Language of document : ECLI:EU:T:2023:331

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 14ης Ιουνίου 2023 (*)

[Κείμενο διορθωμένο με διάταξη της 30ής Νοεμβρίου 2023]

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Διαδικασία πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών – Παροχή υπηρεσιών γλωσσικής κατάρτισης για τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης – Κατάταξη προσφέροντος στο πλαίσιο διαδικασίας διαδοχικής αναθέσεως κατά σειρά προτεραιότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Στοιχεία της προσφοράς προσβάσιμα μέσω υπερσυνδέσμου – Πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως – Κατάχρηση εξουσίας»

Στην υπόθεση T‑376/21,

Instituto Cervantes, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενο από τον E. van Nuffel d’Heynsbroeck, δικηγόρο,

προσφεύγον,

υποστηριζόμενο από το

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον I. Herranz Elizalde,

παρεμβαίνον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την M. Ilkova,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Schalin, πρόεδρο, I. Nõmm και D. Kukovec (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: H. Eriksson, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή του, το προσφεύγον, Instituto Cervantes, ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 19ης Απριλίου 2021 με την οποία η τελευταία ανέθεσε το τμήμα αριθ. 3 (ισπανική γλώσσα) της δημόσιας συμβάσεως σχετικά με τη σύναψη συμβάσεων-πλαισίων για γλωσσική κατάρτιση για τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (HR/2020/OP/0014) στον όμιλο CLL Centre de Langues-Allingua (στο εξής: όμιλος CLL), ως πρώτον κατά σειρά κατατάξεως, και στο προσφεύγον, ως δεύτερο κατά σειρά κατατάξεως (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 20 Νοεμβρίου 2020, με προκήρυξη διαγωνισμού που δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2020/S, 227-555213), η Επιτροπή κίνησε την ανοικτή διαδικασία υποβολής προσφορών HR/2020/OP/0014, με τίτλο «Συμβάσεις-πλαίσιo για γλωσσική κατάρτιση για τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Η σύμβαση υποδιαιρέθηκε σε οκτώ τμήματα, μεταξύ των οποίων το τμήμα αριθ. 3, το οποίο έφερε τον τίτλο «εκμάθηση της ισπανικής γλώσσας (ES)».

3        Η συγγραφή υποχρεώσεων για την επίδικη πρόσκληση προς υποβολή προσφορών προέβλεπε ότι, για την ανάθεση της σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή θα βασιζόταν στην επιλογή της πιο συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, βάσει των κριτηρίων ανάθεσης «Τιμή» (με συντελεστή βαρύτητας 30 %) και «Ποιότητα» (με συνολικό συντελεστή βαρύτητας 70 %).

4        Το κριτήριο ανάθεσης «Ποιότητα» αποτελείτο από δύο κριτήρια, ήτοι το κριτήριο 1, με τίτλο «Ποιότητα των προτεινόμενων μαθημάτων», και το κριτήριο 2, με τίτλο «Ποιοτικός έλεγχος και παρακολούθηση εργασιών». Η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι η μέγιστη συνολική βαθμολογία ποιότητας ανερχόταν σε 100 βαθμούς.

5        Καθένα από τα δύο αυτά κριτήρια περιελάμβανε τρία υποκριτήρια, τα οποία ήταν επίσης σταθμισμένα, ως εξής:

Κριτήριο 1: Ποιότητα των προτεινόμενων μαθημάτων (70 βαθμοί)

Κριτήριο 2: Ποιοτικός έλεγχος και παρακολούθηση εργασιών (30 βαθμοί)

Υποκριτήριο 1.1: Περιεχόμενο (30 βαθμοί)

Υποκριτήριο 1.2: Παιδαγωγική (30 βαθμοί)

Υποκριτήριο 1.3: Διαδικτυακές πλατφόρμες (10 βαθμοί)

Υποκριτήριο 2.1: Μέθοδος επιλογής προσωπικού (6 βαθμοί)

Υποκριτήριο 2.2: Ποιοτικός έλεγχος (15 βαθμοί)

Υποκριτήριο 2.3: Διαχείριση της διαδικασίας (9 βαθμοί)

6        Η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπε επίσης ότι οι προσφορές έπρεπε να συγκεντρώσουν τουλάχιστον την ελάχιστη βαθμολογία για κάθε κριτήριο και υποκριτήριο, ήτοι το 70 % των βαθμών που αντιστοιχούν στο συγκεκριμένο κριτήριο ή υποκριτήριο. Κατά συνέπεια, οι προσφορές έπρεπε να συγκεντρώσουν τουλάχιστον συνολική βαθμολογία που να ισούται με 70 στα 100.

7        Όσον αφορά τον τρόπο υποβολής των προσφορών, η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι οι προσφορές έπρεπε να υποβληθούν μέσω της εφαρμογής eSubmission.

8        Έξι προσφέροντες, μεταξύ των οποίων και το προσφεύγον, υπέβαλαν προσφορά για το τμήμα αριθ. 3.

9        Στις 10 Μαρτίου 2021, συντάχθηκε η έκθεση αξιολόγησης των προσφορών σύμφωνα με το άρθρο 168, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός). Οι προτεινόμενοι ανάδοχοι για το τμήμα αριθ. 3 ήταν ο όμιλος CLL, ως καταταχθείς στην πρώτη θέση κατά σειρά προτεραιότητας, και το προσφεύγον, ως καταταχθέν στη δεύτερη θέση κατά σειρά προτεραιότητας.

10      Από τη συγγραφή υποχρεώσεων προκύπτει ότι οι προσφορές κατατάσσονται βάσει της καλύτερης αναλογίας ποιότητας/τιμής.

11      Σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων, η σύμβαση ανατίθεται στις δύο προσφορές οι οποίες κατετάγησαν πρώτες και οι οποίες, πρώτον, πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στα έγγραφα της σύμβασης και υποβάλλονται από προσφέροντες που έχουν πρόσβαση στη διαδικασία σύναψης σύμβασης, δεύτερον, δεν εμπίπτουν σε περίπτωση αποκλεισμού και, τρίτον, πληρούν τα κριτήρια επιλογής. Η κατάταξη καθορίζει τη σειρά με την οποία οι επιμέρους συμβάσεις προσφέρονται στους αναδόχους κατά την εκτέλεση της σύμβασης-πλαισίου.

12      Στις 19 Απριλίου 2021, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ακολουθώντας τις συστάσεις της επιτροπής αξιολόγησης (στο εξής: επιτροπή). Συνακόλουθα, η Επιτροπή ανέθεσε το τμήμα αριθ. 3 (ισπανική γλώσσα) της δημόσιας σύμβασης σχετικά με τη σύναψη συμβάσεων-πλαισίων για γλωσσική κατάρτιση για τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης (HR/2020/OP/0014) στον όμιλο CLL, ως πρώτο κατά σειρά κατατάξεως, και στο προσφεύγον, ως δεύτερο κατά σειρά κατατάξεως.

13      Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή απέστειλε στο προσφεύγον ενημερωτική επιστολή, με την οποία το πληροφορούσε για τα κατά το πέρας της διαδικασίας αποτελέσματα που το αφορούσαν. Η επιστολή αυτή το πληροφορούσε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφορά του για το τμήμα αριθ. 3 είχε επιλεγεί για την ανάθεση σύμβασης-πλαισίου και ότι είχε καταταγεί στη δεύτερη θέση με βαθμολογία ως προς την ποιότητα 82 βαθμών στους 100, τιμή προσφοράς 2 670 560 ευρώ και συνολική βαθμολογία 87,40 βαθμών στους 100. Το παράρτημα 1 της εν λόγω επιστολής περιείχε επίσης την αιτιολογία της εκτίμησης της προσφοράς του βάσει των ποιοτικών κριτηρίων που καθορίζονταν στη συγγραφή υποχρεώσεων. Τέλος, στην επιστολή αυτή, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η απόφασή της μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ότι θα εφάρμοζε την περίοδο αναμονής των δέκα ημερών πριν από την υπογραφή της σύμβασης.

14      Την ίδια ημέρα, μετά την παραλαβή της ενημερωτικής επιστολής, το προσφεύγον ζήτησε από την Επιτροπή να το ενημερώσει σχετικά με την ταυτότητα, τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της οντότητας που κατετάγη στην πρώτη θέση.

15      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Απριλίου 2021, ανταποκρινόμενη στο εν λόγω αίτημα, η Επιτροπή ενημέρωσε το προσφεύγον για την ταυτότητα του προσφέροντος που κατετάγη στην πρώτη θέση για την ανάθεση της σύμβασης-πλαισίου καθώς και για τη βαθμολογία των 94 βαθμών στους 100 που είχε λάβει ως προς την ποιότητα, την τιμή της προσφοράς του (3 469 020 ευρώ) και τη συνολική βαθμολογία των 88,89 βαθμών στους 100 που είχε λάβει μετά το πέρας της αξιολόγησης.

16      Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία της 19ης και 26ης Απριλίου 2021, η απονομή των βαθμών όσον αφορά τα υποκριτήρια του κριτηρίου ανάθεσης «Ποιότητα» έχει ως εξής:


Όμιλος CLL

Instituto Cervantes

Υποκριτήριο 1.1

28 βαθμοί στους 30

22 βαθμοί στους 30

Υποκριτήριο 1.2

27 βαθμοί στους 30

21 βαθμοί στους 30

Υποκριτήριο 1.3

10 βαθμοί στους 10

10 βαθμοί στους 10

Υποκριτήριο 2.1

6 βαθμοί στους 6

6 βαθμοί στους 6

Υποκριτήριο 2.2

14 βαθμοί στους 15

15 βαθμοί στους 15

Υποκριτήριο 2.3

9 βαθμοί στους 9

8 βαθμοί στους 9

17      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 10ης Μαΐου 2021, απαντώντας σε αίτημα που υπέβαλε το προσφεύγον την 1η Μαΐου 2021, ισχυριζόμενο ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες ήταν ανεπαρκείς υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του άρθρου 170, παράγραφος 3, του δημοσιονομικού κανονισμού, η Επιτροπή γνωστοποίησε την αιτιολογία της εκτίμησης της προσφοράς του ομίλου CLL βάσει των ποιοτικών κριτηρίων. Το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περιείχε σε παράρτημα τον πίνακα αξιολόγησης της προσφοράς του ομίλου CLL, ο οποίος περιλάμβανε τα σχόλια της επιτροπής για καθένα από τα κριτήρια και τα υποκριτήρια ανάθεσης, όπως ορίζονται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Στο ως άνω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η Επιτροπή δεσμεύθηκε επίσης να τηρήσει νέα περίοδο αναμονής δέκα ημερολογιακών ημερών, πριν από την υπογραφή της σύμβασης-πλαισίου, η οποία θα εκκινούσε από την επομένη της ημερομηνίας αποστολής της εν λόγω απάντησης.

18      Με επιστολή της 25ης Μαΐου 2021, η Επιτροπή παρέσχε εκ νέου εξηγήσεις παραπέμποντας στις ήδη διαβιβασθείσες πληροφορίες και εξηγήσεις και επεσήμανε ότι η περίοδος αναμονής είχε πλέον παρέλθει.

19      Κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην υπό κρίση διαφορά, το προσφεύγον υπέβαλε στην πλατφόρμα eSubmission ορισμένα στοιχεία που απεικόνιζαν την περιγραφόμενη στην προσφορά του τεχνική πρόταση, τα οποία ήταν προσβάσιμα μόνο μέσω υπερσυνδέσμων ενταγμένων στο κείμενο της προσφοράς. Στον πίνακα αξιολόγησης, που κοινοποιήθηκε στις 19 Απριλίου 2021, καθώς και στα προαναφερθέντα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 10ης και της 25ης Μαΐου 2021, η Επιτροπή ενημέρωσε το προσφεύγον ότι απέρριψε τα στοιχεία αυτά και δεν τα αξιολόγησε, με την αιτιολογία ότι δεν ήταν σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων και ότι υφίστατο κίνδυνος τροποποίησης της προσφοράς μέσω των υπερσυνδέσμων αυτών, μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των προσφορών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι τα έγγραφα που ήταν προσβάσιμα μόνο μέσω των εν λόγω υπερσυνδέσμων δεν είχαν προσκομιστεί (στο εξής: έλλειψη εγγράφων).

20      Στις 7 Ιουνίου 2021, η Επιτροπή υπέγραψε τη σύμβαση-πλαίσιο HR/2020/OP/0014 – τμήμα αριθ. 3 με τον όμιλο CLL ως ανάδοχο που κατετάγη στην πρώτη θέση κατά σειρά προτεραιότητας. Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή υπέγραψε τη σύμβαση-πλαίσιο με αριθμό αναφοράς HR/2020/OP/0014 – τμήμα αριθ. 3 με το προσφεύγον ως ανάδοχο που κατετάγη στη δεύτερη θέση κατά σειρά προτεραιότητας.

 Αιτήματα των διαδίκων

21      Το προσφεύγον, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο της Ισπανίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

23      Με χωριστό δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Σεπτεμβρίου 2021, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της προσφυγής.

24      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία κοινοποιήθηκε στο προσφεύγον στις 19 Απριλίου 2021, έληξε στις 29 Ιουνίου 2021, ενώ η προσφυγή ασκήθηκε στις 2 Ιουλίου 2021.

25      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα του επιχειρήματος του προσφεύγοντος ότι, κατά την ημερομηνία κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης, το προσφεύγον δεν διέθετε ακόμη επαρκείς πληροφορίες για την άσκηση της προσφυγής του.

26      Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως και διασφαλίζει τόσο τη σαφήνεια όσο και τη βεβαιότητα των εννόμων καταστάσεων, χάρη δε σε αυτή αποτρέπεται η αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης.

27      Ειδικότερα, η Επιτροπή ισχυρίζεται, στηριζόμενη στη διάταξη της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Ελληνικά Ναυπηγεία και 2. Hoern κατά Επιτροπής (C‑616/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:884), ότι από τη νομολογία συνάγεται ότι η ενδεχόμενη έλλειψη σαφήνειας ή αιτιολογίας μιας πράξης εμπίπτει στον έλεγχο νομιμότητας της πράξης αυτής και δεν αφορά τον καθορισμό της αφετηρίας της προθεσμίας προσφυγής. Εξάλλου, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αφετηρία της προθεσμίας προσφυγής πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπο αντικειμενικό, με κριτήριο το αν ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση του περιεχομένου της απόφασης όπως αυτή εκδόθηκε, χωρίς να συνεκτιμώνται υποκειμενικά στοιχεία, όπως οι προβαλλόμενες πλημμέλειες της απόφασης.

28      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα του επιχειρήματος του προσφεύγοντος ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει προτού η αναθέτουσα αρχή εξηγήσει τους λόγους της επιλογής της κατά τρόπο αντικειμενικά κατανοητό.

29      Το προσφεύγον αντικρούει τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο της ενστάσεως απαραδέκτου και ζητεί την απόρριψή της.

30      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως.

31      Σημειώνεται εξαρχής ότι η νομολογία την οποία επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη της ενστάσεως απαραδέκτου (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω) και η οποία αφορά προσφυγή κατά επιστολής της Επιτροπής σχετικά με την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι οι κανόνες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο διαδικασιών δημοσίων διαγωνισμών ακολουθούν μια λογική διαφορετικής φύσεως από τους κανόνες σχετικά με την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων.

32      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο των διαδικασιών δημοσίων διαγωνισμών, η προθεσμία άσκησης προσφυγής του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται η προσφορά ενός προσφέροντος ή, όπως εν προκειμένω, κατά απόφασης με την οποία η εν λόγω προσφορά κατατάσσεται σε χαμηλότερη θέση από την πρώτη άρχεται μόνον από την ημερομηνία κοινοποίησης της αιτιολογημένης απόφασης, υπό την προϋπόθεση ότι ο διαγωνιζόμενος υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση αιτιολογημένης απόφασης εντός εύλογης προθεσμίας από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της προσφοράς του ή, όπως στην προκειμένη περίπτωση, της κατάταξης της προσφοράς του σε χαμηλότερη θέση από την πρώτη (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ, Τ-461/08, EU:T:2011:494, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Ειδικότερα, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής αρχίζει να τρέχει μόνον από την κοινοποίηση των χαρακτηριστικών και των πλεονεκτημάτων της προσφοράς που κατετάγη στην πρώτη θέση, δεδομένου ότι η ενημέρωση που παρέχεται σε ένα πρώτο στάδιο σχετικά με την απόρριψη της προσφοράς του ενδιαφερόμενου προσφέροντος δεν περιλαμβάνει καμία πληροφορία σχετικά με την προσφορά που κατετάγη στην πρώτη θέση (πρβλ. απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2015, Direct Way και Direct Way Worldwide κατά Κοινοβουλίου, T‑126/13, EU:T:2015:819, σκέψεις 34 έως 36, και διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 2018, Intercontact Budapest κατά CdT, T‑809/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:794, σκέψεις 19 έως 24).

34      Προκειμένου να ασκήσει λυσιτελώς το δικαίωμα προσφυγής, ο προσφεύγων χρειάζεται έναν ελάχιστο αριθμό πληροφοριών που να του επιτρέπει να διαπιστώσει ενδεχόμενη παρανομία κατά την επιλογή της αναθέτουσας αρχής ή, αν οι πληροφορίες που του δόθηκαν κατόπιν αιτήματος εξακολουθούν να είναι ελλιπείς, να προβάλει αιτίαση σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας (πρβλ. διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 2018, Intercontact Budapest κατά CdT, T‑809/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:794, σκέψη 25).

35      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στο προσφεύγον στις 19 Απριλίου 2021, απλώς ενημερώνει το τελευταίο ότι η προσφορά του κατετάγη στη δεύτερη θέση και του κοινοποιεί τη βαθμολογία του και τη συναφή αξιολόγηση της προσφοράς (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω). Αντιθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία πληροφορία σχετικά με την προσφορά που κατετάγη σε καλύτερη θέση σε σχέση με την προσφορά του προσφεύγοντος ούτε κάποια αιτιολογία από την οποία να προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους η προσφορά του τελευταίου κατετάγη σε χαμηλότερη θέση από την πρώτη. Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν περιείχε καμία πληροφορία σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της προσφοράς η οποία κατετάγη στην πρώτη θέση, δεν μπορούσε να αποτελέσει σημείο αφετηρίας της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 32 και 33 ανωτέρω.

36      Το ίδιο ισχύει και για την επιστολή της 26ης Απριλίου 2021, με την οποία η Επιτροπή ενημέρωσε το προσφεύγον μόνο σχετικά με το όνομα του επιλεγέντος προσφέροντος, καθώς και την τιμή της προσφοράς του, τη βαθμολογία που έλαβε βάσει των ποιοτικών κριτηρίων και την τελική του βαθμολογία.

37      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 11 έως 17 ανωτέρω, το πρώτον με το μήνυμα της 10ης Μαΐου 2021 έλαβε το προσφεύγον πληροφορίες σχετικά με την αξιολόγηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της προσφοράς του ομίλου CLL, χάρη στις οποίες μπορούσε να ασκήσει λυσιτελώς το δικαίωμά του να ασκήσει προσφυγή. Συνεπώς, η προθεσμία άρχισε να τρέχει από τις 10 Μαΐου 2021.

38      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, δεδομένου ότι ασκήθηκε στις 2 Ιουλίου 2021, η προσφυγή είναι παραδεκτή, οπότε η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ουσίας

39      Προς στήριξη της προσφυγής του, το προσφεύγον προβάλλει πέντε λόγους.

40      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 170, παράγραφος 3, του δημοσιονομικού κανονισμού, καθόσον δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθούν τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς.

41      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 167, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού, καθόσον προέβη μόνο σε μεμονωμένη σύγκριση των προσφορών σε σχέση με τη συγγραφή υποχρεώσεων, αντί να τις συγκρίνει επίσης σε τεχνικό επίπεδο.

42      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, αποκλείοντας τα στοιχεία που ήταν προσβάσιμα μέσω υπερσυνδέσμου ενταγμένου στο κείμενο της προσφοράς, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

43      Στη συνέχεια, το προσφεύγον προβάλλει έναν τέταρτο λόγο ακυρώσεως, επικουρικώς ως προς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως. Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται σε τρία σκέλη:

–        με το πρώτο σκέλος, το προσφεύγον προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας στο πλαίσιο της εξατομικευμένης αξιολόγησης της προσφοράς του, καθόσον δεν ήταν δυνατόν να γίνει κατανοητός ο συσχετισμός μεταξύ των σε μεγάλο βαθμό θετικών σχολίων και της απονεμηθείσας βαθμολογίας, καθώς και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, λόγω του ότι η σχέση μεταξύ της αξιολόγησης και της απονεμηθείσας βαθμολογίας, στο πλαίσιο των υποκριτηρίων 1.1 και 1.2, δεν είναι εύλογη·

–        με το δεύτερο σκέλος, προβάλλει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, καθόσον η Επιτροπή προσέδωσε δυσανάλογη σημασία στην έλλειψη εγγράφων·

–        με το τρίτο σκέλος, εξετάζει τον ίδιο, προβαλλόμενο ως δυσανάλογο, αντίκτυπο υπό το πρίσμα της αρχής της διαφάνειας και ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή θέσπισε εκ των υστέρων νέο κανόνα για την αξιολόγηση.

44      Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον προβάλλει παραβίαση των θεμελιωδών αρχών του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων (άνοιγμα των συμβάσεων στον ευρύτερο δυνατό ανταγωνισμό, διαφάνεια και ισότητα), καθώς και παράβαση του άρθρου 160 και του άρθρου 167, παράγραφος 3, του δημοσιονομικού κανονισμού, καθόσον η Επιτροπή ανέθεσε όλα τα τμήματα στον ίδιο προσφέροντα, ήτοι στον όμιλο CLL.

45      Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, από κοινού με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, στο μέτρο που αφορούν το ζήτημα της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Εν συνεχεία, θα εξεταστούν ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, κατά το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του, και, τέλος, αντιστοίχως, ο τρίτος, ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, που αφορούν το βάσιμο της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορούν παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

46      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν παρέσχε επαρκή αιτιολογία κατά την έννοια του άρθρου 170, παράγραφος 3, του δημοσιονομικού κανονισμού, όσον αφορά, αφενός, τη συγκριτική ανάλυση των σχετικών πλεονεκτημάτων των προσφορών και, αφετέρου, την εξατομικευμένη ανάλυση της προσφοράς του. Το προσφεύγον επικεντρώνεται στο κριτήριο 1 «Ποιότητα των προτεινόμενων μαθημάτων», και ειδικότερα στις αξιολογήσεις που έγιναν στο πλαίσιο των υποκριτηρίων 1.1 «Περιεχόμενο» και 1.2 «Παιδαγωγική».

47      Πρώτον, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι η αιτιολογία που του κοινοποίησε δεν προσδιορίζει με σαφήνεια τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της προσφοράς του ομίλου CLL, καθόσον, αφενός, από την εκτίμηση της προσφοράς του ομίλου CLL και της προσφοράς του προσφεύγοντος προκύπτει ότι έχουν ποιοτικά χαρακτηριστικά κατ’ ουσίαν ισοδύναμα ή σε μεγάλο βαθμό παρεμφερή, ή ακόμη και ίδια ή παρόμοια, αν όχι καλύτερα όσον αφορά την προσφορά του προσφεύγοντος, ενώ, αφετέρου, η βαθμολογία της προσφοράς του προσφεύγοντος υποδηλώνει, αντιθέτως, σημαντικές ποιοτικές διαφορές.

48      Συναφώς, από την κοινοποιηθείσα από την Επιτροπή αιτιολογία δεν προκύπτει ότι υφίσταται σημαντικό ποιοτικό ελάττωμα ως προς ουσιώδες στοιχείο του κριτηρίου ούτε συσσώρευση ποιοτικών ελαττωμάτων που να δικαιολογούν τη μόλις και μετά βίας ικανοποιητική βαθμολογία της προσφοράς του προσφεύγοντος. Ομοίως, το γεγονός ότι ορισμένα έγγραφα της προσφοράς του δεν αξιολογήθηκαν από την επιτροπή για τον λόγο ότι ήταν προσβάσιμα μέσω υπερσυνδέσμων ουδόλως καθιστά κατανοητή τη σημαντική απόκλιση της βαθμολογίας, δεδομένου ότι η διευκρίνιση αυτή στον πίνακα αξιολόγησης δεν προκύπτει ότι αποτελεί στοιχείο διαφοροποίησης και αφορά μόνο περιορισμένα στοιχεία της προσφοράς, ήτοι το περιεχόμενο των ασκήσεων.

49      Δεύτερον, στο μέτρο που το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι η πολύ χαμηλή βαθμολογία στα επίμαχα υποκριτήρια δεν φαίνεται να συνάδει με την αξιολόγησή του, θεωρούμενη μεμονωμένα, η οποία είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό θετική για καθένα από τα στοιχεία που συνθέτουν τα εν λόγω υποκριτήρια. Υπό την έννοια αυτή, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, στην αιτιολογία που κοινοποίησε η Επιτροπή, συγκεκριμένο ποιοτικό ελάττωμα που να δικαιολογεί σημαντική αφαίρεση βαθμών.

50      Το προσφεύγον αμφισβητεί το ότι η έλλειψη εγγράφων μπορούσε να συνιστά ποιοτικό ελάττωμα ικανό να εξηγήσει την αφαίρεση βαθμών. Αφενός, επισημαίνει ότι, για το υποκριτήριο 2.3, η αξιολόγηση αναφέρει επίσης την έλλειψη εγγράφων, η οποία εκφράζεται με όρους πανομοιότυπους με εκείνους που χρησιμοποιούνται για το υποκριτήριο 1.1, αλλά η αξιολόγηση της προσφοράς υποβαθμίστηκε μόνο κατά λίγο περισσότερο από ένα δέκατο της μονάδας (σε 8 βαθμούς σε σύνολο 9) για το υποκριτήριο αυτό. Αφετέρου, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο των υποκριτηρίων 1.1 και 1.2, η Επιτροπή αντιμετώπισε την έλλειψη εγγράφων ως ιδιαίτερα σημαντικό ελάττωμα που δικαιολογούσε αφ’ εαυτού την αρνητική εκτίμηση της προσφοράς, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να εξηγήσει τις διαφορετικές επιπτώσεις της έλλειψης εγγράφων στα άλλα υποκριτήρια ούτε τη σχετική επίπτωση των λοιπών αδύναμων ή αρνητικών στοιχείων στη βαθμολογία των υποκριτηρίων 1.1 και 1.2.

51      Συναφώς, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η αξιολόγηση της Επιτροπής διαχωρίστηκε για καθένα από τα στοιχεία και υποστοιχεία που περιγράφονται για κάθε υποκριτήριο. Ειδικότερα, η έλλειψη εγγράφων επηρέασε μόνο ένα από τα υποστοιχεία που λαμβάνονται υπόψη τόσο για το υποκριτήριο 1.1 όσο και για το υποκριτήριο 1.2, με αποτέλεσμα να έχει αμελητέα επίπτωση κατά το προσφεύγον. Το προσφεύγον εκτιμά ότι, μολονότι τα στοιχεία και τα υποστοιχεία τους που αφορούν τα υποκριτήρια δεν είναι σταθμισμένα, αυτό δεν σημαίνει ότι θα μπορούσαν να έχουν σημαντικά διαφορετικό σχετικό βάρος κατά την αξιολόγηση των προσφορών, χωρίς αυτό να έχει ανακοινωθεί στα έγγραφα της σύμβασης. Εξάλλου, αυτό θα οδηγούσε σε διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διαγωνιζομένων. Ωστόσο, η επίπτωση της έλλειψης εγγράφων εξακολουθεί να μην δύναται να καθοριστεί, καθώς δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό αν η έλλειψη εγγράφων επηρέασε όλα τα στοιχεία ή ορισμένα από αυτά.

52      Εξάλλου, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τα υποκριτήρια 1.3, 2.1, 2.2 και 2.3, οι αξιολογήσεις της προσφοράς του είχαν διατυπωθεί με ισοδύναμο ή παρόμοιο τρόπο με τις αξιολογήσεις που αφορούσαν τα υποκριτήρια 1.1 και 1.2. Ωστόσο, η προσφορά του έλαβε τον μέγιστο αριθμό βαθμών, ή σχεδόν τον μέγιστο, στο πλαίσιο των τεσσάρων αυτών υποκριτηρίων.

53      Το Βασίλειο της Ισπανίας, παρεμβαίνοντας προς στήριξη των αιτημάτων του προσφεύγοντος, συμφωνεί πλήρως με τα επιχειρήματα του τελευταίου.

54      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, εξάλλου, ότι είναι αδύνατον να διαπιστωθούν οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους αφαιρέθηκε συγκεκριμένος αριθμός βαθμών, ελλείψει αξιολόγησης «ορισμένων εγγράφων».

55      Το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει ότι η έλλειψη διαφάνειας, πίσω από την οποία υποκρύπτεται ο αυθαίρετος χαρακτήρας της αιτιολογίας, έγκειται στο γεγονός ότι είναι αδύνατον να διαπιστωθεί, πρώτον, ποιες συγκεκριμένες πτυχές των εγγράφων της προσφοράς που ήταν προσβάσιμα μέσω υπερσυνδέσμων δεν αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή, δεύτερον, σε ποιο βαθμό οι πτυχές αυτές δεν περιέχονται στην υποβληθείσα προσφορά και, τρίτον, για ποιο λόγο το γεγονός ότι δεν είναι δυνατή η πρόσβαση στο περιεχόμενο των διαδικτυακών ασκήσεων συνεπάγεται συγκεκριμένα απώλεια βαθμών. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί για ποιο λόγο το προσφεύγον τιμωρείται με την αφαίρεση 8 βαθμών στο πλαίσιο του υποκριτηρίου 1.1, αντί, για παράδειγμα, με αφαίρεση 5 βαθμών ή 12 βαθμών.

56      Η Επιτροπή αντικρούει τόσο τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος όσο και αυτά του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτο σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

57      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό βάσει ποιων συγκεκριμένων στοιχείων της τεχνικής του πρότασης αξιολογήθηκε η προσφορά του ομίλου CLL ως καλύτερη από τη δική του.

58      Εξάλλου, στο μέτρο που το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή η σύνδεση μεταξύ της σημαντικής αφαίρεσης βαθμών και της μάλλον θετικής εκτίμησης της προσφοράς του και, ιδίως, σε ποιο βαθμό η έλλειψη εγγράφων συνεπάγεται συγκεκριμένα απώλεια βαθμών.

59      Επιπλέον, το προσφεύγον και το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η ανεπαρκής αιτιολογία εμποδίζει κάθε δικαστικό έλεγχο της αξιολόγησης στην οποία προέβη η Επιτροπή.

60      Εν προκειμένω, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσον η παρασχεθείσα από την Επιτροπή αιτιολογία είναι επαρκής.

61      Επισημαίνεται, εκ προοιμίου, ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι οι πίνακες αξιολόγησης περιέχουν αιτιολογία. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το προσφεύγον παραδέχεται, στο σημείο 11 του υπομνήματος απαντήσεώς του, ότι μπορεί αναμφίβολα να κατανοήσει ότι η προσφορά του κρίθηκε ως κατώτερης ποιότητας ως προς διάφορα κριτήρια ανάθεσης.

–       Επί της προβαλλόμενης αδυναμίας διαπίστωσης των σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς

62      Κατ’ αρχάς, πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να εκτεθούν οι νομολογιακές αρχές σχετικά με την έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και, σε δεύτερο στάδιο, να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς τις αρχές αυτές εν προκειμένω.

63      Συναφώς, από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές συγκαταλέγεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Ricoh Belgium κατά Συμβουλίου, T‑691/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:641, σκέψη 33, και της 10ης Φεβρουαρίου 2021, Sophia Group κατά Κοινοβουλίου, T‑578/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:77, σκέψη 162).

64      Αντιθέτως, δεν μπορεί να υποχρεωθεί η αναθέτουσα αρχή να διαβιβάσει σε διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη, αφενός, πέραν των λόγων απόρριψης της προσφοράς, επισταμένη συνοπτική έκθεση του τρόπου κατά τον οποίο κάθε επιμέρους στοιχείο της προσφοράς του συνεκτιμήθηκε κατά την αξιολόγησή της και, αφετέρου, στο πλαίσιο της ανακοίνωσης των χαρακτηριστικών και των σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς, ενδελεχή συγκριτική εξέταση της επιλεγείσας προσφοράς και της προσφοράς του μη επιλεγέντος διαγωνιζομένου (αποφάσεις της 3ης Μαΐου 2018, EUIPO κατά European Dynamics Luxembourg κ.λπ., C‑376/16 P, EU:C:2018:299, σκέψη 57, της 14ης Οκτωβρίου 2020, Close και Cegelec κατά Κοινοβουλίου, C‑447/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:826, σκέψη 37, και της 6ης Οκτωβρίου 2021, Global Translation Solutions κατά Επιτροπής, T‑404/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:654, σκέψη 126).

65      Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 50 της απόφασης της 5ης Μαρτίου 2019, Eurosupport – Fineurop support κατά EIGE (T‑450/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:137), η βαθμολογία που απονέμεται σε μια προσφορά βάσει της οποίας θα πραγματοποιηθεί και η κατάταξή της πρέπει, κατ’ αρχήν, να αντικατοπτρίζει τα ισχυρά και αδύναμα σημεία που εντοπίστηκαν από τους αξιολογητές στα σχόλιά τους. Εντούτοις, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αναφέρει τόσο τα αδύναμα όσο και τα ισχυρά σημεία. Ειδικότερα, από τη σκέψη 49 της αποφάσεως της 15ης Οκτωβρίου 2013, European Dynamics Belgium κ.λπ. κατά EMA (T‑638/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:530), συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται κατ’ ανάγκην να διατυπώσει συγκεκριμένα αρνητικά σχόλια, αλλά αρκεί ο μη επιλεγείς διαγωνιζόμενος να είναι σε θέση να κατανοήσει το λόγο για τον οποίο η επιλεγείσα προσφορά είναι καλύτερη σε σχέση με τη μη επιλεγείσα προσφορά.

66      Με τον τρόπο αυτό πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα στον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει, βάσει της συγγραφής υποχρεώσεων και της αιτιολογίας της απόφασης περί ανάθεσης, το σχετικό βάρος που τα διάφορα τεχνικά κριτήρια και υποκριτήρια ανάθεσης έχουν στην αξιολόγηση, δηλαδή στον υπολογισμό της συνολικής βαθμολογίας, καθώς και τον κατώτατο και τον ανώτατο αριθμό βαθμών για κάθε ένα από τα κριτήρια και υποκριτήρια (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑629/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:617, σκέψεις 21 και 29, και της 27ης Απριλίου 2016, European Dynamics Luxembourg κ.λπ. κατά EUIPO, T‑556/11, EU:T:2016:248, σκέψη 250).

67      Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι η Επιτροπή υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να εξηγήσει τους βαθμούς που απονέμονται στα υποτμήματα των υποκριτηρίων, όταν η συγγραφή υποχρεώσεων προβλέπει ειδική βαρύτητα βαθμολογίας για τα εν λόγω υποτμήματα (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑629/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:617, σκέψη 29, και της 27ης Απριλίου 2016, European Dynamics Luxembourg κ.λπ. κατά EUIPO, T‑556/11, EU:T:2016:248, σκέψη 250).

68      Συνεπώς, τα σχόλια της επιτροπής που κοινοποιούνται στον προσφεύγοντα πρέπει, αφενός, να παρέχουν τη δυνατότητα να συναχθεί ο αριθμός των βαθμών τους οποίους έλαβαν συγκριτικά ο ίδιος και ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος και οι οποίοι κατανέμονται κάθε φορά ανά υποκριτήριο, καθώς και το βάρος καθενός από τα υποκριτήρια στη συνολική αξιολόγηση, και, αφετέρου, να εξηγούν, για κάθε κριτήριο ανάθεσης, βάσει ποιων υποκριτηρίων η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφορά του επιλεγέντος διαγωνιζομένου ή εκείνη του προσφεύγοντος ήταν η καλύτερη (αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑629/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:617, σκέψεις 21 και 29, και της 27ης Απριλίου 2016, European Dynamics Luxembourg κ.λπ. κατά EUIPO, T‑556/11, EU:T:2016:248, σκέψεις 250 και 251).

69      Υπό το πρίσμα αυτών των νομολογιακών αρχών, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή τήρησε εν προκειμένω την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

70      Πρώτον, πριν από την ανάλυση των πινάκων αξιολόγησης, πρέπει να εξεταστούν οι σχετικές διατάξεις της συγγραφής υποχρεώσεων. Η σύμβαση-πλαίσιο στην προκειμένη περίπτωση αφορά τη γλωσσική κατάρτιση για τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Όσον αφορά το κριτήριο 1 «Ποιότητα των προτεινόμενων μαθημάτων», η συγγραφή υποχρεώσεων προβλέπει ότι ο προσφέρων πρέπει να παρουσιάσει, στο πλαίσιο εξέτασης συγκεκριμένων περιπτώσεων, την περιγραφή ενός τυπικού μαθήματος που έχει σχεδιαστεί για την αναθέτουσα αρχή. Η ποιότητα αξιολογείται με βάση τα ποιοτικά υποκριτήρια, που εφαρμόζονται στην απάντηση στο πλαίσιο της εξέτασης συγκεκριμένων περιπτώσεων την οποία οι προσφέροντες πρέπει να υποβάλουν με την προσφορά τους.

71      Το υποκριτήριο 1.1 «Περιεχόμενο» περιλαμβάνει τέσσερα υποσημεία, τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη από την επιτροπή κατά την αξιολόγηση. Το πρώτο υποσημείο, «Α. Στόχοι», αφορά, μεταξύ άλλων, ζητήματα που σχετίζονται με τις ικανότητες που καλύπτονται από το μάθημα και τον βαθμό στον οποίο οι στόχοι του προτεινόμενου μαθήματος συνδέονται με τις απαιτήσεις συγκεκριμένων ικανοτήτων. Το δεύτερο υποσημείο, «B. Κοινό‑στόχος», αποσκοπεί στο να διαπιστωθεί ο βαθμός στον οποίο το προτεινόμενο μάθημα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του συγκεκριμένου κοινού. Το τρίτο υποσημείο, «Γ. Οργάνωση του περιεχομένου», αναφέρεται, κατ’ ουσίαν, στην κατανομή του περιεχομένου σε διαχειρίσιμες ενότητες, στην αλληλουχία τους και στο περιεχόμενό τους. Το τέταρτο και τελευταίο υποσημείο, «Δ. Ποιότητα του διδακτικού υλικού», αναφέρεται, ιδίως, στον βαθμό στον οποίο το διδακτικό υλικό ανταποκρίνεται στους στόχους, είναι σχεδιασμένο για ενήλικες και δεν περιέχει σφάλματα. Συνακόλουθα, κάθε υποσημείο περιλαμβάνει ορισμένα εδάφια, δηλαδή στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση.

72      Το υποκριτήριο 1.2 «Παιδαγωγική» περιλαμβάνει τρία περιγραφικά υποσημεία. Το πρώτο, με τίτλο «Α. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών», αποσκοπεί στον καθορισμό των προσόντων των εκπαιδευτικών. Το δεύτερο, «B. Αξιολόγηση», αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στον βαθμό στον οποίο οι εποικοδομητικές παρατηρήσεις και η συνεχής αξιολόγηση αποτελούν μέρος του μαθήματος. Το τελευταίο, «Γ. Μεθοδολογία», αφορά ιδίως το ζήτημα του κατά πόσον η μεθοδολογία είναι συνεργατική και επικοινωνιακή και κατά πόσον προωθεί την ενασχόληση με τη γλώσσα.

73      Τα λοιπά κριτήρια και υποκριτήρια, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, είναι, αφενός, το υποκριτήριο 1.3 «Διαδικτυακές πλατφόρμες», που αφορά τη λειτουργία και τη χρησιμότητα των προτεινόμενων από τους προσφέροντες πλατφορμών διαδικτυακής εκπαίδευσης, και, αφετέρου, το κριτήριο 2 «Ποιοτικός έλεγχος και παρακολούθηση εργασιών», το οποίο υποδιαιρείται σε τρία υποκριτήρια, ήτοι τα υποκριτήρια 2.1 «Μέθοδος επιλογής προσωπικού», 2.2 «Ποιοτικός έλεγχος» και 2.3 «Διαχείριση της διαδικασίας».

74      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστούν οι επιστολές της Επιτροπής της 19ης Απριλίου και της 10ης Μαΐου 2021, οι οποίες απεστάλησαν στο προσφεύγον κατόπιν αιτήματός του για συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με την απόρριψη της προσφοράς του, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το προσφεύγον ήταν πράγματι σε θέση, υπό το πρίσμα των αρχών που εκτίθενται στις σκέψεις 62 έως 68 ανωτέρω, να κατανοήσει τα ισχυρά και τα αδύναμα σημεία της προσφοράς του και της προσφοράς του ομίλου CLL, στο πλαίσιο των υποκριτηρίων 1.1 και 1.2.

75      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το υποκριτήριο 1.1 «Περιεχόμενο», το προσφεύγον βαθμολογήθηκε με 22 βαθμούς στους 30. Η προσφορά του προσφεύγοντος περιγράφεται ως καλή και ως ανταποκρινόμενη στις προσδοκίες για τις περισσότερες πτυχές. Ο δε όμιλος CLL βαθμολογήθηκε με 28 βαθμούς στους 30. Η προσφορά του παρουσιάζεται ως εξαιρετική και ως υπερβαίνουσα τις προσδοκίες για τις περισσότερες πτυχές, συμπεριλαμβανομένων και πολύ σημαντικών και κρίσιμων πτυχών.

76      Όσον αφορά τους στόχους του μαθήματος, η επιτροπή έκρινε ότι η προσφορά του ομίλου CLL ήταν καλύτερη από την προσφορά του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι περιγράφεται ως περιέχουσα «πολύ πρόσφορο κατάλογο κοινωνικοπολιτιστικών θεμάτων». Από την άποψη της οργάνωσης του περιεχομένου, η επιτροπή έκρινε ότι η προσφορά του ομίλου CLL ήταν καλύτερη, διότι πρότεινε μια πολύ καλή αλληλουχία του εν λόγω περιεχομένου, η οποία περιελάμβανε την εξ αποστάσεως εκπαίδευση για την εμπέδωση και την προετοιμασία των διά ζώσης μαθημάτων. Σύμφωνα με την επιτροπή, η εξέταση συγκεκριμένων περιπτώσεων εξασφαλίζει επίσης την «κατάλληλη» ισορροπία μεταξύ θεωρίας και πρακτικής. Επιπλέον, η επιτροπή υπογράμμισε ότι η εξέταση συγκεκριμένων περιπτώσεων περιείχε καινοτόμα στοιχεία. Στη συνέχεια, η επιτροπή επεσήμανε ότι ο σχεδιασμός των μαθημάτων ήταν πολύ λεπτομερής, ενώ η δομή του πολύ σαφής. Τέλος, η επιτροπή ανέφερε ότι το μοντέλο του μαθήματος ήταν ιδιαιτέρως κατάλληλο. Όσον αφορά, αντιθέτως, την ποιότητα του διδακτικού υλικού, η επιτροπή περιορίστηκε να επισημάνει ότι το υλικό ανταποκρινόταν στις προσδοκίες της αναθέτουσας αρχής και ότι περιείχε μια διαδικτυακή συνιστώσα που περιελάμβανε «πολλές» πρόσθετες πηγές.

77      Παράλληλα, όσον αφορά την προσφορά του προσφεύγοντος, η επιτροπή διαπίστωσε ότι αυτή περιείχε μια κατάλληλη περιγραφή των διαφόρων ειδών διδακτικού υλικού και ότι το προσφεύγον πρότεινε ένα εγχειρίδιο το οποίο ήταν προσβάσιμο στο διαδίκτυο και παρείχε επίσης πρόσβαση σε πλατφόρμα που περιελάμβανε πλείονες πηγές. Σύμφωνα με την επιτροπή, το προσφεύγον ανέφερε επίσης κατάλογο πλειόνων ψηφιακών εργαλείων για την ενθάρρυνση της αυτοεκμάθησης. Όσον αφορά το λοιπό διδακτικό υλικό, η επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορούσε να αξιολογήσει το περιεχόμενο του διδακτικού υλικού σε ηλεκτρονική μορφή στην προσφορά του προσφεύγοντος.

78      Επιπλέον, όσον αφορά το στοιχείο του κοινού-στόχου, η προσφορά του προσφεύγοντος περιγράφεται με θετικότερους όρους από την προσφορά του ομίλου CLL, δεδομένου ότι ο πίνακας αξιολόγησης αναφέρει ότι η προσφορά εφαρμόζει παρόμοιες αξίες στο κοινό-στόχο και χρησιμοποιείται για τη διδασκαλία συγκεκριμένων θεματικών, καθώς και θεμάτων κουλτούρας και πολιτισμού. Περαιτέρω, όσον αφορά την οργάνωση του περιεχομένου, η προσφορά του προσφεύγοντος κρίνεται ως κατώτερης ποιότητας, καθόσον προτείνει μια «σύντομη αλλά σαφή» περιγραφή του περιεχομένου της όσον αφορά τα διά ζώσης μαθήματα. Επιπλέον, η επιτροπή υπογράμμισε ότι δεν υφίστατο αναφορά στο περιεχόμενο για την αυτοεκμάθηση και ότι μπορούσε να εντοπίσει καινοτόμα στοιχεία «εδώ και εκεί». Τέλος, όσον αφορά την ποιότητα του διδακτικού υλικού, η επιτροπή ανέφερε ότι δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει το περιεχόμενο των ασκήσεων, οι οποίες ήταν προσβάσιμες μέσω υπερσυνδέσμων. Ωστόσο, σημείωσε ότι το σχέδιο περιείχε έναν κατάλογο ψηφιακών εργαλείων που ενθάρρυναν την αυτοεκμάθηση.

79      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 75 έως 78 ανωτέρω σχετικά με το υποκριτήριο 1.1 «Περιεχόμενο», σημειώνεται ότι η επιτροπή επεσήμανε τόσο τις πιο θετικές πτυχές της προσφοράς του ομίλου CLL όσο και τα αδύναμα σημεία ή ελαττώματα της προσφοράς του προσφεύγοντος.

80      Όσον αφορά το υποκριτήριο 1.2 «Παιδαγωγική», υπενθυμίζεται ότι το προσφεύγον βαθμολογήθηκε με 21 βαθμούς στους 30. Η προσφορά του παρουσιάζεται ως καλή και σύμφωνη με τις προσδοκίες. Ο όμιλος CLL βαθμολογήθηκε με 27 βαθμούς στους 30. Η προσφορά του ομίλου CLL περιγράφεται ως εξαιρετική και ως υπερβαίνουσα τις προσδοκίες ως προς πολλές πτυχές, και ως εμφανίζουσα επίσης ορισμένες πρόσθετες και σημαντικές πτυχές.

81      Όσον αφορά τον ρόλο των εκπαιδευτικών, η επιτροπή επεσήμανε ότι, στην προσφορά του ομίλου CLL, ο ρόλος τους είναι καθορισμένος με «ιδιαίτερη» ακρίβεια και σαφήνεια. Οι εκπαιδευτικοί θα χρησιμοποιούν άμεσες και έμμεσες στρατηγικές για να βοηθήσουν τους συμμετέχοντες να αποκτήσουν γλωσσική αυτονομία. Επιπλέον, ο εκπαιδευτικός θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για μια ασφαλή εμπειρία μάθησης. Όσον αφορά το στοιχείο της αξιολόγησης, η επιτροπή σημείωσε ότι ο όμιλος CLL διασφάλιζε την ύπαρξη συνεχούς αξιολόγησης «με πολύ επαγγελματικό τρόπο» και καθόριζε «πολύ καλά» τις μεθόδους αξιολόγησης, οι οποίες ήταν «ιδιαιτέρως» κατάλληλες και ορθές.

82      Επιπλέον, όσον αφορά την αξιολόγηση, η επιτροπή σημείωσε ότι η προσφορά του προσφεύγοντος είχε μόνο μία πτυχή στην οποία ήταν καλύτερη, ήτοι το γεγονός ότι η συνεχής αξιολόγηση και ανατροφοδότηση (feedback), στην προσφορά του, «επ[έτρεπε] την προσαρμογή του περιεχομένου στις ανάγκες» των εκπαιδευομένων, με σκοπό την «καθοδήγηση και ενίσχυση» των κινήτρων και της αυτονομίας. Εντούτοις, η επιτροπή επεσήμανε ότι η προσφορά του προσφεύγοντος προσδιόριζε τις μεθόδους κατά τρόπο «συνοπτικό» και ότι οι μέθοδοι αυτές ήταν απλώς «κατάλληλες και ορθές». Επιπλέον, η επιτροπή σημείωσε ότι οι τελικές συνολικές αξιολογήσεις και τα κριτήρια των αξιολογήσεων σχετικά με την κατάρτιση είχαν παρουσιαστεί σε διαδικτυακή μορφή και δεν ήταν δυνατόν να αξιολογηθούν. Όσον αφορά το τελευταίο στοιχείο που αφορά τη μεθοδολογία, οι αξιολογήσεις είναι πανομοιότυπες, με εξαίρεση την παρατήρηση σχετικά με την προσφορά του προσφεύγοντος, κατά την οποία «ο προσφέρων περιγράφει λεπτομερώς τις μεθόδους διδασκαλίας».

83      Διαπιστώνεται ότι, μολονότι οι αξιολογήσεις σχετικά με τα υποκριτήρια 1.1 και 1.2 είναι συνοπτικές, κατ’ αρχάς, είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό, υπό το φως της νομολογίας που εκτίθεται στη σκέψη 65 ανωτέρω, ότι η προσφορά του ομίλου CLL έχει αρκετά θετικά χαρακτηριστικά που υπερβαίνουν εκείνα της προσφοράς του προσφεύγοντος, τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 76 και 81 ανωτέρω. Εν συνεχεία, είναι δυνατόν να διαπιστωθεί το ποιοτικό επίπεδο της προσφοράς του προσφεύγοντος, το οποίο είναι χαμηλότερο. Τέλος, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η έλλειψη εγγράφων που αφορά ένα σημαντικό στοιχείο ενός μαθήματος ξένης γλώσσας, ήτοι τις ασκήσεις, παρουσιάζεται ως αδύναμο σημείο της προσφοράς του προσφεύγοντος, που συνεπάγεται απώλεια βαθμών. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος σχετικά με την αδυναμία διαπίστωσης των σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς.

84      Για τον ίδιο λόγο, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε με ακρίβεια τη συγκεκριμένη τεχνική πρόταση που δικαιολογεί την «άριστη» αξιολόγηση και διακρίνει τη μία προσφορά από την άλλη.

85      Συναφώς, δεδομένου ότι η επιτροπή διαπίστωσε ότι η επιλεγείσα προσφορά ήταν ποιοτικά ανώτερη σε πολλά σημεία, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η έλλειψη εγγράφων ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο η Επιτροπή προτίμησε την προσφορά του ομίλου CLL.

–       Επί της προβαλλόμενης υποχρεώσεως της Επιτροπής να εξηγήσει την επίπτωση της έλλειψης εγγράφων επί της αφαίρεσης βαθμών

86      Ακολούθως, πρέπει να εξεταστεί το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την αδυναμία διαπίστωσης του ακριβούς αριθμού των βαθμών που αφαιρέθηκαν λόγω της έλλειψης εγγράφων.

87      Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου η παραπομπή στη νομολογία την οποία επικαλείται το προσφεύγον και η οποία διαμορφώθηκε με τις αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2019, Yellow Window κατά EIGE (T‑439/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:136, σκέψεις 73 και 74), και της 5ης Μαρτίου 2019, Eurosupport – Fineurop support κατά EIGE (T‑450/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:137, σκέψεις 49 και 50), κατά την οποία πρέπει να υφίσταται συσχετισμός μεταξύ, αφενός, των σχολίων που προσδιορίζουν τα ισχυρά και τα αδύναμα σημεία και, αφετέρου, των βαθμών που απονέμονται όσον αφορά τα κριτήρια και τα υποκριτήρια. Πράγματι, οι εν λόγω παραπομπές στη νομολογία δεν ασκούν επιρροή, στο μέτρο που αφορούν ειδικές περιστάσεις, διαφορετικές από την υπό κρίση υπόθεση. Οι παραπομπές αυτές αφορούν ιδίως την περίπτωση κατά την οποία τα σχόλια της επιτροπής αξιολόγησης δεν καθιστούν σαφές εάν ένα ορισμένο ελάττωμα δικαιολογούσε την αφαίρεση βαθμών όσον αφορά το συγκεκριμένο κριτήριο ή υποκριτήριο για το οποίο έγινε η αφαίρεση, πράγμα που προφανώς δεν ισχύει εν προκειμένω, δεδομένου ότι υφίσταται σύνδεση μεταξύ της έλλειψης εγγράφων και της συναφούς αξιολόγησης.

88      Για τους ίδιους λόγους, πρέπει επίσης να απορριφθεί η παραπομπή στη νομολογία την οποία επικαλείται το προσφεύγον και η οποία διαμορφώθηκε με την απόφαση της 27ης Απριλίου 2016, European Dynamics Luxembourg κ.λπ. κατά EUIPO (T‑556/11, EU:T:2016:248), κατά την οποία ο συσχετισμός μεταξύ των ειδικών αρνητικών σχολίων και της αφαίρεσης βαθμών πρέπει να εξηγείται όταν η αναθέτουσα αρχή, αφενός, έχει διευκρινίσει, στο πλαίσιο των όρων της διαδικασίας σύναψης σύμβασης, τα κριτήρια και τα υποκριτήρια ανάθεσης που θα εφαρμόσει, καθώς και τα στοιχεία ή τα σημεία που θα ληφθούν υπόψη, και, αφετέρου, προβαίνει σε ειδικές εκτιμήσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο η προσφορά ανταποκρίνεται στα εν λόγω κριτήρια, υποκριτήρια ή στοιχεία.

89      Ούτε η νομολογία αυτή ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην ως άνω απόφαση είναι διαφορετικά από εκείνα της υπό κρίση υπόθεσης. Εν προκειμένω, η αναθέτουσα αρχή κοινοποίησε στο προσφεύγον όλους τους βαθμούς που του απονεμήθηκαν, κατανεμημένους ανά υποκριτήριο, συνοδευόμενους από ειδικά σχόλια. Αντίθετα, στην προηγούμενη υπόθεση, αφενός, η αναθέτουσα αρχή είχε εφαρμόσει μαθηματικό τύπο, κατανέμοντας κλάσματα βαθμών ανά υποκριτήριο ή υποσημείο και προβαίνοντας σε ειδικές αρνητικές κρίσεις επ’ αυτών, ενώ, αφετέρου, δεν είχε κοινοποιήσει τον αριθμό των βαθμών, συνοδευόμενο από κατανομή ανά υποκριτήριο, που έλαβαν ο προσφεύγων και οι επιλεγέντες διαγωνιζόμενοι.

90      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή στα σημεία 56 και 57 του υπομνήματος ανταπαντήσεώς της, η συγγραφή υποχρεώσεων δεν καθορίζει στάθμιση μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που ανήκουν στην περιγραφή κάθε υποκριτηρίου, διότι δεν πρόκειται για «υπο‑υποκριτήρια» προοριζόμενα να αξιολογηθούν χωριστά, αλλά για περιγραφή του περιεχομένου κάθε υποκριτηρίου. Συνεπώς, εν τέλει, δεν είναι αναγκαίο να αποδίδεται ειδικό βάρος σε κάθε θετικό ή αρνητικό σχόλιο της αξιολόγησης, αλλά πρέπει να είναι σε θέση το προσφεύγον να κατανοήσει τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να απονείμει στην προσφορά του τη βαθμολογία που έλαβε για κάθε υποκριτήριο, πράγμα που ήταν πράγματι σε θέση να κάνει.

91      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η επιτροπή ανέφερε τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς στο πλαίσιο κάθε υποκριτηρίου και ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί, εν προκειμένω, να αποδώσει ειδικό βάρος σε κάθε θετικό ή αρνητικό σχόλιο σχετικά με ορισμένα περιγραφικά υποσημεία.

–       Επί της προβαλλόμενης αδυναμίας του Γενικού Δικαστηρίου να προβεί σε έλεγχο της αξιολόγησης

92      Τέλος, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος που στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στις αρχές που απορρέουν από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 88 ανωτέρω, καθώς και το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας, όπως εκτίθεται στη σκέψη 55 ανωτέρω, με το οποίο προβάλλεται αδυναμία του Γενικού Δικαστηρίου να ασκήσει τον έλεγχό του, υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

93      Πρώτον, το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι η επανειλημμένη και σκόπιμη χρήση ασαφών, κατά την άποψή του, εκφράσεων, όπως «ορισμένα τμήματα του περιεχομένου» ή «ορισμένα στοιχεία της προσφοράς», και, υπό ευρύτερη έννοια, μια υπερβολικά λακωνική αιτιολογία καθιστούν αδύνατο κάθε έλεγχο της αξιολόγησης στην οποία προέβη η Επιτροπή.

94      Συναφώς, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης που υπέχει ο δικαστής της Ένωσης να ελέγχει αν οι αποφάσεις θεσμικών οργάνων ελήφθησαν κατά τρόπο αυθαίρετο, δεν αρκεί απλώς να υποστηριχθεί ότι το προσφεύγον ήταν πράγματι σε θέση να αντιληφθεί ότι η απόρριψη μέρους της προσφοράς του ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν του ανατέθηκε η δημόσια σύμβαση, όπως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή στην απάντησή της επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Αντιθέτως, η αιτιολογία πρέπει να είναι προσήκουσα και χωρίς αντιφάσεις, προκειμένου ο δικαστής της Ένωσης να είναι σε θέση να ελέγξει αν είναι βάσιμη.

95      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 83 ανωτέρω, διαπιστώθηκε ότι οι αξιολογήσεις δεν είναι πανομοιότυπες, αλλά περιέχουν, παρά τον συνοπτικό τους χαρακτήρα, σαφείς και μη διφορούμενες διαφοροποιήσεις, οι οποίες αναδεικνύουν τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς.

96      Περαιτέρω, ούτε η μη αμελητέα διαφορά της βαθμολογίας των τεχνικών προσφορών, ήτοι η διαφορά 12 βαθμών, συνηγορεί υπέρ της υποχρέωσης παράθεσης πιο εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως αυτή προκύπτει από τις αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Ricoh Belgium κατά Συμβουλίου (T‑691/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:641, σκέψη 63), και της 14ης Δεκεμβρίου 2017, European Dynamics Luxembourg και Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Κοινοβουλίου (T‑164/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:906, σκέψη 50).

97      Τέλος, υπενθυμίζεται επίσης ότι το προϊσχύσαν άρθρο 113, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, το οποίο αντιστοιχεί στο νυν άρθρο 170, παράγραφος 3, του δημοσιονομικού κανονισμού, επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή την υποχρέωση να γνωστοποιήσει στον προσφέροντα που δεν επελέγη τους αληθείς λόγους απόρριψης της προσφοράς του. Επιπλέον, η παρεχόμενη αιτιολογία πρέπει να αποτυπώνει τη διαδικασία αξιολόγησης όπως αυτή πράγματι διεξήχθη. Αιτιολογία η οποία δεν προσδιορίζει τη βάση στην οποία στηρίχθηκε στην πραγματικότητα η απόφαση απόρριψης ορισμένης προσφοράς και δεν αποτυπώνει με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκε η απορριφθείσα προσφορά δεν είναι διαφανής και δεν πληροί τις επιταγές της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπει το προϊσχύσαν άρθρο 113, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Δικαστηρίου, T‑272/06, EU:T:2008:334, σκέψεις 42 και 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Ricoh Belgium κατά Συμβουλίου, T‑691/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:641, σκέψη 39).

98      Συναφώς, το προσφεύγον και το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξαν ότι η αιτιολογία δεν αποτύπωνε τη διαδικασία αξιολόγησης όπως αυτή πράγματι διεξήχθη. Ομοίως, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 83 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αιτιολογία όσον αφορά τον προσδιορισμό της βάσης στην οποία στηρίχθηκε στην πραγματικότητα.

99      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος και του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η επίμαχη αιτιολογία εμποδίζει κάθε δικαστικό έλεγχο.

100    Δεύτερον, το προσφεύγον, υπογραμμίζοντας τη διαίρεση κάθε υποκριτηρίου σε υποσημεία και υποτμήματα, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποδώσει σε ένα στοιχείο της προσφοράς σημαντικά διαφορετικό σχετικό βάρος για την αξιολόγηση των προσφορών, χωρίς το ειδικό αυτό βάρος να έχει ανακοινωθεί στη συγγραφή υποχρεώσεων. Το προσφεύγον παρατηρεί ότι η Επιτροπή διέψευσε συνακόλουθα τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των προσφερόντων, οπότε το ειδικό βάρος ενός στοιχείου της προσφοράς μπόρεσε να επηρεάσει την αξιολόγηση της προσφοράς χωρίς να έχει ανακοινωθεί στα εν λόγω έγγραφα.

101    Κατ’ αρχάς, πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου το επιχείρημα του προσφεύγοντος περί προβαλλόμενης παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, προς στήριξη του οποίου το προσφεύγον δεν παρέχει καμία εξήγηση ούτε προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία.

102    Με το ίδιο σκεπτικό, όσον αφορά το ζήτημα αν η Επιτροπή απέδωσε ειδικό βάρος σε ένα στοιχείο της προσφοράς χωρίς να το έχει προηγουμένως ανακοινώσει στη συγγραφή υποχρεώσεων, αρκεί η διαπίστωση ότι το βάρος ενός υποστοιχείου δεν καθοριζόταν στην επίμαχη συγγραφή υποχρεώσεων. Επομένως, το προσφεύγον δεν μπορεί να προβάλει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως επειδή η Επιτροπή δεν εξήγησε το βάρος που απέδωσε σε ένα στοιχείο της προσφοράς. Πράγματι, τα υποσημεία που προβλέπονται στη συγγραφή υποχρεώσεων αναφέρουν απλώς, με περιγραφικό τρόπο, τις πτυχές της τεχνικής πρότασης που έλαβε υπόψη της η επιτροπή για την απονομή συνολικής βαθμολογίας και όχι το ειδικό βάρος τους στο πλαίσιο ενός υποκριτηρίου. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα περί ελλείψεως διαφάνειας όσον αφορά την απονομή βαθμών σε επίπεδο υποσημείων των υποκριτηρίων.

103    Ομοίως, μολονότι η Επιτροπή παραδέχθηκε εμμέσως τη βασιμότητα της θέσης αυτής του προσφεύγοντος, στο μέτρο που υποστήριξε ότι τα έγγραφα ήταν σημαντικά, προσθέτοντας παράλληλα ότι η έλλειψη εγγράφων δεν είχε τον ίδιο αντίκτυπο στο πλαίσιο των άλλων υποκριτηρίων, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 64 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο αξιολόγησε κάθε στοιχείο της προσφοράς.

104    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως και το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

 Επί των λοιπών αιτιάσεων του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τις οποίες προβάλλεται πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, λόγω του παράλογου, δυσανάλογου και αδιαφανούς χαρακτήρα της σύνδεσης μεταξύ της αξιολόγησης και της απονεμηθείσας βαθμολογίας στο πλαίσιο των υποκριτηρίων 1.1 και 1.2

105    Στο μέτρο που το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως αφορά κατά τα λοιπά πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται λογική σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης και της απονεμηθείσας βαθμολογίας όσον αφορά τις εκτιμήσεις της Επιτροπής στο πλαίσιο των υποκριτηρίων 1.1 και 1.2, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό θετικές.

106    Με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι ο αντίκτυπος της προβαλλόμενης ελλείψεως εγγράφων στη βαθμολογία που δόθηκε στο πλαίσιο των υποκριτηρίων 1.1 και 1.2 είναι δυσανάλογος σε σχέση με τους όρους που χρησιμοποιήθηκαν κατά την αξιολόγηση.

107    [Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 30ής Νοεμβρίου 2023] Αφενός, το προσφεύγον εκθέτει ότι η αξιολόγηση της προσφοράς του, με τους όρους που χρησιμοποιήθηκαν, είναι μάλλον θετική για καθένα από τα τέσσερα υποτμήματα του υποκριτηρίου 1.1. Αφετέρου, ισχυρίζεται ότι η βαθμολογία των 22 βαθμών στους 30 για το εν λόγω υποκριτήριο μόλις που υπερβαίνει το όριο του 70 %, δηλαδή την ελάχιστη απαίτηση ποιότητας, παρά τις πολύ θετικές εκτιμήσεις της τεχνικής πρότασης, σύμφωνα με τις οποίες η τεχνική πρόταση υπερέβαινε επομένως την ελάχιστη απαίτηση.

108    Η απόκλιση αυτή μεταξύ της αξιολόγησης και της απονεμηθείσας για το υποκριτήριο αυτό βαθμολογίας φαίνεται να δικαιολογείται αποκλειστικά από την έλλειψη εγγράφων και τη μερική επίπτωση που αυτή είχε στην επαλήθευση ορισμένων τεχνικών προτάσεων. Εντούτοις, το προσφεύγον επισημαίνει ότι δεν μπορεί να κατανοήσει με ποιον τρόπο η έλλειψη εγγράφων θα μπορούσε τελικά να υποβαθμίσει μια υψηλή ποιότητα σε ικανοποιητική ποιότητα, δεδομένου ότι η έλλειψη εγγράφων αφορά μόνο επεξηγηματικά στοιχεία της τεχνικής πρότασης, η οποία κατά τα λοιπά αξιολογήθηκε θετικά κατά την αξιολόγηση των δύο υποτμημάτων του υποκριτηρίου 1.1.

109    Στη συνέχεια, το προσφεύγον παρουσιάζει την ίδια ανάλυση όσον αφορά το υποκριτήριο 1.2, του οποίου οι τρεις συνιστώσες αξιολογήθηκαν, κατά τους ισχυρισμούς του, επίσης θετικά, η δε έλλειψη εγγράφων αφορούσε μόνο ένα από τα τρία αυτά τμήματα. Μολονότι η εν λόγω έλλειψη εγγράφων θα μπορούσε, από τεχνικής απόψεως, να επηρεάσει το ένα τρίτο της στάθμισης και μολονότι η αξιολόγηση του τμήματος αυτού είναι σε μεγάλο βαθμό θετική, η προσφορά εντούτοις έλαβε 21 βαθμούς στους 30, ήτοι το ελάχιστο όριο για μια τεχνική πρόταση που θεωρείται το πολύ ικανοποιητική.

110    Με το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της διαφάνειας, καθόσον το ειδικό βάρος που αποδόθηκε σε στοιχείο του κριτηρίου που επηρεάζεται από την έλλειψη εγγράφων δεν ανακοινώθηκε στα έγγραφα της σύμβασης.

111    Το Βασίλειο της Ισπανίας συμφωνεί με τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος όσον αφορά τις λοιπές αιτιάσεις του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 55 ανωτέρω.

112    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά και ζητεί την απόρριψη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

113    Εν προκειμένω, προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι το προσφεύγον μετέτρεψε το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αρχικά αφορούσε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, σε ισχυρισμό περί προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, με το δικόγραφο της προσφυγής του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η λογική σύνδεση μεταξύ των εκτιμήσεων και της απονεμηθείσας βαθμολογίας δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Αντιθέτως, με το υπόμνημα απαντήσεως, υποστηρίζει ότι η έλλειψη συνοχής στη σύνδεση αυτή μεταξύ της εκτίμησης και της απονεμηθείσας βαθμολογίας συνιστά πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. Εξάλλου, τούτο επιβεβαιώθηκε από το προσφεύγον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση κατόπιν ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

114    Όσον αφορά το παραδεκτό του νέου αυτού επιχειρήματος σχετικά με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που προβλήθηκε στο πλαίσιο του υπομνήματος απαντήσεως, πρέπει να εξεταστεί αν το εν λόγω επιχείρημα συνιστά ανάπτυξη λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε προηγουμένως, ρητώς ή εμμέσως, με το εισαγωγικό δικόγραφο και αν συνδέεται στενά με αυτόν, κατά την έννοια του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά τη νομολογία, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ως ανάπτυξη ισχυρισμού ή αιτίασης που είχε προβληθεί προηγουμένως, ένα νέο επιχείρημα πρέπει να έχει αρκούντως στενό σύνδεσμο με τους ισχυρισμούς ή τις αιτιάσεις που είχαν αρχικώς εκτεθεί στο δικόγραφο της προσφυγής, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της φυσιολογικής εξέλιξης της συζήτησης στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2022, Delifruit κατά Επιτροπής, T‑629/20, EU:T:2022:448, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

115    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το νέο επιχείρημα συνδέεται στενά με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά το ζήτημα της σύνδεσης μεταξύ της εκτίμησης και της απονομής των βαθμών, καθώς και, υπό ευρεία έννοια, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο επίσης προβάλλεται πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. Ως εκ τούτου, πρέπει να κριθεί παραδεκτό.

116    Όσον αφορά τη βασιμότητα του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, υπενθυμίζεται ότι στη σκέψη 83 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι η Επιτροπή εξήγησε τόσο τα πλεονεκτήματα και τα σχετικά χαρακτηριστικά της προσφοράς του ομίλου CLL όσο και τα ελαττώματα της προσφοράς του προσφεύγοντος. Επομένως, διαπιστώθηκε ότι η έλλειψη εγγράφων δεν ήταν το μόνο ελάττωμα που δικαιολογούσε την απώλεια βαθμών κατά την αξιολόγηση της προσφοράς του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Επιτροπή ανέφερε διάφορα ελαττώματα στην προσφορά του προσφεύγοντος, η διενεργηθείσα αφαίρεση βαθμών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως προδήλως ασυνεπής σε σχέση με τα διαπιστωθέντα ελαττώματα. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως κατά το μέρος που αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

117    Επιπλέον, όσον αφορά το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 90 ανωτέρω, η συγγραφή υποχρεώσεων δεν προέβλεπε συγκεκριμένη αριθμητικά προσδιορισμένη στάθμιση για κάθε υποκριτήριο ή για κάθε στοιχείο υποκριτηρίου.

118    Πράγματι, η ειδική σημασία που αποδίδεται σε ένα στοιχείο της προσφοράς και η βαθμολογία για κάθε υπο-υποκριτήριο ή για κάθε στοιχείο υποκριτηρίου εμπίπτει στο ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει, αυτή καθεαυτήν, τη σημασία που αποδίδεται σε ορισμένα στοιχεία στο πλαίσιο ενός υπο-υποκριτηρίου, αλλά περιορίζεται να ελέγξει αν αποδείχθηκε η ύπαρξη προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως. Εν προκειμένω, το προσφεύγον δεν απέδειξε τέτοιο σφάλμα, δεδομένου ότι διαπιστώθηκε στις σκέψεις 83 και 90 ανωτέρω ότι η έλλειψη εγγράφων που εντόπισε η Επιτροπή αφορούσε ένα σημαντικό στοιχείο των μαθημάτων ξένης γλώσσας και μπορούσε θεμιτώς να οδηγήσει σε αφαίρεση βαθμών, χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι η εν λόγω αφαίρεση βαθμών ήταν προδήλως εσφαλμένη. Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

119    Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, λόγω της απορρίψεως των στοιχείων της προσφοράς που ήταν προσβάσιμα μέσω υπερσυνδέσμου

120    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, καθόσον απέρριψε τα στοιχεία της προσφοράς που ήταν προσβάσιμα μέσω υπερσυνδέσμου.

121    Κατά πρώτον, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι μπορούσε να υποβάλει στο eSubmission στοιχεία της προσφοράς τα οποία ήταν προσβάσιμα μέσω υπερσυνδέσμου, δεδομένου ότι, αφενός, η επίμαχη διάταξη της συγγραφής υποχρεώσεων δεν περιείχε σχετικά ρητή απαγόρευση και, αφετέρου, η χρήση υπερσυνδέσμων διευκολύνει την οπτικοποίηση της λειτουργίας της τεχνικής πρότασης και όλων των δυνατοτήτων της.

122    Κατά δεύτερον, δεδομένου ότι ο κανόνας δεν είναι, κατά τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, σαφής και ότι το προσφεύγον θα μπορούσε ευλόγως να θεωρήσει ότι το έγγραφο που είναι προσβάσιμο μέσω υπερσυνδέσμου ενταγμένου στο κείμενο της προσφοράς θα λαμβανόταν υπόψη, το τελευταίο υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να του ζητήσει να δικαιολογήσει τη διαδικασία και, εφόσον το έκρινε χρήσιμο, να του ζητήσει να προβεί σε συμπληρωματική υποβολή.

123    Συναφώς, πρώτον, το προσφεύγον θεωρεί ότι ο κίνδυνος τροποποίησης της προσφοράς, βάσει του οποίου η Επιτροπή αποφάσισε να μην αξιολογήσει ορισμένα έγγραφα, ήταν υποθετικός. Κατά το προσφεύγον, δύναται από τεχνικής απόψεως να αποδειχθεί ότι δεν επήλθε καμία τροποποίηση στα έγγραφα, στο μέτρο που ήταν όλα κλειδωμένα κατά την ημερομηνία υποβολής τους. Κατά συνέπεια, το προσφεύγον θεωρεί ότι η Επιτροπή, προκειμένου να ασκήσει αποτελεσματικά τη διακριτική της ευχέρεια, όφειλε να ελέγξει αν τα επίμαχα στοιχεία είχαν τροποποιηθεί ή να το ρωτήσει σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία το στοιχείο που είναι προσβάσιμο μέσω υπερσυνδέσμου υποβλήθηκε στην πλατφόρμα, κατ’ αναλογίαν προς το καθεστώς που εφαρμόζεται στις ασαφείς ή ελλιπείς προσφορές, αντί να θεωρήσει ότι το προσφεύγον ενήργησε κακόπιστα. Συναφώς, το προσφεύγον επικαλείται τη νομολογία σύμφωνα με την οποία η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητήσει την προσκόμιση εγγράφου του οποίου η ύπαρξη πριν από την ημερομηνία που έχει οριστεί για την υποβολή της προσφοράς είναι «αντικειμενικά επαληθεύσιμη».

124    Δεύτερον, το προσφεύγον παρατηρεί ότι στο πλαίσιο προγενέστερης διαδικασίας σύναψης σύμβασης, η οποία αφορούσε τη διοργάνωση γλωσσικών εξετάσεων (HR/2020/OP/0004), στην οποία είχε επίσης συμμετάσχει και στην οποία οι όροι υποβολής του φακέλου είχαν πανομοιότυπη διατύπωση, η επιτροπή που ήταν επιφορτισμένη με την αξιολόγηση των προσφορών για την Επιτροπή είχε αποδεχθεί τη χρήση υπερσυνδέσμων στην προσφορά του προσφεύγοντος. Δεδομένου ότι η απόφαση περί αναθέσεως της εν λόγω σύμβασης κοινοποιήθηκε στο προσφεύγον πριν από την ημερομηνία που είχε οριστεί για την υποβολή προσφορών για την ανάθεση της σύμβασης που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, το προσφεύγον εκτιμά ότι μπορούσε ευλόγως να θεωρήσει ότι ο υπερσύνδεσμος που ήταν ενταγμένος στην προσφορά θα γινόταν δεκτός από την Επιτροπή. Η αντίστροφη προσέγγιση που υιοθετήθηκε για την ανάθεση της επίμαχης σύμβασης διέψευσε, ως εκ τούτου, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του και είχε αυθαίρετο χαρακτήρα.

125    Εξάλλου, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι το επιχείρημα με το οποίο η Επιτροπή επικαλείται τους κανόνες που αφορούν την υποβολή των προσφορών για να δικαιολογήσει την απόρριψη ορισμένων στοιχείων της προσφοράς προβλήθηκε εκ των υστέρων, καθόσον μνημονεύεται για πρώτη φορά στην επιστολή της 25ης Μαΐου 2021.

126    [Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 30ής Νοεμβρίου 2023] Συγκεκριμένα, ο εν λόγω κανόνας υποβολής προσφορών ο οποίος αφορά τη χρήση της εφαρμογής eSubmission λειτουργεί, κατά το προσφεύγον, μόνο ως μηχανισμός αποκλεισμού προσφορών και όχι εγγράφων που αποτελούν μέρος της προσφοράς. Επομένως, τα επίδικα στοιχεία υπόκεινται στις απαιτήσεις της αρχής της ισότητας και όχι σε αυτό το καθεστώς αποκλεισμού.

127    Προκειμένου να αποδείξει ότι οι λοιποί προσφέροντες υπέπεσαν στο ίδιο εύλογο σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το προσφεύγον, το τελευταίο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει πληροφορίες από τις οποίες να προκύπτει, αρχικώς, σε ποιο μέτρο οι λοιποί προσφέροντες στο τμήμα αριθ. 3 και στα λοιπά τμήματα της σύμβασης υπέβαλαν έγγραφα με την ίδια διαδικασία στο πλαίσιο των προσφορών τους και, ακολούθως, ο τρόπος με τον οποίο η Επιτροπή αντιμετώπισε το σφάλμα αυτό στο πλαίσιο των εν λόγω αξιολογήσεων.

128    Το προσφεύγον κατέθεσε επίσης στο φάκελο της δικογραφίας στιγμιότυπα οθόνης όλων των εγγράφων που ήταν προσβάσιμα μέσω υπερσυνδέσμου, με τις ιδιότητές τους.

129    Το Βασίλειο της Ισπανίας συμφωνεί με τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος και προσθέτει νέα στοιχεία.

130    Κατά πρώτον, το Βασίλειο της Ισπανίας προσκομίζει νέα πραγματικά στοιχεία προκειμένου να υποστηρίξει ότι η συγγραφή υποχρεώσεων δεν περιείχε καμία απαγόρευση, ρητή ή σιωπηρή, ως προς τη χρήση υπερσυνδέσμων.

131    Συναφώς, πρώτον, δεδομένου ότι η Επιτροπή προέβλεπε τη χρήση υπερσυνδέσμων σε άλλα σημεία της συγγραφής υποχρεώσεων, ιδίως σε σχέση με την πρόσβαση στην εντολή που δόθηκε στον υπογράφοντα την προσφορά και με τα στοιχεία που βρίσκονται σε έγγραφο καταχωρισμένο με κωδικό ISBN (International Standard Book Number), το Βασίλειο της Ισπανίας θεωρεί ότι η Επιτροπή όφειλε να αποκλείσει ρητώς τη χρήση τους στο πλαίσιο της υποβολής εγγράφων μέσω της εφαρμογής eSubmission.

132    Δεύτερον, το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει ότι η χρήση υπερσυνδέσμου σε έγγραφο που υποβλήθηκε μέσω της εφαρμογής eSubmission δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τη μη υποβολή εγγράφου, πράγμα που αναδεικνύεται ιδίως από το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε αποκτήσει πρόσβαση στο περιεχόμενο των εγγράφων που ήταν προσβάσιμα μέσω υπερσυνδέσμων, μολονότι τα είχε θεωρήσει ως «μη υποβληθέντα».

133    Τρίτον, το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει ότι η Επιτροπή επιδεικνύει έλλειψη συνέπειας και αντιφάσκει προς τις ίδιες τις πράξεις της. Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή περιλαμβάνει, θεωρώντας το απολύτως φυσικό, δεκάδες υπερσυνδέσμους στα έγγραφα της σύμβασης, αλλά εκπλήσσεται από το γεγονός ότι οι προσφέροντες χρησιμοποιούν την ίδια τεχνική. Εν συνεχεία, μεταξύ των στόχων της αναθέτουσας αρχής περιλαμβάνεται η προσαρμογή των μεθόδων εργασίας στο σκοπό τους, κατά τρόπο ευέλικτο και διαρκώς βελτιούμενο, με αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων των δικτύων. Τέλος, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υποκριτηρίου 1.3, η Επιτροπή αξιολόγησε την πλατφόρμα αφού χρησιμοποίησε υπερσύνδεσμο, μολονότι η εν λόγω πλατφόρμα διαδικτυακής εκπαίδευσης δεν φιλοξενείται από την εφαρμογή eSubmission.

134    Κατά δεύτερον, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, καθόσον δεν ζήτησε από το προσφεύγον να αποδείξει ότι δεν είχε τροποποιήσει την προσφορά του και απλώς απέρριψε τα επίμαχα έγγραφα.

135    Η Επιτροπή αντικρούει τόσο τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος όσο και αυτά του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως.

136    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι μπορούσε να υποβάλει ορισμένα έγγραφα που αποτελούσαν μέρος της προσφοράς χρησιμοποιώντας υπερσυνδέσμους και ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη τα έγγραφα αυτά.

137    Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί αν το προσφεύγον μπορούσε, σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων, να υποβάλει ορισμένα τμήματα της προσφοράς του χρησιμοποιώντας υπερσυνδέσμους που οδηγούσαν σε έγγραφο προσβάσιμο σε ιστότοπο υπό τον έλεγχο του προσφέροντος.

138    Η συγγραφή υποχρεώσεων ορίζει, στη σελίδα 79, ότι «οι προσφορές πρέπει να υποβληθούν μέσω της εφαρμογής eSubmission, σύμφωνα με τις οδηγίες που αναφέρονται στην πρόσκληση υποβολής προσφορών και στον πρακτικό οδηγό του συστήματος eSubmission». Αναφέρεται επίσης στη συγγραφή ότι η τεχνική προσφορά «πρέπει να παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες» για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τη συγγραφή υποχρεώσεων και τα κριτήρια ανάθεσης.

139    Η χρήση από την αναθέτουσα αρχή του ρήματος «υποβάλλω» και της φράσεως «μέσω της εφαρμογής» σημαίνει, τόσο από γραμματικής όσο και από συστηματικής απόψεως, ότι η «προσφορά» πρέπει να μεταφορτωθεί απευθείας στην πλατφόρμα eSubmission και ότι μόνο τα έγγραφα που έχουν ακολουθήσει αυτήν τη διαδικασία αποτελούν μέρος της προσφοράς. Κατά συνέπεια, οι υπερσύνδεσμοι, όπως αυτοί παρουσιάστηκαν στην προσφορά του προσφεύγοντος, δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί, διότι δεν πληρούν την προαναφερθείσα απαίτηση που επιβάλλει η συγγραφή υποχρεώσεων. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τα έγγραφα που ελήφθησαν μέσω των επίμαχων υπερσυνδέσμων.

140    Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η προσέγγιση αυτή συνάδει με τον στόχο της εφαρμογής eSubmission, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της υποβολής προσφορών μέσω μιας ασφαλούς εφαρμογής.

141    Ομοίως, η υποβολή μέσω αυτής της ασφαλούς εφαρμογής διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των προσφερόντων που προβλέπεται στο άρθρο 160, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, καθόσον εγγυάται στην αναθέτουσα αρχή ότι διατηρεί τον έλεγχο των εγγράφων που της υποβάλλονται. Αποτρέπει με τον τρόπο αυτό κάθε κίνδυνο τροποποίησης εγγράφων που είναι προσβάσιμα μόνο μέσω υπερσυνδέσμου και ως εκ τούτου δεν έχουν μεταφορτωθεί απευθείας στην εφαρμογή eSubmission.

142    Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνεται ότι ο ευλόγως ενημερωμένος και επιδεικνύων τη συνήθη επιμέλεια προσφέρων είναι σε θέση να γνωρίζει ότι υποχρεούται να υποβάλει την προσφορά του εντός της ταχθείσας προθεσμίας και ότι, μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η προσφορά δεν μπορεί πλέον να τροποποιηθεί. Κατά συνέπεια, ένας τέτοιος προσφέρων δεν θα μπορούσε να συναγάγει από την επίμαχη συγγραφή υποχρεώσεων ότι θα ήταν επιτρεπτό να περιληφθούν στην προσφορά του υπερσύνδεσμοι που οδηγούν σε έγγραφο προσβάσιμο σε ιστότοπο υπό τον έλεγχό του. Πράγματι, η προσέγγιση αυτή δεν επιτρέπεται από τη συγγραφή υποχρεώσεων και, επιπλέον, δεν εγγυάται ότι τα σχετικά έγγραφα δεν μπορούν να τροποποιηθούν μετά την προθεσμία υποβολής των προσφορών.

143    Εξάλλου, δεδομένου ότι δεν επιτρεπόταν να συμπεριληφθούν υπερσύνδεσμοι στην προσφορά του προσφεύγοντος, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να ελέγξει αν τα εν λόγω έγγραφα είχαν τροποποιηθεί ούτε να τα δεχθεί.

144    Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι τα έγγραφα αυτά βρίσκονταν σε ιστότοπο υπό τον έλεγχο του προσφέροντος και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το προσφεύγον αποσκοπούν στο να αποδείξουν ότι τα επίμαχα έγγραφα δεν τροποποιήθηκαν και όχι ότι δεν μπορούσαν να τροποποιηθούν. Ειδικότερα, ούτε οι δηλώσεις ή τα στιγμιότυπα οθόνης των ιδιοτήτων των εγγράφων που υπέβαλε το προσφεύγον ούτε η δυνατότητα να ληφθεί υπόψη το πιστοποιητικό που επικαλείται το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικόγραφά του είναι ικανά να αποδείξουν ότι τα επίμαχα έγγραφα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Επιτροπής και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να τροποποιηθούν. Το ίδιο ισχύει και για την παρουσίαση στην οποία προέβη ο υπεύθυνος πληροφορικής του προσφεύγοντος κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία ο τελευταίος υπογράμμισε επίσης ότι τα έγγραφα αυτά μπορούσαν να τροποποιηθούν, αλλά ότι οποιαδήποτε τροποποίηση θα άφηνε ίχνη στο σύστημα πληροφορικής του.

145    Εξάλλου, όσον αφορά το εκτεθέν στη σκέψη 133 ανωτέρω επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η Επιτροπή επιδεικνύει έλλειψη συνέπειας και αντιφάσκει προς τις ίδιες τις πράξεις της, σημειώνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι το προσφεύγον έλαβε τον μέγιστο αριθμό βαθμών στο υποκριτήριο 1.3, το προβαλλόμενο αυτό σφάλμα της Επιτροπής δεν δύναται να έχει καμία επιρροή εν προκειμένω. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτιάσεις του προσφεύγοντος δεν αφορούν το εν λόγω υποκριτήριο. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

146    Δεύτερον, το συμπέρασμα που διατυπώνεται στη σκέψη 143 ανωτέρω δεν αναιρείται από το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι πρόκειται για «αντικειμενικά επαληθεύσιμο» έγγραφο και ότι η Επιτροπή όφειλε, ως εκ τούτου, να του ζητήσει να υποβάλει εκ νέου τα έγγραφα που ήταν προσβάσιμα μέσω υπερσυνδέσμων.

147    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013, Manova (C‑336/12, EU:C:2013:647), την οποία μνημονεύει το προσφεύγον, αναφέρεται στη δυνατότητα διόρθωσης ή συμπλήρωσης μιας προσφοράς προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια απλή διευκρίνιση ή για να απαλειφθούν πρόδηλα εκ παραδρομής σφάλματα. Εν προκειμένω, δεν πρόκειται για διευκρίνιση ή διόρθωση των εγγράφων, αλλά για επανυποβολή των εγγράφων, τα οποία θα μπορούσαν εξάλλου να έχουν τροποποιηθεί εν τω μεταξύ. Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται κατά τρόπο γενικό στον προσφέροντα να προσκομίσει τα απαιτούμενα βάσει της συγγραφής υποχρεώσεων έγγραφα τα οποία δεν υποβλήθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών (απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Archus και Gama, C‑131/16, EU:C:2017:358, σκέψη 36). Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει από το προσφεύγον να υποβάλει εκ νέου τα έγγραφα που είχαν καταστεί προσβάσιμα μέσω υπερσυνδέσμων.

148    Τρίτον, πρέπει να αναλυθούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του. Κατ’ αρχάς, το προσφεύγον δεν απέδειξε την ύπαρξη συγκλινουσών διαβεβαιώσεων εκ μέρους της Επιτροπής που θα επέτρεπαν τη χρήση υπερσυνδέσμων. Εν πάση περιπτώσει, ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης σε περίπτωση που οι δοθείσες διαβεβαιώσεις δεν συνάδουν προς τους ισχύοντες κανόνες (βλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2017, Nausicaa Anadyomène και Banque d’escompte κατά ΕΚΤ, T‑749/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:21, σκέψη 81). Επομένως, τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος περί προσβολής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πρέπει να απορριφθούν.

149    Τέταρτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματος ακρόασης, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, την οποία προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας στο υπόμνημα παρεμβάσεώς του, επισημαίνεται ότι ο Χάρτης εφαρμόζεται επίσης στις διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014, Kamino International Logistics και Datema Hellmann Worldwide Logistics, C‑129/13 και C‑130/13, EU:C:2014:2041, σκέψεις 28 έως 31). Πράγματι, πρέπει να παρέχεται στον προσφέροντα η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία βάσει των οποίων η Διοίκηση προτίθεται να λάβει την απόφασή της. Το δικαίωμα αυτό διασφαλίζεται κατά την υποβολή της προσφοράς, καθώς και με τη δυνατότητα του προσφέροντος να ζητήσει διευκρινίσεις σχετικά με τις διατάξεις της συγγραφής υποχρεώσεων. Επομένως, το γεγονός ότι, μετά την αξιολόγηση των προσφορών, δεν προβλέπεται μεταγενέστερο στάδιο για την παροχή συμπληρωματικών εξηγήσεων δεν μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα περί προσβολής του δικαιώματος ακρόασης.

150    Εξάλλου, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 127 ανωτέρω, το προσφεύγον ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων. Ωστόσο, δεν συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό το αίτημα αυτό, διότι το μέτρο δεν είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 139 έως 142. Όσον αφορά, αντιθέτως, το αίτημα διεξαγωγής αποδείξεων που υπέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας, σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας, ένα τέτοιο αίτημα δεν μπορεί να υποβληθεί από το Βασίλειο της Ισπανίας, το οποίο είναι παρεμβαίνον, δεδομένου ότι μπορεί να υποβληθεί μόνον από τους κύριους διαδίκους. Συνεπώς, δεν πρέπει να γίνει δεκτό το εν λόγω αίτημα.

151    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 167, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού

152    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 167, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού, καθόσον δεν συνέκρινε τις προσφορές του ομίλου CLL που υποβλήθηκαν χωριστά για ορισμένα τμήματα με τις ανταγωνιστικές προσφορές βάσει των ποιοτικών κριτηρίων, δηλαδή συγκρίνοντας τις τεχνικές τους προτάσεις. Επομένως, δεν άσκησε αποτελεσματικά τη διακριτική της ευχέρεια.

153    Συναφώς, το προσφεύγον παρατηρεί ότι, εν προκειμένω, δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ της εκτίμησης των ποιοτικών χαρακτηριστικών της προσφοράς του ομίλου CLL για το τμήμα αριθ. 3 και για το τμήμα αριθ. 4, μολονότι η πρώτη αφορά την ισπανική και η δεύτερη τη γαλλική γλώσσα, δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις αυτές είναι απολύτως πανομοιότυπες, για όλα τα κριτήρια, μέχρι την τελευταία λέξη και σημείο. Το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να συγκρίνει τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά ή αξίες της προσφοράς του ομίλου CLL με εκείνες των ανταγωνιστικών προσφορών, ιδίως με την προσφορά του προσφεύγοντος, προκειμένου να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματά της, και παρέλειψε να εξηγήσει για ποιον λόγο η προσφορά του ομίλου CLL ήταν καλύτερη από τη δική του.

154    [Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 30ής Νοεμβρίου 2023] Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να συγκρίνει μεταξύ τους τις τεχνικές προσφορές που υποβάλλονται για ένα τμήμα σύμβασης προκύπτει, αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 90 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65, και διορθωτικό ΕΕ 2016, L 135, σ. 120), και, αφετέρου, από το άρθρο 4.2 της συγγραφής υποχρεώσεων, κατά το οποίο οι τεχνικές προσφορές πρέπει να υποβάλλονται μεμονωμένα για κάθε τμήμα, η δε αξιολόγηση πραγματοποιείται χωριστά σε περίπτωση υποβολής προσφοράς για περισσότερα τμήματα. Επιπλέον, η προσέγγιση της Επιτροπής συνίσταται στην πράξη στον αποκλεισμό των προσφορών από το πεδίο του ανταγωνισμού. Τέλος, το προσφεύγον επικαλείται τη νομολογία κατά την οποία απαιτείται ουσιαστική σύγκριση των προσφορών.

155    Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν της υποχρέωσης αυτής, η σχετική αξία της προσφοράς του ομίλου CLL θα έπρεπε κατ’ ανάγκην να διαφέρει από το ένα τμήμα στο άλλο. Πράγματι, δεδομένου ότι, κατ’ αρχάς, κάθε τεχνική προσφορά του ομίλου CLL θα αξιολογούνταν χωριστά για κάθε τμήμα και, περαιτέρω, η προσφορά του προσφεύγοντος για το τμήμα αριθ. 3 θα ήταν διαφορετική από εκείνες που υποβλήθηκαν για τα άλλα τμήματα, η εκτίμηση και η βαθμολογία της προσφοράς του ομίλου CLL, κατόπιν της σύγκρισης με τις λοιπές προσφορές για κάθε τμήμα, θα έπρεπε επομένως να διαφέρουν από το ένα τμήμα στο άλλο. Εν πάση περιπτώσει, η εκτίμηση θα έπρεπε επίσης να διαφέρει στο βαθμό που η επιτροπή ήταν διαφορετική για κάθε τμήμα.

156    Συναφώς, το προσφεύγον αντικρούει το επιχείρημα με το οποίο η Επιτροπή επικαλέστηκε ότι η εκτίμηση της προσφοράς του ομίλου CLL ήταν ομοιόμορφη, προκειμένου να αποκλειστεί ο αυθαίρετος χαρακτήρας της απόφασής της. Συναφώς, υποστηρίζει ότι πρόκειται για στρέβλωση του έργου της επιτροπής και, επομένως, για ανωμαλία.

157    Ως εκ τούτου, το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει, αφενός, τη μεθοδολογία που αποφασίστηκε από την επιτροπή για την αξιολόγηση των προσφορών και, αφετέρου, τις αξιολογήσεις της προσφοράς του ομίλου CLL σχετικά με όλα τα τμήματα καθώς και της προσφοράς του προσφεύγοντος στις οποίες προέβησαν τα μέλη της επιτροπής.

158    Το Βασίλειο της Ισπανίας συμφωνεί με τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος. Εξάλλου, προβάλλει επίσης επιχειρήματα σχετικά με τη συγκριτική εξέταση των προσφορών, αλλά από την άποψη της μεθοδολογίας αξιολόγησης που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της αξιολόγησης των υποκριτηρίων 1.1, 1.3 και 2.3 της προσφοράς του προσφεύγοντος. Η εν λόγω μεθοδολογία είναι διαφορετική από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε, αφενός, σε σχέση με άλλα υποκριτήρια και, αφετέρου, στο πλαίσιο της αξιολόγησης των ίδιων υποκριτηρίων 1.1, 1.2 και 2.3 για την προσφορά του ομίλου CLL.

159    Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της χρηστής διοίκησης. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, η Επιτροπή, αφενός, αξιολόγησε αρνητικά ορισμένα στοιχεία του περιεχομένου της προσφοράς του προσφεύγοντος χωρίς να αξιολογήσει τα ίδια στοιχεία στην προσφορά του ομίλου CLL και, αφετέρου, αξιολόγησε θετικά ορισμένες πτυχές της προσφοράς του ομίλου CLL χωρίς να αξιολογήσει τις ίδιες πτυχές που περιέχονται επίσης στην προσφορά του προσφεύγοντος.

160    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 85 του Κανονισμού Διαδικασίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 88, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει, ως αποδεικτικό στοιχείο, την πλήρη αξιολόγηση των υποκριτηρίων 1.1 και 1.2 που περιλαμβάνεται στο έγγραφο που αντιστοιχεί στη συνημμένη ως παράρτημα Α.22 στο δικόγραφο της προσφυγής ποιοτική αξιολόγηση της προσφοράς του ομίλου CLL, προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή αξιολόγησε τα συγκεκριμένα ψηφιακά εργαλεία που υπέβαλε ο όμιλος CLL χωρίς να αξιολογήσει τα ψηφιακά εργαλεία που υπέβαλε το προσφεύγον.

161    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα τόσο του προσφεύγοντος όσο και του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

162    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να συγκρίνει την τεχνική πρόταση του ομίλου CLL με τη δική του, ενώ το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε την ίδια μεθοδολογία για την αξιολόγηση ορισμένων υποκριτηρίων της προσφοράς του προσφεύγοντος και εκείνης του ομίλου CLL.

163    Κατά συνέπεια, πρέπει, κατά πρώτον, να εξεταστεί αν η αναθέτουσα αρχή παρέβη το άρθρο 167, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού, στο μέτρο που προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι προέβη σε σύγκριση των προσφορών μεταξύ τους βάσει της συνολικής βαθμολογίας τους, η οποία απηχεί την έννοια της «καλύτερης αναλογίας τιμής/ποιότητας».

164    Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι από το γράμμα του άρθρου 167, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή προσδιορίζει την πιο συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά συγκρίνοντας, μεταξύ άλλων, την αναλογία τιμής/ποιότητας των αντίστοιχων προσφορών. Η σύγκριση αυτή προϋποθέτει την αντιπαραβολή των τεχνικών χαρακτηριστικών των προσφορών υπό το πρίσμα των κριτηρίων που περιλαμβάνονται στη συγγραφή υποχρεώσεων.

165    Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε προς την απαίτηση προσδιορισμού της «πιο συμφέρουσας από οικονομική άποψη» προσφοράς βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που εξασφαλίζουν την τήρηση των αρχών της διαφάνειας, της απαγόρευσης των διακρίσεων και της ίσης μεταχείρισης, με σκοπό να διασφαλιστεί η αντικειμενική σύγκριση της σχετικής αξίας των προσφορών. Η αξιολόγηση της προσφοράς του ομίλου CLL πραγματοποιήθηκε από την επιτροπή με βάση τα τεχνικά κριτήρια ανάθεσης που αναφέρονται στη συγγραφή υποχρεώσεων, όπως εξάλλου και η αξιολόγηση της προσφοράς του προσφεύγοντος.

166    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το προσφεύγον επικαλούμενο την ομοιομορφία των εκτιμήσεων για το τμήμα αριθ. 3 και το τμήμα αριθ. 4, το γεγονός ότι στους πίνακες εμφανίζονται πανομοιότυπες εκτιμήσεις για δύο διαφορετικά τμήματα (γαλλική και ισπανική γλώσσα) ουδόλως αποδεικνύει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να συγκρίνει τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά ή αξίες της επιλεγείσας προσφοράς με τα χαρακτηριστικά ή αξίες των ανταγωνιστικών προσφορών στα δύο τμήματα. Η ομοιότητα των εκτιμήσεων της επιτροπής για τα δύο αυτά τμήματα μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι πρόκειται για τμήματα που αφορούν το ίδιο είδος σύμβασης παροχής υπηρεσιών και από το γεγονός ότι το περιεχόμενο των υπηρεσιών που προτείνει ο όμιλος CLL για καθένα από τα τμήματα δύναται να είναι πανομοιότυπο.

167    Επιπλέον, διαπιστώθηκε στη σκέψη 83 ανωτέρω ότι οι τεχνικές προτάσεις των ανταγωνιστικών προσφορών παρουσίαζαν ορισμένες διαφορές, οπότε μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικές αξιολογήσεις ως προς την ικανότητά τους να επιτύχουν την καλύτερη αναλογία τιμής/ποιότητας.

168    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή, αφενός, ότι δεν προέβη σε αντιπαραβολή των τεχνικών προτάσεων και, αφετέρου, ότι δεν συμμορφώθηκε προς τις απαιτήσεις του άρθρου 167, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού κατά τη σύγκριση των προσφορών.

169    Κατά δεύτερον, πρέπει να αναλυθούν τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Ισπανίας σχετικά με την προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του προσφεύγοντος και του ομίλου CLL κατά την εφαρμογή της μεθοδολογίας αξιολόγησης των προσφορών τους.

170    Μολονότι υπενθυμίζεται ότι ο πίνακας αξιολόγησης δεν απαιτείται να εκθέτει με εξαντλητικό τρόπο κάθε λεπτομέρεια της τεχνικής προσφοράς που έλαβε υπόψη η επιτροπή, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή αξιολόγησε την προσφορά του ομίλου CLL και την προσφορά του προσφεύγοντος κατά τρόπο εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις.

171    Πρώτον, το Βασίλειο της Ισπανίας παρατηρεί ότι, όσον αφορά την αξιολόγηση του περιεχομένου των ασκήσεων στο πλαίσιο του υποκριτηρίου 1.1, η Επιτροπή δεν αξιολόγησε το περιεχόμενο των ασκήσεων στην προσφορά του ομίλου CLL, αλλά αξιολόγησε μόνο την αλληλουχία του περιεχομένου αυτού, επισημαίνοντας ότι οι πηγές που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν συναφώς ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες της αναθέτουσας αρχής. Επιπλέον, όσον αφορά την προσφορά του προσφεύγοντος, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αξιολογήσει το περιεχόμενο των ασκήσεων, αλλά, δεδομένου ότι διαπίστωσε τελικά ότι δεν μπορούσε να αξιολογήσει τις διαδικτυακές ασκήσεις λόγω του κινδύνου τροποποίησης, ανέφερε απλώς την ύπαρξη κατάλληλης περιγραφής των διαφόρων ειδών πηγών, χωρίς να αξιολογήσει αν αυτές ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες της αναθέτουσας αρχής.

172    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, κατά την αξιολόγηση των δύο επίμαχων προσφορών, τήρησε την αρχή της ίσης μεταχείρισης ή της απαγόρευσης των διακρίσεων. Πράγματι, αφενός, αξιολόγησε το διδακτικό υλικό στην προσφορά του ομίλου CLL και, αφετέρου, δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει το περιεχόμενο του εν λόγω διδακτικού υλικού στην προσφορά του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι είχε πρόσβαση στο περιεχόμενο μόνο μέσω υπερσυνδέσμου που οδηγούσε σε ιστότοπο υπό τον έλεγχο του προσφεύγοντος, γεγονός που ενείχε κίνδυνο τροποποίησης της προσφοράς. Επομένως, δεν πρόκειται για δύο παρόμοιες καταστάσεις, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά τον ίδιο τρόπο.

173    Επιπλέον, η Επιτροπή δεν προέβη, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, ούτε σε ειδική αξιολόγηση του περιεχομένου της αυτοεκμάθησης στην προσφορά του ομίλου CLL, ενώ, όσον αφορά την προσφορά του προσφεύγοντος, η Επιτροπή ανέφερε ότι το περιεχόμενο της αυτοεκμάθησης δεν είχε προσδιοριστεί.

174    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 165 έως 168 ανωτέρω, η σύγκριση των τεχνικών προσφορών έγινε βάσει της συγγραφής υποχρεώσεων και ότι η Επιτροπή προέβη σε αντιπαραβολή των τεχνικών προτάσεων. Υπό την έννοια αυτή, η Επιτροπή διαπίστωσε πράγματι ότι η προσφορά του προσφεύγοντος παρουσίαζε ένα ελάττωμα όσον αφορά την αυτοεκμάθηση. Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η προσφορά αξιολογήθηκε ως χαμηλότερης ποιότητας από εκείνη του ομίλου CLL, καθόσον δεν προσδιόριζε την αυτοεκμάθηση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 167, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού συναφώς.

175    Εξάλλου, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο του υποκριτηρίου 1.2, η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία ειδική εκτίμηση του περιεχομένου των τελικών συνολικών αξιολογήσεων και των κριτηρίων των αξιολογήσεων σχετικά με την κατάρτιση στην προσφορά του ομίλου CLL, ενώ, όσον αφορά την προσφορά του προσφεύγοντος, διατύπωσε αρνητική αξιολόγηση λόγω του ότι δεν μπορούσε να αξιολογήσει τις ίδιες αυτές πτυχές, οι οποίες ήταν διαθέσιμες μέσω υπερσυνδέσμων.

176    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο μέτρο που η μία από τις εν λόγω προσφορές περιείχε ορισμένα στοιχεία που δεν περιείχε η άλλη, η Επιτροπή δεν αξιολόγησε τις δύο προσφορές κατά τρόπο εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις, καθόσον, αφενός, η Επιτροπή επεσήμανε το ελάττωμα αυτό στην προσφορά του προσφεύγοντος, χωρίς, αφετέρου, να προβεί σε πιο συγκεκριμένα σχόλια σχετικά με τις ίδιες αυτές πτυχές στην προσφορά του ομίλου CLL.

177    Δεύτερον, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι, κατά την αξιολόγηση του υποκριτηρίου 1.2, η Επιτροπή προέβη σε αξιολόγηση των μεθόδων εκμάθησης της προσφοράς του προσφεύγοντος, χωρίς να έχει προβεί ρητώς σε τέτοια αξιολόγηση κατά την αξιολόγηση της προσφοράς του ομίλου CLL.

178    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, δεδομένου ότι, στην πραγματικότητα, θα ισοδυναμούσε με ακόμη ευνοϊκότερη μεταχείριση του προσφεύγοντος και δεδομένου ότι, όσον αφορά την προσφορά του τελευταίου, συνιστά θετικό σχόλιο. Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν υπήρξε μεταχείριση που να συνιστά δυσμενή διάκριση.

179    Τρίτον, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του υποκριτηρίου 1.1 σχετικά με τις ψηφιακές δραστηριότητες και πηγές, η Επιτροπή ανέφερε και αξιολόγησε τα ψηφιακά εργαλεία που προτάθηκαν στο πλαίσιο της προσφοράς του ομίλου CLL, δηλώνοντας ότι το διδακτικό υλικό ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες της αναθέτουσας αρχής. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της προσφοράς του προσφεύγοντος, ανέφερε απλώς ότι η προσφορά περιείχε έναν κατάλογο με πολλά άλλα ψηφιακά εργαλεία που ενθάρρυναν την αυτοεκμάθηση, χωρίς να τα μνημονεύσει ή να τα αξιολογήσει.

180    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η δήλωση της Επιτροπής σχετικά με τα ψηφιακά εργαλεία στην προσφορά του προσφεύγοντος συνιστά, στην πραγματικότητα, ένα θετικό σχόλιο, ισοδύναμο με τη δήλωση σχετικά με την προσφορά του ομίλου CLL. Συνεπώς, δεν υπήρξε μεταχείριση που να συνιστά δυσμενή διάκριση.

181    Τέταρτον, όσον αφορά την οργάνωση του περιεχομένου στην οποία αναφέρεται το υποκριτήριο 1.1, το Βασίλειο της Ισπανίας επεσήμανε ότι η Επιτροπή περιέγραψε την προσφορά του ομίλου CLL ως λεπτομερή και με πολύ σαφή δομή, αλλά, όσον αφορά την προσφορά του προσφεύγοντος, η οποία περιείχε επίσης ένα τέτοιο πρόγραμμα, η ποιοτική αξιολόγηση του υποκριτηρίου 1.1 δεν περιείχε καμία αναφορά ούτε αξιολόγηση του εν λόγω προγράμματος μαθημάτων.

182    Συναφώς, σημειώνεται ότι, όσον αφορά την προσφορά του προσφεύγοντος, και σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται το Βασίλειο της Ισπανίας, η Επιτροπή ανέφερε ότι το προσφεύγον πρότεινε μια σύντομη αλλά σαφή περιγραφή του περιεχομένου των μαθημάτων του, όπερ αποτελεί λιγότερο θετικό σχόλιο από εκείνο που αφορούσε την προσφορά του ομίλου CLL. Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή αξιολόγησε πράγματι τις δύο προσφορές.

183    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν υπήρξε διαφορετική μεταχείριση των δύο επίμαχων προσφορών, δεδομένου ότι οι διαφορές, όπως αυτές επισημάνθηκαν από το Βασίλειο της Ισπανίας, απηχούν τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των προσφορών αυτών.

184    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το προσφεύγον ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων. Εντούτοις, δεν συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό το αίτημα αυτό, διότι το μέτρο δεν είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 168 έως 183 ανωτέρω. Όσον αφορά, αντιθέτως, το αίτημα του Βασιλείου της Ισπανίας περί διεξαγωγής αποδείξεων, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας, ένα τέτοιο αίτημα δεν μπορεί να υποβληθεί από το Βασίλειο της Ισπανίας, το οποίο είναι παρεμβαίνον, δεδομένου ότι μπορεί να υποβληθεί μόνον από τους κύριους διαδίκους. Συνεπώς, δεν πρέπει να γίνει δεκτό το εν λόγω αίτημα.

185    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των θεμελιωδών αρχών του δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων

186    Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι, αναθέτοντας όλα τα τμήματα της σύμβασης διδασκαλίας ξένων γλωσσών σε έναν μόνο πάροχο υπηρεσιών, ήτοι στον όμιλο CLL, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον σκοπό που επιδιώκει η νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων, ο οποίος συνίσταται στο άνοιγμα των συμβάσεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης στον ευρύτερο δυνατό ανταγωνισμό και στην παροχή πρόσβασης στις συμβάσεις αυτές στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

187    Υπενθυμίζει ότι από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να περιορίσει τεχνητά τον ανταγωνισμό. Πρόκειται για νομική υποχρέωση που απορρέει από τις γενικές αρχές του δικαίου στις οποίες υπόκειται.

188    Ειδικότερα, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε στην πράξη προκειμένου να ανατεθούν όλα τα τμήματα της σύμβασης στον όμιλο CLL.

189    Αφενός, το προσφεύγον επαναλαμβάνει το επιχείρημα που προέβαλε στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή δεν υπέβαλε τις προσφορές του ομίλου CLL στη διαδικασία σύγκρισης με τις ανταγωνιστικές προσφορές, καταστρατηγώντας με τον τρόπο αυτό τη διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης.

190    Αφετέρου, υποστηρίζει ότι η ασυνήθης πρακτική της Επιτροπής η οποία συνίσταται στην ομοιόμορφη και σχεδόν ισοδύναμη εκτίμηση των προσφορών του ομίλου CLL, με τη μέγιστη στάθμιση των δύο τρίτων των κριτηρίων, υποδεικνύει, αντιθέτως, παράλειψη άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας, αν όχι εξουδετέρωση των ποιοτικών κριτηρίων.

191    Εξάλλου, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι η πρακτική της Επιτροπής συνίσταται πλέον στον αποκλεισμό της διαίρεσης των συμβάσεων σε τμήματα και, σε περίπτωση διαίρεσής τους, στην ανάθεση όλων των τμημάτων σε έναν μόνον φορέα. Ειδικότερα, εφιστά την προσοχή στις διαδικασίες υποβολής προσφορών για υπηρεσίες διοργάνωσης γλωσσικών εξετάσεων, οι οποίες ανατέθηκαν σε έναν μόνο φορέα, για υπηρεσίες διοργάνωσης εξ αποστάσεως γλωσσικών εξετάσεων, οι οποίες περιλαμβάνονταν σε ένα μόνο τμήμα, και για υπηρεσίες επιγραμμικής γλωσσικής υποστήριξης στο πλαίσιο του προγράμματος Erasmus+, επίσης χωρίς διαίρεση σε διαφορετικά τμήματα για τις γλώσσες. Υπό το πρίσμα των ενδείξεων αυτών, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή τείνει πλέον στη συγκέντρωση της κάλυψης των αναγκών της στον τομέα των γλωσσών από έναν μόνον πάροχο υπηρεσιών.

192    Το Βασίλειο της Ισπανίας στηρίζει αυτόν τον λόγο ακυρώσεως που προβάλλει το προσφεύγον, υιοθετώντας μια πιο διαδικαστική οπτική γωνία.

193    Ειδικότερα, το Βασίλειο της Ισπανίας θεωρεί ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, καθώς και η γενική αρχή της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας, όσον αφορά την αξιολόγηση των προσφορών στο πλαίσιο μιας διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, επιτάσσουν τη διενέργεια της αξιολόγησης που απαιτεί αξιολογικές κρίσεις πριν από τις αξιολογήσεις που είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής μαθηματικού τύπου και χωριστά από αυτές.

194    Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας θεωρεί ότι, με την από κοινού διενέργεια μιας αξιολόγησης που απαιτεί αξιολογικές κρίσεις (της αξιολόγησης της τεχνικής προσφοράς) και μιας αυτόματης αξιολόγησης (της αξιολόγησης της οικονομικής προσφοράς), η διαδικασία αξιολόγησης που εφαρμόζει η Επιτροπή έχει ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, η αναθέτουσα αρχή να μπαίνει στον πειρασμό, έστω και υποσυνείδητα, να προσαρμόσει την αξιολόγηση που εξαρτάται από αξιολογικές κρίσεις προκειμένου να την καταστήσει καθοριστική.

195    Συνεπώς, ελλείψει εγγύησης ότι η τεχνική προσφορά έχει αξιολογηθεί πριν και χωριστά από την οικονομική προσφορά, και εφόσον η Επιτροπή δεν εκθέτει λεπτομερώς τη στάθμιση εκάστου στοιχείου κάθε υποκριτηρίου, μπορεί να υφίστανται πάντοτε υπόνοιες, σύμφωνα με το Βασίλειο της Ισπανίας, ότι η αναθέτουσα αρχή, έστω και υποσυνείδητα, προτίμησε την ακριβότερη προσφορά, έστω και μόνον λόγω της γενικευμένης προκατάληψης ότι τα προϊόντα καλύτερης ποιότητας έχουν συνήθως υψηλότερη τιμή.

196    Η Επιτροπή, από την πλευρά της, αντικρούει τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος και του Βασιλείου της Ισπανίας και ζητεί την απόρριψη του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

197    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, το προσφεύγον υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή εφάρμοσε καταχρηστικώς μια πρακτική που είχε ως αποτέλεσμα να μη λάβει υπόψη τον σκοπό που επιδιώκει η νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων, ο οποίος συνίσταται στο άνοιγμα των συμβάσεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης στον ευρύτερο δυνατό ανταγωνισμό, αναθέτοντας όλα τα τμήματα της σύμβασης υπηρεσιών γλωσσικής κατάρτισης σε έναν μόνο πάροχο υπηρεσιών, ήτοι στον όμιλο CLL.

198    Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, μια απόφαση έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τους προβαλλόμενους από το οικείο θεσμικό όργανο ή με σκοπό την καταστρατήγηση μιας διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2008, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑442/04, EU:C:2008:276, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 8ης Ιουλίου 1999, Vlaamse Televisie Maatschappij κατά Επιτροπής, T‑266/97, EU:T:1999:144, σκέψη 131, και της 13ης Ιανουαρίου 2004, Thermenhotel Stoiser Franz κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑158/99, EU:T:2004:2, σκέψη 164).

199    Τούτο όμως δεν συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση.

200    Πρώτον, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκεται με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 160, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, όλες οι συμβάσεις ανατίθενται με την ευρύτερη δυνατή διαδικασία ανταγωνισμού.

201    Ομοίως, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των υποψηφίων, αντικείμενο της οποίας είναι η προώθηση της ανάπτυξης υγιούς και αποτελεσματικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέχουν σε διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης, όλοι οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες κατά τη διατύπωση των όρων των προσφορών τους και, ως εκ τούτου, οι όροι που πρέπει να πληρούν οι προσφορές πρέπει να είναι όμοιοι για όλους τους υποψηφίους (απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, C‑496/99 P, EU:C:2004:236, σκέψη 110).

202    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να εμποδίζεται να αναθέσει όλα τα τμήματα μιας δημόσιας σύμβασης στον ίδιο προσφέροντα, υπό την προϋπόθεση ότι οι προσφορές του ήταν οι πιο συμφέρουσες από οικονομική άποψη σε σχέση με όλους τους άλλους προσφέροντες και ότι τηρήθηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των υποψηφίων, προκειμένου να διασφαλισθεί ο υγιής και αποτελεσματικός ανταγωνισμός μεταξύ των συμμετεχόντων στη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης.

203    Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι το προσφεύγον δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ικανό να τεκμηριώσει το επιχείρημά του ότι δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με την επίμαχη διαδικασία σύναψης σύμβασης σκοπός.

204    Δεύτερον, ουδόλως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ότι η Επιτροπή επεδίωξε σκοπό διαφορετικό από αυτόν της αξιολόγησης των δύο προσφορών, σύμφωνα με τις εξουσίες που της έχουν απονεμηθεί για τον σκοπό αυτό. Ομοίως, το προσφεύγον δεν προσκομίζει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να αποδεικνύει οποιαδήποτε ευνοϊκή μεταχείριση εκ μέρους της Επιτροπής.

205    Τρίτον, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι τα ποιοτικά κριτήρια «εξουδετερώθηκαν». Η κακή πίστη της αναθέτουσας αρχής ως προς την αξιολόγηση της προσφοράς δεν μπορεί να τεκμαίρεται χωρίς να προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό στοιχείο συναφώς.

206    Τέταρτον, οι ενδείξεις που αντλούνται από άλλες διαδικασίες πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών, τις οποίες επικαλείται το προσφεύγον, προδήλως δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, δεδομένου ότι κάθε διαδικασία έχει τα δικά της χαρακτηριστικά.

207    Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, επιτάσσει τη διενέργεια της αξιολόγησης της ποιότητας της τεχνικής προσφοράς πριν από την αξιολόγηση της τιμής, δεδομένου ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσαν πάντοτε να υφίστανται υπόνοιες ότι η αναθέτουσα αρχή προτίμησε την ακριβότερη προσφορά.

208    Συναφώς, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν έχει προσκομίσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ούτε καμία ένδειξη από τα οποία να προκύπτει ότι η Επιτροπή αξιολόγησε πρώτα την τιμή και στη συνέχεια την ποιότητα των προσφορών, προκειμένου, εν τέλει, να ευνοήσει την προσφορά του ομίλου CLL. Δεύτερον, η υποχρέωση αξιολόγησης της ποιότητας της τεχνικής προσφοράς πριν από την αξιολόγηση της τιμής δεν προκύπτει ούτε από τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού ούτε από τη νομολογία. Τρίτον, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προσκόμισε κανένα λυσιτελές αποδεικτικό στοιχείο που να καταδεικνύει ότι η έλλειψη αξιολόγησης των προσφορών σε δύο στάδια οδήγησε σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων.

209    Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα περί παράβασης του άρθρου 41 του Χάρτη. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αμεροληψίας κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης έχει δύο πτυχές. Πρόκειται, αφενός, για την υποκειμενική αμεροληψία των μελών ενός οργάνου, κατά την οποία κανένα μέλος του εν λόγω οργάνου δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, αμεροληψία η οποία τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου, και, αφετέρου, για την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το εν λόγω όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 54, και της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 155). Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αφενός, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν επικαλέστηκε την υποκειμενική μεροληψία των μελών της επιτροπής και, αφετέρου, δεν απέδειξε ότι η απουσία υποχρέωσης διενέργειας της αξιολόγησης της ποιότητας της τεχνικής προσφοράς πριν από την αξιολόγηση της τιμής, η οποία άλλωστε δεν έχει προβλεφθεί από τον νομοθέτη της Ένωσης, οδήγησε, μεταξύ άλλων, σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης εν προκειμένω. Επομένως, διαπιστώνεται ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπόρεσε να αποδείξει την ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας συναφώς.

210    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

211    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

212    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το προσφεύγον ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, συμφώνως προς το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

213    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Ιnstituto Cervantes φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Schalin

Nõmm

Kukovec

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Ιουνίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.