Language of document : ECLI:EU:T:2019:780

Υπόθεση T-48/17

Alliance for Direct Democracy in Europe ASBL (ADDE)

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 2019

«Θεσμικό δίκαιο – Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Απόφαση κηρύσσουσα μη επιλέξιμες προς επιδότηση για το οικονομικό έτος 2015 ορισμένες δαπάνες πολιτικού κόμματος – Απόφαση με την οποία χορηγείται επιδότηση για το έτος 2017 και προβλέπεται προχρηματοδότηση σε ποσοστό 33 % του ανώτατου ποσού της επιδότησης και υποχρέωση παροχής τραπεζικής εγγύησης – Υποχρέωση αμεροληψίας – Δικαιώματα άμυνας – Δημοσιονομικός κανονισμός – Κανόνες εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού – Κανονισμός (ΕΚ) 2004/2003 – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση»

1.      Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο – Απόφαση κηρύσσουσα μη επιλέξιμες προς επιδότηση ορισμένες δαπάνες πολιτικού κόμματος – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Δικαίωμα ακροάσεως του κόμματος – Περιεχόμενο – Δικαίωμα επίσημης ακροάσεως – Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 §§ 1 και 2· εσωτερικός κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άρθρο 224 §§ 3 και 5)

(βλ. σκέψεις 35, 88)

2.      Θεμελιώδη δικαιώματα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα χρηστής διοικήσεως – Επιταγή περί αμεροληψίας – Έννοια – Εξουσία εκτιμήσεως του Κοινοβουλίου – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· κανονισμός 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 7 και 8)

(βλ. σκέψεις 41-45)

3.      Θεμελιώδη δικαιώματα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα χρηστής διοικήσεως – Επιταγή περί αμεροληψίας – Έννοια – Δημόσιες δηλώσεις κατηγορηματικού και μη αμφίσημου περιεχομένου από μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί υποθέσεως της οποίας εκκρεμεί η εξέταση – Αποκλείονται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1)

(βλ. σκέψεις 55-61)

4.      Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο – Απαγόρευση έμμεσης χρηματοδοτήσεως εθνικού πολιτικού κόμματος – Προϋποθέσεις – Ύπαρξη έμμεσου χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος υπέρ εθνικού πολιτικού κόμματος – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7)

(βλ. σκέψη 71)

5.      Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο – Απαγόρευση της χρηματοδοτήσεως εκστρατειών για δημοψηφίσματα – Προϋποθέσεις – Δραστηριότητα συνδεόμενη με εκστρατεία για δημοψήφισμα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

(βλ. σκέψη 73)

6.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα ακροάσεως – Περιεχόμενο – Έκδοση ατομικής αποφάσεως με βάση στοιχεία τα οποία κοινοποιήθηκαν στον ενδιαφερόμενο ή τα οποία ο ενδιαφερόμενος γνώριζε – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2)

(βλ. σκέψεις 89-91, 97)

7.      Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο – Χορήγηση προχρηματοδοτήσεων επιδοτήσεως – Απαίτηση για σύσταση χρηματοπιστωτικής εγγυήσεως και περιορισμός του ποσού της προχρηματοδοτήσεως – Περιθώριο εκτιμήσεως – Περιεχόμενο – Παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 134 § 1· κανονισμός 1268/2012 της Επιτροπής, άρθρο 206 § 1)

(βλ. σκέψεις 107, 108, 113, 120, 121, 124, 125, 128)

Σύνοψη

Με την απόφαση ADDE κατά Κοινοβουλίου (T-48/17), η οποία εκδόθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο σε πενταμελή σύνθεση, δέχθηκε το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2016, με την οποία ορισμένες δαπάνες του ευρωπαϊκού πολιτικού κόμματος Alliance for Direct Democracy in Europe ASBL (στο εξής: προσφεύγον) κηρύχθηκαν μη επιλέξιμες προς επιδότηση για το οικονομικό έτος 2015. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2016, με την οποία τέθηκαν ορισμένες προϋποθέσεις όσον αφορά τη χορήγηση επιδοτήσεως στο προσφεύγον για το οικονομικό έτος 2017.

Τον Δεκέμβριο του 2014, το Προεδρείο του Κοινοβουλίου εξέδωσε απόφαση περί χορηγήσεως στο προσφεύγον ανώτατης επιδοτήσεως ύψους 1 241 725 ευρώ για το οικονομικό έτος 2015. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι, η δε έκθεση εξωτερικού ελέγχου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορισμένες δαπάνες δεν ήταν επιλέξιμες για το οικονομικό έτος 2015. Τον Νοέμβριο του 2016, το Κοινοβούλιο κήρυξε μη επιλέξιμο το ποσό των 500 615,55 ευρώ και ζήτησε από το προσφεύγον να επιστρέψει το ποσό των 172 654,92 ευρώ.

Τον Δεκέμβριο του 2016, το Προεδρείο του Κοινοβουλίου εξέδωσε απόφαση με την οποία χορηγήθηκε στο προσφεύγον ανώτατη επιδότηση ύψους 1 102 642,71 ευρώ για το οικονομικό έτος 2017 και προβλέφθηκε ότι η προχρηματοδότηση θα περιοριζόταν στο 33 % του ανωτάτου ποσού της επιδοτήσεως, και τούτο υπό τον όρο της παροχής τραπεζικής εγγυήσεως, λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών που εξέφρασαν οι εξωτερικοί ελεγκτές σχετικά με την οικονομική βιωσιμότητα του προσφεύγοντος λόγω της ελλείψεως ίδιων πόρων.

Επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως κατά των δύο αποφάσεων του Κοινοβουλίου του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε καταρχάς ότι το δικαίωμα κάθε προσώπου στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της χρηστής διοικήσεως συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως πριν λάβει απόφαση. Επιπλέον, η επιταγή περί αμεροληψίας καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας υπάλληλος του θεσμικού οργάνου που είναι επιφορτισμένο με την υπόθεση δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς.

Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, εν προκειμένω, ένα από τα μέλη του Προεδρείου του Κοινοβουλίου, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την παρακολούθηση των φακέλων σχετικά με τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων, προέβη σε δημόσιες δηλώσεις κατηγορηματικού και μη αμφίσημου περιεχομένου βάσει των οποίων, από την οπτική ενός εξωτερικού παρατηρητή, μπορούσε να θεωρηθεί ότι το εν λόγω μέλος είχε προδικάσει την έκβαση του ζητήματος πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως για το οικονομικό έτος 2015. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το εν λόγω μέλος είχε μετάσχει στη συνεδρίαση του Προεδρείου και είχε διαδραματίσει ενεργό ρόλο στις συζητήσεις που κατέληξαν στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η δημιουργούμενη εντύπωση αμεροληψίας υπονομεύθηκε σοβαρά.

Το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το Κοινοβούλιο οφείλει να παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε αμφιβολία όσον αφορά την αμεροληψία των μελών του κατά τη λήψη αποφάσεων διοικητικής φύσεως, όπερ σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι τα μέλη οφείλουν να απέχουν από δημόσιες δηλώσεις οι οποίες αφορούν την καλή ή κακή διαχείριση των χορηγούμενων κονδυλίων από τα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενόσω εκκρεμεί η εξέταση των φακέλων.

Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο επικεντρώθηκε στην εξέταση του ζητήματος της μη επιλεξιμότητας ορισμένων δαπανών που συνδέονταν με τη χρηματοδότηση δημοσκοπήσεως διεξαχθείσας σε επτά κράτη μέλη τον Δεκέμβριο του 2015. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, αφενός, την απαγόρευση της χρησιμοποιήσεως των χρηματικών πόρων των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που προέρχονται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης για την άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση άλλων πολιτικών κομμάτων, και ιδίως εθνικών κομμάτων ή μεμονωμένων υποψηφίων (1), και, αφετέρου, την απαγόρευση της χρησιμοποιήσεως των πόρων αυτών για τη χρηματοδότηση εκστρατειών για δημοψηφίσματα (2).

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η επίμαχη δημοσκόπηση διεξήχθη σε επτά κράτη μέλη (Βέλγιο, Γαλλία, Ουγγαρία, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο), σε δείγμα περίπου 1 000 ατόμων σε κάθε κράτος, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα ήταν πανομοιότυπα και αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή αυτών των κρατών στην Ένωση με την ιδιότητα του μέλους, την ψήφο των συμμετεχόντων σε περίπτωση δημοψηφίσματος σχετικά με τη συμμετοχή στην Ένωση με την ιδιότητα του μέλους και την αναθεώρηση των προϋποθέσεων της ιδιότητας του μέλους της Ένωσης. Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απαγόρευση της χρηματοδοτήσεως εκστρατειών για δημοψηφίσματα αφορούσε μόνον το τμήμα της δημοσκοπήσεως σχετικά με το Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένου ότι η νομοθεσία για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο είχε οριστικώς εγκριθεί κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της εν λόγω δημοσκοπήσεως. Αντιθέτως, δεδομένου ότι δεν ετίθετο θέμα για τα άλλα έξι κράτη μέλη που αφορούσε η δημοσκόπηση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν δικαιολογημένη η κήρυξη του συνόλου των δαπανών που συνδέονταν με τη δημοσκόπηση ως μη επιλέξιμων. Λαμβανομένων υπόψη των επιταγών περί αμεροληψίας και των χαρακτηριστικών της επίμαχης δημοσκοπήσεως, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Κοινοβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2016, για το οικονομικό έτος 2015.

Όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με τη χορήγηση επιδοτήσεως στο προσφεύγον για το οικονομικό έτος 2017, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό και έκρινε ότι οι λόγοι ακυρώσεως που αφορούν, ο πρώτος, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ο δεύτερος, παράβαση του άρθρου 134 του δημοσιονομικού κανονισμού (3) και του άρθρου 206 των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (4) (σχετικά με τις εγγυήσεις προχρηματοδοτήσεως των επιδοτήσεων) και, ο τρίτος, παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως ήταν αβάσιμοι.


1      Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς και τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ΕΕ 2003, L 297, σ. 1).


2      Δυνάμει του άρθρου 8, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 2004/2003.


3      Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1).


4      Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού 966/2012 (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1).