Language of document : ECLI:EU:T:2013:634

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2013 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας — Έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο για δράσεις έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως που συμβάλλουν στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002/2006) — Συμβάσεις Dicoems και Cocoon — Έλλειψη συμφωνίας ενός μέρους των δηλωθεισών δαπανών προς τις συμβατικές ρήτρες — Καταγγελία των συμβάσεων — Επιστροφή ενός μέρους των καταβληθέντων ποσών — Αποζημίωση — Ανταγωγή — Εξωσυμβατική ευθύνη — Αδικαιολόγητος πλουτισμός — Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξη μη υποκείμενη σε προσφυγή — Πράξη που εντάσσεται σε ένα αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη — Χρεωστικό σημείωμα — Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑116/11,

Association médicale européenne (EMA), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους A. Franchi και L. Picciano, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις S. Delaude και F. Moro, επικουρούμενες από τον D. Gullo, δικηγόρο,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο αφενός αίτημα, πρώτον, για απόδοση των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε προκειμένου να εκτελέσει τη σύμβαση υπ’ αριθ. 507126 σχετικά με το σχέδιο Cocoon και τη σύμβαση υπ’ αριθ. 507760 σχετικά με το σχέδιο Dicoems, που συνήφθησαν αντιστοίχως στις 7 και 19 Δεκεμβρίου 2003 μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας‑ενάγουσας [στο εξής: προσφεύγουσα], δεύτερον, για διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία κατήγγειλε τις εν λόγω συμβάσεις, τρίτον, για ακύρωση του σχετικού χρεωστικού σημειώματος και, τέταρτον, για καταβολή αποζημιώσεως για την προκληθείσα ζημία και, αφετέρου, επικουρικό αίτημα το οποίο θεμελιώνεται σε εξωσυμβατική ευθύνη της Επιτροπής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Φεβρουαρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1.     Το συμβατικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 166, παράγραφος 1, EK προβλέπει τη θέσπιση πολυετούς προγράμματος-πλαισίου στο οποίο περιλαμβάνεται το σύνολο των ευρωπαϊκών δράσεων στους τομείς της έρευνας και της τεχνολογικής αναπτύξεως.

2        Στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου, που θεσπίστηκε με την απόφαση 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για το έκτο πρόγραμμα πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006) (EE L 232, σ. 1), συνήφθησαν αντιστοίχως στις 7 και 19 Δεκεμβρίου 2003 η υπ’ αριθ. 507126 σύμβαση σχετικά με το σχέδιο Cocoon (στο εξής: σύμβαση Cocoon) και η υπ’ αριθ. 507760 σύμβαση σχετικά με το σχέδιο Dicoems (στο εξής: σύμβαση Dicoems) μεταξύ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αφενός, και των συντονιστών και των μετεχόντων στα σχέδια, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα Association médicale européenne (EMA), αφετέρου.

3        Η συμμετοχή της προσφεύγουσας και των λοιπών επιλεγέντων φορέων στα σχέδια έρευνας πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο κοινοπραξιών που συστήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των συμβάσεων Cocoon και Dicoems και αποτελούνταν, αφενός, από ένα συντονιστή, επιφορτισμένο με ειδικά διοικητικά και διαχειριστικά καθήκοντα και, αφετέρου, από τους λοιπούς μετέχοντες στο σχέδιο.

4        Το άρθρο 5 της συμβάσεως Cocoon καθορίζει το μέγιστο ύψος της ευρωπαϊκής χρηματοοικονομικής συνδρομής σε 6,7 εκατομμύρια ευρώ. Η σύμβαση αυτή, συνολικής διάρκειας 42 μηνών, ορίζει στο άρθρο της 6 ότι το σχέδιο διαιρείται σε τέσσερις περιόδους αναφοράς. Από την ως άνω διάταξη και από τα συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής έντυπα C προκύπτει ότι η πρώτη περίοδος διαρκεί από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2004, η δεύτερη από 2 Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2005, η τρίτη από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2006 και η τέταρτη από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2007.

5        Το άρθρο 5 της συμβάσεως Dicoems καθορίζει το μέγιστο ύψος της ευρωπαϊκής χρηματοοικονομικής συνδρομής σε 2 εκατομμύρια ευρώ. Η σύμβαση έχει συνολική διάρκεια 30 μηνών, διαιρούμενη, βάσει του άρθρου της 6, σε τρεις περιόδους αναφοράς. Από την ως άνω διάταξη και από τα συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής έντυπα C προκύπτει ότι η πρώτη περίοδος διαρκεί από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2004, η δεύτερη από 1ης Ιουλίου 2004 έως 30 Ιουνίου 2005 και η τρίτη από 1ης Ιουλίου 2005 έως 30 Ιουνίου 2006.

6        Κατά το άρθρο 7 και των δύο συμβάσεων, για κάθε περίοδο αναφοράς, οι κοινοπραξίες αποστέλλουν στην Επιτροπή, εντός ορισμένης προθεσμίας, αναφορές για τη διεξαχθείσα δραστηριότητα, την πρόοδο των σχεδίων, τη χρήση των πόρων καθώς και το «έντυπο C-Financial Statement» που καταρτίζεται και υποβάλλεται από τον κάθε αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τις δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνεται στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβάσεων και των οποίων ζητεί την απόδοση.

7        Για το καθένα από τα δύο σχέδια προβλέπεται μηχανισμός προχρηματοδοτήσεως, οι δε όροι χορηγήσεως της χρηματοοικονομικής συνδρομής καθορίζονται ιδίως στο άρθρο 8 της συμβάσεως Cocoon και στο άρθρο 8 της συμβάσεως Dicoems. Βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο d, των επίμαχων συμβάσεων, κάθε πληρωμή που διενεργείται στο τέλος μιας περιόδου αναφοράς και συνοδεύεται από πιστοποιητικό οικονομικού ελέγχου θα θεωρείται ως οριστική, υπό την επιφύλαξη των πορισμάτων οποιουδήποτε οικονομικού ελέγχου ή επιθεωρήσεως που θα μπορούσαν να διενεργηθούν βάσει του άρθρου II.29 των γενικών όρων, το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα II των εν λόγω συμβάσεων (στο εξής: γενικοί όροι).

8        Κατά το άρθρο 12 αντιστοίχως της συμβάσεως Cocoon και της συμβάσεως Dicoems, στις συμβάσεις αυτές έχει εφαρμογή το βελγικό δίκαιο.

9        Το άρθρο 13 των εν λόγω συμβάσεων προβλέπει ρήτρα διαιτησίας στην οποία διευκρινίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο για να εκδικάζει διαφορές μεταξύ της Επιτροπής και των αντισυμβαλλομένων σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία των εν λόγω συμβάσεων.

10      Οι γενικοί όροι οι οποίοι, κατά το άρθρο 14 της κάθε συμβάσεως, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής, περιλαμβάνουν το πρώτο μέρος που αφορά ιδίως την εκτέλεση των επίμαχων σχεδίων, τη λήξη των συμβάσεων και την ευθύνη (σημεία II.2 έως II.18), ένα δεύτερο μέρος που αφορά τις χρηματοοικονομικές διατάξεις και τις επιθεωρήσεις, οικονομικούς ελέγχους, επιστροφές και κυρώσεις (σημεία II.19 έως II.31) και ένα τρίτο μέρος σχετικό με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (σημεία II.32 έως II.36).

11      Το σημείο II.6 των γενικών όρων ορίζει ότι η υπεργολαβία είναι δυνατή για υπηρεσίες ήσσονος σημασίας που δεν αποτελούν τον πυρήνα του σχεδίου. Για να είναι επιλέξιμες οι δαπάνες που αφορούν σύμβαση υπεργολαβίας, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

12      Το σημείο II.7, παράγραφος 1, των γενικών όρων ορίζει ότι οι αναφορές υποβάλλονται στην Επιτροπή εντός 45 ημερών από της λήξεως των οικείων περιόδων. Το σημείο II.7, παράγραφος 2, διευκρινίζει ότι, για κάθε περίοδο αναφοράς, η κοινοπραξία υποβάλλει τις προβλεπόμενες στις συμβάσεις αναφορές (μεταξύ άλλων τις αναφορές δραστηριότητας και διαχειρίσεως), περιλαμβανομένων ιδίως των εντύπων C των δημοσιονομικών δηλώσεων που υποβάλλονται από τους αντισυμβαλλομένους για την κάθε περίοδο.

13      Το σημείο II.8, παράγραφος 3, των γενικών όρων προβλέπει ότι η Επιτροπή δεσμεύεται να αξιολογήσει τις υποβαλλόμενες αναφορές εντός 45 ημερών από την παραλαβή τους. Παράλειψη της Επιτροπής να απαντήσει εντός της προθεσμίας αυτής δεν συνιστά έγκριση. Η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει τις αναφορές αυτές ακόμη και μετά την καθοριζόμενη στη σύμβαση καταληκτική ημερομηνία πληρωμής. Το σημείο II.8, παράγραφος 4, ορίζει ότι η έγκριση των αναφορών δεν συνεπάγεται την εξαίρεση από τους οικονομικούς ελέγχους και τις επιθεωρήσεις που διεξάγονται σύμφωνα με το σημείο II.29.

14      Το σημείο II.16 των γενικών όρων απαριθμεί τις περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατόν να παύσει η συμμετοχή ενός αντισυμβαλλομένου.

15      Το σημείο II.16, παράγραφος 1, των γενικών όρων ορίζει ότι αν ο αντισυμβαλλόμενος παραβεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις, η Επιτροπή δίνει εντολή στην κοινοπραξία να εξεύρει κατάλληλη λύση εντός προθεσμίας 30 ημερών το πολύ και, αν δεν προκύψει ικανοποιητική λύση εντός της προθεσμίας αυτής, η Επιτροπή θέτει τέλος στη συμμετοχή του εν λόγω αντισυμβαλλομένου.

16      Το σημείο II.16, παράγραφος 2, των γενικών όρων ορίζει ότι η Επιτροπή μπορεί να θέσει αμέσως τέλος στη συμμετοχή ενός αντισυμβαλλομένου:

«a)      αν ο αντισυμβαλλόμενος υπέπεσε, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, σε “παρατυπία” κατά την εκτέλεση της συμβάσεως·

b)      αν ο αντισυμβαλλόμενος παρέβη τις προβλεπόμενες στους κανόνες συμμετοχής θεμελιώδεις αρχές δεοντολογίας [rules for participation].»

17      Το σημείο II.1, παράγραφος 11, των γενικών όρων ορίζει την έννοια της «παρατυπίας» ως «κάθε παράβαση διατάξεως του κοινοτικού δικαίου ή κάθε παράβαση συμβατικής υποχρεώσεως που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη αντισυμβαλλομένου και η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή προϋπολογισμούς τους οποίους διαχειρίζονται οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, προκαλώντας αδικαιολόγητη δαπάνη».

18      Το σημείο II.16, παράγραφος 8, των γενικών όρων προβλέπει ότι, στην περίπτωση που η κοινοπραξία εξακολουθεί την εφαρμογή του σχεδίου, η Επιτροπή εκδίδει ένταλμα εισπράξεως (recovery order) εις βάρος του αντισυμβαλλομένου ο οποίος δεν συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις του ή ζητεί από αυτόν, κοινοποιώντας αντίγραφο στην κοινοπραξία, να μεταβιβάσει στην κοινοπραξία το οφειλόμενο στην Επιτροπή ποσό εντός 30 ημερών. Αν ο αντισυμβαλλόμενος δεν ανταποκριθεί, η Επιτροπή εκδίδει ένταλμα εισπράξεως για όλα τα ποσά που οφείλονται από τον αντισυμβαλλόμενο. Ορισμένες διατάξεις της συμβάσεως (και ιδίως τα σημεία II.29, II.30 και II.31 που αφορούν τις επιθεωρήσεις, τους ελέγχους και τις επιστροφές) εξακολουθούν να ισχύουν για τον αντισυμβαλλόμενο ο οποίος δεν συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις του μετά τη παύση της συμμετοχής του και για τους αντισυμβαλλομένους σε περίπτωση λήξεως της συμβάσεως.

19      Το σημείο II.19, παράγραφος 1, των γενικών όρων προσδιορίζει τις επιλέξιμες για χρηματοδότηση δαπάνες και προβλέπει τα εξής:

«Οι επιλέξιμες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την εφαρμογή του σχεδίου πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      πρέπει να είναι πραγματικές, να έχουν οικονομικώς εύλογο χαρακτήρα και να είναι απαραίτητες για την εφαρμογή του σχεδίου·

b)      πρέπει να καθορίζονται κατά τα συνήθη λογιστικά πρότυπα του αντισυμβαλλομένου·

c)      πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του σχεδίου όπως καθορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2 […]·

d)      πρέπει να έχουν καταχωρισθεί στα λογιστικά βιβλία του αντισυμβαλλομένου που τις πραγματοποίησε, το αργότερο κατά την ημερομηνία εκδόσεως του προβλεπόμενου στο άρθρο II.26 πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου. Οι λογιστικές διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για την καταχώριση των δαπανών και των εσόδων πρέπει να τηρούν τους λογιστικούς κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αντισυμβαλλόμενος και να παρέχουν επίσης τη δυνατότητα άμεσης αντιπαραβολής μεταξύ των δαπανών και των εσόδων από την εφαρμογή του σχεδίου και των συνολικών καταστάσεων που αφορούν το σύνολο της δραστηριότητας του αντισυμβαλλομένου […]».

20      Το σημείο II.19, παράγραφος 2, στοιχεία a έως h, των γενικών όρων παραθέτει οκτώ κατηγορίες μη επιλέξιμων δαπανών. Στο σημείο II.19, παράγραφος 2, στοιχείο i, προστίθεται η επισήμανση ότι μη επιλέξιμες είναι όλες οι δαπάνες οι οποίες δεν πληρούν τις κατά την παράγραφο 1 προϋποθέσεις.

21      Τα σημεία II.20 και II.21 των γενικών όρων προσδιορίζουν δύο είδη δαπανών που είναι επιλέξιμες υπό τις προϋποθέσεις του σημείου II.19, δηλαδή, πρώτον, τις άμεσες δαπάνες, που προκύπτουν απευθείας από τα σχέδια και, δεύτερον, τις έμμεσες δαπάνες, που δεν προκύπτουν απευθείας από τα σχέδια, αλλά μπορούν να ταυτοποιηθούν και να δικαιολογηθούν από το λογιστικό σύστημα του αντισυμβαλλομένου ως πραγματοποιηθείσες σε συσχετισμό προς τις άμεσες δαπάνες.

22      Για τους σκοπούς της δηλώσεως των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για την υλοποίηση των σχεδίων και την εκτέλεση των αντίστοιχων συμβάσεων, το σημείο II.22 των γενικών όρων προβλέπει τρία υποδείγματα δηλώσεως των δαπανών (cost reporting models), μεταξύ των οποίων και το υπόδειγμα του πρόσθετου κόστους (additional cost model) το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους μη εμπορικούς οργανισμούς και τις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ενώσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή από τους διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι δεν διαθέτουν λογιστικό σύστημα που να επιτρέπει τον διαχωρισμό του μέρους των δαπανών (αμέσων και εμμέσων) τις οποίες πραγματοποιούν για την υλοποίηση των σχεδίων.

23      Το σημείο II.20, παράγραφος 2, των γενικών όρων ορίζει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι οι οποίοι χρησιμοποιούν το υπόδειγμα του πρόσθετου κόστους μπορούν να δηλώσουν ως δαπάνες του σχεδίου μόνο τις άμεσες δαπάνες που προκύπτουν επιπλέον των τρεχουσών δαπανών τους. Επίσης, ορίζει τα εξής:

«Οι άμεσες δαπάνες προσωπικού περιορίζονται στις πραγματικές δαπάνες του προσωπικού που απασχολείται στο σχέδιο όταν ο αντισυμβαλλόμενος έχει συνάψει με το προσωπικό αυτό:

σύμβαση ορισμένου χρόνου προκειμένου να εργασθεί σε σχέδια RTD [έρευνας και τεχνολογικής αναπτύξεως] της Κοινότητας·

σύμβαση ορισμένου χρόνου για την ολοκλήρωση διδακτορικής διατριβής·

σύμβαση που εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από εξωτερική χρηματοδότηση επιπρόσθετη προς την κανονική επαναλαμβανόμενη χρηματοδότηση του αντισυμβαλλομένου. Στην περίπτωση αυτή, από τις δαπάνες της παρούσας συμβάσεως πρέπει να αποκλείονται όλες οι δαπάνες τις οποίες καλύπτει η επαναλαμβανόμενη κανονική χρηματοδότηση».

24      Το σημείο II.26 των γενικών όρων προβλέπει την έκδοση πιστοποιητικών οικονομικού ελέγχου από εξωτερικό ελεγκτή. Η ως άνω διάταξη ορίζει, προς το τέλος, ότι η πιστοποίηση που πραγματοποιείται από εξωτερικούς ελεγκτές ουδόλως μειώνει την ευθύνη των συμβαλλομένων βάσει της συμβάσεως και τα δικαιώματα που απονέμονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το σημείο II.29 των γενικών όρων.

25      Όπως προκύπτει από το σημείο II.27 των γενικών όρων, οι προκαταβολές που χορηγούνται στον συντονιστή για λογαριασμό της κοινοπραξίας παραμένουν στην κυριότητα της Ένωσης.

26      Το σημείο II.28, παράγραφος 1, των γενικών όρων ορίζει ότι, υπό την επιφύλαξη των επιθεωρήσεων και των οικονομικών ελέγχων, το ύψος της τελικής καταβολής στον αντισυμβαλλόμενο αποφασίζεται βάσει των κατά το σημείο II.7 αναφορών που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή.

27      Το σημείο II.29 των γενικών όρων αφορά τις επιθεωρήσεις και τους ελέγχους στους οποίους μπορούν να υποβληθούν οι αντισυμβαλλόμενοι. Στο ως άνω σημείο προβλέπονται τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή δύναται, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της συμβάσεως και μέχρι και πέντε έτη μετά τη λήξη του σχεδίου, να διοργανώνει ελέγχους, που διεξάγονται είτε από επιθεωρητές επαγγελματικής ή τεχνικής καταρτίσεως είτε από εξωτερικούς ελεγκτές είτε από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, περιλαμβανομένης της OLAF. Τέτοιοι έλεγχοι μπορούν να αφορούν τις επιστημονικές, οικονομικές, τεχνολογικές ή άλλες πτυχές (στις οποίες περιλαμβάνονται οι αρχές της λογιστικής και του management) της ορθής εκτελέσεως του σχεδίου και της συμβάσεως. Όλοι οι ως άνω έλεγχοι πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με την αρχή της εχεμύθειας. Είναι δυνατή η ανάκτηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο II.31, των ποσών που ενδεχομένως οφείλονται στην Επιτροπή βάσει των συμπερασμάτων των ως άνω ελέγχων.

[…]

2.      Οι αντισυμβαλλόμενοι υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής το σύνολο των λεπτομερών δεδομένων που μπορούν να τους ζητηθούν από την Επιτροπή με σκοπό να διακριβωθεί κατά πόσον είναι ορθή η διαχείριση και η εκτέλεση της συμβάσεως.

3.      Οι αντισυμβαλλόμενοι υποχρεούνται να φυλάσσουν το πρωτότυπο ή, σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, επικυρωμένα αντίγραφα όλων των εγγράφων που αφορούν τη σύμβαση επί πενταετία από της λήξεως του σχεδίου. Τα έγγραφα αυτά πρέπει να τεθούν στη διάθεση της Επιτροπής κατόπιν αιτήσεώς της που υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της πραγματοποιήσεως οποιουδήποτε προβλεπόμενου από τη σύμβαση ελέγχου.

[…]»

28      Το σημείο II.31, παράγραφος 1, των γενικών όρων προβλέπει την ανάκτηση από την Επιτροπή των ποσών που κατεβλήθησαν αχρεωστήτως στους αντισυμβαλλομένους ή των ποσών των οποίων η επιστροφή είναι δικαιολογημένη κατ’ εφαρμογήν της συμβάσεως. Το σημείο II.31, παράγραφος 5, προβλέπει ότι, βάσει του άρθρου 256 ΕΚ, η Επιτροπή δύναται να λάβει απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο και βεβαιώνει ποσό εις βάρος προσώπων εκτός των κρατών.

29      Το σημείο II.32 των γενικών όρων προβλέπει ότι η τεχνογνωσία («knowledge»), που ορίζεται στο σημείο II.1, παράγραφος 14, των εν λόγω γενικών όρων ως αναφερόμενη στα πορίσματα των επίμαχων σχεδίων καθώς και στα δικαιώματα επί των πορισμάτων αυτών, ανήκει στους αντισυμβαλλομένους της Επιτροπής οι οποίοι συνεισέφεραν στην απόκτησή της.

2.     Το βελγικό δίκαιο

30      Το άρθρο 1134 του βελγικού αστικού κώδικα προβλέπει ότι οι «νομίμως συναφθείσες συμβάσεις επέχουν θέση νόμου μεταξύ των συμβαλλομένων» (πρώτο εδάφιο) και δεν «μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με κοινή συναίνεση των συμβαλλομένων ή για τους λόγους που επιτρέπονται από τον νόμο» (δεύτερο εδάφιο).

31      Το άρθρο 1134, τρίτο εδάφιο, προβλέπει ότι οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη. Το άρθρο 1135 του ως άνω κώδικα προβλέπει ότι «οι συμβάσεις επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη όχι μόνο με το περιεχόμενό τους, αλλά και βάσει όσων προκύπτουν για την ενοχή από την επιείκεια, τα συναλλακτικά ήθη ή τον νόμο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς της» και ως εκ τούτου διατυπώνει επίσης την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων.

32      Όταν δημιουργείται διαφορά σχετικά με την εκτέλεση συμβάσεως, το βάρος αποδείξεως διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1315 του βελγικού αστικού κώδικα, κατά το οποίο:

«Όποιος απαιτεί την εκπλήρωση υποχρεώσεως οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη της.

Αντιστοίχως, όποιος υποστηρίζει ότι έχει απαλλαγεί οφείλει να αποδείξει την καταβολή ή το γεγονός το οποίο προκάλεσε την απόσβεση της υποχρεώσεώς του.»

33      Το άρθρο 1341 του βελγικού αστικού κώδικα προβλέπει ότι, για τους σκοπούς της αποδείξεως, «πρέπει να καταρτισθεί πράξη ενώπιον συμβολαιογράφου ή ιδιωτικό έγγραφο για οποιοδήποτε ποσό ή αντικείμενο αξίας άνω των 375 ευρώ, ακόμη και όταν πρόκειται για δημόσια κατάθεση». Στο άρθρο αυτό διευκρινίζεται ότι «δεν γίνεται δεκτή εμμάρτυρη απόδειξη προς αντίκρουση του περιεχομένου και υπερβαίνουσα το περιεχόμενο των εγγράφων, ούτε ως προς ό,τι φέρεται ότι ελέχθη πριν από την κατάρτιση των εγγράφων, κατά την κατάρτισή τους ή από την εν λόγω κατάρτιση και μετά, έστω και αν πρόκειται για ποσό ή για αξία κάτω των 375 ευρώ». Επιπροσθέτως, αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Τα ανωτέρω ισχύουν με την επιφύλαξη των όσων προβλέπονται στην εμπορική νομοθεσία.»

34      Το άρθρο 1347 του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Χωρεί εξαίρεση από τους ως άνω κανόνες εφόσον υπάρχει αρχή εγγράφου αποδείξεως.

Αρχή εγγράφου αποδείξεως είναι οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο προέρχεται από εκείνον κατά του οποίου προβάλλεται η αξίωση ή από εκείνον τον οποίο εκπροσωπεί και βάσει του οποίου πιθανολογείται το προβαλλόμενο γεγονός.»

 Ιστορικό της διαφοράς

35      Η προσφεύγουσα είναι ένωση βελγικού δικαίου χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο).

36      Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι μετέσχε στο σχέδιο Dicoems για ποσό 166 410,50 ευρώ και στο σχέδιο Cocoon για ποσό 260 756,53 ευρώ, ήτοι 427 167,03 ευρώ συνολικά. Η προσφεύγουσα δηλώνει ότι έχει λάβει το ποσό των 176 167,87 ευρώ και ότι της οφείλονται ακόμη 250 999,16 ευρώ στο πλαίσιο των δύο σχεδίων.

37      Κατόπιν της πτωχεύσεως του συντονιστή στο πλαίσιο της συμβάσεως Dicoems, η προσφεύγουσα διορίστηκε αντικαταστάτριά του από 19 Ιανουαρίου 2007. Στο πλαίσιο της συμβάσεως Cocoon, ο συντονιστής, ο οποίος διεγράφη από το εμπορικό μητρώο, αντικαταστάθηκε από έτερο φορέα.

38      Με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι είχε αποφασίσει να την υποβάλει σε οικονομικό έλεγχο, βάσει του σημείου II.29 των γενικών όρων, προκειμένου να επαληθεύσει την ορθή εκτέλεση των συμβάσεων Dicoems και Cocoon από λογιστικής και χρηματοοικονομικής απόψεως. Ο οικονομικός έλεγχος πραγματοποιήθηκε στις 3 και 4 Μαρτίου και στις 7 Απριλίου 2009.

39      Με έγγραφο της 19ης Μαΐου 2009, η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου (στο εξής: σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου), καλώντας την να υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός 30 ημερών από την παραλαβή του.

40      Με έγγραφο της 18ης Ιουνίου 2009, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή τετράμηνη παράταση της προθεσμίας για την υποβολή των ως άνω παρατηρήσεων, επικαλούμενη ιδίως μια μετακόμιση που πραγματοποιήθηκε το 2004 και την ανάγκη να επανεξετασθούν πλήρως τα σχετικά έγγραφα τεκμηρίωσης και να αναζητηθούν χρήσιμα και/ή ελλείποντα έγγραφα.

41      Με έγγραφο της 23ης Ιουνίου 2009, η Επιτροπή χορήγησε στην προσφεύγουσα επιπλέον προθεσμία 30 ημερών για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, διευκρινίζοντας ότι η τετράμηνη παράταση την οποία είχε ζητήσει αρχικώς η προσφεύγουσα ήταν υπερβολική, διότι, σύμφωνα με το σημείο II.29, παράγραφος 3, των γενικών όρων, οι αντισυμβαλλόμενοι υποχρεούντο να φυλάξουν τα πρωτότυπα (ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα επικυρωμένα αντίγραφα) όλων των σχετικών με τις συμβάσεις εγγράφων επί πενταετία μετά τη λήξη των σχεδίων και, κατά την ως άνω ρήτρα, τα έγγραφα αυτά έπρεπε να τεθούν στη διάθεση της Επιτροπής όποτε τούτο εζητείτο από την Επιτροπή στο πλαίσιο μιας ενδεχόμενης διαδικασίας οικονομικού ελέγχου.

42      Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων, οι επιλέξιμες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την υλοποίηση των σχεδίων έπρεπε να είναι καταχωρισμένες στα λογιστικά έγγραφα του αντισυμβαλλομένου το αργότερο κατά την ημερομηνία εκδόσεως του προβλεπόμενου στο σημείο II.26 των εν λόγω γενικών όρων πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου. Η Επιτροπή επισήμανε κατά συνέπεια ότι, στην πραγματικότητα, όλα τα έγγραφα τεκμηρίωσης για τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες έπρεπε να ευρίσκονται στην κατοχή της προσφεύγουσας ήδη κατά την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της ο οικονομικός έλεγχος.

43      Στις ηλεκτρονικές επιστολές της 3ης και της 6ης Ιουλίου 2009, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι τα έγγραφα ευρίσκονταν στην Ιταλία και ότι, σε ό,τι αφορούσε τη σύμβαση Cocoon, ήταν απαραίτητο να χορηγηθεί άδεια από δικαστήριο. Η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή αντίγραφο των συμβάσεων Dicoems και Cocoon, περιλαμβανομένης της πλήρους περιγραφής των οικείων σχεδίων και των υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων καθώς και αντίγραφο των δηλώσεων δαπανών που απεστάλησαν από τους συντονιστές των σχεδίων, διευκρινίζοντας ότι επιθυμούσε να επαληθεύσει ότι τα έγγραφα τεκμηρίωσης τα οποία διέθετε η Επιτροπή αντιστοιχούσαν στα έγγραφα που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα.

44      Με ηλεκτρονική επιστολή της 10ης Ιουλίου 2009, η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα το αντίγραφο των συμβάσεων και των παραρτημάτων της καθεμίας καθώς και των εγγράφων οικονομικής τεκμηρίωσης που είχε λάβει όσον αφορά την προσφεύγουσα.

45      Με έγγραφο της 19ης Αυγούστου 2009, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή για το σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου καθώς και έγγραφα.

46      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την ολοκλήρωση του οικονομικού ελέγχου και της απέστειλε την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου (στο εξής: τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου).

47      Στο πλαίσιο της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, η Επιτροπή θεώρησε ότι η προσφεύγουσα είχε παραβεί τις συμβατικές διατάξεις και είχε υποπέσει, κατά την εκτέλεση των συμβάσεων Dicoems και Cocoon, σε σοβαρές παρατυπίες κατά την έννοια του σημείου II.1, παράγραφος 11, των γενικών όρων. Η Επιτροπή επισήμανε μεταξύ άλλων την αδυναμία εντοπισμού, στα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας, των δαπανών που η τελευταία είχε ζητήσει να της αποδοθούν, το ότι δεν υπήρχαν τα πρωτότυπα (ή τα επικυρωμένα αντίγραφα, στις περιπτώσεις που επιτρέπονταν) των εγγράφων σχετικά με την εκτέλεση των συμβάσεων, το γεγονός ότι ορισμένες δαπάνες των οποίων η απόδοση εζητήθη από την προσφεύγουσα δεν ήταν πραγματικές και δεν αντιστοιχούσαν στα σχετικά με τα σχέδια δικαιολογητικά έγγραφα, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, υπογράφοντας τα αποσταλέντα στην Επιτροπή έγγραφα οικονομικής τεκμηρίωσης, βεβαίωσε τη συνδρομή περιστάσεων που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα σε ό,τι αφορούσε τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες και τα σχετικά δικαιολογητικά και το γεγονός της συνάψεως συμβάσεων υπεργολαβίας κατά παράβαση των συμβατικών διατάξεων. Θεώρησε επομένως ότι, από τα 329 140,69 ευρώ που είχαν ζητηθεί ως επιλέξιμες δαπάνες, έπρεπε να απορριφθεί ποσό ύψους 315 739,99 ευρώ και έκρινε ότι επιβαλλόταν ο τερματισμός της συμμετοχής της προσφεύγουσας στα σχέδια κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.16 των γενικών όρων.

48      Στις 3 Δεκεμβρίου 2009 πραγματοποιήθηκε συζήτηση μεταξύ της προσφεύγουσας και της Επιτροπής.

49      Με ηλεκτρονική επιστολή της 11ης Ιανουαρίου 2010, η Επιτροπή απάντησε στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και της επισήμανε ότι η εκ μέρους της μη τήρηση των χρηματοοικονομικών διατάξεων και των λογιστικών κανόνων από τους οποίους διέπονταν τα σχέδια Dicoems και Cocoon δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να την απαλλάξει από την ευθύνη της για τις παρατυπίες στις οποίες είχε υποπέσει.

50      Με έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι προτίθετο να θέσει τέλος στη συμμετοχή της στα σχέδια Dicoems και Cocoon, δυνάμει του σημείου II.16, παράγραφος 2, των γενικών όρων, και κατά συνέπεια να ζητήσει την επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών σε συνολικό ύψος 165 302,15 ευρώ, ήτοι 121 261,06 ευρώ για το σχέδιο Cocoon και 44 041,09 ευρώ για το σχέδιο Dicoems.

51      Με έγγραφο της 24ης Φεβρουαρίου 2010, η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις επί του εγγράφου της Επιτροπής της 20ής Ιανουαρίου 2010.

52      Με έγγραφο της 21ης Απριλίου 2010, η Επιτροπή απάντησε στις ως άνω παρατηρήσεις.

53      Η προσφεύγουσα επίσης υπέβαλε, μεταξύ άλλων με έγγραφα της 24ης Φεβρουαρίου και της 3ης και 10ης Μαΐου 2010, αίτηση παροχής προσβάσεως στην αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και των λοιπών μελών των κοινοπραξιών των δύο σχεδίων. Την 1η Ιουλίου 2010 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της προσφεύγουσας και της Επιτροπής. Στις 9 Ιουλίου 2010, η προσφεύγουσα περιόρισε τον κατάλογο των εγγράφων στα οποία ζητούσε να της παρασχεθεί πρόσβαση. Τα ζητηθέντα έγγραφα κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα στις 5 Αυγούστου 2010.

54      Με έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα διαβίβασε στην Επιτροπή παρατηρήσεις για την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου.

55      Στις 22 Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή απάντησε στις ως άνω παρατηρήσεις διαπιστώνοντας, αφού προέβη σε νέα ανάλυση των δαπανών που η προσφεύγουσα είχε ζητήσει να της αποδοθούν και των λόγων για τους οποίους οι δαπάνες αυτές ήταν μη επιλέξιμες κατά την έννοια των συμβατικών διατάξεων, ότι τα υποβληθέντα στοιχεία και επιχειρήματα δεν ήταν ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα που είχαν διατυπωθεί μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας οικονομικού ελέγχου.

56      Με έγγραφο της 4ης Νοεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα ζήτησε να της χορηγηθεί νέα προθεσμία προκειμένου να απαντήσει στο έγγραφο της 22ας Οκτωβρίου.

57      Με έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2010, η Επιτροπή ειδοποίησε την προσφεύγουσα σχετικά με τον τερματισμό της συμμετοχής της στα σχέδια Cocoon και Dicoems επί τη βάσει του σημείου II.16, παράγραφος 2, των γενικών όρων, για τους λόγους που αναφέρονταν στο από 20 Ιανουαρίου 2010 έγγραφό της. Επισήμανε ακόμη ότι κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.16, παράγραφος 8, των γενικών όρων, θα προχωρούσε σε είσπραξη με χρεωστικό σημείωμα του ποσού των 164 080,03 ευρώ που είχε αχρεωστήτως καταβληθεί στην προσφεύγουσα (ήτοι 121 098,51 ευρώ όσον αφορά τη σύμβαση Cocoon και 42 981,52 ευρώ όσον αφορά τη σύμβαση Dicoems).

58      Την 1η Δεκεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία ενώπιον του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή λόγω κακής διαχειρίσεως εκ μέρους της Επιτροπής. Ο Διαμεσολαβητής απέρριψε την ως άνω καταγγελία την 1η Φεβρουαρίου 2011.

59      Στις 7 Δεκεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα προχώρησε στην υποβολή τελικών παρατηρήσεων, αιτούμενη μεταξύ άλλων την αναστολή της εισπράξεως του αναγραφόμενου στο έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2010 ποσού μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Διαμεσολαβητή.

60      Στις 13 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα χρεωστικό σημείωμα για το ποσό των 164 080,03 ευρώ (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα), προσδιορίζοντας για την κάθε σύμβαση το ποσό το οποίο θεωρούσε επιλέξιμο, τα ποσά που είχαν καταβληθεί και το προς ανάκτηση ποσό.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

61      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Φεβρουαρίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή]. Η αίτησή της για την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 2010, περί καταγγελίας των συμβάσεων για τα σχέδια Cocoon και Dicoems, και του χρεωστικού σημειώματος, η οποία υποβλήθηκε με χωριστό δικόγραφο στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 2011, απορρίφθηκε με διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 2011, T‑116/11 R, EMA κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

62      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Στο πλαίσιο των κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να καλέσει τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις, οι δε διάδικοι συμμορφώθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

63      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Φεβρουαρίου 2013.

64      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        ως κύριο αίτημα:

–        να κρίνει ότι η προσφεύγουσα εκπλήρωσε ορθώς τις συμβατικές υποχρεώσεις που υπέχει από τις συμβάσεις Dicoems και Cocoon και ως εκ τούτου έχει δικαίωμα να της αποδοθούν οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε προκειμένου να εκτελέσει τις ως άνω συμβάσεις, όπως οι δαπάνες αυτές προκύπτουν από τα έντυπα C τα οποία απέστειλε στην Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένου του εντύπου C για την τέταρτη περίοδο της συμβάσεως Cocoon·

–        να κρίνει παράνομη την απόφαση της Επιτροπής περί καταγγελίας των εν λόγω συμβάσεων, η οποία περιέχεται στο έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2010·

–        ως εκ τούτου, να κρίνει ότι το αίτημα της Επιτροπής για την επιστροφή του ποσού των 164 080,10 ευρώ είναι αβάσιμο και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει το χρεωστικό σημείωμα με την έκδοση αντίστοιχου πιστωτικού σημειώματος ή, εν πάση περιπτώσει, να το κηρύξει παράνομο·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει το οφειλόμενο στην προσφεύγουσα υπόλοιπο, βάσει των εντύπων C που η ίδια απέστειλε στην Επιτροπή, το οποίο ανέρχεται σε 250 999,16 ευρώ·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην προσφεύγουσα εύλογη αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη λόγω της απουσίας ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής·

–        επικουρικώς:

–        να διαπιστώσει ευθύνη της Επιτροπής από αδικαιολόγητο πλουτισμό και από αδικοπραξία·

–        κατά συνέπεια, να υποχρεώσει την Επιτροπή σε καταβολή αποζημιώσεως για την περιουσιακή ζημία καθώς και χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα, οι οποίες θα πρέπει να αποτιμηθούν στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς·

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

65      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και αβάσιμη·

–        να απορρίψει το αίτημα αποζημιώσεως ως απαράδεκτο και αβάσιμο·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

66      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή ασκεί ανταγωγή. Η Επιτροπή ζητεί να επιβεβαιώσει το Γενικό Δικαστήριο το χρεωστικό σημείωμα και την παύση της συμμετοχής της προσφεύγουσας στις συμβάσεις και, κατά συνέπεια, να υποχρεώσει την προσφεύγουσα να επιστρέψει το ποσό των 164 080,03 ευρώ, πλέων τόκων, κατά το σημείο II.31, παράγραφος 2, των γενικών όρων.

 Σκεπτικό

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

67      Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, στις 20 Ιουλίου 2011, η προσφεύγουσα κατέθεσε, εκτός από το υπόμνημα απαντήσεως, επιστολή η οποία περιελήφθη στη δικογραφία και στην οποία εκλήθη να απαντήσει η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως. Στο έγγραφο αυτό της 20ής Ιουλίου 2011, η προσφεύγουσα καταγγέλλει ότι το υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής περιέχει πολλές παραπομπές σε επιχειρήματα και έγγραφα τα οποία αφορούν τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, που συνιστά ιδιαίτερη διαδικασία. Τούτο κατά την προσφεύγουσα δημιουργεί σύγχυση και συνεπάγεται εμμέσως την αύξηση του αριθμού των σελίδων του υπομνήματος αντικρούσεως, με αποτέλεσμα την υπέρβαση του αριθμού των σελίδων που καθορίστηκε με τις οδηγίες προς τους διαδίκους.

68      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα ανωτέρω εκτιθέμενα δεν συνιστούν καθαυτό λόγο της προσφυγής, ούτε αντλείται εξ αυτών κάποιο επιχείρημα σχετικό με τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για επιχείρημα το οποίο προβάλλεται προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής, ένα τέτοιο επιχείρημα θα πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

69      Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων επαναλήφθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τα επιχειρήματα που προέβαλε στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και δεν συνιστούν απλώς παραπομπή. Δεν θα μπορούσαν επομένως να συντείνουν σε αύξηση του αριθμού των σελίδων που καθορίστηκε με τις οδηγίες προς τους διαδίκους. Ακόμη, τα επιχειρήματα αυτά αναπτύσσονται κατά τρόπο ολοκληρωμένο και δομημένο. Τέλος, τα σχετικά προς αυτά έγγραφα παρατίθενται σαφώς στο υπόμνημα αντικρούσεως, χωρίς κανένα περιθώριο συγχύσεως, και επισυνάπτονται εκ νέου στο υπόμνημα ανταπαντήσεως.

70      Το επιχείρημα αυτό πρέπει επομένως, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί.

71      Δεύτερον, από το δικόγραφο της προσφυγής και ιδίως από το τέταρτο αίτημα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος, το οποίο σκοπεί στην επιστροφή του επίδικου ποσού από την προσφεύγουσα.

72      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι πράξεις οι οποίες εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα και οι οποίες εντάσσονται σε συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω ακριβώς της φύσεώς τους, μεταξύ των πράξεων που προβλέπει το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ. διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2011, T‑353/10, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Εν προκειμένω, με το χρεωστικό σημείωμα που εξέδωσε και το οποίο παραπέμπει στο από 5 Νοεμβρίου 2010 έγγραφό της, η Επιτροπή ζητεί από την προσφεύγουσα να εξοφλήσει απαίτηση την οποία η Επιτροπή θεωρεί ότι έχει έναντι της προσφεύγουσας, συνιστάμενη σε ποσά καταβληθέντα για δαπάνες που κρίθηκαν από την Επιτροπή ως μη επιλέξιμες βάσει των επίμαχων συμβάσεων και τις οποίες η Επιτροπή δεν έκανε δεκτές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Επιτροπή παρέμεινε εντός του συμβατικού πλαισίου και βασίζεται ιδίως στις συνδυασμένες διατάξεις του σημείου II.29, παράγραφος 1, και του σημείου II.31 των γενικών όρων.

74      Το χρεωστικό σημείωμα εντάσσεται επομένως στο πλαίσιο των συμβάσεων που συνδέουν την Επιτροπή με την προσφεύγουσα, καθόσον σκοπεί στην είσπραξη απαιτήσεως η οποία θεμελιώνεται στις ρήτρες των συμβάσεων και καθόσον έχει ως αντικείμενο την ενάσκηση δικαιωμάτων τα οποία αντλεί η Επιτροπή από τις διατάξεις των εν λόγω συμβάσεων που την συνδέουν με την προσφεύγουσα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010, T‑428/07 και T‑455/07, CEVA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑2431, σκέψη 53· διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Αυγούστου 2011, T‑435/10, IEM κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 44, και Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, σκέψη 72 ανωτέρω, σκέψη 26).

75      Εφόσον το χρεωστικό σημείωμα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το συμβατικό πλαίσιο, το τέταρτο αίτημα περί ακυρώσεως του χρεωστικού σημειώματος ή περί διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα του πρέπει έτσι να θεωρηθεί ως απαράδεκτο. Τα προβληθέντα προς στήριξη του ως άνω αιτήματος επιχειρήματα πρέπει συνεπώς να απορριφθούν ως έχοντα ως αντικείμενο τη στήριξη απαράδεκτου αιτήματος. Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το αίτημα περί ακυρώσεως του χρεωστικού σημειώματος μπορεί να επαναχαρακτηρισθεί ως αίτημα περί καταβολής των επίμαχων ποσών κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. διάταξη Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, σκέψη 72 ανωτέρω, σκέψεις 34 και 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), διαπιστώνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, οι λόγοι που προβάλλονται κατά του χρεωστικού σημειώματος συμπίπτουν με τους λόγους που προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος καταβολής.

76      Στο πλαίσιο της προσφυγής, που στηρίζεται στα άρθρα 268, 272 και 340 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους. Οι τέσσερις πρώτοι λόγοι προβάλλονται στο πλαίσιο του κυρίου αιτήματος και ο πέμπτος λόγος, που αφορά ευθύνη της Επιτροπής για αδικαιολόγητο πλουτισμό και για παράνομη συμπεριφορά, προβάλλεται στο πλαίσιο του επικουρικού αιτήματος.

2.     Επί του κυρίου αιτήματος, που στηρίζεται στους τέσσερις πρώτους λόγους

77      Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση των σημείων II.19, II.20, II.21 και II.25 των γενικών όρων. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε παράβαση από την Επιτροπή των υποχρεώσεών της εποπτείας, παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως και της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας κατά την εκτέλεση των συμβάσεων. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παραβίαση εκ μέρους της Επιτροπής των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας και ο τέταρτος λόγος από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από έλλειψη αιτιολογίας.

 Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παράβαση των σημείων II.19, II.20, II.21 και II.25 των γενικών όρων

78      Πρέπει να κριθεί καταρχάς το αίτημα της προσφεύγουσας σχετικά με το ποσό που αφορά την τέταρτη περίοδο του σχεδίου Cocoon, το οποίο δεν της καταβλήθηκε και το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο του οικονομικού ελέγχου. Η προσφεύγουσα προβάλλει εν συνεχεία, κατ’ ουσίαν, αιτίαση που αντλείται από την αδυναμία επιλογής του υποδείγματος κόστους, αιτίαση που αφορά τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που έχουν χρεωθεί και δεν έχουν ακόμη εξοφληθεί, αιτίαση σχετικά με τις άμεσες δαπάνες προσωπικού, αιτίαση σχετικά με τις έμμεσες δαπάνες προσωπικού και τέλος αιτίαση που αντλείται από ανακόλουθο χαρακτήρα της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, οι αιτιάσεις δε αυτές θα πρέπει να εξετασθούν διαδοχικώς.

 Επί του αιτήματος αποδόσεως δαπανών που αφορά την τέταρτη περίοδο

79      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα περιλαμβάνει στο αίτημά της αποδόσεως δαπανών ποσό 98 030,42 ευρώ το οποίο αφορά την τέταρτη περίοδο του σχεδίου Cocoon. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της λεπτομερή στοιχεία ως προς τις δαπάνες και ότι δεν μπορεί να καταλογισθεί στη προσφεύγουσα οποιαδήποτε καθυστέρηση ως προς την αποστολή εγγράφων. Η προσφεύγουσα προσθέτει, στις απαντήσεις της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ότι η προβλεπόμενη στο σημείο II.29 των γενικών όρων πενταετής προθεσμία έχει λήξει και ότι είναι πλέον αδύνατη η πραγματοποίηση οικονομικού ελέγχου.

80      Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το ποσό που αντιστοιχεί στην τέταρτη περίοδο, η οποία εκτείνεται μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 30ής Ιουνίου 2007, δεν καταβλήθηκε στην προσφεύγουσα και δεν αποτέλεσε αντικείμενο του οικονομικού ελέγχου. Ειδικότερα, από τις απαντήσεις στις γραπτές ερωτήσεις που υποβλήθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο προκύπτει ότι τα σχετικά με την ως άνω περίοδο οικονομικά έγγραφα εξετάζονται τώρα από την Επιτροπή.

81      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, έστω και αν αυτή καθεαυτή η πραγματοποίηση οικονομικού ελέγχου δεν απαιτείται από τις εν προκειμένω εφαρμοστέες συμβατικές διατάξεις, εντούτοις από το άρθρο 8, παράγραφος 2, των συμβάσεων και από το σημείο II.28, παράγραφος 1, των γενικών όρων προκύπτει ότι το ύψος της τελικής καταβολής στον αντισυμβαλλόμενο αποφασίζεται επί τη βάσει των προβλεπόμενων στο σημείο II.7 των εν λόγω γενικών όρων αναφορών οι οποίες έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή. Επιπλέον, από το σημείο II.8, παράγραφος 3, των γενικών όρων προκύπτει ότι η σιωπή της Επιτροπής δεν ισοδυναμεί με έγκριση των επίμαχων αναφορών.

82      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, ανεξαρτήτως του ζητήματος του ποιος ευθύνεται για την καθυστέρηση κοινοποιήσεως των εγγράφων τεκμηρίωσης που αφορούν την τέταρτη περίοδο της συμβάσεως Cocoon, η Επιτροπή δεν τοποθετήθηκε σχετικά με την επιλεξιμότητα των επίμαχων ποσών ούτε ενέκρινε τις αναφορές για την ως άνω τέταρτη περίοδο. Το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε επικρίσεις σχετικά με τα επίμαχα ποσά δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι ενέκρινε τις αναφορές αυτές και ότι τα κατά τις αναφορές αυτές ποσά είναι επιλέξιμα.

83      Επιπλέον, η αναφερόμενη στο σημείο II.29 των γενικών όρων παραγραφή κατόπιν της παρελεύσεως πενταετίας από τον τερματισμό του σχεδίου, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, δεν ασκεί επιρροή, διότι αφορά τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως οικονομικού ελέγχου ή επιθεωρήσεως και όχι την έγκριση οικονομικών αναφορών από την Επιτροπή.

84      Τέλος, η προσφεύγουσα δεν παραπέμπει σε κανένα έγγραφο ή δικαιολογητικό που να αφορά το ποσό το οποίο επικαλείται και τις δαπάνες της επίμαχης τέταρτης περιόδου.

85      Επομένως, το αίτημα της προσφεύγουσας για το ποσό των 98 030,42 ευρώ που αντιστοιχεί στην τέταρτη περίοδο της συμβάσεως Cocoon, το οποίο δεν έχει απορριφθεί από την Επιτροπή και του οποίου το ύψος και τη βασιμότητα δεν τεκμηριώνει καν η προσφεύγουσα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί της αιτιάσεως που αντλείται από έλλειψη δυνατότητας επιλογής του υποδείγματος κόστους

86      Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, ως ένωση χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό, ήταν υποχρεωμένη να επιλέξει το υπόδειγμα του πρόσθετου κόστους. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επέλεξε το υπόδειγμα αυτό, διότι το λογιστικό της σύστημα δεν της επέτρεπε να απομονώσει τις άμεσες δαπάνες, αλλά της παρείχε τη δυνατότητα να εξακριβώσει τις πρόσθετες δαπάνες με τις οποίες είχε επιβαρυνθεί για το σχέδιο. Το σύστημα αυτό αποτελούσε επομένως, κατά την προσφεύγουσα, «υποχρεωτική επιλογή».

87      Επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η προσφεύγουσα επέλεξε το υπόδειγμα του πρόσθετου κόστους σύμφωνα με το σημείο II.22, παράγραφος 3, των γενικών όρων.

88      Το γεγονός ότι η επιλογή αυτή ήταν αναγκαστική δεδομένου του λογιστικού συστήματος της προσφεύγουσας αποτελεί απλώς εφαρμογή των συμβατικών ρητρών τις οποίες δέχθηκε η προσφεύγουσα. Δεν μπορεί, επομένως, αυτή να αιτιάται τρίτους για το ότι αναγκάστηκε να επιλέξει το υπόδειγμα του πρόσθετου κόστους.

89      Η αιτίαση αυτή πρέπει επομένως να απορριφθεί.

 Επί της αιτιάσεως σχετικά με τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που έχουν χρεωθεί και δεν έχουν ακόμη εξοφληθεί

90      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι δαπάνες προσωπικού που απεικονίζονται στα λογιστικά της βιβλία αντιστοιχούν σε ήδη πραγματοποιηθείσες παροχές αποδεικνυόμενες από τιμολόγια που εξέδωσαν οι σύμβουλοι και από φύλλα χρονοχρέωσης (time sheets) και ότι πρόκειται για επιλέξιμες δαπάνες, έστω και αν τα τιμολόγια δεν έχουν ακόμη εξοφληθεί. Το να απαιτείται ταμειακή κίνηση αντιβαίνει στο σημείο II.19, παράγραφος 2, των γενικών όρων και συνιστά διάκριση λόγω των εφαρμοστέων λογιστικών κανόνων.

91      Επισημαίνεται ότι το σημείο II.19, παράγραφος 1, των γενικών όρων προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι, προκειμένου να είναι επιλέξιμες, οι δαπάνες πρέπει να πληρούν διάφορες προϋποθέσεις. Ιδίως, πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του σχεδίου, εκτός από τις δαπάνες για την κατάρτιση της τελικής εκθέσεως (σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο c, και πρέπει να έχουν καταχωρισθεί, στα λογιστικά βιβλία του αντισυμβαλλομένου που τις πραγματοποίησε, το αργότερο κατά την ημερομηνία εκδόσεως του πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου που προβλέπεται στο σημείο II.26 των γενικών όρων. Οι ακολουθούμενες λογιστικές διαδικασίες για την καταχώριση των δαπανών και των εσόδων πρέπει να τηρούν τους λογιστικούς κανόνες του κράτους εγκαταστάσεως του αντισυμβαλλομένου και να παρέχουν δυνατότητα άμεσης σύγκρισης μεταξύ των δαπανών και των εσόδων από την εφαρμογή του σχεδίου και των συνολικών δηλώσεων που αφορούν ολόκληρη τη δραστηριότητα του αντισυμβαλλομένου (σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d).

92      Εν προκειμένω, από την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου προκύπτει ότι ορισμένες δαπάνες δεν καταχωρίσθηκαν στις λογιστικές καταστάσεις της προσφεύγουσας που προσκομίσθηκαν κατά τον οικονομικό έλεγχο, ούτε εβάρυναν την προσφεύγουσα, η οποία εφαρμόζει λογιστική ταμείου. Το συμπέρασμα αυτό παρέμεινε αμετάβλητο και μετά την εξέταση των λογιστικών βιβλίων και των δημοσιονομικών δηλώσεων που κοινοποιήθηκαν στις 19 Αυγούστου 2009.

93      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο από 19 Αυγούστου 2009 έγγραφό της προς την Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν δέχθηκε ότι εφάρμοζε λογιστική «σε ταμειακή βάση». Ενώπιον όμως του Γενικού Δικαστηρίου, όπως παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δηλώνει ότι εφαρμόζει ένα τέτοιο λογιστικό σύστημα «σε ταμειακή βάση», EK πράγμα που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Δηλαδή, τα έσοδα και οι δαπάνες της καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία αντιστοίχως κατά το χρονικό σημείο της εισπράξεως του τιμήματος των προϊόντων και της πραγματικής καταβολής των οφειλομένων.

94      Από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν στις 19 Αυγούστου 2009 προκύπτει όμως ότι ορισμένες δαπάνες προσωπικού αναγράφονται στα έντυπα C ως «καταβλητέες».

95      Κατά συνέπεια, αυτές οι δαπάνες που δεν έχουν ακόμη εξοφληθεί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως καταχωρισθείσες λογιστικώς από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της σε ταμειακή βάση λογιστικής της.

96      Επομένως, ορθώς η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού ότι η προσφεύγουσα δεν επιβαρύνθηκε με ορισμένες δαπάνες και ότι οι δαπάνες αυτές δεν «καταχωρίσθηκαν» στις λογιστικές καταστάσεις της προσφεύγουσας το αργότερο κατά την ημερομηνία εκδόσεως του πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου, όπως απαιτεί το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων.

97      Εξ αυτού συνάγεται ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής περί μη τηρήσεως των λογιστικών απαιτήσεων οι οποίες τίθενται από τις συμβατικές διατάξεις που ισχύουν ως προς το ζήτημα της επιλεξιμότητας των δαπανών, και ιδίως από το σημείο II.19, παράγραφος 1, των γενικών όρων, ήταν αβάσιμες.

98      Τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα δεν αναιρούν το συμπέρασμα αυτό.

99      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι επίμαχες δαπάνες αφορούσαν υπαρκτό, πραγματικό και μη υπέρμετρο κόστος. Το επιχείρημα αυτό όμως δεν απαντά στη μομφή της Επιτροπής που αφορά τη μη καταχώριση στα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας.

100    Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απαίτηση να υπάρχει ταμειακή κίνηση έρχεται σε αντίθεση με το σημείο II.19, παράγραφος 2, των γενικών όρων. Πρέπει να υπομνησθεί ότι το σημείο II.19, παράγραφος 2, στοιχεία a έως h, αναφέρει οκτώ κατηγορίες μη επιλέξιμων δαπανών. Στο σημείο II.19, παράγραφος 2, στοιχείο i, προστίθεται η επισήμανση ότι μη επιλέξιμες είναι όλες οι δαπάνες που δεν πληρούν τις κατά την παράγραφο 1 προϋποθέσεις. Εφόσον εν προκειμένω ορθώς κρίθηκε ότι οι δαπάνες δεν πληρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις που προβλέπονταν από το σημείο II.19, παράγραφος 1, των γενικών όρων (σκέψη 97 ανωτέρω), το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.19, παράγραφος 2, στοιχείο i, των γενικών όρων.

101    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι ως επιλέξιμες μπορούν να θεωρηθούν μόνον οι δαπάνες που έχουν πράγματι εξοφληθεί συνιστά διάκριση λόγω των εφαρμοστέων λογιστικών κανόνων.

102    Και το επιχείρημα αυτό πρέπει όμως να απορριφθεί. Ειδικότερα, η Επιτροπή απλώς εφάρμοσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τις συμβατικές διατάξεις σχετικά με τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των δαπανών λαμβάνοντας υπόψη τους λογιστικούς κανόνες που εφαρμόζονται στην προσφεύγουσα, οι οποίοι έχουν εν προκειμένω ως συνέπεια ότι οι δαπάνες οι οποίες δεν έχουν ακόμη εξοφληθεί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως λογιστικώς καταχωρισθείσες και κατά συνέπεια ως επιλέξιμες. Εξάλλου, από τη δικογραφία και ιδίως από το έγγραφο της Επιτροπής της 22ας Οκτωβρίου 2010 προκύπτει ότι οι προκαταβολές που κατεβλήθησαν στην προσφεύγουσα ήταν σε θέση να καλύψουν τις δαπάνες της για την εφαρμογή των οικείων σχεδίων.

103    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός εάν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑177/10, Sosado Santana, Συλλογή 2011, σ. I‑7907, σκέψη 65). Επομένως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, για τις εμπορικές εταιρίες που υποβάλλονται σε διαφορετικούς λογιστικούς κανόνες ισχύουν συμβατικοί κανόνες διαφορετικοί από εκείνους που ισχύουν για την προσφεύγουσα, μια τέτοια διαπίστωση δεν αντιβαίνει, αυτή καθαυτή, στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

104    Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της αιτιάσεως σχετικά με τις άμεσες δαπάνες προσωπικού

105    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι απέδειξε την ύπαρξη συμβάσεων εργασίας του προσωπικού που έχει απασχοληθεί στο πλαίσιο των σχεδίων Cocoon και Dicoems, με έγγραφες δηλώσεις για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και τα εισπραχθέντα ποσά, με τιμολόγια που εξέδωσαν οι σύμβουλοι και με υπεύθυνες δηλώσεις. Κατά την προσφεύγουσα, οι δαπάνες προσωπικού έπρεπε κατά συνέπεια να γίνουν δεκτές έστω και χωρίς γραπτές συμβάσεις, για τον λόγο ότι το βελγικό δίκαιο δέχεται τη δυνατότητα προφορικών συμβάσεων.

106    Επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι το βελγικό δίκαιο δέχεται τη δυνατότητα μη γραπτών συμβάσεων δεν αμφισβητείται. Η Επιτροπή παραδέχθηκε το γεγονός αυτό στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου (σ. 43 της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου) καθώς και στο από 22 Οκτωβρίου 2010 έγγραφό της προς την προσφεύγουσα.

107    Επιπλέον, το σημείο II.20, παράγραφος 2, των γενικών όρων προβλέπει μεταξύ άλλων ότι οι άμεσες δαπάνες προσωπικού πρέπει να περιορίζονται στις πραγματικές δαπάνες του προσωπικού που απασχολείται στο σχέδιο όταν ο αντισυμβαλλόμενος έχει συνάψει σύμβαση με το προσωπικό αυτό.

108    Η ως άνω διάταξη προβλέπει έτσι την ύπαρξη συμβάσεων, αλλά όχι τον έγγραφο τύπο τους.

109    Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας, η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή, με επιστολή της 19ης Αυγούστου 2009, έγγραφα αφορώντα διάφορα πρόσωπα στο πλαίσιο των σχεδίων Cocoon και Dicoems.

110    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή εξέτασε τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν κατά τα ανωτέρω και τα έλαβε υπόψη της στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου. Ειδικότερα, στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου γίνεται ρητή μνεία των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 19ης Αυγούστου 2009. Προκύπτει ιδίως από τις σελίδες 2 και 42 της εν λόγω εκθέσεως ότι οι ως άνω παρατηρήσεις εξετάσθηκαν ενδελεχώς και ότι, στις περιπτώσεις που ενδείκνυτο, όπως στην περίπτωση των άμεσων δαπανών ταξιδίου και των σχετικών με αυτές εμμέσων δαπανών, τα συμπεράσματα του οικονομικού ελέγχου αναθεωρήθηκαν και τροποποιήθηκαν, τα δε επιλέξιμα ποσά επανυπολογίσθηκαν. Έτσι, το σημείο 12 της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου συνόψισε τις παρατηρήσεις της 19ης Αυγούστου 2009 (σ. 42 της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου) και εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν ή δεν ελήφθησαν υπόψη οι πληροφορίες που περιέχονταν σε αυτές, όσον αφορά και τις δύο συμβάσεις και ανά κατηγορία δαπάνης.

111    Κατόπιν, πρέπει να εξετασθεί αν, βάσει των εγγράφων τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα, έπρεπε να διαπιστωθεί στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου η ύπαρξη συμβάσεων μεταξύ της ιδίας και των διαφόρων προσώπων που εμπλέκονταν στις συμβάσεις Cocoon και Dicoems και αν οι αντίστοιχες δαπάνες προσωπικού έπρεπε να θεωρηθούν ως επιλέξιμες, στο πλαίσιο και των δύο επίμαχων συμβάσεων.

112    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι απόκειται στην προσφεύγουσα, η οποία φέρει το βάρος να αποδείξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του αιτήματός της, να υποστηρίξει, και εφόσον τούτο αμφισβητηθεί, να αποδείξει ότι οι δαπάνες που ζητεί να της επιστραφούν είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από την Ένωση βάσει των κανόνων που έχουν συναφώς εφαρμογή (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Απριλίου 2012, T‑329/05, Movimondo Onlus κατά Επιτροπής, σκέψη 31).

–       Επί των δαπανών προσωπικού των οποίων ζητείται η απόδοση στο πλαίσιο της συμβάσεως Cocoon

113    Στο πλαίσιο της συμβάσεως Cocoon, η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή, στις 19 Αυγούστου 2009, έγγραφα τα οποία αφορούσαν εννέα πρόσωπα.

114    Πρώτον, για ένα από τα πρόσωπα αυτά (S. G.), τα οδοιπορικά έξοδα, που ήταν τα μόνα ως προς τα οποία ετίθετο ζήτημα, κρίθηκαν επιλέξιμα, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, και κατά συνέπεια τα έξοδα αυτά δεν είναι επίδικα εν προκειμένω.

115    Δεύτερον, ως προς πέντε από τα πρόσωπα αυτά (J. M., M. D., H‑L. Y., I. A. και L. P.), προσκομίσθηκαν μόνο τα βιογραφικά τους σημειώματα. Η ύπαρξη συμβάσεως δεν μπορεί όμως να γίνει δεκτή επ’ αυτής της βάσεως και μόνον και κατά συνέπεια το εσφαλμένο των διαπιστώσεων του οικονομικού ελέγχου δεν αποδεικνύεται σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα αυτά.

116    Τρίτον, σε ό,τι αφορά τον πρόεδρο της προσφεύγουσας (V. C.), προσκομίσθηκε το βιογραφικό του σημείωμα καθώς και τιμολόγια. Επισημαίνεται όμως ότι οι δαπάνες των οποίων ζητείται η απόδοση θεωρήθηκαν ως μη επιλέξιμες επίσης και για τον λόγο ότι αυτές δεν καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία το αργότερο κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως του πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου σύμφωνα με το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων. Ειδικότερα, στο προσκομισθέν από την προσφεύγουσα έντυπο C δηλώνεται ότι τα ποσά αναγράφονται ως «καταβλητέα».

117    Επομένως, χωρίς να απαιτείται να κριθεί το ζήτημα κατά πόσον υπήρχε σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ότι ορθώς τα ποσά που αφορούσαν τον πρόεδρο της προσφεύγουσας και των οποίων ζητείται η απόδοση κρίθηκαν ως μη επιλέξιμα.

118    Τέταρτον, για δύο άλλα πρόσωπα (L. S. και F. M.), η προσφεύγουσα προσκομίζει, εκτός από τα βιογραφικά σημειώματα, υπεύθυνες δηλώσεις όσον αφορά τη φύση των υπηρεσιών που παρείχαν στο πλαίσιο του σχεδίου Cocoon, το επίμαχο χρονικό διάστημα, την ωριαία αμοιβή και τον αριθμό των ωρών παρασχεθείσας εργασίας, καθώς και αντίστοιχα τιμολόγια ή αποδείξεις παροχής υπηρεσιών. Επιπλέον, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ορισμένα από τα κατά τα ως άνω χρεωθέντα ποσά καταβλήθηκαν στα εν λόγω πρόσωπα και καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία. Ακόμη, δεν αμφισβητείται το ότι το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή.

119    Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υποθέσεως, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο έγγραφος τύπος των συμβάσεων δεν απαιτείται ρητώς ούτε από τη σύμβαση Cocoon ούτε από το βελγικό δίκαιο, πρέπει να θεωρηθεί ότι τέτοια έγγραφα, λαμβανόμενα υπόψη συνδυαστικώς, συνιστούν δέσμη στοιχείων ικανή να αποδείξει την ύπαρξη συμβάσεως κατά την έννοια του σημείου II.20 των γενικών όρων.

120    Συναφώς, παρά τα όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η ως άνω διάταξη δεν προβλέπει ιδιαίτερο τύπο. Ιδίως, το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν επιτάσσει γραπτή σύμβαση, όπως δέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

121    Επιπλέον, το άρθρο 1347 του βελγικού αστικού κώδικα επιτρέπει την απόδειξη με έγγραφα που προέρχονται από εκείνον κατά του οποίου προβάλλεται η αξίωση και βάσει των οποίων πιθανολογείται το προβαλλόμενο γεγονός. Τα δε δικαιολογητικά που προσκόμισε η προσφεύγουσα συνιστούν τέτοια αρχή εγγράφου αποδείξεως κατά την έννοια του άρθρου του εν λόγω κώδικα που, λαμβανόμενη υπόψη συνδυαστικώς, πιθανολογεί την ύπαρξη συμβάσεως μεταξύ της προσφεύγουσας και των εν λόγω δύο προσώπων.

122    Επομένως, είναι εσφαλμένες οι διαπιστώσεις που έγιναν στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου, κατά τις οποίες δεν υπήρξε σύμβαση μεταξύ της προσφεύγουσας και των ως άνω δύο προσώπων, παρά τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας.

123    Τα επιχειρήματα της Επιτροπής δεν αναιρούν το συμπέρασμα αυτό. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει, σε απάντηση των γραπτών ερωτήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, ότι το άρθρο 1347 του βελγικού αστικού κώδικα δεν ασκεί επιρροή, διότι ζητούμενη δεν είναι η απόδειξη της υπάρξεως χρηματικής οφειλής, αλλά η απόδειξη της υπάρξεως συμβάσεως που να έχει συναφθεί υπό τον τύπο τον οποίο απαιτεί το σημείο II.20 των γενικών όρων.

124    Όπως όμως υπομνήσθηκε προηγουμένως (σκέψη 120 ανωτέρω), το σημείο II.20 των γενικών όρων προβλέπει την ύπαρξη συμβάσεως χωρίς να προσδιορίζει τον τύπο της.

125    Επιπλέον, το άρθρο 1347 του βελγικού αστικού κώδικα περιλαμβάνεται στο τμήμα II, που αφορά την εμμάρτυρη απόδειξη και ανήκει στο κεφάλαιο VI, με τον τίτλο «Περί της αποδείξεως των ενοχών και της καταβολής», το δε κεφάλαιο VI εντάσσεται στον τίτλο III, που επιγράφεται «Περί των συμβάσεων ή των συμβατικών υποχρεώσεων εν γένει». Το άρθρο 1347 του εν λόγω κώδικα έχει επομένως εφαρμογή εν προκειμένω.

126    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 1347 του βελγικού αστικού κώδικα δεν έχει εφαρμογή, διότι αναφέρεται στα έγγραφα που προέρχονται από εκείνον κατά του οποίου προβάλλεται η αξίωση (τον οφειλέτη). Κατά την Επιτροπή, όμως, οφειλέτρια είναι η προσφεύγουσα, ενώ τα τιμολόγια και οι υπεύθυνες δηλώσεις προέρχονται από συνεργάτες οι οποίοι υποτίθεται ότι είναι πιστωτές της προσφεύγουσας και όχι από την προσφεύγουσα.

127    Το ζήτημα που τίθεται όμως εν προκειμένω είναι ο καθορισμός των επιλέξιμων δαπανών προσωπικού και συνακόλουθα η απόδειξη της υπάρξεως συμβάσεων που συνήφθησαν από την προσφεύγουσα με το προσωπικό της. Τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα είναι συνεπώς πρόσφορα ώστε να αποδείξουν την ύπαρξη συμβάσεως όπως απαιτεί το σημείο II.20 των γενικών όρων.

128    Τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο των απαντήσεων στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθούν.

129    Εξ αυτού συνάγεται ότι, βάσει των εγγράφων που προσκομίσθηκαν στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας, στην περίπτωση των L. S. και F. M. έπρεπε να έχει γίνει δεκτή η ύπαρξη συμβάσεως κατά την έννοια του σημείου II.20 των γενικών όρων, σε αντίθεση με τις σχετικές διαπιστώσεις του οικονομικού ελέγχου.

130    Πρέπει συνεπώς να εξετασθεί αν οι δαπάνες προσωπικού που αναλογούσαν σε αυτά τα δύο πρόσωπα ήταν μη επιλέξιμες για άλλους λόγους πέραν της μη υπάρξεως συμβάσεως.

131    Πρώτον, στην περίπτωση της L. S., στον οικονομικό έλεγχο αναφέρεται ότι οι δαπάνες που ζητήθηκε να αποδοθούν και οι οποίες δεν έγιναν δεκτές ανέρχονται, στο πλαίσιο της πρώτης περιόδου (από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2004), στο ποσό των 6 000 ευρώ (168 ώρες με ωριαία αμοιβή 35,71 ευρώ). Στον οικονομικό έλεγχο επισημαίνεται ακόμη ότι, με εξαίρεση το γεγονός ότι δεν υπάρχει σύμβαση, η λογιστική εγγραφή των ποσών είναι ορθή, ότι υπάρχουν φύλλα χρονοχρέωσης, αλλά το κόστος δεν αντιστοιχεί προς τα ποσά και τις περιόδους που αναγράφονται στα τιμολόγια.

132    Από τα συνημμένα στην επιστολή της 19ης Αυγούστου 2009 έγγραφα προς την Επιτροπή προκύπτει ότι, στην από 14 Αυγούστου 2009 υπεύθυνη δήλωσή της, η L. S. βεβαιώνει ότι παρέσχε διανοητικής φύσεως υπηρεσίες στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο του σχεδίου Cocoon από 1ης Ιανουαρίου 2004 έως «31 Ιουνίου 2007», με αντικείμενο τη διοικητική παρακολούθηση και τις επαφές για τη διοργάνωση των διαφόρων συσκέψεων που αφορούσαν το σχέδιο. Δηλώνεται ωριαία αμοιβή ύψους 50 ευρώ, καθώς και το συνολικό ποσό της αμοιβής της L. S., ύψους 4 500 ευρώ, που χρεώθηκε με τρεις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της 1ης Ιανουαρίου και 27ης Δεκεμβρίου 2006 και της 25ης Ιουνίου 2007. Η L. S. αναφέρει ότι οι καταβολές ύψους 1 500, 2 000 και 1 000 ευρώ πραγματοποιήθηκαν αντιστοίχως στις 2 Ιανουαρίου 2006 και στις 18 Ιανουαρίου και 25 Ιουνίου 2007.

133    Η προσφεύγουσα προσκόμισε επίσης στην Επιτροπή τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της L. S., όπου δηλωνόταν ωριαία αμοιβή ύψους 30 ευρώ, της 1ης Ιανουαρίου 2006 (1 500 ευρώ) και της 27ης Δεκεμβρίου 2006 (2 000 ευρώ) για το σχέδιο Cocoon.

134    Σε φύλλο χρονοχρέωσης αναγράφεται ωριαία αμοιβή 30 ευρώ και μνημονεύονται μεταξύ άλλων οι δύο αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της 1ης Ιανουαρίου και της 27ης Δεκεμβρίου 2006.

135    Επιπλέον, το ποσό των 3 500 ευρώ αναγράφεται ως καταβληθέν στα έντυπα C που απεστάλησαν στην Επιτροπή στις 19 Αυγούστου 2009 σχετικά με την τρίτη περίοδο. Στο από 22 Οκτωβρίου 2010 έγγραφό της, η Επιτροπή δέχθηκε άλλωστε ότι το ως άνω ποσό των 3 500 ευρώ είχε καταβληθεί και είχε εγγραφεί στις λογιστικές καταστάσεις.

136    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι, στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας κατόπιν της οποίας καταρτίσθηκε η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, η προσφεύγουσα προσκόμισε δικαιολογητικά που πιστοποιούσαν ότι, για το ποσό των 3 500 ευρώ, οι δαπάνες προσωπικού που δήλωσε όσον αφορά την L. S. αντιστοιχούσαν σε πράγματι παρασχεθείσες υπηρεσίες, που προορίζονταν για το σχέδιο και οι οποίες πληρώθηκαν και καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία στο πλαίσιο της τρίτης περιόδου. Η προσφεύγουσα απέδειξε κατ’ αυτόν τον τρόπο, για το ποσό των 3 500 ευρώ, την ύπαρξη πραγματικών δαπανών για προσωπικό απασχολούμενο στο σχέδιο, οι οποίες έπρεπε να θεωρηθούν ως επιλέξιμες κατά την έννοια των άρθρων II.19 και II.20 των γενικών όρων.

137    Βάσει των υπομνησθεισών ανωτέρω (σκέψεις 132 έως 136) περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, τα επιχειρήματα της Επιτροπής για τις διαπιστωθείσες αναντιστοιχίες, όσον αφορά τα ποσά και τις περιόδους, μεταξύ των εγγράφων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού ελέγχου και των εγγράφων που υποβλήθηκαν στις 19 Αυγούστου 2009, δηλαδή πριν την ολοκλήρωση του οικονομικού ελέγχου στις 30 Σεπτεμβρίου 2009, δεν αρκούν ώστε να θεωρηθεί ότι το ως άνω ποσό των 3 500 ευρώ δεν ήταν επιλέξιμο.

138    Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το ποσό των 3 500 ευρώ έχει καταβληθεί και καταχωρισθεί στα λογιστικά βιβλία. Τούτο επιβεβαιώνουν οι αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της 1ης Ιανουαρίου 2006, για το ποσό των 1 500 ευρώ, και της 27ης Δεκεμβρίου 2006, για το ποσό των 2 000 ευρώ, στις οποίες αναγράφεται ωριαία αμοιβή 30 ευρώ και οι οποίες απεστάλησαν στην Επιτροπή. Η διαφορά μεταξύ της ωριαίας αμοιβής που αναγράφεται στην υπεύθυνη δήλωση και της ωριαίας αμοιβής που αναγράφεται στις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών οφείλεται σε σφάλμα κατά την κατάρτιση της υπεύθυνης δηλώσεως, όπως δήλωσε η προσφεύγουσα σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, οπότε εφαρμοστέα είναι όντως η ωριαία αμοιβή των 30 ευρώ.

139    Οι περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως διαφέρουν από εκείνες της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2012, T‑312/10, ELE.SI.A κατά Επιτροπής (σκέψεις 113 και 114), της οποίας έγινε επίκληση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, στην υπόθεση εκείνη, η ενάγουσα δεν είχε αποδείξει ότι οι επίμαχες δαπάνες ήταν πραγματικές και επιλέξιμες ούτε κατά την επιθεώρηση ούτε στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας.

140    Εξ αυτού συνάγεται ότι, στην περίπτωση της L. S., ο οικονομικός έλεγχος πρέπει να θεωρηθεί εσφαλμένος στο μέτρο που αναφέρεται στην απουσία συμβάσεως και θεωρεί τις δαπάνες προσωπικού ως μη επιλέξιμες όσον αφορά ποσό 3 500 ευρώ.

141    Δεύτερον, στην περίπτωση του F. M., στον οικονομικό έλεγχο αναφέρεται ότι οι δαπάνες που ζητήθηκε να αποδοθούν και οι οποίες δεν έγιναν δεκτές ανέρχονται, για τη δεύτερη περίοδο, σε 6 540 ευρώ (174 ώρες με ωριαία αμοιβή 37,59 ευρώ) και, για την τρίτη περίοδο, σε 1 224 ευρώ (27,20 ώρες με ωριαία αμοιβή 50 ευρώ). Στον οικονομικό έλεγχο επισημαίνεται ακόμη, πέρα από την απουσία συμβάσεως, ότι τα ποσά ενεγράφησαν λογιστικώς για 6 540 ευρώ, ότι δεν υπήρχαν τα φύλλα χρονοχρέωσης και ότι τα ποσά δεν συμφωνούσαν προς τα τιμολόγια (σ. 22 της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου).

142    Από τα συνημμένα στην επιστολή της 19ης Αυγούστου 2009 έγγραφα προς την Επιτροπή προκύπτει ότι, στην υπεύθυνη δήλωσή του της 14ης Αυγούστου 2009, ο F. M. βεβαιώνει ότι παρέσχε διανοητικής φύσεως υπηρεσίες στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο του σχεδίου Cocoon από 1ης Ιανουαρίου 2004 έως «31 Ιουνίου 2006», με αντικείμενο την παρακολούθηση των νομικών πτυχών του σχεδίου. Δηλώνει αμοιβή ύψους 37,50 ευρώ ανά ώρα, καθώς και το γεγονός ότι προσέφερε τις υπηρεσίες του αμισθί με εξαίρεση την εργασία που υπερέβαινε τις πέντε ημέρες.

143    Έχει ακόμη επισυναφθεί απόδειξη παροχής υπηρεσιών με ημερομηνία 30 Απριλίου 2006, στην οποία δηλώνεται ως προς το σχέδιο Cocoon χρεωθέν ποσό ύψους 4 481,28 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 119,5 ώρες με ωριαία αμοιβή 37,50 ευρώ για το διάστημα από τον Ιανουάριο του 2004 έως τον Δεκέμβριο του 2005.

144    Σε διάφορα έγγραφα αναγράφεται ότι το ποσό των 4 481,28 ευρώ, που απεικονίζεται λογιστικώς, χρεώθηκε και καταβλήθηκε για τη δεύτερη περίοδο.

145    Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, καταρχάς, ότι οι δαπάνες που αντιστοιχούν στην τρίτη περίοδο (1 224 ευρώ) δεν αποδεικνύονται ούτε καταχωρίζονται λογιστικώς σε χρονικό σημείο προγενέστερο της εκδόσεως του πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου, όπως δηλώνει η Επιτροπή σε απάντηση των γραπτών ερωτήσεων του Γενικού Δικαστηρίου.

146    Η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει αποδείξεις ότι οι δαπάνες αυτές που αφορούσαν την τρίτη περίοδο ήταν πραγματικές ή ότι καταχωρίσθηκαν λογιστικώς.

147    Ορθώς κατά συνέπεια οι δαπάνες αυτές δεν κρίθηκαν επιλέξιμες.

148    Σε ό,τι αφορά τις δαπάνες της δεύτερης περιόδου, επισημαίνεται ότι το ποσό των 4 481,28 ευρώ κατεβλήθη και ενεγράφη στις λογιστικές καταστάσεις. Τούτο επιβεβαιώνει η από 30 Απριλίου 2006 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που απεστάλη στην Επιτροπή. Ακόμη, στο από 22 Οκτωβρίου 2010 έγγραφό της, η Επιτροπή δέχθηκε ότι το ποσό των 4 481,28 ευρώ είχε καταβληθεί και εγγραφεί στις λογιστικές καταστάσεις.

149    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε, στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας που προηγήθηκε της ολοκληρώσεως του οικονομικού ελέγχου, δικαιολογητικά ικανά να αποδείξουν ότι οι δαπάνες προσωπικού ύψους 4 481,28 ευρώ τις οποίες δήλωσε ως προς τον F. M. αντιστοιχούσαν σε υπηρεσίες πράγματι παρασχεθείσες στο πλαίσιο της δεύτερης περιόδου, οι οποίες προορίζονταν για το σχέδιο, πληρώθηκαν και καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία. Η προσφεύγουσα απέδειξε κατ’ αυτόν τον τρόπο, για το ποσό των 4 481,28 ευρώ, την ύπαρξη πραγματικών δαπανών για προσωπικό απασχολούμενο στο σχέδιο Cocoon, οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως επιλέξιμες κατά την έννοια των σημείων II.19 και II.20 των γενικών όρων.

150    Βάσει των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως που υπομνήσθηκαν ανωτέρω (σκέψεις 142 έως 144 ανωτέρω), το επιχείρημα της Επιτροπής περί αναντιστοιχίας μεταξύ των ποσών των οποίων ζητήθηκε η απόδοση και των ποσών που αναγράφονταν στα τιμολόγια δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι το ποσό των 4 481,28 ευρώ δεν ήταν επιλέξιμο. Συναφώς, όπως προαναφέρθηκε (σκέψη 139 ανωτέρω), η παρούσα περίπτωση διαφέρει από εκείνη την οποία αφορούσε η απόφαση ELE.SI.A κατά Επιτροπής, της οποίας έγινε επίκληση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεδομένου ότι, στην υπόθεση εκείνη, η ενάγουσα δεν είχε αποδείξει ότι οι επίμαχες δαπάνες ήταν πραγματικές και επιλέξιμες ούτε κατά την επιθεώρηση ούτε στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας.

151    Εξ αυτού συνάγεται ότι, στην περίπτωση του F. M., ο οικονομικός έλεγχος πρέπει να θεωρηθεί εσφαλμένος καθόσον κάνει λόγο για απουσία συμβάσεως και κρίνει τις δαπάνες προσωπικού ως μη επιλέξιμες όσον αφορά ποσό ύψους 4 481,28 ευρώ.

–       Επί των δαπανών προσωπικού των οποίων ζητείται η απόδοση στο πλαίσιο της συμβάσεως Dicoems

152    Στο πλαίσιο της συμβάσεως Dicoems, η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή, στις 19 Αυγούστου 2009, έγγραφα τα οποία αφορούσαν εννέα πρόσωπα.

153    Πρώτον, για πέντε από τα πρόσωπα αυτά (F. G., S. R., F. S., N. A. και M. R.), η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι προσκόμισε συμβάσεις απασχολήσεως συνεργάτη για τις υπηρεσίες που παρείχαν. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς οι δαπάνες αυτές προσωπικού θεωρήθηκαν ως μη επιλέξιμες για τον λόγο ότι συνδέονταν με συμβάσεις υπεργολαβίας, που δεν είχαν τύχει προηγούμενης εγκρίσεως από την Επιτροπή.

154    Δεν αμφισβητείται ότι μεταξύ της προσφεύγουσας και των ως άνω συμβούλων υφίσταντο συμβάσεις απασχολήσεως συνεργάτη για τις υπηρεσίες που παρείχαν στο πλαίσιο της συμβάσεως Dicoems.

155    Επισημαίνεται όμως ότι οι σχετικές με τα πρόσωπα αυτά δαπάνες θεωρήθηκαν ως μη επιλέξιμες στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου για λόγους διαφορετικούς από την απουσία συμβάσεων. Έτσι, η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου αναφέρει ότι οι δαπάνες αυτές δεν καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία. Επιπλέον, από τον οικονομικό έλεγχο προκύπτει επίσης ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις ώστε τα πρόσωπα αυτά να θεωρηθούν ως εσωτερικοί σύμβουλοι, ότι οι δαπάνες που τα αφορούσαν έπρεπε ως εκ τούτου να θεωρηθούν ως δαπάνες υπεργολαβίας και ότι δεν πληρούνταν οι προβλεπόμενες συναφώς προϋποθέσεις.

156    Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα στις 19 Αυγούστου 2009 προκύπτει ότι, σύμφωνα με τα όσα διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου, οι σχετικές με τα πρόσωπα αυτά δαπάνες δεν καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία. Ειδικότερα, τα επίμαχα ποσά αναγράφονται στο έντυπο C ως μη καταβληθέντα ακόμη (to be paid).

157    Επομένως, αυτή και μόνον η διαπίστωση αρκεί ώστε να διαπιστωθεί ότι ορθώς η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου έκρινε ως μη επιλέξιμες τις σχετικές με τα πρόσωπα αυτά δαπάνες λόγω μη καταχωρίσεως στα λογιστικά βιβλία.

158    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι δαπάνες αυτές είναι μη επιλέξιμες, χωρίς να απαιτείται εξέταση του επιχειρήματος της προσφεύγουσας περί εσφαλμένων διαπιστώσεων του οικονομικού ελέγχου σε ό,τι αφορά το ζήτημα της υπεργολαβίας.

159    Τέλος, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η επιλεξιμότητα των επίμαχων ποσών πιστοποιήθηκε από ανεξάρτητο ελεγκτή δεν αναιρεί το ως άνω συμπέρασμα.

160    Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο d, των επίμαχων συμβάσεων, κάθε πληρωμή που διενεργείται στο τέλος μιας περιόδου αναφοράς και συνοδεύεται από πιστοποιητικό οικονομικού ελέγχου θα θεωρείται ως οριστική υπό την επιφύλαξη των πορισμάτων οποιουδήποτε οικονομικού ελέγχου ή επιθεωρήσεως που θα μπορούσαν να διενεργηθούν βάσει του σημείου II.29 των γενικών όρων. Επιπλέον, στο τέλος του σημείου II.26 διευκρινίζεται ότι η πιστοποίηση που πραγματοποιείται από εξωτερικούς ελεγκτές ουδόλως μειώνει την ευθύνη των συμβαλλομένων βάσει της συμβάσεως και τα δικαιώματα που απονέμονται στην Ένωση από το σημείο II.29 των γενικών όρων. Κατά το σημείο II.29, παράγραφος 1, των γενικών όρων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της συμβάσεως και μέχρι και πέντε έτη μετά τη λήξη του σχεδίου, η Επιτροπή δύναται να διενεργήσει οικονομικούς ελέγχους. Οι ως άνω οικονομικοί έλεγχοι μπορούν να αφορούν τις επιστημονικές, οικονομικές, τεχνολογικές και άλλες πτυχές, όπως τις αρχές της λογιστικής και του management, της ορθής εκτελέσεως του σχεδίου και της συμβάσεως. Εξ αυτού συνάγεται ότι η προσκόμιση πιστοποιητικών εξωτερικού οικονομικού ελέγχου τα οποία βεβαιώνουν την επιλεξιμότητα του συνόλου των πρόσθετων δαπανών τις οποίες δήλωσε η προσφεύγουσα δεν στερούν την Επιτροπή από τη δυνατότητα να επισπεύσει οικονομικό έλεγχο κατόπιν του οποίου δύναται να αμφισβητήσει την επιλεξιμότητα των δαπανών τις οποίες δήλωσε η προσφεύγουσα (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 2012, T‑286/10, Fondation IDIAP κατά Επιτροπής, σκέψεις 80 έως 84).

161    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι κακώς θεωρήθηκαν ως μη επιλέξιμες οι δαπάνες προσωπικού που αφορούσαν τους ως άνω συμβούλους.

162    Δεύτερον, ως προς τον πρόεδρο της προσφεύγουσας (V. C.), από τον οικονομικό έλεγχο προκύπτει ότι οι δαπάνες των οποίων εζητείτο η απόδοση θεωρήθηκαν ως μη επιλέξιμες με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχε σύμβαση και ότι οι δαπάνες αυτές δεν είχαν καταχωρισθεί λογιστικώς το αργότερο κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως του πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου σύμφωνα με το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων.

163    Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει καταρχάς ότι πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο δεν μπορούσε να απαιτείται σύμβαση εργασίας με συμβαλλόμενους την ίδια και τον πρόεδρό της, διότι τούτο θα σήμαινε ότι ο τελευταίος θα υπέγραφε σύμβαση με τον εαυτό του. Ειδικότερα, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, εν προκειμένω, ο πρόεδρος της προσφεύγουσας ενήργησε ως υποκείμενο δικαίου χωριστό από την προσφεύγουσα, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή και όπως επιβεβαιώνεται από τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών που είχαν ως αποδέκτη την προσφεύγουσα.

164    Κατόπιν, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι από τα έγγραφα τα οποία απέστειλε στις 19 Αυγούστου 2009 η προσφεύγουσα στην Επιτροπή προκύπτει ότι, με εξαίρεση ποσό ύψους 3 250 ευρώ που αφορούσε την πρώτη περίοδο της συμβάσεως Dicoems, όλα τα επίμαχα ποσά αναγράφονταν στο έντυπο C ως «καταβλητέα».

165    Επομένως, ορθώς θεωρήθηκαν τα ποσά αυτά, που δεν είχαν καταχωρισθεί στα λογιστικά βιβλία το αργότερο κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως του πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου, ως μη επιλέξιμα (σκέψεις 90 έως 104 ανωτέρω). Τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε συναφώς η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύουν το εσφαλμένο των ως άνω διαπιστώσεων.

166    Αντιστρόφως, ως προς το ποσό των 3 250 ευρώ, διαπιστώνεται ότι αναγράφεται ως καταβληθέν στο έγγραφο που αφορά τις σχετικές με τον V. C. δαπάνες, καθώς και στο έντυπο C που αφορά την πρώτη περίοδο, τα οποία υποβλήθηκαν στην Επιτροπή στις 19 Αυγούστου 2009, στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας.

167    Επιπλέον, το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο ποσό που χρεώθηκε με την απόδειξη παροχής υπηρεσιών της 16ης Μαρτίου 2004, ως αντικείμενο της οποίας αναγραφόταν η «Παροχή συμβουλών για το σχέδιο Dicoems». Στην ως άνω απόδειξη παροχής υπηρεσιών προσδιορίζεται επίσης ο πραγματοποιηθείς ανά μήνα αριθμός ωρών (12 ώρες τον Ιανουάριο του 2004, 12 ώρες τον Φεβρουάριο του 2004 και 12,1 ώρες τον Μάρτιο του 2004) και η ωριαία αμοιβή (90 ευρώ).

168    Ακόμη, σε δελτίο παρουσίασης εκτίθεται ότι η αμοιβή του V. C. περιλαμβάνει τον χρόνο που διέθεσε για την προπαρασκευή των συνεδριάσεων και τη συμμετοχή σε αυτές, καθώς και για την παρουσίαση του σχεδίου στο πλαίσιο διαφόρων συσκέψεων.

169    Επισημαίνεται ακόμη ότι, στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου, το ποσό αυτό θεωρήθηκε ως καταχωρισθέν στα λογιστικά βιβλία στο πλαίσιο της πρώτης περιόδου της συμβάσεως Dicoems (από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2004) και ως σύμφωνο προς το προσκομισθέν τιμολόγιο (γραμμή 1 του πίνακα της σελίδας 23 της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου). Επιπλέον, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι δαπάνες αυτές καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία στο πλαίσιο της πρώτης περιόδου και επομένως το αργότερο κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως του από 2 Αυγούστου 2004 πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου (βλ. παράρτημα 3 της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, σ. 65), σύμφωνα με το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων.

170    Πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ότι, παρά την απουσία γραπτής συμβάσεως, τέτοια έγγραφα, λαμβανόμενα συνδυαστικώς υπόψη, συνιστούν δέσμη στοιχείων ικανή να αποδείξει, αφενός, την ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ της προσφεύγουσας και του προέδρου της και, αφετέρου, ότι οι δαπάνες προσωπικού ύψους 3 250 ευρώ όσον αφορά τον V. C. αντιστοιχούσαν σε υπηρεσίες προοριζόμενες για το σχέδιο Dicoems και παρασχεθείσες στο πλαίσιο της πρώτης περιόδου, οι οποίες πληρώθηκαν και καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία. Η προσφεύγουσα απέδειξε κατ’ αυτόν τον τρόπο, για ποσό ύψους 3 250 ευρώ, την ύπαρξη πραγματικών δαπανών για προσωπικό που απασχολούνταν στο σχέδιο Dicoems, οι οποίες έπρεπε να θεωρηθούν ως επιλέξιμες κατά την έννοια των σημείων II.19 και II.20 των γενικών όρων.

171    Βάσει των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ο οικονομικός έλεγχος πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί εσφαλμένος καθόσον κάνει λόγο για απουσία συμβάσεως και κρίνει ως μη επιλέξιμες τις δαπάνες προσωπικού για τον V. C. όσον αφορά ποσό ύψους 3 250 ευρώ.

172    Τρίτον, ως προς ένα άλλο πρόσωπο (E. C.), η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου δηλώνει ότι οι δαπάνες προσωπικού είναι μη επιλέξιμες. Πέραν της απουσίας συμβάσεως κατά την έννοια του σημείου II.20, παράγραφος 2, των γενικών όρων, η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου αναφέρει επίσης ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο πλαίσιο συμβάσεως απασχολήσεως εσωτερικού (in-house) συμβούλου κατά την έννοια του άρθρου 6.1.1 του οδηγού για τα οικονομικά ζητήματα που αφορούν τις έμμεσες δράσεις του έκτου προγράμματος-πλαισίου. Η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου προσθέτει ότι οι σχετικές με το εν λόγω πρόσωπο δαπάνες πρέπει να θεωρηθούν ως κόστος υπεργολαβίας και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο σημείο II.6 των γενικών όρων.

173    Η προσφεύγουσα δεν απέδειξε όμως ότι οι σχετικές διαπιστώσεις του οικονομικού ελέγχου ήταν εσφαλμένες. Ειδικότερα, ουδόλως αμφισβητεί το γεγονός ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο πλαίσιο συμβάσεως απασχολήσεως εσωτερικού συμβούλου, ούτε το γεγονός ότι οι σχετικές με το εν λόγω πρόσωπο δαπάνες έπρεπε να θεωρηθούν ως κόστος υπεργολαβίας, χωρίς όμως να πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο σημείο II.6 των γενικών όρων.

174    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της προσφεύγουσας σχετικά με το πρόσωπο αυτό, χωρίς να απαιτείται εξέταση του ζητήματος κατά πόσον υπάρχει σύμβαση κατά την έννοια του σημείου II.20.2 των γενικών όρων.

175    Τέταρτον, στην περίπτωση ενός άλλου προσώπου (J. G.), πέρα από την απουσία συμβάσεως, ο οικονομικός έλεγχος αναφέρει και άλλους λόγους μη επιλεξιμότητας. Ιδίως υπογραμμίζει την έλλειψη στοιχείων ως προς τις δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνθηκε τελικώς η προσφεύγουσα και τη μη καταχώριση των δαπανών αυτών στα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας σε χρονικό σημείο προγενέστερο της εκδόσεως του προβλεπόμενου στο σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου. Επιπλέον, ο οικονομικός έλεγχος επισημαίνει την ανακολουθία μεταξύ του υποβληθέντος στο πλαίσιο του σχεδίου Dicoems αιτήματος αποδόσεως δαπανών και του γεγονότος ότι το ως άνω πρόσωπο εμφανιζόταν ως μόνιμο μέλος του προσωπικού του σχεδίου Cocoon.

176    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε όμως τις σχετικές διαπιστώσεις του οικονομικού ελέγχου και ιδίως το ανακόλουθο του αιτήματος αποδόσεως δαπανών προς το γεγονός ότι το ως άνω πρόσωπο εμφανιζόταν ως μόνιμο μέλος του προσωπικού του σχεδίου Cocoon. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε το εσφαλμένο των διαπιστώσεων του οικονομικού ελέγχου.

177    Εξ αυτού συνάγεται ότι το αίτημά της πρέπει να απορριφθεί σε ό,τι αφορά τις ως άνω δαπάνες προσωπικού, ανεξαρτήτως του ζητήματος της υπάρξεως συμβάσεως.

178    Τέλος, πέμπτον, στην περίπτωση της L. S., ο οικονομικός έλεγχος αναφέρει ότι οι δαπάνες που ζητήθηκε να αποδοθούν και οι οποίες δεν έγιναν δεκτές όσον αφορά την L. S. ανέρχονται, στο πλαίσιο της πρώτης περιόδου, στο ποσό των 4 000 ευρώ (127 ώρες με ωριαία αμοιβή 31,50 ευρώ) και, στο πλαίσιο της δεύτερης περιόδου, στο ποσό των 3 500 ευρώ (116 ώρες με ωριαία αμοιβή 30,17 ευρώ). Ο μοναδικός λόγος μη επιλεξιμότητας που προβάλλεται στον οικονομικό έλεγχο είναι η απουσία συμβάσεως κατά την έννοια του σημείου II.20, παράγραφος 2, των γενικών όρων.

179    Από τα συνημμένα στην επιστολή της 19ης Αυγούστου 2009 έγγραφα προς την Επιτροπή προκύπτει ότι, σε υπεύθυνη δήλωση με ημερομηνία 14 Αυγούστου 2009, η L. S. βεβαιώνει ότι παρέσχε διανοητικής φύσεως υπηρεσίες στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο του σχεδίου Dicoems από την 1η Ιανουαρίου 2004 έως τις 30 Ιουνίου 2006, με αντικείμενο τη διοικητική παρακολούθηση και τις επαφές για τη διοργάνωση των συσκέψεων που αφορούσαν το σχέδιο. Δηλώνεται αμοιβή 50 ευρώ ανά ώρα. Αναγράφεται επίσης το συνολικό ποσό της αμοιβής της ύψους 7 500 ευρώ για το οποίο δηλώνεται ότι έχει κατανεμηθεί σύμφωνα με τις συνημμένες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών.

180    Η προσφεύγουσα επίσης προσκόμισε αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της L. S. με αναγραφόμενη ωριαία αμοιβή 30 ευρώ, της 2ας Ιανουαρίου 2004 (1 500 ευρώ), της 1ης Μαρτίου 2004 (520 ευρώ), της 1ης Ιουνίου 2004 (2 000 ευρώ) και της 30ής Ιουνίου 2004 (3 480 ευρώ) και συνεπώς για συνολικό ποσό ύψους 7 500 ευρώ.

181    Επισυνάπτεται ακόμη φύλλο χρονοχρέωσης, με αναγραφόμενη ωριαία αμοιβή ύψους 30 ευρώ, καθώς και έγγραφο στο οποίο δηλώνεται ότι τα χρεωθέντα ποσά καταβλήθηκαν. Στο ως άνω έγγραφο, το οποίο έχει μορφή πίνακα, διευκρινίζεται ότι οι τρεις πρώτες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών αφορούν την πρώτη περίοδο και η απόδειξη της 30ής Ιουνίου 2004 αφορά τη δεύτερη περίοδο, το δε συνολικό ποσό ανέρχεται σε 7 500 ευρώ.

182    Ακόμη, από τα προσκομισθέντα στις 19 Αυγούστου 2009 έντυπα C προκύπτει ότι καταβλήθηκαν αντιστοίχως 4 000 ευρώ για την πρώτη περίοδο και 3 500 ευρώ για τη δεύτερη περίοδο, ήτοι άθροισμα 7 500 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε ολόκληρο το χρεωθέν ποσό.

183    Επιπλέον, η υλοποίηση του σχεδίου δεν αμφισβητείται.

184    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε, στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας πριν την ολοκλήρωση του οικονομικού ελέγχου, δικαιολογητικά ικανά να πιστοποιήσουν την ύπαρξη συμβάσεως κατά την έννοια του σημείου II.20 των γενικών όρων. Το γεγονός ότι το ύψος της ωριαίας αμοιβής, που αναγράφεται ως 50 ευρώ στην υπεύθυνη δήλωση ενώ δηλώνεται ως 30 ευρώ στις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, είναι εσφαλμένο, όπως επισήμανε η προσφεύγουσα σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, δεν αρκεί ώστε να αναιρέσει το ως άνω συμπέρασμα.

185    Ως προς τα επίμαχα ποσά, επισημαίνεται ότι το συνολικό ποσό συμφωνεί προς τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών και τα έντυπα C και έχει εγγραφεί στις λογιστικές καταστάσεις.

186    Από το φύλλο χρονοχρέωσης που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκύπτει όμως ότι η απόδειξη παροχής υπηρεσιών ύψους 1 500 ευρώ της 2ας Ιανουαρίου 2004, που αφορά την πρώτη περίοδο του σχεδίου Dicoems, αντιστοιχεί σε ώρες οι οποίες συμπληρώθηκαν τον Δεκέμβριο, χωρίς προσδιορισμό του έτους περί του οποίου πρόκειται. Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να πρόκειται για τον Δεκέμβριο του 2003 διότι η πρώτη περίοδος του σχεδίου Dicoems διήρκεσε από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2004. Το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο c, των γενικών όρων προβλέπει όμως ότι οι δαπάνες είναι επιλέξιμες μόνον αν πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του σχεδίου. Επομένως, το ποσό των 1 500 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ώρες που συμπληρώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2003 και επομένως πριν την έναρξη του σχεδίου Dicoems, δεν είναι επιλέξιμο.

187    Εξ αυτού συνάγεται ότι η προσφεύγουσα απέδειξε ότι οι δαπάνες προσωπικού που αφορούν την L. S. αντιστοιχούν, όσον αφορά ποσό 6 000 ευρώ, σε πράγματι παρασχεθείσες υπηρεσίες, που προορίζονταν για το σχέδιο, πληρώθηκαν και καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία, και οι οποίες αποτελούν συνεπώς πραγματικές δαπάνες προσωπικού, οι οποίες πρέπει να θεωρούνται ως επιλέξιμες κατά την έννοια των σημείων II.19 και II.20 των γενικών όρων.

188    Βάσει των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ο οικονομικός έλεγχος πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί εσφαλμένος στο μέτρο που αναφέρεται σε απουσία συμβάσεως και θεωρεί ως μη επιλέξιμες τις δαπάνες προσωπικού που αφορούν την L. S. ως προς το ποσό των 6 000 ευρώ.

189    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά τα οποία οι δαπάνες προσωπικού έπρεπε να κριθούν επιλέξιμες πρέπει να γίνουν δεκτά σε ό,τι αφορά, στο πλαίσιο της συμβάσεως Cocoon, το ποσό των 3 500 ευρώ για την L. S. και το ποσό των 4 481,28 ευρώ για τον F. M. καθώς και, στο πλαίσιο της συμβάσεως Dicoems, το ποσό των 3 250 ευρώ για τον V. C. και το ποσό των 6 000 ευρώ για την L. S.

190    Επομένως, το αγωγικό αίτημά της πρέπει να γίνει δεκτό σε ό,τι αφορά τις άμεσες δαπάνες προσωπικού για ποσό 7 981,28 ευρώ ως προς τη σύμβαση Cocoon και 9 250 ευρώ ως προς τη σύμβαση Dicoems, ήτοι για συνολικό ποσό 17 231,28 ευρώ. Κατά τα λοιπά, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της αιτιάσεως που αφορά τις έμμεσες δαπάνες

191    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των αμέσων δαπανών κρίθηκε μη επιλέξιμο οδήγησε, κακώς, σε ανάλογη μείωση των επιλέξιμων εμμέσων δαπανών.

192    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι το σημείο II.22, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, των γενικών όρων προβλέπει ότι, στο πλαίσιο του υποδείγματος του πρόσθετου κόστους, οι έμμεσες δαπάνες αποτιμώνται στο 20 % των άμεσων πρόσθετων δαπανών αφαιρουμένου του κόστους υπεργολαβίας.

193    Όπως όμως διαπιστώθηκε προηγουμένως (σκέψεις 189 και 190 ανωτέρω), η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου πρέπει να θεωρηθεί εσφαλμένη όσον αφορά τον υπολογισμό των αμέσων δαπανών προσωπικού για ποσό 7 981,28 ευρώ σχετικά με τη σύμβαση Cocoon και για ποσό 9 250 ευρώ σχετικά με τη σύμβαση Dicoems.

194    Εξ αυτού συνάγεται ότι ο υπολογισμός των εμμέσων δαπανών πρέπει να αναπροσαρμοσθεί ώστε να ληφθεί υπόψη αντιστοίχως η αύξηση των επιλέξιμων αμέσων δαπανών, υπό την επιφύλαξη του κόστους υπεργολαβίας.

 Επί της αιτιάσεως που αντλείται από ανακόλουθο χαρακτήρα της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου

195    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου εμφανίζει ανακολουθίες και δεν προσδιορίζει σαφώς με ποια βάση ορισμένα ποσά θεωρήθηκαν ως επιλέξιμα. Κατά την προσφεύγουσα, μολονότι κάποιες συμβάσεις εργασίας κρίθηκαν άκυρες ή ανυπόστατες, ορισμένες δαπάνες προσωπικού κρίθηκαν επιλέξιμες.

196    Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι από την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου προκύπτει ότι ορισμένες δαπάνες κρίθηκαν επιλέξιμες εφόσον είχαν καταχωρισθεί στα λογιστικά έγγραφα και αποδεικνύονταν επαρκώς. Παραδείγματος χάριν, στο σημείο 5.3.3 της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου (σ. 28 της εν λόγω εκθέσεως) αναφέρεται ότι το ποσό των 250 ευρώ που ζητήθηκε στο πλαίσιο της δεύτερης περιόδου της συμβάσεως Cocoon αντιστοιχεί στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για το πιστοποιητικό οικονομικού ελέγχου που αφορούσε την πρώτη περίοδο, ότι το ποσό αυτό καταβλήθηκε και αναγράφεται στα λογιστικά βιβλία. Το εν λόγω ποσό είναι συνεπώς επιλέξιμο, σε αντίθεση με το ποσό που αντιστοιχούσε στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για το πιστοποιητικό οικονομικού ελέγχου της δεύτερης περιόδου, το οποίο δεν ενεγράφη στις λογιστικές καταστάσεις. Το ίδιο σκεπτικό εφαρμόσθηκε στη σύμβαση Dicoems.

197    Ομοίως, το σημείο 5.4.3 της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου (σ. 31 της εν λόγω εκθέσεως) εξηγεί τον λόγο για τον οποίο ορισμένες άμεσες δαπάνες, συνδεόμενες με το σχέδιο, δεόντως αιτιολογημένες και καταχωρισθείσες ορθώς στα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας, έγιναν δεκτές ως επιλέξιμες στο πλαίσιο του σχεδίου Cocoon ενώ δεν είχε καν ζητηθεί η απόδοσή τους.

198    Διαπιστώνεται ότι ο οικονομικός έλεγχος εκθέτει τους λόγους για τους οποίους ορισμένες δαπάνες κρίθηκαν επιλέξιμες. Η προσφεύγουσα δεν καταδεικνύει τεκμηριωμένα τον λόγο για τον οποίο η διαπίστωση αυτή δεν συμβιβάζεται με το γεγονός ότι άλλες δαπάνες χαρακτηρίστηκαν ως μη επιλέξιμες. Οι σχετικές προφορικές παρατηρήσεις της προσφεύγουσας δεν αναιρούν το συμπέρασμα αυτό.

199    Εξ αυτού συνάγεται ότι η αιτίαση που αντλείται από ανακόλουθο χαρακτήρα της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου πρέπει να απορριφθεί.

 Συμπέρασμα επί του πρώτου λόγου

200    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος πρέπει να γίνει δεκτός, στο μέτρο που αφορά τις άμεσες δαπάνες προσωπικού οι οποίες έπρεπε να κριθούν επιλέξιμες, μέχρι το ποσό των 17 231,28 ευρώ, και όσον αφορά τις σχετικές προς αυτές έμμεσες δαπάνες που απορρέουν από την εφαρμογή των συμβάσεων. Κατά τα λοιπά, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από παράβαση από την Επιτροπή των υποχρεώσεών της εποπτείας, παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως και της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας κατά την εκτέλεση των συμβάσεων

201    Η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του καθήκοντος επαγρυπνήσεως της Επιτροπής και επικαλείται συναφώς ορισμένες συμβατικές διατάξεις. Υποστηρίζει ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις άμεσης καταγγελίας. Επιπλέον, επικαλείται παραβίαση των προβλεπόμενων στο βελγικό αστικό δίκαιο αρχών της καλής πίστεως και της ειλικρινούς συνεργασίας. Ζητεί επίσης την καταβολή εύλογης αποζημιώσεως για τη ζημία που υπέστη η προσφεύγουσα λόγω της μη ασκήσεως ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής.

202    Πρώτον, η προσφεύγουσα επικαλείται διάφορες διατάξεις των γενικών όρων και επικαλείται παράβαση του καθήκοντος επαγρυπνήσεως της Επιτροπής κατά το στάδιο της εκτελέσεως των σχεδίων Cocoon και Dicoems.

203    Επισημαίνεται ότι το σημείο II.3, παράγραφος 4, στοιχείο a, των γενικών όρων προβλέπει ότι η Επιτροπή εποπτεύει την εκτέλεση του σχεδίου από επιστημονικής, τεχνολογικής και οικονομικής απόψεως.

204    Κανένα όμως από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή παρέβη εν προκειμένω κάποια από τις συμβατικές της υποχρεώσεις εποπτείας.

205    Ειδικότερα, το σημείο II.8 των γενικών όρων ορίζει ότι η Επιτροπή οφείλει να αξιολογήσει τις αναφορές τις οποίες λαμβάνει εντός προθεσμίας 45 ημερών από την παραλαβή τους. Σε ό,τι αφορά όμως τις αναφορές διαχειρίσεως και ιδίως τα οικονομικά έγγραφα που προβλέπονται στο σημείο II.7, παράγραφος 2, στοιχείο b, το σημείο II.8, παράγραφος 3, προβλέπει ότι η μη απάντηση της Επιτροπής εντός της προθεσμίας αυτής δεν σημαίνει έγκριση των εγγράφων αυτών και δεν εμποδίζει την Επιτροπή να τα απορρίψει, ακόμη και μετά την πάροδο της προθεσμίας πληρωμής. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω η μη παρέμβαση της Επιτροπής κατά το στάδιο της εκτελέσεως των σχεδίων δεν αντιβαίνει στην ως άνω συμβατική διάταξη.

206    Ομοίως, από το σημείο II.28, παράγραφος 8, των γενικών όρων προκύπτει ότι η Επιτροπή δύναται να αναστείλει τις πληρωμές αν οι δημοσιονομικές δηλώσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές ή σε περίπτωση παρατυπίας, αλλά δεν επιβάλλει καμία σχετική υποχρέωση στην Επιτροπή.

207    Επομένως, τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα σχετικά με το ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε παρέμβει ταχύτερα και να της ζητήσει να άρει τις λογιστικές παρατυπίες πριν την ολοκλήρωση των σχεδίων και την πραγματοποίηση του οικονομικού ελέγχου δεν στηρίζονται σε καμία εφαρμοστέα εν προκειμένω συμβατική ρήτρα.

208    Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι διεξήγαγε διαδικασία λογιστικού και δημοσιονομικού ελέγχου, που της επέτρεψε να ανακαλύψει τις επίμαχες εν προκειμένω παρατυπίες, αποδεικνύει ότι τήρησε την υποχρέωσή της εποπτείας εφαρμόζοντας το σημείο II.29 των γενικών όρων, το οποίο προβλέπει ότι μπορεί να πραγματοποιήσει οικονομικούς ελέγχους σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο επί πενταετία μετά τη λήξη του σχεδίου.

209    Τέλος, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή όφειλε να επιδείξει εντονότερη επαγρύπνηση από τη στιγμή που γνώριζε την πτώχευση του συντονιστή του σχεδίου Dicoems και την ύπαρξη κρουσμάτων απάτης δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό και πρέπει να απορριφθεί για τον επιπλέον λόγο ότι είναι άσχετο προς τις παρατυπίες τις οποίες διέπραξε η προσφεύγουσα.

210    Εξ αυτού συνάγεται ότι η αιτίαση που αντλείται από παράβαση των συμβατικών διατάξεων λόγω ελλείψεως επαγρυπνήσεως πρέπει να απορριφθεί.

211    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι εν προκειμένω δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις άμεσης καταγγελίας του σημείου II.16, παράγραφος 2, των γενικών όρων. Η Επιτροπή όφειλε, κατά την προσφεύγουσα, πριν καταγγείλει τη σύμβαση να κινήσει το κατ’ αντιπαράθεση στάδιο του σημείου II.16, παράγραφος 1, των γενικών όρων. Η Επιτροπή παρέβη συνεπώς τις συμβατικές διατάξεις καθώς και την αρχή της συμβατικής καλής πίστεως και της ειλικρινούς συνεργασίας.

212    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το σημείο II.16, παράγραφος 2, των γενικών όρων προβλέπει ότι η Επιτροπή δύναται να τερματίσει αμέσως τη συμμετοχή ενός αντισυμβαλλομένου εφόσον έχει υποπέσει εκ προθέσεως ή εξ αμελείας σε παρατυπία κατά την εκτέλεση συμβάσεως (σημείο II.16, παράγραφος 2, στοιχείο a) ή εφόσον έχει παραβεί τις προβλεπόμενες στους κανόνες συμμετοχής ρυθμίσεις περί συμπεριφοράς (σημείο II.16, παράγραφος 2, στοιχείο b).

213    Η έννοια της «παρατυπίας» ορίζεται στο σημείο II.1, παράγραφος 11, των γενικών όρων ως «κάθε παράβαση διατάξεως του κοινοτικού δικαίου ή κάθε παράβαση συμβατικής υποχρεώσεως που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη αντισυμβαλλομένου και η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή προϋπολογισμούς τους οποίους διαχειρίζονται οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, προκαλώντας αδικαιολόγητη δαπάνη».

214    Εν προκειμένω, όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, η προσφεύγουσα υπέπεσε σε παρατυπίες, τις οποίες επισήμανε η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, έχει δε αποδειχθεί ότι οι ως άνω παρατυπίες ανταποκρίνονται στον ορισμό του σημείου II.1, παράγραφος 11, των γενικών όρων.

215    Ειδικότερα, ο οικονομικός έλεγχος επισήμανε μεταξύ άλλων την αδυναμία εντοπισμού, στα λογιστικά βιβλία της προσφεύγουσας, ορισμένων δαπανών που η τελευταία είχε ζητήσει να της αποδοθούν, το ότι δεν υπήρχαν τα πρωτότυπα (ή τα επικυρωμένα αντίγραφα, στις περιπτώσεις που επιτρέπονταν) των εγγράφων σχετικά με την εκτέλεση των συμβάσεων, το γεγονός ότι ορισμένες δαπάνες των οποίων η επιστροφή εζητήθη από την προσφεύγουσα δεν ήταν πραγματικές και δεν αντιστοιχούσαν στα αφορώντα τα σχέδια δικαιολογητικά έγγραφα, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, υπογράφοντας τα αποσταλέντα στην Επιτροπή έγγραφα οικονομικής τεκμηρίωσης, βεβαίωσε τη συνδρομή περιστάσεων που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα σε ό,τι αφορούσε ορισμένες πραγματοποιηθείσες δαπάνες και τα σχετικά δικαιολογητικά και το γεγονός της συνάψεως συμβάσεων υπεργολαβίας κατά παράβαση των συμβατικών διατάξεων (σημείο 1.4, σ. 10 και 11, της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου).

216    Επιπλέον, οι παραβάσεις αυτές από την προσφεύγουσα των συμβατικών της υποχρεώσεων, και ιδίως των σημείων II.19 επ. των γενικών όρων, έχουν επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ένωσης, δεδομένου ότι η συνεισφορά της Ένωσης στον προϋπολογισμό των σχεδίων Cocoon και Dicoems στηρίζεται στην επιλεξιμότητα των δαπανών που έχουν δηλωθεί από τον αντισυμβαλλόμενο, εν προκειμένω την προσφεύγουσα, και στην τήρηση των συμβατικών του υποχρεώσεων.

217    Ακόμη, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το σημείο II.16, παράγραφος 2, των γενικών όρων δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε την ύπαρξη δόλου της προσφεύγουσας προκειμένου να χωρήσει άμεση καταγγελία της συμβάσεως.

218    Επιπλέον, παρά τα όσα προβάλλει η προσφεύγουσα στο υπόμνημα απαντήσεως, το να θεωρείται ότι οι επίδικες παρατυπίες δεν μπορούσαν να εξακριβωθούν παρά μόνον κατόπιν οικονομικού ελέγχου δεν σημαίνει ότι οι παρατυπίες αυτές είχαν μικρή σημασία. Εν πάση περιπτώσει, ο ορισμός των παρατυπιών όπως προκύπτει από το σημείο II.1, παράγραφος 11, των γενικών όρων δεν περιλαμβάνει κατώτατο όριο ως προς τη σοβαρότητά τους (απόφαση ELE.SI.A κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψη 107). Δεν συνιστά επομένως αντίφαση το να θεωρηθεί ότι οι διαπραχθείσες εν προκειμένω παρατυπίες δικαιολογούσαν την άμεση καταγγελία της συμβάσεως ως προς την προσφεύγουσα, κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.16, παράγραφος 2, των γενικών όρων.

219    Επομένως εν προκειμένω πληρούνταν οι προϋποθέσεις του σημείου II.16, παράγραφος 2, των γενικών όρων. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ορισμένα ποσά που απορρίφθηκαν από τον οικονομικό έλεγχο πρέπει να θεωρηθούν ως επιλέξιμα (σκέψη 200 ανωτέρω).

220    Επομένως, τερματίζοντας τη συμμετοχή της προσφεύγουσας χωρίς να κινήσει την προβλεπόμενη στο σημείο II.16, παράγραφος 1, των γενικών όρων κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία, η Επιτροπή δεν παρέβη τις εφαρμοστέες συμβατικές διατάξεις.

221    Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως και της ειλικρινούς συνεργασίας.

222    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 1134, τρίτο εδάφιο, του βελγικού αστικού κώδικα προβλέπει ότι οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη και το άρθρο 1135 του ως άνω κώδικα προβλέπει ότι «οι συμβάσεις επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη όχι μόνο με το περιεχόμενό τους, αλλά και βάσει όσων προκύπτουν για την ενοχή από την επιείκεια, τα συναλλακτικά ήθη ή τον νόμο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς της».

223    Ωστόσο, αφενός, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε σχόλια ή επικρίσεις για τις δημοσιονομικές δηλώσεις της προσφεύγουσας δεν ασκεί επιρροή στις υποχρεώσεις της τελευταίας βάσει της συμβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2001, T‑68/99, Toditec κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1443, σκέψη 98).

224    Αφετέρου, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, έστω και αν δεν εισήλθε σε διάλογο με την προσφεύγουσα για την άρση των οικονομικών και λογιστικών παρατυπιών και έστω και αν δεν επέστησε την προσοχή του συντονιστή του κάθε σχεδίου ή της προσφεύγουσας πριν τον οικονομικό έλεγχο, τούτο δικαιολογείται από το γεγονός ότι ήταν απαραίτητη η διαδικασία δημοσιονομικού και λογιστικού ελέγχου προκειμένου να ανιχνευθούν οι επίδικες παρατυπίες.

225    Συναφώς, από τις διαπιστώσεις της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, και ιδίως από τις επισημανθείσες λογιστικές παρατυπίες (αδυναμία εντοπισμού των δαπανών των οποίων ζητείται η απόδοση από την προσφεύγουσα, αναντιστοιχία μεταξύ των δαπανών των οποίων ζητείται η απόδοση και των προσκομισθέντων εγγράφων τεκμηρίωσης, μη επιλεξιμότητα ορισμένων δαπανών οι οποίες κακώς δηλώθηκαν ως επιλέξιμες), προκύπτει ότι μόνο η προσεκτική εξέταση μέσω λογιστικού και δημοσιονομικού ελέγχου καθιστούσε δυνατό τον εντοπισμό των επίδικων παρατυπιών.

226    Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που προβλήθηκαν στο υπόμνημα απαντήσεως, σχετικά με το ότι η Επιτροπή γνώριζε την πτώχευση του συντονιστή του σχεδίου Dicoems, ο οποίος είχε αποτελέσει αντικείμενο ερευνών, και την ύπαρξη φαινομένων απάτης και ως εκ τούτου έπρεπε να είχε επιδείξει εντονότερη επαγρύπνηση, δεν αναιρούν το συμπέρασμα αυτό, καθόσον μάλιστα, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 209 ανωτέρω, τα γεγονότα αυτά είναι άσχετα προς τις επίμαχες εν προκειμένω παρατυπίες στις οποίες υπέπεσε η προσφεύγουσα. Ομοίως, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το καθήκον επαγρυπνήσεως της Επιτροπής δεν καθίσταται κενό περιεχομένου, έστω και αν οι επιθεωρήσεις πραγματοποιούνται κατά τη λήξη του προγράμματος, δεδομένου ότι ακριβώς οι επιθεωρήσεις αυτές παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις.

227    Εξ αυτού συνάγεται ότι η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως και της ειλικρινούς συνεργασίας πρέπει να απορριφθεί.

228    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απουσία ελέγχου της Επιτροπής προκάλεσε σε αυτή βλάβη, διότι τα ποσά κρίθηκαν μη επιλέξιμα ενώ οι παρατυπίες θα μπορούσαν να είχαν αρθεί πριν την ολοκλήρωση του οικονομικού ελέγχου αν είχε εγκαίρως εκφράσει τις αντιρρήσεις της ως προς αυτές. Η προσφεύγουσα ζητεί εύλογη αποζημίωση για τις παροχές στις οποίες προέβη στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου. Επικουρικώς, επικαλείται αδικαιολόγητο πλουτισμό.

229    Ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι, με το αίτημα αυτό, τοποθετούνταν εντός του συμβατικού πλαισίου και ότι το επιχείρημα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού εντασσόταν στον πέμπτο λόγο (σκέψεις 281 έως 290 κατωτέρω), πράγμα που σημειώθηκε στα πρακτικά της συνεδριάσεως.

230    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά την ευθύνη από σύμβαση, το άρθρο 1142 του βελγικού αστικού κώδικα, το οποίο εντάσσεται στον τίτλο III του τόμου III, που φέρει τον τίτλο «Περί των συμβάσεων ή των συμβατικών υποχρεώσεων εν γένει», ορίζει ότι «[κ]άθε υποχρέωση ενέργειας ή παραλείψεως τρέπεται σε υποχρέωση αποζημιώσεως σε περίπτωση που δεν εκπληρώνεται από τον οφειλέτη».

231    Επιπλέον, κατά το άρθρο 1147 του βελγικού αστικού κώδικα, «[στον] οφειλέτη επιβάλλεται η υποχρέωση, εφόσον τούτο ενδείκνυται, να καταβάλει αποζημίωση είτε λόγω μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως, είτε λόγω καθυστερημένης εκπληρώσεως, οσάκις δεν αποδεικνύει ότι η μη εκπλήρωση προέρχεται από αλλότρια αιτία που δεν δύναται να του καταλογισθεί, έστω και αν δεν τελεί σε κακή πίστη».

232    Εξ αυτού συνάγεται ότι προκειμένου να καταβληθεί αποζημίωση για ζημία που προέκυψε από σύμβαση πρέπει να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, ήτοι μη εκτέλεση της συμβάσεως, ζημία και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μη εκτελέσεως και της ζημίας.

233    Εν προκειμένω, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως, η Επιτροπή δεν παρέβη ούτε το καθήκον της επαγρυπνήσεως που προβλέπεται από τις διατάξεις των επίμαχων συμβάσεων, ούτε παραβίασε την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως της συμβάσεως ή της ειλικρινούς συνεργασίας, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα (σκέψεις 201 έως 227 ανωτέρω).

234    Κατά συνέπεια, η πρώτη προϋπόθεση δεν πληρούται.

235    Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα σχέδια υλοποιήθηκαν και ότι προέβη σε παροχές για τις οποίες υποβλήθηκε σε δαπάνες. Το επιχείρημα αυτό πρέπει όμως να απορριφθεί.

236    Ειδικότερα, στο μέτρο που η προσφεύγουσα στηρίζεται στην ευθύνη από σύμβαση, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν αρκεί να αποδειχθεί η υλοποίηση ενός σχεδίου ώστε να δικαιολογείται η παροχή ορισμένης επιχορηγήσεως. Ο λήπτης της ενισχύσεως οφείλει, επιπλέον, να αποδείξει ότι υποβλήθηκε στις δαπάνες τις οποίες δηλώνει σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση της οικείας συνδρομής, μόνο δε οι δεόντως αιτιολογημένες δαπάνες μπορούν να θεωρηθούν ως επιλέξιμες. Η υποχρέωσή του για την τήρηση των προβλεπόμενων δημοσιονομικών προϋποθέσεων αποτελεί μάλιστα μία από τις βασικές δεσμεύσεις του και, εξ αυτού του λόγου, αποτελεί προϋπόθεση της χορηγήσεως της οικονομικής συνδρομής της Ένωσης (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2007, T‑500/04, Επιτροπή κατά IIC, Συλλογή 2007, σ. II‑1443, σκέψη 94, και της 17ης Οκτωβρίου 2012, T‑220/10, Επιτροπή κατά EU Research Projects, σκέψη 29).

237    Eν προκειμένω όμως, όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως, η προσφεύγουσα δεν τήρησε όλες τις δημοσιονομικές και λογιστικές υποχρεώσεις που την βάρυναν (σκέψη 200 ανωτέρω).

238    Επομένως, το αίτημα αποζημιώσεως από συμβατική ευθύνη πρέπει να απορριφθεί.

239    Στο μέτρο που η προσφεύγουσα στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει να γίνει παραπομπή στη συλλογιστική που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου (σκέψεις 281 έως 290 κατωτέρω).

240    Τέλος, σε ό,τι αφορά τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν για την ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος, πρέπει να απορριφθούν ως προβληθέντα προς στήριξη απαράδεκτου αιτήματος (σκέψη 75 ανωτέρω).

241    Βάσει όλων των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση από την Επιτροπή των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας

242    Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο αιτιάσεις προς στήριξη του ως άνω λόγου, εκ των οποίων η μία αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και η άλλη από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

243    Η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι με τον λόγο αυτό στηριζόταν το τρίτο και το τέταρτο αίτημα. Στο μέτρο που ο λόγος αυτός αποβλέπει στην ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος, πρέπει να απορριφθεί ως προβληθείς προς στήριξη απαράδεκτου αιτήματος (σκέψη 75 ανωτέρω). Επομένως, ο λόγος αυτός εξετάζεται στο εξής στο μέτρο που προβάλλεται προς στήριξη του τρίτου αιτήματος, το οποίο βάλλει κατά του κύρους της αποφάσεως περί καταγγελίας των επίμαχων συμβάσεων, και του τέταρτου αιτήματος, στο μέτρο που σκοπεί στην αμφισβήτηση του αιτήματος της Επιτροπής για επιστροφή των καταβληθέντων.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

244    Η προσφεύγουσα επικαλείται την υποχρέωση της Επιτροπής για επιμελή, αμερόληπτη και ταχεία εξέταση των κρίσιμων στοιχείων. Παραπονείται πρώτον για την απουσία ελέγχου της Επιτροπής κατά το στάδιο της εκτελέσεως των συμβάσεων. Υπογραμμίζει συναφώς ότι η Επιτροπή έκανε σιωπηρώς δεκτό το στάδιο της εκτελέσεως των συμβάσεων παρά τις αιτήσεις της προσφεύγουσας για παρέμβαση των υπαλλήλων της Επιτροπής κατόπιν ορισμένων παρατυπιών τις οποίες είχε διαπράξει ο συντονιστής ενός εκ των δύο επιδίκων σχεδίων και παρά τις επιστολές της προς την Επιτροπή. Ομοίως, υπογραμμίζει ότι, μετά την πτώχευση του συντονιστή του σχεδίου Dicoems, το σχέδιο αυτό συνεχίστηκε επί 18 μήνες χωρίς συντονιστή. Δεύτερον, παραπονείται για τη μη πραγματοποίηση συσκέψεων πριν την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου. Τρίτον, επικαλείται το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε στις 19 Αυγούστου 2009.

245    Πρέπει να υπομνησθεί ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπόκεινται σε υποχρεώσεις αναγόμενες στη γενική αρχή της χρηστής διοικήσεως έναντι των διοικουμένων αποκλειστικώς στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών τους αρμοδιοτήτων. Αντιθέτως, όταν η σχέση μεταξύ της Επιτροπής και του προσφεύγοντος/ενάγοντος είναι σαφώς συμβατικής φύσεως, ο τελευταίος μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή μόνο αθέτηση συμβατικών ρητρών ή παραβάσεις του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Ιουνίου 2009, T‑179/06, Επιτροπή κατά Burie Onderzoek en advies, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 118, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2010, T‑481/08, Alisei κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑117, σκέψεις 95 και 96).

246    Εν προκειμένω, είναι αναμφίβολος ο συμβατικός χαρακτήρας της παρούσας διαφοράς, τον οποίο δέχεται και η ίδια η προσφεύγουσα.

247    Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή διαθέτει ιδιαίτερες εξουσίες και προνόμια στο πλαίσιο της εκτελέσεως των επίμαχων συμβάσεων πρέπει να απορριφθούν.

248    Συναφώς, η προσφεύγουσα αναφέρεται στην απόφαση 1513/2002. Η ως άνω απόφαση προβλέπει στο άρθρο της 6, παράγραφος 1, ότι «[η] Επιτροπή, με τη βοήθεια ανεξάρτητων εξειδικευμένων εμπειρογνωμόνων, παρακολουθεί διαρκώς και συστηματικώς την εφαρμογή του έκτου προγράμματος πλαισίου και των ειδικών προγραμμάτων του». Στο παράρτημα III, το σημείο 2 προβλέπει επίσης ότι «[η] Επιτροπή υλοποιεί τις ερευνητικές δραστηριότητες κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, μέσω ουσιαστικών ελέγχων και, σε περίπτωση που εντοπίζονται ατασθαλίες, μέσω ανάλογων αποτρεπτικών κυρώσεων».

249    Ομοίως, στο πλαίσιο της απαντήσεώς της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα επικαλείται την εξουσία της Επιτροπής να πραγματοποιεί οικονομικούς ελέγχους, την εξουσία της για μονομερή καταγγελία ή την εξουσία της να ανακτά τα ποσά για τα οποία υπάρχουν αμφισβητήσεις μέσω χρεωστικού σημειώματος. Επικαλείται έτσι την ύπαρξη προνομίων αναγόμενων στις διοικητικές αρμοδιότητες της Επιτροπής.

250    Τα στοιχεία όμως που επικαλείται η προσφεύγουσα ουδόλως αναιρούν τον συμβατικό χαρακτήρα της παρούσας διαφοράς και το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή ενήργησε κατ’ εφαρμογήν των επίμαχων συμβάσεων, χωρίς να ασκήσει τα προνόμια δημόσιας εξουσίας που της απονέμονται στις περιπτώσεις που ενεργεί υπό την ιδιότητά της ως διοικητική αρχή (βλ. επίσης, επ’ αυτού, διάταξη του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 2011, C-433/10 P, Mauerhofer κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 83, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2008, T‑97/07, Imelios κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 28).

251    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να μέμφεται την Επιτροπή παρά μόνον για αθέτηση συμβατικών ρητρών ή παραβάσεις του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου.

252    Eν προκειμένω όμως, προς στήριξη της αιτιάσεώς της που αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η προσφεύγουσα επικαλείται παραβάσεις που ανάγονται στην απουσία ελέγχου κατά το στάδιο της εκτελέσεως των συμβάσεων και στη μη πραγματοποίηση συσκέψεων πριν την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου. Εντούτοις, ακόμη και αν θεωρηθούν αποδειχθείσες, οι παραβάσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή στις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει η προσφεύγουσα βάσει των επίμαχων συμβάσεων και στην καταγγελία των εν λόγω συμβάσεων στην προκειμένη περίπτωση (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 2012, T‑246/09, Insula κατά Επιτροπής, σκέψη 274).

253    Επομένως, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να θεωρούνται ως αλυσιτελή στο παρόν πλαίσιο.

254    Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, στο μέτρο που η προσφεύγουσα επικαλείται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως προκειμένου να κριθεί παράνομη η καταγγελία των επίμαχων συμβάσεων (τρίτο αίτημα), πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως, η ως άνω καταγγελία ήταν σύμφωνη προς τις εφαρμοστέες συμβατικές διατάξεις καθώς και προς τις αρχές της καλής πίστεως και της ειλικρινούς συνεργασίας (σκέψεις 211 έως 227 ανωτέρω). Τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη της υπό κρίση αιτιάσεως δεν είναι ικανά να αναιρέσουν τις ως άνω διαπιστώσεις.

255    Ακόμη, το επιχείρημα που στηρίζεται στο ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν στις 19 Αυγούστου 2009 πρέπει επίσης να απορριφθεί. Ειδικότερα, αφενός, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα έγγραφα αυτά (σκέψη 110 ανωτέρω). Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι οι υποτιθέμενες συναφείς παραβάσεις της Επιτροπής θα πρέπει να έχουν συνέπειες άλλες από τις διαπιστωθείσες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου (σκέψη 200 ανωτέρω).

256    Τέλος, στο μέτρο που η προσφεύγουσα επικαλείται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως προκειμένου να κριθεί αβάσιμο το αίτημα της Επιτροπής περί αποδόσεως των καταβληθέντων (τέταρτο αίτημα), επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι οι υποτιθέμενες συναφείς παραβάσεις της Επιτροπής θα πρέπει να έχουν συνέπειες άλλες από τις διαπιστωθείσες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου (σκέψη 200 ανωτέρω).

257    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

258    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή και, ιδίως, η απόφαση να καταγγείλει τη σύμβαση με άμεση ισχύ αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας δεδομένου του αμιγώς λογιστικού χαρακτήρα των προσαπτόμενων παρατυπιών.

259    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ, ρυθμίζει καταρχήν όλους τους τρόπους δράσης της Ένωσης, ανεξάρτητα από το αν είναι συμβατικής φύσεως ή όχι (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Μαΐου 2004, T‑154/01, Distilleria Palma κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1493, σκέψη 44). Η αρχή αυτή επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μην βαίνουν πέραν των ορίων του προσφόρου και αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1984, 15/83, Denkavit Nederland, Συλλογή 1984, σ. 2171, σκέψη 25, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 1999, T‑216/96, Conserve Italia κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑3139, σκέψη 101).

260    Εν προκειμένω, από την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου προκύπτει ότι οι παρατυπίες που προσήφθησαν στην προσφεύγουσα ήταν πολυάριθμες και ποικίλες. Ιδίως, η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου διαπίστωσε αδυναμία εντοπισμού στα λογιστικά βιβλία των δαπανών των οποίων η απόδοση εζητήθη από την προσφεύγουσα και το ότι δεν υπήρχαν τα πρωτότυπα (ή τα επικυρωμένα αντίγραφα, στις περιπτώσεις που επιτρέπονταν) των εγγράφων που αφορούσαν την εκτέλεση των συμβάσεων. Η εν λόγω έκθεση επισήμανε ακόμη ότι ορισμένες δαπάνες των οποίων εζητείτο η απόδοση δεν ήταν πραγματικές και δεν αντιστοιχούσαν στα σχετικά με τα σχέδια δικαιολογητικά έγγραφα. Επισήμανε περαιτέρω ότι, υπογράφοντας τα αποσταλέντα στην Επιτροπή έγγραφα οικονομικής τεκμηρίωσης, η προσφεύγουσα βεβαίωσε τη συνδρομή περιστάσεων που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα σε ό,τι αφορούσε τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες και τα σχετικά δικαιολογητικά. Διαπίστωσε ακόμη ότι είχαν συναφθεί συμβάσεις υπεργολαβίας κατά παράβαση των συμβατικών διατάξεων.

261    Οι διαπιστώσεις αυτές της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου θεωρήθηκαν εσφαλμένες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου σε ό,τι αφορούσε μέρος των αμέσων δαπανών προσωπικού, που έπρεπε να κριθούν επιλέξιμες για το ποσό των 17 231,28 ευρώ, και σε ό,τι αφορούσε τις σχετικές προς αυτές έμμεσες δαπάνες που απέρρεαν από την εφαρμογή των συμβάσεων (σκέψη 200 ανωτέρω).

262    Οι διαπιστώσεις της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου παραμένουν όμως βάσιμες κατά τα λοιπά.

263    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να μεριμνά για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των πόρων της Ένωσης, κατά το άρθρο 317 ΣΛΕΕ, και η ανάγκη καταπολεμήσεως της απάτης που διαπράττεται στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως της Ένωσης προσδίδουν θεμελιώδη σημασία στις δεσμεύσεις που αφορούν τις δημοσιονομικές προϋποθέσεις (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010, T‑428/07 και T‑455/07, CEVA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑2431, σκέψη 126 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, εν προκειμένω, η υποχρέωση της προσφεύγουσας να τηρεί τις υποχρεώσεις της ιδίως σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα εντοπισμού των δαπανών και την προσκόμιση των δικαιολογητικών που αφορούν τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες, συνιστά μια από τις ουσιώδεις δεσμεύσεις της, προκειμένου να μπορέσει η Επιτροπή να έχει στη διάθεσή της τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να ελέγξει αν οι επίμαχες συνεισφορές χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τις ρήτρες των συμβάσεων.

264    Εξ αυτού συνάγεται ότι ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα είχε υποπέσει, κατά την εκτέλεση των συμβάσεων Dicoems και Cocoon, σε σοβαρές παρατυπίες δυνάμενες να θίξουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, κατά την έννοια του σημείου II.1, παράγραφος 11, των γενικών όρων.

265    Επομένως, τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή και, ιδίως, η απόφαση να καταγγείλει τη σύμβαση με άμεση ισχύ, κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.16, παράγραφος 2, των γενικών όρων, πράγμα που συνιστά άλλωστε εφαρμογή των κρίσιμων συμβατικών διατάξεων, όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως (σκέψεις 211 έως 220 ανωτέρω), δεν αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας.

266    Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

267    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από έλλειψη αιτιολογίας

268    Η προσφεύγουσα επικαλείται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και, στο υπόμνημα απαντήσεως, έλλειψη αιτιολογίας. Η προσφεύγουσα δήλωσε, σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως, ότι ο λόγος αυτός αποτελούσε έρεισμα για το τρίτο και το τέταρτο αίτημα. Στο μέτρο που ο λόγος αυτός αφορά την ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος, πρέπει να απορριφθεί ως προβληθείς προς στήριξη απαράδεκτου αιτήματος (σκέψη 75 ανωτέρω).

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

269    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι δεν είχε τη δυνατότητα να εκθέσει λυσιτελώς την άποψή της κατά τη διάρκεια του οικονομικού ελέγχου ή κατόπιν του σχεδίου εκθέσεως οικονομικού ελέγχου και, δεύτερον, ότι οι συσκέψεις της 3ης Δεκεμβρίου 2009 και της 1ης Ιουλίου 2010 για την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου πραγματοποιήθηκαν χωρίς να παρίστανται οι υπάλληλοι που προέβησαν στον οικονομικό έλεγχο.

270    Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλείται παράβαση συγκεκριμένης ρήτρας των επίμαχων συμβάσεων, ούτε κάποιας διατάξεως του δικαίου που εφαρμόζεται στις εν λόγω συμβάσεις.

271    Κατόπιν, ακόμη και αν υποτεθεί δυνατή η θεώρηση ότι το δίκαιο το οποίο έχει εφαρμογή επί της συμβάσεως συνεπάγεται την ύπαρξη σχετικών συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι οι συνέπειες θα ήταν διαφορετικές από εκείνες που διαπιστώθηκαν προηγουμένως (σκέψη 200 ανωτέρω).

272    Τέλος, εν πάση περιπτώσει, από τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως προκύπτει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι βάσιμη. Ειδικότερα, από τα προμνησθέντα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει (σκέψεις 38 έως 46 ανωτέρω) ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς τις απόψεις της κατόπιν του σχεδίου εκθέσεως οικονομικού ελέγχου και ιδίως με το έγγραφο της 19ης Αυγούστου 2009 το οποίο, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή στο πλαίσιο της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου (σκέψη 110 ανωτέρω). Απλώς και μόνο το γεγονός ότι τα αιτήματά της δεν έγιναν πλήρως δεκτά δεν σημαίνει ότι τα έγγραφα αυτά δεν εξετάσθηκαν από την Επιτροπή. Ακόμη, μετά την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, εξακολούθησαν οι επαφές μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας (σκέψεις 48 έως 59 ανωτέρω).

273    Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

274    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στο υπόμνημα απαντήσεως, ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τη μη συνεκτίμηση των συμπληρωματικών εγγράφων και δεν ανέφερε τον λόγο για τον οποίο τα ποσά που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή ήταν διαφορετικά από εκείνα που προέκυπταν από τα λογιστικά της βιβλία.

275    Παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού της αιτιάσεως αυτής που προβλήθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως, αρκεί δε η επισήμανση ότι η υποχρέωση αυτή βαρύνει την Επιτροπή βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ. Αφορά όμως μόνο τον μονομερή τρόπο δράσεως του ως άνω θεσμικού οργάνου. Επομένως, η Επιτροπή δεν βαρύνεται με την υποχρέωση αυτή βάσει της συμβάσεως μεταξύ της ίδιας και της προσφεύγουσας. Κατά συνέπεια, η υποχρέωση αυτή μπορεί να έχει ως μόνη συνέπεια τη γένεση ενδεχομένως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Distilleria Palma κατά Επιτροπής, σκέψη 259 ανωτέρω, σκέψη 46). Δεν προκύπτει όμως ούτε από το δικόγραφο της προσφυγής ούτε από τις απαντήσεις της προσφεύγουσας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου ότι η προσφεύγουσα προτίθετο να επικαλεσθεί συναφώς την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

276    Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι οι συνέπειες μιας τέτοιας παραβάσεως είναι άλλες από εκείνες που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου (σκέψη 200 ανωτέρω).

277    Η αιτίαση αυτή πρέπει επομένως να απορριφθεί και, επομένως, και ο υπό κρίση λόγος στο σύνολό του.

 Συμπέρασμα επί του κυρίου αιτήματος

278    Βάσει όλων των ανωτέρω, το κύριο αίτημα πρέπει να γίνει μερικώς δεκτό. Διαπιστώνεται έτσι ότι οι επιλέξιμες δαπάνες τις οποίες πρέπει να αναλάβει η Επιτροπή, κατά την έννοια των επίδικων συμβάσεων, περιλαμβάνουν και τις άμεσες δαπάνες προσωπικού για το ποσό των 17 231,28 ευρώ, καθώς και τις σχετικές προς αυτές έμμεσες δαπάνες που απορρέουν από την εφαρμογή των συμβάσεων.

279    Το κύριο αίτημα πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά, χωρίς να χρειάζεται να διαταχθεί η προταθείσα από την προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη.

3.     Επί του επικουρικού αιτήματος, που στηρίζεται στον πέμπτο λόγο

280    Η προσφεύγουσα προβάλλει πέμπτο λόγο προς στήριξη του επικουρικού αιτήματός της να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη. Με τον λόγο αυτό επιδιώκεται να διαπιστωθεί ευθύνη της Επιτροπής, αφενός, από αδικαιολόγητο πλουτισμό και, αφετέρου, από αδικοπραξία.

 Επί του πρώτου σκέλους, που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό

281    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή επωφελήθηκε από τα επιστημονικά πορίσματα των επίμαχων σχεδίων και, δεδομένης της καταγγελίας των συμβάσεων, επικαλείται αδικαιολόγητο πλουτισμό.

282    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η αγωγή που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως διαρρυθμίζεται στα περισσότερα εθνικά νομικά συστήματα, δεν περιλαμβάνει προϋπόθεση παράνομου χαρακτήρα ή πταίσματος στη συμπεριφορά του εναγομένου. Για να ευδοκιμήσει όμως η αγωγή αυτή, πρέπει οπωσδήποτε ο πλουτισμός να μην έχει έγκυρη νομική βάση. Η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται, μεταξύ άλλων, όταν ο πλουτισμός ευρίσκει δικαιολογητικό έρεισμα στις συμβατικές υποχρεώσεις [απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑47/07 P, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑9761, σκέψεις 45 και 46].

283    Eν προκειμένω όμως, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το υποτιθέμενο πλεονέκτημα που απέκτησε έχει ως αιτία τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των μερών.

284    Εξ αυτού συνάγεται ότι τυχόν πλουτισμός της Επιτροπής ή μείωση των περιουσιακών στοιχείων της προσφεύγουσας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αδικαιολόγητοι, εφόσον οφείλονται στο υφιστάμενο συμβατικό πλαίσιο.

285    Επιπλέον, το γεγονός ότι οι επίμαχες συμβάσεις καταγγέλθηκαν με έγγραφο της Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 2010, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό.

286    Ειδικότερα, αντικείμενο της υπό κρίση αιτιάσεως είναι στην πραγματικότητα, παρά την ως άνω καταγγελία, αίτημα αποζημιώσεως βάσει συμβάσεως. Ακόμη, από τις επίμαχες συμβάσεις προκύπτει ότι ορισμένες συμβατικές ρήτρες εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή έναντι ενός μετέχοντος ακόμη και μετά την καταγγελία των συμβάσεων, και ιδίως τα σημεία II.29, II.30 και II.31 που αφορούν τον οικονομικό έλεγχο, την αποζημίωση και την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

287    Τέλος, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι η Επιτροπή πλούτισε λόγω των συμβάσεων αυτών.

288    Ειδικότερα, κατά το σημείο II.27 των γενικών όρων, κατ’ εφαρμογήν του δημοσιονομικού κανονισμού, οι προκαταβολές που χορηγούνται στον συντονιστή για τον λογαριασμό της κοινοπραξίας παραμένουν στην κυριότητα της Ένωσης.

289    Επιπλέον, από το γράμμα του σημείου II.32 των γενικών όρων, σε συνδυασμό με το σημείο II.1, παράγραφος 14, των ως άνω γενικών όρων, προκύπτει ότι πορίσματα των επίμαχων σχεδίων καθώς και τα δικαιώματα επί των πορισμάτων αυτών ανήκουν μόνο στους αντισυμβαλλομένους της Επιτροπής οι οποίοι συνέβαλαν στην απόκτησή τους (βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση Insula κατά Επιτροπής, σκέψη 252 ανωτέρω, σκέψη 264).

290    Επομένως, το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που στηρίζεται στην ευθύνη λόγω πταίσματος της Επιτροπής

291    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο ενός άλλου χρηματοδοτικού σχεδίου της Ένωσης (Pasodoble), η Επιτροπή, μέσω του προϊσταμένου μονάδας του Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας (REA), απέστειλε στις 16 Απριλίου 2010, δηλαδή αμέσως μετά τους λογιστικούς ελέγχους, έγγραφο στον συντονιστή αυτού του άλλου σχεδίου, προειδοποιώντας τον σχετικά με την επιχειρησιακή ικανότητα της προσφεύγουσας και συνιστώντας να μην της διανεμηθεί παρά μόνον ένα μέρος της προχρηματοδοτήσεως. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το έγγραφο αυτό στοιχειοθετεί πταίσμα της Επιτροπής, στην οποία υπάγεται ο REA, το οποίο επέφερε περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη.

292    Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 58/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων (ΕΕ 2003, L 11, σ. 1), απονέμει στην Επιτροπή την εξουσία να ιδρύσει εκτελεστικούς οργανισμούς και να τους αναθέσει ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση ενός ή περισσοτέρων κοινοτικών προγραμμάτων. Μολονότι η Επιτροπή εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντα που προϋποθέτουν περιθώριο εκτίμησης για την έκφραση πολιτικών επιλογών, στον οργανισμό μπορούν να ανατεθούν η διαχείριση των σταδίων του σχεδίου, η έγκριση των πράξεων δημοσιονομικής εκτέλεσης και, επί τη βάσει της αναθέσεως από την Επιτροπή, οι απαιτούμενες ενέργειες για την υλοποίηση του κοινοτικού προγράμματος, και ιδίως εκείνες που συνδέονται με την κατακύρωση δημοσίων συμβάσεων και τις επιχορηγήσεις (άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 58/2003).

293    Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 58/2003 προβλέπει ότι ο εκτελεστικός οργανισμός έχει νομική προσωπικότητα. Από το άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η συμβατική ευθύνη του οργανισμού διέπεται από τον νόμο που έχει εφαρμογή επί της συμβάσεως και ότι, σε ό,τι αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, ο εκτελεστικός οργανισμός πρέπει να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, τις ζημίες που προκάλεσε ο ίδιος ο οργανισμός ή υπάλληλοί του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών σχετικά με την αποκατάσταση των εν λόγω ζημιών. Επιπλέον, κατά το άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού, κάθε πράξη εκτελεστικού οργανισμού που βλάπτει τρίτον μπορεί να παραπέμπεται στην Επιτροπή από κάθε πρόσωπο άμεσα και ατομικά θιγόμενο ή από κράτος μέλος, προκειμένου να ελεγχθεί η νομιμότητά της. Η διοικητική προσφυγή κατατίθεται στην Επιτροπή, η δε απόφαση της Επιτροπής υπόκειται σε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου.

294    Κατ’ εφαρμογήν του ως άνω κανονισμού 58/2003, η Επιτροπή ίδρυσε τον REA με την απόφαση 2008/46/ΕΚ, της 14ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με την ίδρυση του «Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας» για τη διαχείριση ορισμένων πεδίων των ειδικών κοινοτικών προγραμμάτων «Άνθρωποι», «Ικανότητες» και «Συνεργασία» στον τομέα της έρευνας (ΕΕ 2008, L 11, σ. 9).

295    Το άρθρο 1 της αποφάσεως 2008/46 προβλέπει ότι το καταστατικό του REA διέπεται από τον κανονισμό 58/2003.

296    Εξ αυτού συνάγεται ότι ο REA έχει νομική προσωπικότητα. Ομοίως, από τον συνδυασμό της αποφάσεως 2008/46 και του άρθρου 21 του κανονισμού 58/2003 προκύπτει ότι, σε ό,τι αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, ο REA πρέπει να αποκαθιστά τις ζημίες που προκάλεσε ο ίδιος ή υπάλληλοί του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

297    Επιπλέον, από την απόφαση 2008/46 προκύπτει ότι καθήκοντα του REA είναι μεταξύ άλλων η διαχείριση σταδίων του κύκλου εκτέλεσης συγκεκριμένων έργων στο πλαίσιο της υλοποίησης ορισμένων πεδίων των προγραμμάτων «Άνθρωποι», «Ικανότητες» και «Συνεργασία», η διαχείριση του προγράμματος εργασιών που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή και η διενέργεια των αναγκαίων για το σκοπό αυτό ελέγχων. Ο REA είναι επίσης επιφορτισμένος με την έκδοση των πράξεων εκτέλεσης του προϋπολογισμού κατά τα έσοδα και τις δαπάνες και την εκτέλεση των πράξεων που είναι αναγκαίες για τη διαχείριση των επίμαχων προγραμμάτων, ιδίως των πράξεων που συνδέονται με την έγκριση επιχορηγήσεων και τη σύναψη συμβάσεων (άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2008/46).

298    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το έγγραφο που απέστειλε ο προϊσταμένος μονάδας του REA στον συντονιστή άλλου σχεδίου θεμελιώνει ευθύνη της Επιτροπής.

299    Διαπιστώνεται ότι το έγγραφο αυτό της 16ης Απριλίου 2010 φέρει στην κεφαλίδα του την ονομασία του REA και είναι υπογεγραμμένο από τον προϊστάμενο μονάδας του REA, ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα. Ακόμη, δεν αμφισβητείται ότι το έγγραφο αυτό εμπίπτει στις αρμοδιότητες του REA ο οποίος ασκεί καθήκοντα διαχειρίσεως και εκτελέσεως του προϋπολογισμού, και ιδίως εκείνα που συνδέονται με την έγκριση επιχορηγήσεων και τη σύναψη συμβάσεων. Τέλος, σε ό,τι αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, ο REA πρέπει να αποκαθιστά τις ζημίες που προκάλεσε ο ίδιος ο οργανισμός ή υπάλληλοί του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (σκέψη 296 ανωτέρω).

300    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το έγγραφο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απεστάλη από την Επιτροπή ή ότι δύναται να της καταλογισθεί (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, διάταξη του Δικαστηρίου της 10ης Νοεμβρίου 2011, C‑626/10 P, Αγαπίου-Ιωσηφίδη κατά Επιτροπής και ΕΟΕΟΘΠ, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 27 έως 30 και 52 έως 55, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑411/06, Sogelma κατά ΕΥΑ, Συλλογή 2008, σ. II‑2771, σκέψεις 50 έως 57).

301    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα οποία άλλωστε δεν αποδεικνύονται, σχετικά με το ότι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εκτίθενται στο έγγραφο αυτό «προφανώς» υποδείχθηκαν από τους υπαλλήλους της Επιτροπής. Ειδικότερα, έστω και αν ο REA ενημερώθηκε από την Επιτροπή για τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου, το έγγραφο της 16ης Απριλίου 2010 υπόκειται πάντως αποκλειστικώς στην ευθύνη του REA.

302    Επομένως, το επίμαχο έγγραφο, την ευθύνη για το οποίο φέρει ο REA, δεν μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη της Επιτροπής και το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου, το οποίο στρέφεται κατά της Επιτροπής, είναι απαράδεκτο.

303    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν την ευθύνη για το επίμαχο έγγραφο έφερε η Επιτροπή, πρέπει να υπομνησθεί ότι η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και η άσκηση του δικαιώματος για αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας, βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξαρτώνται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αφορούν τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ως άνω συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας (βλ., ιδίως, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, 26/81, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1982, σ. 3057, σκέψη 16, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑120/06 P και C‑121/06 P, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑6513, σκέψη 106). Στο μέτρο που οι τρεις αυτές προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, η απουσία μιας εξ αυτών αρκεί για την απόρριψη αγωγής αποζημιώσεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 2010, C‑419/08 P, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑2259, σκέψη 41).

304    Εν προκειμένω όμως αρκεί η επισήμανση ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το έγγραφο της 16ης Απριλίου 2010 πάσχει από υπαίτια έλλειψη νομιμότητας. Ειδικότερα, ο συντάκτης του εν λόγω εγγράφου αναφέρει ότι οι αμφιβολίες του ως προς την επιχειρησιακή ικανότητα της προσφεύγουσας για την εκτέλεση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί στο πλαίσιο του σχεδίου επιβεβαιώθηκαν προσφάτως κατόπιν ενός διενεργηθέντος από την Επιτροπή λογιστικού ελέγχου. Στο πλαίσιο αυτό, συστήνει στον συντονιστή να χορηγήσει στην προσφεύγουσα μόνον ένα μέρος της προχρηματοδοτήσεως, ενώ το υπολειπόμενο μέρος επιτρέπεται να μην καταβληθεί παρά μόνον αφού η προσφεύγουσα έχει αρχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της κατά τρόπο ικανοποιητικό, όπως προβλέπεται στην περιγραφή των καθηκόντων. Επιπλέον, ο συντάκτης του εγγράφου επιφυλάσσεται ως προς το δικαίωμά του να διεξαγάγει, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, επιτόπιο έλεγχο στην προσφεύγουσα, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε είναι όντως εξακριβώσιμες και επιλέξιμες.

305    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο συντάκτης του εγγράφου ευρίσκεται εντός του πλαισίου των καθηκόντων του που αφορούν τη διαχείριση του προϋπολογισμού και η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι ο εν λόγω συντάκτης παρέβη κανόνα δικαίου ή υπέπεσε σε οποιαδήποτε παρατυπία. Επιπλέον, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού δεν είναι δυσφημιστικό, δεδομένου ότι, έστω και αν ένα μέρος των δαπανών προσωπικού κακώς θεωρήθηκε ως μη επιλέξιμο, η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου ορθώς διαπίστωσε την ύπαρξη παρατυπιών που δικαιολόγησαν την καταγγελία των συμβάσεων Cocoon και Dicoems.

306    Εξ αυτού συνάγεται ότι το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου είναι σε κάθε περίπτωση αβάσιμο.

307    Ο πέμπτος λόγος πρέπει επομένως να απορριφθεί, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση του αιτήματος της προσφεύγουσας να προσκομίσει η Επιτροπή έγγραφα που να παρέχουν δυνατότητα εκτιμήσεως της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη η προσφεύγουσα λόγω της αποστολής του εγγράφου αυτού.

 Συμπέρασμα επί του επικουρικού αιτήματος

308    Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω, το επικουρικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί.

4.     Επί της ανταγωγής της Επιτροπής

309    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η καταγγελία των συμβάσεων Dicoems και Cocoon και η έκδοση του χρεωστικού σημειώματος πραγματοποιήθηκαν τηρουμένων πλήρως των εφαρμοστέων συμβατικών διατάξεων. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως η Επιτροπή, πρώτον, ασκεί ανταγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η προσφεύγουσα να της επιστρέψει το ποσό των 164 080,03 ευρώ το οποίο αναγράφεται στο χρεωστικό σημείωμα, πλέον τόκων υπερημερίας όπως προέβλεπε το σημείο II.31, παράγραφος 2, των γενικών όρων. Δεύτερον, η Επιτροπή ζητεί να επιβεβαιωθεί η προβλεπόμενη στο έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2010 παύση της συμμετοχής της προσφεύγουσας στα σχέδια Dicoems και Cocoon.

310    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο ρήτρας διαιτησίας, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να επιλύσει τη διαφορά επί τη βάσει του εθνικού ουσιαστικού δικαίου που έχει εφαρμογή επί της συμβάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου1986, 426/85, Επιτροπή κατά Zoubek, Συλλογή 1986, σ. 4057, σκέψη 4), δηλαδή, εν προκειμένω, του βελγικού δικαίου, το οποίο διέπει τις επίμαχες συμβάσεις κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12 της καθεμίας από τις δύο αυτές συμβάσεις.

311    Βάσει όμως της γενικώς αναγνωρισμένης αρχής του δικαίου κατά την οποία κάθε δικαστήριο εφαρμόζει τους δικούς του δικονομικούς κανόνες, η αρμοδιότητα καθώς και το παραδεκτό των αιτημάτων εκτιμώνται με μόνη βάση το δίκαιο της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Zoubek, σκέψη 310 ανωτέρω, σκέψη 10, και του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 2012, T‑110/10, Insula κατά Επιτροπής, σκέψεις 29 και 30).

312    Εν προκειμένω, η ανταγωγή της Επιτροπής ασκείται στο πλαίσιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

313    Πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι το άρθρο 48 του Κανονισμού Διαδικασίας απαγορεύει την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης.

314    Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι, έστω και αν το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας επιτρέπει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, η ως άνω διάταξη σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε διάδικο να μεταβάλει, κατά τη διάρκεια της δίκης, αυτό καθαυτό το αντικείμενο της διαφοράς (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1987, 278/85, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1987, σ. 4069, σκέψεις 37 και 38, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 1992, T‑28/90, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2285, σκέψη 43).

315    Το άρθρο 48 του Κανονισμού Διαδικασίας δεν προβαίνει σε διάκριση αναλόγως του αν πρόκειται για τον προσφεύγοντα/ενάγοντα ή για τον καθού/εναγόμενο.

316    Ακόμη, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία, βάσει της διατάξεως του Κανονισμού Διαδικασίας του η οποία απαγορεύει την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, να κρίνει ως απαράδεκτους ένσταση απαραδέκτου ή ισχυρισμό οι οποίοι προβλήθηκαν για πρώτη φορά στο υπόμνημα ανταπαντήσεως και δεν στηρίζονταν σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου 2002, C‑471/98, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2002, σ. I‑9681, σκέψεις 42 και 43, και της 14ης Απριλίου 2005, C‑519/03, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 2005, σ. I‑3067, σκέψεις 22 και 23).

317    Εν προκειμένω, η ασκηθείσα με το υπόμνημα ανταπαντήσεως ανταγωγή είναι νέα σε σχέση με τα αμυντικά αιτήματα της Επιτροπής. Ειδικότερα, με την ανταγωγή ζητείται, πρώτον, να υποχρεωθεί η προσφεύγουσα να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό των 164 080,03 ευρώ το οποίο αναγράφεται στο χρεωστικό σημείωμα, πλέον τόκων υπερημερίας, και, δεύτερον, να επιβεβαιωθεί η παύση της συμμετοχής της προσφεύγουσας στα σχέδια Dicoems και Cocoon.

318    Ενώ η παύση της συμμετοχής της προσφεύγουσας στις συμβάσεις επιβεβαιώνεται αυτοδικαίως από την έκβαση της υπό κρίση προσφυγής, το αίτημα επιστροφής των καταβληθέντων πλέον τόκων υπερημερίας συνιστά, κατά το στάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως, επιπλέον αίτημα σε σχέση με τα αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως. Ακόμη, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με την ανταγωγή προστίθεται στο υπόμνημα αντικρούσεως αίτημα για την έκδοση εκτελεστού τίτλου.

319    Επομένως, η ανταγωγή, στο μέτρο που περιλαμβάνει αίτημα επιστροφής των καταβληθέντων πλέον τόκων υπερημερίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει νέο αίτημα, το οποίο μεταβάλλει το αντικείμενο των αμυντικών της αιτημάτων, διευρύνοντας το αντικείμενο αυτό.

320    Ερωτηθείσα από το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, στο σύστημα των ενδίκων βοηθημάτων της Ένωσης, η αρμοδιότητα για την εκδίκαση του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συνεπάγεται την ύπαρξη αρμοδιότητας για την εκδίκαση οποιασδήποτε ανταγωγής που ασκείται κατά τη διάρκεια της ίδιας δίκης και η οποία πηγάζει από την πράξη ή το γεγονός που αποτελεί αντικείμενο του κυρίου ενδίκου βοηθήματος (διάταξη του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 2004, C‑517/03, Επιτροπή κατά IAMA Consulting, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17). Εν προκειμένω όμως δεν αμφισβητείται η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να εκδικάσει την ανταγωγή της Επιτροπής. Το ως άνω επιχείρημα δεν αναιρεί το συμπέρασμα ότι η ανταγωγή συνιστά εν προκειμένω νέο αίτημα με το οποίο διευρύνεται το αντικείμενο των αμυντικών αιτημάτων.

321    Επιπλέον, παρά τα όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, οι αρχές της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας συνεπάγονται την υποβολή ενός τέτοιου αιτήματος ήδη με το υπόμνημα αντικρούσεως, ακόμη και στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, η ανταγωγή επαναλαμβάνει το αίτημα επιστροφής των καταβληθέντων που περιέχεται στο χρεωστικό σημείωμα.

322    Το αίτημα αυτό πρέπει να θεωρείται κατά συνέπεια ως εκπρόθεσμο και, συνεπώς, ως απαράδεκτο κατά την έννοια του άρθρου 48 του Κανονισμού Διαδικασίας.

323    Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι το ως άνω εκπρόθεσμο δεν εμποδίζει την Επιτροπή να ανακτήσει τα επίμαχα ποσά, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο οι πράξεις της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος προσώπων, εκτός των κρατών, είναι τίτλοι εκτελεστοί. Ειδικότερα, όπως άλλωστε προβλέπεται στο σημείο II.31, παράγραφος 5, των γενικών όρων, η Επιτροπή θα μπορούσε πάντοτε να εκδώσει απόφαση που να συνιστά εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, βάσει του άρθρου 79, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού 1605/2002 (EE L 298, σ. 1) (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Ιουνίου 2012, T‑246/09, Insula κατά Επιτροπής, σκέψη 252 ανωτέρω, σκέψεις 95 έως 99), ενώ ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται κατόπιν από την αρμόδια εθνική αρχή.

324    Εξ αυτού συνάγεται ότι η ασκηθείσα από την Επιτροπή ανταγωγή είναι απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

325    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.

326    Υπό τις περιστάσεις της παρούσας δίκης, πρέπει να κριθεί ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T‑116/11 R.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Δέχεται την αγωγή της Association médicale européenne (EMA) στο μέτρο που ζητεί την απόδοση των σχετικών με τις συμβάσεις Cocoon και Dicoems αμέσων δαπανών προσωπικού ως προς το ποσό των 17 231,28 ευρώ, καθώς και των σχετικών προς αυτές εμμέσων δαπανών που απορρέουν από την εφαρμογή των εν λόγω συμβάσεων.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή της EMA.

3)      Απορρίπτει την ανταγωγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

4)      Κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T‑116/11 R.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Δεκεμβρίου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

1.  Το συμβατικό πλαίσιο

2.  Το βελγικό δίκαιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2.  Επί του κυρίου αιτήματος, που στηρίζεται στους τέσσερις πρώτους λόγους

Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παράβαση των σημείων II.19, II.20, II.21 και II.25 των γενικών όρων

Επί του αιτήματος αποδόσεως δαπανών που αφορά την τέταρτη περίοδο

Επί της αιτιάσεως που αντλείται από έλλειψη δυνατότητας επιλογής
του υποδείγματος κόστους

Επί της αιτιάσεως σχετικά με τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που έχουν χρεωθεί και δεν έχουν ακόμη εξοφληθεί

Επί της αιτιάσεως σχετικά με τις άμεσες δαπάνες προσωπικού

–  Επί των δαπανών προσωπικού των οποίων ζητείται η απόδοσηστο πλαίσιο της συμβάσεως Cocoon

–  Επί των δαπανών προσωπικού των οποίων ζητείται η απόδοσηστο πλαίσιο της συμβάσεως Dicoems

Επί της αιτιάσεως που αφορά τις έμμεσες δαπάνες

Επί της αιτιάσεως που αντλείται από ανακόλουθο χαρακτήρα της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου

Συμπέρασμα επί του πρώτου λόγου

Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από παράβαση από την Επιτροπήτων υποχρεώσεών της εποπτείας, παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως καιτης αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας κατά την εκτέλεση των συμβάσεων

Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση από την Επιτροπήτων αρχών της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας

–  Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχήςτης χρηστής διοικήσεως

–  Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχήςτης αναλογικότητας

Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από έλλειψη αιτιολογίας

–  Επί της αιτιάσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

–  Επί της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Συμπέρασμα επί του κυρίου αιτήματος

3.  Επί του επικουρικού αιτήματος, που στηρίζεται στον πέμπτο λόγο

Επί του πρώτου σκέλους, που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό

Επί του δευτέρου σκέλους, που στηρίζεται στην ευθύνη λόγω πταίσματος της Επιτροπής

Συμπέρασμα επί του επικουρικού αιτήματος

4.  Επί της ανταγωγής της Επιτροπής

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.