Language of document : ECLI:EU:T:2018:480

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2018 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Επίδομα αποδημίας – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Δεκαετής περίοδος αναφοράς – Ιθαγένεια της χώρας υπηρεσίας – Διαμονή στη χώρα υπηρεσίας – Άσκηση καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό – Σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως»

Στην υπόθεση T‑273/17,

Alessandro Quadri di Cardano, συμβασιούχος υπάλληλος του Εκτελεστικού Οργανισμού Καινοτομίας και Δικτύων (INEA), κάτοικος Alicante (Ισπανία), εκπροσωπούμενος αρχικώς από τους N. de Montigny και J.‑N. Louis και, στη συνέχεια, από τον Ν. de Montigny, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους T. Bohr και M. Mensi και, στη συνέχεια, από τον Τ. Bohr και την L. Radu Bouyon,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 19ης Ιουλίου 2016 του Γραφείου «Διαχείριση και εκκαθάριση των ατομικών δικαιωμάτων» (PMO) της Επιτροπής, καθόσον με αυτήν η Επιτροπή αρνήθηκε στον προσφεύγοντα τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στον INEA,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, F. Schalin και M. J. Costeira (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: G. Predonzani, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Απριλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Προσωπικά δεδομένα του προσφεύγοντος

1        Ο προσφεύγων, Alessandro Quadri di Cardano, γεννήθηκε στις 19 Απριλίου 1980 στην Μπολόνια (Ιταλία), από Ιταλό πατέρα και Βελγίδα μητέρα, και έχει τόσο τη βελγική όσο και την ιταλική ιθαγένεια.

2        Ο προσφεύγων κατοικούσε στην Ιταλία έως το 2006, όπου ολοκλήρωσε τις πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και πανεπιστημιακές σπουδές του.

3        Από τις 13 Σεπτεμβρίου 2006 έως τις 22 Ιουνίου 2007, ο προσφεύγων παρακολούθησε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στο Κολέγιο της Ευρώπης, στην Bruges (Βέλγιο).

4        Από τις 21 Σεπτεμβρίου 2007, ο προσφεύγων έχει καταχωρισθεί στο ιταλικό προξενείο στις Βρυξέλλες (Βέλγιο). Στις 6 Δεκεμβρίου 2008, τέλεσε γάμο στις Βρυξέλλες με Βελγίδα υπήκοο, κάτοικο Βρυξελλών, με την οποία απέκτησε τρία τέκνα, τα οποία γεννήθηκαν στις Βρυξέλλες το 2010, το 2013 και το 2015. Η σύζυγος του προσφεύγοντος ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στις Βρυξέλλες. Από τις 18 Φεβρουαρίου 2009, ο προσφεύγων είναι εγγεγραμμένος στο δημοτολόγιο του Schaerbeek (Βέλγιο).

 Επαγγελματική σταδιοδρομία του προσφεύγοντος

5        Από τις 2 Μαΐου έως τις 28 Ιουλίου 2006, ο προσφεύγων πραγματοποίησε άσκηση στις Βρυξέλλες, στο γραφείο εκπροσωπήσεως στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Provincia Autonoma di Bolzano-Alto Adige (Αυτόνομης Επαρχίας του Μπολτζάνο-Άνω Αδίγης, Ιταλία).

6        Ο προσφεύγων εργάσθηκε για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως ασκούμενος από τις 4 Σεπτεμβρίου 2007 έως τις 27 Αυγούστου 2008 και στη συνέχεια ως κοινοβουλευτικός βοηθός από τις 28 Αυγούστου 2008 έως τις 31 Ιουλίου 2009.

7        Από την 1η Αυγούστου 2009 έως τις 31 Ιανουαρίου 2010, ο προσφεύγων εργάσθηκε για το Κοινοβούλιο ως διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός.

8        Από την 1η Φεβρουαρίου 2010 έως τις 31 Ιανουαρίου 2013, ο προσφεύγων προσελήφθη από την Επιτροπή ως συμβασιούχος επικουρικός υπάλληλος στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Έρευνα και καινοτομία». Ο προσφεύγων συμπλήρωσε τη μέγιστη διάρκεια των τριών ετών ως συμβασιούχος υπάλληλος, σύμφωνα με τους κανόνες που ίσχυαν την ημερομηνία εκείνη.

9        Το όνομα του προσφεύγοντος περιελήφθη στον κατάλογο των συμβασιούχων υπαλλήλων που προτείνονται για σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως στο πλαίσιο της ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία».

10      Με έγγραφο της 20ής Νοεμβρίου 2012, ο διευθυντής της Διευθύνσεως R της ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία» ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι ενδεχομένως θα του προσφερόταν σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως, από την 1η Φεβρουαρίου 2013, για αρχικό διάστημα έξι μηνών (με διακοπή τον Αύγουστο).

11      Στις 29 Ιανουαρίου 2013, ο προσφεύγων δημιούργησε προφίλ στην εταιρία R. και υπέγραψε την πρώτη σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως με την εταιρία αυτή.

12      Το σύνολο των συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως που συνήφθησαν μεταξύ του προσφεύγοντος και της εταιρίας R. καλύπτει μια πρώτη περίοδο από την 1η Φεβρουαρίου έως τις 31 Ιουλίου 2013, ακολούθως δε, μια δεύτερη περίοδο από την 1η έως τις 13 Σεπτεμβρίου 2013 (συλλήβδην στο εξής: περίοδος προσωρινής απασχολήσεως).

13      Κατά την περίοδο προσωρινής απασχολήσεως, ο προσφεύγων εργάσθηκε ως προσωρινώς απασχολούμενος στη ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία».

14      Κατά την περίοδο προσωρινής απασχολήσεως, ο προσφεύγων συμμετείχε σε αρκετά προγράμματα καταρτίσεως τα οποία ήταν στη διάθεση του προσωπικού της Επιτροπής.

15      Τον Αύγουστο του 2013, ο προσφεύγων έλαβε ευρωπαϊκές παροχές ανεργίας, αφού είχε αποκλεισθεί από τη λήψη του βελγικού επιδόματος ανεργίας.

16      Μεταξύ του 2012 και του 2013, ο προσφεύγων υπέβαλε αιτήσεις προσλήψεως σε διάφορα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, εκτός Βελγίου.

17      Ο προϊστάμενος της μονάδας R.1 της ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία» χορήγησε βεβαίωση, με ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 2016, με την οποία πιστοποιούσε ότι ο προσφεύγων είχε προσληφθεί από την Επιτροπή στη ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία» και είχε τοποθετηθεί στη μονάδα RTD.B2 ως συμβασιούχος υπάλληλος για την περίοδο από την 1η Φεβρουαρίου 2010 έως τις 31 Ιανουαρίου 2013 και, ως προσωρινώς απασχολούμενος, για τις περιόδους από την 1η Φεβρουαρίου έως τις 31 Ιουλίου 2013 και από την 1η έως τις 13 Σεπτεμβρίου 2013.

18      Από τις 16 Σεπτεμβρίου 2013 έως τις 15 Μαΐου 2014, ο προσφεύγων εργάσθηκε στο Κοινοβούλιο ως συμβασιούχος υπάλληλος.

19      Από τις 16 Μαΐου 2014 έως τις 15 Ιουλίου 2016, ο προσφεύγων εργάσθηκε στον Εκτελεστικό Οργανισμό για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (EASME), ως συμβασιούχος υπάλληλος.

20      Στις 16 Ιουλίου 2016 ο προσφεύγων προσελήφθη ως συμβασιούχος υπάλληλος από τον Εκτελεστικό Οργανισμό Καινοτομίας και Δικτύων (INEA).

 Προσβαλλόμενη απόφαση και άλλες αποφάσεις σχετικά με το επίδομα αποδημίας

21      Για την περίοδο από την 1η Αυγούστου 2009 έως τις 31 Ιανουαρίου 2010, στο πλαίσιο της συμβάσεως με το Κοινοβούλιο με την ιδιότητα του διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού που μνημονεύεται στη σκέψη 7 ανωτέρω, ο προσφεύγων έλαβε το επίδομα αποδημίας δυνάμει του άρθρου 4 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ).

22      Στις 28 Οκτωβρίου 2010, ως τόπος καταγωγής του προσφεύγοντος ορίσθηκε η Μπολόνια, με ισχύ από την 1η Φεβρουαρίου 2010.

23      Για την περίοδο από την 1η Φεβρουαρίου 2010 έως τις 31 Ιανουαρίου 2013, στο πλαίσιο της συμβάσεως επικουρικού υπαλλήλου στη ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία» που μνημονεύεται στη σκέψη 8 ανωτέρω, ο προσφεύγων έλαβε το επίδομα αποδημίας.

24      Για την περίοδο από τις 16 Σεπτεμβρίου 2013 έως τις 15 Μαΐου 2014, στο πλαίσιο της συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου του Κοινοβουλίου που μνημονεύεται στη σκέψη 18 ανωτέρω, το επίδομα αποδημίας δεν χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα με απόφαση του Κοινοβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2013. Ο προσφεύγων δεν άσκησε δικαστική προσφυγή κατά της αποφάσεως του Κοινοβουλίου περί απορρίψεως της διοικητικής του ενστάσεως κατά της αποφάσεως που δεν του χορήγησε το επίδομα αποδημίας.

25      Για την περίοδο από τις 16 Μαΐου 2014 έως τις 15 Ιουλίου 2016, στο πλαίσιο της συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου στον EASME που μνημονεύεται στη σκέψη 19 ανωτέρω, ο προσφεύγων έλαβε το επίδομα αποδημίας.

26      Για την περίοδο που αρχίζει στις 16 Ιουλίου 2016, στο πλαίσιο της συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου στον INEA που μνημονεύεται στη σκέψη 20 ανωτέρω, το επίδομα αποδημίας δεν χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα με απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016 του Γραφείου «Διαχείριση και εκκαθάριση των ατομικών δικαιωμάτων» (PMO) της Επιτροπής (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

27      Στις 17 Οκτωβρίου 2016, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

28      Με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2017, η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) της Επιτροπής απέρριψε τη διοικητική αυτή ένσταση με την αιτιολογία, κατ’ ουσίαν, ότι ο προσφεύγων, ο οποίος είχε επίσης τη βελγική ιθαγένεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είχε διατηρήσει ή δεν είχε δημιουργήσει δεσμό με το Βέλγιο κατά την περίοδο αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, κατά την ΑΣΣΠΑ, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η οποία εκτείνεται από τις 15 Ιουλίου 2006 έως τις 15 Ιουλίου 2016, ο προσφεύγων είχε επιλέξει ως χώρα κατοικίας το Βέλγιο, όπου ήταν νυμφευμένος και είχε τρία τέκνα. Επιπλέον, για διάστημα έξι μηνών και δύο εβδομάδων, μεταξύ Φεβρουαρίου και Σεπτεμβρίου του 2013, ο προσφεύγων είχε ασκήσει ιδιωτική επαγγελματική δραστηριότητα στις Βρυξέλλες ως προσωρινώς απασχολούμενος υπάλληλος, και η εν λόγω περίοδος εργασίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπηρεσία που πραγματοποιήθηκε σε διεθνή οργανισμό. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι, κατά την περίοδο του Αυγούστου του 2013, κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν άνεργος, είχε τη συνήθη διαμονή του εκτός Βελγίου.

29      Στις 28 Φεβρουαρίου 2017, το PMO έλαβε απόφαση, στο πλαίσιο της αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων, να ανακτήσει το επίδομα αποδημίας που μνημονεύεται στη σκέψη 25 ανωτέρω, το οποίο καταβλήθηκε στον προσφεύγοντα στο πλαίσιο της συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου με τον EASME.

 Πρόταση συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως σε ορισμένους συμβασιούχους υπαλλήλους

30      Στις 30 Μαΐου 2012, ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής απέστειλε σημείωμα στις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις, μεταξύ άλλων σχετικά με την εν εξελίξει νομοθετική διαδικασία για την αναθεώρηση του ΚΥΚ και «τις μεταβατικές διατάξεις από τις οποίες θα μπορούσαν να επωφεληθούν οι συμβασιούχοι υπάλληλοι οι οποίοι θα συμπληρώσουν τη μέγιστη διάρκεια υπηρεσίας στην Επιτροπή κατά τους επόμενους μήνες». Ως προς το σημείο αυτό, το σημείωμα ανέφερε μεταξύ άλλων, αφενός, ότι «δεν μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση από τους ισχύοντες κανόνες του ΚΥΚ» και, αφετέρου, υπενθύμισε στις υπηρεσίες ότι «οι πιστώσεις από το συνολικό κονδύλιο [μπορούσαν] να χρησιμοποιηθούν επίσης για τη χρηματοδότηση των συμβάσεων των προσωρινώς απασχολούμενων σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις».

31      Με σημείωμα της 16ης Οκτωβρίου 2012, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία» ενημέρωσε τους διευθυντές της εν λόγω διευθύνσεως ότι, εν αναμονή της πλήρους πολιτικής συμφωνίας σχετικά με τον ΚΥΚ, προτάθηκε να προσφερθεί θέση προσωρινής απασχολήσεως σε ορισμένους συμβασιούχους υπαλλήλους των οποίων οι συμβάσεις έληγαν κατά το πρώτο εξάμηνο του 2013 και των οποίων η εργασία ήταν καθοριστικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία της ΓΔ.

32      Κατά τα έτη 2012 και 2013, η Επιτροπή συνέταξε αρκετές αιτήσεις για συμβάσεις προσωρινής απασχολήσεως, συμπεριλαμβανομένης της συμβάσεως του προσφεύγοντος.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

33      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαΐου 2017, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

34      Στις 17 Ιουλίου 2017, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα αντικρούσεως.

35      Στις 7 Σεπτεμβρίου και 18 Οκτωβρίου 2017, κατατέθηκαν αντιστοίχως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

36      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Απριλίου 2018.

37      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

38      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

39      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο προβάλλονται πλάνη περί το δίκαιο, παράβαση των βελγικών διατάξεων περί συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως και καταστρατήγηση της νομοθεσίας. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται κατάχρηση εξουσίας. Με τον τρίτο λόγο προβάλλονται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Με τον τέταρτο λόγο προβάλλονται διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών του προσφεύγοντος και παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και των κεκτημένων δικαιωμάτων.

40      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετασθούν από κοινού ο πρώτος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλονται πλάνη περί το δίκαιο, παράβαση των βελγικών διατάξεων περί συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως, καταστρατήγηση της νομοθεσίας, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

41      Στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο, παράβαση των βελγικών διατάξεων περί συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως, καταστρατήγηση της νομοθεσίας, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

42      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος. Εξάλλου, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή προβάλλει το απαράδεκτο της αιτιάσεως περί παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

43      Ο πρώτος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως μπορούν να διαιρεθούν σε τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά τον υπολογισμό της δεκαετούς περιόδου αναφοράς. Το δεύτερο σκέλος αφορά το αν η εργασία του προσφεύγοντος κατά την περίοδο της προσωρινής απασχολήσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν συνιστά άσκηση καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό, κατά την έννοια του άρθρου 4 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Το τρίτο σκέλος αφορά τη συνήθη διαμονή του προσφεύγοντος κατά τη δεκαετή περίοδο αναφοράς.

44      Προκαταρκτικώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το επίδομα αποδημίας του άρθρου 69 του ΚΥΚ αποσκοπεί στην αντιστάθμιση των ιδιαιτέρων βαρών και μειονεκτημάτων που είναι απότοκα της αναλήψεως καθηκόντων στην Ένωση για τους υπαλλήλους οι οποίοι υποχρεώνονται για τον λόγο αυτόν να μεταφέρουν τη διαμονή τους από τη χώρα της κατοικίας τους στη χώρα υπηρεσίας και να ενταχθούν σε νέο περιβάλλον. Η έννοια της αποδημίας εξαρτάται επίσης από την υποκειμενική κατάσταση του υπαλλήλου, και συγκεκριμένα από τον βαθμό εντάξεώς του στο νέο περιβάλλον που προκύπτει, παραδείγματος χάρη, από τη συνήθη διαμονή του ή την άσκηση κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας (βλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2008, Adam κατά Επιτροπής, C‑211/06 P, EU:C:2008:34, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας, οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, έχουν εφαρμογή στους έκτακτους και στους συμβασιούχους υπαλλήλους, βάσει, αντιστοίχως, του άρθρου 20 του ΚΥΚ και του άρθρου 92 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

46      Ειδικότερα, όσον αφορά τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του επιδόματος αποδημίας, τις οποίες προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ο υπάλληλος που είναι ή υπήρξε υπήκοος του κράτους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί, οφείλει να αποδείξει ότι κατοικούσε, κατά συνήθη τρόπο, επί δέκα έτη λήγοντα κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους του κράτους αυτού για άλλους λόγους εκτός από την άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό.

47      Επιπλέον, για τους υπαλλήλους που έχουν την ιθαγένεια της χώρας όπου υπηρετούν, το γεγονός ότι εγκαταστάθηκαν σε αυτήν ή ότι διατηρούσαν εκεί τη συνήθη διαμονή τους, ακόμη και για ένα πολύ σύντομο διάστημα κατά τη δεκαετή περίοδο αναφοράς, αρκεί για να επιφέρει την απώλεια του επιδόματος αποδημίας ή τη μη χορήγησή του (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2015, ΕΟΚΕ κατά Achab, T‑430/13 P, EU:T:2015:122, σκέψη 54).

48      Όσον αφορά, ειδικότερα, την έννοια της συνήθους διαμονής, αυτή έχει ερμηνευθεί παγίως από τη νομολογία ως ο τόπος όπου ο ενδιαφερόμενος όρισε το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του με τη βούληση να του προσδώσει σταθερό χαρακτήρα. Εξάλλου, η έννοια της κατοικίας, ανεξαρτήτως του αμιγώς ποσοτικού στοιχείου που είναι ο χρόνος τον οποίο διήνυσε ο ενδιαφερόμενος στο έδαφος της μιας ή της άλλης χώρας, περιλαμβάνει, πέραν του φυσικού γεγονότος της παραμονής σε κάποιον τόπο, την πρόθεση να δοθεί στο γεγονός αυτό συνέχεια ως απόρροια μιας βιοτικής συνήθειας και της αναπτύξεως φυσιολογικών κοινωνικών σχέσεων (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2007, F κατά Επιτροπής, Τ-324/04, EU:T:2007:140, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Όσον αφορά την οριοθέτηση της περιόδου αναφοράς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, σχετικά με την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, η παροχή υπηρεσιών προς άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό έχει ως συνέπεια τη διατήρηση ενός ειδικού δεσμού του ενδιαφερομένου με αυτό το άλλο κράτος ή αυτόν τον διεθνή οργανισμό, εμποδίζοντας τη δημιουργία μόνιμου δεσμού με το κράτος υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, την επαρκή ένταξη του εν λόγω προσώπου στην κοινωνία του τελευταίου κράτους. Εφόσον η παροχή υπηρεσιών σε κράτος ή διεθνή οργανισμό τεκμαίρεται ότι εμποδίζει τη δημιουργία μόνιμων δεσμών μεταξύ του ενδιαφερομένου και της χώρας υπηρεσίας, ένα τέτοιο τεκμήριο ισχύει επίσης όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η διατύπωση των δύο διατάξεων είναι διαφορετική. Επομένως, θα πρέπει, κατά τον υπολογισμό της δεκαετούς περιόδου αναφοράς, να λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι κατά τις οποίες ο ενδιαφερόμενος άσκησε καθήκοντα στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό. Συγκεκριμένα, η άποψη ότι η εργασία για λογαριασμό κράτους ή διεθνούς οργανισμού δεν θα πρέπει να έχει καμία συνέπεια, όσον αφορά την οριοθέτηση της περιόδου αυτής, θα αντέβαινε τόσο στο γράμμα όσο και στους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, διότι θα στηριζόταν, στην πράξη, στην εξομοίωση της εργασίας αυτής προς την εργασία που παρέχεται σε οποιονδήποτε άλλο εργοδότη (βλ. απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Grazyte κατά Επιτροπής, Τ-86/13 Ρ, EU:T:2014:815, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Όσον αφορά την έννοια του «διεθνούς οργανισμού», πρέπει να υπομνησθεί ότι οι δραστηριότητες που ασκούνται στα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης θεωρούνται ως παροχή υπηρεσιών σε διεθνή οργανισμό, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Grazyte κατά Επιτροπής, Τ-86/13 Ρ, EU:T:2014:815, σκέψεις 33 και 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Τέλος, κατά πάγια νομολογία, στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εναπόκειται να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2014, Jelenkowska-Luca κατά Επιτροπής, F‑114/12, EU:F:2014:3, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Ακριβώς υπό το πρίσμα του νομοθετικού και νομολογιακού πλαισίου που προεκτέθηκε πρέπει να εξετασθεί το βάσιμο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους το οποίο αφορά τον υπολογισμό της περιόδου αναφοράς

53      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως προσδιόρισε τη δεκαετή περίοδο αναφοράς μεταξύ 2006 και 2016. Ως προς το σημείο αυτό, ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι τα απορρέοντα από τον ΚΥΚ δικαιώματά του πρέπει να καθορισθούν εκ νέου κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στον INEA, αλλά το γεγονός ότι η Επιτροπή υπολόγισε τη δεκαετή περίοδο αναφοράς προσμετρώντας τις περιόδους κατά τις οποίες αυτός άσκησε καθήκοντα σε διεθνή οργανισμό και μη επιμηκύνοντας ανάλογα την περίοδο αναφοράς. Κατά τον προσφεύγοντα, η δεκαετής περίοδος αναφοράς πρέπει να ορισθεί με σημείο αφετηρίας το 1999 και σημείο λήξεως το 2009, δεδομένου ότι πρέπει να μην προσμετρηθεί η περίοδος από την ανάληψη των καθηκόντων του στο Κοινοβούλιο (το 2009) μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων του στον INEA (το 2016). Πράγματι, η διαμονή του προσφεύγοντος στο βελγικό έδαφος καθ’ όλη αυτή την περίοδο, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου προσωρινής απασχολήσεως, δικαιολογούνταν από τα καθήκοντά του στο πλαίσιο διεθνούς οργανισμού.

54      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

55      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων ζητεί το επίδομα αποδημίας από την ανάληψη των καθηκόντων του στον INEA, στις 16 Ιουλίου 2016. Επιπλέον, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ο προσφεύγων έχει την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του, δηλαδή του Βελγίου, και την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, συγκεκριμένα την ιταλική ιθαγένεια.

56      Με δεδομένο ότι ο προσφεύγων έχει την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του, η περίπτωσή του είναι η περίπτωση του υπαλλήλου που «είναι ή υπήρξε υπήκοος του κράτους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

57      Κατά συνέπεια, η περίοδος αναφοράς που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, δηλαδή «δέκα έτη λήγοντα κατά την ανάληψη των καθηκόντων».

58      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ότι τα ατομικά του δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του ευεργετήματος του επιδόματος αποδημίας, πρέπει να καθορισθούν κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στον INEA.

59      Επομένως, το σημείο λήξεως της δεκαετούς περιόδου αναφοράς είναι η ημερομηνία αναλήψεως των καθηκόντων του προσφεύγοντος στον INEA.

60      Εντούτοις, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται ο προσφεύγων, για τον υπολογισμό της δεκαετούς περιόδου αναφοράς εν προκειμένω δεν συντρέχει λόγος να «μην προσμετρηθεί» η περίοδος κατά την οποία ασκήθηκαν καθήκοντα στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό, κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα την ανάλογη επιμήκυνση της περιόδου αναφοράς.

61      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην υπό κρίση υπόθεση η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 49 ανωτέρω, σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, πρέπει να «μην προσμετρηθεί» η περίοδος κατά την οποία ασκήθηκαν καθήκοντα στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό, όπως στο πλαίσιο της εφαρμογής της παραγράφου 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω άρθρου, με αποτέλεσμα την ανάλογη επιμήκυνση της περιόδου αναφοράς (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Grazyte κατά Επιτροπής, T‑86/13 P, EU:T:2014:815, σκέψη 51). Συγκεκριμένα, στην υπόθεση την οποία αφορά η νομολογία αυτή, η «μη προσμέτρηση» των περιόδων υπηρεσίας σε διεθνή οργανισμό και η ανάλογη επιμήκυνση της περιόδου αναφοράς έχουν ως σκοπό να εξακριβωθεί ότι ο ενδιαφερόμενος έχει όντως διανύσει δέκα έτη εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους του κράτους του οποίου είναι ή υπήρξε υπήκοος, χωρίς να εργαστεί κατά τη διάρκεια των δέκα αυτών ετών στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Ohrgaard κατά Επιτροπής, F‑151/12, EU:F:2014:8, σκέψεις 36 και 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62      Επομένως, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, μόνον οι περίοδοι κατά τις οποίες ο ενδιαφερόμενος άσκησε καθήκοντα στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό που ευρίσκονται «εκτός» του κράτους υπηρεσίας μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη προσμέτρηση. Συνεπώς, εν προκειμένω, κατά τον υπολογισμό της δεκαετούς περιόδου αναφοράς η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, δεν συντρέχει λόγος να μην προσμετρηθούν οι περίοδοι κατά τις οποίες ο προσφεύγων άσκησε καθήκοντα σε διεθνή οργανισμό που ευρίσκεται στο κράτος υπηρεσίας, του οποίου έχει την ιθαγένεια, και να επιμηκυνθεί κατά το ίδιο διάστημα η περίοδος αναφοράς.

63      Αντιθέτως, εν προκειμένω πρέπει να ληφθεί υπόψη η άσκηση καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό για τον προσδιορισμό της συνήθους διαμονής του προσφεύγοντος, καθόσον τεκμαίρεται ότι το γεγονός αυτό εμποδίζει τη δημιουργία μόνιμων δεσμών μεταξύ αυτού και της χώρας υπηρεσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Grazyte κατά Επιτροπής, T‑86/13 P, EU:T:2014:815, σκέψη 50). Το ζήτημα αυτό θα εξετασθεί στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους που αφορά τη συνήθη διαμονή.

64      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή καθόρισε τη δεκαετή περίοδο αναφοράς μεταξύ 15ης Ιουλίου 2006 και 15ης Ιουλίου 2016, δηλαδή ως λήξασα κατά την ανάληψη των καθηκόντων του προσφεύγοντος στον INEA και ως αρξαμένη δέκα έτη νωρίτερα.

 Επί του δευτέρου σκέλους το οποίο αφορά τον ορισμό της εργασίας του προσφεύγοντος κατά την περίοδο της προσωρινής απασχολήσεως

65      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων αμφισβητεί το ότι η εργασία του κατά την περίοδο της προσωρινής απασχολήσεως δεν συνιστά άσκηση καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό, κατά την έννοια του άρθρου 4 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Κατά τον προσφεύγοντα, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου προσωρινής απασχολήσεως, υφίστατο «άμεσος νομικός δεσμός» μεταξύ αυτού και της Επιτροπής, ο οποίος απέρρεε ιδίως από το γεγονός ότι είχε προσληφθεί ως προσωρινός υπάλληλος για την κάλυψη της αντικαταστάσεώς του στη ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία», από το ότι λάμβανε τις οδηγίες του απευθείας από την Επιτροπή και από το ότι δεν είχε καμία προηγούμενη σχέση με την εταιρία R. Επιπλέον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το σύνολο των στοιχείων της συγκεκριμένης υποθέσεως δικαιολογεί να γίνει δεκτό ότι ο εργοδότης του, κατά τη διάρκεια της περιόδου προσωρινής απασχολήσεως, δεν ήταν η εταιρία προσωρινής απασχολήσεως R., αλλά η Επιτροπή, η οποία δεν τήρησε το βελγικό δίκαιο όσον αφορά τις συμβάσεις προσωρινής απασχολήσεως. Συνεπώς, κατά τον προσφεύγοντα, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, έπρεπε να θεωρηθεί ότι, από την ανάληψη των καθηκόντων του στο Κοινοβούλιο, το 2009, δεν είχε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα εκτός από δραστηριότητα προς όφελος των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

66      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

67      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 8 έως 13 ανωτέρω, δεδομένου ότι η εργασία του προσφεύγοντος είχε συμπληρώσει τη μέγιστη διάρκεια τριών ετών ασκήσεως καθηκόντων συμβασιούχου υπαλλήλου στη ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία», το όνομά του περιελήφθη στον κατάλογο των συμβασιούχων υπαλλήλων οι οποίοι προτάθηκαν από τη γενική αυτή διεύθυνση για σύναψη συμβάσεως προσωρινής απασχολήσεως. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων υπέγραψε συμβάσεις προσωρινής απασχολήσεως με την εταιρία R. και στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών εργάσθηκε στη ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία» της Επιτροπής, για μια πρώτη περίοδο, από την 1η Φεβρουαρίου έως τις 31 Ιουλίου 2013, κατόπιν δε, για μια δεύτερη περίοδο, από την 1η μέχρι τις 13 Σεπτεμβρίου 2013.

68      Συναφώς, αφενός, πρέπει να τονισθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κατάσταση των εργαζομένων των εταιριών προσωρινής απασχολήσεως που τίθενται στη διάθεση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης δεν αντιστοιχεί σε κατάσταση «που προκύπτει από την παροχή υπηρεσιών σε διεθνή οργανισμό» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Nevin κατά Επιτροπής, Τ-127/00, EU:T:2002:211, σκέψεις 4, 6, 21, 32 και 52 έως 58). Συγκεκριμένα, η προσωρινή αυτή απασχόληση χαρακτηρίζεται από τριγωνική σχέση μεταξύ του εργαζομένου, μιας εξωτερικής εταιρίας και του θεσμικού οργάνου ή του οργανισμού της Ένωσης, σχέση η οποία προϋποθέτει ότι έχουν συναφθεί δύο συμβάσεις: μια πρώτη σύμβαση μεταξύ της εταιρίας προσωρινής απασχολήσεως και του θεσμικού οργάνου ή του οργανισμού της Ένωσης και μια δεύτερη σύμβαση μεταξύ του προσωρινώς απασχολουμένου και της εταιρίας προσωρινής απασχολήσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Nevin κατά Επιτροπής, Τ-127/00, EU:T:2002:211, σκέψη 53). Στο πλαίσιο αυτό, η σχέση αυτή χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενδιάμεσης ιδιωτικής εταιρίας, η οποία αποκομίζει κέρδος θέτοντας έναν εργαζόμενο στη διάθεση του θεσμικού οργάνου της Ένωσης ή τοποθετώντας τον για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων στο πλαίσιο ή για λογαριασμό του οργάνου αυτού. Η παρέμβαση των εν λόγω εξωτερικών εταιριών ως ενδιαμέσων είναι αυτή που δεν επιτρέπει να συναχθεί η ύπαρξη άμεσου νομικού δεσμού μεταξύ του ενδιαφερομένου και του θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007, Asturias Cuerno κατά Επιτροπής, T‑473/04, EU:T:2007:184, σκέψη 50).

69      Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, η έκφραση «καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών σε διεθνή οργανισμό» που περιέχεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ είναι πολύ ευρύτερη από την έκφραση «άσκηση καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό» που περιέχεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ (απόφαση της 3ης Μαΐου 2001, Λιάσκου κατά Συμβουλίου, T‑60/00, EU:T:2001:129, σκέψη 47).

70      Η παρατιθέμενη στη σκέψη 68 ανωτέρω νομολογία έχει εφαρμογή εν προκειμένω, στο μέτρο που η επίμαχη περίοδος προσωρινής απασχολήσεως χαρακτηρίζεται επίσης από την ύπαρξη τριγωνικής σχέσεως μεταξύ του προσφεύγοντος, της εξωτερικής εταιρίας R. και της Επιτροπής. Συνεπώς, η παρέμβαση της εταιρίας R., με την οποία ο ενάγων υπέγραψε τις συμβάσεις προσωρινής απασχολήσεως, είναι αυτή που δεν επιτρέπει να συναχθεί η ύπαρξη άμεσου νομικού δεσμού μεταξύ του προσφεύγοντος και της Επιτροπής κατά την περίοδο της προσωρινής απασχολήσεως.

71      Επιπλέον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 68 ανωτέρω έχει κατά μείζονα λόγο εφαρμογή εν προκειμένω, καθόσον η κατάσταση του προσφεύγοντος εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, του οποίου η έκφραση «άσκηση καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό» είναι λιγότερο ευρεία από εκείνη του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 69 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η περίοδος προσωρινής απασχολήσεως, η οποία βασίστηκε σε συμβάσεις εργασίας μεταξύ του προσφεύγοντος και ιδιωτικής εταιρίας, αντιστοιχεί στην άσκηση καθηκόντων «σε διεθνή οργανισμό».

72      Η νομική αυτή εκτίμηση σχετικά με την προσωρινή απασχόληση δεν μπορεί να κλονισθεί από το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι εν προκειμένω υφίσταται άμεση σχέση εξαρτήσεως μεταξύ της Επιτροπής και του ιδίου, η οποία οφείλεται στην έλλειψη νομιμότητας των συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως υπό το πρίσμα της εφαρμοστέας βελγικής νομοθεσίας και στο γεγονός ότι στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών η Επιτροπή δεν είναι ο «χρήστης» κατά την έννοια του βελγικού νόμου, αλλά ο «εργοδότης» του.

73      Συναφώς, διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι η υπό κρίση προσφυγή ουδόλως έχει ως αντικείμενο την εξέταση της φερόμενης ελλείψεως νομιμότητας των συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως, την οποία άλλωστε ο προσφεύγων δεν προέβαλε ενώπιον των αρμοδίων βελγικών δικαστηρίων, αλλά έχει σχέση μόνο με την απόφαση με την οποία δεν χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα το επίδομα αποδημίας κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στον INEA.

74      Επομένως, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι, για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι αλυσιτελής η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος με την οποία αυτός προβάλλει παρανομίες των συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2009, Nardin κατά Κοινοβουλίου, F‑12/08, EU:F:2009:57, σκέψη 38).

75      Στη συνέχεια, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο της προσωρινής απασχολήσεως, η σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και της Επιτροπής χαρακτηριζόταν ως σχέση «αμιγώς πραγματική», δεδομένου ότι η εταιρία προσωρινής απασχολήσεως ήταν αυτή η οποία είχε τη νομική δυνατότητα να ασκήσει το διευθυντικό δικαίωμα επί του προσωρινώς απασχολούμενου και η οποία εκ των πραγμάτων μεταβίβαζε στον χρήστη την άσκηση μέρους του δικαιώματος αυτού κατά την περίοδο διαθεσιμότητας του εργαζομένου (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Nevin κατά Επιτροπής, Τ-127/00, EU:T:2002:211, σκέψη 57). Το γεγονός ότι ο προσφεύγων επωφελήθηκε από εσωτερικά προγράμματα επαγγελματικής καταρτίσεως προσωπικού της Επιτροπής κατά την περίοδο της προσωρινής απασχολήσεως δεν μπορεί να κλονίσει την εκτίμηση αυτή, καθόσον τα εν λόγω προγράμματα καταρτίσεως μπορούν να εκτιμηθούν μόνο στο πλαίσιο αυτής της de facto σχέσεως μεταξύ του προσφεύγοντος και της Επιτροπής.

76      Επιπλέον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων λάμβανε οδηγίες απευθείας από την Επιτροπή, το γεγονός αυτό συνάδει με τη φύση της προσωρινής απασχολήσεως και είναι συμβατό με την τριγωνική σχέση που περιγράφεται στη σκέψη 68 ανωτέρω (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Nevin κατά Επιτροπής, Τ-127/00, EU:T:2002:211, σκέψη 65).

77      Ομοίως, το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε να επιλέξει ή να εγκρίνει το πρόσωπο του προσφεύγοντος και ότι αυτή η επιλογή ή έγκριση αποτελούσε προαπαιτούμενο για την πρόσληψη του προσφεύγοντος από την εταιρία προσωρινής απασχολήσεως δεν επηρεάζει τη νομική εκτίμηση περί της εργασίας προσωρινής απασχολήσεως σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και τις επίμαχες συμβάσεις και δεν αποκλείει, μεταξύ άλλων, ο εργοδότης να είναι το νομικό πρόσωπο με το οποίο συνήφθη η σύμβαση εργασίας, και όχι το θεσμικό όργανο χρήστης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Nevin κατά Επιτροπής, Τ-127/00, EU:T:2002:211, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

78      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων, κατά τη διάρκεια της περιόδου προσωρινής απασχολήσεως, είχε άμεσο νομικό δεσμό εξαρτήσεως με την εταιρία προσωρινής απασχολήσεως με την οποία συνδεόταν διαδοχικώς με συμβάσεις προσωρινής απασχολήσεως.

79      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων βρισκόταν σε κατάσταση «ασκήσεως καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

80      Επομένως, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι ο προσφεύγων δεν είχε ασκήσει καθήκοντα σε διεθνή οργανισμό, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, κατά την περίοδο της προσωρινής απασχολήσεως, από την 1η Φεβρουαρίου έως τις 31 Ιουλίου 2013 και από την 1η έως τις 13 Σεπτεμβρίου 2013.

 Επί του τρίτου σκέλους το οποίο αφορά τη συνήθη διαμονή

81      Με το τρίτο σκέλος του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως θεώρησε ότι είχε τη συνήθη διαμονή του στο Βέλγιο, καθορίζοντας εκεί το κέντρο των συμφερόντων του για ανάγκες άλλες από την άσκηση καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό. Κατά τον προσφεύγοντα, το γεγονός ότι είναι νυμφευμένος με κάτοικο Βελγίου και ότι τα τέκνα του γεννήθηκαν στις Βρυξέλλες είναι απλώς και μόνο συνέπεια της εγκαταστάσεώς του στις Βρυξέλλες, το 2009, με σκοπό να ασκεί τα καθήκοντά του σε θεσμικά όργανα της Ένωσης για παρατεταμένη χρονική περίοδο. Επιπλέον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η μόνη περίοδος κατά την οποία δεν είχε αναλάβει καθήκοντα σε θεσμικό όργανο της Ένωσης ήταν ο Αύγουστος του 2013, μήνας κατά τον οποίο ήταν εγγεγραμμένος ως άνεργος.

82      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

83      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 47 ανωτέρω, ο προσφεύγων είχε την ιθαγένεια της χώρας υπηρεσίας, και το γεγονός ότι είχε εκεί τη συνήθη διαμονή του, έστω και για πολύ σύντομο διάστημα κατά τη διάρκεια της δεκαετούς περιόδου αναφοράς, αρκεί για να επιφέρει την απώλεια του επιδόματος αποδημίας.

84      Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τη δεκαετή περίοδο αναφοράς από το 2006 έως το 2016, ο προσφεύγων, σε προσωπικό επίπεδο, είχε καταχωρισθεί, στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, στο ιταλικό προξενείο στις Βρυξέλλες. Στις 6 Δεκεμβρίου 2008, συνήψε γάμο στις Βρυξέλλες με Βελγίδα υπήκοο, η οποία κατοικούσε και εργαζόταν στις Βρυξέλλες, με την οποία απέκτησε τρία τέκνα, τα οποία γεννήθηκαν στις Βρυξέλλες το 2010, το 2013 και το 2015. Από τις 18 Φεβρουαρίου 2009, ο προσφεύγων είναι εγγεγραμμένος στο δημοτολόγιο του Schaerbeek. Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι, σε επαγγελματικό επίπεδο, ο προσφεύγων εργάσθηκε, από την 1η Αυγούστου 2009 έως τις 31 Ιανουαρίου 2010, για το Κοινοβούλιο ως διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός, και στη συνέχεια από την 1η Φεβρουαρίου 2010 έως τις 31 Ιανουαρίου 2013, για τη ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία» ως συμβασιούχος επικουρικός υπάλληλος. Από την 1η Φεβρουαρίου έως τις 31 Ιουλίου 2013 και από την 1η έως τις 13 Σεπτεμβρίου 2013, συνήψε συμβάσεις προσωρινής απασχολήσεως με την εταιρία R. και εργάσθηκε ως προσωρινώς απασχολούμενος στη ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία». Κατά τη διάρκεια του Αυγούστου του 2013, ο προσφεύγων έλαβε παροχές ανεργίας. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων εργάσθηκε ως συμβασιούχος υπάλληλος για το Κοινοβούλιο, από τις 16 Σεπτεμβρίου 2013 έως τις 15 Μαΐου 2014, και στη συνέχεια για τον EASME, από τις 16 Μαΐου 2014 έως τις 15 Ιουλίου 2016. Τέλος, στις 16 Ιουλίου 2016, ο προσφεύγων προσελήφθη ως συμβασιούχος υπάλληλος από τον INEA (βλ. σκέψεις 4, 7, 8, 12, 13 και 18 έως 20 ανωτέρω).

85      Η Επιτροπή έκρινε ότι τα πραγματικά στοιχεία που μνημονεύονται στη σκέψη 84 ανωτέρω αποδεικνύουν ότι, κατά τη δεκαετή περίοδο αναφοράς, o προσφεύγων, πρώτον, διέμενε στο Βέλγιο, δεύτερον, άσκησε ιδιωτικές επαγγελματικές δραστηριότητες στις Βρυξέλλες ως προσωρινώς απασχολούμενος και, τρίτον, δεν απέδειξε ότι είχε συνήθη διαμονή εκτός του Βελγίου κατά τη διάρκεια του μήνα που ήταν άνεργος.

86      Η ανάλυση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

87      Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της προσωπικής ζωής του προσφεύγοντος, τα οποία παρατίθενται στη σκέψη 84 ανωτέρω, αποτελούν αντικειμενικά πραγματικά στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν την ύπαρξη διαρκών κοινωνικών δεσμών του προσφεύγοντος με τη χώρα υπηρεσίας. Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι η διαμονή του στο Βέλγιο κατά τη διάρκεια της δεκαετούς περιόδου αναφοράς ήταν προσωρινή ή δεν συνιστούσε μετακίνηση από το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του.

88      Επιπλέον, τα στοιχεία ως προς την προσωπική ζωή του προσφεύγοντος θα πρέπει να ληφθούν υπόψη σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία που αφορούν τον επαγγελματικό του βίο, όπως εκτίθενται στη σκέψη 84 ανωτέρω, από το σύνολο των οποίων συνάγεται ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι κατά τη δεκαετή περίοδο αναφοράς διέμενε στο Βέλγιο για λόγους που αφορούν αποκλειστικά την άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό.

89      Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 79 ανωτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, κατά την περίοδο της προσωρινής απασχολήσεως, ο προσφεύγων βρισκόταν σε κατάσταση «ασκήσεως καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

90      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι που επέβαλαν στον προσφεύγοντα να παραμείνει στη χώρα υπηρεσίας, της οποίας έχει την ιθαγένεια, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς χορηγήσεως του επιδόματος αποδημίας. Πράγματι, μια επί της ουσίας εξέταση των διαφόρων λόγων που οδήγησαν τον ενδιαφερόμενο να εγκατασταθεί στη χώρα της οποίας έχει την ιθαγένεια θα βασιζόταν κατ’ ανάγκην σε εκτιμήσεις που έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα, πράγμα που δεν συνάδει ούτε με το γράμμα ούτε με τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Grazyte κατά Επιτροπής, Τ-86/13 Ρ, EU:T:2014:815, σκέψεις 56 έως 58). Έτσι, οι υποκειμενικοί λόγοι που οδήγησαν τον προσφεύγοντα, αφενός, να συνάψει γάμο και να αποκτήσει τέκνα στο Βέλγιο, διαμένοντας εκεί αδιαλείπτως, και, αφετέρου, να συνάπτει συμβάσεις προσωρινής απασχολήσεως δεν είναι κρίσιμοι για την εξέταση των προϋποθέσεων χορηγήσεως του επιδόματος αποδημίας.

91      Υπό το φως των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο προσφεύγων είχε το κύριο και σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του εκτός Βελγίου κατά τη δεκαετή περίοδο αναφοράς, δεδομένου ότι, αφενός, έχει τη βελγική ιθαγένεια, διέμενε αδιαλείπτως στις Βρυξέλλες καθ’ όλη τη δεκαετή περίοδο αναφοράς και συνήψε γάμο στις Βρυξέλλες με Βελγίδα υπήκοο, με την οποία απέκτησε τρία τέκνα τα οποία γεννήθηκαν επίσης στις Βρυξέλλες, και, αφετέρου, έχει ασκήσει ιδιωτική επαγγελματική δραστηριότητα στην εν λόγω χώρα κατά τη διάρκεια μέρους της περιόδου αυτής. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι, κατά τη δεκαετή περίοδο αναφοράς, διέμενε στο Βέλγιο για λόγους που αφορούν αποκλειστικά την άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό.

92      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσφεύγων, πέραν του γεγονότος ότι διαμένει εδώ και χρόνια στις Βρυξέλλες, απέδειξε την πρόθεση να προσδοθεί στο γεγονός αυτό η συνέχεια που απορρέει από το ότι έχει εγκαταστήσει εκεί το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του.

93      Επομένως, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι, κατά τη δεκαετή περίοδο αναφοράς, είχε τη συνήθη διαμονή του εκτός της χώρας υπηρεσίας του, ήτοι του Βελγίου, του οποίου έχει την ιθαγένεια.

94      Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει λόγω των σφαλμάτων και των παραβάσεων που ο προσφεύγων προβάλλει στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

95      Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί το ζήτημα του απαραδέκτου που μνημονεύεται στη σκέψη 42 ανωτέρω, δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει την ευχέρεια να εκτιμήσει, βάσει των περιστάσεων κάθε υποθέσεως, αν λόγοι οικονομίας της δίκης δικαιολογούν την επί της ουσίας απόρριψη λόγου ακυρώσεως, χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί του παραδεκτού του (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2014, DTS Distribuidora de Televisión Digital κατά Επιτροπής, T‑533/10, EU:T:2014:629, σκέψη 170).

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται κατάχρηση εξουσίας

96      Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η πρόσληψή του ως προσωρινώς απασχολούμενου στη ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία» συνιστά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής.

97      Κατά τον προσφεύγοντα, η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας, στο μέτρο που καταστρατήγησε τη βελγική νομοθεσία στον τομέα των συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως χρησιμοποιώντας την εν λόγω νομοθεσία για σκοπούς άλλους από εκείνους που δικαιολόγησαν τη θέσπισή της. Συγκεκριμένα, ο στόχος της Επιτροπής κατά τη σύναψη των συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως με τους συμβασιούχους επικουρικούς υπαλλήλους ήταν να μην απολέσει ειδικευμένο και απαραίτητο προσωπικό για την εύρυθμη λειτουργία των Γενικών Διευθύνσεων. Ο στόχος αυτός παραβιάζει το βελγικό δίκαιο και έχει ως σκοπό να υποκαταστήσει το καθεστώς συμβασιούχου υπαλλήλου με προσωρινό συμβατικό πλαίσιο, όπου η θέση εργασίας, ο εργοδότης και οι μισθοί παραμένουν οι ίδιοι. Χρησιμοποιώντας το προσωρινό αυτό καθεστώς εργαζομένων προκειμένου να καταστρατηγήσει τα ατομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος, η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας.

98      Επιπλέον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας αναγκάζοντάς τον να υπογράφει διαδοχικές συμβάσεις προσωρινής απασχολήσεως για να ασκεί τα ίδια καθήκοντα με εκείνα που ασκούσε προηγουμένως στη ΓΔ «Έρευνα και καινοτομία» ως συμβασιούχος επικουρικός υπάλληλος, και χρησιμοποιώντας στη συνέχεια τις συμβάσεις αυτές για να καταστρατηγήσει τα ατομικά του δικαιώματα κατά την εκ νέου πρόσληψή του από τον INEA. Η υπογραφή των συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως ήταν «δεσμευτική» για τον προσφεύγοντα και τους συναδέλφους του οι οποίοι βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση, στο μέτρο που, αφενός, αποτελούσε τη μοναδική δυνατότητα να μην απολέσουν την εργασία τους εντός των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, τους δινόταν η διαβεβαίωση ότι, στη συνέχεια, θα έβρισκαν εκ νέου τη θέση τους ως συμβασιούχων υπάλληλων όταν θα είχε θεσπισθεί η μεταρρύθμιση του ΚΥΚ.

99      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

100    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ως κατάχρηση εξουσίας νοείται η εκ μέρους διοικητικής αρχής χρησιμοποίηση των εξουσιών της για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο της έχουν παρασχεθεί. Απόφαση θεωρείται εκδοθείσα κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον αν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, κρίσιμων και συγκλινόντων στοιχείων, ότι ελήφθη για έναν τέτοιο σκοπό. Επιπλέον, σε περίπτωση που οι επιδιωκόμενοι σκοποί είναι πολλαπλοί, ακόμη και αν μεταξύ των αιτιολογικών σκέψεων μιας αποφάσεως υπάρχουν και ορισμένες μη έγκυρες, η απόφαση αυτή δεν εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας όταν δεν αφίσταται του βασικού σκοπού της (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, Oltis Group κατά Επιτροπής, T‑497/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:895, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

101    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ, αφενός, της αποφάσεως χρησιμοποιήσεως συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως, και, αφετέρου, της αποφάσεως για τον καθορισμό των ατομικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στον INEA. Συγκεκριμένα, πρόκειται για διαφορετικές αποφάσεις, οι οποίες ελήφθησαν από διαφορετικούς φορείς και με βάση διαφορετικές νομοθετικές διατάξεις και οι οποίες επιδιώκουν δικούς τους σκοπούς. Επιπλέον, κατά τη λήξη της περιόδου προσωρινής απασχολήσεως δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι ο προσφεύγων θα προσλαμβανόταν ως υπάλληλος ή ως μέλος του λοιπού προσωπικού θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης και, ως εκ τούτου, ότι ήταν αναγκαίο να ληφθεί απόφαση όσον αφορά το επίδομα αποδημίας, οπότε υπό τις περιστάσεις αυτές δεν μπορεί να διαπιστωθεί κανένας σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω αποφάσεων.

102    Επομένως, οι μη αποδειχθέντες ισχυρισμοί του προσφεύγοντος, ιδίως όσον αφορά την υποτιθέμενη χρήση της προσωρινής απασχολήσεως προκειμένου να αποφευχθεί ο καθορισμός των ατομικών του δικαιωμάτων κατά την ενδεχόμενη μελλοντική πρόσληψη από θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αντικειμενικά, κρίσιμα και συγκλίνοντα στοιχεία ως προς το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη για σκοπούς άλλους από εκείνους που αφορούν την ανάλυση των ατομικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος σχετικά με το επίδομα αποδημίας.

103    Επιπλέον, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας, αναγκάζοντάς τον να υπογράφει συμβάσεις προσωρινής απασχολήσεως, είναι αστήρικτος. Ως προς το σημείο αυτό, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 11 και 12 ανωτέρω, τόσο η δημιουργία προφίλ στην εταιρία R. όσο και η υπογραφή των συμβάσεων προσωρινής απασχολήσεως με την εταιρία αυτή και η λήξη των συμβάσεων αυτών στις 13 Σεπτεμβρίου 2013 είναι απόρροια μόνον της βουλήσεως του προσφεύγοντος και των επιλογών του σχετικά με τον επαγγελματικό του βίο.

104    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών του προσφεύγοντος και παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και των κεκτημένων δικαιωμάτων

105    Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι έχει κεκτημένο δικαίωμα εφαρμογής των προϋποθέσεων χορηγήσεως του επιδόματος αποδημίας, δεδομένου ότι η πραγματική του κατάσταση δεν έχει αλλάξει από την πρώτη ανάληψη καθηκόντων του σε θεσμικό όργανο της Ένωσης τον Αύγουστο του 2009, ότι πάντοτε εργαζόταν για διεθνή οργανισμό και ότι ουδέποτε είχε τη συνήθη διαμονή του στο Βέλγιο, τοποθετώντας εκεί το κέντρο των συμφερόντων του, για ανάγκες άλλες από την άσκηση καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό.

106    Ως προς το σημείο αυτό, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι, τροποποιώντας την ανάλυσή της σχετικά με το δικαίωμα λήψεως του επιδόματος αποδημίας, η Επιτροπή προσβάλλει τα κεκτημένα δικαιώματά του, τα οποία σχετίζονται με τη σύμβαση προσωρινής απασχολήσεως, την οποία η Επιτροπή διαπραγματευόταν τότε προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Ακριβώς επειδή τα δικαιώματά τους ήσαν υπό διαπραγμάτευση και έπρεπε να διαφυλαχθούν, ο προσφεύγων και οι συνάδελφοί του δέχθηκαν μια προσωρινή θέση εργασίας ως προσωρινώς απασχολούμενοι.

107    Επιπλέον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με την περίοδο προσωρινής απασχολήσεως είναι εσφαλμένη, στο μέτρο που θεώρησε την περίοδο αυτή ως λόγο αποκλεισμού από το επίδομα αποδημίας, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 4 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Παρά τη διπλή ιθαγένεια του προσφεύγοντος, ως προς την οποία ήταν πάντοτε διαφανής, και παρά τον γάμο και τη γέννηση των τέκνων του στις Βρυξέλλες, το Βέλγιο ουδέποτε θεωρήθηκε ως χώρα κατοικίας του και ως το σταθερό κέντρο των συμφερόντων του, εκτός από την άσκηση των καθηκόντων του εντός των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης. Συνεπώς, οι έξι μήνες της περιόδου προσωρινής απασχολήσεως δεν μπορούν να μεταβάλουν αυτόν τον ορισμό της συνήθους διαμονής του. Επιπλέον, τα στοιχεία που διαπιστώθηκαν για να του χορηγηθεί επίδομα αποδημίας ταυτίζονται με αυτά που τώρα ερμηνεύονται εις βάρος του, καθόσον η Επιτροπή προβαίνει σε «αντιστροφή» της αναλύσεως του φακέλου και παραλείπει το σύνολο των περιστάσεων που δικαιολόγησαν την πρόσληψή του ως προσωρινώς απασχολούμενου.

108    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

109    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει ότι από τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης έχουν δοθεί στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές (βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 132 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

110    Εν προκειμένω, από τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο προκύπτει ότι δεν μπόρεσε να αποδειχθεί καμία συγκεκριμένη, ανεπιφύλακτη και συγκλίνουσα διαβεβαίωση, προερχόμενη από θεσμικό όργανο, άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης όσον αφορά τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας στον προσφεύγοντα. Ως προς το σημείο αυτό, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μεταγενέστερη της αποφάσεως του Κοινοβουλίου που μνημονεύεται στη σκέψη 24 ανωτέρω, η οποία δεν έκανε δεκτή τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας στον προσφεύγοντα.

111    Πράγματι, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ο προσφεύγων λάμβανε το επίδομα αποδημίας πριν από την περίοδο προσωρινής απασχολήσεως, αλλά δεν του χορηγήθηκε το επίδομα αυτό μετά την εν λόγω περίοδο. Ειδικότερα, από τις σκέψεις 24 έως 26, 28 και 29 ανωτέρω προκύπτει ότι δεν του είχε χορηγηθεί επίδομα αποδημίας στο πλαίσιο της συμβάσεώς του με το Κοινοβούλιο για την περίοδο από τις 16 Σεπτεμβρίου 2013 έως τις 15 Μαΐου 2014 και ότι είχε ληφθεί απόφαση, στο πλαίσιο αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων, για την ανάκτηση του επιδόματος που του είχε χορηγηθεί σύμφωνα με τη σύμβασή του με τον EASME, για την περίοδο από τις 16 Μαΐου 2014 έως τις 15 Ιουλίου 2016.

112    Εξάλλου, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ελλείψει συνέχειας των διαφόρων συμβάσεων μεταξύ του προσφεύγοντος και των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης που μνημονεύονται στις σκέψεις 7, 8 και 18 έως 20 ανωτέρω, ο καθορισμός των χρηματικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, συμπεριλαμβανομένου του επιδόματος αποδημίας, πρέπει να πραγματοποιείται κάθε φορά που αυτός αναλαμβάνει καθήκοντα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2012, Grazyte κατά Επιτροπής, F‑76/11, EU:F:2012:173, σκέψεις 45 έως 47). Ως εκ τούτου, η περίοδος αναφοράς, καθώς και τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά για την εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ είναι διαφορετικά για κάθε σύμβαση. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στον INEA, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να επικαλεσθεί προηγούμενες αποφάσεις σχετικά με το επίδομα αποδημίας ούτε, ως εκ τούτου, να προβάλει προσβολή κεκτημένων δικαιωμάτων.

113    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει λόγω διαψεύσεως των δικαιολογημένων προσδοκιών του προσφεύγοντος και παραβιάσεως των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και των κεκτημένων δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

114    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

115    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τον Alessandro Quadri di Cardano στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Schalin

Costeira

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Ιουλίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.