Language of document : ECLI:EU:T:2000:89

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 28ης Μαρτίου 2000 (1)

«Γεωργία — Κοινή οργάνωση των αγορών — Μπανάνες — Αίτηση για τηχορήγηση προσθέτων πιστοποιητικών εισαγωγής — Αρθρο 30 του κανονισμού(ΕΟΚ) 404/93 — Προσφυγή ακυρώσεως»

Στην υπόθεση T-251/97,

T. Port GmbH & Co., με έδρα τo Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη απότον G. Meier, δικηγόρο Κολωνίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τοδικηγορικό γραφείο M. Baden, 34, rue Philippe II,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους K.-D.Borchardt και H. van Vliet, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στοΛουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της,Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζομένης από το

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τη R. Silva de Lapuerta, abogadodel Estado, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ισπανίας, 4-6,boulevard Emmanuel Servais,

και τη

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την K. Rispal-Bellanger,υποδιευθύντρια του διεθνούς οικονομικού δικαίου και του κοινοτικού δικαίου στηδιεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεωνστο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Γαλλίας, 8 B, boulevard Joseph II,

παρεμβαίνοντες,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής,της 9ης Ιουλίου 1997, περί μη χορηγήσεως στην προσφεύγουσα προσθέτωνπιστοποιητικών εισαγωγής διά της λήψεως μεταβατικών μέτρων στο πλαίσιο τηςκοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα της μπανάνας,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. D. Cooke, Πρόεδρο, και R. García-Valdecasas και τηνP. Lindh, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 24ης Ιουνίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Κανονιστικό πλαίσιο

1.
    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για τηνκοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της μπανάνας (EE L 47, σ. 1), θέσπισεκοινό σύστημα εισαγωγής μπανανών το οποίο αντικατέστησε τα διάφορα εθνικάσυστήματα.

2.
    Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 404/93, το οποίο εντάσσεται στοντίτλο IV επί του καθεστώτος των συναλλαγών με τις τρίτες χώρες, όπωςτροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3290/94 του Συμβουλίου, της 22αςΔεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις προσαρμογές και τα μεταβατικά μέτρα στοντομέα της γεωργίας που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των συμφωνιών πουέχουν συναφθεί στο πλαίσιο των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων τουΓύρου της Ουρουγουάης (EE L 349, σ. 105), προέβλεπε ότι ανοιγότανδασμολογική ποσόστωση 2,1 εκατομμυρίων τόνων ανά καθαρό βάρος για το έτος1994 και 2,2 εκατομμυρίων τόνων ανά καθαρό βάρος για τα επόμενα έτη, για τιςεισαγωγές μπανάνας από τρίτες χώρες πλην των κρατών ΑΚΕ (Αφρικής,Καραϊβικής, Ειρηνικού) (στο εξής: μπανάνες των τρίτων χωρών) και για τις μηπαραδοσιακές εισαγωγές μπανάνας προελεύσεως κρατών ΑΚΕ (στο εξής: μηπαραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ). Στο πλαίσιο της ποσοστώσεως αυτής, οιεισαγωγές μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ υπέκειντο σε μηδενικό δασμό, ενώοι εισαγωγές μπανάνας τρίτων χωρών σε δασμό 75 ECU ανά τόνο. Οι επελθούσεςστη συνέχεια τροποποιήσεις της κοινής οργανώσεως των αγορών στον ως άνωτομέα είναι αλυσιτελείς για τους σκοπούς της παρούσας προσφυγής.

3.
    Το άρθρο 19, παράγραφος 1, κατένειμε τη δασμολογική αυτή ποσόστωση κατά66,5 % στην κατηγορία των επιχειρηματιών που είχαν εμπορευθεί μπανάνεςτρίτων χωρών και/ή μη παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ (κατηγορία Α), κατά 30 %στην κατηγορία των επιχειρηματιών που είχαν εμπορευθεί κοινοτικές μπανάνεςκαι/ή παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ (κατηγορία Β) και κατά 3,5 % στηνκατηγορία των εγκατεστημένων στην Κοινότητα επιχειρηματιών που άρχισαν ναεμπορεύονται μπανάνες, πλην της κοινοτικής και/ή παραδοσιακής ΑΚΕ, απότο 1992 (κατηγορία Γ).

4.
    Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2:

«Βάσει υπολογισμών χωριστά για κάθε μία από τις κατηγορές των επιχειρηματιώντης παραγράφου 1 (...), κάθε επιχειρηματίας λαμβάνει πιστοποιητικά εισαγωγήςσε συνάρτηση με τη μέση ποσότητα μπανάνας που επώλησε κατά τα τρίατελευταία έτη για τα οποία υπάρχουν στατιστικά στοιχεία.

(...)

Για το δεύτερο εξάμηνο του 1993, κάθε επιχειρηματίας λαμβάνει πιστοποιητικόβάσει του ημίσεος της μέσης ετήσιας ποσότητας που έθεσε στο εμπόριο κατά ταέτη 1989-1991.»

5.
    Το άρθρο 30 του κανονισμού προέβλεπε:

«Αν, από τον Ιούλιο 1993, χρειαστεί να ληφθούν ειδικά μέτρα για να γίνειευκολότερη η μετάβαση από τα καθεστώτα που ίσχυαν πριν τεθεί σε ισχύ οπαρών κανονισμός στο καθεστώς που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό,ιδιαιτέρως δε για να υπερβληθούν σημαντικές δυσκολίες, η Επιτροπή (...)λαμβάνει όλα τα αναγκαία μεταβατικά μέτρα.»

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

6.
    Η προσφεύγουσα είναι επιχείρηση εισαγωγής φρούτων, εγκατεστημένη στηΓερμανία, η οποία εμπορεύεται μπανάνες τρίτων χωρών από τις αρχές του αιώνα.

7.
    Το 1990, συνήψε με την κολομβιανή εταιρία Proban (στο εξής: Proban)προκαταρκτική συμφωνία (αποκαλούμενη: carta de intención) για την σεεβδομαδιαία βάση παράδοση μπανανών με σκοπό την εμπορία τους στη Γερμανία.Οποιαδήποτε διαφορά σχετικά με την εκτέλεση της ως άνω συμφωνίας έπρεπε ναυποβληθεί σε διαιτητές που επρόκειτο να διοριστούν σύμφωνα με τους κανόνεςπερί φιλικής διαιτησίας του Αμβούργου (Hamburger freundschaftliche Arbitrage).Επειδή η Proban δεν τήρησε τους όρους της ως άνω προκαταρκτικής συμφωνίαςκαι προτίμησε να παραδίδει μπανάνες σε άλλη επιχείρηση, η προσφεύγουσαυποχρεώθηκε να αναζητήσει νέο προμηθευτή.

8.
    Κατόπιν αυτού, η προσφεύγουσα συνήψε το 1991 σύμβαση (ενίοτε περιγραφόμενηως «agreement», «σχέδιο συμβάσεως», «προσυμφωνία» ή «προπαρασκευαστικήσυμφωνία») με την εταιρία McKenza organisation de Paris (στο εξής: McKenza).Η εν λόγω σύμβαση διείπετο από το γερμανικό δίκαιο και προέβλεπε επίσης ότιοποιαδήποτε διαφορά σχετικά με την εκτέλεσή της έπρεπε να υποβληθεί σεδιαιτητές οι οποίοι επρόκειτο να διοριστούν σύμφωνα με τους περί φιλικήςδιαιτησίας κανόνες του Αμβούργου. Το Νοέμβριο του 1991, η εταιρία Sembriosaτου Ισημερινού (στο εξής: Sembriosa), κύριος προμηθευτής της McKenza,επτώχευσε και ο επικεφαλής της δολοφονήθηκε.

9.
    Η προσφεύγουσα υπέγραψε στις 7 Νοεμβρίου 1991 προκαταρκτική συμφωνία(αποκαλούμενη επίσης: carta de inteción) με την εταιρία Carrión Internacional τουΙσημερινού (στο εξής: Carrión), η οποία στη συνέχεια απορροφήθηκε από τονόμιλο Bananor του Ισημερινού (στο εξής: Bananor). Στις 11 Μαρτίου 1993, ηπροσφεύγουσα συνήψε με την Carrión σύμβαση περί διανομής, η οποίααντικαταστάθηκε από την υπογραφείσα με την Bananor την 1η Ιουνίου 1993μεταγενέστερη συμφωνία με το ίδιο περιεχόμενο.

10.
    Μετά την έναρξη ισχύος της κοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα τηςμπανάνας από 1ης Ιουλίου 1993, η προσφεύγουσα κατέβαλε προσπάθειεςπροκειμένου να της χορηγηθούν οι ποσότητες αναφοράς που θα της επέτρεπαννα επιβιώσει οικονομικώς ως εισαγωγέας μπανανών.

11.
    Με διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 1995, στα πλαίσια της διαδικασίαςασφαλιστικών μέτρων, το Hessischer Verwaltungsgerichtshof (Γερμανία) τηςχορήγησε πρόσθετα πιστοποιητικά εισαγωγής και υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), προδικαστικά ερωτήματα αφορώντα,μεταξύ άλλων, την ερμηνεία του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93.

12.
    Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-68/95, T. Port (Συλλογή1996, σ. Ι-6065, στο εξής: απόφαση T. Port), το Δικαστήριο έκρινε, ιδίως, ότι τοάρθρο 30 του κανονισμού 404/93 επιτρέπει στην Επιτροπή και, ανάλογα με τιςπεριστάσεις, της επιβάλλει την υποχρέωση να ρυθμίζει τις περιπτώσειςυπερβολικής χαλεπότητας που οφείλονται στο γεγονός ότι οι εισαγωγείςμπανανών τρίτων χωρών ή μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ συναντούνδυσχέρειες που απειλούν την επιβίωσή τους, όταν τους έχει χορηγηθεί εξαιρετικάχαμηλή ποσόστωση με βάση τα έτη αναφοράς που πρέπει να λαμβάνονται υπόψηδυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού, στην περίπτωσηπου οι δυσχέρειες αυτές είναι συμφυείς με τη μετάβαση από τα υφιστάμενα πριναπό την έναρξη ισχύος του κανονισμού εθνικά καθεστώτα στην κοινή οργάνωσητης αγοράς και δεν οφείλονται στη μη επίδειξη επιμελείας από τουςενδιαφερόμενους επιχειρηματίες.

13.
    Με συστημένη επιστολή της 16ης Δεκεμβρίου 1996, την οποία παρέλαβε ηΕπιτροπή στις 23 Δεκεμβρίου 1996, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπήνα εκδώσει, εντός σύντομου χρόνου, διατάξεις εφαρμοστέες σε περιπτώσειςυπερβολικής χαλεπότητας και, ειδικότερα, τη χορήγηση προσθέτων πιστοποιητικώνεισαγωγής για μπανάνες προελεύσεως τρίτων χωρών στο πλαίσιο τηςδασμολογικής ποσοστώσεως.

14.
    Επειδή η Επιτροπή δεν έλαβε θέση επί της εν λόγω αιτήσεως εντός των δύομηνών που ακολούθησαν την επιστολή, η προσφεύγουσα άσκησε, με δικόγραφοπου κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Φεβρουαρίου 1997,προσφυγή κατά παραλείψεως (υπόθεση Τ-39/97), δυνάμει του άρθρου 175 τηςΣυνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 232 ΕΚ).

15.
    Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε αυθημερόν στη Γραμματεία τουΠρωτοδικείου, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρωνσύμφωνα με τα άρθρα 185 και 186 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 242 ΕΚ και243 ΕΚ) (υπόθεση Τ-39/97 R). Επειδή η προσφεύγουσα παραίτηθηκε στησυνέχεια από την αίτησή της περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, η υπόθεσηδιεγράφη από το πρωτόκολλο του Πρωτοδικείου με διάταξη του Προέδρου τουΠρωτοδικείου της 13ης Ιουνίου 1997.

16.
    Με απόφαση της 9ης Ιουλίου 1997, η Επιτροπή απέρριψε τα αιτήματα πουδιατύπωσε η προσφεύγουσα με το από 16 Δεκεμβρίου 1996 έγγραφό της (στοεξής: η προσβαλλομένη απόφαση).

17.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12Σεπτεμβρίου 1997, η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή.

18.
    Με διάταξη της 26ης Νοεμβρίου 1997 στην υπόθεση Τ-39/97, T. Port κατάΕπιτροπής (Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-2125), το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι παρείλκεη έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής κατά παραλείψεως.

19.
    Με διατάξεις της 17ης Ιουνίου 1998, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος τουΠρωτοδικείου έκανε δεκτές τις παρεμβάσεις του Βασιλείου της Ισπανίας και τηςΓαλλικής Δημοκρατίας προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής στα πλαίσιατης παρούσας υποθέσεως. Τα υπομνήματα των παρεμβαινόντων κατατέθηκαν στις30 Ιουλίου και 3 Σεπτεμβρίου 1998 αντιστοίχως.

20.
    Κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιουνίου 1999, οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησανστις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου.

Η προσβαλλομένη απόφαση

21.
    Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, όσον αφορά τη συναφθείσαμε την Proban προκαταρκτική συμφωνία, ότι δεν υφίστατο καμία οριστικήδέσμευση έναντι της εν λόγω επιχειρήσεως και ότι η προκαταρκτική αυτήσυμφωνία ήταν απλή δήλωση προθέσεων χωρίς κανένα δεσμευτικό χαρακτήρααπό νομικής απόψεως. Επιπλέον, υπογράμμισε ότι η προσφεύγουσα είχεπροσκομίσει κατ' αρχάς εκδοχή της προκαταρκτικής αυτής συμβάσεωςυπογεγραμμένη αποκλειστικά και μόνο από την ίδια, στη συνέχεια δε ετέραεκδοχή η οποία περιελάμβανε και μια δεύτερη υπογραφή που φερόταν ότι ανήκεστον εκπρόσωπο της Proban, ενώ ουσιώδη στοιχεία, όπως η έναρξη τωνπαραδόσεων καθώς και οι λιμένες φορτώσεως και εκφορτώσεως, δενπεριλαμβάνονταν σε καμία από τις δύο εκδοχές. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δενείχε αποδειχθεί η ύπαρξη συμβάσεως, η λύση της οποίας μπορούσε να θεωρηθείως περίπτωση υπερβολικής χαλεπότητας κατά την έννοια της αποφάσεως T. Port.

22.
    Ως προς τη σύμβαση με την McKenza, η Επιτροπή εκτίμησε ότι αδυνατούσε νααναγνωρίσει ως περίπτωση υπερβολικής χαλεπότητας την πτώχευση της Sembriosaτης 4ης Νοεμβρίου 1991. Συγκεκριμένα, η 22α Οκτωβρίου 1991 που περιελάμβανεη ως άνω σύμβαση, προεγενέστερη κατά μερικές ημέρες της πτωχεύσεως, ήτανύποπτη στον βαθμό που είχε προστεθεί χειρογράφως και δεν εμφαινόταν δίπλαστις υπογραφές. Ομοίως, με το από 16 Δεκεμβρίου 1996 έγγραφό της, ηπροσφεύγουσα είχε διευκρινίσει ότι η επίδικη δέσμευση είχε υπογραφεί στις 17Οκτωβρίου 1991. Ακολούθως, δεν μπορούσε να προσδιοριστεί η διάρκειαεφαρμογής της εν λόγω συμβάσεως. Περαιτέρω, η σύμβαση ανέφερε ότι και άλλοιπαραγωγοί πλην της Sembriosa υπήρχε περίπτωση να ανεφοδιάζουν τη McKenza.Πάντως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι τελευταίοι βρίσκονταν σε αδυναμίανα προμηθεύσουν την ίδια ποσότητα μπανανών ούτε προέβη σε οποιοδήποτεδιάβημα προς την McKenza προκειμένου να επιτύχει την εκτέλεση τηςσυμβάσεως, μολονότι οριζόταν ότι είχε τη δυνατότητα να προσφύγει, σεπερίπτωση διαφοράς, σε διαιτητικό δικαστήριο στο Αμβούργο. Επομένως, ηπροσφεύγουσα δεν είχε επιδείξει την απαιτουμένη, σύμφωνα με την απόφαση T.Port, επιμέλεια.

23.
    Όσον αφορά τις συμβάσεις της 11ης Μαρτίου και 1ης Ιουνίου 1993 με τις Carriónκαι Bananor αντιστοίχως, η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν μπορούσαν να ληφθούνυπόψη επειδή είχαν συναφθεί μετά τη δημοσίευση του κανονισμού 404/93 στηνΕπίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα περιοριστικάαποτελέσματα του ως άνω κανονισμού σχετικά με τις δυνατότητες εισαγωγήςμπανανών προελεύσεως τρίτων χωρών με μειωμένο συντελεστή ήσαν ήδη,συνακόλουθα, γνωστά κατά τη σύναψη των ως άνω συμβάσεων. Επιπλέον, ησύμβαση της 1ης Ιουνίου 1993 προέβλεπε ρητώς ότι ζητήματα αδειών θααποτελούσαν περίπτωση ανωτέρας βίας δυναμένης να οδηγήσει στην καταγγελίατης. Αρα, η προσφεύγουσα δεν ήταν υποχρεωμένη να εμπορεύεται τις μπανάνεςτης Carrión και της Bananor, ούτε να τις πωλεί επί ζημία.

24.
    Όσον αφορά τη δήλωση προθέσεων της 7ης Νοεμβρίου 1991 με την Carrión, ηΕπιτροπή θεώρησε ότι δεν περιελάμβανε καμία νομική δέσμευση και ουδένπροέβλεπε επί του ενδεχομένου ζητήματος αποζημιώσεως σε περίπτωση μησυνάψεως συμβάσεως. Επιπλέον, η προσφεύγουσα όφειλε να υποστεί τιςσυνέπειες του γεγονότος ότι, λόγω του ότι δεν έλαβε εγκαίρως τα αναγκαίαμέτρα, δεν κατέστη δυνατό να αρχίσει τις εισαγωγές μπανανών που της εφοδίασεη Carrión παρά μόλις το πρώτο εξάμηνο του 1993.

25.
    Ενόψει του συνόλου των προεκτεθέντων, η Επιτροπή αρνήθηκε να δεχθεί ότι ηπροσφεύγουσα βρισκόταν αντιμέτωπη με περίπτωση υπερβολικής χαλεπότητας καιαρνήθηκε, ως εκ τούτου, την αίτησή της για τη χορήγηση προσθέτωνπιστοποιητικών εισαγωγής.

Αιτήματα των διαδίκων

26.
    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

27.
    Η Επιτροπή, υποτηριζομένη από το Βασίλειο της Ισπανίας και τη ΓαλλικήΔημοκρατία, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει την προσφυγή·

—    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

28.
    Η προσφεύγουσα θεμελιώνει την προσφυγή της σε δύο λόγους, αρυομένους,αντιστοίχως, από παράβαση του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93 και υπέρβασηεξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής. Η καθής υποστηρίζει προκαταρκτικώς ότι ταεπισυναφθέντα ως παραρτήματα Κ1 και Κ4 στο δικόγραφο της προσφυγήςέγγραφα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής.Η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει την ίδια ένσταση όσον αφορά ταεπισυναφθέντα στο παράρτημα Κ1 του δικογράφου της προσφυγής έγγραφα.Επιβάλλεται, κατ' αρχάς, η εξέταση του αιτήματος της καθής και της ΓαλλικήςΔημοκρατίας για την απόσυρση από τις συζητήσεις ορισμένων δικογράφων.

Επί του χαρακτήρα των επισυναφθέντων ως παραρτήματα Κ1 και Κ4 τουδικογράφου της προσφυγής εγγράφων ως ληπτέων υπόψη

Επιχειρηματολογία της Επιτροπής και της Γαλλικής Δημοκρατίας

29.
    Κατά την Επιτροπή, η προκαταρκτική σύμβαση με την Proban, η οποίαεπισυνάφθηκε στο παράρτημα Κ1 του δικογράφου της προσφυγής, δεν είναι ηίδια ούτε με την εκδοχή που κοινοποιήθηκε με την αίτηση της 16ης Δεκεμβρίου1996, ούτε με εκείνη που προσκομίστηκε στο πλαίσιο των προγενεστέρων ενώπιοντου Πρωτοδικείου διαφορών (υποθέσεις Τ-39/97 και Τ-39/97 R).

30.
    Η εκδοχή που επισυνάφθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής περιλαμβάνει, σεαντίθεση με τις προγενέστερες, μνείες αφορώσες την ημερομηνία ενάρξεως τωνπαραδόσεων μπανανών καθώς και μνεία των λιμένων φορτώσεως και προορισμού.Τα ανωτέρω σημεία δεν στερούνται σημασίας, όσον αφορά τη μη αναγνώριση εκμέρους της Επιτροπής της νομικής αξίας της ως άνω προκαταρκτικής συμβάσεωςμε την προσβαλλομένη απόφαση.

31.
    Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεωςεκτιμάται με γνώμονα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ίσχυαν κατά τονχρόνο της εκδόσεώς της. Με την παρούσα δίκη, η εκδοχή της προκαταρκτικήςσυμβάσεως με την Proban, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα Κ1, συνιστάνέο πραγματικό στοιχείο, οπότε πρέπει να αφαιρεθεί από τη δικογραφία. ΗΓαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει το επιχείρημα της Επιτροπής συναφώς.

32.
    Ομοίως, η από 11 Ιουλίου 1997 υπεύθυνη δήλωση του Nazzari, ο οποίοςεκπροσωπούσε την McKenza κατά τις διαπραγματεύσεις με την προσφεύγουσα,δήλωση η οποία επισυνάπτεται στο παράρτημα Κ4 του δικογράφου τηςπροσφυγής, πρέπει να αφαιρεθεί από τη δικογραφία. Πράγματι, η ημερομηνίασυνάψεως της συμβάσεως με τη McKenza δεν είναι βεβαία, εφόσον η 22αΟκτωβρίου 1991 προστέθηκε χειρογράφως και δεν εμφαινόταν δίπλα στιςυπογραφές, ενώ ο δικηγόρος της προσφεύγουσας βεβαίωσε ότι η ως άνω σύμβασηείχε υπογραφεί στις 17 Οκτωβρίου 1991.

33.
    Ομοίως, υφίσταται ασάφεια ως προς ορισμένα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως.Έτσι, όσον αφορά τη διάρκεια ισχύος της, ο Nazzari διευκρίνισε ότι είχε οριστείγια πέντε έτη, ενώ ο Port, με την από 14 Μαρτίου 1997 υπεύθυνη δήλωσή τουβεβαίωνε ότι είχε τουλάχιστον τριετή διάρκεια. Η σύμβαση, όπως κοινοποιήθηκεστην Επιτροπή με την αίτηση της 16ης Δεκεμβρίου 1996, ουδέν περιελάμβανε περίδιαρκείας ισχύος της.

34.
    Επειδή η Επιτροπή δεν μπορούσε να βασιστεί, κατά τον χρόνο εκτιμήσεως τηςαιτήσεως για τη ρύθμιση περιπτώσεως υπερβολικής χαλεπότητας, παρά μόνο σεστοιχεία που προσκόμισε ο ίδιος ο αιτών, είναι όψιμη οποιαδήποτε διόρθωση επίτης συμβάσεως επελθούσα κατά τη διάρκεια της δίκης.

Επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας

35.
    Η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι, στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής,προσκόμισε δύο διαφορετικές εκδοχές της προκαταρκτικής συμβάσεως με τηνProban. Η εκδοχή που είχε αποστείλει στην Επιτροπή με το έγγραφο της 16ηςΔεκεμβρίου 1996 δεν διευκρίνιζε την ημερομηνία ενάρξεως των παραδόσεων ούτετον λιμένα φορτώσεως. Ακολούθως, επισύναψε, ως παράρτημα Κ1 τουδικογράφου της προσφυγής, συμπληρωμένο αντίτυπο της προκαταρκτικήςσυμβάσεως που περιελάμβανε τα δύο αυτά στοιχεία. Η προσκόμιση του ιδίουεγγράφου σε διαφορετικά στάδια οφείλεται στο γεγονός ότι η προσφεύγουσαδιέθετε τριπλό σύστημα αρχειοθετήσεως, ενώ για την υποβολή εγγράφων προς τηνΕπιτροπή εμπλέκονταν διάφορα πρόσωπα. Επαφίεται στο Πρωτοδικείοπροκειμένου να εκτιμήσει αν ένα αποδεικτικό μέσο προσκομισθέν ως παράρτηματου δικογράφου της προσφυγής μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο στην εκδοχή πουδιέθετε η Επιτροπή κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

36.
    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η σύμβαση με τη McKenza συνήφθη με βάσηόσα συμφώνησαν τα μέρη στις 17 Οκτωβρίου 1991, όπως προκύπτει από τηνυπεύθυνη δήλωση του Nazzari που επισυνάπτεται ως παράρτημα Κ4 τουδικογράφου της προσφυγής. Η 22α Οκτωβρίου 1991 είναι η ημερομηνίαπαραλαβής εκ μέρους της προσφεύγουσας του υπογεγραμμένου από την McKenzaεγγράφου.

37.
    Αναφερόμενη στην ίδια υπεύθυνη δήλωση του Nazzari, η προσφεύγουσαπροσθέτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν συμφωνήσει ότι η διάρκεια ισχύος τηςσυμβάσεως θα ήταν πενταετής. Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της ως άνωδηλώσεως και εκείνης του Port (βλ. ανωτέρω σκέψη 33).

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

38.
    Κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα μιας προσβαλλομένης πράξεως εκτιμάται σεσυνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά τον χρόνοτης εκδόσεώς της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1979 στιςσυνεκδικασθείσες υποθέσεις 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογήτόμος 1979/Ι, σ. 141, σκέψη 7, και της 5ης Ιουλίου 1984 στην υπόθεση 114/83,Société d'initiatives et de coopération agricoles και Société interprofessionnelle desproducteurs et expéditeurs de fruits, légumes, bulbes et fleurs d'llle-et-Vilaine κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 2589, σκέψη 22· απόφαση του Πρωτοδικείου της22ας Οκτωβρίου 1996 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-79/95 και T-80/95,SNCF και British Railways κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-1491, σκέψη 48).Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη νομολογία, οι πολύπλοκες εκτιμήσεις στιςοποίες προβαίνει η Επιτροπή πρέπει να εξετάζονται μόνο σε συνάρτηση με ταστοιχεία που διέθετε κατά τον χρόνο κατά τον οποίο επελήφθη συναφώς(απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-241/94,Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4551, σκέψη 33, και απόφαση τουΠρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-371/94και T-394/94, British Airways κ.λπ. και British Midland Airways κατά Επιτροπής,Συλλογή 1998, σ. II-2405, σκέψη 81).

39.
    Έπεται ότι, προκειμένου να υποστηρίξει την προσφυγή της, η προσφεύγουσα δενμπορεί να επικαλεστεί την εκδοχή της προκαταρκτικής συμβάσεως με την Probanπου είχε επισυνάψει στο δικόγραφο της προσφυγής αλλ' αποκλειστικά εκείνη πουδιέθετε η Επιτροπή κατά τον χρόνο εξετάσεως της από 16 Δεκεμβρίου 1996αιτήσεώς της.

40.
    Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηρίζεται στη δήλωση του Nazarri μεσκοπό τη συμπλήρωση των διατάξεων της συμβάσεως με την McKenza, δεδομένουότι ο Nazarri προσδίδει στην εν λόγω σύμβαση περιεχόμενο διαφορετικό απόεκείνο που διέθετε η Επιτροπή κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

41.
    Επομένως, τα παραρτήματα Κ1 και Κ4 δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τουςσκοπούς της παρούσας προσφυγής.

Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος θεμελιώνεται σε παράβαση του άρθρου 30 τουκανονισμού 404/93

Επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας

42.
    H Επιτροπή δεν εκτίμησε ορθά τον χαρακτήρα και τις έννομες συνέπειες τηςπροκαταρκτικής συμβάσεως με την Proban. Μια προκαταρκτική σύμβαση συνιστάεκ των προτέρων δέσμευση των συμβαλλομένων οσάκις πραγματικά ή νομικάεμπόδια εξακολουθούν να μην επιτρέπουν τη σύναψη της συμβάσεως αυτήςκαθεαυτή.

43.
    Ούτε ο χαρακτηρισμός της συμφωνίας ούτε η εκτίμηση των εν γένει δηλώσεωνπροθέσεων είναι λυσιτελείς. Καθοριστικά είναι αποκλειστικά η βούληση τωνσυμβαλλομένων και, ελλείψει δεδηλωμένης βουλήσεως, οι συνήθειες του τόπουεκτελέσεως που στην προκειμένη περίπτωση ήταν το Αμβούργο. Η προκαταρκτικήσύμβαση με την Proban αποδεικνύει τη βούληση των δύο μερών να δεσμευθούνκαι περιλαμβάνει όλα τα ουσιώδη προς τούτο στοιχεία. Σε αντίθεση προς όσαισχυρίζεται η Επιτροπή, η ημερομηνία ενάρξεως των παραδόσεων και οι λιμένεςφορτώσεως και εκφορτώσεως δεν αποτελούν ουσιώδη στοιχεία μιαςπροκαταρκτικής συμβάσεως. Τα μόνα ουσιώδη στοιχεία είναι η ποσότητα καιποιότητα των εμπορευμάτων, η τιμή τους και ο επιμερισμός των εξόδων πουσυνεπάγεται η διάθεσή τους στην αγορά καθώς και η ελάχιστη διάρκεια τηςσυμβάσεως.

44.
    Μια «carta de intención», όπως είναι οι υπογραφείσες με τις Proban και Carriónπροκαταρκτικές συμβάσεις (βλ. κατωτέρω σκέψη 49) αποτελεί έγκυρη σύμβασησύμφωνα με τα εμπορικά ήθη του Αμβούργου, εφόσον είναι επαρκώς ακριβής καιλεπτομερής ώστε να είναι εφικτή η εκτέλεσή της δικαστικώς. Η μη τήρηση εκμέρους ενός συμβαλλομένου της ως άνω συμβάσεως παρέχει επίσης στοναντισυμβαλλόμενο που εθίγη τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεωςλόγω μη εκτελέσεως.

45.
    Επομένως, υφίσταται με την Proban σύμβαση εμπορίας με δεσμευτικό νομικόχαρακτήρα, σε εκτέλεση της οποίας η προσφεύγουσα θα έπρεπε να είχε λάβει ταεμπορεύματα κατά την περίοδο αναφοράς αν το αντισυμβαλλόμενο μέρος δεν είχεεξωθηθεί, λόγω του ανταγωνισμού, να ενεργήσει αθετώντας τις δεσμεύσεις του.

46.
    Δεδομένου ότι η προσφυγή στη δικαιοσύνη δεν θα της επέτρεπε να επιτύχει τηνπαράδοση των εμπορευμάτων από την Proban κατά την περίοδο αναφοράς, ηπροσφεύγουσα έλαβε, συνακόλουθα, την απόφαση να αναζητήσει άλλον εταίρο.

47.
    Όσον αφορά τη σύμβαση με την McKenza, ο προμηθευτής της τελευταίας ήταναποκλειστικά η Sembriosa και οι εκμεταλλεύσεις της. Αυτές δεν ήσαν νομικώς σεθέση να προμηθεύουν απευθείας την McKenza λόγω του ότι δεν διέθεταν άδειεςεξαγωγής. Επειδή η McKenza και δεν συνήψε σύμβαση με άλλον εξαγωγέα στονΙσημερινό και οι λοιποί παραγωγοί δεν είχαν τη δυνατότητα να εξάγουν, ησυμφωνία της McKenza με την προσφεύγουσα κατέστη αδύνατο να εκτελεστείλόγω της πτωχεύσεως της Sembriosa. Δίκη κατά της McKenza θα στερούνταννοήματος τόσον από απόψεως οικονομικής όσο και νομικής, δεδομένου ότι δενθα επέτρεπε στην προσφεύγουσα να εισαγάγει υπολογιστέες για την περίοδοαναφοράς ποσότητες.

48.
    Όσον αφορά την πτώχευση της Sembriosa, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότιενημερώθηκε συναφώς περί τα τέλη Οκτωβρίου ή περί τις αρχές Νοεμβρίου 1991,τηλεφωνικώς από τον Nazzari, σύμφωνα με τον οποίο η σύμβαση με την McKenzaήταν αδύνατο να εκτελεστεί λόγω του γεγονότος αυτού.

49.
    Επίσης, η προκαταρτική σύμβαση της 7ης Νοεμβρίου 1991 με την Carrión έχειδεσμευτική νομική αξία. Ουδεμία υφίσταται αμφιβολία ως προς τη βούληση τωνμερών να δεσμευθούν. Με βάση την ως άνω σύμβαση, τα μέρη άρχισαν τιςεμπορικές συναλλαγές τους και οι πρώτες μπανάνες άρχισαν όντως ναπαραδίδονται από τον Φεβρουάριο του 1993, όπως προβλεπόταν. Ομοίως,ρυθμίστηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως.

50.
    Εν πάση περιπτώσει, η προκαταρκτική σύμβαση και οι συμβάσεις του 1993 με τιςCarrión και Bananor πρέπει να θεωρηθούν ως ενιαίο σύνολο, δεδομένου ότι οισυμβάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν συμπληρωματικές σε σχέση με τηνπροκαταρκτική αυτή σύμβαση διατάξεις, μολονότι συνήφθησαν μετά την έκδοσητου κανονισμού 404/93.

51.
    Γεγονός είναι ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν το δικαίωμα να καταγγείλουν τιςσυμβάσεις, αλλ' η δυνατότητα αυτή είναι άσχετη με τις προϋποθέσεις από τιςοποίες εξαρτάται η έκδοση εκ μέρους της Επιτροπής μεταβατικών μέτρων.

52.
    Η χορήγηση στην προσφεύγουσα εξαιρετικά χαμηλής ποσοστώσεως μπανανώνσυνιστά απειλή για την επιβίωσή της. Αν δεν μεσολαβούσε η κοινή οργάνωση τωναγορών, θα εμπορευόταν στη Γερμανία τις συμπεφωνημένες με τηνπροκαταρκτική σύμβαση που συνήψε με την Carrión ποσότητες, οι οποίες θαλαμβάνονταν υπόψη προς όφελός της ως ποσότητες αναφοράς. Επομένως, ηκατάστασή της συνιστά περίπτωση υπερβολικής χαλεπότητας σύμφωνα με τηναπόφαση T. Port. Η αμέλεια που της προσάπτει η Επιτροπή ουδόλως συντείνειστην υπέρβαση των δυσχερειών με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη. Ούτε είναιρεαλιστικό να υποστηρίζεται ότι, αν είχε επιδείξει επιμέλεια, θα είχε λάβει τααναγκαία μέτρα για την εμπορία των μπανανών της Carrión στη Γερμανία.

Επιχειρηματολογία της Επιτροπής και των παρεμβαινόντων

53.
    Όσον αφορά την προκαταρκτική σύμβαση με την Proban, όπως της κοινοποιήθηκεμε την αίτηση της 16ης Δεκεμβρίου 1996, η Επιτροπή απορρίπτει τηνεπιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, σύμφωνα με την οποία η δεδηλωμένηβούληση των προσώπων που την κατήρτισαν ή, ελλείψει αυτής, τα ισχύοντα στοΑμβούργο έθιμα επιτρέπουν να υποτεθεί ότι υφίστατο σύμβαση εμπορίαςδεσμεύουσα τα συμβαλλόμενα μέρη.

54.
    Πρώτον, η Επιτροπή εκτιμά ότι ούτε οι διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν τηςυπογραφής της προκαταρκτικής συμβάσεως, ούτε η εκπεφρασμένη πρόθεση τωνμερών να συνάψουν εμπορικές σχέσεις μακροπροθέσμως είναι ικανές ναπροσδώσουν στο εν λόγω έγγραφο υποχρεωτική νομική φύση.

55.
    Δεύτερον, σύμφωνα με την έκθεση του εμπειρογνώμονα Walter Müller περί τωνεθίμων στο Αμβούργο, όσον αφορά τον συμβατικό και υποχρεωτικό χαρακτήραμιας προκαταρκτικής συμβάσεως:

«Μια ”carta de intencion” είναι υποχρεωτική σύμβαση, η παραβίαση της οποίαςεπιτρέπει στον έντιμο αντισυμβαλλόμενο να αξιώσει αποζημίωση, εφόσον οιδιατάξεις είναι επαρκώς ακριβείς ώστε, εφαρμόζοντας τις αρχές τηςσυμπληρωματικής ερμηνείας των συμβάσεων, να μπορεί να ασκηθεί αγωγή περίεκτελέσεως».

56.
    Η προκαταρκτική σύμβαση με την Proban δεν ρυθμίζει όλες τις ουσιώδεις πτυχέςμιας συμφωνίας και δεν περιλαμβάνει, επομένως, διατάξεις αρκούντως ακριβείςκατά την έννοια των εθίμων του Αμβούργου. Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζειη προσφεύγουσα, η προκαταρκτική σύμβαση δεν παρέχει κανένα ενδεικτικόστοιχείο ως προς την ημερομηνία ενάρξεως των παραδόσεων ούτε ως προς τουςλιμένες αποστολής και εκφορτώσεως.

57.
    Επιπλέον, η προσφεύγουσα αγνοεί τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ των εννόμωνσυνεπειών ενός εγγράφου προθέσεων και εκείνων μιας συμβάσεως. Η Επιτροπήσυντάσσεται με τη γνώμη του Müller, σύμφωνα με την οποία, αν το περιεχόμενοενός εγγράφου προθέσεων είναι αρκούντως συγκεκριμένο, η αθέτησή του μπορείνα γεννήσει δικαίωμα προς αποκατάσταση. Πάντως, το δικαίωμα αυτόπεριορίζεται στην αποζημίωση λόγω της προκληθείσας από τον αντισυμβαλλόμενοζημίας εξ αιτίας της μη συνάψεως της συμβάσεως, ενόψει των ήδη ληφθέντων απόαυτόν μέτρων για την πραγματοποίηση της συμβάσεως. Αντιθέτως, ένα έγγραφοπροθέσεων δεν μπορεί να παρέχει τη δυνατότητα να απαιτείται η εκτέλεση τωνμελλοντικών συμβατικών υποχρεώσεων που προβλέπει. Αρα, η προκαταρκτικήσύμβαση δεν γεννά σε νομικό επίπεδο δικαίωμα που να οδηγεί στην υποχρέωσηεκτελέσεως των σχεδιαζομένων παραδόσεων μπανανών, οπότε η έναρξη ισχύοςτης κοινής οργανώσεως των αγορών δεν θίγει περαιτέρω εμπορική σχέση που έχειήδη εγκαθιδρυθεί, σε ικανό βαθμό από νομική άποψη, και αφορά την παράδοσημπανανών τρίτων χωρών. Η προσφεύγουσα έχει προδήλως επίγνωση τωνγεγονότων αυτών, προβάλλοντας την άποψη ότι η προκαταρκτική συμφωνία,πόρρω απέχοντας του να συνιστά έγγραφο προθέσεων, είναι ήδη νομικώς έγκυρησύμβαση, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

58.
    Η έκθεση του Müller αναφέρεται αποκλειστικά στις ελάχιστες προϋποθέσεις πουπρέπει να πληροί ένα έγγραφο προθέσεων για να μπορεί να παραγάγει έννομεςσυνέπειες στοιχειοθετούσες δικαίωμα προς επανόρθωση και όχι στους κανόνεςκαταρτίσεως και κύρους μιας συμβάσεως.

59.
    Ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό της οικείας προκαταρκτικής συμβάσεως, η μηεκτέλεσή της εκ μέρους της Proban δεν μπορεί να συνιστά περίπτωση υπερβολικήςχαλεπότητας, δεδομένου ότι, κατά την ομολογία της ίδιας της προσφεύγουσας, ηπράξη αυτή δεν της εξασφάλιζε κανένα δικαίωμα για την παράδοση μπανανών.

60.
    Όσον αφορά τη σύμβαση με την McKenza, η ερμηνεία της, σύμφωνα με την οποίαμοναδικός εταίρος της εν λόγω εταιρίας στον Ισημερινό ήταν η Sembriosa, δεναντιστοιχεί στις διατάξεις της συμβάσεως ούτε στην υφισταμένη κατά τον χρόνοτης υπογραφής της κατάσταση. Ουδόλως μπορεί να συναχθεί από τη σύμβαση ότιμόνον οι παραδόσεις της Sembriosa αποτελούσαν αντικείμενο της συμφωνίας πουείχε συναφθεί με την προσφεύγουσα. Επιπλέον, η αρκετά περιορισμένη ικανότηταπαραδόσεων της Sembriosa εξηγεί ότι η σύμβαση αναφερόταν σε άλλουςπρομηθευτές προκειμένου να διασφαλιστεί η αποστολή εκ μέρους της McKenzaπρος την προσφεύγουσα των προβλεπομένων ποσοτήτων μπανανών.

61.
    Εν πάση περιπτώσει, μετά την πτώχευση της Sembriosa, οι συλλεγείσες από τιςεπιχειρήσεις της παραγωγής μπανάνες έπρεπε να είναι διαθέσιμες στην αγορά,οπότε η McKenza μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της περίπαραδόσεως προς την προσφεύγουσα δεδομένου ότι η αγορά του Ισημερινού ήτανπροδήλως σε θέση να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό του εν λόγω προμηθευτή μεμπανάνες.

62.
    Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η κίνηση κατά της McKenzaδίκης θα ήταν αναποτελεσματική στερείται βάσεως.

63.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως είναιλυσιτελής (βλ. ανωτέρω σκέψη 32), εφόσον μόνο μια σύμβαση συναφθείσα με τηνMcKenza προ της πτωχεύσεως της Sembriosa στις 4 Νοεμβρίου 1991 μπορούσε νααποτελέσει τη βάση για την αναγνώριση περιπτώσεως υπερβολικής χαλεπότητας.Οι αντιφατικές ημερομηνίες και οι λοιπές ανακρίβειες που προπαρατέθηκαντραυματίζουν, πάντως, σημαντικά την αξιοπιστία της απόψεως τηςπροσφεύγουσας.

64.
    Όσον αφορά τις συμβάσεις και την προκαταρκτική σύμβαση που συνήφθησαν μετις Carrión και Bananor, επιβάλλεται η διάκριση των ρυθμίσεων εκ μέρους τηςπροσφεύγουσας σε εκείνες προ της λήψεως γνώσεως της κοινής οργανώσεως τωναγορών και τις επακόλουθες. Η προκαταρκτική σύμβαση της 7ης Νοεμβρίου 1991είναι το μόνο στοιχείο που μπορεί να αποτελέσει τη βάση εκτιμήσεως αν ηπροφεύγουσα βρισκόταν αντιμέτωπη με κατάσταση υπερβολικής χαλεπότητας. Ηως άνω προκαταρκτική σύμβαση, η νομική αξία της οποίας δεν υπερβαίνει εκείνηενός εγγράφου προθέσεων, δεν συνιστά λυσιτελές από απόψεως δικαίουοικονομικό μέτρο που θα στερούσε αποτελέσματος την κοινή οργάνωση τωναγορών. Πρόκειται για αναγκαστική φάση κατά την κατάρτιση συμβάσεωςπαραδόσεως, ακόμη και εν όψει των διατάξεων του γερμανικού δικαίου πουεπικαλέστηκε η προσφεύγουσα.

65.
    Συναφώς, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είχαν αξιολογήσει το γεγονός ότι οιποσότητες και οι προϋποθέσεις παραδόσεως που προέβλεπε η προκαταρκτικήσύμβαση επρόκειτο να επαναληφθούν, χωρίς καμία τροποποίηση, με τη σύμβαση,αλλ' είχαν συμφωνήσει ότι τα στοιχεία αυτά επρόκειτο να εξεταστούν εκ νέου και,ενδεχομένως, να αναπροσαρμοστούν κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως.Επομένως, δεν μπορεί να συνάγεται από την προκαταρκτική σύμβαση ότι είχανπροβλεφθεί αμετάκλητες διατάξεις δυνάμενες να καταστούν ανίσχυρες από τηνκοινή οργάνωση των αγορών. Η περιληφθείσα στις συμβάσεις του 1993 ρήτραπερί καταγγελίας αποδεικνύει περαιτέρω ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαναπόλυτη συνείδηση των δυσχερειών που μπορούσαν να ανακύψουν από τηθέσπιση του κοινού αυτού καθεστώτος.

66.
    Η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται περαιτέρω να θεμελιώνει την αίτησή της στιςσυμβάσεις παραδόσεως που συνήψε στις 11 Μαρτίου 1993 με την Carrión και την1η Ιουνίου 1993 με την Bananor, δεδομένου ότι ο κανονισμός 404/93 είχεδημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 25Φεβρουαρίου 1993. Επίσης, τα τιθέμενα από την εκτέλεση των ως άνω συμβάσεωνπροβλήματα δεν οφείλονταν στην κοινή οργάνωση των αγορών αλλά σεεπιχειρηματικής φύσεως απόφαση, την ευθύνη της οποίας ανέλαβε ηπροσφεύγουσα. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα θα μπορούσε νααπαλλαγεί από τις ανωτέρω υποχρεώσεις κάνοντας χρήση της ευχερείας περίκαταγγελίας της συμβάσεως.

67.
    Το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι οι περιστάσεις τις οποίες επικαλέστηκεη προσφεύγουσα δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως περίπτωση υπερβολικήςχαλεπότητας υποχρεώνουσα την Επιτροπή να θεσπίσει μεταβατικά μέτρα.Έγγραφο προθέσεων, όπως το υπογραφέν με την Proban, αποτελεί φάσηπροηγουμένη της καταρτίσεως προπαρασκευαστικής συμβάσεως, φάση κατά τηδιάρκεια της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη σκιαγραφούν ορισμένα στοιχείαμέλλουσας συμβατικής σχέσεως. Ομοίως, το έγγραφο που η προσφεύγουσαεπεξεργάστηκε από κοινού με την McKenza δεν αποτελεί έγκυρηπροπαρασκευαστική σύμβαση, εφόσον δεν διευκρινίζονται τόσο ουσιώδη στοιχείαόσο είναι η διάρκεια ή η ημερομηνία ενάρξεως εφαρμογής της προς σύναψησυμβάσεως. Πριν από την έναρξη ισχύος της κοινής οργανώσεως των αγορών, ηπροσφεύγουσα δεν διατηρούσε, συνεπώς, παρά απλές προσδοκίες, χωρίς να είναιδικαιούχος οποιουδήποτε κεκτημένου δικαιώματος το οποίο η Επιτροπή θα όφειλενα λάβει υπόψη για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 30 τουκανονισμού 404/93. Ούτε η προσφεύγουσα ενήργησε με την ενδεδειγμένηεπιμέλεια, ώστε όλες οι εν λόγω συμφωνίες με τους προμηθευτές να παραγάγουντα αποτελέσματά τους.

68.
    Η Γαλλική Δημοκρατία συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής όσον αφορά τηνομική αξία των εγγράφων προθέσεων με τις Proban και Carrión. Παρόμοιαέγγραφα δεν ισοδυναμούν με σύμβαση και δεν επάγονται τις ίδιες συνέπειες,ώστε να μπορεί να υποτεθεί ότι οι συντάκτες τους συνήψαν σύμβαση νομοτύπως.Οι ημερομηνίες συνάψεως των συμβάσεων με τις Carrión και Bananor έπονται τηςδημοσιεύσεως της προτάσεως για την ίδρυση της κοινής οργανώσεως των αγορώνεκ μέρους της Επιτροπής, οπότε η προσφεύγουσα είχε λάβει γνώση τουκαθεστώτος δασμολογικής ποσοστώσεως που εγκαθίδρυσε ο κανονισμός 404/93.Εκτός αυτού, δεν απέδειξε ότι επέδειξε την ενδεδειγμένη επιμέλεια. Έτσι, όσοναφορά τη σύμβαση με τη McKenza, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα, μετά τηνπτώχευση της Sembriosa, να συνεχίσει την εκτέλεση προσφεύγοντας στους άλλουςμνημονευόμενους με τη σύμβαση παραγωγούς.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

69.
    Όπως προκύπτει από την απόφαση T. Port (βλ. ανωτέρω σκέψη 12), το άρθρο 30του κανονισμού 404/93 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή και, αναλόγως τωνπεριστάσεων, την υποχρεώνει να ρυθμίζει κανονιστικώς τις περιπτώσειςυπερβολικής χαλεπότητας οσάκις πληρούνται σωρευτικές προϋποθέσεις. Πρώτον,ο εισαγωγέας μπανανών τρίτων χωρών ή μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕπρέπει να αντιμετωπίζει δυσχέρειες που απειλούν την επιβίωσή του. Δεύτερον, οιδυσχέρειες στις οποίες προσκρούει ο εισαγωγέας πρέπει να είναι αλληλένδετεςμε τη μετάβαση από τα εθνικά συστήματα που ίσχυαν πριν από την έναρξη ισχύοςτου κανονισμού 404/93 προς την κοινή οργάνωση των αγορών. Τρίτον, πρέπει ναέχει χορηγηθεί εξαιρετικά χαμηλή ποσόστωση στον εισαγωγέα βάσει των ετώναναφοράς που έπρεπε να ληφθούν υπόψη δυνάμει του προπαρατεθέντος άρθρου19, παράγραφος 2. Τέταρτον, οι ως άνω δυσχέρειες πρέπει να οφείλονται στηνέλλειψη επιμελείας εκ μέρους του ενδιαφερομένου εισαγωγέα.

70.
    Όπως προκύπτει από την εξαιρετική φύση των μέτρων που νομιμοποιείται ναθεσπίζει, δυνάμει του άρθρου 30 του κανονισμού 404/93, η Επιτροπή, κατάπαρέκκλιση από το γενικό σύστημα χορηγήσεως πιστοποιητικών εισαγωγής πουπροβλέπει ο ως άνω κανονισμός, ουδόλως υποχρεούται να λάβει παρόμοια μέτρα,εκτός και αν αποδεικνυόταν με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι πληρούνται όλεςοι προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Συναφώς, το βάρος της αποδείξεως φέρει ηεπιχείρηση που ζητεί τη λήψη των οικείων μέτρων.

71.
    Με την προσβαλλομένη απόφασή της, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότιοι περιστάσεις που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα σχετικά με την ατυχή κατάληξητων συμβάσεων που συνήφθησαν με τις Proban, McKenza και Carrión/Bananorδεν συνιστούν περίπτωση υπερβολικής χαλεπότητας κατά την έννοια τηςαποφάσεως T. Port.

72.
    Όσον αφορά την προκαταρκτική σύμβαση που συνήφθη με την Proban, πρέπει νααναγνωριστεί ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχεαποδείξει ότι επρόκειτο για δεσμευτική από νομική άποψη σύμβαση. Πράγματι,η Επιτροπή νομιμοποιούνταν να διατηρεί επιφυλάξεις επί της πραγματικήςσυνάψεως συμφωνίας μεταξύ των μερών, δεδομένων των διαφορετικών εκδοχώνπου της προσκομίστηκαν. Νομιμοποιούνταν επίσης να αμφισβητήσει τον οριστικόχαρακτήρα της φερομένης συμφωνίας δεδομένου ότι είχε χαρακτηριστεί ως«προκαταρκτική σύμβαση», ενώ στερούνταν ορισμένων ουσιωδών στοιχείων.Τέλος, η δεσμευτική νομική αξία της συμφωνίας είναι τοσούτω μάλλον αμφίβοληκαθόσον η προσφεύγουσα δεν άσκησε τα δικαιώματα που προβλέπει η σύμβασησε περίπτωση μη εκτελέσεως, εκ μέρους ενός των συμβαλλομένων μερών, τωνυποχρεώσεών του, τη στιγμή κατά την οποία η Proban είχε αθετήσει εσκεμμένατις δεσμεύσεις της.

73.
    Εξάλλου, η Επιτροπή νομιμοποιούνταν να αμφισβητήσει τη δεσμευτική νομικήαξία της συμβάσεως που συνήφθη με τη McKenza ενόψει των αμφιβολιών ωςπρος την ημερομηνία συνάψεώς της και την έλλειψη διατάξεως σχετικά με τηδιάρκεια ισχύος της. Η Επιτροπή νομιμοποιούνταν περαιτέρω να διερωτάται γιαποιους λόγους δεν εκτελέστηκε η ως άνω σύμβαση ή εγκαταλείφθηκε λόγω τηςπτωχεύσεως της Sembriosa, δεδομένου ότι η ίδια McKenza ανέφερε στο κείμενοτης συμβάσεως ότι είχε καταρτίσει συμφωνία με όμιλο παραγωγών καιεκναυλωτών και είναι γνωστό ότι από τις λοιπές αυτές πηγές ανεφοδιασμού θακαθίστατο εφικτό να προμηθευτεί τουλάχιστον ένα μέρος των μη παραδοθεισώναπό τη Sembriosa ποσοτήτων. Ορθά, λοιπόν, η Επιτροπή έκρινε ότι ηπροσφεύγουσα δεν επέδειξε την απαιτούμενη από την τέταρτη προϋπόθεση, κατάτη νομολογία του Δικαστηρίου με την απόφαση T. Port, επιμέλεια, απέχοντας είτετου να συνεχίσει την εκτέλεση της συμβάσεως εκ μέρους της McKenza, είτε τουνα ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπει η εν λόγω σύμβαση σε περίπτωση μηεκτελέσεως, εκ μέρους ενός συμβαλλομένου μέρους, των υποχρεώσεών του.

74.
    Όσον αφορά τις συμβάσεις με την Carrión της 11ης Μαρτίου 1993 και τηνBananor της 1ης Ιουνίου 1993, ορθώς επίσης η Επιτροπή έκρινε ότι δενμπορούσαν να ληφθούν υπόψη δεδομένου ότι είχαν συναφθεί μετά τη δημοσίευσητου κανονισμού 404/93 στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

75.
    Περαιτέρω, πρέπει όντως να διαπιστωθεί ότι οι υποχρεώσεις εισαγωγής πουβάρυναν την προσφεύγουσα με τις ως άνω συμβάσεις ανελήφθησαν τη στιγμήκατά την οποία είχε απόλυτη γνώση των κανόνων της νέας κοινής οργανώσεωςτων αγορών, όπως αποδεικνύουν οι όροι υπό τους οποίους είναι διατυπωμένες οιίδιες αυτές συμβάσεις. Πράγματι, αμφότερες προβλέπουν τη δυνατότητακαταγγελίας της συμβάσεως σε περίπτωση ανωτέρας βίας «οσάκις η κατάστασητων διεθνών συναλλαγών παρεμποδίζει την εξαγωγή της φρουτοπαραγωγής (...)σε περίπτωση ειδικών προβλημάτων ποσοστώσεων/αδειών».

76.
    Οι οφειλόμενες στις συμβατικές υποχρεώσεις που συνήφθησαν μετά την έκδοσητου κανονισμού 404/93 δυσχέρειες δεν μπορούν να εξομοιωθούν σε καμίαπερίπτωση με τις δυσχέρειες που είναι σύμφυτες προς τη μετάβαση από ταισχύοντα προ της ενάρξεως ισχύος του ως άνω κανονισμού εθνικά συστήματα στοσύστημα που εγκαθίδρυσε ο τελευταίος. Έπεται ότι οι εν λόγω δυσχέρειες δενμπορούν να δικαιολογούν τη χορήγηση ειδικών μέτρων λόγω υπερβολικήςχαλεπότητας. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα συνήψε προκαταρκτική σύμβασημε την Carrión στις 7 Νοεμβρίου 1991 δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τηνως άνω εκτίμηση, δεδομένου ότι η προκαταρκτική αυτή σύμβαση δεν υποχρέωνετην προσφεύγουσα να συνάψει σύμβαση εμπορίας.

77.
    Υπό την αυτή έννοια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οισυμφωνίες με την Proban και τη McKenza ήσαν δεσμευτικές από νομικήςαπόψεως, ώστε η προσφεύγουσα να έχει όντως αποκτήσει δικαίωμα για τηνπαράδοση των προβλεπομένων με τις εν λόγω συμφωνίες ποσοτήτων κατά τηδιάρκεια των ετών 1991 έως 1993, οι δυσχέρειες στις οποίες προσέκρουσε λόγωτης ατυχούς καταλήξεως των ως άνω συμβάσεων δεν μπορούν να θεωρηθούν ωςσυμφυείς προς τη μετάβαση από τα υφιστάμενα προ της ενάρξεως ισχύος τουκανονισμού 404/93 εθνικά συστήματα στην κοινή οργάνωση των αγορών.

78.
    Πράγματι, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε, αφενός, ότι η προκαταρκτική σύμβασημε την Proban δεν είχε τηρηθεί διότι η τελευταία είχε επιλέξει να μην εκπληρώσειτις δεσμεύσεις της και, αφετέρου, ότι η σύμβαση με τη McKenza κατέστηανίσχυρη εν συνεχεία της πτωχεύσεως του βασικού προμηθευτή της. Η μηεκτέλεση των δύο αυτών συμφωνιών οφείλεται, συνεπώς, στην επέλευσητρεχόντων εμπορικών κινδύνων, τους οποίους πρέπει να αναλαμβάνει οενδιαφερόμενος επιχειρηματίας. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε ήδη αρχίσεινα έχει δοσοληψίες με την Carrión ενόσω διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις με τηνMcKenza καταδεικνύει εξάλλου ότι είχε συνείδηση του κινδύνου που διέτρεχε. ΗΕπιτροπή δεν μπορεί να θεωρείται υποχρεωμένη να εκδώσει ειδικά μέτρα προςεπίλυση των εμπορικών δυσχερειών που αντιμετώπισε εισαγωγέας για τοναποκλειστικό λόγο ότι εξουδετερώθηκαν οι προσδοκίες του σχετικά με τηδυνατότητα συνάψεως εμπορικών σχέσεων με προμηθευτή μπανανών.

79.
    Ασφαλώς, θα μπορούσε να ανακύψει ανάγκη λήψεως ειδικών μέτρων, λόγωυπερβολικής χαλεπότητας, σε περίπτωση κατά την οποία εισαγωγέας αναλάμβανετη δέσμευση να εισαγάγει συγκεκριμένες ποσότητες μπανανών προτού λάβειγνώση των κανόνων της νέας κοινής οργανώσεως των αγορών, ακολούθως δεβρισκόταν σε αδυναμία εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του, λόγω αδυναμίαςλήψεως των απαραιτήτων πιστοποιητικών εισαγωγής. Πάντως, αυτό δεν συμβαίνειστην προκειμένη περίπτωση.

80.
    Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ούτε ενώπιον τηςΕπιτροπής ούτε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι οι περιστάσεις, οι οποίες ήσαναπόρροια του γεγονότος ότι οι τρεις προπαρατεθείσες συμβάσεις δεν κατέστηεφικτό να εκτελεστούν προ της ενάρξεως ισχύος του νέου συστήματος κατά τονμήνα Ιούλιο 1993, ήσαν τόσο σοβαρές ώστε να απειλούν την επιβίωσή της, οπότεβρισκόταν αντιμέτωπη με κατάσταση υπερβολικής χαλεπότητας.

81.
    Συναφώς, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις της προσφεύγουσας κατά τησυζήτηση ακροατηρίου, αφενός, καίτοι οι εισαγωγές μπανανών αντιστοιχούν κατάκανόνα στο 50 και πλέον (%) τοις εκατό του κύκλου εργασιών της, εισάγει επίσηςκαι άλλα φρούτα και λαχανικά. Αφετέρου, είχε συνάψει περαιτέρω συμβάσειςεισαγωγής με άλλους προμηθευτές εκτός των Proban και McKenza, μεαποτέλεσμα να μπορέσει να εισαγάγει μπανάνες κατά την περίοδο αναφοράςπαρ' ότι δεν έλαβαν χώρα παραδόσεις εκ μέρους των δύο αυτών εταιριών.

82.
    Επιπλέον, σε απάντηση ερωτήσεως του Πρωτοδικείου κατά τη συζήτησηακροατηρίου, η προσφεύγουσα αναγνώρισε ότι, προς στήριξη του αιτήματός της,δεν είχε προσκομίσει κανένα έγγραφο ώστε να καταστεί εφικτό στην Επιτροπήνα εκτιμήσει την οικονομική κατάστασή της. Ομοίως, καίτοι είναι γεγονός ότι, στοπλαίσιο της παρούσας προσφυγής, η προσφεύγουσα παρέσχε στο Πρωτοδικείοορισμένες πληροφορίες επί του θέματος, οι τελευταίες ουδόλως αποδεικνύουν ότιαπειλούνταν η επιβίωσή της.

83.
    Από τα προεκτεθέντα, προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος πρέπει να κηρυχθείαβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου, ο οποίος θεμελιώνεται σε υπέρβαση εξουσίας εκ μέρουςτης Επιτροπής

Επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας

84.
    Η προσφεύγουσα παραπέμπει εν γένει στα υπομνήματά της επί τηςυποθέσεως T-39/97. Φρονεί ότι η παραπομπή αυτή πρέπει να είναι επαρκής όσοναφορά τη σαφή διατύπωση του λόγου αυτού.

85.
    Πάντως, με το υπόμνημα απαντήσεώς της, διευκρινίζει ότι η υπέρβαση εξουσίαςεκ μέρους της Επιτροπής έγκειται στο γεγονός ότι όφειλε να λάβει υπόψη της τηνιδία ευθύνη της. Συγκεκριμένα, με την επιδειχθείσα την 1η Ιουλίου 1993 αμέλειάτης, η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμα ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας και τοθεμελιώδες δικαίωμά της για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας.

86.
    Η υπέρβαση εξουσίας της Επιτροπής συνίσταται επίσης στην άρνησή της ναακούσει την προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της αφορώσας την εξέταση τηςαιτήσεώς της διαδικασία. Η Επιτροπή δεν θα είχε αγνοήσει τη σημασία, κατά τοεμπορικό δίκαιο, των συμφωνιών που είχε συνάψει η προσφεύγουσα αν την είχεακούσει προτού λάβει την προσβαλλομένη απόφασή της.

Επιχειρηματολογία της Επιτροπής

87.
    Ο ως άνω λόγος είναι απαράδεκτος δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ουδόλως τονδιατυπώνει με σαφήνεια.

88.
    Ακόμη και αν το Πρωτοδικείο εκτιμούσε ότι η εκ μέρους της προσφεύγουσαςπαραπομπή στα υπομνήματά της επί της προσφυγής κατά παραλείψεως, σταπλαίσια της υποθέσεως T-39/97, αρκεί για τους σκοπούς της σαφούς διατυπώσεωςτου λόγου αυτού, και πάλι θα στερούνταν βάσεως.

89.
    Το αφορών την προσβολή του δικαιώματος να τύχει ακροάσεως επιχείρημα είναιόψιμο και, συνακόλουθα, απαράδεκτο, εφόσον γίνεται για πρώτη φορά επίκλησήτου με το υπόμνημα απαντήσεως και δεν στηρίζεται σε πραγματικά και νομικάστοιχεία που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης. Επικουρικώς, ηΕπιτροπή παρατηρεί ότι δεν προσβλήθηκε το δικαίωμα ακροάσεως, εφόσον ηπροσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση αναγνωρίσεως περιπτώσεως χαλεπότητας, η οποίακαι εξετάστηκε.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

90.
    Το άρθρο 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προβλέπει ότι τοδικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιλαμβάνει συνοπτική περιγραφή τωνπροβαλλομένων λόγων. Κατά τη νομολογία, τούτο σημαίνει ότι στο δικόγραφο τηςπροσφυγής πρέπει να διευκρινίζεται σε τί συνίσταται ο λόγος στον οποίοστηρίζεται η προσφυγή, οπότε μια αφηρημένη απλώς προαγγελία του δεν τηρείτης απαιτήσεις του ως άνω κανονισμού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ηςΝοεμβρίου 1992 στην υπόθεση T-16/91, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή1992, σ. II-2417, σκέψη 130).

91.
    Επιπλέον, η ως άνω συνοπτική έκθεση πρέπει να είναι αρκούντως σαφής καιακριβής ώστε να μπορεί ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του,το δε Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, χωρίς να χρειάζεταιενδεχομένως άλλα στοιχεία. Για λόγους ασφαλείας δικαίου και ορθής απονομήςτης δικαιοσύνης, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή πρέπει όλα τα ουσιώδηπραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται να προκύπτουν,τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά πάντως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, απότο ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου1998 στην υπόθεση Τ-348/94, Enso Espaρola κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998,σ. II-1875, σκέψη 143).

92.
    Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται στην προκειμένηπερίπτωση, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος. Επιβάλλεται ναπροστεθεί ότι η σαφής διατύπωση του λόγου με το δικόγραφο της απαντήσεωςείναι αλυσιτελής εν προκειμένω.

93.
    Επομένως, η προσφυγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

94.
    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, οηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικόαίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, καιη Επιτροπή διατύπωσε παρόμοιο αίτημα, πρέπει η προσφεύγουσα νακαταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

95.
    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, του ιδίου κανονισμού, τα κράτη μέληπου παρεμβαίνουν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, τοΒασίλειο της Ισπανίας και η Γαλλική Δημοκρατία που παρενέβησαν προς στήριξητων αιτημάτων της Επιτροπής φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Απορρίπτει την προσφυγή.

2)    Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδά της καθώς και ταέξοδα της Επιτροπής.

3)    Το Βασίλειο της Ισπανίας και η Γαλλική Δημοκρατία φέρουν ταδικαστικά έξοδά τους.

Cooke
García-Valdecasas
Lindh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Μαρτίου 2000.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

R. García-Valdecasas


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.