Language of document : ECLI:EU:T:2010:293

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2010

Υπόθεση T‑12/08 P‑RENV‑RX

M

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA)

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Επανεξέταση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου — Διαφορά ώριμη προς εκδίκαση»

Αντικείμενο: Διαδικασία κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009, C‑197/09 RX‑II, Réexamen M κατά EMEA (Συλλογή 2009, σ. I‑12033), με την οποία το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαΐου 2009, T‑12/08 P, M κατά EMEA (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑31 και II‑B‑1‑159), που είχε ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 19ης Οκτωβρίου 2007, F‑23/07, M κατά ΕΜΕΑ (Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑Α‑1‑311 και II‑Α‑1‑1755), έθιγε την ενότητα και τη συνοχή του κοινοτικού δικαίου, εξαφάνισε ορισμένα σημεία του διατακτικού της ως άνω επανεξετασθείσας αποφάσεως και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Απόφαση: Η υπόθεση αναπέμπεται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αποφανθεί επί των αιτημάτων για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω της φερόμενης ηθικής βλάβης του M. Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

Αναίρεση — Αναίρεση η οποία κρίθηκε βάσιμη — Επίλυση της διαφοράς επί της ουσίας από το δικάζον κατ’ αναίρεσιν δικαστήριο — Προϋπόθεση — Διαφορά ώριμη προς εκδίκαση — Έννοια

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 61 και παράρτημα I, άρθρο 13, § 1)

Το κρίνον κατ’ αναίρεση δικαστήριο μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αποφαίνεται επί της ουσίας μιας προσφυγής, μολονότι η πρωτόδικη διαδικασία περιορίστηκε σε ένσταση απαραδέκτου την οποία το πρωτοδίκως δικάσαν δικαστήριο έκανε δεκτή.

Τούτο συμβαίνει οσάκις, αφενός, η αναίρεση της αναιρεσιβληθείσας αποφάσεως ή διατάξεως επάγεται κατ’ ανάγκη ως ένα βαθμό απόφανση επί της ουσίας της οικείας προσφυγής ή, αφετέρου, η εξέταση της ουσίας της προσφυγής ακυρώσεως εδράζεται σε επιχειρήματα που αντηλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων στο πλαίσιο της αναιρέσεως κατόπιν κρίσεως του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστή.

Αν δεν συντρέχουν τέτοιες ειδικές περιστάσεις, η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση κατά την έννοια του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος του εν λόγω Οργανισμού. Επομένως, το δικαστήριο οφείλει να αναπέμψει την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των αιτημάτων που άπτονται της ουσίας της προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 37 και 38)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 17 Δεκεμβρίου 2009, C‑197/09 RX‑II, Réexamen M κατά EMEA, Συλλογή 2009, σ. Ι‑12033, σκέψεις 30, 32 έως 34, 36 και 37