Language of document :

Προσφυγή της 6ης Ιουλίου 2012 - Zweckverband Tierkörperbeseitigung κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-309/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Zweckverband Tierkörperbeseitigung in Rheinland-Pfalz, im Saarland, im Rheingau-Taunus-Kreis und im Landkreis Limburg-Weilburg (Rivenich, Γερμανία) (εκπρόσωπος: A. Kerkmann, δικηγόρος.)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 25ης Απριλίου 2012, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.25051 (C 19/2010) (πρώην NN 23/2010), την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Γερμανία υπέρ της Zweckverband Tierkörperbeseitigung in Rheinland-Pfalz, im Saarland, im Rheingau-Taunus-Kreis und im Landkreis Limburg-Weilburg [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2012) 2557 τελικό],

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει εννέα λόγους.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 106, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα πρέπει να θεωρηθεί επιχείρηση.

Η καταβολή των ετήσιων εισφορών εξυπηρετεί την εκτέλεση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας μη υποκείμενης στους κανόνες της αγοράς. Στο πλαίσιο εκτέλεσης της αποστολής αυτής, η προσφεύγουσα δεν συνιστά επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι η καταβολή των ετήσιων εισφορών προσπόρισε οικονομικό όφελος στην προσφεύγουσα και ότι η οικεία υπηρεσία δεν συνιστά υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος.

Η καταβολή ετήσιων εισφορών από τα μέλη της προσφεύγουσας δεν συνεπάγεται τη χορήγηση οικονομικού οφέλους υπέρ αυτής, δεδομένου ότι η εν λόγω καταβολή περιορίζεται αυστηρά σε τομέα που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, οπότε δεν μπορεί εν προκειμένω να γίνει λόγος για διασταυρούμενη επιδότηση των δραστηριοτήτων που προσφέρει η προσφεύγουσα στην αγορά. Επικουρικώς, υποστηρίζεται ότι η παρούσα υπόθεση αφορά υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, ενώ το γεγονός ότι η Επιτροπή έκρινε, προβαίνοντας σε κατάφωρα εσφαλμένη εφαρμογή των κριτηρίων ελέγχου που έχει καθορίσει συναφώς η νομολογία, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τέτοια υπηρεσία συνιστά πλάνη εκτιμήσεως. Επισημαίνεται επίσης ότι οι προϋποθέσεις των τεσσάρων κριτηρίων που συνάγονται από την απόφαση Altmark πληρούνται εν προκειμένω.

Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση κακώς διαπιστώνει ότι πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της στρέβλωσης του ανταγωνισμού και της παρακώλυσης του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

Η απόρριψη των ζωικών υποπροϊόντων της κατηγορίας 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1069/2009 δεν υπόκειται στη Γερμανία στις διαδικασίες της ανοικτής αγοράς, με αποτέλεσμα το δικαίωμα αποκλειστικότητας που έχει νομίμως χορηγηθεί στην προσφεύγουσα να μη συνεπάγεται στρέβλωση του ανταγωνισμού και παρακώλυση του εμπορίου.

Ο τέταρτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθόσον δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

Κατά τον έλεγχο πλήρωσης των προϋποθέσεων αυτών, η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα το κριτήριο της οικονομικής αποτελεσματικότητας και δεν περιορίστηκε, κατά παράβαση των κανόνων που διέπουν άσκηση της ελεγκτικής της αρμοδιότητας, να εξακριβώσει αν εν προκειμένω υπήρχε ενδεχομένως υπεραντιστάθμιση.

Ο πέμπτος λόγος αντλείται από παράβαση των κανόνων του άρθρου 14 ΣΛΕΕ σχετικά με την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ Ένωσης και κρατών μελών, καθώς και από παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας (άρθρο 5, παράγραφος 3, ΣΕΕ).

Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν οι περιφερειακές διοικητικές αρχές των κρατών μελών κατά τον προσδιορισμό των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος.

Ο έκτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και των άρθρων 1, στοιχείο β΄, σημείο v, και 14 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι οι καταβαλλόμενες εισφορές συνιστούσαν νέα ενίσχυση από το 1998.

Οι διαπιστώσεις της Επιτροπής στηρίζονται σε ανεπαρκή αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών.

Ο έβδομος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 2 ΣΕΕ, του άρθρου 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν τηρεί τις απαιτήσεις των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

Η Επιτροπή εσφαλμένως θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λόγω της απόφασης του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου) της 16ης Δεκεμβρίου 2010 (στην υπόθεση 3 C 44.09), μολονότι η δικαστική αυτή απόφαση αποκλείει ρητώς την ύπαρξη ενίσχυσης μέσω της καταβολής εισφορών στην προσφεύγουσα. Δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση έχει περιβληθεί την ισχύ δεδικασμένου, η Επιτροπή παραβιάζει επίσης την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

Ο όγδοος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999, στο μέτρο που το κράτος μέλος διατάσσεται να ανακτήσει τις εισφορές αναδρομικά από το 1998 - Παραβίαση των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

Η εκ μέρους της Επιτροπής επιβολή στη Γερμανία της υποχρέωσης να ανακτήσει στο ακέραιο από την προσφεύγουσα τις εισφορές που άρχισαν να της καταβάλλονται το 1998 συνιστά δυσανάλογο μέτρο, διότι δεν λαμβάνεται υπόψη ότι η απόφαση των μελών της προσφεύγουσας για τη διατήρηση της παραγωγικής ικανότητας των εγκαταστάσεων συνεπαγόταν στην πράξη έξοδα για την προσφεύγουσα, τα οποία δεν θα ήταν δυνατόν να καλυφθούν σε περίπτωση ανάκτησης των εισφορών.

Ο ένατος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι οι προερχόμενοι από τις εισφορές πόροι που χρησιμοποιήθηκαν για την απορρύπανση μολυσμένων περιοχών πρέπει να θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις.

Οι εν λόγω πόροι αντισταθμίζουν ένα διαρθρωτικό μειονέκτημα το οποίο είχε η προσφεύγουσα λόγω του ότι το ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου της παραχώρησε βάσει νόμου τα προς απορρύπανση μολυσμένα οικόπεδα και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση.

____________