Language of document : ECLI:EU:T:2012:300

Υπόθεση T‑338/08

Stichting Natuur en Milieu και
Pesticide Action Network Europe

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Περιβάλλον — Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 — Ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων — Αίτηση εσωτερικής επανεξετάσεως — Απόρριψη — Μέτρο με ατομικό περιεχόμενο — Κύρος — Σύμβαση του Aarhus»

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 14ης Ιουνίου 2012………….?II ‑ 0000

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης — Αίτημα με το οποίο ζητείται να απευθυνθεί εντολή προς θεσμικό όργανο — Απαράδεκτο

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 266 ΣΛΕΕ)

2.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Κατάθεση υπομνήματος-προσθήκης στο δικόγραφο της προσφυγής — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

3.      Πράξεις των οργάνων — Κανονισμός της Επιτροπής για τα ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων — Πράξη γενικής ισχύος — Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διοικητική πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως εσωτερικής επανεξετάσεως βάσει του κανονισμού 1367/2006

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 396/2004 και 1367/2006, άρθρα 2 § 1, στοιχείο ζ΄, και 10 § 1· κανονισμός 149/2008 της Επιτροπής)

4.      Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνίες της Ένωσης — Σύμβαση σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (Σύμβαση του Aarhus) — Αποτελέσματα — Κατισχύει των πράξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης — Εκτίμηση, υπό το πρίσμα της Συμβάσεως αυτής, του κύρους διατάξεως του κανονισμού 1367/2006 — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 300 § 7 ΕΚ· Σύμβαση του Aarhus· κανονισμός 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

5.      Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνίες της Ένωσης — Σύμβαση σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (Σύμβαση του Aarhus) — Έννοια των φορέων ή των θεσμικών οργάνων που ενεργούν υπό νομοθετική ιδιότητα

(Σύμβαση του Aarhus, άρθρο 2 § 2)

6.      Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνίες της Ένωσης — Σύμβαση σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (Σύμβαση του Aarhus) — Περιορισμός από διάταξη του κανονισμού 1367/2006 της δυνατότητας επανεξετάσεως μόνο στις πράξεις με ατομικό περιεχόμενο — Ακυρότητα υπό το πρίσμα της Συμβάσεως

(Σύμβαση του Aarhus, άρθρο 9 § 3· κανονισμός 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1, στοιχείο ζ΄, και 10 § 1)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 14)

2.      Δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι κοινότητα δικαίου της οποίας τα θεσμικά όργανα υπόκεινται σε έλεγχο ως προς το αν οι πράξεις τους είναι σύμφωνες με τη Συνθήκη, οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν την άσκηση προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπον ώστε η εφαρμογή τους να συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού της διασφαλίσεως αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο.

Επομένως, το γεγονός ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου και ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν προβλέπουν ρητώς τη δυνατότητα καταθέσεως υπομνήματος-προσθήκης στο δικόγραφο της προσφυγής μετά την κατάθεση της προσφυγής δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι αποκλείεται η δυνατότητα αυτή, στο μέτρο που το εν λόγω υπόμνημα-προσθήκη στο δικόγραφο της προσφυγής κατατέθηκε πριν από την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 20-21)

3.      Για να καθοριστεί το περιεχόμενο μιας κοινοτικής πράξης, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να αρκεστεί στην επίσημη ονομασία της πράξης, αλλά πρέπει να λάβει υπόψη, πρωτίστως, το αντικείμενο και το περιεχόμενό της.

Ένα μέτρο θεωρείται ότι είναι γενικής ισχύος όταν εφαρμόζεται επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένων καταστάσεων και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που καθορίζονται γενικά και αφηρημένα.

Ενόψει του αντικειμένου και του περιεχομένου του, ο κανονισμός 149/2008, που τροποποιεί τον κανονισμό 396/2005 με την προσθήκη των παραρτημάτων ΙΙ, ΙΙΙ και IV για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων στα προϊόντα που καλύπτονται από το παράρτημα Ι του κανονισμού αυτού, εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων γενικώς και αφηρημένα, όπως των παρασκευαστών, των καλλιεργητών, των εισαγωγέων και των παραγωγών προϊόντων που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα του κανονισμού 396/2005 καθώς και έναντι των κατόχων αδειών για τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν ουσίες περιλαμβανόμενες στα εν λόγω παραρτήματα.

Επομένως, ο κανονισμός 149/2008 αποτελεί μέτρο γενικής ισχύος και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διοικητική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της Συμβάσεως του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως εσωτερικής επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.

(βλ. σκέψεις 29-30, 38-39, 48)

4.      Τα όργανα της Ένωσης δεσμεύονται από τη Σύμβαση του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, η οποία κατισχύει των παράγωγων κοινοτικών πράξεων. Κατά συνέπεια η μη συμβατότητα του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της Συμβάσεως του Aarhus, με τη Σύμβαση του Aarhus μπορεί να έχει επιπτώσεις επί του κύρους της.

Στην περίπτωση που η Κοινότητα έχει την πρόθεση να εκπληρώσει ειδική υποχρέωση που έχει αναλάβει στο πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας ή στην περίπτωση που η κοινοτική πράξη ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις της συμφωνίας αυτής, απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής κοινοτικής πράξεως με γνώμονα τους κανόνες της εν λόγω συμφωνίας.

Έτσι, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα ενός κανονισμού υπό το πρίσμα διεθνούς συνθήκης, χωρίς να ελέγξει προηγουμένως αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στη σκέψη 53 ανωτέρω, όταν ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στην εφαρμογή υποχρεώσεως που επιβάλλει η εν λόγω διεθνής συνθήκη στα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 52-54)

5.      Οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης που εκδίδονται υπό νομοθετική ιδιότητα αποκλείονται από την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus, σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, και του άρθρου 10 του κανονισμού 1367/2006 για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της Συμβάσεως του Aarhus. Ωστόσο, εν προκειμένω, η Επιτροπή, εκδίδοντας τον κανονισμό 149/2008, που τροποποιεί τον κανονισμό 396/2005 με την προσθήκη των παραρτημάτων ΙΙ, ΙΙΙ και IV για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων στα προϊόντα που καλύπτονται από το παράρτημα Ι του κανονισμού αυτού, δεν ενήργησε υπό νομοθετική ιδιότητα. Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων επί των οποίων εκδόθηκε ο κανονισμός αυτός, η Επιτροπή ενήργησε υπό εκτελεστική ιδιότητα.

(βλ. σκέψεις 62, 65)

6.      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της Συμβάσεως του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, στο μέτρο που περιορίζει την έννοια των πράξεων που μπορούν να προσβληθούν του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus μόνο στις διοικητικές πράξεις, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, του ίδιου κανονισμού ως μέτρα με ατομικό περιεχόμενο, αντίκειται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus.

(βλ. σκέψη 83)