Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 26 Φεβρουαρίου 2024 η BdM Banca SpA, πρώην Banca Popolare di Bari SpA, κατά της αποφάσεως την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στις 20 Δεκεμβρίου 2023, στην υπόθεση T-415/21, Banca Popolare di Bari κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-145/24 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: BdM Banca SpA, πρώην Banca Popolare di Bari SpA (εκπρόσωποι: A. Zoppini, D. Gallo, G. Parisi, avvocati)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

(i)     να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Δεκεμβρίου 2023, T-415/21, EU:T:2023:833, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο:

α)    έκρινε απαράδεκτη την αγωγή κατά το μέρος που αφορούσε τις ζημίες σχετικά με τη μείωση του προσωπικού·

β)    έκρινε ότι η κατά τη νυν αναιρεσείουσα παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής δεν συνιστούσε κατάφωρη παράβαση·

γ)    δεν αποφάνθηκε επί της υπάρξεως των ζημιών που υπέστη η τράπεζα ούτε επί του χαρακτηρισμού τους, έκρινε δε ότι δεν υφίστατο αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της κατά την αναιρεσείουσα παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής και των ζημιών που υπέστη η αναιρεσείουσα τράπεζα·

(ii)    ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

α)    να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς και, λαμβανομένων υπόψη όλων των λόγων και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν με τα δικόγραφα τα οποία κατατέθηκαν στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της υπάρξεως ζημίας και της ποσοτικής αποτιμήσεώς της, να υποχρεώσει την Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των 203,3 εκατομμυρίων ευρών προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, καθώς και προσήκοντος ύψους ποσό ως ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, υπολογιζόμενο κατά δίκαιη και ορθή κρίση, όσον αφορά την προκληθείσα λόγω της επίμαχης αποφάσεως ζημία και βλάβη, και να την καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας·

β)    επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των αιτημάτων της νυν αναιρεσείουσας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τους εξής λόγους:

I     Παράβαση του άρθρου 46, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε την αγωγή απαράδεκτη κατά το μέρος που αφορούσε τις ζημίες σχετικά με τη μείωση του προσωπικού. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα την εν λόγω διάταξη, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο είδος ζημίας που προέβαλε η BdM Banca SpA προδήλως δεν μπορούσε να θεωρηθεί στιγμιαίο, δεδομένου ότι συντελούνταν με την πάροδο του χρόνου, στο μέτρο που εφαρμοζόταν η μείωση του προσωπικού του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

II    Παράβαση του άρθρου 340, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η κατά την αναιρεσείουσα παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής δεν συνιστούσε κατάφωρη παράβαση. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να επισημάνει ότι η Επιτροπή ουδόλως διέθετε διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να διαπιστώσει και να αποφανθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε «κατάφωρη παράβαση» της εν λόγω διατάξεως. Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη «κατάφωρης παραβάσεως», δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσει το κριτήριο περί πραγματικής και νομικής περιπλοκότητας των περιστατικών που αποτελούν αντικείμενο της πρωτοδίκως προσβαλλομένης αποφάσεως 1 , επειδή, αφενός, το σχετικό με την περιπλοκότητα κριτήριο αποτελεί πάγιο στοιχείο μόνον της νομολογίας σχετικά με την εξέταση προσφυγών ακυρώσεως αποφάσεων της Επιτροπής, ενώ υφίστανται αμφιβολίες ως προς το αν το συγκεκριμένο κριτήριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, συγκεκριμένα δε προκύπτει ότι το κριτήριο δεν έχει χρησιμοποιηθεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο αυτό. Αφετέρου, πρωτίστως, σε περίπτωση κατά την οποία θα γινόταν δεκτό ότι η συλλογιστική αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής και στο πλαίσιο αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι ο προβαλλόμενος περίπλοκος χαρακτήρας δεν έγινε δεκτός κατ’ αρχάς από το Γενικό Δικαστήριο, στην απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Ιταλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, (T-98/16, T-196/16 και T-198/16, EU:T:2019:167), εν συνεχεία δε από το Δικαστήριο, στην απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Ιταλίας κ.λπ. (C-425/19 P, EU:C:2021:154).

III    Παράβαση του άρθρου 340, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 91, στοιχείο ε΄, και 96 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της κατά την αναιρεσείουσα παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής και των ζημιών που υπέστη η BdM Banca SpA. Ειδικότερα, αποκλείοντας την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας για τον λόγο ότι η BdM Banca SpA δεν διέκρινε την πελατεία της από εκείνη της Tercas, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 340, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη περίσταση στερείται σημασίας εν προκειμένω, διότι, κατόπιν της απορροφήσεως της Tercas από την BdM Banca SpA (τότε Banca Popolare di Bari), είναι αδύνατος ο διαχωρισμός των πελατών της μίας τράπεζας από εκείνους της άλλης. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 340 ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε ότι η εκούσια παρέμβαση του FITD υπέρ της Tercas αποτελούσε περίσταση δυνάμενη να αποκλείσει την αιτιώδη συνάφεια, δεδομένου ότι η εναλλακτική λύση που τελικώς επελέγη ήταν, από την οπτική γωνία των πελατών της BdM Banca SpA, σαφώς πιο περίπλοκη από τη λύση που είχε ανακοινωθεί αρχικώς με το προηγούμενο επιχειρηματικό σχέδιο και, συνεπώς, η διαφαινόμενη στην πράξη κατάσταση, ιδίως κατόπιν του μεγάλου επικοινωνιακού αντίκτυπου που είχε στη συνέχεια, προκαλούσε την εντύπωση αβεβαιότητας ως προς τη θετική κατάληξη της διαδικασίας απορροφήσεως των Tercas και Caripe και, γενικότερα, ως προς την ικανότητα της BdM Banca SpA να επιδιώξει την επίτευξη των στρατηγικών στόχων της υπό συνθήκες οικονομικής και περιουσιακής ισορροπίας, όπως προέβαλε και απέδειξε η νυν αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο κακώς συνήγαγε στοιχεία εκ της προγενέστερης αποφάσεώς της 30ής Ιουνίου 2021, Fondazione Cassa di Risparmio di Pesaro κατά Επιτροπής (T‑635/19, EU:T:2021:394), η οποία αφορούσε υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή είχε απλώς εξετάσει την ύπαρξη ενισχύσεως, χωρίς να εκδώσει απόφαση, ενώ στην προκειμένη υπόθεση η Επιτροπή εξέδωσε δεσμευτική απόφαση. Το Γενικό Δικαστήριο υποπίπτει επίσης σε πλάνη αποφαινόμενο ότι υπήρχαν και άλλοι παράγοντες, πέραν της αποφάσεως της Επιτροπής, οι οποίοι συνέβαλαν στην πρόκληση των ζημιών που υπέστη η BdM Banca SpA, καθόσον η ύπαρξη άλλων περιστατικών που ενδεχομένως συνέβαλαν στην πρόκληση των ζημιών της νυν αναιρεσείουσας δεν αποκλείει την ευθύνη της Επιτροπής και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, δεδομένου ότι, κατά το μέγιστο, αυτά μπορούσαν μόνο να επηρεάσουν την ποσοτική αποτίμηση των ζημιών. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο απλώς αποφάνθηκε κατά τρόπο αξιωματικό ότι οι λεπτομερείς εκθέσεις πραγματογνωμόνων που προσκόμισε η αναιρεσείουσα δεν ήταν, κατ’ ουσίαν, αξιόπιστες επειδή στηρίζονταν σε στοιχεία τα οποία είχε παράσχει εκείνη, ενώ είναι προφανές ότι το Γενικό Δικαστήριο, ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων προσκομισθέντων από την Επιτροπή και μη έχοντας διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, έπρεπε να στηριχθεί στις εκθέσεις εμπειρογνωμόνων τις οποίες προσκόμισε η αναιρεσείουσα.

____________

1     Απόφαση (ΕE) 2016/1208 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2015,  σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.39451 (2015/C) (πρώην 2015/NN) που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ της Banca Tercas (ΕΕ 2016, L 203, σ. 1).