηνία αυτή, οι εργασίες επικάλυψης με σκυρόδεμα των σωλήνων του αγωγού «Nord Stream 2» είχαν ολοκληρωθεί σε ποσοστό 95 %, ενώ 610 χιλιόμετρα και 432 χιλιόμετρα, αντιστοίχως, των δύο επιμέρους αγωγών του αγωγού φυσικού αερίου είχαν τοποθετηθεί στον βυθό των χωρικών υδάτων ή/και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) της Γερμανίας, της Φινλανδίας, της Ρωσίας και της Σουηδίας. Εντούτοις, κατά την ημερομηνία άσκησης της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα δεν είχε αποκτήσει ακόμη την άδεια των δανικών αρχών όσον αφορά τη χάραξη για τους δύο αγωγούς του «Nord Stream 2». Η άδεια αυτή χορηγήθηκε, πάντως, στις 30 Οκτωβρίου 2019.

7        Κατά την αιτιολογική σκέψη 3 της προσβαλλόμενης οδηγίας, σκοπός της είναι να αντιμετωπίσει τα εμπόδια στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, τα οποία απορρέουν από τη μη εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων της αγοράς στους αγωγούς μεταφοράς αερίου προς και από τρίτες χώρες.

8        Συναφώς, το άρθρο 2, σημείο 17, της οδηγίας 2009/73, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, προβλέπει ότι η έννοια του «αγωγού διασύνδεσης» καλύπτει όχι μόνον τον «[αγωγό] μεταφοράς που διασχίζει ή γεφυρώνει σύνορο μεταξύ κρατών μελών με σκοπό τη σύνδεση των εθνικών συστημάτων μεταφοράς αυτών των κρατών μελών», αλλά, πλέον, και τον «[αγωγό] μεταφοράς μεταξύ ενός κράτους μέλους και μίας τρίτης χώρας μέχρι το έδαφος των κρατών μελών ή τα χωρικά ύδατα του εν λόγω κράτους μέλους».

9        Εντούτοις, κατά το άρθρο 49α, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73, το οποίο προστέθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, «[ό]σον αφορά τους αγωγούς μεταφοράς αερίου μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας που έχουν ολοκληρωθεί πριν από τις 23 Μαΐου 2019, το κράτος μέλος όπου βρίσκεται το πρώτο σημείο διασύνδεσης του εν λόγω αγωγού μεταφοράς με το δίκτυο [αυτού του] κράτους μέλους δύναται να αποφασίσει να παρεκκλίνει από [ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2009/73] για τα τμήματα του εν λόγω αγωγού μεταφοράς αερίου που βρίσκονται στο έδαφός του και στα χωρικά του ύδατα, για αντικειμενικούς λόγους, όπως η δυνατότητα απόσβεσης των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων ή για λόγους ασφάλειας εφοδιασμού, υπό τον όρο ότι η παρέκκλιση δεν είναι επιζήμια για τον ανταγωνισμό ή την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, ή την ασφάλεια εφοδιασμού εντός της Ένωσης». Το εν λόγω άρθρο 49α, παράγραφος 1, προβλέπει επίσης, αφενός, ότι οι παρεκκλίσεις του είδους αυτού «περιορίζ[ονται] χρονικά σε μέγιστο διάστημα 20 ετών βάσει αντικειμενικής αιτιολογίας, ανανεώσιμο εφόσον κριθεί σκόπιμο, και μπορεί να υπόκει[νται] σε προϋποθέσεις που συμβάλλουν στην εκπλήρωση των ανωτέρω όρων» και, αφετέρου, ότι «[ο]ι παρεκκλίσεις αυτές δεν ισχύουν σε αγωγούς μεταφοράς μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας η οποία υποχρεούται να μεταφέρει στο εθνικό της δίκαιο την [τροποποιημένη οδηγία 2009/73] βάσει συμφωνίας που έχει συναφθεί με την Ένωση».

10      Εξάλλου, η προσβαλλόμενη οδηγία τροποποίησε το άρθρο 36 της οδηγίας 2009/73 προβλέποντας στην παράγραφο 1, στοιχείο εʹ, του άρθρου αυτού ότι η εξαίρεση που παρέχεται βάσει της διάταξης αυτής δεν πρέπει να αποβαίνει εις βάρος της «ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο εντός της Ένωσης».

11      Όσον αφορά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των τροποποιήσεων που επέφερε η προσβαλλόμενη οδηγία στην οδηγία 2009/73, το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης οδηγίας προβλέπει ότι, εκτός εκείνων που δεν έχουν γεωγραφικά σύνορα με τρίτες χώρες ούτε αγωγούς μεταφοράς με τρίτες χώρες, καθώς και, ως συνέπεια της γεωγραφικής θέσης τους, της Κύπρου και της Μάλτας, «[τ]α κράτη μέλη [θα θέσουν] σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την [οδηγία αυτή] έως τις 24 Φεβρουαρίου 2020, με την επιφύλαξη τυχόν παρέκκλισης δυνάμει του άρθρου 49α της οδηγίας [2009/73]».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο το οποίο περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουλίου 2019, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, με την οποία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη οδηγία στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

13      Με χωριστό δικόγραφο το οποίο κατατέθηκε επίσης στις 26 Ιουλίου 2019 στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα ζήτησε να εκδικαστεί η υπό κρίση υπόθεση κατά προτεραιότητα δυνάμει του άρθρου 67, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αίτηση η οποία απορρίφθηκε προσωρινά με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 5ης Αυγούστου 2019.

14      Με έγγραφο της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας, να μη δημοσιοποιηθούν ορισμένα στοιχεία που περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής.

15      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 2019 η Δημοκρατία της Πολωνίας, στις 15 Οκτωβρίου 2019 η Επιτροπή, στις 30 Οκτωβρίου 2019 η Δημοκρατία της Λιθουανίας και η Δημοκρατία της Εσθονίας, και στις 6 Νοεμβρίου 2019 η Δημοκρατία της Λεττονίας, ζήτησαν να παρέμβουν, βάσει του άρθρου 143 του Κανονισμού Διαδικασίας, υπέρ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

16      Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Οκτωβρίου 2019, το Κοινοβούλιο προέβαλε, βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ένσταση απαραδέκτου, με την οποία ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        κυρίως,

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, εάν το Γενικό Δικαστήριο ήθελε απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου ή αποφασίσει να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως, να τάξει νέες προθεσμίες στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την υποβολή των αντίστοιχων υπομνημάτων αντικρούσεως.

17      Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Οκτωβρίου 2019, βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας (στο εξής: παρεμπίπτουσα αίτηση), το Συμβούλιο ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διατάξει να μην περιληφθούν στη δικογραφία ορισμένα έγγραφα (στο εξής: επίδικα έγγραφα) ή, όσον αφορά τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα, να αφαιρεθούν αυτά από την εν λόγω δικογραφία, και συγκεκριμένα [εμπιστευτικό] (1) (στο εξής: πρώτο επίδικο έγγραφο), [εμπιστευτικό] (στο εξής: δεύτερο επίδικο έγγραφο) και [εμπιστευτικό] (στο εξής: τρίτο επίδικο έγγραφο)·

–        να μη λάβει υπόψη το σύνολο των χωρίων του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων της τα οποία παραπέμπουν σε αυτά τα έγγραφα του Συμβουλίου με διαβάθμιση «Restreint UE/EU Restricted», περιγράφουν το περιεχόμενό τους ή τα μνημονεύουν.

18      Στο πλαίσιο της παρεμπίπτουσας αίτησης, το Συμβούλιο επισήμανε ότι έλαβε αρκετές αιτήσεις, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), περί πρόσβασης σε έγγραφα στην κατοχή του. Οι αιτήσεις αυτές αφορούσαν έγγραφα σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και τρίτης χώρας, και συγκεκριμένα [εμπιστευτικό], καθώς και τη νομοθετική διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης οδηγίας. Συναφώς, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της παρεμπίπτουσας αίτησης, δεν είχε παράσχει πρόσβαση σε κανένα από τα εν λόγω έγγραφα και ότι, κατά την ημερομηνία άσκησης της υπό κρίση προσφυγής, καμία προσφυγή σχετική με την απόρριψη των αιτήσεων αυτών πρόσβασης σε έγγραφα δεν είχε ασκηθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, το Συμβούλιο προσάρτησε στην παρεμπίπτουσα αίτηση τα έγγραφα τα οποία είχε καταρτίσει έως τις 11 Οκτωβρίου 2019 στο πλαίσιο των εν λόγω αιτήσεων.

19      Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Οκτωβρίου 2019, το Συμβούλιο προέβαλε, βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ένσταση απαραδέκτου, με την οποία ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

20      Στις 4 Νοεμβρίου 2019, η προσφεύγουσα κατέθεσε παρατηρήσεις επί της παρεμπίπτουσας αίτησης, με τις οποίες ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση του Συμβουλίου περί αφαίρεσης των εγγράφων από τη δικογραφία, να διατηρήσει στη δικογραφία το σύνολο των παραπομπών στα έγγραφα που υπέβαλε στο Γενικό Δικαστήριο και να περιλάβει στη δικογραφία της υπόθεσης ένα έγγραφο, και συγκεκριμένα το πρώτο επίδικο έγγραφο.

21      Στις 29 Νοεμβρίου 2019, η προσφεύγουσα κατέθεσε παρατηρήσεις επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με τις οποίες ζήτησε, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο:

–        κυρίως,

–        να αποφανθεί επί των ενστάσεων απαραδέκτου κατά την εξέταση της ουσίας·

–        να τάξει νέα προθεσμία για την κατάθεση των υπομνημάτων αντικρούσεως, βραχύτερη από την προβλεπόμενη στο άρθρο 81 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω καθυστέρηση στην εξέταση της υπόθεσης·

–        να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς,

–        να απορρίψει τις ενστάσεις απαραδέκτου ως αβάσιμες·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

22      Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου επίσης στις 29 Νοεμβρίου 2019, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 88 του Κανονισμού Διαδικασίας, να διατάξει τη λήψη μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας ή, ενδεχομένως, μέτρου διεξαγωγής αποδείξεων, συνιστάμενου σε αίτημα προς τα καθών να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα τα οποία κατέχει το Συμβούλιο (στο εξής: αίτημα λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας). Στο πλαίσιο του αιτήματος αυτού, η προσφεύγουσα αποκάλυψε ότι οι αιτήσεις που είχαν υποβληθεί σε αυτό στις 10 και 13 Μαΐου 2019, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, όπως μνημονεύθηκαν από το Συμβούλιο στην παρεμπίπτουσα αίτηση, προέρχονταν από έναν εκ των υπαλλήλων της, πολίτη της Ένωσης (στο εξής: αιτήσεις του υπαλλήλου της προσφεύγουσας), γεγονός το οποίο αγνοούσε έως τότε το Συμβούλιο. Με τις αιτήσεις αυτές, ο εν λόγω υπάλληλος είχε ζητήσει πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων που κατέχει το Συμβούλιο, τα οποία περιέχουν τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα κράτη μέλη επί της πρότασης της Επιτροπής, η οποία κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης οδηγίας, καθώς και σε αρκετά άλλα έγγραφα εργασίας, τα οποία προσδιορίζονται ειδικώς. Στην αρχική απάντησή του, της 5ης Ιουνίου 2019, το Συμβούλιο αρνήθηκε να παράσχει πρόσβαση στα έγγραφα αυτά. Κατόπιν υποβολής από τον εν λόγω υπάλληλο της προσφεύγουσας, στις 23 Ιουνίου 2019, επιβεβαιωτικής αίτησης, με την οποία ζήτησε από το Συμβούλιο να επανεξετάσει τη θέση του, το Συμβούλιο, με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2019, αφενός, παρέσχε πλήρη πρόσβαση σε 23 από τα ζητηθέντα έγγραφα, καθώς και μερική πρόσβαση σε 25 άλλα ζητηθέντα έγγραφα και, αφετέρου, αρνήθηκε την πρόσβαση σε δύο από τα ζητηθέντα έγγραφα.

23      Στις 6 Δεκεμβρίου 2019, η προσφεύγουσα ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας, να μη δημοσιοποιηθούν ορισμένα στοιχεία τα οποία περιέχονται στις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

24      Στις 19 Δεκεμβρίου 2019, η προσφεύγουσα κατέθεσε παρατηρήσεις σχετικά με την πορεία της διαδικασίας κατόπιν της παρατάσεως από το Γενικό Δικαστήριο –κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου– της προθεσμίας που χορηγήθηκε στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για να καταθέσουν παρατηρήσεις επί του αιτήματος λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας. Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε να περιλάβει στη δικογραφία αυτό το μη προβλεπόμενο από τον Κανονισμό Διαδικασίας έγγραφο.

25      Στις 17 Ιανουαρίου 2020, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του αιτήματος λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας.

26      Στις 27 Ιανουαρίου 2020, η προσφεύγουσα κατέθεσε συμπληρωματικές παρατηρήσεις, μη προβλεπόμενες από τον Κανονισμό Διαδικασίας, τις οποίες το Δικαστήριο δέχθηκε να περιλάβει στη δικογραφία.

27      Στις 5 Φεβρουαρίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους κύριους διαδίκους, ως μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας, να καταθέσουν παρατηρήσεις επί των συνεπειών που πρέπει να αντληθούν, όσον αφορά την παρεμπίπτουσα αίτηση, από την απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας (C‑457/18, EU:C:2020:65). Οι κύριοι διάδικοι απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

28      Με απόφαση της 4ης Απριλίου 2020, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε, δυνάμει του άρθρου 67, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης λόγω ιδιαίτερων περιστάσεων.

29      Στις 6 Απριλίου 2020, το Συμβούλιο πρότεινε νέα αποδεικτικά μέσα, συνιστάμενα στην απόφαση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, της 27ης Μαρτίου 2020, με την οποία αυτός, αποφαινόμενος επί καταγγελίας της 27ης Αυγούστου 2019 με αντικείμενο την άρνηση του Συμβουλίου να παράσχει πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με τον αγωγό φυσικό αερίου «Nord Stream 2», έθεσε την καταγγελία αυτή στο αρχείο, εκτιμώντας ότι η άρνηση αυτή δεν συνιστούσε περίπτωση κακοδιοίκησης, δεδομένου ότι δικαιολογούνταν από την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001. Το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την προσφεύγουσα και το Κοινοβούλιο να καταθέσουν παρατηρήσεις επί των νέων αυτών αποδεικτικών μέσων εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων, πράγμα που η προσφεύγουσα και το Κοινοβούλιο έπραξαν, το δε Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, να δεχθεί τα εν λόγω νέα αποδεικτικά μέσα και να τα περιλάβει στη δικογραφία.

 Σκεπτικό

 Επί του παρεμπίπτοντος δικονομικού ζητήματος που προέβαλε το Συμβούλιο

30      Βάσει του άρθρου 130, παράγραφοι 2 και 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, εάν ένας διάδικος ζητήσει με χωριστό δικόγραφο, από το Γενικό Δικαστήριο, να κρίνει επί παρεμπίπτοντος δικονομικού ζητήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει επί της αιτήσεως το ταχύτερο δυνατόν και, εφόσον χρειαστεί, κατόπιν προφορικής διαδικασίας.

31      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας, και συγκεκριμένα από τις παρατηρήσεις των άλλων κύριων διαδίκων επί της παρεμπίπτουσας αίτησης, καθώς και από τις απαντήσεις των διαδίκων στην ερώτηση που έθεσε το δικαστήριο στις 5 Φεβρουαρίου 2020, και, ως εκ τούτου, αποφασίζει να αποφανθεί επί του εν λόγω παρεμπίπτοντος ζητήματος διά της παρούσας διατάξεως, χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

32      Στην παρεμπίπτουσα αίτηση, το Συμβούλιο –υποστηριζόμενο κατ’ ουσίαν από το Κοινοβούλιο σύμφωνα με την απάντησή του στην ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στις 5 Φεβρουαρίου 2020– προβάλλει ότι τα επίδικα έγγραφα είναι και παραμένουν, μεταξύ άλλων κατά την ημερομηνία της αίτησης αυτής, έγγραφα με διαβάθμιση «Restreint UE/EU Restricted», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2013/488/ΕΕ του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ 2013, L 274, σ. 1), ήτοι «πληροφορίες και υλικό των οποίων η άνευ αδείας κοινολόγηση μπορεί να είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της […] Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της».

33      Εξάλλου, όσον αφορά, ειδικότερα, το δεύτερο και το τρίτο επίδικο έγγραφο, αλλά και το πρώτο επίδικο έγγραφο, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, εάν επιτραπεί στην προσφεύγουσα να τα προσκομίσει προς στήριξη της προσφυγής της, αυτό θα ισοδυναμεί με καταστρατήγηση των προβλεπόμενων από τον κανονισμό 1049/2001 διαδικασιών, δεδομένου ότι, όσον αφορά τα έγγραφα αυτά, το Συμβούλιο αρνήθηκε, εν όλω ή εν μέρει, απαντώντας στις αιτήσεις του υπαλλήλου της προσφεύγουσας, να παράσχει πρόσβαση στα έγγραφα αυτά και ότι οι αποφάσεις αυτές δεν αμφισβητήθηκαν μεταγενέστερα, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά διέρρευσαν, χωρίς την άδεια του Συμβουλίου, στον διαδικτυακό τόπο μέσου ενημέρωσης ή με άλλον τρόπο, και ότι ορισμένα πρόσωπα συνέταξαν, εν συνεχεία, έχοντας πλήρη επίγνωση της διαβάθμισής τους ως «Restreint UE/EU Restricted», άρθρα και σχόλια, με τα οποία αποκάλυψαν το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, ουδόλως επιτρέπει στην προσφεύγουσα να τα χρησιμοποιήσει ή να παραπέμψει σε αυτά στην παρούσα διαδικασία.

34      Ειδικότερα, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η βλάβη που προκλήθηκε στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, λόγω της μη εξουσιοδοτημένης προσκόμισης και χρήσης των επίδικων εγγράφων, υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό τη βλάβη που προκάλεσαν οι συντάκτες οι οποίοι παραθέτουν ή χρησιμοποιούν τα έγγραφα αυτά σε ερευνητικές δημοσιεύσεις ή άρθρα στον Τύπο. Συγκεκριμένα, η χρήση αυτή στη δικαστική διαδικασία της υπό κρίση υπόθεσης όχι μόνο θα εξαφανίσει την προστασία, την οποία προορίζεται να παρέχει η διαβάθμιση «Restreint UE/EU Restricted», αλλά μπορεί, επιπλέον, να υποκινήσει την προσφεύγουσα να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα σε άλλες δικαστικές διαδικασίες ενώπιον άλλων δικαστηρίων ή οργάνων, ιδίως στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας την οποία η προσφεύγουσα κίνησε στις 26 Σεπτεμβρίου 2019 κατά της Ένωσης βάσει των διατάξεων της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας, που αποτελεί αντικείμενο της απόφασης 98/181/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 23ης Σεπτεμβρίου 1997, σχετικά με τη σύναψη, από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, της συνθήκης για το Χάρτη Ενέργειας και του πρωτοκόλλου του Χάρτη Ενέργειας για την ενεργειακή απόδοση και τα σχετικά περιβαλλοντικά ζητήματα (ΕΕ 1998, L 69, σ. 1).

35      Στις παρατηρήσεις της επί του παρεμπίπτοντος δικονομικού ζητήματος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αίτηση του Συμβουλίου της 11ης Οκτωβρίου 2019 πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

36      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα επίδικα έγγραφα είναι προδήλως λυσιτελή προς απόδειξη της νομιμοποίησής της όσον αφορά την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως της προσβαλλόμενης οδηγίας, και ιδίως προς απόδειξη του γεγονότος ότι η οδηγία αυτή την αφορά «ειδικώς», καθώς και προς στήριξη των λόγων που προβάλλει επί της ουσίας, και ιδίως της παραβίασης των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της ασφάλειας δικαίου, καθώς και της κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του συννομοθέτη. Εξάλλου, όσον αφορά το γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά είναι διαβαθμισμένα ως «Restreint UE/EU Restricted», η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η διαβάθμιση αυτή είναι εσωτερική του Συμβουλίου και δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση σε τρίτους, όπως η προσφεύγουσα, και ότι, εν πάση περιπτώσει, η προστασία αυτή εξαφανίζεται εν τοις πράγμασι όταν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, λόγω της μη λήψης μέτρων εκ μέρους του Συμβουλίου για την παρεμπόδιση της κυκλοφορίας τους ή για την τήρηση των κανόνων του εκτός του Συμβουλίου, τα έγγραφα που φέρουν τη μνεία αυτή καθίστανται δημοσίως διαθέσιμα, εν προκειμένω στο διαδίκτυο, και μνημονεύονται εκτενώς σε αρκετά δημοσιευμένα έγγραφα.

37      Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να αρνηθεί την προσκόμιση εγγράφου από διάδικο, ενόσω η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο αποτελεί αντικείμενο διοικητικής διαδικασίας ή εκκρεμούς δικαστικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης δεν υπόκειται άμεσα στον κανονισμό 1049/2001 κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου του. Επιπλέον, λόγω του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί έως την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου, βάσει του κανονισμού 1049/2001, και της επακόλουθης απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, σχετικά με τη νομιμότητα της απόφασης του Συμβουλίου περί άρνησης παροχής πρόσβασης σε ένα έγγραφο, η θέση του Συμβουλίου, εφόσον γίνει δεκτή, θα καθιστά αδύνατη στην πράξη την προσκόμιση ενώπιον του δικαστή της Ένωσης εγγράφου το οποίο το Συμβούλιο αρνείται να γνωστοποιήσει, προτού ολοκληρωθεί η κύρια δικαστική διαδικασία στην οποία το εν λόγω έγγραφο είναι λυσιτελές και χρήσιμο ως αποδεικτικό στοιχείο. Επικουρικώς, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι οι λόγοι τους οποίους προέβαλε το Συμβούλιο για να απορρίψει τις αιτήσεις του υπαλλήλου της προσφεύγουσας και τους οποίους τείνει να επαναλαμβάνει στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένοι και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προβαλλόμενες επιζήμιες συνέπειες της γνωστοποίησης του περιεχομένου του πρώτου επίδικου εγγράφου επήλθαν ήδη με τις δημόσιες δηλώσεις της Επιτροπής.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

38      Προκαταρκτικώς, πρώτον, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε εκ των προτέρων από το Συμβούλιο ή/και την Επιτροπή την άδεια να προσκομίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τα επίδικα έγγραφα, συντάκτες ή/και αποδέκτες των οποίων είναι τα εν λόγω θεσμικά όργανα της Ένωσης· δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί του παρεμπίπτοντος δικονομικού ζητήματος, ανεξαρτήτως του αιτήματος της προσφεύγουσας περί λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας της 29ης Νοεμβρίου 2019, το οποίο θα εξεταστεί μεταγενέστερα· τρίτον, επισημαίνεται ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της παρεμπίπτουσας αίτησης, και στο συγκεκριμένο στάδιο εξέτασης του παρεμπίπτοντος δικονομικού ζητήματος που προβλήθηκε με την αίτηση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε διατάξει την προσκόμιση των εν λόγω επίδικων εγγράφων στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας και, τέταρτον, διαπιστώνεται ότι ούτε το Συμβούλιο ούτε το Κοινοβούλιο, ούτε καν η Επιτροπή, δεν είχαν γνωστοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα, εν όλω ή εν μέρει, οικειοθελώς ή απαντώντας σε αίτηση πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών εγγράφων, υποβληθείσα βάσει του κανονισμού 1049/2001.

39      Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, έστω και αν οι διατάξεις του κανονισμού 1049/2001 δεν εφαρμόζονται στην παρούσα διαδικασία, η προσφεύγουσα προσκόμισε, παρόλα αυτά, τα επίδικα εν προκειμένω έγγραφα, χωρίς την άδεια των συντακτών ή/και των αποδεκτών τους. Επομένως, οι διατάξεις αυτές έχουν κάποια ενδεικτική αξία ενόψει της στάθμισης συμφερόντων, η οποία απαιτείται για την κρίση επί της παρεμπίπτουσας αίτησης περί αφαιρέσεως των εν λόγω εγγράφων από τη δικογραφία (πρβλ. διάταξη της 14ης Μαΐου 2019, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:438, σκέψεις 9, 12 και 13, και απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας, C‑457/18, EU:C:2020:65, σκέψη 67).

40      Συναφώς, καταρχάς, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, προβλέπει ότι «[τ]α θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση [σε] έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία [...] των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών, [...] εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον». Πάντως, θα αντέβαινε στο δημόσιο συμφέρον, το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη βάσει της διάταξης αυτής, κατά την οποία τα θεσμικά όργανα πρέπει να μπορούν να ζητούν τη γνώμη της νομικής υπηρεσίας τους, γνώμη που πρέπει να μπορεί να παρέχεται με πλήρη ανεξαρτησία, να γίνει δεκτό ότι εσωτερικά έγγραφα, με χαρακτήρα νομικών συμβουλών, μπορούν να προσκομιστούν, στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς η προσκόμιση να έχει επιτραπεί από το οικείο θεσμικό όργανο ή να έχει διαταχθεί από το Γενικό Δικαστήριο (βλ. διάταξη της 14ης Μαΐου 2019, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:438, σκέψη 8 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας, C‑457/18, EU:C:2020:65, σκέψη 66).

41      Οι παρατηρήσεις αυτές ισχύουν τηρουμένων των αναλογιών όσον αφορά τα συμφέροντα που προστατεύονται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001. Η διάταξη αυτή προβλέπει πολύ γενικά κριτήρια δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της, αρνητική απόφαση πρέπει να εκδίδεται οσάκις η γνωστοποίηση του οικείου εγγράφου «θα έθιγε», μεταξύ άλλων, τη «δημόσια ασφάλεια» ή τις «διεθνείς σχέσεις» και όχι μόνον, όπως είχε προταθεί στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση του εν λόγω κανονισμού, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώνεται όντως ότι η γνωστοποίηση θίγει «σοβαρά» την προστασία αυτή (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψεις 36 έως 38, και της 7ης Φεβρουαρίου 2018, Access Info Europe κατά Επιτροπής, T‑851/16, EU:T:2018:69, σκέψη 39).

42      Επομένως, θα αντέβαινε στο δημόσιο συμφέρον που συνίσταται στην προστασία της «δημόσιας ασφάλειας» ή των «διεθνών σχέσεων» να γίνει δεκτό ότι εσωτερικά έγγραφα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής μπορούν να προσκομιστούν στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς η προσκόμιση να έχει επιτραπεί από το οικείο θεσμικό όργανο ή να έχει διαταχθεί από το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας, C‑457/18, EU:C:2020:65, σκέψη 66).

43      Εξάλλου, το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα επικαλείται ορισμένα από τα επίδικα έγγραφα σε διαφορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έναντι αντιδίκου διαφορετικού από το θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχονται τα έγγραφα αυτά, εν προκειμένω έναντι του θεσμικού οργάνου που είναι αποδέκτης των εν λόγω εγγράφων, δεν επηρεάζει το δημόσιο συμφέρον των θεσμικών οργάνων, όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001, και, κατά συνέπεια, δεν καθιστά περιττή τη στάθμιση των συμφερόντων που απαιτείται για την κρίση επί του αιτήματος περί αφαιρέσεως των εγγράφων αυτών από τη δικογραφία (βλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας, C‑457/18, EU:C:2020:65, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Τέλος, το γεγονός το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, ότι απέκτησε πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα μέσω διαδικτυακού τόπου μνημονευόμενου σε ακαδημαϊκό άρθρο ή ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου τους από στοιχεία που παρέθεσαν συντάκτες ακαδημαϊκών άρθρων, δεν αναιρεί τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας, C‑457/18, EU:C:2020:65, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Τα αιτήματα που διατύπωσε το Συμβούλιο στην παρεμπίπτουσα αίτηση πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών.

 Επί των αιτημάτων αφαίρεσης, από το Γενικό Δικαστήριο, των επίδικων εγγράφων από τη δικογραφία

46      Το αίτημα του Συμβουλίου αφορά τρία έγγραφα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν διαδοχικώς, λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως επιβεβαίωσε η προσφεύγουσα, τα δύο πρώτα επίδικα έγγραφα αποτέλεσαν αντικείμενο των αιτήσεων του υπαλλήλου της προσφεύγουσας επί των οποίων εκδόθηκαν οι απορριπτικές αποφάσεις του Συμβουλίου κατά παράβαση, κατά την προσφεύγουσα, του κανονισμού 1049/2001.

–       Επί του πρώτου επίδικου εγγράφου

47      Όσον αφορά το πρώτο επίδικο έγγραφο, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η νομική συμβουλή την οποία περιέχει δεν γνωστοποιήθηκε, διότι η μη επιτρεπόμενη δημοσιοποίησή του μπορούσε να θίξει την ορθή λειτουργία του θεσμικού οργάνου. Καίτοι το κείμενο αυτό δεν προσαρτήθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα μνημονεύει και αναλύει το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, παραπέμποντας σε άρθρα συντακτών οι οποίοι, όχι μόνον εκθέτουν το περιεχόμενο του κειμένου, αλλά, επιπλέον, παρέχουν υπερσυνδέσμους προς τον διαδικτυακό τόπο μέσου ενημέρωσης που παρέχει πρόσβαση σε αυτή τη συμβουλή.

48      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προσαρτήσει αρχικά το πρώτο επίδικο έγγραφο στο δικόγραφο της προσφυγής. Εντούτοις, ενώ το Συμβούλιο είχε ζητήσει στις 11 Οκτωβρίου 2019 να μην περιληφθεί το εν λόγω έγγραφο στη δικογραφία, η προσφεύγουσα αποφάσισε να προσκομίσει το έγγραφο αυτό ως παράρτημα στις παρατηρήσεις της επί της παρεμπίπτουσας αίτησης.

49      Επομένως, έστω και αν, όσον αφορά το πρώτο επίδικο έγγραφο, η παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούσε αρχικώς να αφορά την αφαίρεση του εγγράφου αυτού από τη δικογραφία αλλά έπρεπε, το πολύ, να θεωρηθεί αίτημα προς το Γενικό Δικαστήριο να μη δεχθεί, στη συνέχεια της διαδικασίας, το εν λόγω έγγραφο και να μην απαιτήσει την προσκόμισή του, επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε μεταγενέστερα το έγγραφο αυτό και το Συμβούλιο ζήτησε, στο πλαίσιο των παρατηρήσεών του της 17ης Ιανουαρίου 2020 να κριθεί αυτό απαράδεκτο, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει πλέον να αποφανθεί επί του παραδεκτού του εν λόγω εγγράφου.

50      Συναφώς, το πρώτο επίδικο έγγραφο είναι, όπως προκύπτει από τον τίτλο του, συμβουλή την οποία διατύπωσε η νομική υπηρεσία του Συμβουλίου και η οποία απευθύνεται στους μονίμους αντιπροσώπους των κρατών μελών της Ένωσης στο συγκεκριμένο θεσμικό όργανο. Φέρει τον τίτλο «[εμπιστευτικό]». Ως εκ τούτου, το έγγραφο αυτό περιέχει αναμφισβήτητα νομική συμβουλή, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

51      Εν συνεχεία, επικαλούμενη και προσκομίζοντας, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, αυτή τη νομική συμβουλή, η οποία προέρχεται από τη νομική υπηρεσία ενός εκ των καθών και περιέχει νομική εκτίμηση επί νομικών ζητημάτων κρίσιμων ως προς το αντικείμενο της προσφυγής, η προσφεύγουσα προτίθεται να προβάλει την εν λόγω συμβουλή κατά των καθών στην παρούσα διαδικασία. Πάντως, εάν επιτρεπόταν η διατήρηση αυτής της νομικής συμβουλής στη δικογραφία, χωρίς το Συμβούλιο να έχει δώσει άδεια γνωστοποίησής της, καθόσον απέρριψε τις σχετικές αιτήσεις του υπαλλήλου της προσφεύγουσας, τούτο θα ισοδυναμούσε με την παροχή στην προσφεύγουσα της δυνατότητας να παρακάμψει τη διαδικασία του κανονισμού 1049/2001 περί αιτήσεως παροχής πρόσβασης στο έγγραφο αυτό (πρβλ. διάταξη της 14ης Μαΐου 2019, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:438, σκέψη 14, και απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας, C‑457/18, EU:C:2020:65, σκέψη 68).

52      Εν προκειμένω, λόγω της άνευ αδείας προσκόμισης του πρώτου επίδικου εγγράφου στην παρούσα διαδικασία, υφίσταται προβλέψιμος και κάθε άλλο παρά υποθετικός κίνδυνος να υποχρεωθούν το Συμβούλιο και, σε μικρότερο βαθμό, το Κοινοβούλιο να τοποθετηθούν δημοσίως σε σχέση με νομική συμβουλή η οποία προοριζόταν προφανώς για εσωτερική χρήση θεσμικού οργάνου της Ένωσης. Πλην όμως, μια τέτοια προοπτική θα είχε αναπόφευκτα αρνητικό αντίκτυπο για το συμφέρον των θεσμικών οργάνων, και ιδίως του Συμβουλίου, να ζητούν νομικές συμβουλές και να λαμβάνουν ειλικρινείς, αντικειμενικές και πλήρεις συμβουλές (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας, C‑457/18, EU:C:2020:65, σκέψη 70· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 42, και διάταξη της 14ης Μαΐου 2019, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:438, σκέψη 16).

53      Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο επικαλείται, στην παρεμπίπτουσα αίτηση, την προστασία των νομικών συμβουλών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Συναφώς, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων (πρβλ. διάταξη της 8ης Νοεμβρίου 2007, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑242/07 P, EU:C:2007:672, σκέψη 41), το Συμβούλιο μπορούσε να υποστηρίξει τα όσα ισχυρίστηκε στην παρεμπίπτουσα αίτηση προσκομίζοντας, ως παράρτημα στις παρατηρήσεις του επί του αιτήματος λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, την απόφαση άρνησης πρόσβασης στο πρώτο επίδικο έγγραφο, την οποία αντέταξε σε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, όπως έγινε γνωστό κατά την παρούσα διαδικασία, είναι πρόσωπο το οποίο εργάζεται για την προσφεύγουσα και ενήργησε χάριν των συμφερόντων αυτής.

54      Όσον αφορά την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για τη διατήρηση του πρώτου επίδικου εγγράφου στη δικογραφία της υπό κρίση υπόθεσης, πέραν του γεγονότος ότι, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η νομική συμβουλή την οποία περιέχει το έγγραφο αυτό δεν αφορά νομοθετική διαδικασία ως προς την οποία επιβάλλεται αυξημένη διαφάνεια (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψεις 46, 47, 67 και 68), δεδομένου ότι αφορά μόνο, στο παρόν στάδιο [εμπιστευτικό], επισημαίνεται ότι, όσον αφορά την προσφεύγουσα, το συμφέρον της να διατηρηθεί το έγγραφο στη δικογραφία έγκειται στη δυνατότητά της να επικαλεστεί την ως άνω νομική συμβουλή προς στήριξη της προσφυγής της και των παρατηρήσεών της επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, προκύπτει ότι η προσκόμιση της εν λόγω νομικής συμβουλής υπαγορεύεται από τα ίδια συμφέροντα της προσφεύγουσας προς τεκμηρίωση της επιχειρηματολογίας της επί του παραδεκτού και επί της ουσίας της προσφυγής και όχι από οποιοδήποτε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον (πρβλ. διάταξη της 14ης Μαΐου 2019, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:438, σκέψη 18, και απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας, C‑457/18, EU:C:2020:65, σκέψη 71).

55      Εξάλλου, το γεγονός που επικαλείται η προσφεύγουσα, ότι απέκτησε πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα μέσω διαδικτυακού τόπου μνημονευόμενου σε ακαδημαϊκό άρθρο ή ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου τους από στοιχεία που παρέθεσαν συντάκτες ακαδημαϊκών άρθρων ή ακόμη ότι άλλα θεσμικά όργανα, όπως το Κοινοβούλιο ή η Επιτροπή, παρέπεμψαν, σε δηλώσεις ή σε έγγραφα που αναρτήθηκαν στους διαδικτυακούς τόπους τους στο πρώτο επίδικο έγγραφο, ενδεχομένως αποκαλύπτοντας εν μέρει τα συμπεράσματα των νομικών συμβουλών που περιείχε, δεν αναιρεί τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις όσον αφορά το συμφέρον του Συμβουλίου, και όχι των άλλων αυτών θεσμικών οργάνων, να διαφυλάξει το προνόμιό του να ζητεί νομικές συμβουλές και να λαμβάνει από τη νομική υπηρεσία του γνωμοδοτήσεις ειλικρινείς, αντικειμενικές και πλήρεις (πρβλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας, C‑457/18, EU:C:2020:65, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Όσον αφορά την επίκριση της προσφεύγουσας σχετικά με την αδυναμία του Συμβουλίου να ελέγξει τη διαρροή του πρώτου επίδικου εγγράφου και την αδράνεια που επέδειξε προκειμένου να εξασφαλίσει την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα που επιδίωκε να προσδώσει στο έγγραφο αυτό με τη διαβάθμιση «Restreint UE /EU Restricted», το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, έστω και αν το Συμβούλιο μπορούσε όντως να προβεί σε ενέργειες με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη διαγραφή της παραπομπής στο έγγραφο αυτό στο διαδίκτυο, εντούτοις, η μη ανάληψη πρωτοβουλίας ή η αποτυχία του Συμβουλίου στο ζήτημα αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι επέτρεψε εμμέσως τη γνωστοποίηση του εν λόγω εγγράφου, κατά την έννοια του κανονισμού 1049/2001.

–       Επί του δεύτερου επίδικου εγγράφου

57      Όσον αφορά το δεύτερο επίδικο έγγραφο, πρόκειται, όπως προκύπτει από τον τίτλο του, περί συστάσεων που διατύπωσε η Επιτροπή προς το Συμβούλιο εν όψει της έκδοσης απόφασης σχετικά με διεθνείς διαπραγματεύσεις με τρίτη χώρα, οι οποίες αφορούσαν ειδικώς [εμπιστευτικό].

58      Συναφώς, στην παρεμπίπτουσα αίτηση, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το δεύτερο επίδικο έγγραφο τελούσε ακόμη υπό εξέταση από το εν λόγω θεσμικό όργανο. Το έγγραφο αυτό δεν δημοσιοποιήθηκε, ακόμη και μετά τις αιτήσεις πρόσβασης στα έγγραφα που υποβλήθηκαν δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, διότι η γνωστοποίηση αυτή θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, καθώς και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του Συμβουλίου, μεταξύ άλλων, υπονομεύοντας τη θέση του Συμβουλίου και της Ένωσης σε δικαστικές διαδικασίες, ακόμη και ενώπιον διαιτητικών οργάνων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού.

59      Η προσφεύγουσα εκτιμά εκ νέου, όσον αφορά το δεύτερο επίδικο έγγραφο, ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να περιοριστεί στα στοιχεία που εκθέτει το Συμβούλιο στην παρεμπίπτουσα αίτηση, χωρίς να μπορεί να βασιστεί στους λόγους άρνησης πρόσβασης στο έγγραφο αυτό, τους οποίους παρέθεσε στην συνημμένη στις παρατηρήσεις του απόφασή του, με την οποία αρνήθηκε την πρόσβαση φυσικού προσώπου στο εν λόγω έγγραφο. Επικουρικώς, όσον αφορά το επιχείρημα που παραθέτει το Συμβούλιο στην απόφαση άρνησης πρόσβασης, κατά το οποίο η γνωστοποίηση του δεύτερου επίδικου εγγράφου θα έθιγε τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης, αποκαλύπτοντας [εμπιστευτικό], η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι θα είναι η πρώτη φορά που έγγραφο της φύσης αυτής δεν δημοσιοποιείται και εκτιμά ότι, από τη στιγμή που επέτρεψε τη διαρροή αυτού του εγγράφου ή αυτής της πληροφορίας, το Συμβούλιο δεν μπορεί να επικαλεστεί τέτοιους λόγους ούτε να υποστηρίξει ότι η γνωστοποίηση του εγγράφου αυτού θα επηρέαζε αρνητικά τις συζητήσεις επί του ζητήματος αυτού και [εμπιστευτικό]. Εν πάση περιπτώσει, η μνεία σε εικαζόμενη αποδυνάμωση της θέσης της Ένωσης στη διαιτητική διαδικασία, την οποία κίνησε η προσφεύγουσα εναντίον της, δεν αρκεί επίσης για να δικαιολογήσει την αφαίρεση του δεύτερου επίδικου εγγράφου από τη δικογραφία. Συγκεκριμένα, η διαδικασία αυτή είναι διαφορετική από την παρούσα δικαστική διαδικασία. Πάντως, κατά την προσφεύγουσα, στην εν λόγω διαιτητική διαδικασία δεν τυγχάνουν εφαρμογής ούτε ο κανονισμός 1049/2001 ούτε οι κανόνες διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η δε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επί του παρεμπίπτοντος δικονομικού ζητήματος στην υπό κρίση υπόθεση δεν θα μπορεί να προβληθεί στην εν λόγω διαιτητική διαδικασία.

60      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της συσταλτικής ερμηνείας των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, όπως αναγνωρίζεται από τη νομολογία (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 63, της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 36, και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Access Info Europe, C‑280/11 P, EU:C:2013:671, σκέψη 30), δεν απαγορεύει, όσον αφορά τις εξαιρέσεις περί δημοσίου συμφέροντος που προβλέπονται στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, του άρθρου αυτού, να διαθέτει το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ευρεία διακριτική ευχέρεια όταν αποφασίζει αν η γνωστοποίηση ενός εγγράφου στο κοινό ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα που προστατεύει η διάταξη αυτή (αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 64, και της 7ης Φεβρουαρίου 2018, Access Info Europe κατά Επιτροπής, T‑851/16, EU:T:2018:69, σκέψη 40).

61      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου και ουσιαστικού χαρακτήρα των συμφερόντων αυτών, σε συνδυασμό με την υποχρέωση που το θεσμικό όργανο υπέχει από την εν λόγω διάταξη να αρνείται την πρόσβαση όταν η γνωστοποίηση ενός εγγράφου στο κοινό μπορεί να θίξει τα συμφέροντα αυτά, η απόφαση που πρέπει να λάβει το θεσμικό όργανο είναι περίπλοκη και απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και ιδιαίτερη προσοχή και ότι, επομένως, για την έκδοση τέτοιας απόφασης, το όργανο αυτό πρέπει να διαθέτει περιθώριο εκτίμησης (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 35). Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 είναι διατυπωμένες κατά τρόπο επιτακτικό και, ως εκ τούτου, τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να αρνούνται την πρόσβαση στα έγγραφα που εμπίπτουν στις υποχρεωτικές αυτές εξαιρέσεις, όταν αποδεικνύονται οι περιστάσεις τις οποίες καλύπτουν οι εν λόγω εξαιρέσεις, χωρίς να είναι αναγκαίο να προβούν σε στάθμιση της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος με υπέρτερο γενικό συμφέρον (βλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 2018, Access Info Europe κατά Επιτροπής, T‑851/16, EU:T:2018:69, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 7ης Φεβρουαρίου 2018, Access Info Europe κατά Επιτροπής, T‑852/16, EU:T:2018:71, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Συναφώς, έχει κριθεί κατ’ ουσίαν ότι η γνωστοποίηση στοιχείων συνδεόμενων με τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η Ένωση και τα κράτη μέλη της στο πλαίσιο των λαμβανόμενων αποφάσεων, ιδίως δε όταν τα στοιχεία αυτά αφορούν το ειδικό περιεχόμενο σχεδιαζόμενης διεθνούς συμφωνίας ή τους στρατηγικούς στόχους που επιδιώκει η Ένωση στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων, θα διατάρασσε το κλίμα εμπιστοσύνης στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης περί άρνησης πρόσβασης σε έγγραφα που περιέχουν τέτοια στοιχεία (απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018, Access Info Europe κατά Επιτροπής, T‑852/16, EU:T:2018:71, σκέψη 44· πρβλ., επίσης, απόφαση της 4ης Μαΐου 2012, In’t Veld κατά Συμβουλίου, T‑529/09, EU:T:2012:215, σκέψεις 35, 36 και 39).

63      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών παρατηρήσεων και του περιεχομένου του δεύτερου επίδικου εγγράφου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ορθώς το Συμβούλιο εκτιμά ότι η γνωστοποίηση του εγγράφου αυτού θα έθιγε συγκεκριμένα και πραγματικά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, συγκεκριμένα στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και [εμπιστευτικό], και τούτο δικαιολογεί, αφ’ εαυτού, τη μη συμπερίληψη του εν λόγω εγγράφου στη δικογραφία, χωρίς να είναι αναγκαίο να διενεργηθεί στάθμιση της προστασίας αυτού του δημοσίου συμφέροντος με υπέρτερο γενικό συμφέρον και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι δύο άλλοι λόγοι που, κατά το Συμβούλιο, δεν επιτρέπουν να προσκομίσει η προσφεύγουσα το δεύτερο επίδικο έγγραφο, ήτοι οι λόγοι που αφορούν την προστασία των δικαστικών διαδικασιών και της εσωτερικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο, οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, και παράγραφος 3, αντιστοίχως, του κανονισμού 1049/2001.

64      Εξάλλου, επισημαίνεται εκ νέου ότι το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που ήδη εκτέθηκαν και απορρίφθηκαν στις σκέψεις 55 και 56 της παρούσας διάταξης.

–       Επί του τρίτου επίδικου εγγράφου

65      Όσον αφορά το τρίτο επίδικο έγγραφο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν το μνημονεύει στο δικόγραφο της προσφυγής της και ότι, στην πραγματικότητα, η αιτίαση του Συμβουλίου θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά ακαδημαϊκό άρθρο το οποίο προσκομίζεται ως παράρτημα A.19. Εντούτοις, στο μέτρο που η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας προκύπτει μόνον από τα όσα εκτίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής και όχι από το περιεχόμενο του παραρτήματος στο οποίο δεν γίνεται παραπομπή στο εν λόγω δικόγραφο της προσφυγής, η αίτηση του Συμβουλίου όσον αφορά το τρίτο επίδικο έγγραφο είναι άνευ αντικειμένου.

66      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, όντως, καίτοι το δεύτερο και το τρίτο επίδικο έγγραφο, όπως μνημονεύονται από το Συμβούλιο στην παρεμπίπτουσα αίτηση, χρονολογούνται αμφότερα στις 12 Ιουνίου 2017 και το τρίτο έγγραφο είναι παράρτημα του δεύτερου εγγράφου, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε, εντούτοις, το τρίτο επίδικο έγγραφο καθεαυτό. Ως εκ τούτου, παρέλκει η απόφανση επί του κύριου αιτήματος περί αφαιρέσεως του εν λόγω εγγράφου από τη δικογραφία.

67      Όσον αφορά το προφανώς επικουρικό αίτημα του Συμβουλίου προς το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει «να μην περιληφθεί» στη δικογραφία το τρίτο επίδικο έγγραφο, σκοπός του είναι να διατυπωθεί προληπτικώς η θέση του θεσμικού αυτού οργάνου για το ενδεχόμενο να λάβει το Γενικό Δικαστήριο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας με το οποίο θα του ζητηθεί να προσκομίσει το εν λόγω έγγραφο. Εντούτοις, το αίτημα αυτό δεν υποδεικνύει την ύπαρξη παρεμπίπτοντος δικονομικού ζητήματος και, επομένως, παρέλκει, επίσης, η απόφανση επ’ αυτού.

68      Από το σύνολο των προεκτεθεισών παρατηρήσεων προκύπτει ότι, καθόσον προσκομίστηκαν χωρίς την άδεια του ενδιαφερόμενου θεσμικού οργάνου, ως συντάκτη ή αποδέκτη, και χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να έχει διατάξει, στο παρόν στάδιο, την προσκόμισή τους, πρέπει να αφαιρεθούν από τη δικογραφία το πρώτο επίδικο έγγραφο, το οποίο προσκομίστηκε ως παράρτημα O.20 των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας επί της παρεμπίπτουσας αίτησης, και το δεύτερο επίδικο έγγραφο, το οποίο προσκομίστηκε ως παράρτημα A.14 του δικογράφου της προσφυγής.

 Επί του αιτήματος να μη λάβει υπόψη το Γενικό Δικαστήριο ορισμένα χωρία του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων

69      Όσον αφορά το συναφές αίτημα του Συμβουλίου να μη λάβει το Γενικό Δικαστήριο υπόψη τα χωρία του δικογράφου της προσφυγής που παραπέμπουν στα επίδικα έγγραφα, και ειδικότερα τα σημεία 50 έως 53, το σημείο 112, στοιχείο a, υπό iii, το σημείο 139 και το σημείο 158, στοιχείο d), η προσφεύγουσα φρονεί ότι αυτό πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, στα σημεία αυτά, εξαιρουμένου του τελευταίου, το οποίο δεν περιέχει καμία ρητή παραπομπή στο πρώτο επίδικο έγγραφο, εξήγησε απλώς ότι η προσβαλλόμενη οδηγία έχει την προέλευσή της στη νομική ανάλυση που περιέχεται στο πρώτο επίδικο έγγραφο. Πλην όμως, η προέλευση αυτή εξηγείται στο σημείο 2 της πρότασης οδηγίας, η οποία είναι δημόσιο έγγραφο. Επιπλέον, το επιχείρημα του Συμβουλίου αφορά μάλλον το υποτιθέμενο ενδεχόμενο να στηριχθεί η προσφεύγουσα στο έγγραφο που δημοσίευσε το Κοινοβούλιο με τίτλο «Common Rules for Gas Pipelines entering the EU Internal Market» (Κοινοί κανόνες για τους αγωγούς φυσικού αερίου που εισέρχονται στην εσωτερική αγορά της Ένωσης), πλην όμως η προσφεύγουσα μπορεί, λόγω του δημόσιου χαρακτήρα του εγγράφου αυτού, να παραπέμψει σε αυτό, καθώς και στις πληροφορίες που αποκαλύπτει. Κατά τα λοιπά, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να στερήσει από την προσφεύγουσα τη δυνατότητα να παραπέμψει σε ακαδημαϊκά κείμενα, έστω και αν αυτά στηρίζονται ή παραπέμπουν, εν όλω ή εν μέρει, σε εμπιστευτικά έγγραφα ή αποκαλύπτουν, άμεσα ή έμμεσα, το περιεχόμενο αυτών.

70      Συναφώς, κατόπιν της αφαιρέσεως του πρώτου και του δεύτερου επίδικου εγγράφου από τη δικογραφία, πρέπει να γίνει δεκτό, κατά συνέπεια, ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, τα οποία εκτίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής και αφορούν τα εν λόγω έγγραφα, δεν τεκμηριώνονται από στοιχεία που αποδεικνύουν το περιεχόμενο και την αλήθειά τους. Όσον αφορά τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα ακαδημαϊκά άρθρα, τα οποία παραπέμπουν στα δύο πρώτα επίδικα έγγραφα ή αποκαλύπτουν αποσπάσματα αυτών, αφενός, οι δημοσιεύσεις αυτές δεν κρίθηκαν καθεαυτές παράνομες από διοικητική ή δικαστική αρχή και, αφετέρου, δεδομένου ότι η αποδεικτική αξία δημοσιεύσεων και άλλων σχολίων ακαδημαϊκών είναι, γενικώς, περιορισμένη, πρέπει να θεωρηθεί ότι, a fortiori, αυτά που προσκομίστηκαν εν προκειμένω, έστω και αν δεν πρέπει να αφαιρεθούν από τη δικογραφία, έχουν έτι μικρότερη αποδεικτική αξία, ελλείψει νόμιμης προσκόμισης από την προσφεύγουσα των εγγράφων που συνιστούν τις πηγές των οποίων το περιεχόμενο θεωρείται ότι αποκαλύπτουν.

71      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αίτηση με την οποία το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να μη λάβει υπόψη ορισμένα χωρία του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων, μόνον όσον αφορά τα χωρία εκείνα στα οποία παρατίθενται αποσπάσματα από το πρώτο και το δεύτερο επίδικο έγγραφο (πρβλ. διατάξεις της 30ής Απριλίου 2010, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑18/10 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:172, σκέψη 23, και της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Besselink κατά Συμβουλίου, T‑331/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:91, σκέψη 16). Κατά τα λοιπά, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

72      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, επί της παρεμπίπτουσας αίτησης αποφασίζονται τα εξής:

–        τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα ως παραρτήματα A.14 και O.20 αφαιρούνται από τη δικογραφία και δεν πρέπει να ληφθούν πλέον υπόψη τα χωρία του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων στα οποία παρατίθενται αποσπάσματα από τα έγγραφα αυτά·

–        παρέλκει η απόφανση όσον αφορά το τρίτο επίδικο έγγραφο·

–        η παρεμπίπτουσα αίτηση απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

 Επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο

73      Προς στήριξη των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλαν, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης οδηγίας, διότι η εν λόγω οδηγία δεν την αφορά ούτε άμεσα ούτε ατομικά. Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη.

74      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης οδηγίας.

75      Συναφώς, βάσει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ο καθού ζητήσει με χωριστό δικόγραφο από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει επί του απαραδέκτου ή της αναρμοδιότητας χωρίς να εισέλθει στην ουσία, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει επί της αιτήσεως το ταχύτερο δυνατόν και, εφόσον χρειαστεί, μετά τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

76      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι διαφωτίστηκε επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποφασίζει να αποφανθεί με την παρούσα διάταξη επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, χωρίς να συντρέχει λόγος διεξαγωγής προφορικής διαδικασίας.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

77      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή [πρώτο ενδεχόμενο] κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή [δεύτερο ενδεχόμενο] που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και [τρίτο ενδεχόμενο] κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα».

78      Συναφώς, το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν αναφέρεται μεν ρητώς στο παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά οδηγίας, πλην όμως από τη νομολογία προκύπτει ότι μόνον αυτό το στοιχείο δεν αρκεί για να κριθούν απαράδεκτες τέτοιες προσφυγές. Συγκεκριμένα, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν να αποκλείσουν, με απλή επιλογή του τύπου της οικείας πράξης, τη δικαστική προστασία που παρέχει στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα η διάταξη αυτή της Συνθήκης (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑223/01, EU:T:2002:205, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Τούτου λεχθέντος, κατά το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Επομένως, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, όπως η προσφεύγουσα, μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά οδηγίας, όπως η προσβαλλομένη, μόνον υπό την προϋπόθεση, κατά το «δεύτερο ενδεχόμενο», ότι τα αφορά άμεσα και ατομικά ή, κατά το «τρίτο ενδεχόμενο», ότι είναι κανονιστική πράξη που τα αφορά άμεσα χωρίς να συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα [πρβλ. αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2010, Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής, T‑262/10, EU:T:2011:623, σκέψη 19, της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Sepro Europe κατά Επιτροπής, T‑483/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:407, σκέψη 29, και διάταξη της 7ης Ιουλίου 2014, Wepa Lille κατά Επιτροπής, T‑231/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:640, σκέψη 20].

80      Ο όρος «κανονιστική πράξη», κατά την έννοια του «τρίτου ενδεχομένου» του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά κάθε πράξη γενικής ισχύος πλην των νομοθετικών πράξεων. Συγκεκριμένα, ως προς τις νομοθετικές πράξεις, οι συντάκτες της Συνθήκης της Λισσαβώνας θέλησαν να διατηρήσουν μια συσταλτική προσέγγιση όσον αφορά τη δυνατότητα των ιδιωτών να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεώς αυτών, η οποία εξαρτάται από την απόδειξη ότι οι εν λόγω νομοθετικές πράξεις τους «αφορούν άμεσα και ατομικά» (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψεις 59 και 60, καθώς και Γραμματεία της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης, Τελική έκθεση της ομάδας εργασίας για τον τρόπο λειτουργίας του Δικαστηρίου, της 25ης Μαρτίου 2003, CONV 636/03, σημείο 22, και διαβιβαστικό σημείωμα του Προεδρείου της Συνέλευσης, της 12ης Μαΐου 2003, CONV 734/03, σ. 20).

81      Συναφώς, η διάκριση μεταξύ νομοθετικής και κανονιστικής πράξης κατά τη Συνθήκη ΛΕΕ στηρίζεται στο κριτήριο της, νομοθετικής ή μη, διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοσή της (βλ. διάταξη της 7ης Ιανουαρίου 2015, Freitas κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑185/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:14, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 289 ΣΛΕΕ, οι νομικές πράξεις που εκδίδονται με νομοθετική διαδικασία αποτελούν νομοθετικές πράξεις, όπως και, στις ειδικές περιπτώσεις που προβλέπονται από τις Συνθήκες, ορισμένες πράξεις που εκδίδονται με πρωτοβουλία ομάδας κρατών μελών ή του Κοινοβουλίου, κατόπιν σύστασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ή αιτήματος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ).

82      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 194, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, όπως αυτή εκτίθεται στο άρθρο 294 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, η εν λόγω οδηγία είναι νομοθετική πράξη, κατά την έννοια της Συνθήκης ΛΕΕ.

83      Υπό τις συνθήκες αυτές, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι, ως οδηγία, η προσβαλλόμενη πράξη προβλέπει τη λήψη, από ορισμένα κράτη μέλη‑αποδέκτες, μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, αποκλείοντας ήδη το να μπορεί να θεωρηθεί, καταρχήν, πράξη η οποία δεν περιλαμβάνει «εκτελεστικά μέτρα», η προϋπόθεση που αφορά τη νομιμοποίηση της προσφεύγουσας να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω οδηγίας δεν μπορεί να βασιστεί στο «τρίτο ενδεχόμενο», που προβλέπεται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη πράξη, ήτοι η προσβαλλόμενη οδηγία, δεν είναι «κανονιστική πράξη» κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

84      Όσον αφορά το «δεύτερο ενδεχόμενο», που προβλέπεται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, σε ορισμένες περιστάσεις, ακόμη και νομοθετική πράξη εφαρμοζόμενη γενικώς στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες μπορεί να αφορά άμεσα και ατομικά ορισμένους από αυτούς, κατά την έννοια της διάταξης αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 1985, Πειραϊκή Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, 11/82, EU:C:1985:18, σκέψεις 11 έως 32, και της 27ης Ιουνίου 2000, Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑172/98 και T‑175/98 έως T‑177/98, EU:T:2000:168, σκέψη 30).

85      Επομένως, εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν η προσφεύγουσα απέδειξε, ως προς τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όσον αφορά το «δεύτερο ενδεχόμενο», ότι η προσβαλλόμενη οδηγία την αφορά άμεσα και ατομικά, υπενθυμίζεται δε ότι η έννοια του άμεσου και ατομικού επηρεασμού, η οποία περιέχεται στη διάταξη αυτή, αντιστοιχεί σε εκείνη του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, έννοια την οποία οι συντάκτες της Συνθήκης της Λισσαβώνας δεν είχαν την πρόθεση να τροποποιήσουν (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψεις 70 και 71).

 Επί του άμεσου επηρεασμού της προσφεύγουσας

86      Κατά το Κοινοβούλιο, η προσβαλλόμενη οδηγία δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, διότι πρόκειται για νομοθετική πράξη γενικής ισχύος, η οποία εφαρμόζεται αφηρημένως επί αντικειμενικώς καθοριζόμενων καταστάσεων. Επιπλέον, δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης της προσφεύγουσας έως ότου τα κράτη μέλη που είναι αποδέκτες της προσβαλλόμενης οδηγίας θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την εν λόγω οδηγία ή, ενδεχομένως, έως ότου λήξει η προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο.

87      Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι, λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας των κρατών μελών να παρεκκλίνουν από τις υποχρεώσεις της οδηγίας 2009/73, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, και της δυνατότητας των εθνικών ρυθμιστικών αρχών να θεωρήσουν δικαιολογημένες τις παρεκκλίσεις αυτές και να καθορίσουν τις υποχρεώσεις οι οποίες πρέπει να τις συνοδεύουν, πρέπει να θεωρηθεί, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑172/98 και T‑175/98 έως T‑177/98, EU:T:2000:168, σκέψεις 67 έως 70), ότι η προσβαλλόμενη οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη εξουσία εκτίμησης τέτοιας φύσεως, ώστε να αποκλείεται να αφορά η εν λόγω οδηγία την προσφεύγουσα άμεσα.

88      Επιπλέον, το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά την ημερομηνία άσκησης της υπό κρίση προσφυγής, η χάραξη του διπλού αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου «Nord Stream 2» στην ΑΟΖ της Δανίας, στα ανοικτά της νήσου Bornholm, δεν είχε αποφασιστεί ακόμη. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ότι, προκειμένου να καταδείξει ότι η προσβαλλόμενη οδηγία την αφορά άμεσα, η προσφεύγουσα στηρίζεται στο ενδεχόμενο και μελλοντικό αποτέλεσμα αυτής επί της επίσης μελλοντικής κατάστασής της. Πλην όμως, ο άμεσος επηρεασμός πρέπει να υφίσταται κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής, και τούτο αναμφίβολα δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

89      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη οδηγία δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, κατά την έννοια του «δεύτερου ενδεχομένου» του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο στην απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 59).

90      Επ’ αυτού, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη οδηγία δεν μπορεί, καθεαυτήν, πριν από τη λήψη των εθνικών μέτρων για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη, και ανεξαρτήτως της λήψης των μέτρων αυτών, να επηρεάσει τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος και του περιεχομένου της προσβαλλόμενης οδηγίας, καμία υποχρέωση δεν επιβάλλεται άμεσα στην προσφεύγουσα, δεδομένου ότι κάθε υποχρέωση σχετική με τον διαχωρισμό, την πρόσβαση τρίτων ή τα τιμολόγια τροφοδότησης μπορεί να απορρέει μόνον από τα εθνικά μέτρα μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας αυτής. Εξάλλου, η προσφεύγουσα αναγνώρισε το γεγονός αυτό σε ανταλλαγή εγγράφων προ της κινήσεως από αυτήν διαιτητικής διαδικασίας κατά της Ένωσης βάσει του Χάρτη Ενέργειας, δεδομένου ότι επισήμανε ότι, «[ό]ταν η [προσβαλλόμενη] οδηγία τεθεί σε ισχύ και μεταφερθεί στο γερμανικό δίκαιο, το τμήμα του αγωγού Nord Stream 2 που εμπίπτει στο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ήτοι, το τμήμα που ευρίσκεται στο έδαφος και στα χωρικά ύδατα της Γερμανίας) θα υπόκειται καταρχήν στους κανόνες της οδηγίας [2009/73, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία,] σχετικά, μεταξύ άλλων, με τον διαχωρισμό, την πρόσβαση τρίτων και τη ρύθμιση των τιμολογίων».

91      Όσον αφορά τα μέτρα μεταφοράς της προσβαλλόμενης οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, τα κράτη μέλη διαθέτουν σημαντική εξουσία εκτίμησης σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, πρώτον, την επιλογή μεταξύ τριών μοντέλων διαχωρισμού (μοντέλο πλήρους διαχωρισμού της ιδιοκτησίας, μοντέλο ανεξάρτητου διαχειριστή συστήματος και μοντέλο ανεξάρτητου διαχειριστή μεταφοράς), δεύτερον, τη δυνατότητα παρεκκλίσεων και εξαιρέσεων από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2009/73, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, και, τρίτον, τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της διαδικασίας εξουσιοδότησης για τη σύναψη ή την τροποποίηση των συμφωνιών με τρίτες χώρες, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω διεθνείς συμφωνίες συνάδουν προς το δίκαιο της Ένωσης. Όσον αφορά ειδικώς τις επιτρεπόμενες παρεκκλίσεις, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν διακριτική ευχέρεια κατά τη λήψη των αποφάσεων αυτών, αλλά και κατά τον καθορισμό ευνοϊκών όρων για τον ανταγωνισμό, την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή την ασφάλεια του εφοδιασμού, όρων από τους οποίους μπορούν να εξαρτήσουν την έγκριση των παρεκκλίσεων αυτών.

92      Επιπλέον, η προσβαλλόμενη οδηγία επιβάλλει τη λήψη συμπληρωματικών εκτελεστικών μέτρων από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, για παράδειγμα όσον αφορά τον καθορισμό, τις μεθόδους υπολογισμού και την έγκριση των τιμολογίων, ως προς τα οποία αυτές διαθέτουν διακριτική ευχέρεια.

93      Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί, για τις ανάγκες της νομικής απόδειξης, ότι τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης κατά τη λήψη των εθνικών μέτρων μεταφοράς της προσβαλλόμενης οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, η νομική κατάσταση της προσφεύγουσας εξακολουθεί να μην επηρεάζεται, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη οδηγία παράγει τα νομικά αποτελέσματά της έναντι επιχειρηματία, όπως η προσφεύγουσα, μόνο μέσω των πράξεων που εκδίδουν οι εθνικές αρχές.

94      Το Συμβούλιο εκτιμά επίσης ότι η απόδειξη, από την προσφεύγουσα, του άμεσου επηρεασμού της από την προσβαλλόμενη οδηγία εκκινεί από την εσφαλμένη παραδοχή ότι δεν έχει καμία δυνατότητα να τύχει παρέκκλισης βάσει του άρθρου 49α, το οποίο προστέθηκε προσφάτως στην οδηγία 2009/73 με την προσβαλλόμενη οδηγία, ακόμη και βάσει του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73. Πάντως, αφενός, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη οδηγία δεν επιβάλλει στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να απαιτούν την υποβολή των αιτήσεων παρέκκλισης πριν από τη λήψη επενδυτικής απόφασης ή πριν από την έναρξη της κατασκευής της σχετικής υποδομής φυσικού αερίου. Αφετέρου, η απόφαση έγκρισης ή μη της παρέκκλισης λαμβάνεται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, οι οποίες ενεργούν βάσει της νομοθεσίας περί μεταφοράς της προσβαλλόμενης οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Επιπλέον, επ’ αυτού, οι εν λόγω αρχές έχουν τη δυνατότητα να εξαρτήσουν τις παρεκκλίσεις αυτές από ειδικούς όρους καθοριζόμενους από αυτές.

95      Τέλος, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης οδηγίας επί της οικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απόδειξη του άμεσου επηρεασμού της νομικής κατάστασής της από την εν λόγω οδηγία.

96      Στο δικόγραφο της προσφυγής και στις παρατηρήσεις της επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη οδηγία την αφορά άμεσα. Κατ’ αυτήν, ανεξαρτήτως της θεωρούμενης δυνατότητας εξασφάλισης παρέκκλισης από τη γερμανική ρυθμιστική αρχή βάσει του άρθρου 49α, όπως αυτό προστέθηκε στην οδηγία 2009/73 με την προσβαλλόμενη οδηγία, ακόμη και βάσει του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73, το οποίο πάντως μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στις «νέες υποδομές», περίπτωση στην οποία δεν μπορεί να υπαχθεί ο αγωγός «Nord Stream 2», οι απαιτήσεις της οδηγίας 2009/73 εφαρμόζονται πλέον στην προσφεύγουσα. Αυτό ισχύει για τις υποχρεώσεις όσον αφορά τον διαχωρισμό συστημάτων μεταφοράς και διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2009/73, την υποχρέωση παροχής πρόσβασης στον αγωγό αερίου της σε τρίτους, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 32 της οδηγίας αυτής, και τις υποχρεώσεις όσον αφορά τα τιμολόγια, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 41, παράγραφοι 1 και 6, της εν λόγω οδηγίας, καθώς και στην αντίστοιχη γερμανική νομοθεσία περί μεταφοράς.

97      Οι νέες αυτές υποχρεώσεις αναμένεται να επιφέρουν σημαντικές μεταβολές στην περίπτωση της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι αυτή θα πρέπει, προκειμένου να συμμορφωθεί προς αυτές, να πωλήσει το σύνολο του αγωγού αερίου «Nord Stream 2» σε τρίτο ή να τροποποιήσει πλήρως την οργανωτική και επιχειρηματική δομή της, γεγονός που θα κλονίσει θεμελιωδώς τη βάση της χρηματοδότησης της υποδομής αυτής, στην οποία μετέχουν, επιπλέον, ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.

98      Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη οδηγία δεν παρέχει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κράτος μέλος στα χωρικά ύδατα του οποίου ευρίσκεται το σχετικό τμήμα του αγωγού αερίου Nord Stream 2, κανένα πραγματικό περιθώριο εκτίμησης κατά την εφαρμογή της οδηγίας αυτής, διότι οι κανόνες σχετικά με τον διαχωρισμό, την πρόσβαση των τρίτων και τη ρύθμιση των τιμολογίων εφαρμόζονται στην προσφεύγουσα χωρίς δυνατότητα παρέκκλισης από τις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 2009/73, βάσει του άρθρου 49α, που προστέθηκε προσφάτως στην οδηγία αυτή με την προσβαλλόμενη οδηγία.

99      Πάντως, καθεμία από τις επιλογές που προβλέπονται στην προσβαλλόμενη οδηγία όσον αφορά τον διαχωρισμό θα έχει σημαντικά αποτελέσματα επί της κατάστασης της προσφεύγουσας, επηρεάζοντας θεμελιωδώς την ιδιοκτησιακή και την επιχειρηματική διάρθρωσή της. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η Γερμανία υποχρεούται να ζητήσει από την προσφεύγουσα να συμμορφωθεί προς τουλάχιστον μία από τις τρεις αυτές επιλογές, το κράτος μέλος αυτό δεν έχει «τη δυνατότητα να ενεργήσει ή να μην ενεργήσει», όπως αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 53 της διάταξης της 22ας Ιουνίου 2006, Sahlstedt κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑150/05, EU:T:2006:172), και, επομένως, «[τ]ο γεγονός […] ότι θίγεται η νομική κατάσταση [της προσφεύγουσας] οφείλεται στην απαίτηση να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό», όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο στη σκέψη 63 της απόφασης της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM (C‑125/06 P, EU:C:2008:159).

100    Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι εταιρία σε κατάσταση όπως αυτή της προσφεύγουσας, η οποία επιθυμούσε να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις της προσβαλλόμενης οδηγίας προκειμένου να είναι έτοιμη να εκμεταλλευθεί αγωγό αερίου, όπως ο «Nord Stream 2», κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που τάχθηκε στα κράτη μέλη για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη τους, ήτοι στις 24 Φεβρουαρίου 2020, έπρεπε να ξεκινήσει αμέσως τις αναγκαίες τροποποιήσεις, και τούτο αποδεικνύει, κατά την προσφεύγουσα, την ύπαρξη νομικών αποτελεσμάτων της οδηγίας αυτής επί της κατάστασή της.

101    Επιπλέον, όσον αφορά τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να εξασφαλίσει από τη γερμανική ρυθμιστική αρχή παρέκκλιση βάσει του νέου άρθρου 49α της οδηγίας 2009/73, το οποίο προστέθηκε σε αυτήν από την προσβαλλόμενη οδηγία, παρέκκλιση η οποία μπορούσε, κατά το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, να καταργήσει στην πράξη όλα τα νομικά αποτελέσματα της προσβαλλόμενης οδηγίας επί της κατάστασής της, η προσφεύγουσα θεωρεί βέβαιο ότι τυχόν αίτηση έγκρισης τέτοιας παρέκκλισης υπέρ της θα απορριπτόταν. Συγκεκριμένα, τέτοια παρέκκλιση θα μπορούσε να εγκριθεί μόνον εάν η σχετική υποδομή φυσικού αερίου είχε «ολοκληρωθεί πριν από τις 23 Μαΐου 2019», κάτι το οποίο δεν συνέβαινε στην περίπτωση του «Nord Stream 2». Στην πραγματικότητα, το πραγματικό ζήτημα ουσίας είναι αυτό του περιεχομένου της προϋπόθεσης αυτής που περιορίζει το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 49α, πράγμα που θα δικαιολογούσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να εξετάσει τις ενστάσεις απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υπόθεσης και να τάξει προθεσμία για την υποβολή των υπομνημάτων αντικρούσεως του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

102    Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση να αφορά η πράξη της Ένωσης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η οποία προβλέπεται στο «δεύτερο ενδεχόμενο» του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απαιτεί να συντρέχουν σωρευτικώς δύο κριτήρια, ήτοι η πράξη αυτή πρέπει, αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης της προσφεύγουσας και, αφετέρου, να μην καταλείπει εξουσία εκτίμησης στους αποδέκτες της που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της, δεδομένου ότι αυτή έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (διάταξη της 19ης Ιουνίου 2008, US Steel Košice κατά Επιτροπής, C‑6/08 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:356, σκέψη 60, και απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 42).

103    Το αυτό ισχύει όταν η δυνατότητα των αποδεκτών να μη δώσουν συνέχεια στην προσβαλλόμενη πράξη της Ένωσης είναι αμιγώς θεωρητική, καθόσον δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς τη βούλησή τους να συναγάγουν συνέπειες σύμφωνες προς την πράξη αυτή (βλ. διάταξη της 19ης Ιουνίου 2008, US Steel Košice κατά Επιτροπής, C‑6/08 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:356, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2019, Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής, C‑342/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1043, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

104    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, γενικώς, από την έναρξη ισχύος της προσβαλλόμενης οδηγίας, τμήμα των αγωγών μεταφοράς αερίου των φορέων εκμετάλλευσης αγωγών φυσικού αερίου, όπως η προσφεύγουσα, και συγκεκριμένα το τμήμα που ευρίσκεται μεταξύ κράτους μέλους και τρίτου κράτους έως τα σύνορα των κρατών μελών ή το τμήμα που ευρίσκεται στα χωρικά ύδατα κράτους μέλους, ενδέχεται να υπόκειται πλέον στις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την οδηγία 2009/73 και τις εθνικές διατάξεις περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας αυτής, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία.

105    Εντούτοις, οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις στις οποίες θα υπόκειται, βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2009/73, όπως τροποποιήθηκε, τμήμα των αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου ορισμένων φορέων εκμετάλλευσης, όπως η προσφεύγουσα, καθώς και ο τρόπος επακριβούς καθορισμού των υποχρεώσεων αυτών, θα εξαρτηθούν από τα εθνικά μέτρα περί μεταφοράς τα οποία θα λάβει ή έλαβε βάσει του άρθρου 2 της προσβαλλόμενης οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το κράτος μέλος στα χωρικά ύδατα του οποίου ευρίσκεται το τμήμα αυτό του αγωγού, το αργότερο έως τις 24 Φεβρουαρίου 2020.

106    Συγκεκριμένα, μια οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να δημιουργεί υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και, επομένως, δεν χωρεί επίκλησή της από τις εθνικές αρχές κατά επιχειρήσεων ελλείψει μέτρων περί μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, τα οποία έχουν προηγουμένως ληφθεί από τις αρχές αυτές (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall, 152/84, EU:C:1986:84, σκέψη 48, και διάταξη της 7ης Ιουλίου 2014, Group’Hygiène κατά Επιτροπής, T‑202/13, EU:T:2014:664, σκέψη 33· πρβλ., επίσης, απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, Faccini Dori, C‑91/92, EU:C:1994:292, σκέψεις 20 και 25).

107    Επομένως, οι διατάξεις της προσβαλλόμενης οδηγίας, ανεξαρτήτως του αν είναι σαφείς και αρκούντως ακριβείς, δεν μπορούν να αποτελούν ευθεία ή άμεση πηγή υποχρεώσεων για την προσφεύγουσα, ικανών, για τον λόγο αυτό, να επηρεάσουν άμεσα τη νομική κατάστασή της, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πριν από τη λήψη των κρατικών μέτρων για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη και ανεξαρτήτως της λήψης των μέτρων αυτών (πρβλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑172/98 και T‑175/98 έως T‑177/98, EU:T:2000:168, σκέψη 54, και διάταξη της 7ης Ιουλίου 2014, Group’Hygiène κατά Επιτροπής, T‑202/13, EU:T:2014:664, σκέψη 33). Ειδικότερα, η γερμανική ρυθμιστική αρχή δεν μπορεί, χωρίς τη λήψη από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας των μέτρων περί μεταφοράς της προσβαλλόμενης οδηγίας, να απαιτήσει από την προσφεύγουσα να εκπληρώσει τις νέες υποχρεώσεις που ισχύουν στην περίπτωσή της, όπως προβλέπεται από την εν λόγω οδηγία.

108    Συναφώς, το γεγονός ότι, πλέον, οι δραστηριότητες της προσφεύγουσας διέπονται εν μέρει από το δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα από την τροποποιημένη οδηγία 2009/73, δεν αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, παρά συνέπεια της επιλογής της να αναπτύξει και να διατηρήσει τη δραστηριότητά της στο έδαφος της Ένωσης, και συγκεκριμένα στα χωρικά ύδατα ενός εκ των κρατών μελών της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ., C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψεις 127 και 128). Εντούτοις, αυτή καθεαυτήν η προσβαλλόμενη οδηγία, από την έναρξη ισχύος της, δεν παράγει άμεσα και συγκεκριμένα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης επιχειρηματιών όπως η προσφεύγουσα και, εν πάση περιπτώσει, δεν παράγει τέτοια αποτελέσματα πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο, η οποία προβλέπεται στο άρθρο της 2, παράγραφος 1.

109    Εξάλλου, εάν γίνει δεκτή η άποψη της προσφεύγουσας ότι η νομική κατάστασή της επηρεάστηκε άμεσα από την έναρξη ισχύος της προσβαλλόμενης οδηγίας, για τον λόγο ότι η εκμετάλλευση του δικτύου του διπλού αγωγού αερίου «Nord Stream 2» δεν θα ενέπιπτε άλλως στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/73, τούτο θα συνεπαγόταν ότι, οσάκις η Ένωση θεσπίζει νέα νομοθεσία σε έναν τομέα επιβάλλοντας σε επιχειρηματίες υποχρεώσεις τις οποίες δεν υπείχαν προηγουμένως, η νομοθεσία αυτή, έστω και αν θεσπιστεί υπό μορφή οδηγίας και κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, θα επηρεάζει κατ’ ανάγκην και άμεσα τους επιχειρηματίες, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η προσέγγιση αυτή, όμως, θα προσέκρουε στο ίδιο το γράμμα του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο «[η] οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών», και, ως εκ τούτου, στο γεγονός ότι η νομική κατάσταση των επιχειρηματιών επηρεάζεται καταρχήν από τα εθνικά μέτρα περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε οδηγίας.

110    Επομένως, εν προκειμένω, οι επιχειρηματίες, όπως η προσφεύγουσα, θα υποβληθούν ή υποβάλλονται, υπό τις προϋποθέσεις που θεσπίζουν τα κράτη μέλη, στις υποχρεώσεις της οδηγίας 2009/73, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, μόνο μέσω των εθνικών μέτρων μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της προσβαλλόμενης οδηγίας, τα οποία έλαβαν ή θα λάβουν τα κράτη μέλη, και συγκεκριμένα η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην περίπτωση της προσφεύγουσας (πρβλ. διατάξεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑223/01, EU:T:2002:205, σκέψη 47, και της 7ης Ιουλίου 2014, Group’Hygiène κατά Επιτροπής, T‑202/13, EU:T:2014:664, σκέψεις 33 και 36).

111    Επ’ αυτού, αφενός, κατά την ημερομηνία άσκησης της υπό κρίση προσφυγής, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είχε λάβει τέτοια μέτρα περί μεταφοράς. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τα εθνικά μέτρα περί μεταφοράς, τα οποία τα κράτη μέλη έπρεπε να λάβουν ώστε να καταστήσουν δεσμευτικές, ως προς τους επιχειρηματίες, το αργότερο έως τις 24 Φεβρουαρίου 2020, τις υποχρεώσεις της οδηγίας 2009/73, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία, τα εν λόγω κράτη μέλη διέθεταν εξουσία εκτίμησης όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας αυτής.

112    Συγκεκριμένα, αφενός, όσον αφορά τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2009/73, όπως τροποποιήθηκε, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, βάσει του νέου πρώτου εδαφίου της παραγράφου 8, καθώς και της παραγράφου 9, αυτού του άρθρου 9, διατάξεων οι οποίες προστέθηκαν με την προσβαλλόμενη οδηγία, να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την υποχρέωση διαχωρισμού συστημάτων μεταφοράς και διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς, η οποία προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 9, παράγραφος 1. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη «δύνανται» να λάβουν τέτοια απόφαση για το τμήμα του συστήματος μεταφοράς φυσικού αερίου που συνδέει κράτος μέλος με τρίτη χώρα, ανάμεσα στα σύνορα του εν λόγω κράτους μέλους και το πρώτο σημείο διασύνδεσης με το δίκτυο του εν λόγω κράτους μέλους, εφόσον, στις 23 Μαΐου 2019, το σύστημα μεταφοράς ανήκε σε κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση και, αφετέρου, εφόσον στις 23 Μαΐου 2019 το σύστημα μεταφοράς ανήκε σε κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση και υφίσταντο διατάξεις που διασφάλιζαν ουσιαστικότερη ανεξαρτησία του διαχειριστή συστήματος μεταφοράς απ’ ό,τι οι διατάξεις του κεφαλαίου IV της οδηγίας 2009/73.

113    Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει, εξάλλου, τη δυνατότητα αυτή υπογραμμίζοντας ότι «[ε]ίναι επίσης ορθό ότι, όσον αφορά τον διαχωρισμό της ιδιοκτησίας, η οδηγία [2009/73, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη οδηγία] παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίσουν εναλλακτικές δυνατότητες αντί του πλήρους διαχωρισμού, ήτοι το μοντέλο ανεξάρτητου διαχειριστή συστήματος […] και το μοντέλο ανεξάρτητου διαχειριστή μεταφοράς». Ομοίως, διαπιστώνεται ότι, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73, το οποίο προσέθεσε η προσβαλλόμενη οδηγία, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν το άρθρο 9, παράγραφος 1, και, κατόπιν πρότασης του ιδιοκτήτη του συστήματος μεταφοράς, και με την έγκριση της Επιτροπής, να διορίσουν ανεξάρτητο διαχειριστή συστήματος.

114    Αφετέρου, βάσει των τροποποιήσεων που επέφερε η προσβαλλόμενη οδηγία στην οδηγία 2009/73, ιδίως αυτών που αφορούν το άρθρο 36 και την προσθήκη του άρθρου 49α, οι εθνικές αρχές δύνανται να αποφασίσουν να εγκρίνουν, όσον αφορά «κύρια νέα υποδομή φυσικού αερίου» και «αγωγούς μεταφοράς αερίου μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας που έχουν ολοκληρωθεί πριν από τις 23 Μαΐου 2019», παρεκκλίσεις από ορισμένα άρθρα της τροποποιημένης οδηγίας 2009/73 και συγκεκριμένα, όσον αφορά το άρθρο 36, παρεκκλίσεις από τα άρθρα 9, 32, 33, 34, καθώς και από το άρθρο 41, παράγραφοι 6, 8 και 10, και, όσον αφορά το άρθρο 49α, παρεκκλίσεις από τα άρθρα 9, 10, 11, 32 και από το άρθρο 41, παράγραφοι 6, 8 και 10.

115    Συναφώς, απόκειται στα κράτη μέλη να λάβουν τα εθνικά μέτρα τα οποία παρέχουν στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να ζητήσουν τέτοιες παρεκκλίσεις υπέρ τους, καθορίζοντας ειδικότερα τις προϋποθέσεις εξασφάλισης των παρεκκλίσεων αυτών ως προς τα γενικά κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 49α της οδηγίας 2009/73, όπως τροποποιήθηκε, καθώς και τη διαδικασία που θα παρέχει στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές τη δυνατότητα να αποφαίνονται επί τέτοιων αιτήσεων εντός των προβλεπόμενων από την προσβαλλόμενη οδηγία προθεσμιών. Επιπλέον, για τον σκοπό της εφαρμογής των προϋποθέσεων αυτών, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την έγκριση των παρεκκλίσεων αυτών και τις τυχόν ειδικές προϋποθέσεις από τις οποίες μπορούν να εξαρτήσουν τις παρεκκλίσεις αυτές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2019, Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής, C‑342/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1043, σκέψεις 48 έως 53).

116    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι διατάξεις της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν αφορούν άμεσα την προσφεύγουσα.

117    Τέλος, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί τη λύση που προέκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM (C‑125/06 P, EU:C:2008:159). Συγκεκριμένα, η υπόθεση εκείνη αφορούσε απόφαση της Επιτροπής απευθυνόμενη στα κράτη μέλη πλην του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, με την οποία η Επιτροπή είχε εγκρίνει τα μέτρα που έλαβε το κράτος αυτό, τότε μέλος της Ένωσης, με αποτέλεσμα να επιβληθούν στους εθνικούς τηλεοπτικούς οργανισμούς ορισμένοι περιορισμοί σε περίπτωση που σκόπευαν να αναμεταδώσουν εκδηλώσεις που είχαν χαρακτηρισθεί ως μείζονος σημασίας, για τις οποίες η προσφεύγουσα είχε αποκτήσει αποκλειστικά δικαιώματα. Επομένως, η νομική και πραγματική κατάσταση της εν λόγω υπόθεσης ουδόλως μπορεί να συγκριθεί με αυτή της υπό κρίση υπόθεσης, η οποία αφορά μόνο μία οδηγία και η οποία, επιπλέον, δεν είναι ασυνήθης.

118    Από το σύνολο των προεκτεθεισών παρατηρήσεων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη οδηγία δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα. Δεδομένου, όμως, ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο «δεύτερο ενδεχόμενο» του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι σωρευτικές, η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται ότι δεν έχει η προσφεύγουσα νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης οδηγίας βάσει του δεύτερου αυτού ενδεχομένου (πρβλ. απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2019, Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής, C‑342/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1043, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

119    Επισημαίνεται επιπλέον ότι, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν την προσβαλλόμενη πράξη υπό μορφή οδηγίας ή ακόμη ότι αποφάσισαν να προβλέψουν, βάσει του νέου άρθρου 49α της οδηγίας 2009/73, όπως τροποποιήθηκε, δυνατότητα παρέκκλισης μόνο για τους αγωγούς «που έχουν ολοκληρωθεί πριν από τις 23 Μαΐου 2019» δεν είναι ικανό να περιορίσει το δικαίωμά της σε πραγματική ένδικη προσφυγή βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

120    Συγκεκριμένα, η Συνθήκη ΛΕΕ, με τα άρθρα της 263 και 277, αφενός, και με το άρθρο της 267, αφετέρου, καθιέρωσε ένα πλήρες σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτόν στον δικαστή της Ένωσης (αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, 294/83, EU:C:1986:166, σκέψη 23, της 25ης Ιουλίου 2002, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, C‑50/00 P, EU:C:2002:462, σκέψη 40, και της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 92).

121    Με τον τρόπο αυτό, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, όπως η προσφεύγουσα, που δεν μπορούν, λόγω των προϋποθέσεων παραδεκτού που καθορίζει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να προσβάλουν ευθέως πράξεις γενικής ισχύος της Ένωσης, προστατεύονται από την εφαρμογή έναντι αυτών των εν λόγω πράξεων (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 93).

122    Συγκεκριμένα, στην περίπτωσή της, η προσφεύγουσα μπορεί να ζητήσει από τη γερμανική ρυθμιστική αρχή παρέκκλιση βάσει του άρθρου 49α, ακόμη και βάσει του άρθρου 36, της οδηγίας 2009/73, όπως τροποποιήθηκε, και, ενδεχομένως, να προσβάλει την απόφαση της αρχής αυτής ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου, προβάλλοντας το ανίσχυρο της προσβαλλόμενης οδηγίας και οδηγώντας το δικαστήριο αυτό να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το κύρος της προσβαλλόμενης οδηγίας βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2019, Pebagua κατά Επιτροπής, C‑204/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:425, σκέψεις 67 και 68, και της 4ης Δεκεμβρίου 2019, Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής, C‑342/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1043, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

123    Επ’ αυτού, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν θα συνέτρεχε κανένας λόγος ώστε μια τέτοια προδικαστική παραπομπή να κριθεί απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα μπορεί αναμφίβολα να ζητήσει παραδεκτώς την ακύρωση της προσβαλλόμενης οδηγίας βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κατά την έννοια της νομολογίας που προκύπτει από την απόφαση της 9ης Μαρτίου 1994, TWD Textilwerke Deggendorf (C‑188/92, EU:C:1994:90), και διευκρινίστηκε προσφάτως στην απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Georgsmarienhütte κ.λπ. (C‑135/16, EU:C:2018:582, σκέψη 43). Αντιθέτως, η απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής ως απαράδεκτης επιβεβαιώνει ότι η προσφεύγουσα δεν διαθέτει ενεργητική νομιμοποίηση βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

124    Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεμελιώσει τη νομιμοποίησή της για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης οδηγίας σε κανένα από τα ενδεχόμενα που προβλέπονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

 Επί του αιτήματος λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας

125    Στο αίτημα λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι πολλά χωρία έχουν ήδη απαλειφθεί από τα 25 έγγραφα στα οποία το Συμβούλιο παρέσχε μερική μόνον πρόσβαση, απαντώντας στις αιτήσεις του υπαλλήλου της. Επομένως, έχει λόγους να πιστεύει ότι τα εν λόγω απαλειφθέντα χωρία είναι πολύ κρίσιμα για την έκβαση της υπό κρίση προσφυγής, δεδομένου ότι περιέχουν πιθανώς πληροφορίες που αποδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη οδηγία, την οποία εξέδωσε ο νομοθέτης της Ένωσης, την αφορούσε ειδικώς. Ως απόδειξη, μνημονεύει το γεγονός ότι εξασφάλισε, προφανώς από άλλη πηγή, το πλήρες κείμενο δύο εκ των 25 εγγράφων στα οποία δεν της παρασχέθηκε πλήρης πρόσβαση. Κατά την προσφεύγουσα, τα δύο αυτά έγγραφα, τα οποία περιέχουν τις παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας επί της πρότασης οδηγίας, αποδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη οδηγία την αφορούσε ειδικώς.

126    Επομένως, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει το Συμβούλιο να προσκομίσει το πλήρες κείμενο των 25 εγγράφων στα οποία παρασχέθηκε στον υπάλληλό της μερική μόνον πρόσβαση, καθώς και τα δύο έγγραφα τα οποία το Συμβούλιο αρνήθηκε να γνωστοποιήσει, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι μπορούν να απαλειφθούν από τα εν λόγω κείμενα τυχόν χωρία τα οποία αφορούν συμβουλές της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου ή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

127    Στις παρατηρήσεις του επί του αιτήματος λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο κατ’ ουσίαν από το Κοινοβούλιο, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, κατά κύριο λόγο, να απορρίψει το αίτημα αυτό, διότι τα ζητηθέντα έγγραφα είναι προδήλως αλυσιτελή όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας. Εξάλλου, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει, έστω εμμέσως, τη νομιμότητα των αποφάσεων που αυτό εξέδωσε, απαντώντας στις αιτήσεις υπαλλήλου της προσφεύγουσας, βάσει του κανονισμού 1049/2001, και ότι θα πρέπει, αντιθέτως, να απορρίψει την απόπειρα της προσφεύγουσας να κινήσει μια καταχρηστική διαδικασία αίτησης παροχής εγγράφων (document discovery) και να καταστρατηγήσει τον οριστικό χαρακτήρα, ελλείψει ένδικου βοηθήματος βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, των αποφάσεων άρνησης πρόσβασης που απευθύνονταν στον υπάλληλό της. Το Συμβούλιο ζητεί, επίσης, από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει, εν πάση περιπτώσει, την αφαίρεση από τη δικογραφία των εγγράφων που προσκομίστηκαν ως παραρτήματα M.26 και M.30 του αιτήματος λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, διότι η προσφεύγουσα τα απέκτησε παρανόμως και, ως εκ τούτου, τα προσκόμισε και τα προσάρτησε στο αίτημά της παρανόμως.

128    Υπογραμμίζοντας ότι το Δικαστήριο επιλήφθηκε παρόμοιου ζητήματος στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft (C‑72/15, EU:C:2017:236), στην οποία η προσφεύγουσα επιδίωκε να χρησιμοποιήσει την προβλεπόμενη στον κανονισμό 1049/2001 διαδικασία για την εξασφάλιση εγγράφων από θεσμικό όργανο προκειμένου να τεκμηριώσει, ως ιδιώτης, τα επιχειρήματά της σε διαφορά με αντίδικο την Ένωση, το Συμβούλιο επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επιδιώκει να εξασφαλίσει από το Γενικό Δικαστήριο την έγκριση, ενόψει της μεταγενέστερης χρήσης τους στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας που έχει κινήσει κατά της Ένωσης, της κατοχής από την προσφεύγουσα των εγγράφων που αποκαλύπτουν τις εσωτερικές συζητήσεις και τις προκαταρκτικές θέσεις των κρατών μελών όσον αφορά την προσβαλλόμενη οδηγία, ενώ το Συμβούλιο αρνήθηκε την πρόσβαση στα πλήρη κείμενα αυτών βάσει του κανονισμού 1049/2001.

129    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα έγγραφα που αφορά το αίτημα λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας είναι ικανά να αποδείξουν, από την άποψη της προσφεύγουσας, τον ατομικό επηρεασμό αυτής από την προσβαλλόμενη οδηγία. Πλην όμως, στο μέτρο που η έλλειψη άμεσου επηρεασμού της νομικής κατάστασης της προσφεύγουσας, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, αρκεί για να θεωρηθεί ότι δεν νομιμοποιείται για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης οδηγίας, η υπό κρίση προσφυγή μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτη χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του αιτήματος λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας.

130    Όσον αφορά την αίτηση του Συμβουλίου περί αφαίρεσης από τη δικογραφία των δύο εγγράφων που προσκόμισε η προσφεύγουσα ως παραρτήματα M.26 και M.30, υπογραμμίζεται ότι, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα στο έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2020, στο οποίο εξέφρασε αυθορμήτως τη θέση της επί της συμπληρωματικής αυτής αίτησης του Συμβουλίου, το συγκεκριμένο παρεμπίπτον δικονομικό ζήτημα δεν είναι υποχρεωτικό να προβληθεί με χωριστό δικόγραφο, βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, και μπορεί επιπλέον να προβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Είναι, επομένως, παραδεκτή η αίτηση που διατυπώνει το Συμβούλιο με τις παρατηρήσεις του επί του αιτήματος λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας.

131    Επ’ αυτού, υπογραμμίζεται ότι τα δύο επίδικα έγγραφα περιέχουν θέσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης οδηγίας.

132    Στο έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2020, η προσφεύγουσα αντικρούει το επιχείρημα περί παράνομης κατοχής των εν λόγω εγγράφων. Αφενός, υπογραμμίζει ότι αυτά δεν φέρουν τη μνεία «Restreint UE/EU Restricted» και επισημαίνουν απλώς ότι προορίζονται για εσωτερική χρήση ομάδας αποδεκτών και ότι η επεξεργασία, καθώς και η μεταγενέστερη διανομή των εν λόγω εγγράφων, είναι αποκλειστική ευθύνη των μελών της εν λόγω ομάδας. Αφετέρου, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, «[ε]άν μέλος της ομάδας αυτής γνωστοποιήσει σε [αυτήν] ένα έγγραφο, δεν είναι αντιληπτό πώς αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται την τέλεση παράνομης πράξης εκ μέρους [της]».

133    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι στο έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2020 η προσφεύγουσα δεν κατονόμασε τον μόνιμο αντιπρόσωπο των κρατών μελών της Ένωσης, μέλος της ομάδας των αποδεκτών των δύο επίδικων εγγράφων, ο οποίος της παρέσχε την άδεια να έχει στην κατοχή της τα εν λόγω έγγραφα. Δεν επικαλέστηκε ούτε τη συμφωνία του μονίμου αντιπροσώπου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ως συντάκτη των εν λόγω εγγράφων. Δεν προκύπτει επίσης ότι, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 (βλ., επί της δυνατότητας αυτής, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψεις 85 έως 89), το εν λόγω κράτος μέλος παρέσχε σιωπηρώς ή ρητώς τη συμφωνία του για τη διαβίβαση των εν λόγω σχολίων στην προσφεύγουσα, είτε πριν από είτε μετά τη μερική απόρριψη από το Συμβούλιο των αιτήσεων του υπαλλήλου της προσφεύγουσας.

134    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα πλήρη κείμενα των σχολίων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, τα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης οδηγίας, αποκτήθηκαν νομίμως.

135    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση του Συμβουλίου περί αφαίρεσης από τη δικογραφία των εγγράφων που προσκόμισε η προσφεύγουσα ως παραρτήματα M.26 και M.30, με την επισήμανση, εν πάση περιπτώσει, αφενός, ότι τα έγγραφα αυτά δεν είναι ικανά να αποδείξουν τον άμεσο επηρεασμό της προσφεύγουσας βάσει του δεύτερου ενδεχομένου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα να μη συντρέχει λόγος ώστε το Γενικό Δικαστήριο να ζητήσει την προσκόμισή τους προκειμένου να αποφανθεί επί των ενστάσεων απαραδέκτου, και, αφετέρου, ότι η γνωστοποίηση του περιεχομένου των εγγράφων αυτών, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα και πραγματικά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, αποδυναμώνοντας ιδίως τη θέση της Ένωσης στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας που κίνησε εναντίον της η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων, διότι η λήψη από το Γενικό Δικαστήριο του μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας που προτείνει η προσφεύγουσα θα έτεινε να νομιμοποιήσει την κατοχή του πλήρους κειμένου των εγγράφων αυτών από αυτήν.

 Επί των αιτήσεων παρεμβάσεως

136    Κατά το άρθρο 144, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ο καθού καταθέσει ένσταση απαραδέκτου ή αναρμοδιότητας, κατά το άρθρο 130, παράγραφος 1, απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως λαμβάνεται μόνον αφού το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει την ένσταση ή αποφασίσει ότι θα την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως. Επιπλέον, κατά το άρθρο 142, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η παρέμβαση καθίσταται άνευ αντικειμένου, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που η προσφυγή κριθεί απαράδεκτη.

137    Δεδομένου ότι οι ενστάσεις απαραδέκτου έγιναν εν προκειμένω δεκτές και ότι η παρούσα διάταξη περατώνει, ως εκ τούτου, τη δίκη, παρέλκει η εξέταση των αιτήσεων παρεμβάσεως που υπέβαλαν η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Δημοκρατία της Λεττονίας, η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Επιτροπή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

138    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο διατύπωσαν τέτοιο αίτημα, η προσφεύγουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

139    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στην ένδικη διαδικασία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 144, παράγραφος 10, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν η δίκη επί της κύριας υποθέσεως τερματιστεί πριν ληφθεί απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως, ο αιτών την παρέμβαση και οι κύριοι διάδικοι φέρουν έκαστος τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά τους. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, καθώς και η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Δημοκρατία της Λεττονίας, η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Επιτροπή θα πρέπει να φέρουν έκαστος τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

διατάσσει:

Τα έγγραφα που προσκόμισε η Nord Stream 2 AG ως παραρτήματα A.14 και O.20 αφαιρούνται από τη δικογραφία και δεν πρέπει να ληφθούν πλέον υπόψη τα χωρία του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων στα οποία παρατίθενται αποσπάσματα από τα έγγραφα αυτά.Η παρεμπίπτουσα αίτηση που υπέβαλε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρίπτεται κατά τα λοιπά.Τα έγγραφα που προσκόμισε η Nord Stream 2 ως παραρτήματα M.26 και M.30 αφαιρούνται από τη δικογραφία.Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.Παρέλκει η απόφανση επί των αιτήσεων παρεμβάσεως της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.Καταδικάζει τη Nord Stream 2 στα δικαστικά έξοδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, πλην εκείνων που αφορούν τις αιτήσεις παρεμβάσεως.Η Nord Stream 2, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, καθώς και η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Δημοκρατία της Λεττονίας, η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Επιτροπή φέρουν έκαστος τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά του.

Λουξεμβούργο, 20 Μαΐου 2020.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.