Language of document : ECLI:EU:T:2007:252

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση αναδιάρθρωσης – Απόφαση περί ανακτήσεως ασυμβίβαστης ενισχύσεως – Άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 – Αλληλέγγυα ευθύνη»

Στην υπόθεση T‑196/02,

MTU Friedrichshafen GmbH, με έδρα το Friedrichshafen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους F. Montag και T. Lübbig, avocats,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους V. Kreuschitz, V. Di Bucci και T. Scharf,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή για την ακύρωση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2002/898/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Απριλίου 2002, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Γερμανία στην εταιρία SKL Motoren- und Systembautechnik GmbH (ΕΕ L 314, σ. 75),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Legal, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka, V. Vadapalas, E. Moavero Milanesi και N. Wahl, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Μαΐου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 87 ΕΚ έχει ως εξής:

«1. Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως.

[…]»

2        Το άρθρο 88 ΕΚ ορίζει τα εξής:

«[…]

2. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερόμενους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 87, [ή] ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.

[…]»

3        Το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«1. Εφόσον η Επιτροπή έχει στην κατοχή της πληροφορίες από τις οποίες απορρέει ότι υπήρξαν παράνομες ενισχύσεις, ανεξαρτήτως της πηγής τους, εξετάζει αμελλητί τις πληροφορίες αυτές.

2. Εν ανάγκη, ζητάει πληροφορίες από το οικείο κράτος μέλος. Εφαρμόζονται το άρθρο 2, παράγραφος 2, και το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, mutatis mutandis.

3. Στις περιπτώσεις όπου, παρά την υπόμνηση σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, το οικείο κράτος μέλος δεν παρέχει τις ζητούμενες πληροφορίες εντός της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή ή παρέχει ελλιπείς πληροφορίες, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση με την οποία απαιτεί την παροχή των πληροφοριών αυτών (εφεξής αποκαλούμενη “διαταγή παροχής πληροφοριών”). Στην απόφαση αυτή, ορίζεται ποιες πληροφορίες ζητούνται και τάσσεται κατάλληλη προθεσμία για την υποβολή τους.»

4        Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 προβλέπει τα εξής:

«Μετά την εξέταση της ενδεχόμενης ύπαρξης παράνομων ενισχύσεων, εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2, 3 ή 4. Στην περίπτωση απόφασης για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η διαδικασία περατώνεται με απόφαση βάσει του άρθρου 7. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του κράτους μέλους με διαταγή παροχής πληροφοριών, η απόφαση αυτή λαμβάνεται με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες.»

5        Το άρθρο 14 του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση ανάκτησης”). Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

[…]»

 Ιστορικό της διαφοράς

6        Με έγγραφο της 9ης Απριλίου 1998, οι γερμανικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή για τη χορήγηση μέτρων ενίσχυσης, ιδίως μέσω του Bundesanstalt für vereinigungsbedingte Sonderaufgaben (στο εξής: BvS), υπέρ της SKL Motoren- und Systemtechnik GmbH (στο εξής: SKL-M), για την αναδιάρθρωσή της. Δεδομένου ότι μέρος των ενισχύσεων αυτών είχε ήδη χορηγηθεί, ο φάκελος πρωτοκολλήθηκε με αριθμό NN 56/98 ως μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση.

7        Η SKL-M, η οποία, πριν από την αναδιάρθρωσή της, ανήκε στον όμιλο Lintra Beteiligungsholding GmbH, είναι επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον τομέα της κατασκευής κινητήρων σκαφών.

8        Μέσω του BvS, δημιουργήθηκε, κατά τη διάρκεια του 1997, εμπορική σχέση μεταξύ της SKL-M και της επιχειρήσεως MTU Friedrichshafen GmbH (στο εξής: MTU ή προσφεύγουσα), η οποία δραστηριοποιούνταν στον τομέα της παραγωγής ισχυρών πετρελαιοκινητήρων, με προοπτική την εξαγορά της SKL-M από την MTU.

9        Στις 5 Νοεμβρίου 1997, συνήφθησαν δύο συμφωνίες μεταξύ της MTU και της SKL‑M. Με την πρώτη συμφωνία χορηγήθηκε στην MTU δικαίωμα προτίμησης για την αγορά των μετοχών της SKL-M, με δυνατότητα αγοράς του συνόλου των μεριδίων έναντι συμβολικού τιμήματος, μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 1999, ακολούθως δε έναντι «ευλόγου τιμήματος», μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001. Η δεύτερη συμφωνία (η Wechselseitiger Lizenz- und Kooperationsvertag zwischen SKL-M und MTU, στο εξής: WLKV), που απέβλεπε στη σύσταση κοινής επιχειρήσεως, έθεσε λεπτομερείς κανόνες για την από κοινού αξιοποίηση της διαθέσιμης τεχνογνωσίας των δύο επιχειρήσεων, καθώς και για τη μελέτη, παραγωγή και πώληση δύο ειδών κινητήρων, ενός κινητήρα υγραερίου και ενός κινητήρα σειράς. Αυθημερόν συνήφθη τρίτη συμφωνία μεταξύ της BvS, του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ και της SKL‑M, σχετική με την καταβολή των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης.

10      Παρόλο που η MTU δεν άσκησε τελικώς το δικαίωμα προτίμησης που προέβλεπε η πρώτη από τις προαναφερθείσες συμφωνίες και, λόγω της ανασφάλειας δικαίου σχετικά με τις ενισχύσεις που είχε χορηγήσει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην SKL-M, δεν προέβη, ως εκ τούτου, σε εξαγορά της SKL-M, οι δύο εταιρίες συνέχισαν τη συνεργασία τους στο πλαίσιο της WLKV.

11      Στις 15 Ιουνίου 2000, η MTU επικαλέστηκε το άρθρο 5 της WLKV και, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, της επετράπη να χρησιμοποιεί αποκλειστικά έναντι τρίτων την τεχνογνωσία που κάλυπτε η WLKV, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας ή των σχετικών αιτήσεων καταχωρίσεως για τα δικαιώματα που υφίσταντο τουλάχιστον κατά την ημερομηνία εκείνη. Ως αντιστάθμισμα του δικαιώματος αυτού, η SKL-M εισέπραξε εφάπαξ αμοιβή, προκειμένου να καλύψει τις αναπτυξιακές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε εντός των ορίων του προϋπολογισμού που είχε συμφωνηθεί στο παράρτημα I της WLKV, ήτοι 4,31 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (DEM) για τους κινητήρες υγραερίου και 2,4 εκατομμύρια DEM για τους κινητήρες σειράς, ήτοι συνολικά 6,71 εκατομμύρια DEM (3,43 εκατομμύρια ευρώ). Η SKL-M είχε επίσης, δυνάμει του άρθρου 5 της WLKV, τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τη δική της τεχνογνωσία, περιλαμβανομένης εκείνης που μετέφερε στην MTU, ανεξαρτήτως των προαναφερθέντων δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

12      Τον Ιούλιο του 2000, προσδιορίστηκε η τεχνογνωσία και τέθηκε στη διάθεση της MTU, η οποία κατέβαλε το προβλεπόμενο από τη WLKV ποσό στην SKL-M.

13      Στο μέτρο που η Επιτροπή, μετά την προκαταρκτική εξέταση των πληροφοριακών στοιχείων που διαβίβασαν οι γερμανικές αρχές, έκρινε ότι τα επίδικα μέτρα προκαλούσαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά τους με την κοινή αγορά, η Επιτροπή, με έγγραφο της 8ης Αυγούστου 2000, ενημέρωσε τις γερμανικές αρχές για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2001, C 27, σ. 5) και η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να της υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Με την ευκαιρία αυτή, η Επιτροπή ρώτησε, επίσης, τις γερμανικές αρχές αν η MTU είχε επωφεληθεί των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην SKL-M ή αν υπήρχε περίπτωση να επωφεληθεί (σημείο 103 της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας).

14      Στο έγγραφο αυτό και στη συνημμένη σ’ αυτό περίληψη, η Επιτροπή εξέθεσε ιδίως ότι η MTU ουδέποτε υπήρξε νόμιμος κύριος της SKL-M και ότι η προμνησθείσα στη σκέψη 9 πρώτη συμφωνία της παρείχε απλώς δικαίωμα προτίμησης το οποίο, εκείνη την εποχή, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προσκόμισαν οι γερμανικές αρχές, δεν ήταν βέβαιο αν η MTU το είχε πράγματι ασκήσει. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι τον Ιούνιο του 2000 η MTU σταμάτησε τη συνεργασία της με την SKL-M στο πλαίσιο της WLKV. Η Επιτροπή διαπίστωσε, ωστόσο, ότι η SKL-M, από τον Νοέμβριο του 1997, τελούσε υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο της MTU. Είχε, επίσης, αμφιβολίες ως προς το αν η MTU είχε επιλεγεί βάσει διαδικασίας ανάλογης με ανοικτή πρόσκληση υποβολής προσφορών. Η Επιτροπή κατέληξε, συναφώς, ότι η MTU επωφελήθηκε ή μπορούσε να επωφεληθεί στο μέλλον από τις ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί στην SKL-M με διαφορετικούς τρόπους: πρώτον, άμεσα, αν αποδεικνυόταν ότι μέρος των ενισχύσεων είχε χρησιμοποιηθεί για σκοπούς που εξυπηρετούσαν μάλλον τα συμφέροντα της MTU παρά της SKL-M· δεύτερον, μέσω της WLKV, χάρη στο δικαίωμα προτίμησης δυνάμει του οποίου η MTU μπορούσε, έναντι συγκεκριμένου τιμήματος, να αποκτήσει όλη την τεχνογνωσία της SKL-M πριν από τη συνεργασία τους ή στο πλαίσιο αυτής, αν αποφάσιζε να ασκήσει το δικαίωμα αυτό και το τίμημα δεν αντικατόπτριζε την τρέχουσα ή προβλεπόμενη εμπορική αξία της τεχνογνωσίας.

15      Την 1η Σεπτεμβρίου 2000 κινήθηκε διαδικασία πτώχευσης κατά της SKL-M.

16      Στις 16 Οκτωβρίου 2000, 6 Απριλίου και 17 Οκτωβρίου 2001, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέβαλε τις παρατηρήσεις της ως προς την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Κανένας τρίτος ενδιαφερόμενος δεν υπέβαλε άμεσα παρατηρήσεις στην Επιτροπή.

17      Με έγγραφο της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, η Επιτροπή ζήτησε από τις γερμανικές αρχές να της παράσχουν τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία για την εκτίμηση της συμβατότητας των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στην SKL-M, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 του κανονισμού 659/1999. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι με τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της δεν είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν μέρος των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην SKL-M χρησιμοποιήθηκε μάλλον προς το συμφέρον της MTU παρά της SKL-M, ούτε να αποδείξει αν η MTU είχε ασκήσει το δικαίωμα προτίμησης, δυνάμει του οποίου μπορούσε να αποκτήσει, έναντι συγκεκριμένου τιμήματος, την τεχνογνωσία που είχε αναπτύξει η SKL-M πριν και κατά τη διάρκεια εφαρμογής της WLKV, αλλά ούτε και αν το καταβληθέν τίμημα ανταποκρινόταν στην πραγματική ή την αναμενόμενη εμπορική αξία της τεχνογνωσίας. Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, ελλείψει των στοιχείων αυτών, θα ελάμβανε την τελική της απόφαση βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στην κατοχή της. Κάλεσε, επίσης, τις γερμανικές αρχές να διαβιβάσουν αντίγραφο της διαταγής παροχής πληροφοριών στον δυνητικό δικαιούχο των ενισχύσεων.

18      Στις 9 Νοεμβρίου 2001, η Επιτροπή υπενθύμισε στις γερμανικές αρχές ότι, αν δεν συμμορφώνονταν με τη διαταγή παροχής πληροφοριών, θα ελάμβανε την απόφασή της βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

19      Με έγγραφα της 23ης Ιανουαρίου, της 26ης Φεβρουαρίου και της 11ης Μαρτίου 2002, οι γερμανικές αρχές απάντησαν στη διαταγή παροχής πληροφοριών.

20      Με έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2002, διαβίβασαν επίσης στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της MTU σχετικά με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ιδίως όσον αφορά τη χρησιμοποίηση της τεχνογνωσίας και το τίμημα που κατέβαλε η MTU στην SKL-M, κατ’ εφαρμογή της WLKV.

21      Στις 9 Απριλίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2002/898/ΕΚ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Γερμανία στην εταιρία SKL Motoren- und Systembautechnik GmbH (ΕΕ L 314, σ. 75, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

22      Με τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τον τίτλο «Εκτίμηση της ενισχύσεως», η Επιτροπή, αφενός, διαπίστωσε ότι οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στην SLK-M για την αναδιάρθρωσή της δεν πληρούσαν τα κριτήρια των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 1994, C 368, σ. 12) και, αφετέρου, έκρινε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είχε προσκομίσει επαρκή πληροφοριακά στοιχεία βάσει των οποίων να αποκλείεται το ενδεχόμενο η MTU να επωφελήθηκε έμμεσα, μέσω της WLKV, από τις ενισχύσεις που έλαβε η SKL-M στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεώς της για την αντιστάθμιση των απωλειών της. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι το τίμημα που κατέβαλε η MTU στην SKL-M για την παραχώρηση της τεχνογνωσίας της, υπολογιζόμενο βάσει της εκτιμήσεως των αναπτυξιακών δαπανών το 1997, ήταν κατά 5,30 εκατομμύρια DEM κατώτερο από τις πραγματικές αναπτυξιακές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η SKL-M. Δεδομένου ότι οι γερμανικές αρχές δεν προσκόμισαν αντικειμενικά πληροφοριακά στοιχεία επί της πραγματικής ή αναμενόμενης εμπορικής αξίας της τεχνογνωσίας, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση της SKL-M χρησίμευσαν ενδεχομένως για να αντισταθμίσουν, τουλάχιστον εν μέρει, τις ζημίες που προκλήθηκαν από την ανάπτυξη της τεχνογνωσίας και ότι χρησιμοποιήθηκαν μάλλον προς όφελος της MTU παρά της SKL-M, η οποία, ελεγχόμενη από το κράτος, ανέλαβε έναν οικονομικό κίνδυνο μη συμβατό με την αρχή του επενδυτή που ενεργεί στην οικονομία της αγοράς. Κατά την αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η μεταφορά τεχνογνωσίας ενδέχεται, επομένως, να ισοδυναμεί με τη μεταφορά στην MTU κρατικών πόρων μέγιστης αξίας 5,30 εκατομμύρια DEM.

23      Το άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζει ότι οι κρατικές ενισχύσεις, ύψους 67,017 εκατομμυρίων DEM (34,26 εκατομμύρια ευρώ), που χορήγησαν οι γερμανικές αρχές στην SKL-M είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, ενώ το άρθρο 3, παράγραφος 2, ορίζει ότι, από το συνολικό ποσό που πρέπει να επιστραφεί, 5,30 εκατομμύρια DEM (2,71 εκατομμύρια ευρώ) πρέπει να επιστραφούν αλληλεγγύως από τις SKL-M και MTU.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Κατόπιν τούτων, η προσφεύγουσα, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 28 Ιουνίου 2002, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230 EK.

25      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία.

26      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Μαΐου 2007.

27      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που, με τη διάταξη αυτή, υποχρεώνεται να επιστρέψει αλληλεγγύως 5,30 εκατομμύρια DEM (2,71 εκατομμύρια ευρώ)·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

29      Προς στήριξη της προσφυγής της ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους. Ο πρώτος αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας και από νομικά σφάλματα σχετικά με το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως προς αυτή. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 και από παράβαση της δικονομικής εγγυήσεως για ορθή και αμερόληπτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών.

30      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο καθενός από τους λόγους αυτούς.

31      Πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 και από παράβαση της δικονομικής εγγυήσεως για ορθή και αμερόληπτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

32      Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει τελική απόφαση με βάση τα διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία, αν το κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς διαταγή παροχής πληροφοριών. Θεωρεί όμως ότι, εν προκειμένω, σε αντίθεση προς τα οριζόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της, όταν εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, όλα τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία. Κατά συνέπεια, εκτιμά ότι κακώς η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, στηριζόμενη αποκλειστικά στις «διαθέσιμες πληροφορίες» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, και παραπέμποντας ειδικότερα στο από 9 Ιανουαρίου 2002 έγγραφο του συνδίκου πτώχευσης της SKL-M, το οποίο δεν προερχόταν από τις γερμανικές αρχές.

33      Η προσφεύγουσα φρονεί, επιπλέον, ότι, κατά τη νομολογία του Πρωτοδικείου (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2001, T‑206/99, Métropole télévision κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1057, σκέψη 57), η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει επιμελώς και αμερόληπτα όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή αγνόησε ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία, ενώ έλαβε υπόψη της μόνον εκείνα που ήταν δυσμενή γι’ αυτή. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, αν η Επιτροπή είχε αμφιβολίες ως προς τα στοιχεία αυτά, μπορούσε να απευθυνθεί στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση ή στην ίδια, προκειμένου, για παράδειγμα, να ζητήσει έκθεση πραγματογνωμοσύνης.

34      Η προσφεύγουσα θεωρεί, επίσης, ότι είναι αντίθετο προς τις αρχές του κράτους δικαίου και της χρηστής διοικήσεως να υποχρεώνει η Επιτροπή μια επιχείρηση να επιστρέψει συγκεκριμένο ποσό, χωρίς να αποδεικνύει προηγουμένως ότι το ποσό αυτό της χορηγήθηκε ως ενίσχυση που κηρύχθηκε ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Συναφώς, αμφιβάλλει ως προς την αρμοδιότητα της Επιτροπής να θεσπίσει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο μπορεί να απαιτήσει την ανάκτηση ενισχύσεως μόνον από τον δικαιούχο της. Η προσφεύγουσα επισημαίνει, επίσης, ότι ο κανονισμός 659/1999 δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη αλληλέγγυας ευθύνης, η οποία δεν μπορεί, εξάλλου, να υφίσταται σε διοικητική διαδικασία υποκείμενη στην αρχή του κράτους δικαίου, χωρίς ρητή νομική βάση. Τέλος, κατά την προσφεύγουσα, οι εκτιμήσεις της Επιτροπής ως προς την αλληλέγγυα ευθύνη για τα πρόστιμα που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις που μετέχουν σε αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό σύμπραξη δεν ασκούν επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.

35      Η Επιτροπή φρονεί ότι εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει των στοιχείων του φακέλου και ότι δεν είχε στη διάθεσή της χρήσιμα στοιχεία σχετικά με το πλεονέκτημα που αποκόμισε ενδεχομένως η MTU ή ως προς την εμπορική αξία της επίδικης τεχνογνωσίας. Τονίζει, συναφώς, ότι η MTU, με τις παρατηρήσεις της, τις οποίες διαβίβασαν οι γερμανικές αρχές στις 5 Μαρτίου 2002, δέχθηκε σιωπηρώς ότι οι δαπάνες ανάπτυξης της τεχνογνωσίας υπερέβαιναν την εμπορική αξία των πρωτοτύπων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε βάσει των στοιχείων του φακέλου και μόνον.

36      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη διαδικασία των κρατικών ενισχύσεων, μόνον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απολάμβανε, εν προκειμένω, του συνόλου των δικαιωμάτων που παρέχονται στους διαδίκους. Είναι, επομένως, καθοριστικές για την προσβαλλόμενη απόφαση οι ενδείξεις που παρέσχε το κράτος αυτό. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, ναι μεν ο δυνητικός ή πραγματικός δικαιούχος μπορεί να μετάσχει στη διαδικασία έρευνας, πλην όμως, κατά την άποψή της, δεν μπορεί να απαιτήσει από το εν λόγω θεσμικό όργανο να του παράσχει τη δυνατότητα να επαληθεύσει τα πληροφοριακά στοιχεία που κοινοποιεί το κράτος μέλος. Παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψη 84), η Επιτροπή θεωρεί ότι, εφόσον η MTU δεν έκανε χρήση του δικαιώματός της να υποβάλει παρατηρήσεις κατά τη διαδικασία έρευνας της επίδικης ενισχύσεως, δεν προσβλήθηκε κανένα από τα δικαιώματά της.

37      Επιπλέον, η Επιτροπή τονίζει ότι, βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορούσε να αποφανθεί κατά μίας μόνον επιχειρήσεως. Κατά συνέπεια, όφειλε να διατάξει την ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής αλληλεγγύως από την SKL-M και την MTU.

38      Κατά την Επιτροπή, η αλληλέγγυα αυτή ευθύνη δεν γεννά επιφυλάξεις σε σχέση με το κοινοτικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ευθύνη έχει ήδη αναγνωριστεί στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, μολονότι δεν υπάρχει κείμενο που να την καθιερώνει ρητά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑339/94 έως T‑342/94, Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1727, σκέψεις 42 επ.). Επομένως, μπορεί κάλλιστα να γίνει δεκτή μια ανάλογη προσέγγιση σε σχετική με τις κρατικές ενισχύσεις διαδικασία.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

39      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 επανέλαβε και καθιέρωσε τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της, οσάκις το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν εκπληρώνει το καθήκον του συνεργασίας και παραλείπει να της προσκομίσει τα πληροφοριακά στοιχεία που του έχει ζητήσει προκειμένου να εξετάσει τη συμβατότητα ενισχύσεως με την κοινή αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, καλούμενη Boussac, Συλλογή 1990, σ. I‑307, σκέψεις 19 και 22, και της 13ης Απριλίου 1994, C‑324/90 και C‑342/90, Γερμανία και Pleuger Worthington κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑1173, σκέψη 26).

40      Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του εύρους της δυνατότητας αυτής, η Επιτροπή οφείλει, προτού λάβει μια τέτοια απόφαση, να τηρήσει ορισμένες δικονομικές επιταγές (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Οκτωβρίου 2005, T‑318/00, Freistaat Thüringen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4179, σκέψη 73). Οι επιταγές αυτές απορρέουν από τα άρθρα 5, παράγραφος 2, 10, παράγραφος 3, και 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

41      Ειδικότερα, το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 προβλέπει ότι, «στις περιπτώσεις όπου, παρά την υπόμνηση σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, το οικείο κράτος μέλος δεν παρέχει τις ζητούμενες πληροφορίες εντός της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή ή παρέχει ελλιπείς πληροφορίες, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση με την οποία απαιτεί την παροχή των πληροφοριών αυτών». Επιπλέον, όπως προκύπτει από το τελευταίο εδάφιο της διατάξεως αυτής, η διαταγή παροχής πληροφοριών πρέπει να διευκρινίζει «ποιες πληροφορίες ζητούνται» και να τάσσει «κατάλληλη προθεσμία για την υποβολή τους». Τέλος, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, μόνον «[ε]άν το κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί» με μια τέτοια διαταγή, δύναται η Επιτροπή να περατώσει τη διαδικασία και να λάβει απόφαση με την οποία να διαπιστώνει τη συμβατότητα ή μη της ενισχύσεως με την κοινή αγορά «βάσει των πληροφοριών που διαθέτει».

42      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να εξεταστεί, κατ’ αρχάς, αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή μπορούσε, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, ιδίως, να επιβάλει στην MTU αλληλέγγυα υποχρέωση ανακτήσεως μέρους της ενισχύσεως που είχε χορηγηθεί στην SKL-M, βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της.

43      Πρώτον, από τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας, που υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 13 έως 20 ανωτέρω, προκύπτει ότι η Επιτροπή, για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει των πληροφοριών που διέθετε, τήρησε τις δικονομικές επιταγές που επιβάλλει κατ’ αρχάς η νομολογία και ορίζουν, ακολούθως, τα άρθρα 10, παράγραφος 3, και 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

44      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή κάλεσε τις γερμανικές αρχές, τουλάχιστον τρεις φορές, να της προσκομίσουν τα πληροφοριακά στοιχεία που ήταν αναγκαία για να επαληθεύσει τη συμβατότητα των επίδικων ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Παράλληλα, δεν παρέλειψε να διευκρινίσει «ποιες πληροφορίες ζητούσε» ούτε να τάξει «κατάλληλη προθεσμία για την υποβολή τους». Τέλος, η Επιτροπή υπενθύμισε επίσης στις γερμανικές αρχές ότι, αν δεν συμμορφώνονταν προς τη διαταγή παροχής πληροφοριακών στοιχείων εντός δέκα ημερών, θα ελάμβανε απόφαση βάσει των πληροφοριών που διέθετε.

45      Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να περατώσει μια επίσημη διαδικασία έρευνας, εκδίδοντας απόφαση δυνάμει του άρθρου 7 του ίδιου κανονισμού. Ειδικότερα, οσάκις το οικείο κράτος μέλος παραλείπει να παράσχει στην Επιτροπή τα πληροφοριακά στοιχεία που το διέταξε να της κοινοποιήσει, η Επιτροπή μπορεί να λάβει απόφαση με την οποία να διαπιστώνει την ασυμβατότητα της ενισχύσεως βάσει των πληροφοριών που διαθέτει και να διατάξει, ενδεχομένως, το οικείο κράτος μέλος να ανακτήσει την ενίσχυση από τους δικαιούχους, σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999.

46      Ωστόσο, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 δεν παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επιβάλει, έστω αλληλεγγύως, σε συγκεκριμένη επιχείρηση υποχρέωση ανακτήσεως συγκεκριμένου μέρους του ποσού ενισχύσεως που κηρύχθηκε ασυμβίβαστη, εφόσον η μεταφορά κρατικών πόρων της οποίας επωφελήθηκε η εν λόγω επιχείρηση είναι υποθετική.

47      Αφενός, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως, που εκτίθενται ειδικώς στην αιτιολογική σκέψη 88, η Επιτροπή περιορίζεται να διαπιστώσει ότι, «βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, δεν μπορεί να αποκλεισθεί» το ενδεχόμενο η MTU να άντλησε όφελος από τη μεταφορά πόρων εκ μέρους της ενισχυθείσας επιχειρήσεως SKL-M, μέσω της μεταφοράς τεχνογνωσίας υπό υποτιθέμενες ευνοϊκές συνθήκες.

48      Συνεπώς, η προβλεπόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση υποχρέωση αλληλέγγυας ανακτήσεως στηρίζεται σε υποθέσεις τις οποίες τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή ούτε επιβεβαιώνουν ούτε αναιρούν.

49      Αφετέρου, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλει στην προσφεύγουσα υποχρέωση αλληλέγγυας ανακτήσεως μέρους της ενισχύσεως, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να προβούν στην ανάκτησή της, αν η SKL-M δεν είναι σε θέση να την επιστρέψει, χωρίς ωστόσο οι εν λόγω εθνικές αρχές να έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν το βάσιμο της αλληλέγγυας αυτής υποχρεώσεως.

50      Η κατάσταση αυτή, όμως, ουδόλως συνιστά αναγκαία συνέπεια της εφαρμογής της διαδικασίας που καθιερώνει η Συνθήκη ΕΚ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, καθότι το κράτος μέλος που χορήγησε την ενίσχυση, της οποίας η ανάκτηση διατάχθηκε, οφείλει, εν πάση περιπτώσει, να απαιτήσει την επιστροφή της από τους πραγματικούς δικαιούχους, υπό τον έλεγχο της Επιτροπής, χωρίς να χρειάζεται να τους μνημονεύσει ρητώς στην απόφαση περί ανακτήσεως ούτε, κατά μείζονα λόγο, να διευκρινίσει το ύψος των ποσών που πρέπει να επιστρέψει κάθε δικαιούχος.

51      Συνεπώς, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να στηριχθεί στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 για να επιβάλει στην MTU, με την προσβαλλόμενη απόφαση, υποχρέωση αλληλέγγυας ανακτήσεως μέρους της ενισχύσεως που είχε χορηγηθεί στην SKL‑M.

52      Επομένως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο έτερος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί, στο μέτρο που διατάσσει την προσφεύγουσα να επιστρέψει, αλληλεγγύως, ποσό 2,71 εκατομμυρίων ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε και η προσφεύγουσα υπέβαλε σχετικό αίτημα, πρέπει η Επιτροπή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2002/898/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Απριλίου 2002, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Γερμανία στην εταιρία SKL Motoren- und Systembautechnik GmbH, στο μέτρο που διατάσσει την MTU Friedrichshafen GmbH να επιστρέψει αλληλεγγύως ποσό 2,71 εκατομμυρίων ευρώ.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα της MTU Friedrichshafen.

Legal

Wiszniewska-Białecka

Vadapalas

Moavero Milanesi

 

      Wahl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Σεπτεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Legal


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.