Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Ravensburg (Γερμανία) στις 28 Ιανουαρίου 2021 – F. F., B. A. κατά C. Bank AG, Bank D. K. AG

(Υπόθεση C-47/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Landgericht Ravensburg

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγοντες: F. F., B. A.

Εναγόμενες: C. Bank AG, Bank D. K. AG

Προδικαστικά ερωτήματα

1)    Επί του πλάσματος δικαίου του άρθρου 247, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίοδος, και του άρθρου 247, παράγραφος 12, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του EGBGB

α)    Αντιβαίνει το άρθρο 247, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίοδος, και το άρθρο 247, παράγραφος 12, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, EGBGB στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιστ΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ1 κατά το μέρος που αναγνωρίζει ότι οι αντιτιθέμενες στις επιταγές του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιστ΄, της οδηγίας 2008/48 συμβατικές ρήτρες πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 247, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, πρώτη και δεύτερη περίοδος, EGBGB, καθώς και τις απαιτήσεις που θέτει το άρθρο 247, παράγραφος 12, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, στοιχείο b, EGBGB;

Εάν ναι:

β)    Προκύπτει από το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα από το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιστ΄, και το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 ότι το άρθρο 247, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίοδος, και το άρθρο 247, παράγραφος 12, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, EGBGB δεν πρέπει να εφαρμόζονται κατά το μέρος που ορίζουν ότι συμβατικές ρήτρες αντιβαίνουσες στις επιταγές του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιστ΄, της οδηγίας 2008/48 πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 247, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, πρώτη και δεύτερη περίοδος, EGBGB, καθώς και τις απαιτήσεις που θέτει το άρθρο 247, παράγραφος 12, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, σημείο 2, στοιχείο b, EGBGB;

Ανεξαρτήτως της απαντήσεως που θα δοθεί στα προεκτεθέντα ερωτήματα υπό ΙΙ.1.α΄ και β΄:

2)    Επί των υποχρεωτικώς περιλαμβανόμενων πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48,

α)    Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιστ΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ την έννοια ότι το ύψος των καταβλητέων τόκων σε ημερήσια βάση που προβλέπονται στη σύμβαση πρέπει να προκύπτει λογιστικά από το συμβατικό χρεωστικό επιτόκιο που αναγράφεται στη σύμβαση;

β)    Επί του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιη΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ:

αα)    Έχει η εν λόγω διάταξη την έννοια ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στη σύμβαση πιστώσεως αναφορικά με την αποζημίωση που οφείλεται επί πρόωρης εξοφλήσεως του δανείου πρέπει να διατυπώνονται με τέτοια ακρίβεια ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να υπολογίσει, έστω και κατά προσέγγιση, το ύψος της αποζημιώσεως αυτής;

(σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα)

ββ)    Αντιβαίνει στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιη΄, και στο άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/48 εθνική ρύθμιση κατά την οποία, σε περίπτωση ελλιπών πληροφοριών κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιη΄, της ίδιας οδηγίας, η προθεσμία υπαναχωρήσεως αρχίζει, παρά ταύτα, με την κατάρτιση της συμβάσεως και αποσβέννυται μόνον το δικαίωμα του πιστωτικού φορέα για αποζημίωση λόγω πρόωρης εξοφλήσεως της πιστώσεως;

γ)    Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβ΄, της οδηγίας 2008/48 την έννοια ότι πρέπει να αναγράφεται, ως απόλυτος αριθμός, το ισχύον κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως πιστώσεως επιτόκιο υπερημερίας, τουλάχιστον δε να δηλώνεται ως απόλυτος αριθμός το ισχύον επιτόκιο αναφοράς (εν προκειμένω το βασικό επιτόκιο σύμφωνα με το άρθρο 247 BGB), από το οποίο προκύπτει το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας μέσω προσαυξήσεως (εν προκειμένω κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες σύμφωνα με το άρθρο 288, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, BGB), ο δε καταναλωτής πρέπει να ενημερώνεται πλήρως για το επιτόκιο αναφοράς (βασικό επιτόκιο) και τη διακύμανσή του;

δ)    Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο κ΄, της οδηγίας 2008/48 την έννοια ότι στο κείμενο της συμβάσεως πιστώσεως πρέπει να γίνεται μνεία των ουσιαστικών τυπικών προϋποθέσεων για την πρόσβαση σε εξωδικαστικές διαδικασίες ή/και μηχανισμούς επανορθώσεως;

Σε περίπτωση θετικής απαντήσεως σε κάποιο από τα προπαρατεθέντα ερωτήματα υπό ΙΙ.2.α΄ έως δ΄:

ε)    Έχει το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2008/48 την έννοια ότι η προθεσμία υπαναχωρήσεως άρχεται μόνον αφού παρασχεθούν με πληρότητα και ακρίβεια οι πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως:

στ)    Με βάση ποια κρίσιμα κριτήρια η προθεσμία υπαναχωρήσεως αρχίζει να τρέχει ακόμα και σε περίπτωση ελλιπών ή ανακριβών πληροφοριών;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα προπαρατεθέντα ερωτήματα υπό ΙΙ.1.α΄ ή/και σε κάποιο από τα ερωτήματα υπό ΙΙ.2.α΄ έως δ΄:

3)    Επί της αποδυναμώσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως του άρθρου 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/48:

α)    Νοείται αποδυνάμωση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/48;

Εάν ναι:

β)    Συνιστά η αποδυνάμωση χρονικό περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, ο οποίος πρέπει να ρυθμίζεται με νόμο ψηφισθέντα από το κοινοβούλιο;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως:

γ)    Προϋποθέτει η αποδυνάμωση, από υποκειμενικής απόψεως, ο καταναλωτής να γνώριζε ότι εξακολουθούσε να υφίσταται το δικαίωμά του για υπαναχώρηση ή, κατ’ ελάχιστον, τυχόν άγνοιά του να οφείλεται σε βαριά αμέλεια;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως:

δ)    Αποκλείει, σύμφωνα με την καλή πίστη, η δυνατότητα του πιστωτικού φορέα να παράσχει στον δανειολήπτη τις πληροφορίες κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2008/48 σε μεταγενέστερο χρόνο, ενεργοποιώντας έτσι την προθεσμία υπαναχωρήσεως, την εφαρμογή των κανόνων περί αποδυναμώσεως;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως:

ε)    Συνάδει τούτο με τις πάγιες θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου που δεσμεύουν τον Γερμανό δικαστή βάσει του Θεμελιώδους Νόμου;

Εάν ναι:

στ)    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πώς οφείλει ο Γερμανός εφαρμοστής του δικαίου να επιλύσει τυχόν σύγκρουση μεταξύ των δεσμευτικών επιταγών του διεθνούς δικαίου και των επιταγών του Δικαστηρίου;

4)    Επί της αναγνωρίσεως καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του καταναλωτή για υπαναχώρηση κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/48:

α)    Νοείται καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/48;

Εάν ναι:

β)    Συνιστά η διαπίστωση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως χρονικό περιορισμό στην άσκηση αυτού, ο οποίος πρέπει να ρυθμίζεται με νόμο ψηφισθέντα από το κοινοβούλιο;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως:

γ)    Προϋποθέτει η διαπίστωση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, από υποκειμενικής απόψεως, ο καταναλωτής να γνώριζε ότι εξακολουθούσε να υφίσταται το δικαίωμά του για υπαναχώρηση ή, κατ’ ελάχιστον, τυχόν άγνοιά του να οφείλεται σε βαριά αμέλεια;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως:

δ)    Αποκλείει, σύμφωνα με την καλή πίστη, η δυνατότητα του πιστωτικού φορέα να παράσχει στον δανειολήπτη τις πληροφορίες κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2008/48 σε μεταγενέστερο χρόνο, ενεργοποιώντας έτσι την προθεσμία υπαναχωρήσεως, τη διαπίστωση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως:

ε)    Συνάδει τούτο με τις πάγιες θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου που δεσμεύουν τον Γερμανό δικαστή βάσει του Θεμελιώδους Νόμου;

Εάν ναι:

στ)    Πώς οφείλει ο Γερμανός εφαρμοστής του δικαίου να επιλύσει τυχόν σύγκρουση μεταξύ των δεσμευτικών επιταγών του διεθνούς δικαίου και των επιταγών του Δικαστηρίου;

5)    Ανεξαρτήτως της απαντήσεως που θα δοθεί στα ανωτέρω ερωτήματα:

α)    Συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του άρθρου 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/48, εθνική ρύθμιση κατά την οποία, σε περίπτωση που η σύμβαση πιστώσεως συνδέεται με σύμβαση πωλήσεως, κατόπιν ασκήσεως του δικαιώματος του καταναλωτή για υπαναχώρηση κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/48

αα)    η αξίωση του καταναλωτή έναντι του πιστωτικού φορέα για επιστροφή των δόσεων δανείου που καταβλήθηκαν καθίσταται απαιτητή μόνον αφού ο καταναλωτής έχει παραδώσει στον πιστωτικό φορέα το αντικείμενο της αγοράς ή προσκομίσει απόδειξη ότι έχει αποστείλει το αντικείμενο της αγοράς στον πιστωτικό φορέα;

ββ)    η αγωγή του καταναλωτή για επιστροφή των δόσεων δανείου που αυτός έχει καταβάλει μετά την παράδοση του αντικειμένου της αγοράς πρέπει να απορρίπτεται ως αβάσιμη, αν κατά τον κρίσιμο χρόνο ο πιστωτικός φορέας δεν έχει περιέλθει σε υπερημερία δανειστή αναφορικά με την αποδοχή του αντικειμένου της αγοράς;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως:

β)    Προκύπτει από το δίκαιο της Ένωσης ότι οι εθνικές ρυθμίσεις που περιγράφονται υπό α΄ αα΄ ή/και υπό α΄ ββ΄ δεν πρέπει να εφαρμόζονται;

Ανεξαρτήτως της απαντήσεως που θα δοθεί στα ανωτέρω ερωτήματα υπό ΙΙ.1. έως 5:

6)    Είναι το άρθρο 348a, παράγραφος 2, σημείο 1, ZPO, στον βαθμό που η εν λόγω ρύθμιση αφορά έκδοση διατάξεων περί παραπομπής κατά το άρθρο 267, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ασύμβατο με την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα κατά το άρθρο 267, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και, κατά συνέπεια, δεν πρέπει να εφαρμόζεται επί εκδόσεως διατάξεων περί παραπομπής;

____________

1 Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).