Language of document : ECLI:EU:T:2010:190

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 12ης Μαΐου 2010 (*)

«Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που αναπαριστά όργανο γραφής – Προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα – Λόγος ακυρότητας – Χρήση, στο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, προγενέστερου σημείου, τη χρήση του οποίου ο δικαιούχος του σημείου έχει δικαίωμα να απαγορεύσει – Άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 – Αίτηση αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως, υποβαλλόμενη για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών»

Στην υπόθεση T‑148/08,

Beifa Group Co. Ltd, με έδρα το Ningbo, Zhejiang (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τους R. Davis, barrister, και N. Cordell, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον A. Folliard‑Monguiral,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Schwan-Stabilo Schwanhaüßer GmbH & Co. KG, με έδρα το Heroldsberg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους U. Blumenröder και H. Gauß, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τρίτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 31ης Ιανουαρίου 2008 (υπόθεση R 1352/2006-3), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος μεταξύ των Schwan-Stabilo Schwanhäuser GmbH & Co. KG και Ningo Beifa Group Co., Ltd,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο, M. Prek και V. V. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Απριλίου 2008,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Σεπτεμβρίου 2008,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Σεπτεμβρίου 2008,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 18ης Νοεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 Κανονισμός (ΕΚ) 6/2002

1        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει:

«1.      Τα σχέδια και υποδείγματα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός, αναφέρονται εφεξής ως “κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα”.

2.      Τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα προστατεύονται:

[…]

β)      ως “καταχωρισμένα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα”, εάν έχουν καταχωρισθεί, υπό τους όρους που προβλέπει ο παρών κανονισμός,

[…]».

2        Το άρθρο 3 του κανονισμού 6/2002 ορίζει:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)      “σχέδιο ή υπόδειγμα”: η εικόνα την οποία παρουσιάζει το σύνολο ή μέρος ενός προϊόντος η οποία προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του, και ιδίως από τη γραμμή, το περίγραμμα, το χρώμα, το σχήμα, την υφή ή/και τα υλικά του ίδιου του προϊόντος ή/και της διακόσμησης που φέρει,

[…]».

3        Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 ορίζει:

«Η προστασία που παρέχει το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα εκτείνεται σε οποιοδήποτε σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο δεν προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση.»

4        Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002 ορίζει:

«Το καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα παρέχει στο δικαιούχο του δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως και δικαίωμα να απαγορεύει σε οιονδήποτε τρίτο τη χρήση χωρίς τη συγκατάθεσή του. Κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, ως χρήση νοείται ιδίως η κατασκευή, προσφορά, η διάθεση στην αγορά, η εισαγωγή, η εξαγωγή ή η χρήση προϊόντος στο οποίο είναι ενσωματωμένο ή εφαρμόζεται το σχέδιο ή υπόδειγμα, καθώς και αποθεματοποίηση του προϊόντος για τους σκοπούς αυτούς.»

5        Κατά τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού 6/2002:

«Άρθρο 24

Κήρυξη ακυρότητας

1. Το καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα κηρύσσεται άκυρο κατόπιν υποβολής αίτησης στο [ΓΕΕΑ], σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στους τίτλους VI και VII […].

Άρθρο 25

Λόγοι ακυρότητας

1.      Το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα κηρύσσεται άκυρο μόνο εάν:

[…]

ε)      σε μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα γίνεται χρήση διακριτικού σημείου, ενώ το κοινοτικό δίκαιο ή η νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό, παρέχει στο δικαιούχο του εν λόγω διακριτικού σημείου δικαίωμα απαγόρευσης αυτής της χρήσης,

[…]

3.      Τους λόγους των στοιχείων δ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 δικαιούνται να επικαλεσθούν μόνον ο υποβάλλων την αίτηση ή ο δικαιούχος του προγενέστερου δικαιώματος.

[…]».

6        Ο τίτλος IV του κανονισμού 6/2002 (άρθρα 35 έως 44) τιτλοφορείται «Αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος». Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος «πρέπει [επιπλέον] να περιλαμβάνει μνεία των προϊόντων στο οποία πρόκειται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοσθεί το σχέδιο ή υπόδειγμα». Εξάλλου, κατά τα άρθρα 41 έως 44 του κανονισμού 6/2002, ο υποβαλών αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος διαθέτει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δικαίωμα προτεραιότητας, αποτέλεσμα του οποίου είναι, κατά το άρθρο 43 του κανονισμού αυτού, το ότι η ημερομηνία προτεραιότητας θεωρείται ως η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

7        Το άρθρο 52, παράγραφος 1, υπό τον τίτλο VI του κανονισμού 6/2002, ο οποίος τιτλοφορείται «Παραίτηση από καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, και ακυρότητα», ορίζει ότι, «[με] την επιφύλαξη του άρθρου 25, παράγραφοι 2, 3, 4 και 5, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και κάθε δημόσια αρχή που νομιμοποιείται προς τούτο, μπορεί να υποβάλλει στο [ΓΕΕΑ] αίτηση ακυρότητας καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος».

8        Τα άρθρα 55 έως 60, υπό τον τίτλο VII του κανονισμού 6/2002, ο οποίος τιτλοφορείται «Προσφυγές», ορίζουν τα της διαδικασίας της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Η διατύπωση των διατάξεων αυτών είναι πανομοιότυπη ή ανάλογη με τη διατύπωση των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1), του οποίου τα άρθρα 58 έως 64 έχουν αντίστοιχο περιεχόμενο με τα άρθρα 57 έως 62 του κανονισμού 40/94].

9        Εξάλλου, το άρθρο 61 υπό τον τίτλο VII του κανονισμού 6/2002 ορίζει:

«1.      Ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μπορούν να ασκούνται προσφυγές κατά αποφάσεων του [τμήματος] προσφυγών.

2.      Η προσφυγή μπορεί να ασκείται για λόγους αναρμοδιότητας, παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης της συνθήκης, του παρόντος κανονισμού και οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους ή λόγω κατάχρησης εξουσίας.

3.      Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δύναται να ακυρώνει ή να τροποποιεί την προσβαλλόμενη απόφαση.

4.      Δικαίωμα προσφυγής έχει κάθε συμμετέχων στη διαδικασία ενώπιον του [τμήματος] προσφυγών, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή δεν τον δικαιώνει.

5.      Η προσφυγή ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης του συμβουλίου προσφυγών.

6.      Το [ΓΕΕΑ] υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»

 Πρώτη οδηγία 89/104/ΕΟΚ

10      Το άρθρο 4, παράγραφος 4, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1) [καταργήθηκε με την οδηγία 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 299, σ. 25)], ορίζει:

«Τα κράτη μέλη μπορούν […] να προβλέπουν ότι ένα σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση ή είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο εφόσον και κατά το μέτρο που:

[…]

γ)      η χρήση του σήματος μπορεί να απαγορευθεί δυνάμει προγενεστέρου δικαιώματος, πέραν των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και στο στοιχείο β΄ της παρούσας παραγράφου, και ιδίως δυνάμει:

[…]

iv) δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας. […]»

11      Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της πρώτης οδηγίας 89/104 ορίζει:

«1.      Το καταχωρισμένο σήμα παρέχει στο δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

α)      σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί,

β)      σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητάς του με το σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης του σημείου με το σήμα.

2.      Ένα κράτος μέλος μπορεί επίσης να προβλέπει ότι ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σημείο πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το σήμα, για προϊόντα ή υπηρεσίες μη παρόμοιες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί, εάν αυτό χαίρει φήμης μέσα στο κράτος μέλος και η χρησιμοποίηση του σημείου, χωρίς νόμιμη αιτία, θα επέφερε, αχρεωστήτως, όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.»

12      Τα άρθρα 10 έως 12 της πρώτης οδηγίας 89/104 ορίζουν:

«Άρθρο 10

Χρήση του σήματος

1.      Εάν σε διάστημα πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία έληξε η διαδικασία της καταχώρισης, ο δικαιούχος δεν έχει κάνει ουσιαστική χρήση του σήματος στο οικείο κράτος μέλος, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωριστεί, η εάν έχει διακόψει τη χρήση του επί μια συνεχή πενταετία, το σήμα υποβάλλεται στις κυρώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, εκτός νομίμου αιτίας για τη μη χρήση.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως χρήση θεωρείται επίσης:

α)      η χρήση του σήματος υπό μορφή που διαφέρει ως προς στοιχεία τα οποία δεν μεταβάλλουν το διακριτικό χαρακτήρα του σήματος στην καταχωρισμένη του μορφή,

β)      η επίθεση του σήματος επί προϊόντων ή της συσκευασίας τους μέσα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, αποκλειστικά προς εξαγωγή.

3.      Η χρήση του σήματος με τη συγκατάθεση του δικαιούχου ή η χρήση του από πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να χρησιμοποιούν σήμα συλλογικό, εγγύησης ή πιστοποίησης θεωρείται ως χρήση από τον δικαιούχο.

[…]

Άρθρο 11

Κυρώσεις λόγω της μη χρήσης σήματος σε δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες

[…]

3.      Υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 12 σε περίπτωση ανταγωγής εκπτώσεως, ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι ένα σήμα δεν μπορεί να προβληθεί εγκύρως σε δίκη παραποίησης, αν αποδείχθηκε, μετά από ένσταση, ότι ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να εκπέσει των δικαιωμάτων του, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1..

4.      Αν το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιήθηκε μόνο για τμήμα των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίστηκε, θεωρείται καταχωρισμένο μόνο για το συγκεκριμένο τμήμα των προϊόντων ή υπηρεσιών, όσον αφορά την εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 και 3.

Άρθρο 12

Λόγοι έκπτωσης

1.      Ο δικαιούχος του σήματος είναι δυνατόν να κηρυχθεί έκπτωτος των δικαιωμάτων του εάν, επί διάστημα πέντε συνεχών ετών, δεν έχει γίνει ουσιαστική χρήση του σήματος στο οικείο κράτος μέλος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωριστεί και δεν υπάρχει νόμιμη αιτία για τη μη χρήση […]».

 Markengesetz

13      Το άρθρο 13, παράγραφος 2, σημείο 6, του Gesetz über den Schutz von Marken und sonstigen Kennzeichen (γερμανικός νόμος περί προστασίας σημάτων και άλλων διακριτικών σημείων), της 25ης Οκτωβρίου 1994 (BGBl. I, 1994, σ. 3082, στο εξής: Markengesetz), όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει ότι καταχωρισθέν σήμα κηρύσσεται άκυρο εφόσον η χρήση του μπορεί να απαγορευθεί δυνάμει, μεταξύ άλλων, προγενέστερου δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Markengesetz, η ακυρότητα κηρύσσεται κατόπιν προσφυγής του δικαιούχου του προγενέστερου δικαιώματος.

14      Το άρθρο 14, παράγραφος 2, του Markengesetz ορίζει:

«Απαγορεύεται σε τρίτους να χρησιμοποιούν στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος:

1.      σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί,

2.      σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητάς του με το σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου συσχετίσεως του σημείου με το σήμα, ή

3. σημείο πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το σήμα, για προϊόντα ή υπηρεσίες μη παρόμοιες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί, εάν αυτό χαίρει φήμης μέσα στο κράτος μέλος και η χρησιμοποίηση του σημείου, χωρίς νόμιμη αιτία, θα επέφερε, αχρεωστήτως, όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.»

15      Το άρθρο 25, παράγραφος 1, του Markengesetz ορίζει:

«Ο δικαιούχος καταχωρισμένου σήματος δεν μπορεί να επικαλεστεί εγκύρως έναντι τρίτων τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 14, 18 [και] 19 δικαιώματα αν, κατά το διάστημα των πέντε ετών πριν την επίκληση των δικαιωμάτων αυτών, δεν έχει κάνει χρήση του σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 26, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προς τις οποίες επικαλείται τα δικαιώματά του, εφόσον μεταξύ αυτού του χρονικού σημείου και της καταχωρίσεως έχουν παρέλθει πέντε τουλάχιστον έτη.»

16      Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 2, του Markengesetz, ο δικαιούχος σήματος, εφόσον επικαλείται, στο πλαίσιο προσφυγής, δικαιώματα αντλούμενα, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 14 του Markengesetz, υποχρεούται, εφόσον ο αντίδικός του υποβάλει σχετικό αίτημα, να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του σήματος.

17      Με το άρθρο 26 του Markengesetz, σχετικά τη χρήση του σήματος, μεταφέρονται στη γερμανική νομοθεσία οι διατάξεις των άρθρων 10 έως 12 της πρώτης οδηγίας 89/104.

 Κανονισμός 40/94

18      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009) ορίζει:

«Άρθρο 9

Δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα

Το κοινοτικό σήμα παρέχει στο δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο, να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

α)      κάθε σημείο που ταυτίζεται με το κοινοτικό σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρηθεί,

β)      κάθε σημείο για το οποίο, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητάς του με το κοινοτικό σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών οι οποίες καλύπτονται από το κοινοτικό σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από μέρους του κοινού. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης μεταξύ σημείου και σήματος,

[…]».

19      Το άρθρο 43 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 42 του κανονισμού 207/2009) ορίζει:

«Άρθρο 43

Εξέταση της ανακοπής

[…]

2.      Μετά από αίτηση του καταθέτη, ο ανακόπτων δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσίευσης της αίτησης κοινοτικού σήματος, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρήθηκε και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή του ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, το προγενέστερο σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρημένο. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η ανακοπή απορρίπτεται. Αν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρήθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της ανακοπής, θεωρείται καταχωρημένο μόνο για το μέρος αυτό των προϊόντων ή υπηρεσιών.

[…]»

20      Το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009) ορίζει:

«Άρθρο 52

Σχετικοί λόγοι ακυρότητας

[…]

2.      Το κοινοτικό σήμα κηρύσσεται επίσης άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο [ΓΕΕΑ] ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση όταν η χρήση του μπορεί να απαγορευθεί δυνάμει ενός άλλου προγενέστερου δικαιώματος, και ιδίως:

[…]

δ)      δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας,

σύμφωνα […] με το εθνικό δίκαιο που διέπει την προστασία του.»

21      Το άρθρο 56 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 57 του κανονισμού 207/2009) ορίζει:

«Άρθρο 56

Εξέταση της αίτησης

[…]

2.      Μετά από αίτηση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος, ο δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος, διάδικος σε διαδικασία ακυρότητας, οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγούνται της ημερομηνίας της αίτησης της ακυρότητας, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία είχε καταχωρηθεί, και τα οποία επικαλείται προς αιτιολόγηση της αίτησής του, ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτή το προγενέστερο κοινοτικό σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρημένο. Εξάλλου, εάν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα ήταν, τουλάχιστον από πενταετίας, καταχωρημένο κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της αίτησης κοινοτικού σήματος, ο δικαιούχος του προγενέστερου κοινοτικού σήματος πρέπει επίσης να αποδείξει ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 επληρούντο κατά την ημερομηνία αυτή. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η αίτηση ακυρότητας απορρίπτεται. Αν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα δεν χρησιμοποιήθηκε παρά για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρήθηκε, τότε, για την εξέταση της αίτησης ακυρότητας, θεωρείται καταχωρημένο μόνο γι’ αυτό το μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών.

[…]»

22      Κατά το άρθρο 92 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 96 του κανονισμού 207/2009), τα ορισθέντα από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), δικαστήρια κοινοτικών σημάτων «έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση: […] δ) των ανταγωγών για έκπτωση ή ακυρότητα του κοινοτικού σήματος που προβλέπονται στο άρθρο 96». Κατά το άρθρο 96, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 100, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), η «ανταγωγή με αίτημα την έκπτωση ή την ακυρότητα μπορεί να βασίζεται μόνο στους λόγους έκπτωσης ή ακυρότητας που προβλέπει ο παρών κανονισμός».

 Ιστορικό της διαφοράς

23      Στις 27 Μαΐου 2005, η προσφεύγουσα Beifa Group Co. Ltd (πρώην Ningo Beifa Group Co., Ltd) υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως διαφόρων κοινοτικών σχεδίων ή υποδειγμάτων δυνάμει του κανονισμού 6/2002.

24      Η αίτηση αφορούσε, μεταξύ άλλων, σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο παρίσταται ως εξής (στο εξής: επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα):

Image not found

25      Βάσει των άρθρων 41 έως 43 του κανονισμού 6/2002, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε, στην αίτηση καταχωρίσεως, δικαίωμα προτεραιότητας επί του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, λόγω προγενέστερης αιτήσεως καταχωρίσεως του ίδιου υποδείγματος, την οποία είχε υποβάλει στην αρμόδια κινεζική αρχή στις 5 Φεβρουαρίου 2005.

26      Σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, η αίτηση αναφέρει ότι τα προϊόντα στα οποία πρόκειται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοσθεί το σχέδιο ή υπόδειγμα είναι «όργανα γραφής».

27      Το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα καταχωρίστηκε ως κοινοτικό με τον αριθμό 352315‑0007 και δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων αριθ. 68/2005, της 26ης Ιουλίου 2005.

28      Στις 23 Μαρτίου 2006, η παρεμβαίνουσα, Schwan-Stabilo Schwanhaüßer GmbH & Co. KG, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 52 του κανονισμού 6/2002, στο ΓΕΕΑ αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, επικαλούμενη τον λόγο ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002.

29      Η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο κάτωθι αναπαριστώμενο σήμα, το οποίο η παρεμβαίνουσα είχε καταχωρίσει στις 14 Δεκεμβρίου 2000 στη Γερμανία υπό τον αριθμό 300454708, μεταξύ άλλων για «όργανα γραφής» της κλάσεως 16 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί (στο εξής: προγενέστερο σήμα):

Image not found

30      Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2004, το τμήμα ακυρώσεων του ΓΕΕΑ δέχθηκε την αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας που υπέβαλε η παρεμβαίνουσα και, κατά συνέπεια, κήρυξε άκυρο το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, βάσει του λόγου ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002.

31      Κατ’ ουσίαν, το τμήμα ακυρώσεων έκρινε ότι, στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, γίνεται χρήση του προγενέστερου σήματος, καθώς το σχέδιο ή υπόδειγμα περιλαμβάνει σημείο το οποίο φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της τρισδιάστατης μορφής του σήματος αυτού και, συνεπώς, ομοιάζει προς αυτό. Δεδομένου ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα και το προγενέστερο σήμα καλύπτουν πανομοιότυπα προϊόντα, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού στο οποίο απευθύνονται τα προϊόντα αυτά, οπότε η παρεμβαίνουσα έχει δικαίωμα, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 2, σκέψη 2, του Markengesetz, να απαγορεύσει τη χρήση του σημείου που χρησιμοποιείται στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα.

32      Στις 19 Οκτωβρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή, βάσει των άρθρων 55 έως 60 του κανονισμού 6/2002, κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων.

33      Με απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2008 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 21 Φεβρουαρίου 2008, το τρίτο τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας. Το τμήμα προσφυγών έκρινε, πρώτον, ότι, εφόσον το προγενέστερο σήμα δεν είχε ακυρωθεί, σύμφωνα με οικείες διατάξεις του Markengesetz, από τις αρμόδιες γερμανικές αρχές, έπρεπε να θεωρηθεί διακριτικό σημείο κατά την έννοια του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 (σημείο 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

34      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της διατάξεως αυτής, δεν απαιτείται το προβαλλόμενο προγενέστερο σημείο να αναπαράγεται επακριβώς στο αμφισβητούμενο μεταγενέστερο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, αλλά αρκεί το σημείο αυτό να έχει ενσωματωθεί ως τέτοιο στο εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα (σημείο 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

35      Τρίτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, παρά τις διαφορές μεταξύ του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και του προγενέστερου σήματος, στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα εντοπίζονται τα χαρακτηριστικά του σήματος αυτού, οπότε η χρήση του συνιστά προσβολή των αποκλειστικών δικαιωμάτων που αντλεί η παρεμβαίνουσα δικαιούχος του προγενέστερου σήματος από το άρθρο 14 του Markengesetz και έχει εφαρμογή το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 (σημεία 17 και 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

36      Τέλος, βάσει της προηγούμενης διαπιστώσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν απαιτείται να αποφανθεί επί των λοιπών στοιχείων που επικαλέστηκε η παρεμβαίνουσα προς στήριξη της αιτήσεώς της κηρύξεως της ακυρότητας, στα οποία καταλέγεται η απόφαση του Oberlandesgericht Frankfurt-am-Main (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο της Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία) της 18ης Ιανουαρίου 2007 (σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Αιτήματα των διαδίκων

37      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα ακυρώσεων, προς εξέταση των λοιπών λόγων ακυρότητας τους οποίους είχε επικαλεστεί η παρεμβαίνουσα, χωρίς το τμήμα προσφυγών να τους εξετάσει,

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

38      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό 

 Επί του παραδεκτού του δεύτερου αιτήματος της προσφεύγουσας

39      Το ΓΕΕΑ προβάλλει ότι το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας είναι απαράδεκτο, διότι η προσφεύγουσα ζητεί ουσιαστικά από το Γενικό Δικαστήριο να απευθύνει διαταγή στο ΓΕΕΑ, ενώ το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα.

40      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 61, παράγραφος 3, του κανονισμού 6/2002, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ακυρώνει ή να τροποποιεί την προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 61, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, το ΓΕΕΑ υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να απευθύνει διαταγές στο ΓΕΕΑ, το οποίο όντως υποχρεούται να συμμορφώνεται με το διατακτικό και το σκεπτικό της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου [βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑35/04, Αθηναϊκή Οικογενειακή Αρτοποιία κατά ΓΕΕΑ – Ferrero (FERRÓ), Συλλογή 2006, σ. II‑785, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

41      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά το άρθρο 60, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, το τμήμα προσφυγών που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά αποφάσεως πρωτοβαθμίου οργάνου του ΓΕΕΑ μπορεί, αφού εξετάσει την προσφυγή επί της ουσίας, να αναπέμψει την υπόθεση στο όργανο αυτό για τα περαιτέρω.

42      Από τις ως άνω διατάξεις και διαπιστώσεις προκύπτει ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά αποφάσεως τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, δεν είναι απαράδεκτο το αίτημα προς το Γενικό Δικαστήριο να αναπέμψει την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο όργανο του ΓΕΕΑ, του οποίου η απόφαση προσβλήθηκε με προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών [βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T‑106/00, Streamserve κατά ΓΕΕΑ (STREAMSERVE), Συλλογή 2002, σ. II‑723, σκέψεις 17 έως 20].

43      Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, δεχόμενο τέτοιο αίτημα, δεν υποχρεώνει το ΓΕΕΑ σε ενέργεια ή παράλειψη και, επομένως, δεν απευθύνει σε αυτό διαταγή. Με το αίτημα αυτό επιδιώκεται να λάβει το Γενικό Δικαστήριο απόφαση την οποία έπρεπε ή μπορούσε να λάβει το τμήμα προσφυγών και, συνεπώς, να ασκήσει το Γενικό Δικαστήριο την αρμοδιότητά του τροποποιήσεως της προσβαλλομένης ενώπιόν του αποφάσεως του τμήματος προσφυγών [βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Φεβρουαρίου 2009, T‑413/07, Bayern Innovativ κατά ΓΕΕΑ – Life Sciences Partners Perstock (LifeScience), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 15, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑152/07, Lange Uhren κατά ΓΕΕΑ (Γεωμετρικά σχήματα στον δίσκο ωρολογίου χειρός), που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 39].

44      Κατά συνέπεια, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει το ΓΕΕΑ, το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

45      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους. Ο πρώτος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002. Ο δεύτερος πλάνη περί το δίκαιο που βαρύνει την απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, την οποία είχε υποβάλει η προσφεύγουσα στο ΓΕΕΑ. Ο τρίτος εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

46      Κατά την προσφεύγουσα, από το γράμμα του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι δέχθηκε το τμήμα προσφυγών, ο δικαιούχος διακριτικού σημείου δεν μπορεί να επικαλεστεί τη διάταξη αυτή, εφόσον, στο μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν χρησιμοποιείται το εν λόγω σημείο, αλλά σημείο όμοιο προς αυτό. Η ερμηνεία αυτή της εν λόγω διατάξεως επιβεβαιώνεται όχι μόνον από το γεγονός ότι το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα αφορά μόνον την εμφάνιση του προϊόντος, χωρίς να προσδιορίζει συγκεκριμένο προϊόν, αλλά και από την προγενέστερη πρακτική του ΓΕΕΑ κατά την έκδοση αποφάσεων.

47      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα προβάλλουν ότι ο όρος «χρήση» του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 καλύπτει και την περίπτωση κατά την οποία το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα απλώς μιμείται, χωρίς να αντιγράφει εξ ολοκλήρου, έως την παραμικρή λεπτομέρεια, το προγενέστερο σημείο, το οποίο προβάλλεται προς στήριξη αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος.

48      Το πλαίσιο της συγκρίσεως μεταξύ του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και του προγενέστερου σημείου περιορίζεται μόνο στα στοιχεία του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος που προσβάλλουν τα δικαιώματα του δικαιούχου επί του σημείου αυτού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα στοιχεία του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Αντιθέτως, η έκταση της προστασίας του προγενέστερου σημείου εξαρτάται από την εφαρμοστέα ως προς αυτό νομοθεσία.

49      Επομένως, ο λόγος ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 έχει εφαρμογή για σχέδια ή υποδείγματα με χαρακτήρα νεωτερικό και εξατομικευμένο και, από την άποψη αυτή, διακρίνεται από τον λόγο ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού. Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η προγενέστερη πρακτική του ΓΕΕΑ κατά την έκδοση αποφάσεων επιβεβαιώνει την ερμηνεία αυτή.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

50      Τονίζεται, πρώτον, ότι, όπως ορθώς προβάλλουν το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα, ο λόγος ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι το προγενέστερο διακριτικό σημείο αναπαράγεται εξ ολοκλήρου και λεπτομερώς στο μεταγενέστερο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν ορισμένα από τα στοιχεία του εν λόγω σημείου δεν εμφανίζονται στο επίμαχο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα ή αν έχουν προστεθεί σε αυτό άλλα στοιχεία, μπορεί παρά ταύτα να συντρέχει «χρήση» του προαναφερθέντος σημείου, ιδίως αν τα παραλειφθέντα ή τα προστεθέντα στοιχεία είναι δευτερεύουσας σημασίας.

51      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, το κοινό συγκρατεί στη μνήμη του ατελή μόνον εικόνα των καταχωρισμένων στα κράτη μέλη ή των κοινοτικών σημάτων [βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 26, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψη 33]. Η διαπίστωση αυτή ισχύει για κάθε είδος διακριτικού σημείου. Επομένως, αν παραλειφθούν ορισμένα δευτερεύοντα στοιχεία του διακριτικού σημείου που χρησιμοποιείται σε μεταγενέστερο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα ή αν στο σημείο αυτό προστεθούν ορισμένα τέτοια στοιχεία, δεν είναι βέβαιο ότι το οικείο κοινό θα αντιληφθεί τις τροποποιήσεις αυτές του εν λόγω σημείου. Αντιθέτως, το κοινό ενδέχεται να σκεφθεί ότι το εν λόγω σημείο, όπως το έχει συγκρατήσει στη μνήμη του, χρησιμοποιείται στο μεταγενέστερο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα.

52      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς ό,τι προβάλλει η προσφεύγουσα, η κατά γράμμα ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 δεν αποκλείει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε περίπτωση που, σε μεταγενέστερο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, χρησιμοποιείται σημείο όμοιο και όχι πανομοιότυπο με το σημείο που προβάλλεται προς στήριξη της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας.

53      Δεύτερον, τονίζεται ότι η κατά την προσβαλλόμενη απόφαση ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 είναι η μόνη που μπορεί να διασφαλίσει, αφενός, την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, κοινοτικού ή καταχωρισμένου σε κράτος μέλος, από οποιαδήποτε προσβολή οφειλόμενη στη χρήση του σήματος αυτού σε μεταγενέστερο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα και, αφετέρου, τη συνοχή μεταξύ των οικείων διατάξεων του κανονισμού 6/2002 και των διατάξεων της πρώτης οδηγίας 89/104 ή των κανονισμών 40/94 και 207/2009.

54      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος, κοινοτικού ή καταχωρισμένου σε κράτος μέλος, έχει δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση μεταγενέστερου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος τόσο στην περίπτωση που στο εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα χρησιμοποιείται σημείο πανομοιότυπο με το προγενέστερο σήμα, που καλύπτουν αμφότερα πανομοιότυπα προϊόντα ή υπηρεσίες, όσο και στην περίπτωση που στο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα χρησιμοποιείται σημείο του οποίου η ομοιότητα προς προγενέστερο σήμα είναι τέτοια, ώστε, λαμβανομένης υπόψη και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται, αντιστοίχως, από το επίμαχο σήμα και το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού [βλ. άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της πρώτης οδηγίας 89/104, άρθρο 14, παράγραφος 2, σημεία 1 και 2, του Markengesetz και άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 207/2009)].

55      Λαμβανομένου υπόψη του δικαιώματος του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, κοινοτικού ή καταχωρισμένου σε κράτος μέλος, να απαγορεύει τη χρήση μεταγενέστερου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος στο οποίο χρησιμοποιείται σημείο πανομοιότυπο ή όμοιο με το σήμα αυτό, αποκλείεται ο κοινοτικός νομοθέτης να είχε την πρόθεση, θεσπίζοντας το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, να παράσχει στον εν λόγω δικαιούχο τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος μόνο σε περίπτωση που σε αυτό το σχέδιο ή υπόδειγμα χρησιμοποιείται σημείο πανομοιότυπο με προγενέστερο σήμα, απαγορεύοντας την υποβολή τέτοιας αιτήσεως σε περίπτωση που ο κίνδυνος συγχύσεως απορρέει από την ομοιότητα του χρησιμοποιούμενου στο εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα σημείου προς το προγενέστερο σήμα.

56      Επισημαίνεται, ακόμη, ότι ο δικαιούχος κοινοτικού ή καταχωρισμένου σε κράτος μέλος σήματος δεν μπορεί να επικαλεστεί τις προπαρατεθείσες στη σκέψη 54 ανωτέρω διατάξεις, προκειμένου να απαγορεύσει τη χρήση προηγουμένως καταχωρισθέντος κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, στο οποίο χρησιμοποιείται σημείο πανομοιότυπο ή όμοιο με το σήμα, διότι ο δικαιούχος του εν λόγω κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος μπορεί να αμυνθεί κατά της απαγορεύσεως αυτής, ζητώντας, ενδεχομένως με ανταγωγή, την ακύρωση οικείου μεταγενέστερου σήματος [βλ. άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, περίπτωση iv, της πρώτης οδηγίας 89/104, άρθρα 13, παράγραφος 2, σημείο 6, και 51, παράγραφος 1, του Markengesetz, καθώς και άρθρα 52, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, 92, στοιχείο δ΄, και 96, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρα 53, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, 96, στοιχείο δ΄, και 100, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009)].

57      Αν ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος, κοινοτικού ή καταχωρισμένου σε κράτος μέλος, μπορούσε να υποβάλει αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας μεταγενέστερου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος μόνο στην περίπτωση που στο εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα χρησιμοποιείται σημείο πανομοιότυπο προς το σήμα και όχι στην περίπτωση που το χρησιμοποιούμενο σημείο είναι όμοιο προς το σήμα αυτό, ο εν λόγω δικαιούχος δεν θα μπορούσε να αμυνθεί σε περίπτωση που ο δικαιούχος μεταγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, στο οποίο χρησιμοποιείται όμοιο προς το σήμα σημείο, επιχειρούσε να απαγορεύσει τη χρήση του προγενέστερου σήματος, δυνάμει των άρθρων 10, παράγραφος 1, και 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002.

58      Πάντως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 31 του κανονισμού 6/2002, κατά την οποία ο κανονισμός αυτός «δεν αποκλείει την εφαρμογή, σε σχέδια ή υποδείγματα που προστατεύονται ως κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα, των νόμων […] που αφορούν […] εμπορικά σήματα», τα δικαιώματα του δικαιούχου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος δεν αναιρούν τα δικαιώματα του δικαιούχου προγενέστερου σήματος.

59      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, ερμηνεύοντας το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, κατά την έννοια ότι ο δικαιούχος διακριτικού σημείου μπορεί, επικαλούμενος τη διάταξη αυτή, να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας μεταγενέστερου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, σε περίπτωση που στο εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα χρησιμοποιείται σημείο όμοιο με αυτό του οποίου είναι δικαιούχος. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο στην απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε η προσφεύγουσα στο ΓΕΕΑ, ζητώντας να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

60      Κατά την προσφεύγουσα, από το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 25 του Markengesetz, προκύπτει ότι ο δικαιούχος γερμανικού σήματος που ζητεί την κήρυξη της ακυρότητας κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, με το επιχείρημα ότι χρησιμοποιείται σε αυτό το προαναφερθέν σήμα, υποχρεούται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει ότι έχει κάνει ουσιαστική χρήση του σήματος αυτού. Επομένως, το τμήμα προσφυγών έπρεπε να εξετάσει την υποβληθείσα από την προσφεύγουσα αίτηση αποδείξεως της χρήσεως του προγενέστερου σήματος, δεδομένου ότι η καταχώριση του προγενέστερου σήματος είχε γίνει πλέον των πέντε ετών πριν την υποβολή της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας. Πάντως, το γεγονός ότι η παρεμβαίνουσα έχει πωλήσει, κατά τα πέντε έτη προ της υποβολής της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας, μεγάλες ποσότητες οργάνων γραφής της κλάσεως 16 ουδόλως αποδεικνύει τη χρήση του προγενέστερου σήματος, διότι τα προϊόντα αυτά πωλήθηκαν υπό διαφορετική μορφή, με την επωνυμία και το λογότυπο της παρεμβαίνουσας. Εξάλλου, το προγενέστερο σήμα δεν είναι τρισδιάστατο, αλλά εικονιστικό.

61      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα προβάλλουν ότι, αντιθέτως προς τις διατάξεις των άρθρων 43, παράγραφος 2, και 56, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρα 42, παράγραφος 2, και 57, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009), ο κανονισμός 6/2002 δεν επιτρέπει στον δικαιούχο κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας στηριζόμενης σε προγενέστερο σημείο, να υποβάλει αίτηση αποδείξεως της χρήσεως του σημείου αυτού. Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν έπρεπε να εξετάσει την υποβληθείσα από την προσφεύγουσα αίτηση αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος. Η προσφεύγουσα, πάντως, δεν υπέστη βλάβη, διότι, εφόσον θεωρούσε ότι δεν έχει γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, μπορούσε να υποβάλει στις αρμόδιες γερμανικές αρχές αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας του σήματος αυτού. Εν πάση περιπτώσει, η απλή προσθήκη της επωνυμίας και του λογοτύπου της παρεμβαίνουσας στα πωλούμενα από αυτήν όργανα γραφής δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εκτίμηση σχετικά με την ουσιαστική χρήση του σήματος και την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως εν προκειμένω.

62      Η παρεμβαίνουσα προβάλλει, επιπλέον, ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα μπορούσε κατά νόμο να υποβάλει αίτηση αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος ενώπιον του ΓΕΕΑ, η αίτηση αυτή έπρεπε να υποβληθεί στο τμήμα ακυρώσεων και, συνεπώς, είναι απαράδεκτη η υποβολή της για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Εν πάση περιπτώσει, η παρεμβαίνουσα φρονεί ότι απέδειξε την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος του οποίου είναι δικαιούχος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

63      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, απαιτείται, μεταξύ άλλων, το κοινοτικό δίκαιο ή η νομοθεσία κράτους μέλους που διέπει προγενέστερο διακριτικό σημείο, το οποίο προβάλλεται προς στήριξη ασκηθείσας δυνάμει της διατάξεως αυτής αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας, «να παρέχει στον δικαιούχο του εν λόγω διακριτικού σημείου δικαίωμα απαγόρευσης» της χρήσεως του σημείου αυτού σε μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα.

64      Εν προκειμένω, το προγενέστερο σημείο είναι σήμα καταχωρισμένο στη Γερμανία, το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του Markengesetz. Όπως επισημάνθηκε, το άρθρο 14, παράγραφος 2, σημείο 2, του Markengesetz παρέχει στον δικαιούχο του σήματος αυτού το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση σημείου, οσάκις, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητάς του με το σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού.

65      Πλην όμως, το άρθρο 25, παράγραφος 1, του Markengesetz ορίζει ότι ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος δεν μπορεί να επικαλεστεί εγκύρως έναντι τρίτων δικαιώματα που αντλεί, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 14, αν, κατά το διάστημα των πέντε ετών πριν την επίκληση των δικαιωμάτων αυτών, δεν έχει κάνει χρήση του σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 26, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προς τις οποίες επικαλείται τα δικαιώματά του, εφόσον μεταξύ αυτού του χρονικού σημείου και της καταχωρίσεως έχουν παρέλθει πέντε τουλάχιστον έτη. Ο Γερμανός νομοθέτης θέσπισε τη διάταξη αυτή στο πλαίσιο της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 11, παράγραφος 2, της πρώτης οδηγίας 89/104. Το άρθρο 25, παράγραφος 2, του Markengesetz ορίζει ρητώς ότι απόκειται στον διάδικο έναντι του οποίου ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος προβάλλει τα δικαιώματά του να ζητήσει από τον εν λόγω δικαιούχο να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του σήματός του. Αν δεν υποβληθεί τέτοιο αίτημα, δεν είναι υποχρεωτική η εν λόγω απόδειξη.

66      Αντιθέτως προς ό,τι προβάλλουν το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, οσάκις, όπως εν προκειμένω, το προγενέστερο γερμανικό σήμα, στο οποίο στηρίζεται λόγος ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, έχει καταχωριστεί τουλάχιστον πέντε έτη πριν την υποβολή της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, ο δικαιούχος του σήματος αυτού υποχρεούται, εφόσον ο δικαιούχος του προσβαλλομένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος υποβάλει σχετική αίτηση, να προσκομίσει αποδείξεις της ουσιαστικής χρήσεως του σήματος κατά τα πέντε έτη προ της υποβολής της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας. Ελλείψει τέτοιων αποδείξεων, ο δικαιούχος του προγενέστερου γερμανικού σήματος δεν έχει δικαίωμα, σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία που διέπει το οικείο σημείο, να απαγορεύσει τη χρήση του σημείου αυτού στο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας, οπότε δεν έχει εφαρμογή ο λόγος ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002.

67      Δεδομένου ότι ο κανονισμός 6/2002 δεν περιέχει ειδική διάταξη σχετικά με τη διαδικασία υποβολής αιτήσεως αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σημείου από τον δικαιούχο του κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, το οποίο προσβάλλεται με αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας στηριζόμενη στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αίτηση αυτή πρέπει να υποβάλλεται ρητώς και εγκαίρως ενώπιον του ΓΕΕΑ [βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Μαρτίου 2004, T‑183/02 και T‑184/02, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – González Cabello και Iberia Líneas Aéreas de España (MUNDICOR), Συλλογή 2004, σ. II‑965, σκέψη 38, της 16ης Μαρτίου 2005, T‑112/03, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ – Revlon (FLEXI AIR), Συλλογή 2005, σ. II‑949, σκέψη 24, και της 7ης Ιουνίου 2005, T‑303/03, Lidl Stiftung κατά ΓΕΕΑ – REWE-Zentral (Salvita), Συλλογή 2005, σ. II‑1917, σκέψη 77]. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που τάσσει το τμήμα ανακοπών στον δικαιούχο κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου ζητείται η ακυρότητα για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του προς απάντηση στην ανακοπή (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση FLEXI AIR, σκέψεις 25 έως 28).

68      Αντιθέτως, η αίτηση αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σημείου στο οποίο στηρίζεται αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος δεν μπορεί να υποβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

69      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η αίτηση αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος στο οποίο στηρίζεται ανακοπή κατά της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009), δεν μπορεί να υποβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών [βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Μαρτίου 2007, T‑364/05, Saint-Gobain Pam κατά ΓΕΕΑ – Propamsa (PAM PLUVIAL), Συλλογή 2007, σ. II‑757, σκέψη 41, και της 18ης Οκτωβρίου 2007, T‑425/03, AMS κατά ΓΕΕΑ – American Medical Systems (AMS Advanced Medical Services), Συλλογή 2007, σ. II‑4265, σκέψη 114].

70      Κατά τη νομολογία αυτή, με την αίτηση αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος τίθεται στην κρίση του τμήματος ανακοπών και το ειδικό προκαταρκτικό ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, με συνέπεια να μεταβάλλεται, από την άποψη αυτή, το αντικείμενο της ανακοπής. Απόκειται, πάντως, στο τμήμα ανακοπών να αποφανθεί σε πρώτο βαθμό επί της ανακοπής, όπως αυτή καθορίζεται από τις διάφορες διαδικαστικές πράξεις και αιτήσεις των διαδίκων, συμπεριλαμβανομένης, ενδεχομένως, της αιτήσεως αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενεστέρου σήματος. Το τμήμα προσφυγών είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφαίνεται επί των προσφυγών που ασκούνται κατά των αποφάσεων των τμημάτων ανακοπών και όχι να αποφαίνεται το ίδιο, σε πρώτο βαθμό, επί νέας ανακοπής. Η αποδοχή της αντίθετης απόψεως θα συνεπαγόταν την εξέταση, από το τμήμα προσφυγών, μιας όλως ειδικής αιτήσεως, η οποία συνδέεται με νέα νομικά και πραγματικά στοιχεία και εκφεύγει του πλαισίου της διαδικασίας ανακοπής, όπως αυτή έχει τεθεί στην κρίση του τμήματος ανακοπών και έχει εξεταστεί από αυτό (αποφάσεις PAM PLUVIAL, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 37 έως 39, και AMS Advanced Medical Services, σκέψη 69 ανωτέρω, σκέψεις 111 έως 113).

71      Τα προεκτεθέντα ισχύουν επίσης, κατ’ αναλογία, οσάκις, όπως εν προκειμένω, ο δικαιούχος κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας βάσει του λόγου ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον δικαιούχο του προγενέστερου σημείου στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του σημείου αυτού. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι η υπόθεση της οποίας επιλαμβάνεται το τμήμα προσφυγών δεν μπορεί να διαφέρει από εκείνη της οποίας επιλήφθηκε το τμήμα ακυρώσεων, δηλαδή το αντικείμενο της υποθέσεως αυτής δεν μπορεί να διευρυνθεί με την προσθήκη του προκαταρκτικού ζητήματος της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σημείου στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας.

72      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε, εν προκειμένω, δικαίωμα να υποβάλει, ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων, αίτηση να αποδείξει η παρεμβαίνουσα την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος.

73      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε απλώς, με το σημείο 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ΓΕΕΑ δεν ήταν αρμόδιο να αμφισβητήσει το κύρος του προγενέστερου σήματος και ότι η προσφεύγουσα, εφόσον θεωρούσε ότι το σήμα αυτό είχε καταχωριστεί κατά παράβαση των διατάξεων του Markengesetz ή ότι έπρεπε να ακυρωθεί λόγω μη χρήσεως, έπρεπε να ζητήσει να κηρυχθεί άκυρο σύμφωνα με τον Markengesetz.

74      Πάντως από τις σκέψεις 63 έως 66 ανωτέρω προκύπτει ότι η διαπίστωση στην οποία κατέληξε το τμήμα προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, αλλά δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την απόρριψη της αιτήσεως αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σημείου στο οποίο στηρίχθηκε αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, οσάκις, όπως εν προκειμένω, η νομοθεσία που διέπει το προγενέστερο σήμα προβλέπει ότι, αν δεν γίνεται ουσιαστική χρήση του σημείου αυτού, ο δικαιούχος του δεν έχει δικαίωμα να απαγορεύει σε τρίτους, συνεπώς και στον δικαιούχο του μεταγενέστερου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας, τη χρήση του εν λόγω σημείου ή σημείου ομοίου προς αυτό.

75      Γι’ αυτό η προσφεύγουσα, εκτιμώντας ότι ήταν νόμιμη η υποβολή αιτήσεως αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος στο ΓΕΕΑ, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με πλάνη περί το δίκαιο, στον βαθμό που το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εξετάσει την αίτησή της.

76      Εντούτοις διαπιστώνεται ότι η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς προβάλλει η παρεμβαίνουσα, η προσφεύγουσα, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 22 Ιουνίου 2006 στο τμήμα ακυρώσεων, προς αντίκρουση της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας, και οι οποίες περιλαμβάνονται στον φάκελο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 133, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, όχι μόνο δεν ζητεί ρητώς να αποδείξει η παρεμβαίνουσα την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, αλλά δεν αναφέρεται καν στο ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

77      Η προσφεύγουσα αναφέρθηκε στο ζήτημα αυτό για πρώτη φορά με το υπόμνημα που υπέβαλε στο τμήμα προσφυγών προς στήριξη της προσφυγής της. Τούτο επιβεβαιώθηκε από την προσφεύγουσα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά. Πάντως, ακόμη και αν το υποβληθέν στο τμήμα προσφυγών υπόμνημα με τους λόγους προσφυγής ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι περιέχει αίτηση αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, το αίτημα αυτό, ως υποβληθέν για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών, θα ήταν απαράδεκτο και δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη και να εξεταστεί από το τμήμα προσφυγών.

78      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του τρίτου λόγου, σχετικά με εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

79      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα όργανα του ΓΕΕΑ ορθώς ερμήνευσαν το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, εντούτοις το τμήμα προσφυγών εφάρμοσε τη διάταξη αυτή εσφαλμένως, διότι δεν εξέτασε αν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και του προγενέστερου σήματος, κατά τρόπο ανάλογο προς την εξέταση που απαιτείται, σύμφωνα με τη νομολογία, σχετικά την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009].

80      Πρώτον, το τμήμα προσφυγών δεν προσδιόρισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ενδιαφερόμενο κοινό.

81      Δεύτερον, δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι τα σήματα που συνίστανται από σχήμα διαθέτουν ελάχιστο διακριτικό χαρακτήρα. Το προγενέστερο σήμα, αν και έγκυρο, έχει ελάχιστο διακριτικό χαρακτήρα, πράγμα που έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση του αν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως.

82      Τρίτον, το τμήμα προσφυγών δεν προέβη σε συνολική σύγκριση μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Το τμήμα προσφυγών, αντί να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ορθή την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων και να προβεί το ίδιο σε εξέταση του προγενέστερου σήματος, περιορίστηκε στην περιγραφή του εν λόγω σήματος, παραθέτοντας απλώς, στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατάλογο αντληθέντα από την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων, με τέσσερα χαρακτηριστικά του προγενέστερου σήματος τα οποία εμφανίζονται και στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα. Πάντως, δεν είναι διαπιστωμένη η παρουσία των τεσσάρων αυτών χαρακτηριστικών στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα. Εξάλλου, υπάρχουν δέκα ακόμη χαρακτηριστικά του προγενέστερου σήματος τα οποία δεν εμφανίζονται στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, καθώς και έξι χαρακτηριστικά του δεύτερου τα οποία δεν απαντούν στο προγενέστερο σήμα.

83      Τέταρτον, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε αν υφίσταται εν προκειμένω κίνδυνος συγχύσεως. Αν το Γενικό Δικαστήριο αποφάσιζε να εξετάσει το ζήτημα αυτό, θα διαπίστωνε ότι δεν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος, λόγω του περιορισμένου διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, καθώς και των διαφορών μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος.

84      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο κοινό εκλαμβάνει το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα ως διακριτικό σημείο. Πάντως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε αν τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Επιπλέον, ακόμη και αν η αιτίαση αυτή δεν έχει ρητώς διατυπωθεί με το δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως νέα, διότι σχετίζεται με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως.

85      Το ΓΕΕΑ προβάλλει, πρώτον, ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, αν και συνοπτική, είναι πάντως επαρκής. Εξάλλου, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η αιτιολογία της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων.

86      Δεύτερον, τα τέσσερα χαρακτηριστικά του προγενέστερου σήματος, τα οποία απαριθμούνται στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όντως απαντούν στο σήμα αυτό και αποτελούν τα κύρια στοιχεία του, ενώ τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά εμφανίζονται και στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα. Οι διαφορές μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, τις οποίες επισημαίνει η προσφεύγουσα, δεν αναιρούν τη διαπίστωση περί ομοιότητας μεταξύ των σημάτων αυτών.

87      Τρίτον, ορθώς το τμήμα προσφυγών επιβεβαίωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως, λόγω της ομοιότητας των οικείων προϊόντων, της ομοιότητας μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, και του χαμηλού βαθμού προσοχής που επιδεικνύει το ενδιαφερόμενο κοινό, ήτοι το ευρύ κοινό, λόγω της ευρείας καταναλώσεως και της χαμηλής τιμής των επίμαχων προϊόντων.

88      Τέταρτον, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος δεν είναι περιορισμένος, αλλά τουλάχιστον «μέτριος». Συγκεκριμένα, μολονότι, στην πράξη, η καταχώριση τρισδιάστατου σήματος είναι δυσχερής, εντούτοις, άπαξ και το σήμα καταχωριστεί, ο διακριτικός χαρακτήρας του δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

89      Πέμπτον, δύο αποφάσεις του Landgericht Frankfurt-am-Main (περιφερειακού δικαστηρίου της Φρανκφούρτης επί του Μάιν), επί υποθέσεων στις οποίες αντιδικούν η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα, επιβεβαιώνουν ότι υφίσταται εν προκειμένω κίνδυνος συγχύσεως.

90      Η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι τα τέσσερα χαρακτηριστικά του προγενέστερου σήματος που επισημαίνονται στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως όντως εμφανίζονται στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα και αρκούν για να διαπιστωθεί η ομοιότητα μεταξύ αυτού και του προγενέστερου σήματος. Αντιθέτως, η ομοιότητα αυτή δεν αναιρείται από τα στοιχεία διαφοροποιήσεως που επισήμανε η προσφεύγουσα, τα οποία οφείλονται μάλλον σε τεχνικές ή λειτουργικές απαιτήσεις. Εξάλλου, το προγενέστερο σήμα δεν έχει περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα, λαμβανομένης υπόψη της επί μακρόν παρουσίας των καλυπτόμενων από το σήμα αυτό προϊόντων στη γερμανική αγορά. Η ίδια η προσφεύγουσα επικαλέστηκε, στο πλαίσιο δικών με αντίδικο την παρεμβαίνουσα στη Γερμανία, δημοσκόπηση που αποδεικνύει ότι τα σήματα που ανήκουν στην παρεμβαίνουσα διαθέτουν αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα.

91      Λόγω της ταυτότητας των επίμαχων προϊόντων, του χαμηλού βαθμού προσοχής που επιδεικνύει το ενδιαφερόμενο κοινό για τα προϊόντα ευρείας καταναλώσεως, του γεγονότος ότι το εν λόγω κοινό σπανίως έχει τη δυνατότητα να προβεί σε άμεση σύγκριση των επίδικων σημείων, καθώς και λόγω της ομοιότητας μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι υφίσταται εν προκειμένω κίνδυνος συγχύσεως. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα έχει επανειλημμένως προσβάλει τα δικαιώματα της παρεμβαίνουσας επί προγενέστερων σημάτων, οπότε, σύμφωνα με τη γερμανική νομολογία, απαιτείται αυξημένη προστασία των δικαιωμάτων αυτών έναντι της προσφεύγουσας.

92      Περαιτέρω, η παρεμβαίνουσα επικαλείται μη καταχωρισμένο σήμα του οποίου είναι δικαιούχος και το οποίο επίσης προστατεύει τα όργανα γραφής που κατασκευάζει, το άρθρο 14, παράγραφος 2, σκέψη 3, του Markengesetz, τη συμπληρωματική προστασία που απορρέει από τις γερμανικές διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς και τον λόγο ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 6/2002.

93      Τέλος, απαντώντας σε ισχυρισμό τον οποίο προέβαλε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και ο οποίος συνοψίζεται στη σκέψη 84 ανωτέρω, το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα επισημαίνουν ότι πρόκειται για νέο ισχυρισμό, μη στηριζόμενο σε νέα νομικά και πραγματικά στοιχεία, ο οποίος είναι, ως εκ τούτου, απαράδεκτος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

94      Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα κηρύσσεται άκυρο, κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου προγενέστερου διακριτικού σημείου, εφόσον γίνεται χρήση του σημείου αυτού σε μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα και, αν, μεταξύ άλλων, το κοινοτικό δίκαιο ή η νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό παρέχει στο δικαιούχο του εν λόγω διακριτικού σημείου δικαίωμα απαγορεύσεως αυτής της χρήσεως.

95      Όπως προαναφέρθηκε, οσάκις η επίκληση του λόγου ακυρώσεως της διατάξεως αυτής στηρίζεται σε προγενέστερο σήμα, καταχωρισμένο στη Γερμανία, όμοιο, αλλά όχι πανομοιότυπο με το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας, η νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους, ήτοι το άρθρο 14, παράγραφος 2, σημείο 2, του Markengesetz, παρέχει στον δικαιούχο του σήματος αυτού το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση του εν λόγω σημείου σε μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα μόνον εάν, λόγω της ομοιότητας του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος προς το επίμαχο σήμα ή λόγω της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα και το μεταγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως στο κοινό.

96      Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, σημείο 2, του Markengesetz αποτελεί τη διάταξη με την οποία μεταφέρεται στη γερμανική νομοθεσία το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 89/104 και, συνεπώς, πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένης υπόψη της σχετικής με την κοινοτική διάταξη νομολογίας.

97      Κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 89/104 είναι ο κίνδυνος να δημιουργηθεί στο το κοινό η πεποίθηση ότι τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικά συνδεόμενες επιχειρήσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 17, και της 6ης Οκτωβρίου 2005, C‑120/04, Medion, Συλλογή 2005, σ. I‑8551, σκέψη 26).

98      Η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως του κοινού πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I‑6191, σκέψη 22, Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 18, και Medion, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 27).

99      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, καθόσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των επίμαχων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα σήματα αυτά, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διακριτικών και προεχόντων στοιχείων τους. Η αντίληψη που έχει ο μέσος καταναλωτής των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών σχετικά με τα οικεία σήματα είναι καθοριστικής σημασίας για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής έχει συνήθως συνολική αντίληψη για το σήμα και δεν εξετάζει τις διάφορες λεπτομέρειές του (βλ., συναφώς, αποφάσεις SABEL, σκέψη 98 ανωτέρω, σκέψη 23, Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 25, και Medion, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 28).

100    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών, κρίνοντας ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και ότι, ως εκ τούτου, το σχέδιο ή υπόδειγμα πρέπει να κηρυχθεί άκυρο, εφάρμοσε ορθώς τη νομολογία αυτή. Συναφώς, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων, η οποία καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα και επικυρώθηκε από το τμήμα προσφυγών.

101    Συγκεκριμένα, οσάκις το τμήμα προσφυγών επικυρώνει την απόφαση του πρωτοβάθμιου οργάνου του ΓΕΕΑ στο σύνολό της, η απόφαση αυτή, καθώς και η αιτιολογία της, αποτελούν τμήμα του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση του τμήματος προσφυγών, πλαισίου που είναι γνωστό στους διαδίκους και που παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως έλεγχο νομιμότητας ως προς τη βασιμότητα της εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών [απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2008, T‑304/06, Reber κατά ΓΕΕΑ – Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (Mozart), Συλλογή 2008, σ. ΙΙ‑1927, σκέψη 47· συναφώς, βλ. επίσης απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 2007, T‑111/06, Wesergold Getränkeindustrie κατά ΓΕΕΑ – Lidl Stiftung (VITAL FIT), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 64].

102    Πρώτον, σχετικά με την αιτίαση που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σκέψη 84 ανωτέρω), υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

103    Εντούτοις, ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον ισχυρισμό αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μαΐου 2007, T‑219/04, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1323, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

104    Τούτο ισχύει για την προαναφερθείσα αιτίαση της προσφεύγουσας, η οποία συνιστά ανάπτυξη του τρίτου λόγου και, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, σχετίζεται άμεσα με τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι παραδεκτή.

105    Επί της ουσίας, υπενθυμίζεται ότι αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, στηριζόμενη στον λόγο ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002, μπορεί να ευδοκιμήσει μόνον αν διαπιστωθεί ότι, κατά την αντίληψη του ενδιαφερομένου κοινού, στο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω αιτήσεως, γίνεται χρήση του διακριτικού σημείου στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας.

106    Αν διαπιστωθεί ότι, κατά την αντίληψη του ενδιαφερομένου κοινού, το διακριτικό σημείο στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας δεν χρησιμοποιείται στο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα για το οποίο έχει υποβληθεί η εν λόγω αίτηση, προφανώς αποκλείεται ο κίνδυνος συγχύσεως.

107    Σε αντίθετη περίπτωση, παρά τα υποστηριζόμενα από την προσφεύγουσα, δεν απαιτείται να αναλυθεί χωριστά το ζήτημα αν το ενδιαφερόμενο κοινό εκλαμβάνει το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας ως διακριτικό σημείο (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2008, C‑102/07, adidas και adidas Benelux, Συλλογή 2008, σ. I‑2439, σκέψη 34).

108    Δεύτερον, οι διάδικοι, σημειωτέον, δεν αμφισβητούν ότι τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα και εκείνα για τα οποία προορίζεται το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, ήτοι τα «όργανα γραφής», είναι πανομοιότυπα. Τα προϊόντα αυτά είναι ευρείας καταναλώσεως και έχουν, κατά κανόνα, σχετικώς χαμηλή τιμή, ενδιαφέρουν δε όλους τους καταναλωτές, πράγμα που η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί. Επομένως, η αναφορά του τμήματος ακυρώσεων (στο σημείο 15 της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων) στο «κοινό» έχει την έννοια ότι το εν λόγω τμήμα έκρινε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι, για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως εν προκειμένω, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η αντίληψη που σχηματίζει για το προγενέστερο σήμα και το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα το ευρύ κοινό, δηλαδή ο μέσος καταναλωτής [βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Νοεμβρίου 2004, T‑173/03, Geddes κατά ΓΕΕΑ (NURSERYROOM), Συλλογή 2004, σ. II‑4165, σκέψη 18]. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών δεν αμφισβήτησε την κρίση αυτή του τμήματος ακυρώσεων. Εξάλλου, δεδομένου ότι το προγενέστερο σήμα έχει καταχωριστεί στη Γερμανία, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η αντίληψη του μέσου καταναλωτή στη Γερμανία.

109    Τρίτον, όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, το τμήμα ακυρώσεων προέβη σε οπτική σύγκριση. Εντόπισε, έτσι, με το σημείο 12 της αποφάσεώς του, τέσσερα στοιχεία της μορφής του προγενέστερου σήματος, τα οποία το χαρακτηρίζουν, και έκρινε, με το σημείο 13 της ίδιας αποφάσεως, ότι στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα περιλαμβάνεται σημείο που φέρει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία του προγενέστερου σήματος και, ως εκ τούτου, το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα παρουσιάζει κάποια ομοιότητα με το προγενέστερο σήμα. Το τμήμα ακυρώσεων έκρινε επίσης ότι η προσθήκη άλλων στοιχείων στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, όπως είναι οι «δακτύλιοι» ή οι «προεξοχές», δεν αναιρεί τη διαπίστωση της υπάρξεως των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών του προγενέστερου σήματος στο εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα. Οι εκτιμήσεις αυτές του τμήματος επαναλαμβάνονται και επικυρώνονται από το τμήμα προσφυγών με το σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

110    Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι ορθώς τα όργανα του ΓΕΕΑ δεν προέβησαν εν προκειμένω σε φωνητική ή εννοιολογική σύγκριση μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Συγκεκριμένα, αφενός, ούτε το προγενέστερο σήμα ούτε το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα περιέχουν λεκτικό στοιχείο. Δεν επιδέχονται καν απλής και σύντομης λεκτικής περιγραφής, ικανής να αποτελέσει αντικείμενο φωνητικής συγκρίσεως. Αφετέρου, το προγενέστερο σήμα και το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν παραπέμπουν σε κάποια συγκεκριμένη έννοια και, συνεπώς, ούτε η εννοιολογική σύγκρισή τους είναι δυνατή.

111    Όσον αφορά, αντιθέτως, την οπτική σύγκριση μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι το τμήμα ακυρώσεων, μολονότι, στο σημείο 4 της αποφάσεώς του, αναφέρει ότι η παρεμβαίνουσα επικαλέστηκε, προς στήριξη της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας τέσσερα άλλα σήματα, εντούτοις στο εν λόγω σημείο της αποφάσεώς του αναφέρεται μόνο στο προγενέστερο σήμα, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν πρόκειται για σήμα εικονιστικό ή τρισδιάστατο. Εξάλλου, το τμήμα ακυρώσεων, στα σημεία 12 και 13 της αποφάσεώς του, κάνει λόγο για «τρισδιάστατη μορφή» του εν λόγω σήματος.

112    Το δε τμήμα προσφυγών, στο σημείο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρεται μόνο στο προγενέστερο σήμα, ως το σημείο το οποίο επικαλέστηκε η παρεμβαίνουσα, προς στήριξη της αιτήσεώς της κηρύξεως της ακυρότητας.

113    Πάντως, από το πιστοποιητικό καταχωρίσεως του προγενέστερου σήματος, το οποίο περιλαμβάνεται στον φάκελο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας, προκύπτει ότι το σήμα αυτό είναι εικονιστικό και συνίσταται από την εικόνα που παρατίθεται στη σκέψη 29 ανωτέρω. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, οι διάδικοι συμφώνησαν, σχετικά με το ζήτημα αυτό, ότι το μόνο σήμα που ελήφθη υπόψη από τα όργανα του ΓΕΕΑ, κατά την εξέταση της επίμαχης αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας, ήταν το προγενέστερο σήμα, το οποίο είναι εικονιστικό.

114    Ελλείψει οποιασδήποτε άλλης διευκρινίσεως στην απόφαση του τμήματος ακυρώσεων, η αναφορά της αποφάσεως αυτής σε «τρισδιάστατη μορφή» του προγενέστερου σήματος, αναφορά εκ πρώτης όψεως παράδοξη δεδομένου ότι πρόκειται για εικονιστικό σήμα, οδηγεί οπωσδήποτε στο συμπέρασμα ότι το τμήμα ακυρώσεων, αντί να προβεί σε σύγκριση μεταξύ του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και του προγενέστερου σήματος, συνέκρινε το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα με τρισδιάστατο σήμα το οποίο δεν προσδιορίζει στην απόφασή του.

115    Τονίζεται, συναφώς, ότι, όπως προκύπτει από τον φάκελο της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας, η παρεμβαίνουσα επικαλέστηκε μεταξύ άλλων, προς στήριξη της αιτήσεώς της κηρύξεως της ακυρότητας, εκτός του προγενέστερου σήματος, και τρισδιάστατο σήμα καταχωρισμένο στη Γερμανία υπό τον αριθμό 02911311, το οποίο αντιστοιχεί στην εικόνα που παρατίθεται στη σκέψη 29 ανωτέρω.

116    Το τμήμα προσφυγών δεν διόρθωσε το σφάλμα του τμήματος ακυρώσεων. Όπως επισημάνθηκε, το τμήμα προσφυγών απλώς επανέλαβε, στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα χαρακτηριστικά που το τμήμα ακυρώσεων εντόπισε στο προγενέστερο σήμα, χωρίς να διευκρινίσει ότι το τμήμα ακυρώσεων αναφέρθηκε εσφαλμένως σε τρισδιάστατο σήμα, αντί στο προγενέστερο σήμα, ή ότι τα ίδια χαρακτηριστικά εμφανίζονται και στο προγενέστερο σήμα.

117    Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών, έχοντας στηρίξει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη διαπίστωσή του περί υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και του προγενέστερου σήματος στη σύγκριση του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος με σημείο διαφορετικό από το προγενέστερο σήμα, έχει υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα.

118    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την αντίθετη επιχειρηματολογία που ανέπτυξε το ΓΕΕΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Το ΓΕΕΑ υποστήριξε ότι η σύγκριση του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος με προγενέστερο σήμα δεν μπορεί να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό στο οποίο θα κατέληγε η σύγκριση του ίδιου σχεδίου ή υποδείγματος με τρισδιάστατο σημείο, του οποίου η μορφή απεικονίζεται στην εικόνα που αποτελεί συστατικό στοιχείο του προγενέστερου σήματος.

119    Ειδικότερα, το ΓΕΕΑ επισήμανε, αφενός, ότι τα πιστοποιητικά καταχωρίσεως των τρισδιάστατων σημάτων περιλαμβάνουν δισδιάστατη μόνον απεικόνισή τους και, αφετέρου, ότι η νομολογία σχετικά με τον διακριτικό χαρακτήρα τρισδιάστατου σήματος, το οποίο συνίσταται από την απεικόνιση του οικείου προϊόντος, ισχύει επίσης όταν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι εικονιστικό σήμα αποτελούμενο από τη μορφή του εν λόγω προϊόντος [απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 2007, C‑144/06 P, Henkel κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑8109, σκέψη 38, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/06, Cassegrain κατά ΓΕΕΑ (Μορφή τσάντας), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 22].

120    Σημειωτέον, συναφώς, ότι η εξέταση του λόγου ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 πρέπει να στηρίζεται στην αντίληψη που σχηματίζει το ενδιαφερόμενο κοινό για το διακριτικό σημείο στο οποίο στηρίζεται η επίκληση του λόγου αυτού, καθώς και στη συνολική εντύπωση που προκαλεί το σήμα αυτό στο εν λόγω κοινό (βλ. σκέψη 99 ανωτέρω).

121    Πάντως, η αντίληψη που σχηματίζει το ενδιαφερόμενο κοινό για ένα τρισδιάστατο σήμα δεν συμπίπτει οπωσδήποτε με την αντίληψή του για ένα εικονιστικό σήμα. Στην πρώτη περίπτωση, το κοινό βρίσκεται ενώπιον απτού αντικειμένου, το οποίο μπορεί να εξετάσει από διάφορες απόψεις, ενώ, στη δεύτερη, το κοινό βλέπει μόνο μία εικόνα.

122    Βεβαίως, δεν αποκλείεται, εφόσον τα δύο αντικείμενα ομοιάζουν μεταξύ τους, η σύγκριση μεταξύ ενός εξ αυτών και της εικόνας του ετέρου να οδηγήσει επίσης στη διαπίστωση ότι υφίσταται ομοιότητα. Εντούτοις, η εξέταση της συνδρομής του λόγου ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 6/2002 προϋποθέτει σύγκριση μεταξύ του επίμαχου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος και του διακριτικού σημείου στο οποίο στηρίζεται η επίκληση του λόγου αυτού.

123    Αντιθέτως, η ομοιότητα μεταξύ του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και του σημείου στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας δεν μπορεί απλώς να συναχθεί από το γεγονός και μόνον ότι το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα παρουσιάζει κάποια ομοιότητα με άλλο σημείο, έστω και αν το σημείο αυτό ομοιάζει προς το σημείο στο οποίο στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας.

124    Επομένως, το ΓΕΕΑ, με τα επιχειρήματά του, ζητεί ουσιαστικά από το Γενικό Δικαστήριο να προβεί αυτό, για πρώτη φορά, σε σύγκριση μεταξύ του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και του προγενέστερου σήματος, χωρίς να έχει προηγηθεί τέτοια σύγκριση από το τμήμα ακυρώσεων και το τμήμα προσφυγών. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί ζητημάτων που δεν έχουν εξεταστεί επί της ουσίας από το ΓΕΕΑ [βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 1999, T‑163/98, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (BABY-DRY), Συλλογή 1999, σ. II‑2383, σκέψη 51].

125    Η νομολογία που επικαλείται το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Με τη νομολογία αυτή διευκρινίζονται τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να εκτιμάται ο εγγενής διακριτικός χαρακτήρας, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009], εικονιστικού σήματος συνισταμένου από την απεικόνιση του οικείου προϊόντος, αλλά δεν αμφισβητείται η αρχή ότι ο διακριτικός χαρακτήρας εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της αντιλήψεως που σχηματίζει το ενδιαφερόμενο κοινό για το επίμαχο σήμα και όχι για άλλο σημείο (βλ., συναφώς, αποφάσεις Henkel κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 119 ανωτέρω, σκέψη 35, και Μορφή τσάντας, σκέψη 119 ανωτέρω, σκέψεις 19 και 35).

126    Το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με πλάνη περί το δίκαιο και είναι ακυρωτέα δεν αναιρείται ούτε από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε ρητώς την πλάνη αυτή στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

127    Αφενός, με τα επιχειρήματά της επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ορθώς παρατηρεί ότι το προγενέστερο σήμα είναι στην πραγματικότητα εικονιστικό. Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι, κατά την εξέταση του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και του προγενέστερου σήματος, τα όργανα του ΓΕΕΑ αναφέρθηκαν, εκ παραδρομής, σε σήμα διαφορετικό από το προγενέστερο.

128    Αφετέρου και κατά κύριο λόγο, τονίζεται ότι, εφόσον η προσφεύγουσα αμφισβητεί το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με την οποία η ομοιότητα μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος αρκεί για να προκληθεί κίνδυνος συγχύσεως, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αναλύσει όλες τις παραμέτρους της συγκρίσεως μεταξύ σήματος και σχεδίου ή υποδείγματος, καθώς το εν λόγω συμπέρασμα στηρίζεται στη σύγκριση αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, πριν απ’ όλα, να εξετάσει αν τα όργανα του ΓΕΕΑ όντως προέβησαν σε σύγκριση μεταξύ του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και του προγενέστερου σήματος.

129    Συγκεκριμένα, όταν καλείται να εξετάσει τη νομιμότητα αποφάσεως τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του τμήματος, καθόσον η εκτίμηση αυτή αποτελεί μέρος των συμπερασμάτων των οποίων η νομιμότητα αμφισβητείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C‑16/06 P, Éditions Albert René κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2008, σ. I‑10053, σκέψη 48).

130    Τονίζεται, εξάλλου, ότι ο δικαστής, αν και οφείλει να αποφαίνεται μόνον επί των αιτημάτων των διαδίκων, στους οποίους απόκειται ο καθορισμός του πλαισίου της διαφοράς, εντούτοις δεν δεσμεύεται μόνον από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι προς στήριξη των ισχυρισμών τους, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσε να θεμελιώσει την απόφασή του σε εσφαλμένους νομικούς ισχυρισμούς (διατάξεις του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2004, C-470/02 P, UER κατά Μ6 κ.λπ., δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 69, και της 13ης Ιουνίου 2006, C-172/05 P, Mancini κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 41).

131    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της παρεμβαίνουσας σχετικά, πρώτον, με το γεγονός ότι είναι δικαιούχος τρισδιάστατου σήματος, μη καταχωρισμένου, το οποίο είναι όμοιο με το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, δεύτερον, με το άρθρο 14, παράγραφος 2, σημείο 3, του Markengesetz, τρίτον, με τη συμπληρωματική προστασία που απορρέει από τις γερμανικές διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού και, τέταρτον, με τον λόγο ακυρότητας του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 6/2002, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως προκύπτει από σκέψη 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα ζητήματα αυτά δεν κρίθηκε αναγκαίο να εξεταστούν επί της ουσίας από το τμήμα προσφυγών και δεν μπορούν, όπως προαναφέρθηκε, να εξεταστούν για πρώτη φορά από το Γενικό Δικαστήριο.

132    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

133    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, με την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα συμφέροντα της προσφεύγουσας προστατεύονται επαρκώς και δεν απαιτείται αναπομπή της υποθέσεως στο τμήμα ακυρώσεων (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση STREAMSERVE, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 72). Επομένως, απορρίπτεται το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

134    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

135    Η παρεμβαίνουσα, επειδή ηττήθηκε, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του τρίτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 31ης Ιανουαρίου 2008 (υπόθεση R 1352/2006-3).

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Beifa Group Co. Ltd. Η Schwan‑Stabilo Schwanhaüßer GmbH & Co. KG φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαΐου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.