Language of document : ECLI:EU:T:2013:634

Υπόθεση T‑116/11

Association médicale européenne (EMA)

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ρήτρα διαιτησίας — Έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο για δράσεις έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως που συμβάλλουν στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002‑2006) — Συμβάσεις Dicoems και Cocoon — Έλλειψη συμφωνίας ενός μέρους των δηλωθεισών δαπανών προς τις συμβατικές ρήτρες — Καταγγελία των συμβάσεων — Επιστροφή ενός μέρους των καταβληθέντων ποσών — Αποζημίωση — Ανταγωγή — Εξωσυμβατική ευθύνη — Αδικαιολόγητος πλουτισμός — Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξη μη υποκείμενη σε προσφυγή — Πράξη που εντάσσεται σε ένα αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη — Χρεωστικό σημείωμα — Απαράδεκτο»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 11ης Δεκεμβρίου 2013

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προσφυγή που αφορά στην πραγματικότητα διαφορά συμβατικής φύσεως — Ακύρωση χρεωστικού σημειώματος εκδοθέντος από την Επιτροπή — Αναρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης — Απαράδεκτο

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 288 ΣΛΕΕ)

2.      Προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Κοινοτική οικονομική συνδρομή — Υποχρέωση του αποδέκτη να τηρήσει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της συνδρομής — Χρηματοδότηση που αφορά μόνο τις πράγματι διενεργηθείσες δαπάνες — Πιστοποίηση ότι οι δηλωθείσες δαπάνες διενεργήθηκαν πράγματι — Δεν υφίσταται — Μη επιλέξιμες δαπάνες

(Άρθρο 317 ΣΛΕΕ)

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Αρχή της χρηστής διοικήσεως

4.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολόγηση — Υποχρέωση — Έκταση — Απόφαση που λαμβάνεται βάσει συμβάσεως

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

5.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Αρχή της απαγορεύσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού της Ένωσης — Έννοια

6.      Ένδικη διαδικασία — Παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων — Προσφυγή κατά εγγράφου συνταχθέντος από τον Εκτελεστικό Οργανισμό Έρευνας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του — Αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης στρεφόμενη κατά της Επιτροπής — Ο Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας έχει νομική προσωπικότητα — Απαράδεκτο

(Κανονισμός 58/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 4 § 2 και 21· απόφαση 2008/46 της Επιτροπής)

7.      Ένδικη διαδικασία — Αντικείμενο της διαφοράς — Μεταβολή κατά τη διάρκεια της δίκης —Απαγορεύεται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 72, 74, 75)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 236, 263)

3.      Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπόκεινται σε υποχρεώσεις αναγόμενες στη γενική αρχή της χρηστής διοικήσεως έναντι των διοικουμένων αποκλειστικώς στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών τους αρμοδιοτήτων. Αντιθέτως, όταν η σχέση μεταξύ της Επιτροπής και του προσφεύγοντος-ενάγοντος είναι σαφώς συμβατικής φύσεως, ο τελευταίος δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή παρά μόνον αθέτηση συμβατικών ρητρών ή παραβάσεις του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου.

(βλ. σκέψη 245)

4.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως η οποία επιβάλλεται στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ δεν αφορά παρά τον μονομερή τρόπο δράσεως. Δεν ισχύει επομένως για τρόπο δράσεως ο οποίος στηρίζεται σε σύμβαση μεταξύ του εν λόγω θεσμικού οργάνου και του αντιδίκου.

(βλ. σκέψη 275)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 282)

6.      Έγγραφο το οποίο φέρει την κεφαλίδα του Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας (REA), είναι υπογεγραμμένο από τον προϊστάμενο μονάδας αυτού και έχει αποσταλεί από τον ίδιο, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απεστάλη από την Επιτροπή ή ότι δύναται να της καταλογισθεί.

Ειδικότερα, ο κανονισμός 58/2003, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων, απονέμει στην Επιτροπή την εξουσία να ιδρύει εκτελεστικούς οργανισμούς και να αναθέτει σε αυτούς ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση ενός ή περισσοτέρων κοινοτικών προγραμμάτων. Μολονότι η Επιτροπή εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντα που προϋποθέτουν περιθώριο εκτίμησης για την έκφραση πολιτικών επιλογών, στον οργανισμό μπορούν να ανατεθούν η διαχείριση των σταδίων του σχεδίου, η έγκριση των πράξεων δημοσιονομικής εκτέλεσης και, επί τη βάσει της αναθέσεως από την Επιτροπή, οι απαιτούμενες ενέργειες για την υλοποίηση του κοινοτικού προγράμματος, και ιδίως εκείνες που συνδέονται με την κατακύρωση δημοσίων συμβάσεων και τις επιχορηγήσεις. Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού προβλέπει ότι ο εκτελεστικός οργανισμός έχει νομική προσωπικότητα. Από το άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η συμβατική ευθύνη του οργανισμού διέπεται από τον νόμο που έχει εφαρμογή επί της συμβάσεως και ότι, σε ό,τι αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, ο εκτελεστικός οργανισμός πρέπει να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, τις ζημίες που προκάλεσε ο ίδιος ο οργανισμός ή υπάλληλοί του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή ίδρυσε τον REA με την απόφαση 2008/46. Το άρθρο 1 της ως άνω αποφάσεως προβλέπει ότι το καταστατικό του REA διέπεται από τον κανονισμό 58/2003. Εξ αυτού συνάγεται ότι ο REA έχει νομική προσωπικότητα. Ομοίως, από τον συνδυασμό της αποφάσεως 2008/46 και του άρθρου 21 του κανονισμού 58/2003 προκύπτει ότι, σε ό,τι αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, ο REA πρέπει να αποκαθιστά τις ζημίες που προκάλεσε ο ίδιος ή υπάλληλοί του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

(βλ. σκέψεις 292-296, 299, 300)

7.      Στο πλαίσιο ρήτρας διαιτησίας, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να επιλύσει τη διαφορά επί τη βάσει του εθνικού ουσιαστικού δικαίου που έχει εφαρμογή επί της συμβάσεως.

Βάσει όμως της γενικώς αναγνωρισμένης αρχής του δικαίου κατά την οποία κάθε δικαστήριο εφαρμόζει τους δικούς του δικονομικούς κανόνες, η αρμοδιότητα καθώς και το παραδεκτό των αιτημάτων εκτιμώνται με μόνη βάση το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, όταν μια ανταγωγή ασκείται στο πλαίσιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το παραδεκτό αυτής πρέπει να κριθεί κατά το άρθρο 48 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Η ως άνω διάταξη απαγορεύει την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, επιτρέπει όμως τούτο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πάντως η εν λόγω διάταξη δεν επιτρέπει σε διάδικο να μεταβάλει, κατά τη διάρκεια της δίκης, αυτό καθαυτό το αντικείμενο της διαφοράς. Το άρθρο 48 του Κανονισμού Διαδικασίας δεν προβαίνει σε διάκριση αναλόγως του αν πρόκειται για τον προσφεύγοντα/ενάγοντα ή για τον καθού‑εναγόμενο. Ακόμη, πρέπει να κρίνονται ως απαράδεκτοι ένσταση απαραδέκτου ή ισχυρισμός οι οποίοι προβλήθηκαν για πρώτη φορά στο υπόμνημα ανταπαντήσεως και δεν στηρίζονταν σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

(βλ. σκέψεις 310-316)