Language of document : ECLI:EU:T:2019:509

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2019 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία – Δέσμευση κεφαλαίων – Κατάλογος των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύει η δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων – Διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο – Υποχρέωση του Συμβουλίου να διακριβώσει ότι απόφαση αρχής τρίτου κράτους ελήφθη τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας»

Στην υπόθεση T‑274/18,

Oleksandr Viktorovych Klymenko, κάτοικος Μόσχας (Ρωσία), εκπροσωπούμενος από την M. Phelippeau, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον A. Vitro και την P. Mahnič,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2018/333 του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2018, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων εν όψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2018, L 63, σ. 48), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/326 του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2018, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2018, L 63, σ. 5), στο μέτρο που το όνομα του προσφεύγοντος εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά μέτρα αυτά,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Berardis (εισηγητή), πρόεδρο, D. Spielmann και Z. Csehi, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία, κατόπιν της καταστολής των διαδηλώσεων στην πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου (Ουκρανία) τον Φεβρουάριο του 2014.

2        Ο προσφεύγων Oleksandr Viktorovych Klymenko διατέλεσε Υπουργός Εσόδων και Δαπανών στην Ουκρανία.

3        Στις 5 Μαρτίου 2014 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την απόφαση 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2014, L 66, σ. 26). Το Συμβούλιο εξέδωσε αυθημερόν τον κανονισμό (ΕΕ) 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2014, L 66, σ. 1).

4        Με τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της αποφάσεως 2014/119 διευκρινίζονται τα εξής:

«(1)      Στις 20 Φεβρουαρίου 2014, το Συμβούλιο καταδίκασε εντονότατα κάθε χρήση βίας στην Ουκρανία. Ζήτησε τον άμεσο τερματισμό της βίας στην Ουκρανία και τον πλήρη σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Κάλεσε την ουκρανική κυβέρνηση να επιδείξει τη μέγιστη δυνατή αυτοσυγκράτηση και τους ηγέτες της αντιπολίτευσης να αποστασιοποιηθούν από όσους καταφεύγουν σε ακραίες ενέργειες, περιλαμβανομένης της βίας.

(2)      Στις 3 Μαρτίου 2014, το Συμβούλιο αποφάσισε να εστιάσει τα περιοριστικά μέτρα στη δέσμευση και την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων προσώπων που έχουν οριστεί ως υπεύθυνα για την [υπεξαίρεση ουκρανικού δημοσίου χρήματος] και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, με σκοπό την παγίωση και την υποστήριξη του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Ουκρανία.»

5        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2004/119 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην [κυριότητα] ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων που έχουν αναγνωριστεί ως υπεύθυνα για την [υπεξαίρεση ουκρανικού δημοσίου χρήματος] και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων [στην Ουκρανία], καθώς και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα.

2.      Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση διάθεση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα, ή προς όφελος αυτών.»

6        Οι όροι εφαρμογής της δεσμεύσεως αυτής κεφαλαίων καθορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 3 έως 6, της αποφάσεως 2014/119.

7        Σύμφωνα με την απόφαση 2014/119, ο κανονισμός 208/2014 επιβάλλει τη λήψη των επίμαχων περιοριστικών μέτρων και καθορίζει τους όρους εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων αυτών χρησιμοποιώντας, κατ’ ουσίαν, διατύπωση πανομοιότυπη με εκείνη της ως άνω αποφάσεως.

8        Τα ονόματα των προσώπων τα οποία αφορούν η απόφαση 2014/119 και ο κανονισμός 208/2014 περιλαμβάνονται στον κατάλογο που παρατίθεται στο παράρτημα της εν λόγω αποφάσεως και στο παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: κατάλογος), συνοδευόμενα από αιτιολογία για την καταχώρισή τους. Αρχικώς, το όνομα του προσφεύγοντος δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο.

9        Η απόφαση 2014/119 και ο κανονισμός 208/2014 τροποποιήθηκαν με την εκτελεστική απόφαση 2014/216/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2014, για την εφαρμογή της αποφάσεως 2014/119 (ΕΕ 2014, L 111, σ. 91), και με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 381/2014 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2014, για την εφαρμογή του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2014, L 111, σ. 33) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Απριλίου του 2014).

10      Με τις πράξεις του Απριλίου του 2014, το όνομα του προσφεύγοντος προσετέθη στον επίμαχο κατάλογο, συνοδευόμενο από τα στοιχεία ταυτοποιήσεως «πρώην Υπουργός Εσόδων και Δαπανών» και την ακόλουθη αιτιολογία:

«Πρόσωπο κατά του οποίου έχει κινηθεί έρευνα στην Ουκρανία για συμμετοχή σε εγκλήματα σχετιζόμενα με την υπεξαίρεση ουκρανικού δημόσιου χρήματος και την παράνομη μεταφορά του εκτός της χώρας.»

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιουνίου 2014, ο νυν προσφεύγων άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑494/14, με αίτημα, ιδίως, την ακύρωση των πράξεων του Απριλίου του 2014 κατά το μέτρο που τον αφορούσαν.

12      Στις 29 Ιανουαρίου 2015 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/143, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 2014/119 (ΕΕ 2015, L 24, σ. 16), και τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/138, για την τροποποίηση του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2015, L 24, σ. 1).

13      Με την απόφαση 2015/143 διευκρινίσθηκαν, από 31ης Ιανουαρίου 2015, τα κριτήρια καθορισμού των προσώπων σε βάρος των οποίων ισχύει η δέσμευση κεφαλαίων. Ειδικότερα, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2014/119 αντικαταστάθηκε από το ακόλουθο κείμενο:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην [κυριότητα] ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για την υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων [στην Ουκρανία], καθώς και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα.

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, στα πρόσωπα που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για την υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων συγκαταλέγονται και πρόσωπα για τα οποία οι ουκρανικές αρχές διεξάγουν έρευνες για:

α)      υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων ή [ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του ουκρανικού Δημοσίου] ή συνέργεια [στα αδικήματα αυτά], ή

β)      κατάχρηση εξουσίας από μέρους κρατικού [αξιωματούχου] με σκοπό την εξασφάλιση οφέλους για τον ίδιο/α ή τρίτους, προκαλώντας έτσι ζημία στα ουκρανικά δημόσια κεφάλαια ή [περιουσιακά στοιχεία], ή για συνέργεια [στην κατάχρηση αυτή].»

14      Ο κανονισμός 2015/138 τροποποίησε τον κανονισμό 208/2014 σύμφωνα με την απόφαση 2015/143.

15      Στις 5 Μαρτίου 2015 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/364, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2015, L 62, σ. 25), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/357, για την εφαρμογή του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2015, L 62, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου του 2015). Με την απόφαση 2015/364, αφενός, αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 της αποφάσεως 2014/119, παρατεινομένης της ισχύος των περιοριστικών μέτρων, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, ως τις 6 Μαρτίου 2016 και, αφετέρου, τροποποιήθηκε το παράρτημα της τελευταίας αυτής αποφάσεως. Με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/357 τροποποιήθηκε, κατά συνέπεια, το παράρτημα I του κανονισμού 208/2014.

16      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου του 2015, το όνομα του προσφεύγοντος εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο, με τα στοιχεία ταυτοποιήσεως «πρώην [Υ]πουργός Εσόδων και Δαπανών» και με την ακόλουθη νέα αιτιολογία:

«Πρόσωπο [κατά του οποίου] έχει κινηθεί ποινική διαδικασία από τις ουκρανικές αρχές για [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος] ή περιουσιακών στοιχείων [του Δημοσίου] και για κατάχρηση [εξουσίας] ως κρατικού [αξιωματούχου] προκειμένου να [προσπορίσει αδικαιολόγητο όφελος στον εαυτό του ή σε τρίτο] και, ως εκ τούτου, προκαλώντας απώλεια δημόσιων πόρων ή περιουσιακών στοιχείων της Ουκρανίας.»

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Μαΐου 2015, ο νυν προσφεύγων άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑245/15, με αίτημα, ιδίως, την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου του 2015 κατά το μέτρο που τον αφορούσαν.

18      Στις 4 Μαρτίου 2016 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/318, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2016, L 60, σ. 76), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/311, για την εφαρμογή του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2016, L 60, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου του 2016).

19      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου του 2016, η ισχύς των περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, έως τις 6 Μαρτίου 2017, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί η αιτιολογία περί της καταχωρίσεως του ονόματός του σε σχέση με τις πράξεις του Μαρτίου του 2015.

20      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Απριλίου 2016, ο προσφεύγων προσάρμοσε το δικόγραφο της προσφυγής που είχε ασκήσει στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑245/15, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου να ζητήσει και την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου του 2016, κατά το μέτρο που τον αφορούσαν.

21      Με διάταξη της 10ης Ιουνίου 2016, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑494/14, EU:T:2016:360), εκδοθείσα βάσει του άρθρου 132 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τη μνημονευθείσα στη σκέψη 11 ανωτέρω προσφυγή, κρίνοντάς την προδήλως βάσιμη και ακυρώνοντας, επομένως, τις πράξεις του Απριλίου του 2014, κατά το μέτρο που αφορούσαν τον προσφεύγοντα.

22      Στις 3 Μαρτίου 2017 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/381, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2017, L 58, σ. 34), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/374, για την εφαρμογή του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2017, L 58, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου του 2017).

23      Με τις πράξεις του Μαρτίου του 2017, η ισχύς των περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε έως τις 6 Μαρτίου 2018, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί η αιτιολογία περί της καταχωρίσεως του ονόματος του προσφεύγοντος σε σχέση με τις πράξεις του Μαρτίου του 2015 και του Μαρτίου του 2016.

24      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων προσάρμοσε εκ νέου το δικόγραφο της προσφυγής που είχε ασκήσει στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑245/15, προκειμένου να ζητήσει και την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου του 2017, κατά το μέτρο που τον αφορούσαν.

25      Με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2017, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑245/15, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2017:792), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το σύνολο των αιτημάτων του προσφεύγοντος που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 17, 20 και 24 ανωτέρω.

26      Μεταξύ του Δεκεμβρίου του 2017 και του Φεβρουαρίου του 2018, το Συμβούλιο και ο προσφεύγων αντήλλαξαν σειρά επιστολών σχετικά με την πιθανή παράταση της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος. Ειδικότερα, το Συμβούλιο διαβίβασε στον προσφεύγοντα πλείονα έγγραφα του γραφείου του γενικού εισαγγελέα της Ουκρανίας (στο εξής: ΓΓΕ) όσον αφορά την ποινική διαδικασία που είχε κινηθεί κατά του προσφεύγοντος και η οποία σχεδιαζόταν να αποτελέσει τη βάση για την εν λόγω παράταση.

27      Στις 5 Μαρτίου 2018 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2018/333, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2018, L 63, σ. 48), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/326, για την εφαρμογή του κανονισμού 208/2014 (ΕΕ 2018, L 63, σ. 5) (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις).

28      Βάσει των προσβαλλομένων πράξεων, η ισχύς των περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε έως τις 6 Μαρτίου 2019, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί η αιτιολογία περί της καταχωρίσεως του ονόματος του προσφεύγοντος σε σχέση με τις πράξεις του Μαρτίου του 2015, του Μαρτίου του 2016 και του Μαρτίου του 2017.

29      Με επιστολή της 8ης Μαρτίου 2018, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα ότι τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα διατηρήθηκαν σε ισχύ. Το Συμβούλιο απάντησε στις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει ο προσφεύγων στο πλαίσιο της προηγούμενης αλληλογραφίας και του διαβίβασε τις προσβαλλόμενες πράξεις. Επιπλέον, επισήμανε την προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων πριν από τη λήψη αποφάσεως σχετικά με την ενδεχόμενη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

30      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Απριλίου 2018, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, με αίτημα την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων.

31      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2018, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

32      Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2017, Azarov κατά Συμβουλίου (T‑215/15, EU:T:2017:479), καθώς και τις πράξεις του Μαρτίου του 2015, κατά το μέρος που αφορούσαν τον προσφεύγοντα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση.

33      Λόγω του αντίκτυπου που δύναται να έχει στην υπό κρίση υπόθεση η λύση που προέκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κατά το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, να απευθύνει γραπτή ερώτηση στους διαδίκους, καλώντας τους να απαντήσουν γραπτώς ως προς τις συνέπειες οι οποίες πρέπει, κατ’ αυτούς, να συναχθούν εν προκειμένω από την ως άνω απόφαση. Οι διάδικοι απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

34      Βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ελλείψει αιτήσεως διαδίκου για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, υποβληθείσας εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση στους διαδίκους του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιείται η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι έχει ενημερωθεί επαρκώς από τη δικογραφία, αποφάσισε, ελλείψει τέτοιας αιτήσεως, να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία.

35      Ο προσφεύγων ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις κατά το μέρος που τον αφορούν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

36      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων, να κρίνει ότι εξακολουθούν να ισχύουν τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2018/333, έως ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η μερική ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2018/326.

 Σκεπτικό

37      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει, με το δικόγραφο της προσφυγής, πέντε λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων με τον πρώτο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, με τον δεύτερο προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, με τον τρίτο έλλειψη νομικής βάσεως, με τον τέταρτο πλάνη περί τα πράγματα και με τον πέμπτο προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Με την απάντησή του στη μνημονευθείσα στην ανωτέρω σκέψη 33 ερώτηση, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, οι αρχές που διατυπώθηκαν με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), έχουν ως συνέπεια ότι δεν υφίσταται άλλο ενδεχόμενο εκτός από αυτό της ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων.

38      Με το υπόμνημά του αντικρούσεως, το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των λόγων τους οποίους προβάλλει ο προσφεύγων και οι οποίοι εκτέθηκαν στη σκέψη 37 ανωτέρω. Με την απάντησή του στη μνημονευθείσα στην ανωτέρω σκέψη 33 ερώτηση, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον ο προσφεύγων δεν προέβαλε, στο δικόγραφο της προσφυγής του, λόγο ακυρώσεως παρεμφερή εκείνου που δέχθηκε το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση, ο δε λόγος αυτός δεν είναι δημοσίας τάξεως. Επικουρικώς, το Συμβούλιο διατείνεται ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, βάσιμος εν προκειμένω.

39      Καταρχάς, πρέπει, επομένως, να υπομνησθούν οι αρχές οι οποίες διατυπώθηκαν ιδίως με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), και οι οποίες δύνανται να ασκούν καθοριστικής σημασίας επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

40      Κατά πάγια νομολογία, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν, κατά τον έλεγχο των περιοριστικών μέτρων, να διασφαλίζουν τον, καταρχήν πλήρη, έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, ιδίως, τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψεις 20 και 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου που κατοχυρώνεται βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτάσσει, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση περί καταχωρίσεως ή διατηρήσεως του ονόματος συγκεκριμένου προσώπου στον κατάλογο των προσώπων εις βάρος των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα, να διακριβώνει το δικαιοδοτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι η απόφαση αυτή, η οποία έχει ατομική ισχύ για το εν λόγω πρόσωπο, στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στην αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως, έτσι ώστε, κατά τον δικαστικό έλεγχο, να μην εκτιμάται απλώς η αφηρημένη πιθανολόγηση της βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων, αλλά να εξετάζεται το ζήτημα εάν οι λόγοι αυτοί, ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται αφ’ εαυτού επαρκής για να στηρίξει την ιδία αυτή απόφαση, είναι τεκμηριωμένοι (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Η λήψη και η διατήρηση σε ισχύ περιοριστικών μέτρων, όπως αυτών που προβλέπουν η απόφαση 2014/119 και ο κανονισμός 208/2014, όπως έχουν τροποποιηθεί, εις βάρος προσώπου που έχει χαρακτηρισθεί ως υπεύθυνο υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος τρίτου κράτους στηρίζονται, κατ’ ουσίαν, στην απόφαση αρμόδιας συναφώς αρχής του κράτους αυτού να κινήσει και να διεξαγάγει διαδικασία ποινικής έρευνας κατά του προσώπου αυτού σχετική με την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψη 25).

43      Ως εκ τούτου, μολονότι, βάσει του κριτηρίου καταχωρίσεως, όπως αυτό υπομνήσθηκε στη σκέψη 13 ανωτέρω, το Συμβούλιο δύναται να στηρίξει περιοριστικά μέτρα στην απόφαση τρίτου κράτους, η υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, την οποία υπέχει το θεσμικό αυτό όργανο, συνεπάγεται ότι οφείλει και να διασφαλίζει τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων εκ μέρους των αρχών του τρίτου κράτους που εξέδωσαν την οικεία απόφαση (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψεις 26, 27 και 35).

44      Το Δικαστήριο διευκρινίζει συναφώς ότι η απαίτηση περί διακριβώσεως εκ μέρους του Συμβουλίου ότι οι αποφάσεις τρίτων κρατών, στις οποίες προτίθεται να στηριχθεί, ελήφθησαν υπό όρους σεβασμού των ως άνω δικαιωμάτων αποσκοπεί στο να διασφαλισθεί ότι η λήψη ή η διατήρηση σε ισχύ των μέτρων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων είναι δυνατή μόνον οσάκις στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία και, επομένως, να προστατεύσει τα οικεία πρόσωπα ή τις οικείες οντότητες. Επομένως, το Συμβούλιο δύναται να θεωρήσει ότι η λήψη ή η διατήρηση σε ισχύ τέτοιων μέτρων στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία μόνον αφού διακριβώσει το ίδιο τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά την έκδοση της αποφάσεως του οικείου τρίτου κράτους, επί της οποίας προτίθεται να στηριχθεί (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψεις 28 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Εξάλλου, μολονότι, βεβαίως, το γεγονός ότι το τρίτο κράτος καταλέγεται μεταξύ των κρατών που έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), συνεπάγεται τον εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έλεγχο των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνει η Σύμβαση αυτή και τα οποία, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές, τούτο δεν καθιστά, εντούτοις, περιττή την υπομνησθείσα στην ανωτέρω σκέψη 44 απαίτηση περί διακριβώσεως εκ μέρους του Συμβουλίου (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψη 36).

46      Το Δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι το Συμβούλιο οφείλει να εκθέτει, έστω και συνοπτικώς, στην αιτιολογική έκθεση της αποφάσεως με την οποία λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπου ή οντότητας ή παρατείνεται η ισχύς των μέτρων αυτών, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η απόφαση του τρίτου κράτους επί της οποίας προτίθεται να στηριχθεί ελήφθη τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο οφείλει, για να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, να μεριμνά ώστε να προκύπτει από την απόφαση περί επιβολής περιοριστικών μέτρων ότι διακρίβωσε ότι η απόφαση του τρίτου κράτους, στην οποία στηρίζει τα μέτρα αυτά, ελήφθη τηρουμένων των δικαιωμάτων αυτών (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψεις 29 και 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Εν τέλει, οσάκις το Συμβούλιο στηρίζει τη λήψη ή τη διατήρηση σε ισχύ περιοριστικών μέτρων, όπως εν προκειμένω, στην απόφαση τρίτου κράτους να κινήσει και να διεξαγάγει ποινική διαδικασία για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου εκ μέρους του οικείου προσώπου, οφείλει, αφενός, να βεβαιωθεί ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, οι αρχές αυτού του τρίτου κράτους είχαν σεβασθεί τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσώπου κατά του οποίου κινήθηκε η επίμαχη ποινική διαδικασία και, αφετέρου, να μνημονεύσει στην απόφαση περί επιβολής των περιοριστικών μέτρων τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η εν λόγω απόφαση του τρίτου κράτους εκδόθηκε τηρουμένων των δικαιωμάτων αυτών.

48      Εν προκειμένω, με την απάντησή του στην ερώτηση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 33 ανωτέρω, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, ακριβώς όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), το Συμβούλιο δεν εξέθεσε στις προσβαλλόμενες πράξεις κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει ότι διακριβώθηκε ο εκ μέρους των ουκρανικών δικαστικών αρχών σεβασμός, στο πλαίσιο της αφορώσας τον προσφεύγοντα διαδικασίας, των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ως εκ τούτου, κατά τον προσφεύγοντα, το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να διακριβώσει τη νομιμότητα των προσβαλλομένων πράξεων, οι οποίες, κατά συνέπεια, πρέπει να ακυρωθούν. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν περιλαμβάνουν καμία αιτιολογία, έστω και συνοπτική, ως προς τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά ότι οι πράξεις αυτές εκδόθηκαν τηρουμένων των προμνημονευθέντων δικαιωμάτων. Κατά τον προσφεύγοντα, το επιχείρημα αυτό ενισχύει τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

49      Αντιθέτως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν προέβαλε, με το δικόγραφο της προσφυγής του, λόγο σχετικό με παράβαση της υποχρεώσεως του Συμβουλίου να διακριβώσει αν η απόφαση αρχής τρίτου κράτους να κινήσει και να διεξαγάγει ποινική διαδικασία λόγω αξιόποινης πράξεως υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος είχε εκδοθεί τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Κατά το Συμβούλιο, ένας τέτοιος λόγος δεν έχει χαρακτήρα δημοσίας τάξεως και δεν μπορεί, επομένως, να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο. Επιπλέον, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι, μολονότι ο προσφεύγων έκανε λόγο για παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και για προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, εντούτοις αναφερόταν στην ενώπιον του Συμβουλίου διαδικασία περί ανανεώσεως της ισχύος των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων και όχι σε παράλειψη του Συμβουλίου να διακριβώσει τα δικαιώματα των οποίων έχαιρε ο προσφεύγων στην Ουκρανία.

50      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί της ενστάσεως απαραδέκτου την οποία, κατ’ ουσίαν, προέβαλε το Συμβούλιο ως προς τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων με την απάντησή του στη μνημονευθείσα στη σκέψη 33 ανωτέρω ερώτηση.

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο

51      Με την προβληθείσα ένσταση απαραδέκτου, το Συμβούλιο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο προσφεύγων, επικαλούμενος την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), προβάλλει νέο λόγο ακυρώσεως ή ισχυρισμό, χωρίς να τηρεί τις προϋποθέσεις που προβλέπει προς τούτο το άρθρο 84 του Κανονισμού Διαδικασίας και χωρίς ο λόγος ή ισχυρισμός αυτός να έχει χαρακτήρα δημοσίας τάξεως.

52      Το άρθρο 84 του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

2.      Εφόσον συντρέχει περίπτωση, οι νέοι ισχυρισμοί προβάλλονται κατά τη δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων με την επισήμανση ότι πρόκειται για νέους ισχυρισμούς. Αν τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούν την προβολή των νέων ισχυρισμών γίνουν γνωστά μετά τη δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων ή αφού αποφασιστεί να μην επιτραπεί δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, ο ενδιαφερόμενος κύριος διάδικος προβάλλει τους νέους ισχυρισμούς μόλις λάβει γνώση των στοιχείων αυτών […]»

53      Επισημαίνεται συναφώς, πρώτον, ότι, καταρχήν, η προβολή νέων λόγων ακυρώσεως ή ισχυρισμών πρέπει να τηρεί τις απαιτήσεις που προβλέπει το άρθρο 84 του Κανονισμού Διαδικασίας. Ωστόσο, οι απαιτήσεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε περίπτωση κατά την οποία λόγος ή ισχυρισμός, μολονότι δύναται να χαρακτηρισθεί ως νέος, έχει χαρακτήρα δημοσίας τάξεως (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, La Ferla κατά Επιτροπής και ECHA, T‑392/13, EU:T:2016:478, σκέψη 65, και της 20ής Ιουλίου 2017, Badica και Kardiam κατά Συμβουλίου, T‑619/15, EU:T:2017:532, σκέψεις 40 έως 43).

54      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, λόγος δημοσίας τάξεως μπορεί να προβληθεί από τους διαδίκους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, δεδομένου ότι τον λόγο αυτό μπορεί, ενδεχομένως δε και πρέπει, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το δικαιοδοτικό όργανο (αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2004, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, T‑44/00, EU:T:2004:218, σκέψη 210, και της 14ης Απριλίου 2015, Ayadi κατά Επιτροπής, T‑527/09 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:205, σκέψη 44· πρβλ. επίσης αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 1997, Επιτροπή κατά Daffix, C‑166/95 P, EU:C:1997:73, σκέψεις 23 έως 25, και της 3ης Μαΐου 2018, Μάλτα κατά Επιτροπής, T‑653/16, EU:T:2018:241, σκέψεις 47 και 48). Κατά την ίδια νομολογία, λόγος με τον οποίο προβάλλεται πλημμελής ή ανεπαρκής αιτιολογία πράξεως της Ένωσης συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως.

55      Στην απόφαση, όμως, της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έπρεπε να αναιρέσει την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2017, Azarov κατά Συμβουλίου (T‑215/15, EU:T:2017:479), αποφάνθηκε ότι η υπόθεση ήταν ώριμη προς εκδίκαση και ακύρωσε τις επίμαχες πράξεις. Προς τούτο, επισήμανε ότι από την αιτιολογία των πράξεων αυτών ουδόλως προέκυπτε ότι το Συμβούλιο διακρίβωσε τον εκ μέρους των ουκρανικών δικαστικών αρχών σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του ενδιαφερομένου και παρέπεμψε στο σκεπτικό που εξέθεσε στις σκέψεις 25 έως 30 και 34 έως 42 της αποφάσεώς του (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψεις 43 έως 46).

56      Ειδικότερα, στη σκέψη 30 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), διευκρινίζεται σαφώς ότι «το Συμβούλιο οφείλει, για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως, να μεριμνά ώστε να προκύπτει από την απόφαση περί επιβολής περιοριστικών μέτρων ότι εξακρίβωσε ότι η απόφαση του τρίτου κράτους, στην οποία στηρίζει τα μέτρα αυτά, ελήφθη υπό συνθήκες σεβασμού των δικαιωμάτων [άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας]».

57      Επιπλέον, στη σκέψη 30 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), το Δικαστήριο παραπέμπει στη σκέψη 37 της αποφάσεως της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE (C‑599/14 P, EU:C:2017:583), όπου είχε σαφώς διαπιστώσει ότι «[η] αιτιολογία των [προσβαλλομένων] κανονισμών δεν καθιστ[ούσε], επομένως, σαφές αν το Συμβούλιο εκπλήρωσε την υποχρέωση ελέγχου που υπείχε συναφώς», εν συνεχεία δε, στη σκέψη 38 της τελευταίας αυτής αποφάσεως, αποφάνθηκε ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε ορθώς κρίνει ότι οι επίμαχες πράξεις «ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένες».

58      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι το Δικαστήριο, στην απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), διαπίστωσε εν τέλει ότι οι επίμαχες πράξεις δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένες όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο το Συμβούλιο διακρίβωσε τον εκ μέρους των ουκρανικών αρχών σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας λόγω υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος, βάσει της οποίας το Συμβούλιο έλαβε και διατήρησε σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση.

59      Βεβαίως, η επιλογή του Δικαστηρίου, στην απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), να εξετάσει το ζήτημα του σεβασμού των οικείων δικαιωμάτων από τις ουκρανικές αρχές με γνώμονα την εκ μέρους του Συμβουλίου τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δεν αντιστοιχεί στα επιχειρήματα που είχε επικαλεσθεί ο προσφεύγων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Ιουλίου 2017, Azarov κατά Συμβουλίου (T‑215/15, EU:T:2017:479), όσον αφορά την υποχρέωση του Συμβουλίου να διακριβώσει ότι το διασφαλιζόμενο εντός της Ουκρανίας επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων ήταν ισοδύναμο εκείνου που υφίσταται στην Ένωση. Πράγματι, τα επιχειρήματα αυτά δεν εντάσσονταν στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβαλλόταν παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, αλλά στο πλαίσιο του λόγου με τον οποίο προβαλλόταν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, όπως συνάγεται από τη σκέψη 166 της εν λόγω αποφάσεως, καθώς και, άλλωστε, από τη σκέψη 41 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031).

60      Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 55 έως 58 ανωτέρω, είναι σαφές ότι, στην απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), το Δικαστήριο εστίασε το σκεπτικό του στην υποχρέωση αιτιολογήσεως.

61      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), ακύρωσε τις επίμαχες πράξεις στηριζόμενο σε λόγο δημοσίας τάξεως, η προβληθείσα από το Συμβούλιο ένσταση απαραδέκτου, η οποία εκτέθηκε συνοπτικώς στη σκέψη 49 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί.

62      Εν πάση περιπτώσει, δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μολονότι απαγορεύεται, καταρχήν, η προβολή νέων λόγων ή ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εντούτοις λόγος ή ισχυρισμός ο οποίος συνιστά περαιτέρω ανάπτυξη λόγου ή ισχυρισμού που είχε προβληθεί προγενέστερα, ρητώς ή εμμέσως, με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης και ο οποίος συνδέεται στενά με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 46, και της 26ης Φεβρουαρίου 2016, Bodson κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, T‑240/14 P, EU:T:2016:104, σκέψη 30).

63      Εν προκειμένω, στα σημεία 83 και 84 του δικογράφου της προσφυγής του, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η ποινική διαδικασία στην οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο προκειμένου να διατηρήσει σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος είχε πλέον υπερβεί τα τέσσερα έτη σε χρονική διάρκεια, χωρίς το ΓΓΕ να αφήνει να διαφαίνεται ενδεχόμενο περατώσεώς της, και ότι η αμετάβλητη αυτή κατάσταση καταδείκνυε ότι οι ουκρανικές αρχές είχαν την πρόθεση να εξακολουθήσουν να ασκούν πίεση στον προσφεύγοντα και να συνεχίσουν να προβάλλουν την ύπαρξη τέτοιας διαδικασίας για να επιβάλλουν τη δέσμευση κεφαλαίων που συνεπάγονται τα μέτρα αυτά. Κατά τον προσφεύγοντα, τούτο καθιστούσε την προμνημονευθείσα διαδικασία αντίθετη προς το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και έπρεπε να προκαλέσει στο Συμβούλιο αμφιβολίες ως προς το βάσιμο των προβαλλομένων ποινικών διώξεων.

64      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων με την απάντησή του στην ερώτηση η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 33 ανωτέρω, όπως αυτά εκτέθηκαν συνοπτικώς στη σκέψη 48 ανωτέρω, συνδέονται στενά με τα μνημονευθέντα στην ανωτέρω σκέψη 63 σημεία του δικογράφου της προσφυγής. Επομένως, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν πρόκειται για λόγο δημοσίας τάξεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι απαγορεύεται στον προσφεύγοντα να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να ακολουθήσει, εν προκειμένω, την ίδια προσέγγιση την οποία προέκρινε το Δικαστήριο στην απόφασή του της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031).

65      Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι υφίσταται εξαίρεση από την αρχή της απαγορεύσεως της προβολής νέων λόγων ή ισχυρισμών, καθόσον επιτρέπεται η προβολή αυτή οσάκις τέτοιοι λόγοι ή ισχυρισμοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, όπως προβλέπει το άρθρο 84 του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. σκέψη 52 ανωτέρω).

66      Συναφώς, έχει κριθεί ότι, μολονότι, βεβαίως, νομολογία του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης με την οποία απλώς επιβεβαιώνεται νομική κατάσταση την οποία ο προσφεύγων γνώριζε, καταρχήν, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής δεν μπορεί να θεωρηθεί νέο στοιχείο που καθιστά δυνατή την προβολή νέου λόγου ή ισχυρισμού, δεν ισχύει το ίδιο οσάκις πρόκειται για νομολογία παρέχουσα νέες διευκρινίσεις (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, Stavytskyi κατά Συμβουλίου, T‑242/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:166, σκέψη 125 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Εν προκειμένω, κατά τον χρόνο της εκ μέρους του προσφεύγοντος ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, υφίστατο νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία, αφενός, η προσέγγιση που είχε υιοθετηθεί στην απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2014, LTTE κατά Συμβουλίου (T‑208/11 και T‑508/11, EU:T:2014:885), δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνει το Συμβούλιο λόγω της καταστάσεως στην Ουκρανία και, αφετέρου, μόνον σε περίπτωση κατά την οποία η πολιτική επιλογή του Συμβουλίου για στήριξη του νέου ουκρανικού καθεστώτος αποδεικνυόταν προδήλως εσφαλμένη, ενδεχόμενη απουσία αντιστοιχίας μεταξύ της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ουκρανία και της υφιστάμενης προστασίας εντός της Ένωσης μπορούσε να ασκήσει επιρροή επί της νομιμότητας των μέτρων αυτών (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 2017, Azarov κατά Συμβουλίου, T‑215/15, EU:T:2017:479, σκέψεις 166 έως 178, και της 8ης Νοεμβρίου 2017, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑245/15, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2017:792, σκέψεις 218 έως 232). Εντούτοις, με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), το Δικαστήριο ανέτρεψε τη νομολογία αυτή του Γενικού Δικαστηρίου, γεγονός που πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί νομικό στοιχείο δυνάμενο να δικαιολογήσει την προβολή νέου λόγου ή ισχυρισμού ή την προβολή νέας αιτιάσεως

68      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επιχείρημα που αντλεί ο προσφεύγων από τις αρχές οι οποίες διατυπώθηκαν ιδίως με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), όπως αυτές προκύπτουν από τις σκέψεις 40 έως 47 ανωτέρω, είναι παραδεκτό.

69      Εξάλλου, διευκρινίζεται ότι, με την ερώτηση η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 33 ανωτέρω, τηρήθηκε το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων. Πράγματι, κατά τη νομολογία, οσάκις το Γενικό Δικαστήριο καλεί τους διαδίκους να διατυπώσουν γραπτώς τις απόψεις τους ως προς τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από απόφαση εκδοθείσα επί άλλης υποθέσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διάδικοι αυτοί έχουν επίγνωση του ότι το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο να εφαρμόσει εν προκειμένω, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, τη λύση που προκρίθηκε με την εν λόγω απόφαση (πρβλ. διάταξη της 4ης Δεκεμβρίου 2013, Forgital Italy κατά Συμβουλίου, T‑438/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:648, σκέψεις 59 και 60).

 Επί της ουσίας

70      Τα επιχειρήματα που αντλεί ο προσφεύγων από την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), εκτέθηκαν συνοπτικώς στη σκέψη 48 ανωτέρω.

71      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, μολονότι δεν έκανε ειδικώς μνεία του στοιχείου αυτού στις αιτιολογικές εκθέσεις των προσβαλλομένων πράξεων, κατά την έκδοσή τους, γνώριζε ότι διενεργήθηκε δικαστικός έλεγχος στην Ουκρανία, όπως προκύπτει από πλείονα έγγραφα του ΓΓΕ. Συγκεκριμένα, τα έγγραφα αυτά μαρτυρούν την ύπαρξη πλειόνων δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν στην Ουκρανία σχετικά με τον προσφεύγοντα, όπως η εκ μέρους του ανακριτή δικαστή του δικαστηρίου της περιφέρειας Petchersk του Κιέβου έγκριση κρατήσεως του προσφεύγοντος με σκοπό να προσαχθεί σε δίκη. Επιπλέον, κατά το Συμβούλιο, ο σεβασμός στην Ουκρανία των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος και του δικαιώματός του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποδεικνύεται, επί παραδείγματι, από το γεγονός, το οποίο αναγνωρίζει ο προσφεύγων, ότι οι ουκρανικές αρχές παρέσχον στον προσφεύγοντα πρόσβαση στη δικογραφία της ποινικής διαδικασίας επί της οποίας στηρίχθηκε το Συμβούλιο προκειμένου να διατηρήσει σε ισχύ τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα.

72      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι εις βάρος του προσφεύγοντος ισχύουν νέα περιοριστικά μέτρα τα οποία ελήφθησαν δυνάμει των προσβαλλομένων πράξεων βάσει του κριτηρίου καταχωρίσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2014/119, όπως διευκρινίσθηκε με την απόφαση 2015/143, και στο άρθρο 3 του κανονισμού 208/2014, όπως διευκρινίσθηκε με τον κανονισμό 2015/138 (βλ. σκέψεις 13 και 14 ανωτέρω). Το κριτήριο αυτό προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα, ιδίως, πράξεων υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος, περιλαμβανομένων των προσώπων για τα οποία οι ουκρανικές αρχές διεξάγουν έρευνες.

73      Δεν αμφισβητείται ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε, για να αποφασίσει ότι το όνομα του προσφεύγοντος θα εξακολουθήσει να περιλαμβάνεται στον κατάλογο, στο γεγονός ότι κατά του προσώπου αυτού έχει κινηθεί «ποινική διαδικασία από τις ουκρανικές αρχές για [υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος] ή [για ιδιοποίηση] περιουσιακών στοιχείων [του Δημοσίου]», που αποδεικνυόταν από τα έγγραφα του ΓΓΕ, των οποίων αντίγραφα είχε λάβει ο προσφεύγων (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω).

74      Η διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος στηριζόταν, επομένως, όπως και στην περίπτωση της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), στην απόφαση του ΓΓΕ να κινήσει και να διεξαγάγει διαδικασία ποινικής έρευνας σχετικά με την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως ουκρανικού δημοσίου χρήματος.

75      Κατά πρώτον, όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων όσον αφορά τον προσφεύγοντα (βλ. σκέψεις 16 και 28 ανωτέρω) δεν περιέχει την παραμικρή μνεία του ότι το Συμβούλιο διακρίβωσε τον εκ μέρους των ουκρανικών δικαστικών αρχών σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος και ότι, ως εκ τούτου, η έλλειψη αυτή αιτιολογίας συνιστά μια πρώτη ένδειξη περί του ότι το Συμβούλιο δεν προέβη σε τέτοια διακρίβωση.

76      Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι από κανένα στοιχείο που περιέχεται στο έγγραφο της 8ης Μαρτίου 2018 (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω) δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Συμβούλιο είχε στη διάθεσή του στοιχεία για τον σεβασμό των οικείων δικαιωμάτων από τις ουκρανικές αρχές όσον αφορά την κατά του προσφεύγοντος ποινική διαδικασία και, κατά μείζονα λόγο, ότι το Συμβούλιο αξιολόγησε τα στοιχεία αυτά για να διακριβώσει αν οι ουκρανικές δικαστικές αρχές είχαν σεβασθεί επαρκώς τα εν λόγω δικαιώματα κατά την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως και διεξαγωγής διαδικασίας ποινικής έρευνας σχετικά με την εκ μέρους του προσφεύγοντος τέλεση αξιόποινης πράξεως υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος ή ιδιοποιήσεως περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Πράγματι, στο έγγραφο αυτό, όπως συνέβη και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψη 24), το Συμβούλιο απλώς επισήμανε ότι τα έγγραφα του ΓΓΕ, τα οποία είχαν κοινοποιηθεί προγενέστερα στον προσφεύγοντα (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω),  αποδείκνυαν ότι κατά του προσώπου αυτού εξακολουθούσε να εκκρεμεί ποινική διαδικασία λόγω υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος ή ιδιοποιήσεως περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου.

77      Κατά τρίτον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Συμβούλιο όφειλε να διακριβώσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ανεξαρτήτως οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου προσκομισθέντος από τον προσφεύγοντα με σκοπό να αποδειχθεί ότι η προσωπική κατάστασή του είχε θιγεί από τα προβλήματα τα οποία επισήμανε όσον αφορά τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος στην Ουκρανία. Το Συμβούλιο, όμως, επισήμανε στο υπόμνημά του αντικρούσεως ότι οποιαδήποτε προσβολή εκ μέρους των ουκρανικών αρχών των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος μπορούσε να προβληθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας αυτής.

78      Κατά τέταρτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Συμβούλιο, απαντώντας στην ερώτηση σχετικά με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), περιορίσθηκε, κατ’ ουσία, στην προβολή των επιχειρημάτων που εκτέθηκαν συνοπτικώς στη σκέψη 71 ανωτέρω.

79      Διαπιστώνεται συναφώς, πρώτον, ότι το Συμβούλιο δέχεται ότι στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων δεν εξετάζεται το ζήτημα του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως προς την απόφαση περί κινήσεως και διεξαγωγής ποινικής διαδικασίας στην οποία στηρίχθηκε η καταχώριση και, εν συνεχεία, η διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο.

80      Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι το Συμβούλιο διατείνεται ότι από τη δικογραφία της υπό κρίση υποθέσεως προκύπτει σαφώς η διενέργεια δικαστικού ελέγχου στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια διεξαγωγής των ποινικών ερευνών. Ειδικότερα, κατά το Συμβούλιο, η ύπαρξη πλειόνων δικαστικών αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος καταδεικνύει ότι το Συμβούλιο, όταν στηρίχθηκε στη μνημονευόμενη στα έγγραφα του ΓΓΕ απόφαση των ουκρανικών αρχών, αφενός, μπόρεσε να διακριβώσει ότι η απόφαση αυτή ελήφθη τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και, αφετέρου, βεβαιώθηκε ότι ορισμένες δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας αυτής είχαν εκδοθεί τηρουμένων των εν λόγω δικαιωμάτων.

81      Όλες, όμως, οι δικαστικές αποφάσεις αυτές τις οποίες μνημονεύει το Συμβούλιο εντάσσονται στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας βάσει της οποίας περιελήφθη και, εν συνεχεία, διατηρήθηκε το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο και είναι απλώς παρεμπίπτουσες ως προς τα δύο τελευταία αυτά στοιχεία, καθόσον έχουν χαρακτήρα είτε προληπτικό είτε δικονομικό. Οι αποφάσεις αυτές, βεβαίως, δύνανται να ενισχύουν την άποψη του Συμβουλίου όσον αφορά την ύπαρξη αρκούντως βάσιμων πραγματικών στοιχείων, συγκεκριμένα δε ότι, σύμφωνα με το κριτήριο καταχωρίσεως, είχε κινηθεί κατά του προσφεύγοντος ποινική διαδικασία σχετικά, ιδίως, με την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος ή της ιδιοποιήσεως περιουσιακών στοιχείων του Ουκρανικού Δημοσίου. Ωστόσο, οι αποφάσεις αυτές δεν δύνανται οντολογικώς να καταδείξουν αφεαυτών, όπως διατείνεται το Συμβούλιο, ότι η απόφαση των ουκρανικών δικαστικών αρχών να κινήσουν και να διεξαγάγουν την εν λόγω ποινική διαδικασία, στην οποία στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, η διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος, ελήφθη τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσώπου αυτού.

82      Εν πάση περιπτώσει, αφενός, το Συμβούλιο αδυνατεί να μνημονεύσει το παραμικρό στοιχείο του φακέλου της διαδικασίας που είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, από το οποίο να προκύπτει ότι εξέτασε τις αποφάσεις των ουκρανικών δικαστηρίων που επικαλείται επί του παρόντος και ότι συμπέρανε εξ αυτών ότι είχαν επί της ουσίας τηρηθεί τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος και το δικαίωμά του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

83      Αφετέρου, το Συμβούλιο δεν επιδιώκει καν να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο η ύπαρξη των αποφάσεων αυτών καθιστά δυνατή την εκτίμηση περί διασφαλίσεως της προστασίας των οικείων δικαιωμάτων, μολονότι, όπως είχε υποστηρίξει ο προσφεύγων στην από 26 Ιανουαρίου 2018 επιστολή του προς το Συμβούλιο, η διαδικασία αυτή, η οποία εκκρεμεί από τον Μάρτιο του 2014, ευρισκόταν ακόμη στο στάδιο της προανακρίσεως και δεν είχε υποβληθεί επί της ουσίας της υποθέσεως στην κρίση ουκρανικού δικαστηρίου, αλλά, κατά το μέγιστο, είχε υποβληθεί στην κρίση δικαστηρίου αποκλειστικώς για δικονομικά ζητήματα.

84      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί δικαίως, δημοσίως και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, νομίμως λειτουργούν, το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Το δικαίωμα αυτό σχετίζεται με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία, άλλωστε, κατοχυρώθηκε με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψεις 177 και 179).

85      Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [στο εξής: ΕΔΔΑ] έχει επισημάνει ότι παραβίαση της αρχής αυτής μπορεί να διαπιστωθεί, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση κατά την οποία το ανακριτικό στάδιο ποινικής διαδικασίας χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ορισμένου αριθμού χρονικών διαστημάτων αδράνειας δυνάμενης να καταλογισθεί στις αρμόδιες για την ανάκριση αυτή αρχές (πρβλ. ΕΔΔΑ, 6 Ιανουαρίου 2004, Rouille κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2004:0106JUD 005026899, σκέψεις 29 έως 31· 27 Σεπτεμβρίου 2007, Reiner κ.λπ. κατά Ρουμανίας, CE:ECHR:2007:0927JUD 000150502, σκέψεις 57 έως 59, και 12 Ιανουαρίου 2012, Borisenko κατά Ουκρανίας, CE:ECHR:2012:0112JUD 002572502, σκέψεις 58 έως 62).

86      Εξάλλου, κατά τη νομολογία, σε περίπτωση κατά την οποία τα περιοριστικά μέτρα ισχύουν εις βάρος προσώπου επί σειρά ετών, τούτο δε επειδή συνεχιζόταν η ίδια ποινική διαδικασία εκ μέρους του ΓΓΕ, το Συμβούλιο οφείλει να εξετάσει πλέον ενδελεχώς το ζήτημα ενδεχόμενης προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου αυτού από τις ουκρανικές αρχές (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2019, Stavytskyi κατά Συμβουλίου, T‑290/17, EU:T:2019:37, σκέψη 132).

87      Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, το Συμβούλιο όφειλε τουλάχιστον να επισημάνει τους λόγους για τους οποίους, παρά το επιχείρημα του προσφεύγοντος που εκτέθηκε στη σκέψη 83 ανωτέρω, έκρινε ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος ενώπιον των ουκρανικών δικαστικών αρχών, το οποίο συνιστά, προφανώς, θεμελιώδες δικαίωμα, τηρήθηκε όσον αφορά το ζήτημα της εκδικάσεως της υποθέσεως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

88      Τρίτον, όσον αφορά την εκ μέρους του Συμβουλίου μνεία του ότι ο προσφεύγων αναγνώρισε ότι του παρασχέθηκε πρόσβαση, την 21η Απριλίου 2017, στον φάκελο που τηρούσε για αυτόν το ΓΓΕ, πρέπει να διαπιστωθεί ότι πρόκειται για αναγκαία, πλην όμως όχι, βεβαίως, και επαρκή προϋπόθεση για να γίνει δεκτό ότι είχαν τηρηθεί τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος και το δικαίωμά του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

89      Δεν μπορεί να γίνει δεκτό, επομένως, ότι τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του το Συμβούλιο κατά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων του παρέσχον τη δυνατότητα να διακριβώσει ότι η απόφαση της ουκρανικής δικαστικής αρχής επί της οποίας στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, η διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος είχε εκδοθεί τηρουμένων των εν λόγω δικαιωμάτων.

90      Εξάλλου, επισημαίνεται επίσης συναφώς, όπως διευκρινίσθηκε με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), ότι η νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση εκδόσεως αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων όπως αυτή που αφορά τον προσφεύγοντα, στο Συμβούλιο ή στο Γενικό Δικαστήριο δεν απόκειται να διακριβώνουν το βάσιμο των ερευνών που διενεργούνταν στην Ουκρανία σχετικά με το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχουν επιβληθεί τα μέτρα αυτά, αλλά αποκλειστικώς το βάσιμο της αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων με γνώμονα το έγγραφο ή τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση αυτή (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑220/14 P, EU:C:2015:147, σκέψη 77· της 19ης Οκτωβρίου 2017, Yanukovych κατά Συμβουλίου, C‑599/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:785, σκέψη 69, και της 19ης Οκτωβρίου 2017, Yanukovych κατά Συμβουλίου, C‑598/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:786, σκέψη 72), δεν έχει την έννοια ότι το Συμβούλιο δεν οφείλει να διακριβώσει ότι η απόφαση του τρίτου κράτους στην οποία προτίθεται να στηρίξει τη λήψη περιοριστικών μέτρων ελήφθη τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου, C‑530/17 P, EU:C:2018:1031, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι δεν αποδείχθηκε ότι το Συμβούλιο, πριν εκδώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις, διακρίβωσε τον εκ μέρους των ουκρανικών δικαστικών αρχών σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος.

92      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν, κατά το μέτρο που αφορούν τον προσφεύγοντα, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών λόγων και επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων.

93      Όσον αφορά το αίτημα που υπέβαλε επικουρικώς το Συμβούλιο (βλ. σκέψη 36, τρίτη περίπτωση, ανωτέρω) προκειμένου, κατ’ ουσίαν, να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2018/333 μέχρι την εκπνοή της προβλεπόμενης για την άσκηση αναιρέσεως προθεσμίας και, σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, αρκεί η επισήμανση ότι η απόφαση 2018/333 παρήγαγε αποτελέσματα μόνον έως τις 6 Μαρτίου 2019. Κατά συνέπεια, η ακύρωσή της με την παρούσα απόφαση δεν έχει συνέπειες για το μεταγενέστερο της ημερομηνίας αυτής χρονικό διάστημα, οπότε δεν απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ζητήματος της διατηρήσεως σε ισχύ των αποτελεσμάτων της αποφάσεως αυτής (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2018, Arbuzov κατά Συμβουλίου, T‑258/17, EU:T:2018:331, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί των δικαστικών εξόδων

94      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2018/333 του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2018, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων εν όψει της κατάστασης στην Ουκρανία, και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/326 του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 2018, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία, στο μέτρο που το όνομα του Oleksandr Viktorovych Klymenko εξακολούθησε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά μέτρα αυτά.

2)      Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

Berardis

Spielmann

Csehi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.