Language of document : ECLI:EU:T:2010:191

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 12ης Μαΐου 2010

Υπόθεση T-491/08 P

Philippe Bui Van

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Διορισμός — Κατάταξη σε βαθμό — Ανάκληση διοικητικής πράξεως — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Εύλογη προθεσμία — Δικαίωμα ακροάσεως»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, στην υπόθεση F-51/07, Bui Van κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑289 και II‑A‑1‑1533). Ανταναίρεση της Επιτροπής.

Απόφαση: Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, F‑51/07, Bui Van κατά Επιτροπής, κατά το μέτρο που επιδικάζει αποζημίωση ύψους 1 500 ευρώ στον Philippe Bui Van, ακυρώνεται. Η αίτηση αναιρέσεως και τα λοιπά αιτήματα της αιτήσεως ανταναιρέσεως απορρίπτονται. Η υπόθεση αναπέμπεται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου να αποφανθεί αυτό επί της αγωγής αποζημιώσεως. Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 85, εδ. 1)

2.      Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος που βάλλει κατά αιτιολογίας της αποφάσεως μη αναγκαίας για τη θεμελίωση του διατακτικού της — Αλυσιτελής λόγος

3.      Πράξεις των οργάνων — Ανάκληση — Παράτυπες πράξεις — Προϋποθέσεις — Εύλογη προθεσμία

4.      Υπάλληλοι — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερομένου πριν από την έκδοση βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως — Έκταση

5.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Πλήρης δικαιοδοσία — Έκταση — Όρια — Τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

(Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

6.      Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως — Έκταση

1.      Παρότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα της διοικήσεως να ανακαλεί αναδρομικώς παράνομη πράξη στην περίπτωση που ο αποδέκτης της πράξεως μπορούσε να δώσει πίστη στην επίφαση νομιμότητας αυτής, η προϋπόθεση αυτή θεωρείται ότι δεν πληρούται οσάκις υφίστανται αντικειμενικές συνθήκες βάσει των οποίων ο ενδιαφερόμενος έπρεπε να έχει αντιληφθεί το επίμαχο σφάλμα, τουτέστιν, οσάκις υφίστανται στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της πράξεως. Επομένως, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να δώσει πίστη στην επίφαση νομιμότητας της ανακληθείσας πράξεως, ειδικότερα όταν η εν λόγω πράξη στερείται νομικής βάσεως ή εκδόθηκε κατά παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου. Η νομολογία περί αναδρομικής ανακλήσεως παρανόμων πράξεων που παρέχουν ατομικά δικαιώματα επιχειρεί ακριβώς να συνδυάσει δύο αρχές, ήτοι την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την αρχή της νομιμότητας. Οσάκις η παρανομία δεν μπορούσε να διαφύγει της προσοχής ενός επιμελούς υπαλλήλου, η εμπιστοσύνη δεν μπορεί να θεωρείται δικαιολογημένη και, συνεπώς, εφαρμόζεται πλήρως η αρχή της νομιμότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, παρά την υποχρέωση της διοικήσεως να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να διασφαλίσει τη νομιμότητα των αποφάσεων της, οι υπάλληλοι δεν μπορούν να επικαλούνται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη διατήρηση προδήλως παρανόμων πράξεων. Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι το σφάλμα της διοικήσεως διέφυγε επανειλημμένως της προσοχής αυτής της ίδιας, δεν μπορεί, όσο αξιόμεμπτο και αν είναι, να προβληθεί από τον υπάλληλο ή προκειμένου να ζητήσει να θεμελιωθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη υπέρ αυτού, δεδομένου ότι υφίστανται αντικειμενικές συνθήκες βάσει των οποίων ο υπάλληλος έπρεπε να έχει αντιληφθεί το εν λόγω σφάλμα.

Επιπροσθέτως, το ζήτημα της υπάρξεως επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος που μπορεί να υπερισχύει του συμφέροντος του ενδιαφερομένου δεν ασκεί επιρροή παρά μόνο οσάκις αποδεικνύεται ότι αυτός μπορούσε θεμιτώς να παράσχει πίστη στην επίφαση νομιμότητας της επίμαχης πράξεως και να απαιτήσει τη διατήρησή της.

(βλ. σκέψεις 44, 45, 49, 50 και 52)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 3 Μαρτίου 1982, 14/81, Alpha Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 749, σκέψεις 10 έως 12· 20 Ιουνίου 1991, C‑248/89, Cargill κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑2987, σκέψη 20· 17 Απριλίου 1997, C‑90/95 P, de Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1997, σ. I‑1999, σκέψη 39

ΓΔΕΕ, 27 Νοεμβρίου 1997, T‑20/96, Pascall κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑361 και II‑977, σκέψεις 75 και 76· 21 Ιουλίου 1998, T‑66/96 και T‑221/97, Mellett κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑449 και II‑1305, σκέψη 122· 5 Δεκεμβρίου 2000, T‑197/99, Gooch κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑271 και II‑1247, σκέψη 56· 27 Σεπτεμβρίου 2006, T‑416/04, Κοντούλη κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑181 και II‑A‑2‑897, σκέψεις 164 έως 166

2.       Στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, λόγος που βάλλει κατά διδόμενης εκ περισσού αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το διατακτικό της οποίας στηρίζεται επαρκώς κατά νόμο σε άλλες αιτιολογίες, πρέπει να απορρίπτεται ως αλυσιτελής.

(βλ. σκέψη 52)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 22 Δεκεμβρίου 1993, C‑244/91 P, Pincherle κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑6965, σκέψη 25

ΓΔΕΕ, 19 Σεπτεμβρίου 2008, T‑253/06 P, Chassagne κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 95

3.      Ο εύλογος χαρακτήρας μίας προθεσμίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως. Μια προκαθορισμένη διάρκεια δεν μπορεί να θεωρηθεί γενικώς ότι αποτελεί εύλογη προθεσμία. Το Δικαστήριο Δημοσίας Διοίκησης υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον κρίνει ότι προθεσμία με προκαθορισμένη διάρκεια μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογη, καίτοι το σφάλμα αυτό δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι, κατά την εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της προθεσμίας, το εν λόγω δικαστήριο δεν εφαρμόζει το τεκμήριο που είχε εσφαλμένως κάνει δεκτό.

Επιπλέον, η σημασία της πράξεως για τη σταδιοδρομία του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου δεν επηρεάζει την εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της προθεσμίας εντός της οποίας ανακλήθηκε. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι όσο σημαντικότερη είναι η πράξη για τον ενδιαφερόμενο τόσο μεγαλύτερη είναι η προθεσμία που έχει η διοίκηση για να την ανακαλέσει. Αντιθέτως, η σύντομη περίοδος κατά την οποία η πράξη, όπως μία αρχική απόφαση περί κατατάξεως υπαλλήλου, παρήγαγε αποτελέσματα, μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για την εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της προθεσμίας. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η περίσταση αυτή ασκεί επιρροή στον οικονομικό, κυρίως, αντίκτυπο που έχει για τον υπάλληλο η αναδρομική ανάκληση, δεν υπάρχει λόγος να αποκλεισθεί από τις περιστάσεις που μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της προθεσμίας.

(βλ. σκέψεις 58 και 60 έως 62)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 12 Ιουλίου 1957, 7/56 και 3/57 έως 7/57, Algera κ.λπ. κατά Κοινής Συνελεύσεως της ΕΚΑΧ, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 157, σκέψη 116· de Compte κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα· 15 Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 187

ΓΔΕΕ, Pascall κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα

4.      Όσον αφορά το δικαίωμα ακροάσεως του υπαλλήλου αποδέκτη πράξεως της διοικήσεως, το γεγονός ότι μία απόφαση συνιστά, από διαδικαστική άποψη, βλαπτική πράξη δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως, χωρίς να ληφθεί υπόψη η φύση της διαδικασίας εις βάρος του ενδιαφερομένου, ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή υποχρεούται να ακούσει λυσιτελώς τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο πριν την έκδοσή της. Σε κάθε περίπτωση, απόφαση που επηρεάζει τη διοικητική κατάσταση ενός υπαλλήλου, επειδή ειδικότερα ενδέχεται να έχει επίπτωση στη σταδιοδρομία του υπαλλήλου αυτού, στο μέτρο που μπορεί να ασκήσει επιρροή στη μελλοντική επαγγελματική του προοπτική και να επιφέρει μείωση των αποδοχών του, καθιστά αναγκαία την εφαρμογή της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, θεμελιώδους αρχής του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και εν απουσία κανονιστικής ρυθμίσεως αφορώσας την επίμαχη διαδικασία. Ως εκ τούτου, τέτοια απόφαση μπορεί να εκδοθεί μόνον αφού δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με το σχέδιο αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 75 και 77)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 29 Απριλίου 2004, C‑111/02 P, Κοινοβούλιο κατά Reynolds, Συλλογή 2004, σ. I‑5475, σκέψη 57· 6 Δεκεμβρίου 2007, C‑59/06 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 45 έως 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Όσον αφορά αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας που του αναγνωρίζεται, ιδίως στις χρηματικής φύσεως διαφορές του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, έχει την εξουσία να αυξήσει το ποσό της αποζημιώσεως που θα επιδικάσει στον ενάγοντα, σε σχέση με αυτό που ο ενάγων ζήτησε, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι μπορεί να κάνει χρήση μίας τέτοιας εξουσίας χωρίς να καλέσει προηγουμένως τον διάδικο, ο οποίος θα υποχρεωθεί να καταβάλει την εν λόγω αύξηση, να εκφέρει την άποψή του επί του ενδεχομένου αυτού.

Επιπλέον, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αποδεκτού εντός τέτοιου αιτήματος, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο εναγόμενος να προετοιμάσει την άμυνά του. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο ενάγων οφείλει απαραιτήτως να προσδιορίζει αριθμητικώς το ποσό της προβαλλόμενης βλάβης. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αναφέρει τα στοιχεία που επιτρέπουν την εκτίμηση της φύσεως και της εκτάσεως της βλάβης, ιδίως προκειμένου να είναι ο εναγόμενος σε θέση να διασφαλίσει την υπεράσπισή του.

Ειδικότερα, αίτημα περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης που υποβάλλεται είτε συμβολικώς είτε για την καταβολή πραγματικής αποζημιώσεως πρέπει να διευκρινίζει τη φύση της προβαλλόμενης βλάβης σε σχέση με τη συμπεριφορά που προσάπτεται στον εναγόμενο και να υπολογίζει, έστω και κατά προσέγγιση, το σύνολο της βλάβης αυτής. Συγκεκριμένα, είναι αληθές ότι η πλήρης δικαιοδοσία απονέμει στον δικαστή της Ένωσης την εξουσία να δίνει στις διαφορές που υποβάλλονται στην κρίση του πλήρη λύση και του επιτρέπει, ακόμη και εάν δεν έχει υποβληθεί σχετικό νομότυπο αίτημα, όχι μόνο να ακυρώνει, αλλά ενδεχομένως και να υποχρεώνει αυτεπαγγέλτως τον εναγόμενο να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που προκάλεσε με το υπηρεσιακό του πταίσμα. Σε κάθε περίπτωση, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, καταρχήν, να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο χωρίς να έχει καλέσει προηγουμένως τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της ενδεχόμενης επιδικάσεως τέτοιας χρηματικής ικανοποιήσεως. Κατά συνέπεια, η αναγνωριζόμενη στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης αρμοδιότητα να επιλαμβάνονται κατά πλήρη δικαιοδοσία των χρηματικής φύσεως διαφορών μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απονέμουσα στα εν λόγω δικαιοδοτικά όργανα την εξουσία να μην υπαγάγουν παρόμοια διαφορά στην τήρηση των συνδεομένων με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως διαδικαστικών κανόνων. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τη νομολογία σχετικά με τις κυρώσεις του άρθρου 261 ΣΛΕΕ, από την οποία προκύπτει ότι η δυνατότητα του δικαστή της Ένωσης, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του πλήρους δικαιοδοσίας, να αυξήσει το ποσό των εν λόγω προστίμων δεν μπορεί να εφαρμόζεται βάσει στοιχείων, περιστάσεων ή κριτηρίων, των οποίων τον συνυπολογισμό δεν μπορούσε να προβλέψει ο ενδιαφερόμενος διάδικος. Οσάκις ο διάδικος αυτός δεν έτυχε ακροάσεως ως προς την πιθανότητα μίας τέτοιας αυξήσεως και, επομένως, δεν είχε την ευκαιρία να λάβει θέση επί της σκοπιμότητας αυτής, ούτε επί των παραγόντων που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να επηρεάσουν το ύψος της, ο δικαστής της Ένωσης δεν προβαίνει σε τέτοια αναθεώρηση.

(βλ. σκέψεις 83, 86, 88 και 89)

Παραπομπή:

προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Verloren van Themaat στην απόφαση ΔΕΕ, 10 Δεκεμβρίου 1985, 240/82 έως 242/82, 261/82, 262/82, 268/82 και 269/82, Stichting Sigarettenindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3831, σ. 3851· 8 Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψεις 82 και 83· 17 Δεκεμβρίου 2009, C‑197/09 RX‑II, M κατά EMEA, Συλλογή 2009, σ. I-12033, σκέψεις 56 έως 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ, 15 Ιουνίου 1999, T‑277/97, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1999, σ. II‑1825, σκέψεις 28 έως 30 και 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 9 Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψεις 374 έως 376· 8 Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 578

6.      Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει ότι οι διάδικοι μπόρεσαν να λάβουν θέση επί των πραγματικών περιστατικών και των εγγράφων επί των οποίων πρόκειται να στηριχθεί η δικαστική απόφαση, καθώς και ότι μπόρεσαν να συζητήσουν επί των αποδεικτικών στοιχείων και επί των υποβληθεισών ενώπιον του δικαστή παρατηρήσεων, όπως επίσης επί των νομικών ισχυρισμών επί των οποίων ο δικαστής πρόκειται να στηρίξει την απόφασή του. Για να τηρηθούν οι σχετικές με το δικαίωμα για δίκαιη δίκη επιταγές, πρέπει οι διάδικοι να γνωρίζουν και να μπορούν να συζητήσουν κατ’ αντιμωλία τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά στοιχεία που έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της διαδικασίας. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό ως διασφαλίζον ότι οι διάδικοι δεν βρίσκονται αντιμέτωποι με άκρως αιφνιδιαστικές αποφάσεις. Τούτο δεν σημαίνει, πάντως, ότι ο δικαστής οφείλει να παρέχει στους διαδίκους το δικαίωμα να διατυπώνουν την άποψή τους επί κάθε σημείου της νομικής αξιολόγησής του πριν από την έκδοση της αποφάσεώς του.

(βλ. σκέψεις 84 και 85)

Παραπομπή:

προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην απόφαση ΔΕΕ, 18 Ιανουαρίου 2007, C‑229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑439, σκέψεις 66 και 67· M κατά EMEA, προπαρατεθείσα, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία