Language of document :

Προσφυγή της 14ης Αυγούστου 2008 - BNP Paribas και BNL κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-335/08)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: BNP Paribas και Banca Nazionale del Lavoro SpA (BNL) (εκπρόσωποι: R. Silvestri, G. Escalar και M. Todino, δικηγόροι)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει εν όλω την απόφαση που εξέδωσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 11 Μαρτίου 2008, κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε (2008) 869 τελικό, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C-15/2007 (πρώην NN 20/2007) την οποία χορήγησε η Ιταλία και η οποία αφορά τα "φορολογικά κίνητρα υπέρ ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων που αποτελούν αντικείμενο εταιρικής αναδιάρθρωσης", για τους εκτιθεμένους λόγους.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Στην υπό κρίση υπόθεση, οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά της αποφάσεως με την οποία ο ιταλικός νόμος 350/2003, κατά το μέρος που προβλέπει ειδικό καθεστώς φορολογικής αναπροσαρμογής (στο εξής: ειδικό καθεστώς) για τα πάγια περιουσιακά στοιχεία ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων που προέκυψαν από τις αναδιαρθρώσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 218, της 30ής Ιουλίου 1990 (στο εξής: νόμος Amato), κρίθηκε ασυμβίβαστος με το άρθρο 87 της Συνθήκης ΕΚ περί κρατικών ενισχύσεων. Κατά την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 87 της Συνθήκης, ο παράνομος χαρακτήρας του ειδικού καθεστώτος στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι ο Ιταλός νομοθέτης παραχώρησε, μέσω του καθεστώτος αυτού, "επιλεκτικό" φορολογικό όφελος αποκλειστικά και μόνο στα τραπεζικά ιδρύματα τα οποία αφορούν οι κατά τον νόμο Amato αναδιαρθρώσεις, χωρίς να προβλέπει ανάλογα οφέλη για άλλα ιδρύματα και γενικότερα για άλλες επιχειρήσεις.

Προς στήριξη των αξιώσεών τους, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως θεώρησε ότι το ειδικό καθεστώς αναπροσαρμογής αποτελεί αναγνώριση οικονομικού οφέλους έναντι των δικαιούχων εταιριών και, ως εκ τούτου, μια μορφή παράνομης ενισχύσεως. Στην πραγματικότητα, το εν λόγω καθεστώς δεν χορηγεί φορολογικό όφελος, εφόσον πρόκειται απλώς περί προαιρετικού καθεστώτος, για την είσοδο στο οποίο προϋπόθεση αποτελεί η προκαταβολή του φόρου βάσει ενός συντελεστή αντικατάστασης.

Έστω και αν υποτεθεί ότι το επίμαχο καθεστώς χορηγεί όφελος κάποιας μορφής στις επιχειρήσεις που υπάγονται στο εν λόγω καθεστώς, αυτό δεν συνιστά, ωστόσο, κρατική ενίσχυση καθόσον στερείται επιλεκτικού χαρακτήρα. Το επίμαχο φορολογικό καθεστώς αντιπροσωπεύει μια συνεπή λύση με γνώμονα το γενικό σύστημα φορολογίας και στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, ήτοι στην απαίτηση να επιτραπεί στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία αφορούν οι ιδιωτικοποιήσεις, να αναπροσαρμόσουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο Amato εισφορές, μέσω της επιβολής ενός συντελεστή που να λαμβάνει υπόψη τόσο την προγενέστερη μερική φορολόγηση της ήδη αναγνωρισθείσας υπεραξίας όσο και τα λοιπά ανελαστικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τις εν λόγω εισφορές. Τις ανωτέρω δυσχέρειες δεν αντιμετώπιζαν οι λοιπές επιχειρήσεις -που είναι διαφορετικές από τις τράπεζες τις οποίες αφορούν οι προβλεπόμενες από τον νόμο 350/2003 εισφορές- επιχειρήσεις οι οποίες είχαν λάβει εισφορές εντός πλαισίου διαφορετικού από αυτό του εν λόγω νόμου και για τις οποίες ένα καθεστώς αναπροσαρμογής με διαφορετικούς κανόνες λειτουργίας ήταν απολύτως δικαιολογημένο.

Δεύτερον, η απόφαση της Επιτροπής βαρύνεται με κατάφωρη έλλειψη αιτιολογίας που απορρέει από την εσφαλμένη πεποίθηση ότι ο νόμος 350/2003 δεν προβλέπει κανένα γενικό καθεστώς αναπροσαρμογής. Η Επιτροπή, θεωρώντας εσφαλμένως ότι δεν υφίσταται γενικό καθεστώς αναπροσαρμογής ώστε να αποτελέσει αντικείμενο αντιπαραβολής με το επίμαχο ειδικό καθεστώς αναπροσαρμογής, παρέλειψε να διεξαγάγει οποιαδήποτε αντιπαραβολή μεταξύ των δύο συστημάτων προς τον σκοπό της αξιολογήσεως όλων των στοιχείων που μπορούν να έχουν επίπτωση επί των συνολικών φορολογικών επιβαρύνσεων που προσιδιάζουν σε έκαστο καθεστώς.

Κατά τις προσφεύγουσες, σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί αντιπαραβολή μεταξύ των δύο καθεστώτων βάσει των ως άνω στοιχείων, καθίσταται προφανές ότι, σε σχέση με το γενικό καθεστώς, το ειδικό καθεστώς δεν χορηγεί, στην πράξη, κανένα φορολογικό όφελος από την άποψη του εφαρμοστέου συντελεστή.

____________