Language of document : ECLI:EU:T:2018:107

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 1ης Μαρτίου 2018 (*)

«ΕΤΠΑ – Άρνηση επιβεβαιώσεως χρηματοδοτικής συνεισφοράς σε μεγάλο έργο – Άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006 – Αξιολόγηση της συμβολής μεγάλου έργου στην επίτευξη των σκοπών του επιχειρησιακού προγράμματος – Άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 – Υπέρβαση προθεσμίας»

Στην υπόθεση T-402/15,

Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον B.-R. Killmann και την M. Siekierzyńska,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2015) 3228 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Μαΐου 2015, περί μη εγκρίσεως για τη Δημοκρατία της Πολωνίας χρηματοδοτικής συνεισφοράς του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) στο μεγάλο έργο «Ευρωπαϊκό κοινό κέντρο εξυπηρέτησης – Έξυπνο σύστημα διαχείρισης εφοδιαστικής αλυσίδας» στο πλαίσιο του άξονα προτεραιότητας αριθ. 4 του επιχειρησιακού προγράμματος «Καινοτόμος Οικονομία»,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, Α. Μαρκουλλή (εισηγήτρια) και A. Kornezov, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουλίου 2015, η Δημοκρατία της Πολωνίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Στις 4 Νοεμβρίου 2015, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα αντικρούσεως. Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

18      Η Δημοκρατία της Πολωνίας κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως στις 5 Ιανουαρίου 2016 και η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 11 Μαρτίου 2016.

19      Κανένας από τους διαδίκους δεν ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

20      Το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία.

 Σκεπτικό

21      Η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της, οι οποίοι αντλούνται, κατ’ ουσίαν, ο μεν πρώτος, αφενός, από παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 41, παράγραφος 1, του άρθρου 56, παράγραφος 3, και του άρθρου 60, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1083/2006 καθώς και από παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας και, αφετέρου, από παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006, ο δεύτερος από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά τον βαθμό διαδόσεως της καινοτομίας και τον καινοτόμο χαρακτήρα του έργου, ο τρίτος από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά τις δημιουργούμενες από το έργο θέσεις εργασίας και ο τέταρτος από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την υπεραξία του έργου και τη δημιουργία κινήτρων από το έργο αυτό.

22      Πρέπει να επισημανθεί ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά τις διαδικαστικές και ουσιαστικές μεθόδους αξιολογήσεως του έργου, ενώ οι λοιποί τρεις λόγοι ακυρώσεως αφορούν διαδοχικώς τους τρεις λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι το έργο δεν συνέβαλλε στην επίτευξη των σκοπών του επιχειρησιακού προγράμματος «Καινοτόμος Οικονομία» κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 1083/2006, δηλαδή τη μη διάδοση της καινοτομίας, τη μη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής εξειδικεύσεως και την έλλειψη υπεραξίας (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

[παραλειπόμενα]

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται, κατ’ ουσίαν, αφενός, παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 41, παράγραφος 1, του άρθρου 56, παράγραφος 3, και του άρθρου 60, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1083/2006 καθώς και παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας και, αφετέρου, παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006

43      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή διέπραξε δύο κύριες παραβάσεις. Αφενός, κατά την αξιολόγηση του έργου, η Επιτροπή υπερέβη τα κριτήρια επιλογής. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν τήρησε την προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006.

[παραλειπόμενα]

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται μη τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006

[παραλειπόμενα]

65      Το άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 έχει ως εξής:

«Η Επιτροπή εκδίδει απόφαση το συντομότερο δυνατόν, αλλά οπωσδήποτε εντός τριών μηνών από την υποβολή μεγάλου έργου από το κράτος μέλος […], υπό τον όρο ότι η υποβολή είναι σύμφωνη προς το άρθρο 40 [του κανονισμού 1083/2006]. Η απόφαση αυτή καθορίζει το φυσικό αντικείμενο, το ποσό στο οποίο εφαρμόζεται το ποσοστό συγχρηματοδότησης του άξονα προτεραιότητας, και το ετήσιο σχέδιο χρηματοδοτικής συνεισφοράς από το ΕΤΠΑ ή το Ταμείο Συνοχής.»

66      Το άρθρο 41, παράγραφος 3, του κανονισμού 1083/2006 ορίζει τα εξής:

«Στην περίπτωση που η Επιτροπή αρνηθεί χρηματοδοτική συνεισφορά των Ταμείων σε μεγάλο έργο, κοινοποιεί στο κράτος μέλος τους σχετικούς λόγους εντός της προθεσμίας και σύμφωνα με τις σχετικές προϋποθέσεις της παραγράφου 2 [του άρθρου 41 του κανονισμού αυτού].»

67      Πρώτον πρέπει να καθοριστεί εάν η προθεσμία του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 έχει ενδεικτικό ή επιτακτικό χαρακτήρα υπό το πρίσμα του γράμματος και της οικονομίας της διατάξεως αυτής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Merck, Sharp & Dohme, C‑245/03, EU:C:2005:41, σκέψη 20).

68      Συναφώς πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 δεν παρέχει ενδείξεις από τις οποίες να είναι δυνατό να συναχθεί ότι η προβλεπόμενη προθεσμία είναι αμιγώς ενδεικτική. Αντιθέτως, η χρήση του ρήματος «εκδίδω» στην οριστική φωνή («εκδίδει») καταδεικνύει ότι η Επιτροπή οφείλει να τηρήσει την εν λόγω προθεσμία, πράγμα το οποίο επιρρωννύεται, μεταξύ άλλων, και από την απόδοση της διατάξεως αυτής στην αγγλική γλώσσα, όπου με τη χρήση των όρων «shall adopt», γίνεται ρητή αναφορά σε υποχρέωση. Η χρήση της φράσεως «το συντομότερο δυνατόν, αλλά οπωσδήποτε» επιβεβαιώνει απλώς ότι η Επιτροπή δεν έχει ευχέρεια αλλά υποχρέωση να τηρήσει την εν λόγω προθεσμία, πράγμα το οποίο θέλησε να υπογραμμίσει ο νομοθέτης.

69      Επομένως, η προθεσμία του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 είναι επιτακτική, όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα όσο και την οικονομία της διατάξεως αυτής.

70      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, όπως ορθώς υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω), υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στις σκέψεις 3 έως 14 ανωτέρω, η Επιτροπή υπερέβη την τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006, η οποία ισχύει σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.

71      Πράγματι, διαπιστώνεται ότι, κατόπιν ανακλήσεως της πρώτης αιτήσεως επιβεβαιώσεως, με την οποία περατώθηκε η διαδικασία αξιολογήσεως της αιτήσεως αυτής, όσον αφορά τη δεύτερη αίτηση επιβεβαιώσεως, η Επιτροπή, καταρχάς, χρειάστηκε σχεδόν ένδεκα μήνες για να αποστείλει στη Δημοκρατία της Πολωνίας, στις 24 Ιουνίου 2014, έγγραφο που περιείχε την εκ μέρους της αξιολόγηση της αιτήσεως αυτής και, στη συνέχεια, μετά την απάντηση της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 28 Αυγούστου 2014, χρειάστηκε περίπου οκτώμισι μήνες για να αποφανθεί επισήμως επί της αιτήσεως αυτής και να εκδώσει, στις 11 Μαΐου 2015, την προσβαλλόμενη απόφαση δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 3, του κανονισμού 1083/2006.

72      Τρίτον, υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να καθοριστούν οι συνέπειες της υπερβάσεως της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 και, ιδίως, να εκτιμηθεί εάν το γεγονός αυτό και μόνο συνεπάγεται αυτοδικαίως την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

73      Καθόσον το άρθρο 41 του κανονισμού 1083/2006 δεν περιέχει καμία ένδειξη όσον αφορά τις συνέπειες της υπερβάσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, της προβλεπόμενης σ’ αυτό τρίμηνης προθεσμίας, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου πρέπει να εξεταστεί ο σκοπός και η δομή του κανονισμού αυτού προκειμένου να καθοριστούν οι συνέπειες της εν λόγω υπερβάσεως (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Merck, Sharp & Dohme, C-245/03, EU:C:2005:41, σκέψεις 25 και 26).

74      Πρέπει, εκ προοιμίου, να υπομνησθεί ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 προθεσμία είναι προθεσμία επιβαλλόμενη στην Επιτροπή για να απαντήσει σε αίτημα που της υποβάλλει τρίτος, εν προκειμένω ένα κράτος μέλος. Μόνον εάν η άπρακτη παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας συνεπαγόταν την αποδοχή του αιτήματος ή την απώλεια της εξουσίας της Επιτροπής να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού, τότε η εκπρόθεσμη αρνητική απάντηση θα μπορούσε να ακυρωθεί αυτοδικαίως λόγω υπερβάσεως και μόνον της προθεσμίας αυτής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M & E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T-299/05, EU:T:2009:72, σκέψη 116). Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εάν ο κανονισμός 1083/2006, υπό το πρίσμα του σκοπού και της δομής του, έχει την έννοια ότι η υπέρβαση της εν λόγω προθεσμίας συνεπάγεται την αποδοχή του αιτήματος ή την απώλεια της εξουσίας της Επιτροπής να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού.

75      Όσον αφορά το ζήτημα εάν από τον σκοπό και τη δομή του κανονισμού 1083/2006 προκύπτει ότι η υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας συνεπάγεται την αποδοχή της υποβληθείσας από το κράτος μέλος αιτήσεως επιβεβαιώσεως, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι το περιεχόμενο μιας αποφάσεως περί αποδοχής αποκλείει τη δυνατότητα αυτή.

76      Πράγματι, από το άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 προκύπτει ότι η απόφαση της Επιτροπής που δέχεται την αίτηση επιβεβαιώσεως καθορίζει, μεταξύ άλλων, το ποσό επί του οποίου εφαρμόζεται το ποσοστό συγχρηματοδοτήσεως του επιχειρησιακού προγράμματος (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω). Μόνον η απόφαση της Επιτροπής που δέχεται την εν λόγω αίτηση καθορίζει το βασικό ποσό επί του οποίου εφαρμόζεται το ποσοστό συγχρηματοδοτήσεως που απορρέει από το σχετικό επιχειρησιακό πρόγραμμα και, συνεπώς, το ποσό της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Ένωσης. Εάν δεν υφίσταται απόφαση της Επιτροπής, η χρηματοδοτική συνεισφορά της Ένωσης δεν μπορεί να καθοριστεί επακριβώς και, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι έχει επιβεβαιωθεί.

77      Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται και από την αιτιολογική σκέψη 49 του κανονισμού 1083/2006, η οποία εκθέτει ότι τα μεγάλα έργα πρέπει να είναι δυνατό να αξιολογηθούν και, ενδεχομένως, να εγκριθούν από την Επιτροπή (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω). Συνεπώς, στον τομέα των μεγάλων έργων, η βασική ιδέα που διέπει τον κανονισμό 1083/2006 είναι ότι η χρηματοδότησή τους από ένα κράτος μέλος μέσω των πόρων του ΕΤΠΑ και του Ταμείου Συνοχής τελεί υπό την προϋπόθεση της εγκρίσεώς τους από την Επιτροπή.

78      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, όταν ο κανονισμός 1083/2006 θέλει να επιβάλει κύρωση για τη μη τήρηση ορισμένης προθεσμίας με αυτοδίκαιη αποδοχή της αιτήσεως, το αναφέρει ρητώς (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Merck, Sharp & Dohme, C-245/03, EU:C:2005:41, σκέψη 31). Έτσι, για παράδειγμα, το άρθρο 62, παράγραφος 4, του κανονισμού 1083/2006 ορίζει ότι η στρατηγική του λογιστικού ελέγχου που υποβάλλεται στην Επιτροπή από την επιτροπή παρακολουθήσεως «θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή», εάν δεν υπάρξουν σχόλια της Επιτροπής εντός προθεσμίας τριών μηνών από την παραλαβή της. Ομοίως, το άρθρο 67, παράγραφος 4, του κανονισμού 1083/2006 ορίζει ότι η τελική έκθεση του επιχειρησιακού προγράμματος που υποβάλλεται από τη διαχειριστική αρχή στην Επιτροπή «θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή» εάν η Επιτροπή δεν απαντήσει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Ομοίως, το άρθρο 89, παράγραφος 3, του κανονισμού 1083/2006 ορίζει ότι η δήλωση κλεισίματος που υποβάλλει το κράτος μέλος στην Επιτροπή «θεωρείται ότι έχει γίνει δεκτή εάν η Επιτροπή δεν διατυπώσει παρατηρήσεις εντός […] πεντάμηνης προθεσμίας».

79      Επομένως, στο πλαίσιο του κανονισμού 1083/2006, όπως προκύπτει από τον σκοπό και τη δομή του, η έλλειψη απαντήσεως επί αιτήσεως επιβεβαιώσεως εντός της προθεσμίας του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού δεν συνεπάγεται έγκριση της αιτήσεως επιβεβαιώσεως.

80      Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να κλονιστεί από τα επιχειρήματα που αντλεί η Δημοκρατία της Πολωνίας, αφενός, από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την προθεσμία για την πραγματοποίηση δημοσιονομικής διορθώσεως και, αφετέρου, από τη νέα διαδικασία σιωπηρής εγκρίσεως που προβλέπει το άρθρο 102, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1303/2013.

81      Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, μολονότι, βεβαίως, όπως υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, στη νομολογία που αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 99 του κανονισμού 1083/2006 εξουσία της Επιτροπής να προβαίνει σε δημοσιονομικές διορθώσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπέρβαση της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 100, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού για την έκδοση αποφάσεως περί δημοσιονομικής διορθώσεως συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, η οποία πρέπει να διαπιστώνεται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ένωσης και η οποία συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως που εκδόθηκε εκπροθέσμως (αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-192/13 P, EU:C:2014:2156, σκέψεις 103 και 104, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-140/15 P, EU:C:2016:708, σκέψεις 114 και 118), η νομολογία αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω.

82      Πράγματι, αντικείμενο της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 81 ανωτέρω είναι μια προθεσμία διαφορετική ως προς τη φύση της από την προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006.

83      Καταρχάς, ενώ, στο πλαίσιο αξιολογήσεως των μεγάλων έργων, η προθεσμία του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 είναι προθεσμία επιβαλλόμενη στην Επιτροπή για να απαντήσει σε αίτημα συγχρηματοδοτήσεως που της υποβάλλεται από κράτος μέλος, στο πλαίσιο της διαδικασίας δημοσιονομικής διορθώσεως, αντιθέτως, η προθεσμία του άρθρου 100, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού είναι προθεσμία επιβαλλόμενη στην Επιτροπή για να εκδώσει, με δική της πρωτοβουλία, απόφαση περί συνολικής ή μερικής ακυρώσεως της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Ένωσης σε επιχειρησιακό πρόγραμμα. Συνεπώς, κατ’ ουσίαν, η πρώτη είναι προθεσμία για τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνεισφοράς ενώ η δεύτερη είναι προθεσμία για την ακύρωση ήδη χορηγηθείσας χρηματοδοτικής συνεισφοράς.

84      Περαιτέρω, στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των μεγάλων έργων, εάν δεν έχει εκδοθεί εμπροθέσμως απόφαση επί αιτήσεως επιβεβαιώσεως και καθόσον δεν υπάρχει διάταξη που προβλέπει τις συνέπειες σε περίπτωση ελλείψεως μιας τέτοιας αποφάσεως, η αίτηση επιβεβαιώσεως παραμένει αναπάντητη και δεν μπορεί να θεωρηθεί εγκριθείσα (βλ. σκέψεις 75 έως 79 ανωτέρω). Αντιθέτως, στην περίπτωση δημοσιονομικών διορθώσεων, εάν δεν έχει εκδοθεί απόφαση εντός της σχετικής προβλεπόμενης προθεσμίας, το κράτος μέλος διατηρεί τη συνεισφορά των Ταμείων που του έχει ήδη χορηγηθεί. Συνεπώς, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εκδόσεως αποφάσεως περί δημοσιονομικής διορθώσεως, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 81 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση και το κράτος μέλος δεν μπορεί να υποστεί μια τέτοια διόρθωση.

85      Τέλος, αντιθέτως προς τα υποστηριχθέντα από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, από την παρατιθέμενη ανωτέρω στη σκέψη 81 νομολογία δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 100, παράγραφος 5, και στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 είναι της ιδίας φύσεως. Αντιθέτως, από την εν λόγω νομολογία προκύπτει ότι το Δικαστήριο εξέτασε μόνον την προβλεπόμενη προθεσμία για την έκδοση αποφάσεως περί δημοσιονομικής διορθώσεως και αναφέρθηκε ρητώς στη φύση μιας τέτοιας αποφάσεως (αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-192/13 P, EU:C:2014:2156, σκέψεις 82 και 102, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-140/15 P, EU:C:2016:708, σκέψεις 70, 72 και 113).

86      Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο κανονισμός 1303/2013 δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, στο μέτρο που το άρθρο του 152, παράγραφος 1, ορίζει ότι ο κανονισμός 1083/2006 εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις παρεμβάσεις και στις πράξεις, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρησιακών προγραμμάτων και των μεγάλων έργων, που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή βάσει του κανονισμού αυτού και στο μέτρο που το άρθρο 152, παράγραφος 2 προσθέτει ότι οι αιτήσεις για τη λήψη συνδρομής που υποβλήθηκαν ή εγκρίθηκαν στο πλαίσιο του κανονισμού 1083/2006 εξακολουθούν να ισχύουν. Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 102, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1303/2013 προβλέπει διαδικασία σιωπηρής εγκρίσεως μόνον όταν η υποβαλλόμενη από το κράτος μέλος αίτηση συνοδεύεται από αξιολόγηση της ποιότητας από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες σύμφωνα με το άρθρο 101, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού. Στο σύστημα που προβλέπουν τα άρθρα 39 έως 41 του κανονισμού 1083/2006 δεν υπάρχει αντίστοιχη διαδικασία, πράγμα που επιρρωννύει το συμπέρασμα ότι, στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού, η σιωπή της Επιτροπής εντός της τρίμηνης προθεσμίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως σιωπηρή επιβεβαίωση της χρηματοδοτικής συνεισφοράς σε μεγάλο έργο. Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, το έργο δεν υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 1, του κανονισμού 1303/2013, οπότε δεν μπορεί να εφαρμοστεί η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή διαδικασία σιωπηρής εγκρίσεως.

87      Όσον αφορά το ζήτημα εάν από τον σκοπό και τη δομή του κανονισμού 1083/2006 προκύπτει ότι η υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας συνεπάγεται την απώλεια της εξουσίας της Επιτροπής να αποφανθεί επί της υποβληθείσας από το κράτος μέλος αιτήσεως επιβεβαιώσεως, πρώτον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, εάν η Επιτροπή όφειλε να μην εξετάσει πλέον την αίτηση επιβεβαιώσεως σε περίπτωση υπερβάσεως της τρίμηνης προθεσμίας, τούτο θα έθιγε τελικώς τον σκοπό της αρχικής αιτήσεως του κράτους μέλους, δηλαδή να λάβει επιβεβαίωση για χρηματοδοτική συνεισφορά του ΕΤΠΑ ή του Ταμείου Συνοχής, και μάλιστα για λόγους που θα διέφευγαν του ελέγχου του. Ομοίως, εάν η Επιτροπή όφειλε να κινήσει νέα διαδικασία αξιολογήσεως μεγάλου έργου, υπαγόμενη σε νέα τρίμηνη προθεσμία, τούτο απλώς θα επιδείνωνε, στην πράξη, τη μη τήρηση της εν λόγω προθεσμίας, μεταθέτοντας σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο τη λήψη αποφάσεως επί της αιτήσεως επιβεβαιώσεως. Εξάλλου, δεδομένου ότι η εν λόγω υπέρβαση δεν ισοδυναμεί με έγκριση της αιτήσεως, όπως έχει ήδη επισημανθεί, και η ενδεχόμενη ακύρωση αποφάσεως λόγω εκπρόθεσμης εκδόσεώς της θα επιδείνωνε απλώς τη μη τήρηση της προθεσμίας αυτής.

88      Δεύτερον, από το άρθρο 78, παράγραφος 4, του κανονισμού 1083/2006 προκύπτει, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω, ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να αρχίσει την υλοποίηση ενός μεγάλου έργου και να υποβάλει στην Επιτροπή τις σχετικές δαπάνες πολύ πριν αυτή εκδώσει την απόφασή της, και συνεπώς ανεξαρτήτως της προβλεπόμενης προθεσμίας για την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Το κράτος μέλος που επιλέγει τη δυνατότητα αυτή ενεργεί με δικό του κίνδυνο, λαμβανομένου υπόψη του ενδεχομένου να εκδώσει η Επιτροπή απόφαση με την οποία να αρνείται να επιβεβαιώσει τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Ένωσης σε μεγάλο έργο. Συνεπώς, καθόσον το κράτος μέλος δεν είναι υποχρεωμένο να αναμείνει απόφαση της Επιτροπής για την υλοποίηση των έργων του περιφερειακής αναπτύξεως και να δηλώσει στην Επιτροπή τις σχετικές με αυτά δαπάνες σε περίπτωση αναλήψεώς τους από την Ένωση, η υπέρβαση της προβλεπόμενης προθεσμίας για την έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως δεν στερεί από την Επιτροπή την εξουσία που έχει να αποφανθεί επί της αιτήσεως επιβεβαιώσεως.

89      Τρίτον, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, ο νομοθέτης δεν προέβλεψε ως συνέπεια της σιωπής της διοικήσεως την απώλεια της εξουσίας εκδόσεως αποφάσεως, καμία νομική αρχή δεν μπορεί να στερήσει από τη διοίκηση την αρμοδιότητά της να απαντήσει σε ορισμένο αίτημα, ακόμη και εκτός των προβλεπόμενων προς τούτο προθεσμιών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2010, Co-Frutta κατά Επιτροπής, T-355/04 και T-446/04, EU:T:2010:15, σκέψεις 57 και 59).

90      Επομένως, στο πλαίσιο του κανονισμού 1083/2006, όπως προκύπτει από τον σκοπό και τη δομή του, η έλλειψη απαντήσεως επί της αιτήσεως επιβεβαιώσεως εντός της προθεσμίας του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού δεν επιφέρει απώλεια της εξουσίας της Επιτροπής να αποφανθεί επί της αιτήσεως επιβεβαιώσεως.

91      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο κανονισμός 1083/2006 δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι κάθε υπέρβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προθεσμίας συνεπάγεται αυτοδικαίως και για τον λόγο αυτόν και μόνον την ακύρωση μιας απορριπτικής αποφάσεως που εκδόθηκε εκπροθέσμως.

92      Τέταρτον πρέπει να εξεταστεί εάν η διαπιστωθείσα εν προκειμένω υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας πρέπει να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

93      Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η μη τήρηση προθεσμίας, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006, δεν μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της εκδοθείσας κατά το πέρας της διαδικασίας πράξεως παρά μόνον αν, λόγω της παρατυπίας αυτής, η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Μολονότι δεν επιβάλλεται στο πρόσωπο που επικαλείται μια τέτοια παρατυπία να αποδείξει ότι, ελλείψει αυτής, η συγκεκριμένη πράξη θα είχε περιεχόμενο ευνοϊκότερο για τα συμφέροντά του, εντούτοις το πρόσωπο αυτό οφείλει να αποδείξει, κατά συγκεκριμένο τρόπο, ότι το ενδεχόμενο αυτό δεν αποκλείεται τελείως σε μια τέτοια περίπτωση (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma, C-659/13 και C-34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 140, και της 12ης Ιουνίου 2015, Health Food Manufacturers’ Association κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-296/12, EU:T:2015:375, σκέψη 71).

94      Εν προκειμένω, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν απέδειξε κατά συγκεκριμένο τρόπο, ούτε καν προέβαλε, ότι δεν αποκλειόταν το ενδεχόμενο η διοικητική διαδικασία να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα εάν είχε ολοκληρωθεί εντός της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006. Καθόσον η Δημοκρατία της Πολωνίας δε απέδειξε ότι, σε περίπτωση μη υπερβάσεως της εν λόγω προθεσμίας, η διαδικασία αξιολογήσεως του έργου θα μπορούσε να έχει διαφορετική έκβαση, η υπέρβαση αυτή, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, δεν μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

95      Ούτως εχόντων των πραγμάτων, καθόσον η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 εκδίδοντας την απόφασή της μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αποκατάσταση της τυχόν ζημίας προκληθείσας από τη μη τήρηση της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 για την έκδοση αποφάσεως επί αιτήσεως επιβεβαιώσεως μπορεί να διεκδικηθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο επιλαμβάνεται κατόπιν ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2010, Co‑Frutta κατά Επιτροπή, T-355/04 και T-446/04, EU:T:2010:15, σκέψεις 60 και 71), εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτώνται η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης και η άσκηση του δικαιώματος αποκαταστάσεως της προκληθείσας ζημίας, δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C-120/06 P και C-121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 106).

96      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006, είναι αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

Tomljenović

Μαρκουλλή

Kornezov

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Μαρτίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.