Language of document : ECLI:EU:C:2010:119

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 4ης Μαρτίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑31/09

Nawras Bolbol

κατά

Bevándorlási és Állampolgársági Hivatal

[αίτηση του Fővárosi Bíróság (Ουγγαρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οι προϋποθέσεις που πρέπει τουλάχιστον να πληρούν υπήκοοι τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς για να μπορούν να ζητήσουν τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα – Ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής – Προϋποθέσεις χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα – Άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ»






1.        Η ανθρωπιστική πρόκληση της μέριμνας προσώπων, τα οποία έχουν απωλέσει τις εστίες και τα υπάρχοντά τους λόγω συγκρούσεων, υφίσταται από τότε που ο άνθρωπος άρχισε να κατασκευάζει όπλα και να τα χρησιμοποιεί εναντίον των γειτόνων του. Άτομα και ομάδες ατόμων που βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση χρήζουν και είναι άξια συνδρομής και προστασίας. Δυστυχώς, ορισμένες μορφές συγκρούσεων συνεπάγονται την περιέλευση μεγάλου αριθμού προσώπων στην κατάσταση αυτή. Τα κράτη που απολαύουν μεγαλύτερης ευημερίας και σταθερότητας, στα οποία καταφεύγουν τα εν λόγω πρόσωπα προς αναζήτηση ασύλου, δεν είναι πάντα σε θέση να αντιμετωπίσουν με ευκολία την εισροή αυτή, ιδίως ως επακόλουθο μιας άλλης συρράξεως, χωρίς να θέτουν ενδεχομένως σε κίνδυνο τη δική τους ευημερία και σταθερότητα. Ως εκ τούτου, η για οποιονδήποτε λόγο προνομιακή μεταχείριση ορισμένης κατηγορίας ή ομάδας προσφύγων, αν δεν είναι ανάλογη και ισόρροπη, λειτουργεί εις βάρος της κατάλληλης μεταχειρίσεως άλλων προσώπων, τα οποία είναι επίσης από ανθρωπιστικής απόψεως αντικειμενικώς άξια προστασίας.

2.        Για τον λόγο αυτό, η διεθνής κοινότητα θέσπισε, με τη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 περί του καθεστώτος των προσφύγων (2), δεσμευτικούς κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που καθορίζουν λεπτομερώς τα πρόσωπα και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα εν λόγω πρόσωπα αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες καθώς και το είδος της παρεχόμενης σ’ αυτά προστασίας. Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έχουν υπογράψει τη Σύμβαση αυτή. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενώσεως, οι υποχρεώσεις τους προβλέπονται στην οδηγία 2004/83 (3).

3.        Η υπό κρίση αίτηση του Fővárosi Bíróság για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του πρώην άρθρου 68 ΕΚ αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες, βάσει της οδηγίας 2004/83, κράτος μέλος μπορεί ή πρέπει να χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα σε Παλαιστίνια η οποία ζήτησε άσυλο στο εν λόγω κράτος μέλος.

 Διεθνές Δίκαιο

 Η Σύμβαση του 1951

4.        Το προοίμιο της Συμβάσεως του 1951 υπενθυμίζει ότι ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών και η Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επιβεβαιώνουν την αρχή ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να απολαύουν των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών άνευ διακρίσεων και σημειώνει ότι ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών έχει επανειλημμένως εκδηλώσει ζωηρό ενδιαφέρον για τους πρόσφυγες και έχει προσπαθήσει να εξασφαλίσει την ευρύτερη δυνατή άσκηση αυτών των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το προοίμιο υπογραμμίζει επίσης ότι η παροχή ασύλου ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την εξαιρετικά μεγάλη επιβάρυνση ορισμένων κρατών και ότι η ικανοποιητική επίλυση ενός προβλήματος του οποίου η διεθνής έκταση και φύση έχει αναγνωρισθεί από τα Ηνωμένα Έθνη δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς διεθνή συνεργασία. Στο προοίμιο εκφράζεται η ευχή να πράξουν όλα τα κράτη που αναγνωρίζουν τον κοινωνικό και ανθρωπιστικό χαρακτήρα του προβλήματος των προσφύγων ό,τι είναι δυνατό στα πλαίσια των δυνατοτήτων τους ώστε το πρόβλημα αυτό να μην αποβεί αιτία εντάσεως μεταξύ των διαφόρων κρατών.

5.        Το άρθρο 1Α της Συμβάσεως του 1951 καθορίζει τα λεπτομερή κριτήρια για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα:

«Εν τη εννοία της παρούσης συμβάσεως ο όρος “πρόσφυξ” εφαρμόζεται επί:

[…]

2. Παντός προσώπου όπερ συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης, ή εάν μη έχον υπηκοότητα τινά και ευρισκόμενον συνεπεία τοιούτων γεγονότων εκτός της χώρας της προηγουμένης συνήθους αυτού διαμονής, δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψη εις ταύτην.

[…]» (4)

6.        Το άρθρο 1Γ προβλέπει διάφορες περιπτώσεις κατά τις οποίες η Σύμβαση παύει να εφαρμόζεται σε πρόσωπα που, κατά το άρθρο 1Α, πληρούν τις προϋποθέσεις για να τους αναγνωρισθεί η ιδιότητα του πρόσφυγα, κατ’ ουσία διότι πλέον δεν χρήζουν ή δεν πρέπει να τύχουν προστασίας βάσει της Συμβάσεως αυτής.

7.        Το άρθρο 1Δ (του οποίου η ερμηνεία είναι ουσιώδης για την υπό κρίση υπόθεση) έχει ως εξής:

«Η Σύμβασις αύτη δεν εφαρμόζεται επί προσώπων άτινα απολαύουν σήμερον προστασίας ή συνδρομής παρεχομένης ουχί υπό του Υπάτου Αρμοστού των Ηνωμένων Εθνών δια τους πρόσφυγας αλλά εκ μέρους ετέρου οργάνου ή Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών.

Όταν η ως άνω προστασία ή συνδρομή παύση παρεχομένη δι’ οιονδήποτε αιτίαν χωρίς συγχρόνως να έχη οριστικώς ρυθμισθή η τύχη των προσώπων τούτων, συμφώνως προς τας υπό της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών ληφθείσας σχετικάς αποφάσεις, τα πρόσωπα ταύτα θα απολαύουν αυτομάτως των εκ της Συμβάσεως ταύτης απορρεόντων ευεργετημάτων.»

8.        Το άρθρο 38 προβλέπει ότι κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών που αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Συμβάσεως θα επιλύεται από το Διεθνές Δικαστήριο (5) κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε συμβαλλόμενου κράτους.

 Ψηφίσματα της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών που αφορούν την κατάσταση στην Παλαιστίνη (6)

9.        Μετά τα γεγονότα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και, ειδικότερα, το ολοκαύτωμα, τα Ηνωμένα Έθνη συμφώνησαν με τις προτάσεις της Ειδικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Παλαιστίνη (7) για τη διαίρεση της Παλαιστίνης [ψήφισμα 181 (II) της 29ης Νοεμβρίου 1947]. Στις 14 Μαΐου 1948 ανακηρύχθηκε το κράτος του Ισραήλ. Αμέσως μετά ακολούθησε η αποκαλούμενη στα μεταγενέστερα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών «σύρραξη του 1948». Με το ψήφισμα 273 (III) της 11ης Μαΐου 1949, τα Ηνωμένα Έθνη δέχθηκαν το κράτος του Ισραήλ ως μέλος αυτού του διεθνούς οργανισμού.

10.      Πολλοί Παλαιστίνιοι εκτοπίστηκαν λόγω της συρράξεως του 1948. Με το ψήφισμα 212 (III) της 19ης Νοεμβρίου 1948, προβλέπεται πρόγραμμα αρωγής των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες με σκοπό την παροχή άμεσης προσωρινής συνδρομής στα πρόσωπα αυτά. Με το ψήφισμα 302 (IV) της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών της 8ης Δεκεμβρίου 1949, τα Ηνωμένα Έθνη ιδρύουν το Γραφείο Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (8).

11.      Η εντολή του UNRWA ανανεώνεται κάθε τριετία από συστάσεώς του το 1949 μέχρι σήμερα. Η τρέχουσα εντολή του λήγει το 2011 (9). Στην περιοχή των επιχειρήσεών του περιλαμβάνονται πέντε «τομείς»: Λίβανος, Συριακή Αραβική Δημοκρατία, Ιορδανία, Δυτική Όχθη (συμπεριλαμβανομένης της ανατολικής Ιερουσαλήμ) και Λωρίδα της Γάζας (10).

 Οι ενοποιημένες οδηγίες περί επιλεξιμότητας και εγγραφής (στο εξής: οδηγίες)

12.      Οι οδηγίες που εξέδωσε το UNRWA ορίζουν ως «πρόσωπα που πληρούν τα κριτήρια του UNRWA για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες» τα «πρόσωπα με συνήθη διαμονή στην Παλαιστίνη κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Ιουνίου 1946 και 15ης Μαΐου 1948 που απώλεσαν τις εστίες και τα υπάρχοντά τους λόγω της συρράξεως του 1948» (11). Ορισμένα άλλα πρόσωπα, μολονότι δεν πληρούν τα κριτήρια του UNRWA για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες, δικαιούνται επίσης να απολαύουν των υπηρεσιών του UNRWA (12). Το UNRWA κατατάσσει αυτές τις δύο κατηγορίες στην ίδια ομάδα προσώπων «τα οποία δικαιούνται να απολαύουν των υπηρεσιών του UNRWA, αφού εγγραφούν στο σύστημα εγγραφής του Γραφείου αυτού και λάβουν ως αποδεικτικό στοιχείο της εγγραφής τους την κάρτα εγγραφής στο UNRWA» (13).

13.      Υπάρχουν, επίσης, ορισμένες άλλες κατηγορίες προσώπων που δικαιούνται να απολαύουν των υπηρεσιών του UNRWA χωρίς να είναι εγγεγραμμένοι στο σύστημα εγγραφής του UNRWA (14). Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για «μη εγγεγραμμένα πρόσωπα τα οποία εκτοπίστηκαν λόγω των γεγονότων του 1967 και επακόλουθων εχθροπραξιών» (15) και «μη εγγεγραμμένα πρόσωπα που διαμένουν σε στρατόπεδα και κοινότητες προσφύγων» (16).

 Το καταστατικό του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες

14.      Το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (17) ιδρύθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1950 με το ψήφισμα 428 (V) της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών. Η Ύπατη Αρμοστεία είναι επικουρικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών βάσει του άρθρου 22 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Οι αρμοδιότητες της Ύπατης Αρμοστείας ορίζονται στο καταστατικό της (18).

15.      Το άρθρο 6 του καταστατικού καθορίζει την έκταση των αρμοδιοτήτων της Ύπατης Αρμοστείας. Εντούτοις, βάσει του άρθρου 7, στοιχείο γ΄, οι αρμοδιότητες αυτές δεν εκτείνονται σε πρόσωπα που εξακολουθούν να απολαύουν της προστασίας ή συνδρομής άλλων οργάνων ή οργανισμών των Ηνωμένων Εθνών.

 Δηλώσεις της Ύπατης Αρμοστείας

16.      Η Ύπατη Αρμοστεία προβαίνει ορισμένες φορές σε παραινετικές δηλώσεις οι οποίες, όμως, δεν έχουν δεσμευτική ισχύ (19). Έχουν δημοσιευθεί διάφορες δηλώσεις της σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 1Δ της Συμβάσεως του 1951: σχόλιο περιεχόμενο στο εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967, σημείωμα που δημοσιεύθηκε το 2002 (και αναθεωρήθηκε το 2009) και δήλωση του 2009 (η οποία αναθεωρήθηκε ακολούθως) και αφορά ρητώς την υπόθεση Bolbol. Εκλαμβάνω τη δήλωση αυτή ως ανεπίσημο amicus curiae έγγραφο.

 Το εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας

17.      Το εγχειρίδιο χαρακτηρίζει το άρθρο 1Δ ως διάταξη που αποκλείει από το καθεστώς του πρόσφυγα πρόσωπα τα οποία κατά τα λοιπά συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά του πρόσφυγα. Ορίζει ότι ο αποκλεισμός, βάσει της διατάξεως αυτής, αφορά κάθε πρόσωπο που απολαύει προστασίας ή συνδρομής από το UNRWA, επισημαίνοντας ότι το UNRWA λειτουργεί μόνο σε ορισμένες περιοχές της Μέσης Ανατολής και ότι η προστασία και η συνδρομή του παρέχονται μόνο στις περιοχές αυτές (20). Συνεπώς, ο πρόσφυγας από την Παλαιστίνη που βρίσκεται εκτός της εν λόγω περιοχής δεν απολαύει της ανωτέρω συνδρομής και μπορεί να εξετασθεί η υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα βάσει των κριτηρίων της Συμβάσεως του 1951. Το εγχειρίδιο σημειώνει ακολούθως ότι συνήθως αρκεί να αποδείξει ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι περιστάσεις που δικαιολογούσαν αρχικώς την εκ μέρους του UNRWA παροχή προστασίας ή συνδρομής και ότι δεν εφαρμόζονται στην περίπτωσή του οι ρήτρες παύσεως και αποκλεισμού (21).

 Το σημείωμα του 2002

18.      Με το σημείωμα του 2002 (22), η Ύπατη Αρμοστεία εκτιμά ότι οι δύο περίοδοι του άρθρου 1Δ εφαρμόζονται διαζευκτικά και όχι σωρευτικά. Κατά την άποψή της, το άρθρο 1Δ έχει εφαρμογή σε Παλαιστίνιους πρόσφυγες κατά την έννοια του ψηφίσματος 194 (III) της 11ης Δεκεμβρίου 1948 ή σε εκτοπισθέντα πρόσωπα κατά την έννοια του ψηφίσματος 2252 (ES-V) της 4ης Ιουλίου 1967 (23). Οι διαμένοντες στη ζώνη του UNRWA, οι οποίοι είτε είναι εγγεγραμμένοι είτε έχουν δικαίωμα εγγραφής στο UNRWA (24), πρέπει να θεωρούνται ότι απολαύουν προστασίας και συνδρομής από το UNRWA και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στην πρώτη περίοδο του άρθρου 1Δ και όχι στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως του 1951.

19.      Η Ύπατη Αρμοστεία φρονεί ότι η δεύτερη περίοδος του άρθρου 1Δ καθιστά αυτομάτως δικαιούχους των ευεργετημάτων της Συμβάσεως του 1951 τα πρόσωπα που βρίσκονται εκτός της ζώνης του UNRWA (25), αλλά είναι, ωστόσο, Παλαιστίνιοι πρόσφυγες κατά την έννοια του ψηφίσματος 194 (III) της 11ης Δεκεμβρίου 1948 ή εκτοπισθέντες κατά την έννοια του ψηφίσματος 2252 (ES-V) της 4ης Ιουλίου 1967. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται και πρόσωπα τα οποία ουδέποτε διέμειναν στη ζώνη του UNRWA και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Ύπατης Αρμοστείας (26). Εντούτοις, τα πρόσωπα αυτά μπορεί επίσης να επιστρέψουν (ή να υποχρεωθούν να επιστρέψουν) στη ζώνη του UNRWA (27). Στην περίπτωση αυτή, εμπίπτουν στην πρώτη περίοδο του άρθρου 1Δ.

 Το σημείωμα του 2009

20.      Το σημείωμα του 2009 έχει ομοίως ως αφετηρία το γράμμα των ψηφισμάτων 194 (III) και 2252 (ES-V). Η Ύπατη Αρμοστεία εκτιμά ότι στον όρο «απολαύουν» της πρώτης περιόδου του άρθρου 1Δ περιλαμβάνεται η φράση «δικαιούνται να απολαύουν» της προστασίας και συνδρομής του UNRWA και σημειώνει ότι, προκειμένου να είναι σε θέση να απολαύουν της συνδρομής αυτής, τα οικεία πρόσωπα πρέπει να βρίσκονται στη ζώνη του UNRWA (28). Όσον αφορά τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 1Δ, η Ύπατη Αρμοστεία προσθέτει στα επιχειρήματα του σημειώματός της του 2002 την παρατήρηση ότι, κατά τη γνώμη της, στη φράση «παύση παρεχομένη δι’ οιονδήποτε αιτίαν» συγκαταλέγεται η περίπτωση προσώπου, προγενεστέρως εγγεγραμμένου στο UNRWA, το οποίο εξήλθε της ζώνης του UNRWA (29).

 Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

 Συνθήκη ΕΚ

21.      Το άρθρο 63 ΕΚ (30) προβλέπει τα εξής:

«Το Συμβούλιο […] θεσπίζει:

1.      μέτρα περί ασύλου, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και το Πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του Καθεστώτος των Προσφύγων, και σύμφωνα με άλλες σχετικές συμβάσεις […]

[…]»

 Κοινή θέση 96/196/ΔΕΥ

22.      Το άρθρο 12 της κοινής θέσεως (31) φέρει τον τίτλο «Άρθρο 1Δ της σύμβασης της Γενεύης» και έχει ως εξής:

«Το πρόσωπο που παραιτείται σκοπίμως της προστασίας και της συνδρομής που ορίζονται από το άρθρο 1Δ της σύμβασης της Γενεύης δεν υπάγεται αυτοδικαίως στις διατάξεις της σύμβασης αυτής. Στις περιπτώσεις αυτές η ιδιότητα του πρόσφυγα καθορίζεται κατ’ αρχήν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1Α.»

 Οδηγία 2004/83

23.      Το Συμβούλιο του Τάμπερε έθεσε τα θεμέλια για το πρόγραμμα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τον χώρο της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην ΕΕ, το οποίο είναι γνωστό ως πρόγραμμα της Χάγης. Η οδηγία 2004/83 αποτελεί μέρος του προγράμματος αυτού. Θεσπίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που δικαιούνται επικουρική προστασία (όπως απαγόρευση επαναπροωθήσεως).

24.      Η τρίτη αιτιολογική σκέψη στο προοίμιο της οδηγίας 2004/83 επισημαίνει ότι «[η] σύμβαση της Γενεύης και το σχετικό πρωτόκολλο αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων». Η έκτη αιτιολογική σκέψη αναφέρει ότι «[κ]ύριος στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η διασφάλιση, αφενός, ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κοινά κριτήρια για τον προσδιορισμό των προσώπων που χρήζουν όντως διεθνούς προστασίας και, αφετέρου, ότι τα εν λόγω πρόσωπα έχουν πρόσβαση σε ελάχιστο επίπεδο παροχών σε όλα τα κράτη μέλη».

25.      Το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας αντιστοιχεί στο άρθρο 1Α, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως του 1951. Με τον όρο «πρόσφυγας» νοείται «ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12».

26.      Το κεφάλαιο III της οδηγίας αφορά τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα. Το άρθρο 12, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο αυτό, αντιστοιχεί στο άρθρο 1Δ της Συμβάσεως του 1951. Ειδικότερα, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, αντιστοιχεί στο άρθρο 1Δ της Συμβάσεως και έχει ως εξής:

«Υπήκοος τρίτης χώρας η ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα εφόσον:

α) εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 1Δ της σύμβασης της Γενεύης, το οποίο αφορά την παροχή προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες. Σε περίπτωση που η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει παύσει για οποιοδήποτε λόγο, χωρίς να έχει διευθετηθεί οριστικά η κατάσταση των προσώπων αυτών σύμφωνα με τα οικεία ψηφίσματα της γενικής συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, τα πρόσωπα αυτά θα δικαιούνται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα της παρούσας οδηγίας».

27.      Το άρθρο 13 της οδηγίας προβλέπει ότι το καθεστώς πρόσφυγα χορηγείται σε «υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ [Αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας] και ΙΙΙ [Χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα]».

28.      Τα κεφάλαια V και VI της οδηγίας αφορούν, αντίστοιχα, την αναγνώριση προσώπου ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας και το καθεστώς της επικουρικής προστασίας. Ειδικότερα, το άρθρο 18 προβλέπει τη χορήγηση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και V.

29.      Το άρθρο 38, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει ότι η οδηγία πρέπει να μεταφερθεί στα εθνικά δίκαια των κρατών μελών έως τις 10 Οκτωβρίου 2006. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών στην υπόθεση της κύριας δίκης, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας δεν είχε μεταφερθεί στο ουγγρικό δίκαιο, μολονότι είχε παρέλθει η σχετική προθεσμία μεταφοράς του. Αμφότεροι οι διάδικοι στη δίκη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου είναι της γνώμης ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας είναι αρκούντως σαφές, ακριβές και μη εξαρτώμενο από προϋποθέσεις ώστε η προσφεύγουσα να μπορεί να το επικαλεσθεί ευθέως έναντι της αρμόδιας εθνικής αρχής.

 Ιστορικό, διαδικασία και προδικαστικά ερωτήματα

30.      Στις 10 Ιανουαρίου 2007, η Bolbol, ανιθαγενής από την Παλαιστίνη, μετέβη στην Ουγγαρία μαζί με τον σύζυγό της με θεώρηση από τη Λωρίδα της Γάζας. Κατά την άφιξή της, ζήτησε και έλαβε άδεια παραμονής από την αρμόδια για τους αλλοδαπούς αρχή. Στις 21 Ιουνίου 2007, ζήτησε από την Bevándorlási és Állampolgársági Hivatal (υπηρεσία μεταναστεύσεως και ιθαγένειας, στο εξής: BAH) να της χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα διότι, σε περίπτωση μη ανανεώσεως από την αρμόδια αρχή της άδειας παραμονής της, δεν ήθελε να επιστρέψει στην ανασφαλή, όπως δήλωσε, Λωρίδα της Γάζας λόγω των συγκρούσεων μεταξύ της Fatah και της Hamas.

31.      Η αίτηση της Bolbol υποβλήθηκε βάσει της δεύτερης περιόδου του άρθρου 1Δ της Συμβάσεως του 1951, στηριζόμενη στο γεγονός ότι είναι Παλαιστίνια διαμένουσα εκτός της ζώνης του UNRWA. Μόνον ο πατέρας της παραμένει στη Λωρίδα της Γάζας όπου εργάζεται ως λέκτορας στο πανεπιστήμιο. Όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της έχουν μεταναστεύσει.

32.      Δεν αμφισβητείται ότι η Bolbol δεν έκανε χρήση της προστασίας ή συνδρομής του UNRWA όσο βρισκόταν στη Λωρίδα της Γάζας. Το αίτημά της στηρίζεται στο δικαίωμα που έχει να της παρασχεθεί η προστασία αυτή. Προς στήριξη των ισχυρισμών της, προσκόμισε την κάρτα εγγραφής στο UNRWA, η οποία είχε εκδοθεί για την οικογένεια του πρωτεξαδέλφου του πατέρα της. Εντούτοις, η BAH αμφισβητεί την ύπαρξη οικογενειακού δεσμού ελλείψει άμεσων εγγράφων αποδείξεων. Το UNRWA δεν έχει βεβαιώσει ρητώς αν η Bolbol είχε δικαίωμα εγγραφής (32).

33.      Με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2007, η BAH απέρριψε την αίτηση της Bolbol για χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα (33). Ταυτόχρονα έθεσε την Bolbol υπό την προστασία της απαγορεύσεως επαναπροωθήσεως (34), για τον λόγο ότι η επανεισδοχή των Παλαιστινίων είναι στη διακριτική ευχέρεια των Ισραηλινών αρχών και ότι η Bolbol θα ήταν εκτεθειμένη σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση στη Λωρίδα της Γάζας λόγω των επικίνδυνων συνθηκών που επικρατούν εκεί.

34.      Η Bolbol προσέβαλε την απόφαση του BAH, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της να της χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα, ενώπιον του Fővárosi Bíróság, το οποίο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Για την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου:

1.      Πρέπει να θεωρηθεί ότι ένα πρόσωπο απολαύει της προστασίας και της συνδρομής οργάνου των Ηνωμένων Εθνών αποκλειστικά και μόνον επειδή το πρόσωπο αυτό έχει δικαίωμα στην εν λόγω συνδρομή ή προστασία ή είναι αναγκαίο να κάνει πράγματι χρήση της εν λόγω προστασίας ή συνδρομής;

2.      Υποδηλώνει η παύση της προστασίας ή της συνδρομής του οργάνου τη διαμονή εκτός της περιοχής επιχειρήσεων του οργάνου, την παύση των δραστηριοτήτων του οργάνου, τη λήξη της δυνατότητας του οργάνου αυτού να παρέχει προστασία ή συνδρομή ή, ενδεχομένως, αντικειμενικό κώλυμα εξ αιτίας του οποίου το πρόσωπο που έχει δικαίωμα στην προστασία ή στη συνδρομή δεν μπορεί να κάνει χρήση αυτών;

3.      Έχουν τα απορρέοντα από την οδηγία ευεργετήματα την έννοια της αναγνωρίσεως του καθεστώτος πρόσφυγα ή, ανάλογα με την επιλογή του κράτους μέλους, της χορηγήσεως μίας εκ των δύο μορφών προστασίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (καθεστώς πρόσφυγα και χορήγηση της επικουρικής προστασίας) ή, ενδεχομένως, καμίας απ’ αυτές αυτομάτως, αλλά απλώς και μόνον της εντάξεως στο ratione personae πεδίο εφαρμογής της οδηγίας;

35.      Η Bolbol, η Βελγική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Ουγγρική Κυβέρνηση καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Όλοι οι ανωτέρω μετέχοντες στη διαδικασία, εκτός της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και ανέπτυξαν τις προφορικές παρατηρήσεις τους στις 20 Οκτωβρίου 2009.

 Ανάλυση

 Η οδηγία 2004/83 και η Σύμβαση του 1951

36.      Μολονότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενη στη Σύμβαση, το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΕΚ προβλέπει ρητώς τη διαμόρφωση κοινής πολιτικής για το άσυλο σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967. Η οδηγία 2004/83, της οποίας νομική βάση είναι το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΕΚ, περιγράφει τη Σύμβαση του 1951 στο προοίμιό της ως «ακρογωνιαίο λίθο» για την προστασία των προσφύγων. Η οδηγία επιδιώκει απλώς να υλοποιήσει, μέσω κοινών κοινοτικών διατάξεων, τις διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών. Οι διατάξεις της οδηγίας πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύονται κατά τρόπο που συνάδει προς τη Σύμβαση του 1951 (35).

37.      Το Διεθνές Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 1Δ της Συμβάσεως του 1951, μολονότι η Ύπατη Αρμοστεία έχει εκφράσει τις απόψεις της επί του θέματος (36). Από την (μη εξαντλητική) εξέταση σχετικών αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών προκύπτει μια αξιοσημείωτη διαφορά τόσο στις απόψεις όσο και στο αποτέλεσμα (37) (η οποία αντανακλάται στις παρατηρήσεις των κρατών μελών που έλαβαν μέρος στην παρούσα διαδικασία). Καμία από τις ερμηνείες αυτές δεν είναι, ασφαλώς, δεσμευτική για το Δικαστήριο.

38.      Για να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, είμαι της γνώμης ότι πρέπει λογικά και για πρακτικούς λόγους να αναλύσω πρώτα το άρθρο 1Δ της Συμβάσεως, πριν εφαρμόσω την ανάλυση αυτή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (38).

39.      Είναι επίσης ουσιώδες να διευκρινιστεί το εύρος της παρούσας υποθέσεως. Τόσο το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/83 όσο και το άρθρο 1Δ της Συμβάσεως του 1951 κάνουν γενικώς λόγο για «προστασία ή συνδρομή» από «όργανα ή οργανισμούς» των Ηνωμένων Εθνών. Εντούτοις, το αίτημα της Bolbol ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου στηρίζεται στο δικαίωμα που υποστηρίζει ότι έχει να της παρασχεθεί συνδρομή από το UNRWA και οι παρατηρήσεις όλων των μετεχόντων στη διαδικασία πραγματεύονται διάφορα ζητήματα αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με τον ρόλο του UNRWA (και όχι εν γένει). Ως εκ τούτου, θα ακολουθήσω αυτή την προσέγγιση στις παρούσες προτάσεις.

40.      Ως εκ τούτου, θα εξετάσω πρώτα το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 1Δ της Συμβάσεως του 1951 (καθώς και τις προπαρασκευαστικές εργασίες) (39). Ακολούθως, θα αναπτύξω τις κατευθυντήριες αρχές που φρονώ ότι έχουν εφαρμογή, προτού εξετάσω τα συγκεκριμένα σημεία που χρήζουν ερμηνείας. Τέλος, θα επανέλθω στην οδηγία 2004/83 και θα ασχοληθώ, κατά σειρά, με τα υποβληθέντα ερωτήματα.

 Το ιστορικό θεσπίσεως και οι προπαρασκευαστικές εργασίες

41.      Η Σύμβαση του 1951 συνήφθη στον απόηχο πρόσφατων συγκρούσεων, καταστροφών και μετακινήσεων πληθυσμών. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχε ως επακόλουθο την εκτόπιση μεγάλου αριθμού προσώπων στην Ευρώπη. Μια σειρά χωριστών μεν, αλλά αλληλεξαρτώμενων γεγονότων είχε ως αποτέλεσμα, με τη συμμετοχή της διεθνούς κοινότητας, τη διαίρεση της Παλαιστίνης, την οποία ακολούθησε η ανακήρυξη του κράτους του Ισραήλ. Κατά την περιφερειακή σύρραξη που προηγήθηκε και ακολούθησε του γεγονότος αυτού εκτοπίστηκε σημαντικός αριθμός προσώπων.

42.      Το άρθρο 1Δ, λόγω της γενικόλογης διατυπώσεώς του, μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε περίπτωση κατά την οποία «άλλα όργανα ή οργανισμοί» των Ηνωμένων Εθνών παρέχουν «προστασία ή συνδρομή» σε πρόσωπα που θα ενέπιπταν διαφορετικά στο ratione personae πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως του 1951. Πράγματι, τα Ηνωμένα Έθνη είχαν αρχίσει προσφάτως να παρέχουν συγκεκριμένη συνδρομή στο πλαίσιο των συγκρούσεων στην Κορέα (40). Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει σαφώς ότι η διάσκεψη των πληρεξουσίων των συμβαλλομένων κρατών για το καθεστώς των προσφύγων και ανιθαγενών (41) είχε πρωτίστως κατά νου την κατάσταση στην Παλαιστίνη όταν συνέτασσε το άρθρο 1Δ.

43.      Τα πρακτικά της διασκέψεως των πληρεξουσίων πραγματεύονται, προφανώς, τρία κύρια ζητήματα (42): πρώτον, την ανάγκη προλήψεως μιας μαζικής εξόδου από τη γεωγραφική περιοχή που αποτελούσε την Παλαιστίνη (43), δεύτερον, την επιθυμία ορισμένων κρατών να διατηρήσουν την πολιτική προβολή των εκτοπισθέντων λόγω των γεγονότων του 1948 (44), και, τρίτον, την ανάγκη να αποφευχθεί η επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ύπατης Αρμοστείας και του UNRWA (45). Και τα τρία ανωτέρω ζητήματα επικεντρώνονται (για ιστορικούς λόγους) στις συνέπειες της καταστάσεως στην Παλαιστίνη από πλευράς εκτοπισθέντων που χρήζουν συνδρομής. Γι’ αυτό, αναλύοντας το άρθρο 1Δ για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, θα έχω ως ιστορική αφετηρία το σημείο τούτο.

44.      Στις προπαρασκευαστικές εργασίες, η εκτόπιση των Παλαιστινίων αντιμετωπίζεται, επίσης, κατ’ ουσίαν ως ζήτημα που επηρεάζει ορισμένη ομάδα προσώπων (46). Εντούτοις, μολονότι αντικείμενο του άρθρου 1Δ αποτέλεσαν ιστορικά οι εκτοπισθέντες Παλαιστίνιοι, η διάταξη αυτή καθαυτή πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να την καθιστά κατανοητή και εφαρμοστέα σε κάθε μεμονωμένο άτομο. Η άποψη αυτή αντανακλά το γεγονός ότι το διεθνές δίκαιο στο σύνολό του προσδίδει μεγάλη αξία στο δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως (συλλογικό δικαίωμα για ομάδες προσώπων) (47), αλλά ότι, ταυτοχρόνως, το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο στηρίζεται στις αρχές του σεβασμού του ατόμου και των προσώπων που είναι μέλη μιας ομάδας (48).

45.      Το άρθρο 1Δ ως αποτέλεσμα συμβιβασμού κατά τις διαπραγματεύσεις διακρίνει, ειδικότερα, τους εκτοπισθέντες Παλαιστίνιους, στους οποίους επιφυλάσσει ειδική μέριμνα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδική προστασία εντός του γενικού πλαισίου του διεθνούς δικαίου για τους πρόσφυγες.

46.      Το άρθρο 1Δ, καίτοι σύντομο, θέτει πλειάδα αναπάντητων ερωτημάτων. Μπορεί κανείς να διακρίνει τουλάχιστον τέσσερα γενικότερα σκοτεινά σημεία (δύο απορρέοντα από την πρώτη περίοδο και δύο από τη δεύτερη) που χρήζουν διευκρινίσεων προκειμένου να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο με την υπό κρίση αίτηση (49).

47.      Πρώτον, ποια είναι η έννοια, από γεωγραφικής και/ή χρονικής απόψεως, της φράσεως «επί προσώπων άτινα απολαύουν σήμερον προστασίας ή συνδρομής […]»; Δεύτερον, πρέπει τα πρόσωπα αυτά να απολαύουν όντως προστασίας ή συνδρομής ή αρκεί να έχουν απλώς το δικαίωμα να τους παρασχεθεί η εν λόγω προστασία ή συνδρομή; (Ως υποερώτημα, το οποίο αφορά ειδικότερα την ερμηνεία της οδηγίας και τη δίκη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου: έχει η επίσημη εγγραφή στο UNRWA ουσιαστικό ή απλώς αποδεικτικό χαρακτήρα;) Τρίτον, σε ποιες περιπτώσεις πρέπει κανείς να εκτιμά ότι «η ως άνω προστασία ή συνδρομή [έχει παύσει] παρεχομένη δι’ οιονδήποτε αιτίαν»; Τέταρτον, ποια είναι η έννοια της φράσεως «τα πρόσωπα ταύτα θα απολαύουν αυτομάτως των εκ της Συμβάσεως ταύτης απορρεόντων ευεργετημάτων»;

 Κατευθυντήριες αρχές

48.      Όπως σαφώς προκύπτει από τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στο Δικαστήριο, στο γράμμα του άρθρου 1Δ αυτό καθαυτό μπορούν να στηριχθούν πολλές διαφορετικές ερμηνείες. Ως εκ τούτου, κρίνω σκόπιμο να εκθέσω σαφώς και κατηγορηματικώς τις αρχές που διέπουν τη συλλογιστική μου.

49.      Πρώτον, όλοι οι γνήσιοι πρόσφυγες είναι άξιοι προστασίας και συνδρομής. Ως εκ τούτου, κάθε ερμηνεία που συνεπάγεται κενό προστασίας για οποιονδήποτε πρόσφυγα είναι a priori απορριπτέα.

50.      Δεύτερον, η ιστορική πρόθεση των συντακτών του άρθρου 1Δ ήταν σαφώς να παρασχεθεί ειδική μεταχείριση και μέριμνα στους εκτοπισθέντες Παλαιστίνιους (50).

51.      Τρίτον, καίτοι οι αρχικές ελπίδες της Γενικής Συνελεύσεως (όπως εκφράστηκαν το 1951 από τους συντάκτες της Συμβάσεως) ήταν ότι το UNRWA θα είχε ως έργο την παροχή μόνο προσωρινής συνδρομής, τα προβλήματα που συνδέονται με την κατάσταση στην Παλαιστίνη αποδείχθηκαν δυσεπίλυτα κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, όπως επιβεβαιώνεται από τις διαδοχικές ανανεώσεις της εντολής του UNRWA. Το Πρωτόκολλο του 1967 αντανακλά επίσης τη θλιβερή πραγματικότητα ότι τα προβλήματα των προσφύγων που χρήζουν αντιμετωπίσεως βάσει της Συμβάσεως του 1951 δεν είναι μόνον όσα οφείλονται σε γεγονότα που συνέβησαν προ της 1ης Ιανουαρίου 1951. Συνεπώς, στην αρχική πρόθεση των συντακτών της Συμβάσεως πρέπει να δοθεί μια νέα διάσταση λαμβάνουσα υπόψη την πραγματικότητα που διαμόρφωσαν τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν.

52.      Τέταρτον, σκοπός του συντάκτη της Συμβάσεως ήταν οι εκτοπισθέντες Παλαιστίνιοι, οι οποίοι απήλαυαν της ρητώς προβλεπομένης προς όφελός τους ειδικής μεταχειρίσεως και μέριμνας (συνδρομή του UNRWA), να μην μπορούν να ζητήσουν να τους χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα βάσει της Συμβάσεως, υπό την επιστασία της Ύπατης Αρμοστείας (εξ ου και η πρώτη περίοδος του άρθρου 1Δ). Για όσο χρονικό διάστημα απολαύουν της μέριμνας του UNRWA τα πρόσωπα αυτά αποκλείονται από το ratione personae πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως.

53.      Πέμπτον, ως απόρροια αυτού του αποκλεισμού (ή ενδεχομένως ως αντάλλαγμα γι’ αυτόν), υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι εκτοπισθέντες Παλαιστίνιοι που εμπίπτουν στη δεύτερη περίοδο του άρθρου 1Δ δικαιούνται αυτομάτως τα ευεργετήματα της Συμβάσεως (και όχι απλώς τον μη αποκλεισμό τους από το πεδίο εφαρμογής της σε περίπτωση παύσεως της παρεχόμενης από το UNRWA προστασίας ή συνδρομής). Από τη δεύτερη περίοδο αυτή καθαυτή συνάγεται μια μεγαλύτερη συνέπεια από το γεγονός ότι, όταν συντρέχουν οι συγκεκριμένες προβλεπόμενες προϋποθέσεις, τα πρόσωπα αυτά απλώς προστίθενται στον κατάλογο των υποψηφίων για χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα βάσει του άρθρου 1A.

54.      Έκτον, η φράση «όταν η […] προστασία ή συνδρομή πλην της Ύπατης Αρμοστείας παύση παρεχόμενη» από άλλο όργανο ή οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών (εν προκειμένω το UNRWA) δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να συνεπάγεται τη στέρηση από τα πρόσωπα αυτά, τα οποία έχουν κατ’ ουσίαν εγκλωβιστεί στη ζώνη του UNRWA (ακόμη κι αν έχουν βιαίως στερηθεί τη συνδρομή του UNRWA), της δυνατότητας να εγκαταλείψουν τη ζώνη αυτή και να ζητήσουν τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα σε άλλο τόπο μέχρι την ολοσχερή επίλυση του παλαιστινιακού προβλήματος και την εκκαθάριση του UNRWA. Το αποτέλεσμα αυτό θα ήταν απολύτως απαράδεκτο.

55.      Έβδομον, επειδή όλοι οι γνήσιοι πρόσφυγες πρέπει να είναι σε θέση να απολαύουν προστασίας ή συνδρομής, αλλά η εκ μέρους των κρατών δυνατότητα υποδοχής προσφύγων δεν είναι απεριόριστη, το άρθρο 1Δ δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι κάθε εκτοπισθείς Παλαιστίνιος, ανεξαρτήτως του αν απολαύει ή απήλαυε της συνδρομής του UNRWA ή όχι, δικαιούται να εγκαταλείψει οικειοθελώς τη ζώνη του UNRWA και να ζητήσει την αυτόματη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα σε άλλο τόπο. Μια τέτοιου είδους ερμηνεία θα συνεπαγόταν τη δυσανάλογα ευνοϊκή μεταχείριση των εκτοπισθέντων Παλαιστινίων σε βάρος άλλων γνήσιων αιτούντων τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα, οι οποίοι εκτοπίσθηκαν εξαιτίας άλλων συγκρούσεων ανά τον κόσμο.

56.      Τέλος, οι δύο περίοδοι που συνθέτουν το άρθρο 1Δ σκοπούν να ρυθμίσουν από κοινού το ζήτημα της παροχής ειδικής μεταχειρίσεως και μέριμνας σε εκτοπισθέντες λόγω της καταστάσεως στην Παλαιστίνη. Η δεύτερη περίοδος προστέθηκε διότι η πρώτη περίοδος κρίθηκε από μόνη της ανεπαρκής. Ως εκ τούτου, είναι μάλλον σκόπιμο αυτές οι δύο περίοδοι (επομένως και τα συστατικά στοιχεία τους) να ερμηνευθούν από κοινού και όχι χωριστά (51), και να αναζητηθεί μια συνολική ερμηνεία της διατάξεως, με την οποία να επιτυγχάνεται εύλογη ισορροπία μεταξύ, αφενός, της μέριμνας για τους εκτοπισθέντες Παλαιστίνιους (βάσει του άρθρου 1Δ) και, αφετέρου, της μέριμνας για άλλους ενδεχόμενους πρόσφυγες (βάσει της Συμβάσεως του 1951 συνολικά).

57.      Θα εξετάσω τώρα λεπτομερώς τα τέσσερα ερμηνευτικά ζητήματα (52) που τέθηκαν με τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου.

 i) Η έννοια της φράσεως «επί προσώπων άτινα απολαύουν σήμερον προστασίας ή συνδρομής»

58.      Οι όροι «απολαύουν σήμερον» είναι περιοριστικοί από δύο απόψεις. Πρώτον, οι πρακτικές προϋποθέσεις για την παροχή προστασίας ή συνδρομής από το UNRWA συνεπάγονται έναν τοπικό περιορισμό (53). Δεύτερον, ο όρος «σήμερον» και η χρήση του ενεστώτα συνεπάγονται ένα χρονικό περιορισμό (54).

 Τοπικός περιορισμός

59.      Για να απολαύει κανείς προστασίας ή συνδρομής από άλλο όργανο ή οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών εκτός της Ύπατης Αρμοστείας, πρέπει να βρίσκεται σε τόπο στον οποίο πράγματι παρέχεται η εν λόγω προστασία και συνδρομή. Η συνδρομή του UNRWA παρέχεται μόνο στη ζώνη του UNRWA. Ως εκ τούτου, όπως έχει επισημάνει η Ύπατη Αρμοστεία, στην περίπτωση αυτή το εν λόγω πρόσωπο θα εμπίπτει στην πρώτη περίοδο του άρθρου 1Δ μόνον εφόσον διαμένει στη ζώνη του UNRWA.

60.      Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει, ως εκ τούτου, ότι το άρθρο 1Δ στο σύνολό του πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε πρόσωπα που βρίσκονταν στη ζώνη του UNRWA. Είμαι, εντούτοις, της γνώμης ότι, από νομικής απόψεως, ουδόλως περιορίζεται γεωγραφικά η εφαρμογή οποιασδήποτε από τις δύο περιόδους που συνθέτουν το άρθρο 1Δ. Ο γεωγραφικός περιορισμός που φαίνεται να απορρέει από την πρώτη περίοδο του άρθρου αυτού οφείλεται απλώς και μόνον στις πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες παρέχεται η συνδρομή του UNRWA. Κατά συνέπεια, όποιος εγκαταλείπει τη ζώνη του UNRWA πρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να είναι σε θέση να επικαλεστεί τα συγκεκριμένα δικαιώματα που του παρέχει η δεύτερη περίοδος του άρθρου 1Δ, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται.

61.      Επισημαίνω, περαιτέρω, ότι οι δύο περίοδοι του άρθρου 1Δ πρέπει να ερμηνευθούν από κοινού. Επομένως, όταν προβάλλονται αξιώσεις βάσει της δεύτερης περιόδου του άρθρου 1Δ, πρέπει, καταρχάς, να διαπιστώνεται αν το πρόσωπο που προβάλλει τις αξιώσεις αυτές ενέπιπτε αρχικώς στην πρώτη περίοδο του άρθρου αυτού. Αν δεν ενέπιπτε, τότε δεν αποκλειόταν προηγουμένως από το ratione personae πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως και, όπως κάθε άλλος ενδεχόμενος πρόσφυγας, μπορεί να ζητήσει την ατομική αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα βάσει του άρθρου 1Α (55).

 Χρονικός περιορισμός

62.      Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η χρήση του όρου «σήμερον» παραπέμπει στο έτος 1951, κατά το οποίο συνήφθη η Σύμβαση. Ισχυρίζεται ότι οι συντάκτες της είχαν κατά νου μόνον τα πρόσωπα που ήδη απήλαυαν συνδρομής και προστασίας από το UNRWA κατά την έναρξη ισχύος της Συμβάσεως.

63.      Κατά την άποψη της Bolbol, όποιος έχει λάβει (56) οποτεδήποτε συνδρομή από το UNRWA εμπίπτει στη ρήτρα αποκλεισμού της πρώτης περιόδου του άρθρου 1Δ (57).

64.      Η Επιτροπή και η Ουγγαρία αποδίδουν στους όρους «απολαύουν σήμερον» την έννοια ότι αφορούν το χρονικό διάστημα ευθύς προ της υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα βάσει του άρθρου 1Δ.

65.      Κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία που προτείνει το Ηνωμένο Βασίλειο είναι περισσότερο συσταλτική απ’ όσο επιτρέπει το γράμμα της οικείας διατάξεως, ιδίως υπό το πρίσμα του Πρωτοκόλλου του 1967 και των επανειλημμένων ανανεώσεων της εντολής του UNRWA.

66.      Δέχομαι ότι το 1951 τα συμβαλλόμενα κράτη μπορεί αρχικώς να είχαν κατά νου πρόσωπα τα οποία, κατά τον χρόνο εκείνο, απήλαυαν ήδη προστασίας ή συνδρομής από «άλλα όργανα και οργανισμούς» των Ηνωμένων Εθνών (όπως το UNRWA). Εντούτοις, έκτοτε, ο οργανισμός αυτός παρέσχε συνδρομή και προστασία σε πολλά ακόμη πρόσωπα (τόσο κατιόντες των αρχικώς εκτοπισθέντων όσο και νέους εκτοπισθέντες). Όντως, οι τροποποιήσεις της Συμβάσεως με το Πρωτόκολλο του 1967 εκφράζουν ρητώς την εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας αναγνώριση του γεγονότος ότι οι καταστάσεις που οδηγούν στην υποβολή αιτήσεων για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα δεν έπαυσαν δυστυχώς να υφίστανται με την πάροδο του χρόνου.

67.      Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής, η εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου συσταλτική ερμηνεία της πρώτης περιόδου του άρθρου 1Δ δεν μπορεί να είναι ορθή. Η συσταλτική ερμηνεία δύσκολα επίσης συμβιβάζεται με τις κατευθυντήριες οδηγίες του UNRWA (οδηγίες) για παροχή συνδρομής όχι μόνο σε εκτοπισθέντες λόγω των γεγονότων του 1948, αλλά (για παράδειγμα) και σε «μη εγγεγραμμένα πρόσωπα τα οποία εκτοπίσθηκαν λόγω των γεγονότων του 1967 και επακόλουθων εχθροπραξιών» (58).

68.      Περαιτέρω, το άρθρο 7 του καταστατικού της Ύπατης Αρμοστείας εξαιρεί από την αρμοδιότητά της τα «πρόσωπα που εξακολουθούν να απολαύουν της προστασίας ή συνδρομής άλλων οργάνων ή οργανισμών των Ηνωμένων Εθνών». Είμαι της γνώμης ότι η συσταλτική ερμηνεία της πρώτης περιόδου του άρθρου 1Δ που στηρίζεται στην (εύλογη) διπλή βάση ότι α) το UNRWA παρέχει σήμερα συνδρομή σε μεγαλύτερο αριθμό προσώπων απ’ ό,τι το 1951 και ότι β) πολλοί από τους αποδέκτες συνδρομής από το UNRWA το 1951 έχουν ήδη αποβιώσει, ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την ειδική μεταχείριση και μέριμνα των εκτοπισθέντων Παλαιστινίων σε μικρότερη έκταση από εκείνη που επεδίωκαν τα Ηνωμένα Έθνη.

69.      Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, το ευρύ χρονικό πλαίσιο που καλύπτει η άποψη της Bolbol αγγίζει το άλλο άκρο. Μόνον όσοι αποκλείονται αρχικώς από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως με την πρώτη περίοδο του άρθρου 1Δ είναι πιθανοί δικαιούχοι της ειδικής μεταχειρίσεως που προβλέπει η δεύτερη περίοδος της διατάξεως αυτής (59). Κατά συνέπεια, μια ισορροπημένη συνολική ερμηνεία του άρθρου 1Δ επιβάλλει να μη διευρύνεται τεχνητά η αποκλειόμενη από την πρώτη περίοδο ομάδα (σε πρόσωπα πέρα από εκείνα που «απολαύουν σήμερον» προστασίας ή συνδρομής από άλλο όργανο πλην της Ύπατης Αρμοστείας), αλλά και να μην είναι υπερβολικά εκτεταμένες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες τα μέλη αυτής της ομάδας δικαιούνται τα ευεργετήματα που προβλέπει η δεύτερη περίοδος.

70.      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι είναι αναγκαίος ένας χρονικός περιορισμός. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι οι όροι της πρώτης περιόδου του άρθρου 1Δ «απολαύουν σήμερον» προστασίας ή συνδρομής αναφέρονται σε «πρόσωπα τα οποία απολαύουν» σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή «προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς [των Ηνωμένων Εθνών], εκτός της Ύπατης Αρμοστείας». Τα πρόσωπα αυτά αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως διότι δεν χρειάζονται την προστασία της.

 ii) Πραγματική ή δυνητική παροχή συνδρομής;

71.      Το δεύτερο ερμηνευτικό ζήτημα έγκειται στο αν το οικείο πρόσωπο πρέπει όντως να έχει επωφεληθεί από τη συνδρομή ή προστασία ή αν αρκεί να δικαιούται απλώς να επωφεληθεί από την εν λόγω συνδρομή ή προστασία.

72.      Κατά τη γνώμη μου, η πρώτη περίοδος του άρθρου 1Δ καλύπτει μόνον τα πρόσωπα που έχουν όντως κάνει χρήση της προστασίας ή συνδρομής οργάνου ή οργανισμού [των Ηνωμένων Εθνών], εκτός της Ύπατης Αρμοστείας.

73.      Πρώτον, στην πρώτη περίοδο χρησιμοποιείται ο όρος «απολαύουν» αντί του «δικαιούνται να απολαύουν» (60). Στο σημείο αυτό συμφωνώ με την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η ερμηνεία του όρου «απολαύουν» ως «δικαιούνται να απολαύουν» συνεπάγεται την προσθήκη όρων που ουδόλως περιέχονται στο κείμενο της διατάξεως αυτής.

74.      Δεύτερον, η πρώτη περίοδος του άρθρου 1Δ συνιστά παρέκκλιση από τη γενική αρχή ότι η ratione personae παρεχόμενη βάσει της Συμβάσεως προστασία είναι οικουμενική (61), καθόσον αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως ορισμένη κατηγορία προσώπων. Ως παρέκκλιση, πρέπει καταρχήν να ερμηνευθεί συσταλτικά και όχι διασταλτικά (62).

75.      Τρίτον, η συσταλτική ερμηνεία συνάδει επίσης με την ιδέα ότι τα πρόσωπα αυτά (τα οποία θα μπορούν ακολούθως, αν χρειαστεί, να ασκήσουν τα ειδικά δικαιώματα που προβλέπει το άρθρο 1Δ, δεύτερη περίοδος) δεν ενεργούν αυτοβούλως, αλλά παρασύρονται από γεγονότα ανεξάρτητα της βουλήσεώς τους (63), καθόσον η απόφαση περί παροχής συνδρομής σε μεμονωμένο άτομο εξαρτάται, αμέσως ή εμμέσως, από το UNRWA (64).

76.      Διαφωνώντας στο σημείο αυτό με την ερμηνεία της Ύπατης Αρμοστείας, στηρίζομαι πρωτίστως στο σαφές γράμμα της διατάξεως, η οποία δεν έχει τροποποιηθεί εδώ και 50 έτη. Αντιθέτως, έχω τη γνώμη ότι η ερμηνεία της Ύπατης Αρμοστείας μεταβλήθηκε με την πάροδο του χρόνου (65), αντανακλώντας τη δυσεπίλυτη φύση του παλαιστινιακού προβλήματος. Η ερμηνεία αυτή έχει μεν το πλεονέκτημα ότι εξαλείφει την πλειονότητα των αποδεικτικών προβλημάτων που συνδέονται με την πρώτη περίοδο, αλλά αποκλείει, αφετέρου, έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό ενδεχόμενων προσφύγων από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως του 1951.

 iii) «όταν η ως άνω προστασία ή συνδρομή παύση παρεχόμενη δι’ οιονδήποτε αιτίαν»

77.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο προτείνονται διάφορες ερμηνείες της φράσεως αυτής, από την πλήρη παύση των δραστηριοτήτων του UNRWA (66) έως την παύση της προστασίας που παρέχεται σε μεμονωμένα άτομα (67). Μάλιστα η Bolbol υποστηρίζει περαιτέρω ότι αν παύσει να παρέχεται προστασία ή συνδρομή, τότε εφαρμόζεται η δεύτερη περίοδος του άρθρου 1Δ. Επισημαίνει ότι η Επιτροπή Συμφιλιώσεως των Ηνωμένων Εθνών για την Παλαιστίνη (United Nations Conciliation Commission for Palestine) (68) έχει παύσει κατ’ ουσίαν να λειτουργεί (69) και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 1Δ, δεύτερη περίοδος, εφαρμόζεται ήδη οπωσδήποτε σε όλους όσοι αποκλείονταν προηγουμένως από την προστασία της πρώτης περιόδου.

78.      Δεν δέχομαι τον ισχυρισμό αυτό. Οι δύο περίοδοι του άρθρου 1Δ πρέπει να ερμηνευθούν από κοινού. Στους όρους «προστασία ή συνδρομή» που περιέχονται και στις δύο περιόδους πρέπει, ως εκ τούτου, να αποδοθεί η έννοια της συνδρομής ή προστασίας που παρέχεται από οποιοδήποτε από τα «όργανα ή οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών», εκτός της Ύπατης Αρμοστείας. Τα πρόσωπα που «απολαύουν σήμερον προστασίας ή συνδρομής» παρεχομένης από οποιονδήποτε εκ των ανωτέρω οργανισμών, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως (πρώτη περίοδος). Κατά τη γνώμη μου, ο ρηματικός τύπος «παύση» έχει την έννοια ότι το άρθρο 1Δ, δεύτερη περίοδος, εφαρμόζεται στην περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά δεν είναι πλέον σε θέση να επωφεληθούν από την προστασία ή συνδρομή ενός τέτοιου οργανισμού.

79.      Αφετέρου, η ερμηνεία του ρηματικού τύπου «παύση» κατά τρόπο που να απαιτεί την πλήρη παύση των δραστηριοτήτων του UNRWA σε όλη τη ζώνη του UNRWA θα σήμαινε ότι, έως ότου συμβεί αυτό, τα πρόσωπα που έπαυσαν να απολαύουν συνδρομής από όργανα όπως το UNRWA δεν μπορούν να αντλήσουν οποιοδήποτε όφελος από τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 1Δ ή, ενδεχομένως, από τη Σύμβαση στο σύνολό της. Η ερμηνεία αυτή δεν συνάδει επίσης με την παρουσία στο κείμενο της οικείας διατάξεως των όρων «δι’ οιονδήποτε αιτίαν» πριν από τη ρύθμιση σχετικά με την επίλυση του οικείου προβλήματος (των εκτοπισθέντων Παλαιστινίων), καθόσον προφανής λόγος της πλήρους παύσεως των δραστηριοτήτων του UNRWA θα ήταν «να έχη οριστικώς ρυθμισθή η τύχη των προσώπων τούτων».

80.      Για τον λόγο αυτό, συμπεραίνω ότι αυτό που έχει σημασία είναι αν το οικείο πρόσωπο έχει παύσει να απολαύει προστασίας ή συνδρομής.

81.      Τέλος, πρέπει να εξετάσω το ζήτημα αν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο λόγος παύσεως της συνδρομής του UNRWA. Συγκεκριμένα, εφαρμόζεται η δεύτερη περίοδος του άρθρου 1Δ στην περίπτωση προσώπου το οποίο εγκαταλείπει οικειοθελώς τη γεωγραφική περιοχή δράσεως του UNRWA, καθιστώντας έτσι αδύνατη τη συνέχιση της παροχής σ’ αυτόν συνδρομής από το UNRWA; Ή η φράση «παύση δι’ οιονδήποτε λόγο» σημαίνει απλώς «για οποιονδήποτε λόγο κι αν έπαυσε το UNRWA να παρέχει συνδρομή σε ορισμένο πρόσωπο»; Όπως θα εξηγήσω κατωτέρω, προτιμώ τη δεύτερη ερμηνεία.

82.      Είμαι της γνώμης ότι, επιχειρώντας κανείς να λύσει αυτόν τον Γόρδιο δεσμό, πρέπει να εξετάσει τόσο τις συνέπειες ορισμένης ερμηνείας όσο και τον επιδιωκόμενο σκοπό της οικείας διατάξεως. Η απάντησή μου συνδέεται, ως εκ τούτου, με την ερμηνεία που δίνω στο τελευταίο ερμηνευτικό ζήτημα (ως προς τις έννομες συνέπειες από την εφαρμογή της δεύτερης περιόδου του άρθρου 1Δ) (70), όπου η ερμηνεία που προτείνω είναι ευρύτερη από την ερμηνεία ορισμένων κρατών μελών. Διακρίνω μεταξύ, αφενός, των προσώπων που εγκαταλείπουν οικειοθελώς τη ζώνη του UNRWA και, επομένως, τη συνδρομή του UNRWA και, αφετέρου, εκείνων που διαπιστώνουν ότι εξωγενή γεγονότα ανεξάρτητα της βουλήσεώς τους έχουν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του UNRWA διακοπή της προς αυτούς παρεχόμενης συνδρομής (71).

83.      Όσοι εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία δεν αποκλείονται πλέον από το ratione personae πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, διότι δεν «απολαύουν σήμερον προστασίας ή συνδρομής» και έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν, κατόπιν ατομικής αξιολογήσεως, τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα βάσει του άρθρου 1Α. Εντούτοις, δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι δικαιούνται αυτομάτως τα ευεργετήματα της Συμβάσεως. Επέλεξαν να θέσουν τους εαυτούς τους υπό συνθήκες που καθιστούν πλέον αδύνατη την παροχή συνδρομής από το UNRWA, αλλά το UNRWA δεν έπαυσε να είναι πρόθυμο να παράσχει τη συνδρομή αυτή.

84.      Όσοι εμπίπτουν στη δεύτερη κατηγορία διαπιστώνουν ότι έχει μεταβληθεί χωρίς τη βούλησή τους η προηγούμενη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν (κατά την οποία απολάμβαναν τη μέριμνα του UNRWA μολονότι, βάσει του άρθρου 1Δ, πρώτη περίοδος, αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως). Το UNRWA έπαυσε να τους παρέχει τη συνδρομή αυτή. Είμαι της γνώμης ότι, για να έχει νόημα η οικεία διάταξη, το ειδικό καθεστώς που προβλέπει το άρθρο 1Δ, δεύτερη περίοδος, πρέπει να εφαρμοστεί εν προκειμένω για την κάλυψη των αναγκών των προσώπων αυτών.

 iv) «θα απολαύουν αυτομάτως των εκ της Συμβάσεως ταύτης απορρεόντων ευεργετημάτων»

85.      Η Βελγική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν ότι η δυνατότητα απολαβής των ευεργετημάτων που απορρέουν από τη Σύμβαση του 1951 δεν είναι τίποτε περισσότερο από τη δυνατότητα αξιολογήσεως βάσει των κριτηρίων του άρθρου 1Α. Κατά την άποψή μου, όμως, το γράμμα της δεύτερης περιόδου του άρθρου 1Δ καθιστά απολύτως σαφές ότι όποιος έχει προηγουμένως αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως δυνάμει της πρώτης περιόδου του άρθρου αυτού, αλλά δεν απολαύει πλέον προστασίας ή συνδρομής από άλλο όργανο πλην της Ύπατης Αρμοστείας κατά την έννοια της πρώτης φράσεως της δεύτερης περιόδου του εν λόγω άρθρου, δικαιούται κάτι επιπλέον, και συγκεκριμένα την αυτόματη αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα.

86.      Πρώτον, τόσο η απόδοση της διατάξεως στην αγγλική όσο και στη γαλλική γλώσσα προσφέρεται για την ερμηνεία αυτή. Ειδικότερα, κατά την μεν αγγλική απόδοση «shall ipso facto be entitled to the benefits of this Convention», κατά τη δε γαλλική «bénéficieront de plein droit du régime de cette convention». Αδυνατώ να φανταστώ πώς από το γράμμα οιασδήποτε εκ των ανωτέρω δύο αποδόσεων μπορεί να συναχθεί ότι εννοείται απλώς το δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα βάσει του άρθρου 1Α.

87.      Δεύτερον, το άρθρο 1 δεν αποτελεί, αυτό καθαυτό, «ευεργέτημα» εκ της Συμβάσεως. Τα ευεργετήματα περιέχονται στα επόμενα άρθρα. Το άρθρο 1 ορίζει ποιος δικαιούται να έχει πρόσβαση στα ευεργετήματα αυτά (72). Ως εκ τούτου, η αυτόματη απολαβή ευεργετημάτων υποδηλώνει ότι ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται ήδη πέρα από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1.

88.      Τρίτον, ο δικαιολογητικός λόγος του άρθρου 1Δ είναι η παροχή ειδικής μεταχειρίσεως και μέριμνας στους εκτοπισθέντες Παλαιστίνιους. Φρονώ ότι δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι συνιστά ειδική μεταχείριση και μέριμνα η απλή δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία ατομικής αξιολογήσεως για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται μάλλον για την απλή απάλειψη ενός προγενέστερου εμποδίου (του αποκλεισμού από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως).

89.      Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι η έννοια αυτόματη απολαβή σημαίνει την αυτόματη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα χωρίς περαιτέρω ατομική αξιολόγηση.

 Τα αποτελέσματα αυτής της ερμηνείας του άρθρου 1Δ

90.      Η ανάλυση που προτείνω για καθένα από τα τέσσερα ερμηνευτικά ζητήματα συνεπάγεται την ερμηνεία των δύο περιόδων που συνθέτουν το άρθρο 1Δ κατά τρόπο που οδηγεί στα ακόλουθα αποτελέσματα:

α) οι εκτοπισθέντες Παλαιστίνιοι που δεν απολαύουν της προστασίας ή συνδρομής του UNRWA δεν αποκλείονται ratione personae από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως: ως εκ τούτου, πρέπει να τύχουν της ιδίας μεταχειρίσεως που επιφυλάσσεται στους λοιπούς αιτούντες τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα και να αξιολογηθούν βάσει του άρθρου 1A (αποφυγή της επικαλύψεως μεταξύ UNRWA και Ύπατης Αρμοστείας· εφαρμογή της αρχής της οικουμενικής προστασίας)·

β) οι εκτοπισθέντες Παλαιστίνιοι που απολαύουν της προστασίας ή συνδρομής του UNRWA αποκλείονται ratione personae από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως για όσο διάστημα απολαύουν της προστασίας ή συνδρομής αυτής (αποφυγή της επικαλύψεως μεταξύ UNRWA και Ύπατης Αρμοστείας)·

γ) οι εκτοπισθέντες Παλαιστίνιοι που απήλαυαν της προστασίας ή συνδρομής του UNRWA, αλλά δεν μπορούν πλέον, για οποιονδήποτε λόγο, να τύχουν προστασίας ή συνδρομής από το UNRWA, παύουν να αποκλείονται ratione personae από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως (εφαρμογή της αρχής της οικουμενικής προστασίας)· εντούτοις, το αν ακολούθως δικαιούνται αυτομάτως τα ευεργετήματα της Συμβάσεως εξαρτάται από τον λόγο για τον οποίο δεν απολαύουν πλέον της προστασίας ή συνδρομής αυτής·

δ) αν οι ανωτέρω εκτοπισθέντες Παλαιστίνιοι δεν μπορούν να επωφεληθούν πλέον από την προστασία ή συνδρομή του UNRWA λόγω εξωγενών περιστάσεων, ανεξάρτητων της βουλήσεώς τους, δικαιούνται αυτομάτως το καθεστώς πρόσφυγα (εφαρμογή της αρχής της ειδικής μεταχειρίσεως και μέριμνας)·

ε) αν οι ανωτέρω εκτοπισθέντες Παλαιστίνιοι δεν μπορούν να επωφεληθούν πλέον από την προστασία ή συνδρομή του UNRWA εξαιτίας δικών τους ενεργειών, δεν δύνανται να ζητήσουν να τους χορηγηθεί αυτομάτως το καθεστώς πρόσφυγα, αλλά (ασφαλώς) δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα του πρόσφυγα κατόπιν ατομικής αξιολογήσεως βάσει του άρθρου 1Α (εφαρμογή της αρχής της οικουμενικής προστασίας και της δίκαιης μεταχειρίσεως σε όλους τους γνήσιους πρόσφυγες· αναλογική ερμηνεία της εκτάσεως της παρεχόμενης σε εκτοπισθέντες Παλαιστινίους ειδικής μεταχειρίσεως και μέριμνας).

 Εφαρμογή mutatis mutandis της ανωτέρω αναλύσεως στην οδηγία

91.      Δεδομένου ότι το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας αντιστοιχεί ευθέως στο γράμμα της οικείας διατάξεως της Συμβάσεως του 1951, είναι τώρα δυνατό να εξετασθούν εν συντομία τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα. Μετά την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, από το Δικαστήριο, η διάταξη αυτή μπορεί, κατά την άποψή μου, να έχει άμεσο αποτέλεσμα.

 Το πρώτο ερώτημα

92.      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεν περιέχει ρητώς την προϋπόθεση αποκλεισμού «απολαύουν σήμερον προστασίας ή συνδρομής», αλλά αρκείται στο να παραπέμπει ευθέως στο άρθρο 1Δ της Συμβάσεως του 1951. Ουδόλως προκύπτει ότι η προϋπόθεση αποκλεισμού που περιέχεται στην οδηγία πρέπει να έχει διαφορετική σημασία από εκείνη του άρθρου 1Δ. Αντιθέτως: όλες οι ενδείξεις συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι έχει ακριβώς την ίδια σημασία.

93.      Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα, εφαρμόζοντας την ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 1Δ της Συμβάσεως του 1951, ότι στο πεδίο εφαρμογής της πρώτης περιόδου του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας εμπίπτουν μόνον όσοι έχουν όντως κάνει χρήση της προστασίας ή συνδρομής οργάνου ή οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της Ύπατης Αρμοστείας. Η δυνατότητα απλώς και μόνον παροχής της εν λόγω προστασίας ή συνδρομής δεν στερεί από τα πρόσωπα αυτά την ιδιότητα του πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

94.      Ένα δευτερεύον ζήτημα (το οποίο ανακύπτει κατά την εφαρμογή της οδηγίας) είναι τα στοιχεία που οφείλει να προσκομίσει ο αιτών για να αποδείξει ότι ενέπιπτε στην πρώτη περίοδο του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, προτού αξιώσει ειδικά δικαιώματα βάσει της δεύτερης περιόδου. Βάσει της ανωτέρω ερμηνείας, εκτιμώ ότι ο αιτών πρέπει να προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι έκανε όντως χρήση της προστασίας ή συνδρομής.

95.      Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να αναγνωρισθεί τόσο το έννομο συμφέρον του κράτους να ελέγχει αν ορισμένο άτομο έχει όντως το δικαίωμα που επικαλείται όσο και τα πραγματικά πρακτικά προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζει κάθε εκτοπισθείς που ζητεί να του χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα, όταν επιχειρεί να αποδείξει το οικείο δικαίωμά του. Ορισμένοι αιτούντες δεν θα έχουν όντως δικαίωμα να ζητήσουν τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα, το δε κράτος δικαιούται να ελέγχει κάθε περίπτωση. Ταυτοχρόνως, το κράτος δεν μπορεί να επιβάλλει μη ανταποκρινόμενες στην πραγματικότητα υποχρεώσεις σχετικά με την προσκόμιση αποδείξεων (73).

96.      Ακολούθως ανακύπτει το ζήτημα αν η εγγραφή στο UNRWA ασκεί ή πρέπει να ασκεί όντως επιρροή.

97.      Η εγγραφή συνιστά, κατά τη γνώμη μου, ζήτημα αποδείξεως και όχι ουσίας.

98.      Το UNRWA παρέχει ορισμένες φορές συνδρομή χωρίς να έχει προηγηθεί εγγραφή (74). Ορισμένες φορές, οι διοικητικοί φάκελοι ενημερώνονται με καθυστέρηση ή μπορεί να καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια εχθροπραξιών. Για τον λόγο αυτό δεν δέχομαι τον ισχυρισμό της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι μόνον η απόδειξη της εγγραφής στο UNRWA είναι επαρκές αποδεικτικό στοιχείο.

99.      Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι η απόδειξη της εγγραφής στο UNRWA συνιστά αμάχητο τεκμήριο της παροχής συνδρομής στον αιτούντα.

 Το δεύτερο ερώτημα

100. Η δεύτερη περίοδος του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας αντιστοιχεί ευθέως στο οικείο άρθρο της Συμβάσεως του 1951 και a fortiori πρέπει να ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο.

101. Ως εκ τούτου, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προτείνω την απάντηση ότι η φράση «παύση της προστασίας ή συνδρομής του οργάνου» υποδηλώνει ότι το οικείο πρόσωπο έπαυσε, για λόγο ανεξάρτητο της βουλήσεώς του, να επωφελείται από την προστασία ή συνδρομή που απήλαυε προηγουμένως.

102. Δεν υποτιμώ τα ζητήματα αποδείξεως που θα ανακύψουν στην περίπτωση που πρέπει να καθοριστεί αν κάποιος εγκατέλειψε τη ζώνη του UNRWA οικειοθελώς ή χωρίς τη βούλησή του. Τα προβλήματα κυμαίνονται από αποσπασματικά αποδεικτικά στοιχεία (που αφορούν μόνο μέρος του ιστορικού και όχι κάθε επιμέρους γεγονός) μέχρι το ενδεχόμενο κατασκευασμένων αποδείξεων (ή γνήσιων αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν δωροδοκώντας τον κατάλληλο αξιωματούχο). Κι εδώ, όπως και στην περίπτωση αποδείξεως της παροχής πραγματικής συνδρομής, το κράτος δικαιούται να εμμένει στην προσκόμιση αποδείξεων, χωρίς όμως να απαιτεί τις βέλτιστες αποδείξεις που θα μπορούσαν να προσκομιστούν υπό ιδανικές συνθήκες.

 Το τρίτο ερώτημα

103. Στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί απάντηση με ευθεία αναγωγή στην προηγούμενη ανάλυση. Εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη η οικονομία της οδηγίας.

104. Το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας ορίζει ως πρόσφυγα τον υπήκοο μιας τρίτης χώρας ο οποίος πληροί ορισμένα κριτήρια (ανάλογα με τα κριτήρια του άρθρου 1A της Συμβάσεως) «και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12». Το άρθρο 12 (με τίτλο «Αποκλεισμός από το καθεστώς πρόσφυγα») αποκλείει ακολούθως «από το καθεστώς πρόσφυγα» ορισμένες κατηγορίες προσώπων (αντικατοπτρίζοντας μέρος του άρθρου 1 της Συμβάσεως του 1951) (75).

105. Μήπως αυτό σημαίνει ότι όποιος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής οποιουδήποτε μέρους (δηλαδή της πρώτης και/ή της δεύτερης περιόδου) του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, αποκλείεται μονίμως από το καθεστώς πρόσφυγα; Κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να ισχύει αυτό.

106. Πρώτον, η δεύτερη περίοδος του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, προβλέπει σαφώς ότι τα ευεργετήματα της οδηγίας εκτείνονται σε πρόσωπα τα οποία ενέπιπταν μεν στην πρώτη περίοδο, αλλά πληρούσαν αργότερα τα κριτήρια της δεύτερης περιόδου. Για να εναρμονίζεται η διατύπωση αυτή με τον γενικό ορισμό του «πρόσφυγα» στο άρθρο 2, στοιχείο γ΄, είναι αναγκαίο να ερμηνευθεί η δεύτερη περίοδος του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ως εξαίρεση στη ρήτρα αποκλεισμού που περιέχει η πρώτη περίοδος της διατάξεως αυτής με τις συγκεκριμένες συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.

107. Δεύτερον, το άρθρο 12 εντάσσεται στο κεφάλαιο III της οδηγίας («Χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα»). Η θέση του άρθρου αυτού στο εν λόγω κεφάλαιο υποδηλώνει, όπως ορθώς υποστήριξαν η Bolbol, η Ουγγρική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι πρόκειται για μια αυτοτελή διαδικασία από εκείνη που προβλέπει το κεφάλαιο II («Αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας»), στο πλαίσιο της οποίας ένα πρόσωπο μπορεί να πληροί τα κριτήρια του πρόσφυγα και, ως εκ τούτου, να δικαιούται να του χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα βάσει του άρθρου 13 (76).

108. Τέλος, προσδιορίζοντας τα πρόσωπα στα οποία μπορεί να αναγνωρισθεί η ιδιότητα του πρόσφυγα, τα άρθρα 2, στοιχείο γ΄, 11 και 12 δεν ακολουθούν μόνο το γράμμα αλλά και την οικονομία του άρθρου 1 της Συμβάσεως του 1951 στο σύνολό του. Αν υπάρχει κενό στην οδηγία με αποτέλεσμα πρόσωπο, το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις αμφοτέρων των περιόδων του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, να εξακολουθεί να στερείται τη δυνατότητα χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, τότε η οδηγία δεν μεταφέρει ορθώς στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως τις υποχρεώσεις διεθνούς δικαίου των κρατών μελών βάσει της Συμβάσεως. Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη ερμηνεία της οδηγίας πρέπει να είναι εσφαλμένη.

109. Ως εκ τούτου, εφαρμόζοντας την ανωτέρω ανάλυση του άρθρου 1Δ της Συμβάσεως, καταλήγω στο συμπέρασμα, απαντώντας στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, ότι με τη φράση «τα ευεργετήματα της παρούσας οδηγίας» νοείται η αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα και η αυτόματη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας (77).

110. Για λόγους πληρότητας, προσθέτω ότι η παροχή επικουρικής προστασίας (78) ως πρόσθετη δυνατότητα δεν επηρεάζει την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄. Η δυνατότητα αυτή αφορά μόνον πρόσωπα στα οποία δεν χορηγείται αυτομάτως το καθεστώς πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, αλλά τα οποία αξιολογούνται σύμφωνα με το κεφάλαιο II και δικαιούνται επικουρικής προστασίας βάσει του κεφαλαίου V. Κατά τη Σύμβαση του 1951, για την παροχή οποιασδήποτε προστασίας πρέπει κανείς να πληροί τα κριτήρια του άρθρου 1A. Κατά την οδηγία, όποιος δεν πληροί τα αντίστοιχα κριτήρια (τα οποία προβλέπει το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, και αναλύει περαιτέρω το κεφάλαιο II) μπορεί να εξακολουθεί να έχει (μικρότερη) προστασία.

 Πρόταση

111.  Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω να δοθεί στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Fővárosi Bíróság η ακόλουθη απάντηση:

1.      Στο πεδίο εφαρμογής της πρώτης περιόδου του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, εμπίπτουν μόνον όσοι έχουν όντως κάνει χρήση της προστασίας ή συνδρομής άλλου οργάνου των Ηνωμένων Εθνών, πλην της Ύπατης Αρμοστείας. Η δυνατότητα απλώς και μόνον παροχής της εν λόγω προστασίας ή συνδρομής δεν αρκεί για να θέσει σε εφαρμογή τη διάταξη αυτή.

2.      Η φράση «παύση της προστασίας ή συνδρομής του οργάνου» υποδηλώνει ότι το οικείο πρόσωπο έπαυσε, για λόγο ανεξάρτητο της βουλήσεώς του, να επωφελείται από την προστασία ή συνδρομή που απήλαυε προτού εγκαταλείψει τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

3.      Ως «ευεργετήματα της παρούσας οδηγίας» νοούνται η αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα και η αυτόματη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Στο εξής: Σύμβαση του 1951 ή Σύμβαση, η οποία ενοποίησε και αντικατέστησε προγενέστερες διεθνείς συμβάσεις. Τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954. Το κείμενο που έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση είναι αυτό που προέκυψε από την ψήφιση, το 1967, του Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων (στο εξής: Πρωτόκολλο του 1967). Στην οδηγία 2004/83 χρησιμοποιείται αορίστως για τη Σύμβαση του 1951 ο όρος «Σύμβαση της Γενεύης», ο οποίος αναφέρεται συνήθως συντομογραφικώς στις τέσσερις συμβάσεις και πρωτόκολλα που από κοινού θέτουν τις προϋποθέσεις στο διεθνές δίκαιο για την ανθρωπιστική μεταχείριση των θυμάτων πολέμου. Για λόγους σαφήνειας, θα αποφύγω, επομένως, τη χρήση του όρου «Σύμβαση της Γενεύης», εκτός αν ο όρος αυτός περιέχεται σε αποσπάσματα που παρατίθενται αυτούσια στις παρούσες προτάσεις.


3 – Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12, στο εξής: οδηγία 2004/83 ή οδηγία).


4 –      Όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 1967, σε αναγνώριση του γεγονότος ότι μετά τη σύναψη της Συμβάσεως ανέκυψαν νέες περιπτώσεις προσφύγων και ότι όλοι οι πρόσφυγες πρέπει να απολαύουν του ιδίου καθεστώτος.


5 Στο εξής: ΔΔ.


6 – Δεν έχει επιλυθεί ακόμη το ζήτημα αν τα ψηφίσματα της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών αποτελούν όντως strictu sensu κανόνες δικαίου [βλ., για παράδειγμα, τη γνωμοδότηση του ΔΔ για τη νομιμότητα της απειλής ή χρήσεως πυρηνικών όπλων (ICJReports, 1996, σ. 226), στην οποία εξετάζεται το ζήτημα της κανονιστικής ισχύος των ψηφισμάτων]. Εντούτοις, το ζήτημα αυτό δεν χρήζει λεπτομερούς αναλύσεως για τις ανάγκες των συγκεκριμένων προτάσεών μου.


7 – Στο εξής: UNSCOP.


8 – Στο εξής: UNRWA.


9 – Βλ. ψήφισμα 62/02 της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών.


10 – Βλ. οδηγίες, σημείο VII.E. Για λόγους απλουστεύσεως, θα αναφέρω εφεξής στις προτάσεις μου την περιοχή επιχειρήσεων του UNRWA ως «ζώνη του UNRWA».


11 – Δικτυακός τόπος του UNRWA: http://www.un.org/unrwa/overview/qa.html· οδηγίες, σημείο III.A.1. Το σημείο VII (γλωσσάριο και ορισμοί) επαναλαμβάνει τον ορισμό αυτό (στο σημείο VII.J). Επίσης περιέχει λεπτομερείς ορισμούς ορισμένων άλλων όρων που χρησιμοποιούνται στη συνέχεια σ’ αυτή την ενότητα των προτάσεών μου.


12 – Πρόκειται για «πρόσωπα τα οποία κατά τον αρχικό χρόνο εγγραφής τους δεν πληρούσαν όλα τα κριτήρια του UNRWA για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες, αλλά είχαν αποδεδειγμένα υποστεί σημαντική ζημία και/ή κακουχίες για λόγους συνδεόμενους με τη σύρραξη του 1948 στην Παλαιστίνη· στα πρόσωπα αυτά περιλαμβάνονται και τα μέλη των οικογενειών των εγγεγραμμένων προσώπων» (οδηγίες, σημείο III.A.2). Τα πρόσωπα αυτά, μολονότι ενεγράφησαν στο UNRWA, δεν συνυπολογίζονται στον επίσημο πληθυσμό εγγεγραμμένων προσφύγων του UNRWA. Κατά τα δημοσιευμένα στον δικτυακό τόπο του UNRWA στοιχεία, σήμερα υπάρχουν περίπου 4,6 εκατομμύρια εγγεγραμμένοι πρόσφυγες στο UNRWA.


13 – Οδηγίες, σημείο III.A. Σε άλλο σημείο, το UNRWA αναφέρει ότι «οι υπηρεσίες του UNRWA είναι στη διάθεση κάθε προσώπου που διαμένει στην περιοχή των επιχειρήσεων και πληροί τα κριτήρια του ορισμού αυτού, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο UNRWA και χρήζει συνδρομής» (www.un.org/unrwa/refugees/whois.html).


14 – Οδηγίες, σημείο III.B. Το UNRWA αναφέρει ότι τα προγράμματά του «τηρούν με επιμέλεια τα στοιχεία» των προσώπων αυτών. Ίσως, για ευνόητους λόγους, το UNRWA δεν επιχειρεί, εντούτοις, να εξακριβώσει ή να επιβεβαιώσει αν ορισμένο μη εγγεγραμμένο πρόσωπο, στο οποίο δεν έχει όντως παρασχεθεί συνδρομή, δικαιούται, παρά ταύτα, ενδεχομένως συνδρομής (βλ. σημείο 71 κατωτέρω).


15 – Το UNRWA παρέχει τις υπηρεσίες του σε πρόσωπα της κατηγορίας αυτής κατά πάγια πρακτική και/ή συμφωνία με τη χώρα υποδοχής. Με το ψήφισμα 2252 (ES-V) της 4ης Ιουλίου 1967, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών επιδοκίμασε τις προσπάθειες του UNRWA «για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, όσο τούτο είναι εφικτό, στην περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων και ως προσωρινό μέτρο, σε άλλα πρόσωπα της περιοχής που έχουν εκτοπιστεί και χρήζουν άμεσης συνδρομής λόγω των πρόσφατων εχθροπραξιών». Το γεγονός ότι η ανάγκη εξασφαλίσεως της εν λόγω ανθρωπιστικής συνδρομής δεν είναι, δυστυχώς, «προσωρινή» αποδεικνύεται από την επανάληψη του κειμένου του ψηφίσματος 2252 (ES-V) σε πολλά μεταγενέστερα ψηφίσματα της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών, και προσφάτως στο ψήφισμα 64/L.13 της 13ης Νοεμβρίου 2009.


16 – «Τα πρόσωπα αυτά επωφελούνται των υπηρεσιών του UNRWA (π.χ. υπηρεσίες υγιεινής και υγειονομικές υπηρεσίες περιβάλλοντος) που επεκτείνονται σε στρατόπεδα και κοινότητες προσφύγων στο σύνολό τους» (οδηγίες, σημείο III.B).


17 – Στο εξής: Ύπατη Αρμοστεία.


18 – Το οποίο αποτελεί παράρτημα του ψηφίσματος αυτού.


19 – Η αιτιολογική σκέψη 15 στο προοίμιο της οδηγίας 2004/83 αναφέρει ότι «οι διαβουλεύσεις με την [Ύπατη Αρμοστεία] μπορεί να παρέχουν πολύτιμες οδηγίες προς τα κράτη μέλη για τη χορήγηση ή μη του καθεστώτος πρόσφυγα». Για ευρύτερη ανάπτυξη της αξίας των δηλώσεων της Ύπατης Αρμοστείας, βλ. Hathaway, TheRightofRefugeesunderInternationalLaw, Cambridge University Press, 2005, σ. 112-118, ειδικότερα τη διάκριση, όσον αφορά την κανονιστική βαρύτητα, μεταξύ α) των πορισμάτων της εκτελεστικής επιτροπής (που έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα), β) του εγχειριδίου και γ) άλλων δηλώσεων που παρέχουν κατευθυντήριες οδηγίες. Στις παρούσες προτάσεις γίνεται παραπομπή σε κείμενα της Ύπατης Αρμοστείας που εμπίπτουν στις κατηγορίες β) και γ).


20 – Το εγχειρίδιο σημειώνει ότι, μολονότι το UNRWA είναι σήμερα το μόνο όργανο ή οργανισμός εκτός της Ύπατης Αρμοστείας που παρέχει προστασία ή συνδρομή βάσει του άρθρου 1Δ, υπήρχε στο παρελθόν ένας άλλος τέτοιος φορέας (η Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για την Ανασυγκρότηση της Κορέας) και θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να υπάρξουν και άλλοι παρόμοιοι φορείς στο μέλλον.


21 – Άρθρα 1Γ (παύση), καθώς και 1E και 1ΣΤ (αποκλεισμός).


22 – Η Ύπατη Αρμοστεία εξέδωσε, το 2009, αναθεωρημένο το σημείωμα αυτό. Στις υποσημειώσεις αυτής της ενότητας έχω σημειώσει τις οικείες αλλαγές.


23 – Από την αναθεώρηση του 2009 προκύπτει σαφέστερα ότι συμπεριλαμβάνονται οι κατιόντες τους.


24 – Η προϋπόθεση αυτή παραλείπεται στο αναθεωρημένο κείμενο του 2009, στο οποίο αναφέρεται ότι το οικείο πρόσωπο αρκεί να βρίσκεται εντός της ζώνης του UNRWA για να θεωρηθεί ότι απολαύει προστασίας και συνδρομής.


25 – Το αναθεωρημένο κείμενο του 2009 αναφέρει ότι τα πρόσωπα αυτά εμπίπτουν στο δεύτερο εδάφιο διότι «δεν απολαύουν σήμερα» (αντί του «δεν απολαύουν πλέον») προστασίας ή συνδρομής και, συνεπώς, έχει «παύσει» η προστασία ή συνδρομή.


26 – Στο αναθεωρημένο κείμενο του 2009 έχει διαγραφεί η φράση «και εμπίπτουν από το σημείο αυτό στην αρμοδιότητα της Ύπατης Αρμοστείας».


27 – Το αναθεωρημένο κείμενο του 2009 δεν πραγματεύεται την έννοια του όρου «υποχρεωθούν να επιστρέψουν».


28  Το αναθεωρημένο κείμενο του σημειώματος αυτού ακολουθεί την ανάλυση του αναθεωρημένου σημειώματος του 2002 και προσθέτει ότι όλα τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο γράμμα των ψηφισμάτων 194 (III) και 2252 (ES-V), και οι κατιόντες τους, οι οποίοι ευρίσκονται στη ζώνη του UNRWA, «απολαύουν σήμερον προστασίας ή συνδρομής» κατά την έννοια του άρθρου 1Δ.


29  Το αναθεωρημένο κείμενο δεν αναλύει την έννοια της φράσεως «παύση παρεχομένη δι’ οιονδήποτε αιτίαν», αλλά επισημαίνει απλώς ότι τα πρόσωπα που εγκαταλείπουν τη ζώνη του UNRWA και ακολούθως επιστρέφουν σ’ αυτή θα εμπίπτουν, κατά περίπτωση, στις περιόδους 1 ή 2 του άρθρου 1Δ, ανεξαρτήτως των λόγων αποχωρήσεως ή επιστροφής.


30 – Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το άρθρο 63, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ επαναλαμβάνεται (με ορισμένες τροποποιήσεις) στο άρθρο 78, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: ΣΕΕ). Ειδικότερα, η ΣΕΕ επιβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο την υποχρέωση να λαμβάνουν μέτρα για ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, στο οποίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το ενιαίο καθεστώς ασύλου και επικουρικής προστασίας για τους υπηκόους τρίτων χωρών. Το άρθρο 63, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΚ επαναλαμβάνεται (με ορισμένες τροποποιήσεις) στο άρθρο 79, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της ΣΕΕ.


31 – Κοινή θέση της 4ης Μαρτίου 1996 που καθόρισε το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την εναρμονισμένη εφαρμογή του ορισμού του «πρόσφυγα» κατά την έννοια του άρθρου 1 της σύμβασης της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 περί του καθεστώτος των προσφύγων (ΕΕ 1996, L 63, σ. 2).


32 – Βλ. υποσημείωση 14 ανωτέρω (ο δικηγόρος της Bolbol είχε ζητήσει τη βεβαίωση αυτή). Ακόμη κι αν η Bolbol δεν είχε δικαίωμα εγγραφής, δικαιούνταν, εντούτοις, συνδρομής (εφόσον βρισκόταν στη ζώνη του UNRWA): βλ. σημεία 10 έως 12 ανωτέρω.


33 – Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η απόφαση αυτή στηρίχθηκε στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του Menedékjogról Szóló 1997. Évi CXXXIX. Törvény (στο εξής: Met).


34 – Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι αυτή στηρίχθηκε στο άρθρο 38, παράγραφος 2, του Met και στο άρθρο 51, παράγραφος 1, του Harmadik Országbeli Állampolgárok Beutazásáról és Tartózkodásáról Szóló 2007. Évi II. Törvény.


35  Βλ. την απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-175, C-176, C-178 και C-179/08, Salahadin Abdulla κ.λπ. (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 52 και 53).


36 – Βλ. το εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας και τα δύο σημειώματα που παραθέτω ανωτέρω στα σημεία 18 και 20. Το ΔΔ έχει αποκλειστική δικαιοδοσία, βάσει του άρθρου 38, να εκδίδει δεσμευτικές αποφάσεις σχετικά με την ερμηνεία της Συμβάσεως του 1951.


37 – Μπορεί κανείς να συγκρίνει, για παράδειγμα, την άποψη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην υπόθεση El-Ali [2003] 1 WLR 95 με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Conseil du Contentieux des Etrangers στο Βέλγιο με τις αποφάσεις του της 21ης Απριλίου 2009 και 14ης Μαΐου 2009, στις υποθέσεις 26 112 και 27 366 αντίστοιχα.


38 – Και τούτο διότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, μεταφέρει, κατ’ ουσίαν, ευθέως τις έννοιες και το γράμμα του άρθρου 1Δ της Συμβάσεως του 1951. Πάντως, η ίδια η απόφαση του Δικαστηρίου θα είναι προφανώς δεσμευτική μόνο σε σχέση με την οδηγία.


39 – Μολονότι το διεθνές δίκαιο επιδιώκει να αποδίδει στις διατάξεις μιας Συνθήκης τη φυσική και συνήθη σημασία τους [βάσει του άρθρου 31 της Συμβάσεως της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (στο εξής: VCLT)], υπάρχει περιθώριο τόσο στη VCLT (βάσει του άρθρου 32) όσο και στις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου για παραπομπή στις προπαρασκευαστικές εργασίες μιας Συνθήκης και στις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή συνήφθη για τον καθορισμό της έννοιας ενός όρου, όταν η ερμηνεία μιας διατάξεως σύμφωνα με τη συνήθη σημασία της, υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της, καθιστά την έννοια του όρου αυτού αμφίσημη ή ασαφή. Για ευρύτερη ανάπτυξη, βλ. Sinclair, The Vienna Convention on the Law of Treaties, 2η έκδοση, Manchester University Press, 1984, σ. 141 επ.


40 – Βλ. υποσημείωση 20 ανωτέρω.


41 – Στο εξής: διάσκεψη των πληρεξουσίων.


42 – Διάφοροι διεθνείς φορείς έχουν κατά καιρούς ερμηνεύσει τις διατάξεις μιας Συνθήκης υπό το πρίσμα της σύγχρονης κοινής βουλήσεως των συμβαλλομένων μερών [βλ., για παράδειγμα, την απόφαση του ΔΔ της 10ης Οκτωβρίου 2002 για τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα μεταξύ Καμερούν και Νιγηρίας, ICJReports, 2002, σ. 303, σκέψη 59, και την απόφαση περί οροθετήσεως των συνόρων μεταξύ Ερυθραίας και Αιθιοπίας, η οποία εκδόθηκε στις 13 Απριλίου 2002 από την Επιτροπή Συνόρων Ερυθραίας-Αιθιοπίας, σκέψεις 3.3, 3.4 και 3.13, και η οποία παραπέμπει στην απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου στην υπόθεση των συνόρων Αργεντινής/ Χιλής (1966) 38 ILR 10, σ. 89].


43 – Βλ. τις δηλώσεις του Ιταλού και του Ιρακινού εκπροσώπου στη 19η και του Γάλλου εκπροσώπου στην 29η σύνοδο της διασκέψεως των πληρεξουσίων.


44 – Βλ. τις δηλώσεις του Αιγύπτιου εκπροσώπου στη 19η και στην 29η σύνοδο της διασκέψεως των πληρεξουσίων.


45 – Βλ. τις δηλώσεις του Αιγύπτιου εκπροσώπου στην 19η και του Γάλλου εκπροσώπου στην 20ή σύνοδο της διασκέψεως των πληρεξουσίων.


46 – Βλ., για παράδειγμα, τις δηλώσεις του προέδρου της διασκέψεως στη 19η, του Γάλλου εκπροσώπου στην 20ή και του εκπροσώπου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στην 21η σύνοδο της διασκέψεως των πληρεξουσίων.


47 – Βλ., για παράδειγμα, το άρθρο 1, παράγραφος 2, του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η έννοια της αυτοδιαθέσεως εξελίχθηκε παράλληλα με τη διαδικασία αποαποικιοποιήσεως και τείνει να έχει αυτή καθαυτή έντονα εδαφικό χαρακτήρα (Shaw, InternationalLaw, 5η έκδ., Cambridge University Press, 2008). Ως εκ τούτου, δύσκολα μπορεί να εφαρμοστεί σε ομάδες προσφύγων ή ανιθαγενείς. Το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής της σε εκτοπισθέντες Παλαιστίνιους αποτελεί αντικείμενο εντόνων συζητήσεων [βλ., μεταξύ άλλων, τη γνωμοδότηση του ΔΔ της 9ης Ιουλίου 2004 για τις έννομες συνέπειες της κατασκευής τείχους στα κατεχόμενα εδάφη (ICJReports, 2004, σ. 136)].


48 – Βλ. το προοίμιο και το άρθρο 1, παράγραφος 3, του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η ανάλυση αυτή αντανακλάται σε μεγάλο βαθμό στο άρθρο 1A της Συμβάσεως βάσει του οποίου, προκειμένου να χορηγηθεί σε ορισμένο πρόσωπο το καθεστώς πρόσφυγα, πρέπει το πρόσωπο αυτό να αποδείξει την ύπαρξη δικαιολογημένου φόβου ατομικής διώξεώς του στα πλαίσια ενός γενικότερου κινδύνου που εγκυμονεί σε βάρος μιας ομάδας προσώπων με ορισμένο κοινό χαρακτηριστικό.


49 – Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει ότι ακόμη και η αιγυπτιακή αντιπροσωπεία, με πρωτοβουλία της οποίας προστέθηκε η δεύτερη περίοδος στο άρθρο 1Δ, δεν ήταν απολύτως βέβαιη για τον επιδιωκόμενο σκοπό της περιόδου αυτής στο σύνολό της: βλ. τις δηλώσεις του Αιγύπτιου εκπροσώπου στη 19η και στην 20ή σύνοδο της διασκέψεως των πληρεξουσίων.


50 – Η Γερμανική Κυβέρνηση διερωτάται αν αυτή η αυτοτελής και διακριτή σειρά ρυθμίσεων προσβάλλει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Για να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι σκοπός του άρθρου 1Δ ήταν να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα προβλήματα ορισμένης ομάδας εκτοπισθέντων των οποίων η κατάσταση οφειλόταν, τουλάχιστον εν μέρει, σε απόφαση της διεθνούς κοινότητας (για τη διαίρεση της Παλαιστίνης). Αυτή η αντικειμενική διαφορά εξηγεί (ως ένα βαθμό) την ειδική μεταχείριση. Το αν η εφαρμογή του άρθρου 1Δ σε πρόσωπα που απολαύουν προστασίας ή συνδρομής από άλλο όργανο πλην της Ύπατης Αρμοστείας, σε υποθετική περίπτωση η οποία δεν οφείλεται σε απόφαση της διεθνούς κοινότητας, προσβάλλει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως είναι ένα ζήτημα το οποίο δεν εξετάζεται με τις παρούσες προτάσεις.


51 – Στο σημείο αυτό διαφωνώ με την προταθείσα από την Ύπατη Αρμοστεία ερμηνεία, κατά την οποία (όπως αναφέρεται στο σημείωμα του 2002 και, σαφέστερα, στο αναθεωρημένο το 2009 κείμενο του σημειώματος αυτού) όλοι οι Παλαιστίνιοι [που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ψηφίσματος 194 (III) της 11ης Δεκεμβρίου 1948 και του ψηφίσματος 2252 (ES-V) της 4ης Ιουλίου 1967] οι οποίοι βρίσκονται εκτός της ζώνης του UNRWA δεν απολαύουν σήμερα προστασίας ή συνδρομής και, συνεπώς, έχει παύσει να παρέχεται η εν λόγω προστασία ή συνδρομή. Τούτο σημαίνει ότι, θεωρητικώς, είναι δυνατό να «παύσει» η παροχή μηδέποτε παρασχεθείσας συνδρομής, κάτι το οποίο απλώς δεν συνάδει με τη φυσική έννοια του όρου «παύση». Το αρχικό κείμενο του σημειώματος της Ύπατης Αρμοστείας που αφορά την παρούσα υπόθεση ανέφερε ότι η προστασία και συνδρομή παύουν να παρέχονται στα πρόσωπα που έχουν εγκαταλείψει τη ζώνη του UNRWA, με αποτέλεσμα να μπορούν ακολούθως να τύχουν των ευεργετημάτων της Συμβάσεως. Στη συνέχεια (στο σημείο 81 επ.), εξετάζω την εκτίμηση αυτή.


52 – Τα οποία συνοψίζονται στο σημείο 47 ανωτέρω.


53 – Δέχομαι ότι, υποθετικά, ένα μελλοντικό όργανο ή οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών που θα λειτουργεί στο πλαίσιο του άρθρου 1Δ μπορεί να μην είναι τόσο περιοριστικό.


54 – Εξετάζω κατωτέρω, ως δεύτερο ερμηνευτικό ζήτημα, αν ο όρος «απολαύουν» έχει την έννοια της «πραγματικής απολαβής» ή του «δικαιώματος απολαβής».


55 – Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι το οικείο πρόσωπο δεν αποκλείεται βάσει του άρθρου 1Γ, 1Ε ή 1ΣΤ.


56 – Ή όποιος δικαιούνταν συνδρομής: βλ., συναφώς, σημεία 71 επ.


57 – Ακολούθως υποστηρίζει την αντίστοιχη διασταλτική ερμηνεία της δεύτερης περιόδου.


58 – Βλ. σημεία 11 έως 13 ανωτέρω.


59 – Βλ. σημεία 85 επ. κατωτέρω σχετικά με το τι συνεπάγεται αυτή η ειδική μεταχείριση.


60 – Το γαλλικό κείμενο του άρθρου 1Δ (που είναι το έτερο αυθεντικό, όπως εκτίθεται στο τελικό άρθρο της Συμβάσεως) περιέχει ομοίως τους όρους «bénéficient actuellement» αντί των όρων «sont éligibles à bénéficier».


61 – Ο αρχικός χρονικός περιορισμός («συνεπεία γεγονότων επελθόντων προ της 1ης Ιανουαρίου 1951») απαλείφθηκε με το Πρωτόκολλο του 1967· και η πλειονότητα των συμβαλλομένων κρατών έχει επιλέξει σήμερα, βάσει του άρθρου 1Β, να εφαρμόζει τη Σύμβαση στην περίπτωση «γεγονότων επελθόντων εν Ευρώπη ή αλλαχού». Το 2009, μόνον τέσσερα από τα 147 συμβαλλόμενα κράτη στη Σύμβαση ή στο Πρωτόκολλο του 1967 επέλεξαν να εφαρμόζουν τη Σύμβαση μόνο στην περίπτωση γεγονότων επελθόντων στην Ευρώπη.


62 – Μολονότι η νομολογία που αφορά τις ρήτρες αυτές είναι λιγότερο σαφής από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως [βλ., για παράδειγμα, τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 8ης Μαΐου 2008 στην υπόθεση C-73/07, Satakunnan Markkinapörssi και Satamedia (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Συλλογή 2008, σ. I-9831, σημείο 58 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία)], διεθνή δικαστικά και διαιτητικά όργανα έχουν αναπτύξει, βάσει της VCLT, δικές τους ερμηνευτικές πρακτικές με αποτέλεσμα την ερμηνεία των συνθηκών κατά τρόπο λαμβάνοντα υπόψη τον σκοπό και το αντικείμενο των συνθηκών αυτών [βλ., για παράδειγμα, την απόφαση του ΔΔ της 3ης Φεβρουαρίου 1994 στην εδαφική διαφορά Libyun Aruh Jamuhiriyu κατά Chad, ICJReports, 1994, σκέψη 41, και την απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου στην υπόθεση για το εξωτερικό χρέος της Γερμανίας, 19 ILM 1980, σ. 1377, σκέψεις 28 και 30]. Κατά τα όργανα αυτά, η συσταλτική ερμηνεία της παρεκκλίσεως μπορεί να εκτιμηθεί ευνοϊκά από άλλους διεθνείς οργανισμούς.


63 – Στα σημεία 77 επ. επανέρχομαι στο ζήτημα του κατά πόσο ένας πρόσφυγας είναι σε θέση να ελέγξει τη μοίρα του.


64 – Βλ. τα σημεία 11 έως 13 ανωτέρω και τις οικείες λεπτομερείς υποσημειώσεις.


65 – Βλ. τα σημεία 18 και 19 ανωτέρω.


66 – Οι παρατηρήσεις της Βελγικής και της Γαλλικής Κυβερνήσεως καθώς και της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου.


67 – Παρατηρήσεις της Bolbol και σημείωμα της Ύπατης Αρμοστείας του έτους 2009. Η Επιτροπή επικεντρώνεται επίσης στα άτομα, αλλά είναι της γνώμης ότι τα πρόσωπα που εγκατέλειψαν τη ζώνη του UNRWA δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1Δ, αλλά στους γενικούς κανόνες, καθόσον οι κινήσεις τους δεν μπορούν να εξομοιωθούν με παύση της προστασίας ή συνδρομής (η οποία επέρχεται ανεξαρτήτως ενεργειών εκ μέρους του ατόμου).


68 – Στο εξής: UNCCP.


69 – Η Bolbol υποστηρίζει ότι το UNRWA ιδρύθηκε για να παράσχει συνδρομή στους εκτοπισθέντες Παλαιστίνιους, ενώ σκοπός της UNCCP ήταν η παροχή προστασίας στα πρόσωπα αυτά. Στηρίζει το επιχείρημά της στην παύση των δραστηριοτήτων της UNCCP και στο γεγονός ότι το UNRWA δεν ανέλαβε τα καθήκοντα της UNCCP.


70 – Βλ. κατωτέρω, σημεία 85 επ.


71 – Αυτή είναι επίσης η ερμηνεία που ακολούθησε νωρίτερα ο Ευρωπαίος νομοθέτης: βλ. την κοινή θέση 96/196, στην οποία εκτίθεται ότι τα πρόσωπα που έχουν στερηθεί οικειοθελώς την προστασία και συνδρομή του άρθρου 1Δ της Συμβάσεως του 1951 δεν καλύπτονται πλέον αυτομάτως από τη Σύμβαση.


72 – Το γράμμα του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου του 1967 υποστηρίζει την ερμηνεία αυτή, καθόσον ομαδοποιεί τα άρθρα 2 έως 34 της Συμβάσεως του 1951. Το σημείωμα της Ύπατης Αρμοστείας του 2009 αναφέρει επίσης ότι «ο όρος “ευεργετήματα εκ της Συμβάσεως του 1951” παραπέμπει στο είδος της μεταχειρίσεως που τα συμβαλλόμενα κράτη […] οφείλουν να παρέχουν στους πρόσφυγες βάσει των άρθρων 2 έως 34 της Συμβάσεως αυτής».


73 – Ως προς την οδηγία (και όχι τη Σύμβαση), τούτο σημαίνει ότι, μολονότι τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να θεσπίζουν, βάσει του εθνικού δικαίου, τους εφαρμοστέους κανόνες περί αποδείξεως, οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη ή πρακτικά αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: βλ. την απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2009, C‑63/08, Pontin (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 43 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


74 – Βλ. το σημείο 13 ανωτέρω και τις υποσημειώσεις 14 έως 16. Είναι μάλλον πιθανό ότι δεν είναι επισήμως εγγεγραμμένος μεγάλος αριθμός προσώπων που απολαύουν συνδρομής, μολονότι συνήθως το UNRWA διαθέτει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι είναι τουλάχιστον πιθανό ότι τα πρόσωπα αυτά απήλαυαν συνδρομής.


75 – Ο συσχετισμός έχει ως εξής (τα άρθρα της οδηγίας παρατίθενται πριν από τα άρθρα της Συμβάσεως): άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και άρθρο 1Δ· άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και άρθρο 1Ε· άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄, και άρθρο 1ΣΤ. Το άρθρο 12, παράγραφος 3, παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις για την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2. Οι όροι του άρθρου 1Γ της Συμβάσεως αντιστοιχούν σε αυτοτελή διάταξη της οδηγίας (άρθρο 11 με τίτλο «Παύση»).


76 – «Τα κράτη μέλη χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ» (η υπογράμμιση δική μου). Από τη διατύπωση του άρθρου 12 της κοινής θέσεως 96/196 συνάγεται επίσης ότι όσοι εμπίπτουν και στις δύο περιόδους του άρθρου 1Δ της Συμβάσεως του 1951 δικαιούνται αυτομάτως το καθεστώς πρόσφυγα και δεν είναι αναγκαίο να αξιολογηθούν βάσει των κριτηρίων του άρθρου 1A.


77 – Η επιτακτική φράση «χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα» στο άρθρο 13 της οδηγίας (βλ. προηγούμενη υποσημείωση) δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο.


78 – Στο κεφάλαιο VI, άρθρα 18 και 19 της οδηγίας.