Language of document :

Αίτηση αναιρέσεως που άσκησε στις 29 Ιουλίου 2022 η Tirrenia di navigazione SpA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 18 Μαΐου 2022 στην υπόθεση T-601/20, Tirrenia di navigazione SpA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-515/22 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Tirrenia di navigazione SpA (εκπρόσωποι: B. Nascimbene, F. Rossi Dal Pozzo, A. Moriconi, avvocati)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 18ης Μαΐου 2022, στην υπόθεση T-601/20,

να ακυρώσει την απόφαση (ΕE) 2020/1411 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2020, μόνον ως προς το άρθρο της 1, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 2,

επικουρικώς προς το σημείο 2: να αναπέμψει την υπόθεση σε άλλο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα ασκεί αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 18.5.2022, στην υπόθεση T-601/20, Tirrenia di navigazione SpA κατά Επιτροπής, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 1, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, της απόφασης (ΕΕ) 2020/1411 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2020, με την οποία η Επιτροπή κήρυξε «ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά την ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Adriatica για την περίοδο από τον Ιανουάριο του 1992 έως τον Ιούλιο του 1994 σε σχέση με τη σύνδεση Μπρίντιζι/Κέρκυρα/Ηγουμενίτσα/Πάτρα» και «παρανόμως εφαρμοσθείσα κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3» ΣΛΕΕ.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει παράβαση δικονομικής φύσεως όσον αφορά την παραγραφή της προθεσμίας για την ανάκτηση των τόκων επί των ενισχύσεων που κρίθηκαν παράνομες και ασυμβίβαστες με το κοινοτικό δίκαιο.

Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλείονα σφάλματα: α) κρίνοντας ότι η δεκαετής προθεσμία παραγραφής δεν είχε παρέλθει όσον αφορά τον συγκεκριμένο ισχυρισμό περί μη είσπραξης τόκων για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως τις 26 Μαρτίου 2007, β) κρίνοντας ότι η παράλειψη της αναιρεσείουσας να αμφισβητήσει την εν λόγω παράβαση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πρόδηλη προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και, ως εκ τούτου, των δικαιωμάτων άμυνας, δεν μπορούσε να προβληθεί ως αιτίαση από την αναιρεσείουσα, καθόσον το ζήτημα αυτό αφορούσε το οικείο κράτος μέλος.

Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προβάλλει εσφαλμένο χαρακτηρισμό της ενίσχυσης ως νέας ενίσχυσης, το παράνομο της αποφάσεως περί κηρύξεως της κρατικής ενισχύσεως ως νέας και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά, καθώς και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

Το Γενικό Δικαστήριο δεν απέδειξε με ποιον τρόπο η Επιτροπή θεράπευσε, με την απόφαση (ΕΕ) 2020/1411, της 2ας Μαρτίου 2020, την πλημμέλεια που διαπιστώθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Μαρτίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-265/04, T-292/04 και T-504/04, όσον αφορά την απόφαση του 2004 (2005/163/ΕΚ).

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε θεραπεύσει την έλλειψη αιτιολογίας που διαπιστώθηκε το 2009 και είχε αποδείξει, με την απόφαση (ΕΕ) 2020/1411, ότι οι επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν στην Adriatica στο πλαίσιο υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας αποτελούν νέα ενίσχυση.

Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και η απόφασή του πάσχει έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον θεωρεί ότι η Επιτροπή ορθώς χαρακτήρισε τις επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν στην Adriatica στο πλαίσιο υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας για την περίοδο από τον Ιανουάριο του 1992 έως τον Ιούλιο του 1994, σε σχέση με τη σύνδεση Μπρίντιζι/Κέρκυρα/Ηγουμενίτσα/Πάτρα, ως ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε απαραιτήτως να εξετάσει αν η Επιτροπή, με την απόφαση (ΕΕ) 2020/1411, α) είχε προσδιορίσει συγκεκριμένα την κατάσταση στην αγορά, β) είχε συγκρίνει ορθά το αντικείμενο του μέτρου ενισχύσεως και το αντικείμενο της σύμπραξης, γ) είχε εξηγήσει ορθά με ποιον τρόπο η στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το μέτρο ενισχύσεως επιδεινώθηκε από τον συνδυασμό του μέτρου αυτού (που κατά τα λοιπά κρίθηκε συμβατό με την εσωτερική αγορά) και της συμμετοχής σε σύμπραξη και, ως εκ τούτου, δ) είχε αιτιολογήσει την αιτιώδη συνάφεια όσον αφορά την ύπαρξη εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

Η αναιρεσείουσα θεωρεί επίσης ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο είναι αντίθετα προς τη γενική αρχή της αναλογικότητας.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της αναλογικότητας.

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ότι η απόφασή του στερείται αιτιολογίας, καθόσον αυτό διαπιστώνει ότι η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης (ΕΕ) 2020/1411, της 2ας Μαρτίου 2020, δεν ήταν, στο σύνολό της, υπερβολικά χρονοβόρα και ότι, ως εκ τούτου, δεν παραβιάστηκαν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.

Η αναιρεσείουσα θεωρεί επίσης ότι η απόφαση (ΕΕ) 2020/1411, της 2ας Μαρτίου 2020, δεν μπορεί, σύμφωνα με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και με τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, να διατάξει την ανάκτηση της ενίσχυσης.

Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι δεν διαπίστωσε ότι η Επιτροπή παραβίασε τις προαναφερθείσες γενικές αρχές και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να συμπεριλάβει στον φάκελο της έρευνας ένα αποδεικτικό στοιχείο.

Η αναιρεσείουσα παραπονείται για το ότι δεν μπόρεσε να επισυνάψει στο φάκελο της υποθέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, την απόφαση της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2021, σχετικά με τα μέτρα SA.32014, SA.32015, SA.32016 (2011/C) (πρώην 2011/NN) που εφαρμόστηκαν από την Ιταλία και την Regione Sardegna υπέρ της Saremar [C(2021) 6990 τελικό], την οποία έλαβε από την Επιτροπή μετά από αίτηση πρόσβασης σε έγγραφα.

Κατά την αναιρεσείουσα, ενόψει της σπουδαιότητας της αποφάσεως Saremar, η μη συμπερίληψη του πρόσθετου αυτού αποδεικτικού στοιχείου στον φάκελο κατέστησε πλημμελή την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, τόσο διότι η απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του Κανονισμού Διαδικασίας του και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που επιβάλλεται σε κάθε θεσμικό όργανο της Ένωσης, όσο και λόγω της προφανούς προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της αναιρεσείουσας.

____________