Language of document : ECLI:EU:T:2024:113

Υπόθεση T762/20

Sinopec Chongqing SVW Chemical Co. Ltd κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο πενταμελές τμήμα)
της 21ης Φεβρουαρίου 2024

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων πολυβινυλικών αλκοολών καταγωγής Κίνας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/1336 – Υπολογισμός της κανονικής αξίας – Σημαντικές στρεβλώσεις στη χώρα εξαγωγής – Άρθρο 2, παράγραφος 6α, του κανονισμού (ΕE) 2016/1036 – Δίκαιο του ΠΟΕ – Αρχή της σύμφωνης ερμηνείας – Προσαρμογές – Μη επιστρεπτέος ΦΠΑ – Εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας – Δίκαιη σύγκριση της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας – Βάρος αποδείξεως – Άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχεία βʹ και θʹ, του κανονισμού 2016/1036 – Άρνηση συνεργασίας – Διαθέσιμα στοιχεία – Άρθρο 18 του κανονισμού 2016/1036 – Διπλή εφαρμογή – Τιμωρητική εφαρμογή – Διαφορετικές παραγωγικές διαδικασίες – Υποτιμολόγηση – Τμήματα της αγοράς – Μέθοδος στηριζόμενη στους αριθμούς ελέγχου προϊόντος – Άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2016/1036 – Δικαιώματα άμυνας – Εμπιστευτική μεταχείριση – Άρθρα 19 και 20 του κανονισμού 2016/1036»

1.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ερμηνεία – Μέθοδοι – Ερμηνεία υπό το πρίσμα των διεθνών συμφωνιών που έχει συνάψει η Ένωση – Ερμηνεία του κανονισμού 2016/1036 υπό το πρίσμα της συμφωνίας αντιντάμπινγκ της ΓΣΔΕ του 1994 – Συνεκτίμηση της ερμηνείας του οργάνου επιλύσεως διαφορών – Contra legem ερμηνεία του παράγωγου δικαίου της Ένωσης – Δεν επιτρέπεται

[Άρθρο 216 § 2 ΣΛΕΕ· συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994)· κανονισμός 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2 §§ 6α και 7]

(βλ. σκέψεις 20-22, 28-33, 39-49)

2.      Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου – ΓΣΔΕ του 1994 – Δεν χωρεί επίκληση των συμφωνιών ΠΟΕ προκειμένου να αμφισβητηθεί η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης – Εξαιρέσεις – Πράξη της Ένωσης που αποσκοπεί στην εκτέλεση των συμφωνιών ή παραπέμπει σε αυτές κατά τρόπο ρητό και συγκεκριμένο – Δεν υφίσταται

[Άρθρο 216 § 2 ΣΛΕΕ· συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994)· κανονισμός 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 6α]

(βλ. σκέψεις 23, 24, 38)

3.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής – Προσαρμογές – Συνεκτίμηση των προμηθειών που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις πωλήσεις – Εργασίες του εμπόρου οι οποίες είναι παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας – Διανομέας ο οποίος συναπαρτίζει ενιαία οικονομική οντότητα με τον παραγωγό – Αποκλείεται – Διαπίστωση της ύπαρξης ενιαίας οικονομικής οντότητας – Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

(Κανονισμός 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 10, στοιχείο θʹ)

(βλ. σκέψεις 60-64)

4.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής – Προσαρμογές – Προϋποθέσεις – Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 10, στοιχείο θʹ)

(βλ. σκέψεις 65-112, 126-138, 147, 279-281)

5.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής – Προσαρμογές – Συνεκτίμηση του μη επιστρεπτέου φόρου προστιθέμενης αξίας που επηρεάζει την τιμή εξαγωγής – Αποκατάσταση της συμμετρίας μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διά της προσαρμογής της κανονικής αξίας

(Κανονισμός 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2 §§ 6α και 10, στοιχείο ιαʹ)

(βλ. σκέψεις 145, 153-158)

6.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διεξαγωγή της έρευνας – Χρήση των διαθέσιμων στοιχείων σε περίπτωση άρνησης συνεργασίας της επιχείρησης – Υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να αποδείξουν τη χρήση των καλύτερων δυνατών στοιχείων – Δεν υφίσταται – Εξουσία εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

[Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994), άρθρο 6.8 και παράρτημα II· κανονισμός 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3 και 18 §§ 5 και 6]

(βλ. σκέψεις 181-207)

7.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διεξαγωγή της έρευνας – Χρήση των διαθέσιμων στοιχείων σε περίπτωση άρνησης συνεργασίας της επιχείρησης – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Κανονική αξία η οποία τεκμαίρεται ότι δεν είναι χαμηλότερη από την υψηλότερη κανονική αξία των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων – Τεκμήριο στηριζόμενο στην έλλειψη συνεργασίας από πλευράς της επιχείρησης – Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 18)

(βλ. σκέψεις 211-220)

8.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη – Επίδραση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης – Υπολογισμός του περιθωρίου υποτιμολόγησης – Μέθοδος υπολογισμού – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη τα τμήματα της αγοράς του επίμαχου προϊόντος – Δεν υφίσταται πλην εξαιρετικών περιστάσεων

(Κανονισμός 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 1 § 4 και 3 §§ 2 και 3)

(βλ. σκέψεις 249-258, 261, 262, 267-269, 273)

9.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη – Επίδραση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης – Υπολογισμός του περιθωρίου υποτιμολόγησης – Μέθοδος υπολογισμού – Υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των πωλήσεων ομοειδών προϊόντων από τους ενωσιακούς παραγωγούς που περιλήφθηκαν στο δείγμα – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 §§ 2 και 3)

(βλ. σκέψεις 288, 292-297)

10.    Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Έρευνα – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να διασφαλίζουν την πληροφόρηση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και να σέβονται την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών συνδυάζοντας τις υποχρεώσεις αυτές – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία απορρίπτεται η αίτηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης για παροχή πρόσβασης σε εμπιστευτικές πληροφορίες – Απουσία νομικού σφάλματος της Επιτροπής – Επιχείρηση η οποία δεν προσέφυγε στον σύμβουλο ακροάσεων κατά της απορριπτικής αποφάσεως – Περίσταση η οποία επιβεβαιώνει το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα

[Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (συμφωνία αντιντάμπινγκ του 1994), άρθρο 6.5· κανονισμός 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 7, 19 και 20]

(βλ. σκέψεις 308-315, 321-330)

11.    Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διεξαγωγή της έρευνας – Υποχρέωση της Επιτροπής να διασφαλίζει την πληροφόρηση των εμπλεκόμενων μερών – Περιεχόμενο – Δικαιώματα άμυνας – Προσβολή – Προϋποθέσεις – Δυνατότητα της οικείας επιχείρησης να οργανώσει καλύτερα την άμυνά της σε περίπτωση μη υπάρξεως διαδικαστικής παρατυπίας

(Κανονισμός 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 19 και 20)

(βλ. σκέψεις 331-335)

Σύνοψη

Κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας από οντότητες του κινεζικού ομίλου Sinopec, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει τον εκτελεστικό κανονισμό 2020/1336 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πολυβινυλικών αλκοολών (στο εξής: PVA) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (1). Στο πλαίσιο της δίκαιης σύγκρισης μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής τιμής, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει, στην απόφασή του, το εύρος του βάρους αποδείξεως που φέρει η Επιτροπή για την πραγματοποίηση προς τα κάτω προσαρμογής της τιμής εξαγωγής λόγω του ότι εταιρία πωλήσεων συνδεόμενη με παραγωγό πραγματοποιεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας. Αποφαίνεται επίσης επί του ζητήματος κατά πόσον η Επιτροπή μπορεί, σε περίπτωση που, αφού διαπιστώσει την έλλειψη συνεργασίας από πλευράς μιας εταιρίας, στηρίζει τα συμπεράσματά της στα διαθέσιμα στοιχεία, να εφαρμόσει τεκμήριο κατά το οποίο η κανονική αξία των πωλούμενων από την εν λόγω εταιρία προϊόντων αντιστοιχεί στην υψηλότερη κανονική αξία των λοιπών παραγωγών‑εξαγωγέων.

Εν προκειμένω, η Επιτροπή, κατόπιν καταγγελίας που υπέβαλε η Kuraray Europe GmbH, η οποία είναι η κύρια παραγωγός PVA της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κίνησε διαδικασία έρευνας αντιντάμπινγκ, μετά το πέρας της οποίας εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

Στο πλαίσιο αυτό, εταιρίες του ομίλου Sinopec, και συγκεκριμένα η Sinopec Chongqing SVW Chemical Co. Ltd (στο εξής: Sinopec Chongqing) και η Sinopec Great Wall Energy & Chemical (Ningxia) Co. Ltd (στο εξής: Sinopec Ningxia), κινεζικές επιχειρήσεις οι οποίες παράγουν PVA, καθώς και η Central-China Company, Sinopec Chemical Commercial Holding Co. Ltd (στο εξής: Sinopec Central-China), κινεζική επιχείρηση συνδεδεμένη με τις προαναφερθείσες επιχειρήσεις, η οποία εξάγει, μεταξύ άλλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προϊόντα που παράγουν οι τελευταίες, θεωρώντας ότι θίγονται από τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επέβαλε η Επιτροπή, άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2020/1336 κατά το μέρος που τις αφορά (2).

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ αρχάς, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 6α, του κανονισμού 2016/1036 (3) για τον καθορισμό της κανονικής αξίας των παραγόμενων από αυτές προϊόντων δεν συμβιβάζεται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει ειδικό καθεστώς κανόνων καθορισμού της κανονικής αξίας σε περιπτώσεις εξαγωγών από χώρες στις οποίες έχει αποδειχθεί ότι η εγχώρια αγορά παρουσιάζει σημαντικές στρεβλώσεις, όπως αυτές ορίζονται στη συγκεκριμένη διάταξη.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως σύμφωνη προς τους κανόνες του ΠΟΕ. Συγκεκριμένα, μολονότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου, ειδικότερα όταν αποβλέπουν στο να θέσουν σε εφαρμογή διεθνή συμφωνία συναφθείσα από την Ένωση, εντούτοις, το άρθρο 2, παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διάταξη η οποία σκοπό έχει να θέσει σε εφαρμογή ειδικές υποχρεώσεις που απορρέουν από συμφωνίες συναφθείσες στο πλαίσιο του ΠΟΕ, δεδομένου ότι το δίκαιο του ΠΟΕ δεν περιέχει ειδικούς κανόνες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας στις καλυπτόμενες από την επίμαχη διάταξη καταστάσεις.

Εν συνεχεία, όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας των υπό εξέταση προϊόντων, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως πραγματοποίησε προς τα κάτω προσαρμογή των τιμών εξαγωγής βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θʹ, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι, παρά την ύπαρξη κοινού ελέγχου, οι προσφεύγουσες δεν αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα, καθόσον, κατ’ αυτήν, η Sinopec Central-China, εταιρία πωλήσεων συνδεδεμένη με τις δύο προσφεύγουσες, δεν ενεργούσε ως εσωτερικό τμήμα πωλήσεων, αλλά πραγματοποιούσε εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκτιμούν ότι επιβάλλεται προς τα κάτω προσαρμογή της τιμής εξαγωγής, διότι μια εταιρία πωλήσεων συνδεόμενη με παραγωγό πραγματοποιεί εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, στα όργανα αυτά εναπόκειται να προσκομίσουν τουλάχιστον συγκλίνουσες ενδείξεις που καταδεικνύουν ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή.

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή όφειλε να προσκομίσει επαρκείς συγκλίνουσες ενδείξεις που να καταδεικνύουν ότι, παρά την ύπαρξη κοινού ελέγχου, η Sinopec Central‑China πραγματοποιούσε εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας και ότι δεν ενεργούσε ως εσωτερικό τμήμα πωλήσεων. Η Επιτροπή όμως δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που της αναλογούσε, καθόσον οι ενδείξεις που προσκόμισε είτε δεν ήταν κρίσιμες είτε στερούνταν αποδεικτικής αξίας σε σχέση με τις εργασίες που πραγματοποιούσε η Sinopec Central-China.

Όσον αφορά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας των προϊόντων που πωλήθηκαν από τη Sinopec Ningxia, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί, εξάλλου, ότι η Επιτροπή, εφαρμόζοντας τεκμήριο κατά το οποίο η αξία αυτή αντιστοιχούσε στην υψηλότερη κανονική αξία των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να προσκομίσουν στην Επιτροπή τα απαραίτητα στοιχεία όσον αφορά τη Sinopec Ningxia, το εν λόγω θεσμικό όργανο υπολόγισε την κανονική αξία των πωλούμενων από τη Sinopec Ningxia προϊόντων με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή συνέκρινε, ως εκ τούτου, τα στοιχεία που είχε στην κατοχή της. Μολονότι δεν υποχρεούται να εξηγήσει για ποιον λόγο τα χρησιμοποιηθέντα διαθέσιμα στοιχεία ήταν τα καλύτερα δυνατά, δεδομένου ότι τέτοια υποχρέωση δεν προκύπτει ούτε από το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού ούτε από τη νομολογία, η Επιτροπή οφείλει, εντούτοις, να εξηγήσει για ποιον λόγο τα στοιχεία που έλαβε υπόψη είναι κρίσιμα.

Ως εκ τούτου, μολονότι ορθώς η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, ως κρίσιμα στοιχεία, τα στοιχεία που αφορούσαν τη Sinopec Chongqing, λόγω των διαφορών μεταξύ των παραγωγικών διαδικασιών της Sinopec Ningxia και της Sinopec Chongqing, και μολονότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία που αφορούσαν τους λοιπούς παραγωγούς-εξαγωγείς, έπρεπε να αιτιολογήσει την επιλογή της να λάβει υπόψη, ανά τύπο πωλούμενου από τη Sinopec Ningxia προϊόντος, την υψηλότερη κανονική αξία των λοιπών παραγωγών-εξαγωγέων. Πράγματι, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως βάση τεκμήριο που στηρίζεται στην απλή διαπίστωση της έλλειψης συνεργασίας εκ μέρους των προσφευγουσών, καθόσον η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει κυρώσεις σε παραγωγό-εξαγωγέα λόγω του ότι αυτός δεν συνεργάστηκε.

Πέραν τούτου, η εφαρμογή τεκμηρίου, έστω και αν το τεκμήριο αυτό είναι δύσκολο να ανατραπεί, παραμένει εντός αποδεκτών ορίων, εφόσον, μεταξύ άλλων, υπάρχει η δυνατότητα ανταπόδειξης. Πάντως, εν προκειμένω, η ανατροπή του επίμαχου τεκμηρίου είναι δυνατή μόνον εφόσον οι προσφεύγουσες παράσχουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες των οποίων η έλλειψη αποτελεί ακριβώς τον παράγοντα που οδήγησε στην εκ μέρους της χρήση των διαθέσιμων στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού.

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών αρνούμενη να τους αποκαλύψει στοιχεία για τις πωληθείσες από τον ενωσιακό κλάδο ποσότητες και τις τιμές πώλησής τους, καθώς και για τα περιθώρια υποτιμολόγησης και πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, δεδομένου ότι πρόκειται για στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα.

Το ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες, όταν έλαβαν το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο το εν λόγω θεσμικό όργανο απέρριπτε την αίτησή τους περί πρόσβασης στις ανωτέρω πληροφορίες, δεν προσέφυγαν για το ζήτημα αυτό στον σύμβουλο ακροάσεων, ενώ θα μπορούσαν να το είχαν πράξει (4). Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποδέχθηκαν την απόφαση της Επιτροπής, στην οποία αποτυπώνεται η στάθμιση των επιδιωκόμενων με τον βασικό κανονισμό σκοπών, ήτοι της παροχής της δυνατότητας στους ενδιαφερομένους να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τα συμφέροντά τους και της προστασίας της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας (5).


1      Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/1336 της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2020, για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πολυβινυλικών αλκοολών καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2020, L 315, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).


2      Σημειώνεται ότι την ίδια ημέρα εκδόθηκαν άλλες δύο αποφάσεις επί δύο προσφυγών ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού: η απόφαση Inner Mongolia Shuangxin Environment-Friendly Material κατά Επιτροπής (T‑763/20) και η απόφαση Anhui Wanwei Updated High-Tech Material Industry και Inner Mongolia Mengwei Technology κατά Επιτροπής (T‑764/20).


3      Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21, στο εξής: βασικός κανονισμός).


4      Άρθρο 15 της απόφασης (ΕΕ) 2019/339 του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2019, σχετικά με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες εμπορικών προσφυγών (ΕΕ 2019, L 60, σ. 20).


5      Πρβλ. άρθρα 6 § 7, 19 και 20 του βασικού κανονισμού.