Language of document : ECLI:EU:T:2012:492

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 27ης Σεπτεμβρίου 2012 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ολλανδική αγορά της πίσσας οδοποιίας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Πρόστιμα – Απόδειξη της παραβάσεως – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Καταλογισμός της παραβάσεως – Δικαιώματα άμυνας – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑362/06,

Ballast Nedam Infra BV, με έδρα το Nieuwegein (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους A. Bosman και J. van de Hel, στη συνέχεια, από τους A. Bosman και E. Oude Elferink, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Bouquet, A. Nijenhuis και F. Ronkes Agerbeek, επικουρούμενους αρχικώς από τους F. Wijckmans, F. Tuytschaever και L. Gyselen, στη συνέχεια, από τους F. Wijckmans και F. Tuytschaever, δικηγόρους,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2006) 4090 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] [Υπόθεση COMP/F/38.456 – Πίσσα (Κάτω Χώρες)] ως προς την προσφεύγουσα και, επικουρικώς, αφενός, αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως και περί μειώσεως του επιβληθέντος σε αυτή προστίμου και, αφετέρου, αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής όσον αφορά τον προσδιορισμό της διάρκειας της παραβάσεως ως προς την προσφεύγουσα και περί αντίστοιχης μειώσεως του επιβληθέντος σε αυτή προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, N. Wahl και S. Soldevila Fragoso (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιουνίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα Ballast Nedam Infra BV ανήκει στον όμιλο Ballast Nedam, ο οποίος δραστηριοποιείται στον κατασκευαστικό κλάδο στις Κάτω Χώρες με επικεφαλής την Ballast Nedam NV, στην οποία η προσφεύγουσα ανήκει εξ ολοκλήρου. Μετά την εξαγορά των εταιριών κατασκευής έργων οδοποιίας Eemsmond Wegenbouw BV και Bruil Infrastructuur BV το 1995, ο όμιλος έγινε ένας από τους ισχυρότερους στον κλάδο της κατασκευής έργων οδοποιίας στις Κάτω Χώρες, οι δε σχετικές δραστηριότητές του περιήλθαν σε επίπεδο ομίλου στην Ballast Nedam Grond en Wegen BV (στο εξής: BNGW), η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στην προσφεύγουσα. Μετά την 1η Οκτωβρίου 2000 τις σχετικές με την κατασκευή έργων οδοποιίας δραστηριότητες έχει αναλάβει η προσφεύγουσα. Από τις 14 Φεβρουαρίου 2003, στη διάρθρωση του ομίλου, μεταξύ της Ballast Nedam και της προσφεύγουσας μεσολαβεί η Ballast Nedam Nederland BV.

2        Με έγγραφο της 20ής Ιουνίου 2002, η British Petroleum (στο εξής: BP) ενημέρωσε την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με την ύπαρξη συμπράξεως στην αγορά της πίσσας οδοποιίας στις Κάτω Χώρες και υπέβαλε αίτημα απαλλαγής από το πρόστιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας).

3        Στις 1 και 2 Οκτωβρίου 2002 η Επιτροπή διενήργησε αιφνίδιους ελέγχους στα γραφεία ορισμένων εταιριών. Στις 30 Ιουνίου 2003 η Επιτροπή απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριακών στοιχείων σε διάφορες εταιρίες, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, η οποία απάντησε στις 4 και 12 Σεπτεμβρίου 2003.

4        Στις 18 Οκτωβρίου 2004 η Επιτροπή κίνησε τη διοικητική διαδικασία και εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων, την οποία απεύθυνε την επομένη σε διάφορες εταιρίες, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα απάντησε στις 20 Μαΐου 2005.

5        Στις 13 Σεπτεμβρίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2006) 4090 τελικό, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] [Υπόθεση COMP/F/38.456 – Πίσσα (Κάτω Χώρες)] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 28ης Ιουλίου 2007 (ΕΕ L 196, σ. 40) και η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 25 Σεπτεμβρίου 2006.

6        Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι αποδέκτριες εταιρίες είχαν μετάσχει σε ενιαία και συνεχή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, η οποία συνίστατο στον από κοινού, ανά τακτά διαστήματα, καθορισμό, κατά τα επίμαχα χρονικά διαστήματα, όσον αφορά την πώληση και την αγορά πίσσας οδοποιίας στις Κάτω Χώρες, μικτής τιμής, ενιαίας εκπτώσεως επί της μικτής τιμής πωλήσεως για τους μετέχοντες στη σύμπραξη κατασκευαστές έργων οδοποιίας (στο εξής: μεγάλοι κατασκευαστές ή W5) και μειωμένης ανώτατης εκπτώσεως για τους λοιπούς κατασκευαστές έργων οδοποιίας (στο εξής: μικροί κατασκευαστές).

7        Στην προσφεύγουσα και στην Ballast Nedam καταλογίστηκε ευθύνη για την παράβαση αυτή για το διάστημα μεταξύ 21ης Ιουνίου 1996 και 15 Απριλίου 2002. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεώρησε, κατά τεκμήριο, ότι η προσφεύγουσα ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της BNGW, η οποία μετείχε σε συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως έως την 1η Οκτωβρίου 2000. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι η προσφεύγουσα μετείχε στις συναντήσεις αυτές μετά την ημερομηνία αυτή και έως το πέρας της παραβάσεως. Στην προσφεύγουσα και στην Ballast Nedam επιβλήθηκε από κοινού πρόστιμο ύψους 4,65 εκατομμυρίων ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 5 Δεκεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

9        Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε εγγράφως στους διαδίκους ορισμένα ερωτήματα. Οι διάδικοι απάντησαν εμπρόθεσμα στα ερωτήματα αυτά.

10      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Ιουνίου 2011.

11      Λόγω κωλύματος ενός μέλους του έκτου τμήματος να μετάσχει στην εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε εαυτόν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, προς συμπλήρωση της συνθέσεως του τμήματος.

12      Με διάταξη της 18ης Νοεμβρίου 2011 το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα), με τη νέα του σύνθεση, διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας και οι διάδικοι ενημερώθηκαν ότι θα αγορεύσουν κατά τη διάρκεια νέας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

13      Με έγγραφα της 25ης και της 28ης Νοεμβρίου 2011, αντιστοίχως, η Επιτροπή και η προσφεύγουσα γνωστοποίησαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν επιθυμούν να αγορεύσουν εκ νέου.

14      Κατά συνέπεια, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να περατώσει την προφορική διαδικασία.

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς αυτή,

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς αυτή, ή, τουλάχιστον, να μειώσει το επιβληθέν με το άρθρο αυτό πρόστιμο,

–        επίσης επικουρικώς και εναλλακτικώς, να ακυρώσει μερικώς το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέτρο που διαπιστώνεται ότι η παράβαση διάρκεσε έως τον Οκτώβριο του 2000, και να μειώσει αναλόγως το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με το άρθρο 2,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους. Ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 81 και του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και των κατευθυντηρίων γραμμών για τον καταλογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 1998), ο τρίτος παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως ότι η προσφεύγουσα ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της BNGW, και ο τέταρτος παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

18      Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

19      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας και παρέβη το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, διότι την ενημέρωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι της καταλογίζει ευθύνη για τη διαπραχθείσα από την BNGW παράβαση, χωρίς να έχει προηγηθεί σχετική αναφορά στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

20      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στην ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρει ότι η προηγούμενη επωνυμία της προσφεύγουσας ήταν BNGW και ότι η Ballast Nedam και η προσφεύγουσα έχουν ευθύνη για συμμετοχή στη σύμπραξη από το 1995. Ανέφερε επίσης ότι, κατά την εκτίμησή της, οι μητρικές εταιρίες των ομίλων είναι σε θέση να ασκούν αποφασιστική επιρροή επί των θυγατρικών τους. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ανέφερε στην απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων ότι ήταν η μητρική εταιρία της BNGW, δεν είναι δυνατόν να αγνοούσε ότι θα της καταλογιζόταν ευθύνη για τη συμπεριφορά της εταιρίας αυτής. Κατόπιν της απαντήσεως αυτής, σύμφωνα με την οποία η BNGW δεν ήταν προκάτοχος, αλλά θυγατρική, ανήκουσα εξ ολοκλήρου στην προσφεύγουσα, η Επιτροπή καταλόγισε στην προσφεύγουσα ευθύνη για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της. Εξάλλου, μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων, η προσφεύγουσα υπερασπίστηκε και την BNGW όσον αφορά το διάστημα πριν την 1η Οκτωβρίου 2000. Επιπλέον, η προσφεύγουσα, παραλείποντας να απαντήσει στο αίτημα της Επιτροπής να της παράσχει το οργανόγραμμα του ομίλου Ballast Nedam ως είχε πριν την 1η Οκτωβρίου 2000, διατήρησε τη σύγχυση όσον αφορά τη σχέση της με την BNGW πριν την ημερομηνία αυτή.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

21      Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 έχει ως εξής:

«Πριν από τη λήψη των αποφάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 7, 8 και 23 και στο άρθρο 24, παράγραφος 2, η Επιτροπή παρέχει στις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαδικασία που έχει κινήσει [αυτή] τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τις αιτιάσεις της […]. Η Επιτροπή θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στις αιτιάσεις για τις οποίες δόθηκε στα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Οι καταγγέλλοντες μετέχουν στενά στη διαδικασία.»

22      Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει τη διαπίστωση ότι υπάρχει παράβαση της Συνθήκης ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 10, και της 6ης Απριλίου 1995, C‑310/93 P, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I‑865, σκέψη 67). Επίσης, κατά πάγια νομολογία, η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει, λόγω της σημασίας της, να προσδιορίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση το νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα και να απευθύνεται προς αυτό (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 2000, C‑395/96 P και C‑396/96 P, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑1365, σκέψεις 143 και 146, και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑176/99 P, ARBED κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑10687, σκέψη 21). Η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει επίσης να αναφέρει υπό ποια ιδιότητα προσάπτονται σε επιχείρηση τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑322/07 P, C‑327/07 P και C‑338/07 P, Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7191, σκέψη 39).

23      Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι, κατά τη νομολογία, η απόφαση δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί ακριβές αντίγραφο της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Η Επιτροπή πρέπει, συγκεκριμένα, να λαμβάνει υπόψη, με την απόφασή της, τις απαντήσεις των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Συναφώς, πρέπει να μπορεί τόσο να δεχθεί ή να απορρίψει τα επιχειρήματα των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων όσο και να προβαίνει σε ιδία ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που αυτές προβάλλουν, είτε για να παραιτηθεί από τις αιτιάσεις που αποδεικνύονται αβάσιμες είτε για να αναπροσαρμόσει ή να συμπληρώσει, στο πραγματικό ή στο νομικό πλαίσιο, τα επιχειρήματα που προβάλλει προς στήριξη των αιτιάσεων στις οποίες εμμένει. Επίσης, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να διαπιστώνεται μόνον αν η τελική απόφαση καταλογίζει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες στις οποίες αναφέρεται η ανακοίνωση αιτιάσεων ή δέχεται διαφορετικά πραγματικά περιστατικά. Η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει οσάκις οι προβαλλόμενες διαφορές μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της τελικής αποφάσεως δεν αφορούν άλλες συμπεριφορές πλην εκείνων επί των οποίων έδωσαν ήδη εξηγήσεις οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και οι οποίες, ως εκ τούτου, ουδεμία σχέση έχουν με οποιαδήποτε νέα αιτίαση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑191/98, T‑212/98 έως T‑214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3275, σκέψη 191).

24      Σημειωτέον, συναφώς, ότι, για να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας σε σχέση με τις αιτιάσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν μπορούν απλώς να επικαλεστούν την ύπαρξη και μόνο διαφορών μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να εκθέσουν κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τους λόγους για τους οποίους εκάστη των διαφορών αυτών συνιστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, νέα αιτίαση σε σχέση με την οποία δεν είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν την άποψή τους (απόφαση Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 23 ανωτέρω, σκέψη 192). Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να εξετάζεται με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως, καθόσον εξαρτάται ουσιωδώς από τις αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή για να θεμελιώσει την παράβαση που προσάπτει στις οικείες επιχειρήσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T‑36/91, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1847, σκέψη 70).

25      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της, διότι παρέλειψε να αναφέρει στην ανακοίνωση αιτιάσεων ότι της καταλογίζει ευθύνη και για το διάστημα μεταξύ 21ης Ιουνίου 1996 και 30ής Σεπτεμβρίου 2000, εκτιμώντας ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της BNGW.

26      Από την ανακοίνωση αιτιάσεων προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη στη γενική επισήμανση ότι κάθε όμιλος εταιριών αποτελεί ενιαία επιχείρηση και ότι η μητρική εταιρία του ομίλου είναι πράγματι σε θέση να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των θυγατρικών της (σημείο 324). Όσον αφορά, ειδικότερα, την προσφεύγουσα, η Επιτροπή ανέφερε, περαιτέρω, ότι αυτή διαδέχθηκε την BNGW (σημείο 49 και υποσημείωση 28) και ότι η Ballast Nedam, η Ballast Nedam Nederland, η προσφεύγουσα και οι διάφορες άλλες θυγατρικές τους στον κλάδο της κατασκευής έργων οδοποιίας ανήκουν όλες στον όμιλο Ballast Nedam και συναποτελούν ενιαία επιχείρηση (σημείο 50). Τέλος, διευκρίνισε ότι η προσφεύγουσα (πρώην BNGW) είχε άμεση συμμετοχή στις επίμαχες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες (σημείο 339). Για τους λόγους αυτούς, απεύθυνε την ως άνω ανακοίνωση αιτιάσεων στην προσφεύγουσα, «για την άμεση συμμετοχή αυτής (καθώς και των προκατόχων της) σε συμφωνίες στο πλαίσιο συμπαιγνίας», και στην Ballast Nedam, «για τη συμμετοχή της μέσω της θυγατρικής της στον κλάδο των “υποδομών” Ballast Nedam Infra […]» (σημείο 342).

27      Επομένως, η Επιτροπή απεύθυνε την ανακοίνωση αιτιάσεων στην προσφεύγουσα λόγω της άμεσης συμμετοχή της στην παράβαση και λόγω της ιδιότητάς της ως διαδόχου της BNGW, η οποία επίσης είχε άμεση συμμετοχή στην παράβαση πριν τον Οκτώβριο του 2000. Αντιθέτως, η Επιτροπή ουδέν ανέφερε σχετικά με το ενδεχόμενο καταλογισμού στην προσφεύγουσα, υπό την ιδιότητάς της ως μητρικής εταιρίας της BNGW, ευθύνης για την παράβαση που διέπραξε η δεύτερη.

28      Κατόπιν του ισχυρισμού που διατύπωσε η προσφεύγουσα στο σημείο 17 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι δεν διαδέχθηκε, από νομικής απόψεως την BNGW, η Επιτροπή ανέφερε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι αυτή μετείχε στις συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως έως την 1η Οκτωβρίου 2000 μέσω εργαζομένου στην BNGW, η οποία της ανήκει εξ ολοκλήρου. Επομένως, καταλόγισε στην προσφεύγουσα, όσον αφορά το διάστημα μεταξύ 21ης Ιουνίου 1996 και 30ής Σεπτεμβρίου 2000, ευθύνη για παράβαση που διέπραξε η εξ ολοκλήρου ανήκουσα σε αυτή θυγατρική της BNGW. Καταλόγισε, επίσης, στην προσφεύγουσα ευθύνη για την άμεση συμμετοχή της στην παράβαση από την 1η Οκτωβρίου 2000 έως τις 15 Απριλίου 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 293 και 294 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29      Από το σύνολο των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν ανέφερε συγκεκριμένα στην ανακοίνωση αιτιάσεων υπό ποια ιδιότητα θεωρείται η προσφεύγουσα υπεύθυνη για τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά. Επομένως, το μόνο που μπορούσε η προσφεύγουσα να προβλέψει βάσει της ανακοινώσεως αιτιάσεων ήταν ότι η Επιτροπή σκόπευε να της καταλογίσει, με την τελική απόφασή της, ευθύνη για την παράβαση λόγω της άμεσης συμμετοχής της στις δραστηριότητες της συμπράξεως και λόγω της ιδιότητάς της ως μητρικής εταιρίας που κατέχει το 100 % των μετοχών της BNGW, βάσει του τεκμηρίου περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί θυγατρικής, τεκμήριο το οποίο έπρεπε να ανατρέψει αυτή.

30      Δεδομένου ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να λάβει γνώση της αιτιάσεως περί έμμεσης συμμετοχή της στη σύμπραξη, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί λυσιτελώς έναντι της αιτιάσεως αυτής κατά τη διοικητική διαδικασία.

31      Το γεγονός ότι, αφενός, η Επιτροπή είχε εν γένει επισημάνει, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι θεωρεί τις μητρικές εταιρίες υπεύθυνες για τις πράξεις των θυγατρικών τους (σημεία 324 και 278) και, αφετέρου, η προσφεύγουσα γνώριζε ότι η BNGW της ανήκε εξ ολοκλήρου και δεν ήταν προκάτοχός της από νομικής απόψεως δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να αναφέρει στην ανακοίνωση αιτιάσεων υπό ποια ιδιότητα θεωρείται η προσφεύγουσα υπεύθυνη για τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά.

32      Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι η προσφεύγουσα, ενώ με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων προέβαλε επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει ότι δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, αναφερόμενη συστηματικά στις «BNGW και BN Infra (μετά τον Οκτώβριο του 2000)», εντούτοις δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα προς απόδειξη της αυτοτέλειας της BNGW έναντι αυτής, ώστε να ανατρέψει το τεκμήριο περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της.

33      Η Επιτροπή υποστηρίζει, ακόμη, ότι η προσφεύγουσα είναι υπαίτια για το σφάλμα στην ανακοίνωση αιτιάσεων όσον αφορά τη σχέση μεταξύ αυτής και της BNGW, διότι δεν γνωστοποίησε στην Επιτροπή το οργανόγραμμα της διαρθρώσεως του ομίλου ως είχε πριν την 1η Οκτωβρίου 2000, όπως της είχε ζητηθεί στις 30 Ιουνίου 2003. Το γεγονός, όμως, αυτό δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να αναφέρει υπό ποια ιδιότητα θεωρείται η προσφεύγουσα υπεύθυνη για τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία γίνεται λόγος στην ανακοίνωση αιτιάσεων, διότι, αφενός, αν η Επιτροπή είχε αποσαφηνίσει το ζήτημα αυτό με την ανακοίνωση αιτιάσεων, η προσφεύγουσα θα μπορούσε, προς υπεράσπισή της, να προσκομίσει αυτοβούλως το εν λόγω οργανόγραμμα και, αφετέρου, το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1/2003 παρέχουν στην Επιτροπή μέσα εξαναγκασμού για τη συγκέντρωση τέτοιων πληροφοριακών στοιχείων.

34      Τέλος, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ανέφερε, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων ότι δεν διαδέχθηκε την BNGW από νομικής απόψεως, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να συμπληρώσει τις αιτιάσεις της, προκειμένου να καταλογίσει στην προσφεύγουσα ευθύνη για τη διαπραχθείσα από την BNGW παράβαση, ως μητρική εταιρία που κατέχει το 100 % των μετοχών της θυγατρικής (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 52/69, Geigy κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 189, σκέψη 14, και της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 192).

35      Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί λυσιτελώς κατά τη διοικητική διαδικασία όσον αφορά τη συμμετοχή της στην παράβαση υπό την ιδιότητά της ως μητρικής εταιρίας που κατέχει το 100 % των μετοχών της BNGW.

36      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, αφενός, να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τον καταλογισμό της συμπεριφοράς της BNGW στην προσφεύγουσα για το διάστημα μεταξύ 21ης Ιουνίου 1996 και 30ής Σεπτεμβρίου 2000, και, αφετέρου, να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία που αντλεί από το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, προκειμένου, σύμφωνα με το αίτημα της προσφεύγουσας, να διαμορφώσει το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο, σύμφωνα με τις συνέπειες που απορρέουν από την ως άνω ακύρωση. Οι συνέπειες αυτές εξετάζονται στις σκέψεις 136 επ. κατωτέρω.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί μη αποδείξεως της υπάρξεως παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

37      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, δεν προσκόμισε επαρκή προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία.

38      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, συγκεκριμένα, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε κατά τρόπο αρκούντως πειστικό τη συμμετοχή των μεγάλων κατασκευαστών στον καθορισμό της μικτής τιμής της πίσσας. Το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που παρέθεσε συναφώς η Επιτροπή συνίσταται από τις δηλώσεις των προμηθευτών πίσσας (στο εξής: προμηθευτές), οι οποίες δεν είναι αξιόπιστες. Επιπλέον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι παραδέχθηκε τη δική της συμμετοχή. Προβάλλει ότι οι προμηθευτές καθόριζαν, κατά τις προπαρασκευαστικές συναντήσεις, τη μικτή τιμή της πίσσας, την οποία εν συνεχεία γνωστοποιούσαν στους μεγάλους κατασκευαστές κατά τις συναντήσεις τους. Εξάλλου, οι προμηθευτές, οι οποίοι είχαν ήδη συστήσει σύμπραξη με αντικείμενο τις τιμές της πίσσας, δεν είχαν κανένα λόγο να μοιραστούν την ισχύ αυτή με εταιρίες μικρότερες και εξαρτώμενες από αυτούς. Τέλος, το γεγονός ότι οι μεγάλοι κατασκευαστές αποδέχονταν τη μικτή τιμή που καθόριζαν οι προμηθευτές δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύμπραξη.

39      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι W5 επιτύγχαναν, λόγω των ποσοτήτων που αγόραζαν, μεγαλύτερες εκπτώσεις από αυτές που χορηγούνταν στους μικρούς κατασκευαστές. Εξάλλου, οι μικροί κατασκευαστές επιτύγχαναν συχνά μεγαλύτερη έκπτωση από αυτή που χορηγούνταν στους W5. Το γεγονός ότι ένας μεγάλος κατασκευαστής ζητεί επιπλέον έκπτωση, αφού πληροφορηθεί ότι ένας μικρός κατασκευαστής πέτυχε μεγαλύτερη έκπτωση από τη δική του, η οποία δεν δικαιολογείται από την ποσότητα που αγόρασε, αποτελεί συνήθη εμπορική πρακτική και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «κύρωση». Οι μεγάλοι κατασκευαστές διαπραγματεύονταν την επιπλέον έκπτωση μόνον άπαξ. Επομένως, δεν υπάρχει απόδειξη ότι υπήρχε μηχανισμός διά του οποίου οι μεγάλοι κατασκευαστές επέβαλλαν κυρώσεις οσάκις οι προμηθευτές χορηγούσαν στους μικρούς κατασκευαστές μεγαλύτερη έκπτωση απ’ ό,τι σε αυτούς. Η προσφεύγουσα προβάλλει, επιπλέον, ότι η συμφωνία σχετικά με την προκαθορισμένη έκπτωση που χορηγείται στους W5 δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και ότι επρόκειτο μόνο για την κατώτατη έκπτωση που αποτελούσε τη βάση για τις διμερείς διαπραγματεύσεις.

40      Τρίτον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι οι μεγάλοι κατασκευαστές δεν είχαν συμφέρον από τον καθορισμό της μικτής τιμής με τους προμηθευτές. Συγκεκριμένα, οι δύο αυτές ομάδες είχαν αντικρουόμενα συμφέροντα, καθώς οι μεγάλοι κατασκευαστές επιδίωκαν σταθερές τιμές, πράγμα που οι προμηθευτές δεν επιθυμούσαν. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, εξάλλου, τη θέση της Επιτροπής ότι οι μεγάλοι κατασκευαστές δεν είχαν συμφέρον να μειωθεί η τιμή της πίσσας, λόγω του μηχανισμού αντισταθμίσεως κινδύνων, ο οποίος τους παρείχε τη δυνατότητα να μετακυλίουν τις αυξήσεις των τιμών στους κυρίους των έργων, διότι ο αριθμός των έργων για τα οποία ίσχυε ο μηχανισμός αυτός ήταν αμελητέος.

41      Τέταρτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, σύμφωνα με το σημείο 116 των κατευθυντηρίων γραμμών για την εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ] στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας (ΕΕ 2001, C 3, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας), οι συλλογικές προμήθειες έχουν εν γένει θετικά αποτελέσματα για τον ανταγωνισμό. Η Επιτροπή, ωστόσο, αρνήθηκε να εφαρμόσει τη διάταξη αυτή, χωρίς να ερευνήσει τη διάρθρωση της αγοράς και χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες των συμφωνιών αυτών στην αγορά.

42      Τέλος, πέμπτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε, αφενός, αν οι καταλογιζόμενες ενέργειες είχαν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού και, αφετέρου, αν οι τελικοί καταναλωτές στερήθηκαν τα πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού, όπως επιτάσσει η νομολογία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑168/01, GlaxoSmithKline Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑2969, σκέψη 121).

43      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

44      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003 και την προγενέστερη νομολογία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 58, και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 86), η αρχή που επικαλείται την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως αυτής και οφείλει να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν, επαρκώς κατά νόμον, τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση. Επιπλέον, ο δικαστής της Ένωσης έχει αποσαφηνίσει ότι τυχόν αμφιβολία του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1978, 27/76, United Brands και United Brands Continental κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 75, σκέψη 265) και ότι, επομένως, σύμφωνα με το τεκμήριο αθωότητας, ο δικαστής δεν μπορεί να δεχθεί ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως όταν διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 177). Εντούτοις, δεν είναι απαραίτητο καθένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Επιτροπή να πληροί τα εν λόγω κριτήρια ως προς καθένα από τα στοιχεία της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (προπαρατεθείσα απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 180). Επομένως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του υπό κρίση πρώτου λόγου ακυρώσεως, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει αν η Επιτροπή κατείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν τη συνδρομή πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

45      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει αποσαφηνίσει ότι, εφόσον η Επιτροπή έχει συγκεντρώσει γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που στοιχειοθετούν την προβαλλόμενη παράβαση και τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία θεωρούνται επαρκή για να αποδειχθεί η ύπαρξη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί αν η κατηγορούμενη επιχείρηση είχε εμπορικό συμφέρον για τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑729, σκέψη 46). Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, εφόσον διαπιστώνει ότι η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στα επιχειρήματα σχετικά με το εμπορικό συμφέρον της προσφεύγουσας για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη.

46      Διευκρινίζεται, εξάλλου, ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 36 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του μόνον τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Οκτωβρίου 2000 και 15ης Απριλίου 2002, κατά το οποίο η προσφεύγουσα μετείχε άμεσα στην παράβαση. Επιπλέον, απαιτείται σφαιρική εξέταση των συμφωνιών που συνάφθηκαν μεταξύ των W5 και των προμηθευτών, δεδομένου ότι οι συμφωνίες αυτές αφορούσαν, ταυτοχρόνως, τη μικτή τιμή, την ελάχιστη έκπτωση που χορηγούταν στους W5, και την ανώτατη έκπτωση που ίσχυε για τους μικρούς κατασκευαστές.

–       Επί της συμμετοχής των μεγάλων κατασκευαστών στον καθορισμό της μικτής τιμής

47      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι δηλώσεις πρώην εργαζομένων των προμηθευτών, η απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, καθώς και η απάντηση έτερου μεγάλου κατασκευαστή δεν αρκούν για να αποδειχθεί η συμμετοχή των μεγάλων κατασκευαστών στον καθορισμό της μικτής τιμής της πίσσας. Προβάλλει ότι η μικτή τιμή της πίσσας καθοριζόταν αποκλειστικά από τους προμηθευτές κατά τις προπαρασκευαστικές συναντήσεις.

48      Όσον αφορά την απάντηση της προσφεύγουσας στην ανακοίνωση αιτιάσεων, από αυτή προκύπτει ότι η προσφεύγουσα παραδέχθηκε μεν τη συμμετοχή της στις συμφωνίες με αντικείμενο την πίσσα, πλην όμως αμφισβήτησε τα περί καθορισμού της τιμής από κοινού με τους προμηθευτές, παρά το γεγονός ότι η W5 δεν ήταν αμέτοχη στις συζητήσεις σχετικά με τις εκπτώσεις.

49      Στο σημείο 105 της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση αιτιάσεων η προσφεύγουσα αναφέρει τα εξής:

«Η BN Infra (Ballast Nedam) παραδέχεται ότι συμμετείχε, με άλλους μεγάλους κατασκευαστές, σε συνεννοήσεις σχετικά με την πίσσα, στις οποίες εκπροσωπούνταν και οι προμηθευτές (“συνεννοήσεις σχετικά με την πίσσα”). Στο πλαίσιο αυτό συζητούνταν οι τιμές και οι εκπτώσεις».

50      Ωστόσο, στα σημεία 127 και 128 του εγγράφου αυτού, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι «δεν είναι ακριβές ότι η τιμή του βασικού τύπου πίσσας καθοριζόταν από κοινού με τους προμηθευτές και τους μεγάλους κατασκευαστές συλλογικά, στο πλαίσιο των συνεννοήσεων σχετικά με την πίσσα» και ότι «οι μεταβολές των τιμών συμφωνούνταν εκ των προτέρων από τους προμηθευτές, χωρίς την παρουσία των μεγάλων κατασκευαστών, και, όταν προέβαιναν σε συνεννόηση σχετικά με την πίσσα, οι μεταβολές αυτές γνωστοποιούνταν και ουσιαστικά επιβάλλονταν στους μεγάλους κατασκευαστές έργων οδοποιίας». Στο σημείο 106 της απαντήσεώς της, η προσφεύγουσα δηλώνει τα εξής:

«Οι μεγάλοι κατασκευαστές δεν επηρέαζαν στην πραγματικότητα τη διαμόρφωση της τιμής. Οι τιμές της πίσσας καθορίζονταν από τους προμηθευτές πριν τις συνεννοήσεις. Όσον αφορά, όμως, τις εκπτώσεις, οι προμηθευτές ήταν πρόθυμοι να διαπραγματευτούν.»

51      Συνεπώς, για να διαπιστωθεί αν η προσφεύγουσα μετείχε, από κοινού με τους W5, στον καθορισμό των τιμών και των εκπτώσεων, πρέπει να εξεταστούν τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, σχετικά με το διάστημα μεταξύ 1ης Οκτωβρίου 2000 και 15ης Απριλίου 2002.

52      Πρώτον, πλείονα έγγραφα που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση επιβεβαιώνουν τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ προμηθευτών και W5 ως προς τη μικτή τιμή, η οποία δεν καθοριζόταν μονομερώς από τους προμηθευτές ούτε επιβαλλόταν στους W5, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

53      Συγκεκριμένα, σε εσωτερική τηλεομοιοτυπία της Hollandsche Beton Groep (στο εξής: HBG) της 3ης Οκτωβρίου 2000 και σε ημερολογιακές καταχωρίσεις της Heijmans Infrastructuur BV (στο εξής: Heijmans), σχετικά με τη συνάντηση της 19ης Οκτωβρίου 2000, αναφέρεται ότι τα μέρη «συζήτησαν» την αύξηση των τιμών (αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από έγγραφα της HBG και της Koninklijke Wegenbouw Stevin (στο εξής: KWS), σχετικά με προπαρασκευαστική συνάντηση των W5 ενόψει των συζητήσεων της 16ης Φεβρουαρίου 2001, προκύπτει επίσης ότι οι W5 διατύπωσαν πρόταση σχετικά με την τιμή της πίσσας, καθώς και για την έκπτωση υπέρ των W5 (αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, σε έγγραφα της HBG και της KWS υπάρχει αναφορά σε συνάντηση της 1ης Μαρτίου 2001, κατά την οποία οι προμηθευτές δήλωσαν ότι επιθυμούν τη μείωση της μικτής τιμής, ενώ οι W5 προτιμούσαν τη διατήρηση της ισχύουσας μικτής τιμής (αιτιολογικές σκέψεις 115 και 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Σε δήλωση της BP της 12ης Ιουλίου 2002 αναφέρεται επίσης ότι η προταθείσα από τους προμηθευτές τιμή της πίσσας δεν έγινε απολύτως δεκτή από τους W5 (αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υποσημείωση 156). Επιπλέον, η δήλωση της Kuwait Petroleum (Nederland) BV (στο εξής: KPN) της 12ης Σεπτεμβρίου 2003 εμφαίνει ότι οι προμηθευτές συζήτησαν με τους μεγάλους κατασκευαστές τόσο την τιμή που είχαν προτείνει όσο και την έκπτωση που τους χορήγησαν. Τέλος, με την από 20 Μαΐου 2005 απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων η KWS παραδέχθηκε ότι οι προμηθευτές και οι W5 είχαν καταλήξει σε συμφωνίες βάσει των μικτών τιμών που είχαν προταθεί από τους προμηθευτές (αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

54      Δεύτερον, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται σε πλείονα έγγραφα που επιβεβαιώνουν ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των προμηθευτών και των W5 αφορούσαν, επίσης, τη χορηγηθείσα στους W5 έκπτωση. Συγκεκριμένα, με την από 12 Σεπτεμβρίου 2003 απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, η KWS ανέφερε ότι οι συζητήσεις μεταξύ των προμηθευτών και των μεγάλων κατασκευαστών αφορούσαν τόσο τις «κλίμακες τιμών» όσο και τις «προκαθορισμένες εκπτώσεις» (αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έγγραφα της HBG και της KWS αναφέρονται στη σύσκεψη της 1ης Μαρτίου 2001, διευκρινίζοντας τη συνομολογηθείσα μικτή τιμή, τη χορηγηθείσα στους W5 έκπτώση και τη χορηγηθείσα στους λοιπούς κατασκευαστές έκπτωση (αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ένα εσωτερικό έγγραφο της KWS της 23ης Μαΐου 2001, που επιβεβαιώθηκε με την από 12 Σεπτεμβρίου 2003 απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών, αναφέρεται επίσης στη μικτή τιμή και στη χορηγηθείσα στους W5 έκπτωση (αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η προσφεύγουσα, παραθέτοντας τις δηλώσεις ενός εκ των μισθωτών της, τόνισε, ομοίως, ότι «οι αυξήσεις της προκαθορισμένης τιμής δεν αποτελούσαν πρόβλημα εφόσον επακολουθούσαν οι εκπτώσεις» (αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

55      Τρίτον, πολλά στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις σχετικές με την πίσσα συνεννοήσεις. Συγκεκριμένα, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι «συμμετείχε, με άλλους μεγάλους κατασκευαστές, σε συνεννοήσεις σχετικά με την πίσσα, στις οποίες εκπροσωπούνταν και οι προμηθευτές», στο πλαίσιο των οποίων «συζητούνταν οι τιμές και οι εκπτώσεις» (αιτιολογική σκέψη 56 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σκέψη 105 της εν λόγω απαντήσεως). Ομοίως, στην ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρεται το γεγονός ότι ο διευθυντής της BNGW, ο οποίος το 2000 έγινε διευθυντής της προσφεύγουσας, μετείχε στη σύμπραξη εκ μέρους του ομίλου Ballast Nedam, πράγμα που επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από δύο έγγραφα που κατασχέθηκαν κατά τους επιτόπιους ελέγχους στην KWS, από την απάντηση της επιχειρήσεως Nynas της 2ας Οκτωβρίου 2003 σε αίτηση παροχής πληροφοριών, καθώς και από έγγραφο που κατασχέθηκε κατά τους επιτόπιους ελέγχους που διενεργήθηκαν στα γραφεία της BAM NBM (αιτιολογική σκέψη 77 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Άλλα έγγραφα εμφαίνουν επίσης ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στη συνάντηση των μετεχόντων στη σύμπραξη της 16ης Φεβρουαρίου 2001, κατά την οποία συζητήθηκαν η τιμή της πίσσας και οι εκπτώσεις (αιτιολογική σκέψη 115 και υποσημείωση 291 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ομοίως, υπάρχουν έγγραφα που βεβαιώνουν τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη συνάντηση των μετεχόντων στη σύμπραξη της 29ης Ιανουαρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

56      Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι οι συμφωνίες μεταξύ των W5 και των προμηθευτών αφορούσαν τόσο τη μικτή τιμή όσο και την ειδική έκπτωση που χορηγήθηκε στους W5. Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των εν λόγω διαπραγματεύσεων μεταξύ των προμηθευτών και των W5 ανέκυψαν διαφωνίες και έριδες όσον αφορά το ύψος της τιμής αυτής και των εκπτώσεων, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι οι προμηθευτές επέβαλαν τις αυξήσεις της μικτής τιμής στους W5.

57      Ομοίως, το γεγονός ότι οι προμηθευτές διεξήγαγαν προπαρασκευαστικές συναντήσεις, προκειμένου να συζητήσουν για τις τιμές, δεν αρκεί προς επιβεβαίωση της θέσεως της προσφεύγουσας ότι οι μεγάλοι κατασκευαστές δεν παρενέβαιναν στον καθορισμό της μικτής τιμής ή των εκπτώσεων. Τονίζεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι W5 επίσης διεξήγαγαν συναντήσεις πριν ή μετά τις συνεννοήσεις με αντικείμενο την πίσσα, κατά τις οποίες συζητούσαν τις κλίμακες των τιμών και τις προκαθορισμένες εκπτώσεις που οι προμηθευτές είχαν δηλώσει ότι σκοπεύουν να ορίσουν ή που είχαν, ενδεχομένως, ορίσει από κοινού με τους W5 (απάντηση της KWS της 12ης Σεπτεμβρίου 2003 σε αίτηση παροχής πληροφοριών και αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

58      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι δηλώσεις των προμηθευτών δεν αρκούν προς απόδειξη της συμμετοχής των μεγάλων κατασκευαστών στη σύμπραξη, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προσκομίσει αποδείξεις προερχόμενες άμεσα από τους μεγάλους κατασκευαστές, εφόσον άλλα στοιχεία του φακέλου αποδεικνύουν επαρκώς τη συμμετοχή τους στη συμφωνία (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2006, T‑217/03 και T‑245/03, FNCBV κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4987, σκέψη 161), και, αφετέρου, ότι, σε κάθε περίπτωση, από τις σκέψεις 53 έως 55 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε και σε αποδεικτικά στοιχεία προερχόμενα από τους μεγάλους κατασκευαστές.

59      Εξάλλου, όσον αφορά την αξία των αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η αξιοπιστία τους αποτελεί, συναφώς, το μόνο κριτήριο εκτιμήσεως και ότι, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου, πρέπει, αφενός, να ελέγχεται η ακρίβεια της περιεχόμενης σ’ αυτό πληροφορίας, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της προελεύσεως του εγγράφου, των περιστάσεων υπό τις οποίες καταρτίστηκε και του αποδέκτη του, και, αφετέρου, να εξετάζεται αν, σύμφωνα με το περιεχόμενό του, το έγγραφο φαίνεται λογικό και αξιόπιστο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, η λεγόμενη απόφαση «Τσιμέντο», Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 1838).

60      Όσον αφορά τη δήλωση εργαζομένου της BP, ο οποίος είχε μετάσχει μόνο στις προπαρασκευαστικές συναντήσεις των προμηθευτών, τονίζεται ότι, όπως έχει κρίνει ο δικαστής της Ένωσης, το γεγονός ότι ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία προέρχονται από τρίτους δεν επηρεάζει την αποδεικτική αξία τους (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T‑11/89, Shell κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑757, σκέψη 86). Εν πάση περιπτώσει, από τις σκέψεις 53 έως 55 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε άλλα έγγραφα προς απόδειξη της συμμετοχής των μεγάλων κατασκευαστών στον καθορισμό της μικτής τιμής.

61      Όσον αφορά τη δήλωση στην οποία προέβη ο εργαζόμενος της KPN το 2003 στο πλαίσιο της αιτήσεως της εταιρίας αυτής για εφαρμογή της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, ορισμένα σημεία της οποίας ο εν λόγω εργαζόμενος ανασκεύασε αργότερα σχετικά με τη συμμετοχή της ExxonMobil στη σύμπραξη, τονίζεται ότι η δήλωση αυτή αποδείχθηκε ακριβής ως προς πολλά άλλα σημεία της. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η δήλωση αυτή αποτελεί στοιχείο που αποδεικνύει τη συμμετοχή των μεγάλων κατασκευαστών στον καθορισμό της μικτής τιμής, εφόσον επιβεβαιώνεται από άλλες ενδείξεις. Πάντως, από τις σκέψεις 53 έως 55 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε προς τούτο και άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

62      Σημειωτέον, τέλος, ότι η ενδεχόμενη ύπαρξη άλλων συμπράξεων μεταξύ των προμηθευτών, αν υποτεθεί αληθής, έστω και αν θεωρηθεί ότι αποδείχθηκε, δεν αποκλείει την ύπαρξη διμερούς συμπράξεως μεταξύ των προμηθευτών αυτών και των W5.

63      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

–       Επί των εκπτώσεων που χορηγήθηκαν στους W5 και επί του μηχανισμού επιβολής κυρώσεων

64      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι χορηγηθείσες στους W5 εκπτώσεις ήταν δικαιολογημένες από εμπορικής απόψεως, λαμβανομένων υπόψη των ποσοτήτων που αγοράζονταν, και ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι επιβάλλονταν κυρώσεις στους προμηθευτές που χορηγούσαν μεγαλύτερη έκπτωση στους μικρούς κατασκευαστές.

65      Πρέπει, καταρχάς, να εξετασθούν οι επί μέρους ποσότητες που είχαν αγοραστεί από κάθε μέλος των W5, και όχι η ολική ποσότητα που είχε αγοραστεί από το σύνολο των μελών τους. Συγκεκριμένα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι μικροί κατασκευαστές δεν λάμβαναν την ίδια έκπτωση με τα μέλη των W5, ενώ αγόραζαν ενίοτε, ατομικώς, μεγαλύτερες ποσότητες πίσσας απ’ ό,τι τα μέλη των W5. Ένας μισθωτός της BP τόνισε, με την από 12 Ιουλίου 2002 δήλωσή του, ότι οι προμηθευτές συχνά δεν τηρούσαν τις συναφθείσες με τους W5 συμφωνίες, χορηγώντας μεγαλύτερη έκπτωση σε ορισμένους μικρούς κατασκευαστές που αγόραζαν από αυτούς μεγαλύτερες ποσότητες πίσσας. Εξάλλου, η Επιτροπή είχε ήδη απαντήσει στο επιχείρημα αυτό με την αιτιολογική σκέψη 157 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπογραμμίζοντας, επιπλέον, ότι οι ίδιοι οι μεγάλοι κατασκευαστές είχαν αναγνωρίσει ότι κατά κανόνα διαπραγματεύονταν τη χορήγηση πρόσθετης εκπτώσεως, ανάλογα με τις επιμέρους αγορασθείσες ποσότητες. Η Επιτροπή τόνισε, επίσης, ότι, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο μηχανισμός αυτός χρησιμοποιήθηκε μόνο μία φορά, η ύπαρξη μηχανισμού επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση χορηγήσεως στους μικρούς κατασκευαστές μεγαλύτερης εκπτώσεως από αυτήν που είχε καθοριστεί με τις συμφωνίες, αποτελεί μια ακόμη ένδειξη του ότι η χορηγηθείσα στους W5 έκπτωση δεν ήταν ανάλογη προς τις αγορασθείσες ποσότητες.

66      Τα στοιχεία αυτά, καθώς και η σπουδαιότητα που προσέδιδαν οι W5 στο ύψος της εκπτώσεως κατά τις σχετικές με τη σύμπραξη συναντήσεις (βλ. σκέψη 54 ανωτέρω), οδηγούν στη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η έκπτωση που χορηγούνταν στους W5 εξαρτιόταν από τις ποσότητες που αγόραζαν.

67      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τον μηχανισμό επιβολής κυρώσεων, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε πλείονα συγκλίνοντα στοιχεία σχετικά με οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλονταν σε ατομικό επίπεδο ή, σε μία τουλάχιστον περίπτωση, σε συλλογικό επίπεδο από τους W5.

68      Συγκεκριμένα, όσον αφορά το συγκεκριμένο διάστημα τελέσεως της παραβάσεως, η KWS και η BP αναφέρονται σε πρόστιμο που επιβλήθηκε στους προμηθευτές συλλογικά, όταν αποκαλύφθηκε η έκπτωση που είχε χορηγηθεί στην Krekel, η οποία ανήκε στους μικρούς κατασκευαστές (αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η KPN επίσης επιβεβαίωσε, με την από 9 Οκτωβρίου 2003 δήλωσή της, την ύπαρξη μηχανισμού επιβολής κυρώσεων (αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το πρόστιμο αυτό καταβλήθηκε το 2001, υπό μορφή συμπληρωματικής εκπτώσεως. Συγκεκριμένα, ο όμιλος Ballast Nedam απέστειλε στη Nynas τιμολόγιο με την ένδειξη «έκπτωση επί του έργου, κατά τα συμφωνηθέντα», η δε BP χορήγησε συμπληρωματική έκπτωση (αιτιολογικές σκέψεις 112 και 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

69      Η BP, επίσης, δήλωσε, με την από 16 Σεπτεμβρίου 2003 απάντησή της σε αίτηση παροχής πληροφοριών, ότι το 2002 η KWS έπαυσε να έχει ως προμηθεύτρια τη VEBA, μετά την αποκάλυψη ότι είχε χορηγηθεί μια μεγάλη έκπτωση σε μικρό κατασκευαστή (αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Με την από 12 Σεπτεμβρίου 2003 δήλωσή της, η KPN επιβεβαίωσε ότι, αν ένας προμηθευτής χορηγούσε σε μικρό κατασκευαστή έκπτωση μεγαλύτερη από την καθορισμένη, οι W5 απειλούσαν ότι δεν θα αγόραζαν πλέον από τον συγκεκριμένο προμηθευτή (αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, σε έγγραφο σχετικό με τη διαβούλευση που έλαβε χώρα στις 4 Μαΐου 2001, η KWS αναφέρθηκε, επίσης, σε πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Nynas λόγω της πολιτικής που ακολουθούσε σχετικά με τις τιμές (αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως), γεγονός το οποίο επιβεβαίωσε η KPN με την από 12 Σεπτεμβρίου 2003 δήλωσή της (αιτιολογική σκέψη 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

70      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα έγγραφα αυτά, μολονότι αναφέρονται με ακρίβεια στον μηχανισμό επιβολής συλλογικού προστίμου από τους W5 στους προμηθευτές μόνον όσον αφορά το έτος 2000, εντούτοις, συνολικά εξεταζόμενα, καταδεικνύουν ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της συμπράξεως, υπήρχε μηχανισμός επιβολής ατομικών και συλλογικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως των συμφωνιών που συνάπτονταν στο πλαίσιο της συμπράξεως αυτής, κυρώσεων οι οποίες συνίσταντο είτε σε παύση των παραγγελιών από τον προμηθευτή που παρέβη τις εν λόγω συμφωνίες είτε στην επιβολή προστίμου στον υπαίτιο προμηθευτή ή σε όλους τους προμηθευτές.

71      Τέλος, το γεγονός ότι καθένας από τους μεγάλους κατασκευαστές διαπραγματευόταν σε διμερές επίπεδο τη χορήγηση επιπλέον εκπτώσεως, ανάλογα με τις ποσότητες που αγόραζε, δεν αναιρεί τον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα των επίμαχων συμφωνιών. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν μετά τις συμφωνίες αυτές έπονταν διμερείς διαπραγματεύσεις με αντικείμενο την έκπτωση που θα χορηγούνταν σε κάθε μεγάλο κατασκευαστή μεμονωμένα, οι συμφωνίες αυτές είχαν ως συνέπεια, αφενός, να περιορίσουν την αβεβαιότητα που συνεπαγόταν ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων κατασκευαστών και, αφετέρου, να περιοριστεί ο ανταγωνισμός ως προς ένα μόνο στοιχείο της τιμής, την ενδεχόμενη έκπτωση που χορηγούνταν σε ατομικό επίπεδο.

72      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

–       Επί του ότι οι W5 δεν είχαν συμφέρον για από κοινού καθορισμό της μικτής τιμής

73      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με τους προμηθευτές, οι μεγάλοι κατασκευαστές δεν είχαν συμφέρον για από κοινού καθορισμό της μικτής τιμής και ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τις ρήτρες αντισταθμίσεως κινδύνων.

74      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, σύμφωνα με τη σκέψη 45 ανωτέρω, δεν είναι απαραίτητο να εξετασθεί αν η κατηγορούμενη επιχείρηση είχε εμπορικό συμφέρον για τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών, εφόσον η Επιτροπή έχει συγκεντρώσει γραπτά στοιχεία που αποδεικνύουν την προβαλλόμενη παράβαση και τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία θεωρούνται επαρκή για να αποδειχθεί η ύπαρξη συμφωνίας που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού (απόφαση Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 46). Εν προκειμένω, από την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψεις 47 έως 63 ανωτέρω) προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει μόνον επικουρικώς το ζήτημα της εσφαλμένης εκτιμήσεως όσον αφορά το συμφέρον των W5 για τη σύναψη των επίμαχων συμφωνιών.

75      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτίμησε ότι τόσο οι προμηθευτές όσο και οι W5 αντλούσαν αμφότεροι συμφέρον από την ύπαρξη των συμφωνιών με αντικείμενο τη μικτή τιμή και τις εκπτώσεις. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει αποφανθεί ότι οι μετέχοντες στην ίδια σύμπραξη μπορούσαν να έχουν συμπληρωματικά οικονομικά συμφέροντα (απόφαση FNCBV κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 322).

76      Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί η λειτουργία του CROW (Κέντρο για τη ρύθμιση και την έρευνα στους τομείς της κατασκευής έργων πολιτικού μηχανικού και των συγκοινωνιών), μη κερδοσκοπικού οργανισμού επιφορτισμένου, μεταξύ άλλων, με τη μηνιαία δημοσίευση των τιμών της πίσσας οδοποιίας από τη δεκαετία του 1970 (αιτιολογικές σκέψεις 25 και 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

77      Το CROW δημοσίευε τις τιμές της πίσσας οδοποιίας, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους παραγωγούς ασφάλτου, έως την 1η Νοεμβρίου 1995. Μετά την ημερομηνία αυτή, ο υπολογισμός διενεργείτο από τη CBS (κεντρική υπηρεσία στατιστικής), η οποία είναι διοικητικό όργανο, με βάση έρευνα αγοράς που αφορούσε διάφορες εγκαταστάσεις ασφαλτικής αναμίξεως, δηλαδή πριν από τη χορήγηση τυχόν εκπτώσεως στους κατασκευαστές, και ο εν λόγω δείκτης τιμών, τον οποίο δημοσίευε το CROW (στο εξής: δείκτης CROW), χρησίμευε ως σημείο αναφοράς για τις μεγάλης διάρκειας δημόσιες συμβάσεις κατασκευής έργων οδοποιίας, οι οποίες περιλαμβάνουν ρήτρα αντισταθμίσεως κινδύνων. Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, όσον αφορά τις εν λόγω δημόσιες συμβάσεις, σε περίπτωση ανόδου του δείκτη CROW πάνω από ένα ορισμένο όριο, οι αναθέτουσες αρχές είχαν την υποχρέωση να καταβάλουν αποζημίωση στους κατασκευαστές. Αντιστρόφως, σε περίπτωση πτώσεως του δείκτη CROW κάτω από ένα ορισμένο όριο, οι κατασκευαστές όφειλαν να καταβάλουν αποζημίωση στις αναθέτουσες αρχές. Επομένως, οι κατασκευαστές δεν ζημιώνονταν από την αύξηση των τιμών, όταν οι εν λόγω τιμές αυξάνονταν ταυτοχρόνως, προκαλώντας, κατά τον τρόπο αυτό, την άνοδο του δείκτη CROW. Αντιθέτως, οι κατασκευαστές δεν είχαν συμφέρον για μείωση των τιμών, μείωση η οποία, εάν προκαλούσε πτώση του δείκτη CROW, υποχρέωνε τους κατασκευαστές να επιστρέψουν στους αντισυμβαλλομένους τους την προκύπτουσα διαφορά της τιμής.

78       Εξάλλου, η προσφεύγουσα επιχειρεί να ελαχιστοποιήσει τη σημασία του δείκτη CROW επισημαίνοντας ότι ο δείκτης αυτός είχε σημασία μόνο για τα μεγάλα έργα, πλην όμως η ίδια δεν είχε αναλάβει πολλά τέτοια και, για τον λόγο αυτό, μεγαλύτερη σημασία είχε γι’ αυτήν η σταθερότητα των τιμών, η οποία ήταν επωφελής στην περίπτωση των μικρών έργων. Χωρίς να είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί ο αριθμός των έργων τα οποία αφορά η σχετική ρήτρα, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή παραθέτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι έγγραφο χρονικά συναφές με το διάστημα τελέσεως της παραβάσεως, από το οποίο προκύπτει ότι το ζήτημα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων κατά τις συναντήσεις στο πλαίσιο της συμπράξεως [αιτιολογική σκέψη 115 (έγγραφο της HBG της 16ης Φεβρουαρίου 2001) της προσβαλλομένης αποφάσεως], οπότε το ζήτημα αυτό μπορεί να θεωρηθεί κεντρικό στοιχείο των διαπραγματεύσεων.

79      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι προμηθευτές και οι W5 είχαν κοινό συμφέρον για την ύπαρξη συμφωνιών ως προς τη μικτή τιμή και ως προς τις εκπτώσεις και ότι το συμφέρον των μεγάλων κατασκευαστών εξηγείται τόσο από τον μηχανισμό των ρητρών αντισταθμίσεως κινδύνων στις δημόσιες συμβάσεις όσο και από την ειδική έκπτωση την οποία ελάμβαναν και η οποία παρείχε σ’ αυτούς ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους μικρούς κατασκευαστές ως προς την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων.

80      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

–       Επί της αρνήσεως της Επιτροπής να εφαρμόσει τις διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών για τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας

81      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι αρνήθηκε να εφαρμόσει τις διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών για τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας.

82       Εκ προοιμίου, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στις επιχειρήσεις που ζητούν απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ να αποδείξουν, βάσει εγγράφων αποδείξεων, ότι η απαλλαγή είναι δικαιολογημένη. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν πρότεινε άλλες λύσεις ή ότι δεν ανέφερε αυτό που θα θεωρούσε ότι δικαιολογεί την απαλλαγή (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1984, 43/82 και 63/82, VBVB και VBBB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 19, σκέψη 52). Εναπόκειται αποκλειστικά στην Επιτροπή, βάσει της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει, να αναφέρει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία και τη συλλογιστική βάσει των οποίων απέρριψε το αίτημα περί απαλλαγής, χωρίς η προσφεύγουσα να μπορεί να απαιτεί από την Επιτροπή να συζητά όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που η προσφεύγουσα προέβαλε κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Φεβρουαρίου 1995, T‑29/92, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑289, σκέψεις 262 και 263). Επομένως, εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ή περί τα πράγματα αρνούμενη να χορηγήσει στην προσφεύγουσα απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ.

83      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 168 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η συμμετοχή των W5 στις συμφωνίες δεν συνιστά συλλογική αγορά κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υπενθυμίζει, στην αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι διατάξεις αυτές δεν έχουν ως αντικείμενο να επιτραπούν εν γένει οι συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας, αλλά εκθέτουν τις αρχές που καθιστούν δυνατή την αξιολόγηση των εν λόγω συμφωνιών υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ, λαμβανομένου υπόψη ότι τέτοιες συμφωνίες μπορούν να δημιουργούν προβλήματα όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Εν προκειμένω, η Επιτροπή διευκρινίζει, στην αιτιολογική σκέψη 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι επίμαχες συμφωνίες είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού και είχαν συνέπειες για τις επιχειρήσεις που δεν μετείχαν σ’ αυτές (καθορισμός των τιμών για όλους τους κατασκευαστές εντός των Κάτω Χωρών και προσδιορισμός των ανωτάτων ορίων έκπτωσης για τους μικρούς κατασκευαστές). Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι W5 δεν προέβησαν σε αγορές κατά τη διάρκεια των εν λόγω διαπραγματεύσεων με τους προμηθευτές, οι οποίες είχαν ως αντικείμενο μόνον τον καθορισμό των τιμών και των εκπτώσεων, συμπεριφορά την οποία το σημείο 124 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας χαρακτηρίζει ως συγκεκαλυμμένη σύμπραξη. Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι οι W5 σύναψαν τις εν λόγω συμφωνίες με ομάδα πωλητών που επίσης ενεργούσαν με όρους συμπαιγνίας και δεν γνωστοποίησαν το γεγονός αυτό στις αρμόδιες αρχές. Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, εφαρμοστέες, εφόσον, κατά το σημείο 133 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας, οι συμφωνίες αγοράς δεν μπορούν να τύχουν απαλλαγής εάν επιβάλλουν περιορισμούς που δεν είναι απαραίτητοι για τα οικονομικά οφέλη που αποφέρουν οι συμφωνίες. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, οι επίμαχες συμφωνίες επέβαλαν περιορισμούς στους μικρούς κατασκευαστές υπό τη μορφή μειωμένων εκπτώσεων, περιορισμούς οι οποίοι αφορούσαν τρίτους και οι οποίοι δεν ήσαν απαραίτητοι για την αποκόμιση των επιδιωκόμενων οικονομικών οφελών.

84      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν προέβη, όπως προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας, σε ανάλυση της ισχύος των μελών του W5 εντός της αγοράς προκειμένου να προσδιορισθεί αν η εν λόγω ισχύς μπορούσε πράγματι να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι, κατά τις διατάξεις του σημείου 18 των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας, δεν είναι απαραίτητο να εξετάζονται τα πραγματικά αποτελέσματα που προκαλούν επί του ανταγωνισμού και επί της αγοράς οι συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού διά του καθορισμού των τιμών, διά της μειώσεως της παραγωγής ή, ακόμη, διά της κατανομής των αγορών ή των πελατών, εφόσον τεκμαίρεται ότι οι συμφωνίες αυτές παράγουν αρνητικά αποτελέσματα επί της αγοράς. Δεδομένου ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι επίμαχες συμφωνίες αποσκοπούσαν, ως εκ της φύσεώς τους, στον περιορισμό του ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε εμπεριστατωμένη ανάλυση της ισχύος των W5 εντός της αγοράς.

85      Επομένως, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

–       Επί της θέσεως ότι δεν υπήρχε σκοπός περιορισμού του ανταγωνισμού

86      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε, αφενός, αν οι καταλογιζόμενες ενέργειες είχαν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού και, αφετέρου, αν οι τελικοί καταναλωτές στερήθηκαν τα πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού, όπως επιτάσσει η νομολογία που απορρέει από την απόφαση GlaxoSmithKline Services κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω.

87      Υπενθυμίζεται ότι για να εμπίπτει μια συμφωνία στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να έχει «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς». Κατά πάγια νομολογία, ο διαζευκτικός χαρακτήρας αυτής της προϋποθέσεως, που εκφράζεται με τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει καταρχάς να εξεταστεί το αντικείμενο της συμφωνίας, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται. Αν από την εξέταση των ρητρών της συμφωνίας αυτής δεν προκύψει ότι είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματά της, προς επιβολή δε της απαγορεύσεως πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε είτε περιορίστηκε είτε νοθεύτηκε αισθητά (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Νοεμβρίου 2008, C‑209/07, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, Συλλογή 2008, σ. I‑8637, σκέψη 15, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2009, T‑450/05, Peugeot και Peugeot Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑2533, σκέψη 43). Προκειμένου να κριθεί αν μια συμφωνία εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, παρέλκει η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της όταν προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8725, σκέψη 125). Η εξέταση αυτή πρέπει να γίνεται υπό το πρίσμα του περιεχομένου της συμφωνίας και του οικονομικού πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 66, και Beef Industry Development Society και Barry Brothers, προπαρατεθείσα, σκέψη 16). Τέλος, η μέθοδος αυτή αναλύσεως έχει γενική εφαρμογή και δεν περιορίζεται σε μία μόνον κατηγορία συμφωνιών [απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Μαΐου 2006, T‑328/03, O2 (Germany) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1231, σκέψη 67].

88      Η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί την απόφαση GlaxoSmithKline Services κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω (σκέψη 121), εφόσον, κατά το Δικαστήριο, «το άρθρο 81 ΕΚ αποσκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες περί ανταγωνισμού της Συνθήκης, στην προστασία όχι αποκλειστικά των συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά της δομής της αγοράς και με τον τρόπο αυτό του ίδιου του ανταγωνισμού», και, «ως εκ τούτου, η διαπίστωση της υπάρξεως του επιζήμιου για τον ανταγωνισμό αντικειμένου μιας συμφωνίας δεν μπορεί να εξαρτάται από το ότι οι τελικοί καταναλωτές στερούνται των πλεονεκτημάτων ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού στον τομέα του εφοδιασμού ή των τιμών» (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 2009, C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑9291, σκέψεις 62 έως 64).

89      Επομένως, είναι κρίσιμο να προσδιοριστεί, εν προκειμένω, αν οι επίμαχες συμφωνίες είχαν επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο, όπως εκτίμησε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 155 έως 161).

90      Το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ρητώς ότι απαγορεύονται οι συμφωνίες που συνίστανται «στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής» και «στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδυνάμων παροχών, έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό». Πάντως, από τις ανωτέρω σκέψεις 51 έως 56 προκύπτει ότι, εν προκειμένω, οι συμφωνίες είχαν ως σκοπό, αφενός, τον καθορισμό των τιμών αγοράς και πωλήσεως της πίσσας και, αφετέρου, τη χορήγηση μιας κατά προτίμηση εκπτώσεως στους W5. Επομένως, η ίδια η φύση των εν λόγω συμφωνιών αρκεί για να γίνει δεκτό ότι οι συμφωνίες αυτές είχαν ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

91      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το πέμπτο σκέλος είναι απορριπτέο και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

92      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, να συνεκτιμήσει, κατά τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, τη σοβαρότητα της παραβάσεως, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως της παραβάσεως και των πραγματικών επιπτώσεών της στην αγορά.

93      Η Επιτροπή έπρεπε επίσης, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς της, να διαχωρίσει τη συμπεριφορά των μεγάλων κατασκευαστών από τη συμπεριφορά των προμηθευτών. Συγκεκριμένα, η εκ μέρους των μεγάλων κατασκευαστών συλλογική διαπραγμάτευση των όρων αγοράς δεν μπορεί να συγκριθεί με τον εκ μέρους των προμηθευτών καθορισμό της μικτής τιμής. Η Επιτροπή έπρεπε να λάβει επιπλέον υπόψη της την εξάρτηση των μεγάλων κατασκευαστών από τους προμηθευτές, την απουσία μυστικών ρυθμίσεων εκ μέρους των μεγάλων κατασκευαστών, το γεγονός ότι η προκαθορισμένη έκπτωση ήταν χαμηλή και ότι τυχόν επιπλέον έκπτωση χορηγούνταν κατόπιν διαπραγματεύσεων, και ότι δεν αποδείχθηκε ζημία των μικρών κατασκευαστών.

94      Όσον αφορά τις επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά, η Επιτροπή αρκέστηκε στην εικασία ότι η σύμπραξη δεν θα μπορούσε παρά να έχει επιπτώσεις στην ολλανδική αγορά, χωρίς ωστόσο να προσδιορίσει επακριβώς τις επιπτώσεις αυτές. Η Επιτροπή έλαβε απλώς υπόψη της ότι η τιμή της πίσσας για έργα οδοποιίας στις Κάτω Χώρες ήταν υψηλότερη απ’ ό,τι στις γειτονικές χώρες. Εξάλλου, η Επιτροπή θεώρησε εσφαλμένως ότι οι μεμονωμένες ενέργειες ενός μεγάλου κατασκευαστή αποτελούν μηχανισμό επιβολής συλλογικών κυρώσεων εκ μέρους των μεγάλων κατασκευαστών σε βάρος των προμηθευτών. Τέλος, η πίσσα αποτελεί μικρό ποσοστό του συνολικού κόστους ενός έργου και το σχετικό πλεονέκτημα που προκύπτει είναι αμελητέο.

95      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να εξετάσει συγκεκριμένα τις επιπτώσεις των συμφωνιών, επικαλούμενη απλώς και μόνον την εφαρμογή των συμφωνιών αυτών, διότι η νομολογία στην οποία στηρίζεται (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169) εφαρμόζεται μόνο στις κλασικές περιπτώσεις οριζοντίων συμπράξεων με αντικείμενο τις τιμές και όχι σε περιπτώσεις συνεννοήσεως μεταξύ προμηθευτών και αγοραστών με αντικείμενο τη διαμόρφωση των συνθηκών της αγοράς.

96      Η προσφεύγουσα καταλήγει ότι η προσαπτόμενη παράβαση μπορεί να χαρακτηριστεί το πολύ ως ελαφρά και ότι το ποσό των τριών εκατομμυρίων ευρώ που ορίστηκε ως βάση για τον υπολογισμό του προστίμου είναι, εν πάση περιπτώσει, δυσανάλογο, δεδομένης της τιμής αγοράς της πίσσας, και πρέπει να μειωθεί στο ένα εκατομμύριο ευρώ.

97      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Επί του χαρακτηρισμού της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής

98      Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 1 των κατευθυντηρίων γραμμών, το βασικό ποσό του προστίμου καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, με δεδομένο ότι για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, οι πραγματικές επιπτώσεις της στην αγορά, εφόσον αυτές είναι δυνατό να εκτιμηθούν, καθώς και η γεωγραφική έκταση της αγοράς αναφοράς. Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές καθιερώνουν διάκριση μεταξύ ελαφρών παραβάσεων (περιορισμοί, το συνηθέστερο κάθετοι, οι οποίοι αποσκοπούν μεν στον περιορισμό των συναλλαγών, αλλά των οποίων ο αντίκτυπος στην αγορά παραμένει περιορισμένος), σοβαρών παραβάσεων (οριζόντιοι ή κάθετοι περιορισμοί, οι οποίοι εφαρμόζονται με μεγαλύτερη αυστηρότητα και έχουν πιο εκτεταμένες συνέπειες επί της κοινής αγοράς) και πολύ σοβαρών παραβάσεων (οριζόντιοι περιορισμοί, παραδείγματος χάριν συνασπισμοί επιχειρήσεων με σκοπό τον έλεγχο των τιμών ή τον επιμερισμό της αγοράς βάσει ποσοστώσεων, ή άλλου είδους πρακτικές οι οποίες πλήττουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς).

99      Κατά πάγια νομολογία, η σοβαρότητα μιας παραβάσεως καθορίζεται βάσει πολλών στοιχείων, ως προς την εκτίμηση των οποίων η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, όπως είναι οι συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, το πλαίσιό της και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 241, και της 10ης Μαΐου 2007, C‑328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑3921, σκέψη 43· απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 153). Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων, όπως είναι, ιδίως, ο ρόλος που διαδραμάτισε καθένας από τους μετέχοντες στην παράβαση και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις της μορφής αυτής για τους στόχους της Κοινότητας (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22 ανωτέρω, σκέψεις 120 και 129, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουλίου 2005, T‑49/02 έως T‑51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3033, σκέψεις 168 έως 183). Όταν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πολλές επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής καθεμίας από αυτές (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8 Ιουλίου 1999, C‑51/92 P, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4235, σκέψη 110, και C‑235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4539, σκέψη 207).

100    Ο δικαστής της Ένωσης έχει αναγνωρίσει, επίσης, ότι χαρακτηρίζονται, εκ της φύσεώς τους, ως πολύ σοβαρές παραβάσεις οι οριζόντιες συμπράξεις σε θέματα τιμών ή οι συμφωνίες που αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στην κατανομή πελατείας ή στη στεγανοποίηση της κοινής αγοράς (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, T‑148/89, Tréfilunion κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1063 σκέψη 109, της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 147, και της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 279). Οι συμφωνίες αυτές χαρακτηρίζονται, εκ της φύσεώς τους και μόνον, ως πολύ σοβαρές, χωρίς να απαιτείται να έχουν ιδιαίτερες επιπτώσεις στην αγορά ή η επιρροή τους να έχει συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση (απόφαση Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψη 178). Αντιστρόφως, μια οριζόντια σύμπραξη που καλύπτει το σύνολο της επικράτειας κράτους μέλους και αποσκοπεί στην κατανομή της αγοράς και τη στεγανοποίηση της κοινής αγοράς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ελαφρά σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές (απόφαση Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψη 181).

101    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτίμησε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 312 έως 317 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα διέπραξε πολύ σοβαρή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι παράβαση που συνίσταται στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών πωλήσεως και αγοράς και στην εφαρμογή, έναντι των εμπορικών εταίρων, άνισων όρων επί ισοδυνάμων παροχών, με συνέπεια οι εν λόγω εμπορικοί εταίροι να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού, συγκαταλέγεται, εκ της φύσεώς της, στις σοβαρότατες παραβάσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι δύο ομάδες που εμπλέκονται στην παράβαση όφειλαν να έχουν επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα της συμπράξεως, λαμβανομένου υπόψη, ιδίως, ότι οι W5 σκοπίμως έθεσαν τους μικρούς ανταγωνιστές σε μειονεκτική από απόψεως ανταγωνισμού θέση. Ο μυστικός χαρακτήρας των συμφωνιών στο πλαίσιο της συμπράξεως αποτελεί πρόσθετη απόδειξη περί του παράνομου χαρακτήρα των εν λόγω συμφωνιών.

102    Από τις σκέψεις 52 έως 54 και 64 έως 66 ανωτέρω προκύπτει ότι οι επίμαχες συμφωνίες είχαν πράγματι ως αντικείμενο τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών πωλήσεως και αγοράς και την εφαρμογή, έναντι των εμπορικών εταίρων, άνισων όρων επί ισοδυνάμων παροχών, με συνέπεια αυτοί να περιέρχονται σε δυσμενή από απόψεως ανταγωνισμού θέση. Πάντως, οι μηχανισμοί αυτοί, όπως περιγράφηκαν από την Επιτροπή, συγκαταλέγονται στις πλέον σοβαρές μορφές προσβολής του ανταγωνισμού.

103    Προς αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να αξιολογήσει χωριστά τη συμπεριφορά των προμηθευτών και εκείνη των μεγάλων κατασκευαστών. Όπως, όμως, επισήμανε προηγουμένως το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψεις 49 έως 58 ανωτέρω), οι συμφωνίες μεταξύ των W5 και των προμηθευτών πρέπει να λαμβάνονται συνολικά υπόψη, διότι αφορούσαν ταυτοχρόνως τη μικτή τιμή, την κατώτατη έκπτωση που ίσχυε για τους W5 και τη μέγιστη έκπτωση που ίσχυε για τους μικρούς κατασκευαστές. Επομένως, οι περιστάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα εν προκειμένω δεν αρκούν προς αμφισβήτηση του κύρους της εκ μέρους της Επιτροπής αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως. Επομένως, δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί βασίμως το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι επίμαχες συμφωνίες και συνεννοήσεις αποτελούσαν, εκ της φύσεώς τους, πολύ σοβαρή παράβαση.

104    Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί την εξάρτηση των μεγάλων κατασκευαστών από τους προμηθευτές. Συγκεκριμένα, ακόμη και η περίσταση αυτή θεωρηθεί αποδεδειγμένη, ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει ότι μια μετέχουσα σε σύμπραξη επιχείρηση δεν μπορεί να προβάλει, προς υπεράσπισή της, ότι εξαναγκάστηκε προς τούτο από άλλες μετέχουσες επιχειρήσεις, διότι θα μπορούσε, αντί να μετάσχει στις συγκεκριμένες δραστηριότητες, να καταγγείλει τις πιέσεις που δέχθηκε στις αρμόδιες αρχές και να υποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 (βλ., συναφώς, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψεις 367 έως 370).

105    Εξάλλου, σύμφωνα με τη σκέψη 71 ανωτέρω, είναι απορριπτέα τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σύμφωνα με τα οποία, αφενός, οι χορηγηθείσες στους W5 εκπτώσεις ήταν δικαιολογημένες, δεδομένων των ποσοτήτων που αυτοί αγόραζαν, και, αφετέρου, δεν περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, ο ανταγωνισμός μεταξύ των κατασκευαστών, διότι οι προκαθορισμένες εκπτώσεις ήταν χαμηλές και οι επιπλέον εκπτώσεις χορηγούνταν σε ατομικό επίπεδο.

106    Τέλος, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον μυστικό χαρακτήρα των επίμαχων συμφωνιών από την πλευρά των W5. Ωστόσο, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι W5 δεν απέστελλαν έγγραφες προσκλήσεις για τις συναντήσεις και δεν τηρούσαν πρακτικά, και ότι η KWS επιθυμούσε οι συναντήσεις αυτές να διεξάγονται πριν την προσέλευση του προσωπικού (αιτιολογικές σκέψεις 59, 73 και 76 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πάντως, κατά πάγια νομολογία, κατά τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, η Επιτροπή δύναται να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις είχαν λάβει πολλές προφυλάξεις για να μην αποκαλυφθεί η σύμπραξη (απόφαση Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψη 154). Εν πάση περιπτώσει, από τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψεως 313 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα εκεί διαλαμβανόμενα στοιχεία προβάλλονται επικουρικώς σε σχέση με τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική σκέψη 312 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εκ μέρους της προσφεύγουσας αμφισβήτηση της συνεκτιμήσεως της μυστικότητας της συμπράξεως και του ότι υπήρχε επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα της, ακόμη και αν κρινόταν βάσιμη, δεν θα αναιρούσε την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τη φύση της παραβάσεως, η οποία στηρίζεται στη λυσιτελή και επαρκή αιτιολογία που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 312 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψη 157).

107    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κατά τον χαρακτηρισμό της φύσεως της διαπραχθείσας από την προσφεύγουσα παραβάσεως και, αφετέρου, ότι το Γενικό Δικαστήριο κρίνει εύλογο τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως αυτής ως ιδιαίτερα σοβαρής. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται τροποποίηση του βασικού ποσού του προστίμου, όπως ζητεί η προσφεύγουσα

108    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέο το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

–       Περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των επιπτώσεων της συμπράξεως στην αγορά

109    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, δεν υπολόγισε τις επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά.

110    Στην αιτιολογική σκέψη 314 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο καθορισμός της σοβαρότητας της παραβάσεως και του ύψους του προστίμου δεν εξαρτάται από τις επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν είναι δυνατό να υπολογισθούν οι επιπτώσεις της συμπράξεως, διότι δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με το ποια θα ήταν η εξέλιξη της τιμής της πίσσας αν δεν υπήρχαν οι συμφωνίες, πλην όμως μπορεί να αρκεστεί σε εκτιμήσεις όσον αφορά τις συνέπειες της συμπράξεως. Προς τούτο, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι οι συνομολογηθείσες συμφωνίες τέθηκαν πράγματι σε εφαρμογή, συμπεριλαμβανομένων, αφενός, της προτιμησιακής εκπτώσεως για τους W5 και, αφετέρου, του μηχανισμού επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως των συμφωνιών, με συνέπεια να δημιουργηθούν τεχνητές συνθήκες στην αγορά. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι η μικτή τιμή στις Κάτω Χώρες ήταν υψηλότερη από αυτή που ίσχυε στις γειτονικές χώρες και ότι η ειδική έκπτωση που χορηγήθηκε στους W5 ήταν καθοριστική όσον αφορά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων.

111    Όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 98 ανωτέρω, στο σημείο 1 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998 αναφέρεται ότι, για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας της παραβάσεως, οι πραγματικές επιπτώσεις της στην αγορά, εφόσον αυτές είναι δυνατό να εκτιμηθούν, καθώς και η γεωγραφική έκταση της αγοράς.

112    Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει τις πραγματικές επιπτώσεις της παραβάσεως στην αγορά, διότι το αν και κατά πόσον ο περιορισμός του ανταγωνισμού είχε ως συνέπεια τη διαμόρφωση υψηλότερης τιμής στην αγορά, σε σχέση με αυτή που θα είχε διαμορφωθεί αν δεν υπήρχε το καρτέλ, δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9925, σκέψεις 68 έως 77, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2010, T‑25/05, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 82).

113    Όπως έχει υπενθυμίσει το Δικαστήριο, από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 προκύπτει ότι η φύση της παραβάσεως αρκεί για να χαρακτηριστεί αυτή ως «πολύ σοβαρή» και μάλιστα ανεξαρτήτως των πραγματικών επιπτώσεών της στην αγορά και της γεωγραφικής εκτάσεώς της (βλ. σκέψη 100 ανωτέρω και απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 103). Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι, ενώ στην περιγραφή των «σοβαρών» παραβάσεων μνημονεύεται ρητώς η επίπτωση στην αγορά και οι συνέπειες σε εκτεταμένες περιοχές της κοινής αγοράς, αντιθέτως, στην περιγραφή των «πολύ σοβαρών» παραβάσεων δεν γίνεται μνεία σε πραγματικές επιπτώσεις στην αγορά ούτε σε συνέπειες σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή (αποφάσεις Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 150, και KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 112 ανωτέρω, σκέψη 83). Το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει, επίσης, ότι από το σημείο 1, A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι οι επιπτώσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον είναι δυνατόν να υπολογιστούν (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2009, C‑511/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. Ι‑5843, σκέψη 125, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 74).

114    Συναφώς, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή μόνο στις κλασικές περιπτώσεις οριζοντίων συμπράξεων με αντικείμενο τις τιμές και όχι σε περιπτώσεις «συνεννοήσεως μεταξύ προμηθευτών και αγοραστών με αντικείμενο τη διαμόρφωση των συνθηκών της αγοράς». Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από σκέψεις 81 έως 84 και 102 ανωτέρω, αντικείμενο των επίμαχων συμφωνιών ήταν, αφενός, ο καθορισμός των τιμών αγοράς και πωλήσεως πίσσας και, αφετέρου, η χορήγηση ευνοϊκότερων εκπτώσεων στους μετέχοντες στη σύμπραξη, οπότε μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι συμφωνίες, εκ της φύσεώς τους και μόνον, είχαν ως αντικείμενο την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

115    Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της φύσεως της επίμαχης παραβάσεως και, αφετέρου, του ότι, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν οι πραγματικές επιπτώσεις της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 314 και 316), η Επιτροπή μπορούσε να χαρακτηρίσει την παράβαση ως πολύ σοβαρή, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να εκτιμήσει τις πραγματικές επιπτώσεις της στην αγορά.

116    Εξάλλου, δεδομένου ότι η Επιτροπή επισήμανε σαφώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, κατά τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως και τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, δεν ελήφθησαν υπόψη οι πραγματικές επιπτώσεις της παραβάσεως, κακώς της προσάπτεται ότι, στη σχετική με τις πραγματικές επιπτώσεις αιτιολογική σκέψη ανέφερε ότι οι επίμαχες συμφωνίες εφαρμόστηκαν. Ομοίως, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν οι λοιπές ενδείξεις, τις οποίες προσκόμισε η Επιτροπή, ήσαν επαρκείς για να αποδειχθεί η πραγματική επίδραση της παραβάσεως επί του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αγοράς.

117    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

–       Επί της αιτιάσεως περί επιβολής δυσανάλογου προστίμου

118    Η προσφεύγουσα χαρακτηρίζει το ποσό των τριών εκατομμυρίων ευρώ που ορίστηκε ως βάση για τον υπολογισμό του προστίμου δυσανάλογο, δεδομένης της τιμής αγοράς της πίσσας.

119    Σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 1, Α, έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, οσάκις πρόκειται για παραβάσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερες επιχειρήσεις, είναι ενδεχομένως σκόπιμο να γίνεται στάθμιση, σε ορισμένες περιπτώσεις, των ποσών που προκύπτουν για κάθε κατηγορία παράβασης, «προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος κάθε επιχείρησης και, κατ’ επέκταση, ο πραγματικός αντίκτυπος της παράνομης συμπεριφοράς της για τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα αν υφίστανται σημαντικές διαφορές ως προς το μέγεθος μεταξύ επιχειρήσεων που διαπράττουν το ίδιο είδος παράβασης». Στο πλαίσιο αυτό, στο έβδομο εδάφιο διευκρινίζεται ότι «η αρχή της επιβολής ισοδύναμων κυρώσεων για την ίδια συμπεριφορά είναι δυνατό να οδηγήσει, στις περιπτώσεις που αυτό επιβάλλεται, στον καθορισμό διαφορετικών ποσών καταβλητέων από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, χωρίς η διαφοροποίηση αυτή να ανταποκρίνεται σε κάποιον αριθμητικό υπολογισμό».

120    Η Επιτροπή επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 318 έως 322 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, προκειμένου να συνεκτιμηθεί η σημασία της παράνομης συμπεριφοράς εκάστης εμπλεκόμενης στη σύμπραξη επιχειρήσεως και οι πραγματικές επιπτώσεις της στον ανταγωνισμό, κατέταξε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε κατηγορίες ανάλογα με τη σημασία εκάστης στη συγκεκριμένη αγορά, με κριτήριο τα μερίδια αγοράς τους, τα οποία υπολογίσθηκαν με βάση την αξία των πωλήσεων πίσσας οδοποιίας, όσον αφορά τους προμηθευτές, ή την αξία των αγορών πίσσας οδοποιίας, όσον αφορά τους κατασκευαστές, το 2001, που ήταν το τελευταίο πλήρες έτος διαπράξεως της παραβάσεως. Κατέταξε, συνεπώς, τις επιχειρήσεις σε έξι κατηγορίες και τοποθέτησε την προσφεύγουσα στην έκτη, στην οποία εμπίπτουν οι επιχειρήσεις με μερίδιο αγοράς που κυμαίνεται από 3,9 % έως 4,2 %, ορίζοντας το αρχικό ποσό του προστίμου, ως προς την προσφεύγουσα, σε τρία εκατομμύρια ευρώ. Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αν και στις περιπτώσεις των πολύ σοβαρών παραβάσεων μπορεί να επιβάλει πρόστιμα άνω των 20 εκατομμυρίων ευρώ, εντούτοις καθόρισε το βασικό ποσό σε 15 εκατομμύρια ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη, πρώτον, ότι η παράβαση αφορούσε μόνο την αγορά της πίσσας οδοποιίας σε ένα μόνον κράτος μέλος, δεύτερον, τη χαμηλή σχετικά αξία της αγοράς αυτής (62 εκατομμύρια ευρώ το 2001) και, τρίτον, τον μεγάλο αριθμό των μετεχόντων.

121    Κατά τη νομολογία, η Επιτροπή διαθέτει, στο πλαίσιο του κανονισμού 1/2003, διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την κατεύθυνση της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, εναπόκειται δε στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγχει αν το ύψος του επιβληθέντος προστίμου είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως και να σταθμίζει τη σοβαρότητα της παραβάσεως και τις περιστάσεις που επικαλείται ο προσφεύγων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 2003, T‑368/00, General Motors Nederland και Opel Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4491, σκέψη 189).

122    Επιπλέον, ο δικαστής της Ένωσης έχει αποσαφηνίσει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές, καίτοι δεν προβλέπουν ότι το ποσό των προστίμων πρέπει να υπολογίζεται με βάση τον συνολικό ή τον συγκεκριμένο κύκλο εργασιών, εντούτοις δεν εμποδίζουν να λαμβάνονται τα στοιχεία αυτά υπόψη κατά την επιμέτρηση του προστίμου, όταν τούτο είναι απαραίτητο προς τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και επιβάλλεται από τις περιστάσεις, και ότι η Επιτροπή μπορεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να κατατάξει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε πολλές κατηγορίες, βάσει του κύκλου εργασιών που είχε πραγματοποιήσει η κάθε μία από τα επίμαχα προϊόντα (απόφαση Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψεις 176 και 177).

123    Η μέθοδος αυτή, η οποία συνίσταται στην κατάταξη των μελών μιας συμπράξεως σε κατηγορίες, προκειμένου να διαφοροποιηθεί η μεταχείρισή τους κατά το στάδιο καθορισμού των αρχικών ποσών προστίμου, και έχει καταρχήν αναγνωρισθεί ως νόμιμη από τη νομολογία, μολονότι έχει ως αποτέλεσμα να μη λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεγέθους των επιχειρήσεων της ίδιας κατηγορίας, συνεπάγεται τον κατ’ αποκοπήν καθορισμό του αρχικού ποσού για τις επιχειρήσεις που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Έτσι, η Επιτροπή μπορεί, ιδίως, να κατατάξει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε διάφορες κατηγορίες, παραδείγματος χάρη, ανά ποσοστό 5 % ή 10 % των μεριδίων αγοράς. Πάντως, ο δικαστής της Ένωσης έχει τονίσει ότι η κατάταξη αυτή πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και ότι το ποσό των προστίμων πρέπει, τουλάχιστον, να είναι ανάλογο προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει μόνον αν η κατάταξη αυτή παρουσιάζει συνοχή και είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑68/04, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2511, σκέψεις 62 έως 70, και Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 159 ανωτέρω, σκέψεις 123 και 124).

124    Το Δικαστήριο έχει, ωστόσο, διευκρινίσει ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων αναλόγως της σοβαρότητας και τον προσδιορισμό της διάρκειας της συγκεκριμένης παραβάσεως, σύμφωνα με το σημείο 1, Α, έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών του 1998, να υπολογίζει το πρόστιμο με βάση ποσά στηριζόμενα στον κύκλο εργασιών των οικείων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή μπορεί, βεβαίως, να λάβει υπόψη τον κύκλο εργασιών της οικείας επιχειρήσεως ή, στην περίπτωση μιας συμπράξεως μεταξύ πωλητών και αγοραστών, την αξία των πωλήσεων και των αγορών του σχετικού προϊόντος, αλλά δεν πρέπει να αποδίδεται δυσανάλογη σημασία στα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία σε σχέση με άλλα στοιχεία εκτιμήσεως. Επομένως, η Επιτροπή διατηρεί ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη σκοπιμότητα της σταθμίσεως των προστίμων σε συνάρτηση με το μέγεθος κάθε επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον καθορισμό του προστίμου, να βεβαιώνεται, σε περίπτωση επιβολής προστίμων σε πλείονες επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων αντικατοπτρίζουν τις διαφορές μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψεις 141 έως 144), ως προς τον κύκλο εργασιών τους στην αγορά του σχετικού προϊόντος (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑62/02, Union Pigments κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5057, σκέψη 159), ή, στην περίπτωση συμπράξεως μεταξύ πωλητών και αγοραστών, ως προς το ποσό των αγορών τους ή των πωλήσεών τους εντός της σχετικής αγοράς.

125    Όπως, εξάλλου, έχει δεχθεί το Γενικό Δικαστήριο, το γεγονός ότι η μέθοδος υπολογισμού που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές δεν στηρίζεται στην αξία των πωλήσεων ή των αγορών των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, οπότε είναι, ως εκ τούτου, δυνατό να υπάρχουν ανισότητες μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά την αναλογία της αξίας των πωλήσεων ή των αγορών τους προς τα επιβληθέντα σε αυτές πρόστιμα, δεν λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζεται αν η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και την αρχή της εξατομίκευσης των ποινών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαΐου 2009, T‑116/04, Wieland-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1087, σκέψεις 86 και 87).

126    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, ακόμη και αν ευσταθεί ότι η αξία των αγορών πίσσας από την προσφεύγουσα το 2001 ήταν μόλις 2,6 εκατομμύρια ευρώ, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της το στοιχείο αυτό.

127    Περαιτέρω, κατόπιν των προεκτεθέντων και λαμβανομένων ιδίως υπόψη της σοβαρότητας της παραβάσεως και της αποτρεπτικής λειτουργίας της κυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσό των τριών εκατομμυρίων ευρώ που ορίστηκε ως βάση για τον υπολογισμό του προστίμου δεν είναι δυσανάλογο.

128    Κατά συνέπεια, το τρίτος σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο, όπως και ο δεύτερος λόγος στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καταλογισμό της παραβάσεως που διέπραξε η BNGW στην προσφεύγουσα

 Επιχειρήματα των διαδίκων

129    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή, καταλογίζοντάς της ευθύνη για τη συμπεριφορά της BNGW, με μόνο κριτήριο το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρία της ανήκει εξ ολοκλήρου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, ενήργησε αντίθετα προς τη νομολογία και παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας. Η προσφεύγουσα προβάλλει, ακόμη, ότι δεν ασκούσε αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της και ότι απλώς μετείχε παθητικά στο κεφάλαιό της.

130    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

131    Δεδομένης της απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, συνέπεια της οποίας είναι η ακύρωση του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον καταλογισμό της συμπεριφοράς της BNGW στην προσφεύγουσα για το διάστημα μεταξύ 21ης Ιουνίου 1996 και 30ής Σεπτεμβρίου 2000, παρέλκει η εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του ύψους του προστίμου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

132    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε εν μέρει ακυρωτέα, όσον αφορά το διάστημα μεταξύ 21ης Ιουνίου 1996 και 30ής Σεπτεμβρίου 2000, το επιβληθέν σε αυτή πρόστιμο πρέπει κατ’ αναλογία να μειωθεί σε 1 213 650 ευρώ.

133    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα προέβαλε, ακόμη, ότι, εφόσον ο κανονισμός 1/2003 προσδίδει την ίδια σημασία στη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, το πρόστιμο πρέπει να είναι ανάλογο προς τη διάρκεια της παραβάσεως, κατά τα οριζόμενα στις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006). Τονίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή έπρεπε να τηρήσει το προβλεπόμενο από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 όριο του 10 % ανά έτος.

134    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, όσον αφορά το διάστημα μεταξύ 21 Ιουνίου 1996 και 30ής Σεπτεμβρίου 2000, το αρχικό ποσό του προστίμου πρέπει να οριστεί σε 3,45 εκατομμυρίων ευρώ, το βασικό ποσό να παραμείνει στα 3 εκατομμύρια ευρώ και η προσαύξηση λόγω διάρκειας να μειωθεί από 55 % σε 15 %. Σε κάθε περίπτωση, η Ballast Nedam υπέχει ευθύνη για το σύνολο της διάρκειας της παραβάσεως.

135    Η Επιτροπή προβάλλει, ακόμη, ότι οι θέσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν τηρήθηκε το προβλεπόμενο από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 όριο του 10 % ανά έτος και ότι το πρόστιμο πρέπει να είναι απολύτως ανάλογο προς τη διάρκεια της παραβάσεως, αποτελούν νέους και, ως εκ τούτου, απαράδεκτους ισχυρισμούς. Διευκρινίζει, εξάλλου, ότι η εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 από το Γενικό Δικαστήριο προσκρούει στην αρχή της ισότητας των μετεχόντων στη σύμπραξη και ότι, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην προσφεύγουσα περιήλθε το σύνολο της κατασκευαστικής δραστηριότητας του ομίλου.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

136    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 21 έως 36 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί λυσιτελώς κατά τη διοικητική διαδικασία όσον αφορά τη συμμετοχή της στην παράβαση υπό την ιδιότητά της ως μητρικής εταιρίας που κατέχει το 100 % των μετοχών της BNGW και ότι, για τον λόγο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον καταλογισμό της συμπεριφοράς της BNGW στην προσφεύγουσα για το διάστημα μεταξύ 21ης Ιουνίου 1996 και 30ής Σεπτεμβρίου 2000. Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι σε αυτό απόκειται να προσδιορίσει τις συνέπειες της ακυρώσεως της διατάξεως αυτής ως προς το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο.

137    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση και ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

138    Κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να δέχεται νέους λόγους ή επιχειρήματα, υπό τη διττή προϋπόθεση ότι αυτά είναι λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς και δεν στηρίζονται σε λόγο σχετικό με έλλειψη νομιμότητας διαφορετικό από τους προβληθέντες με το δικόγραφο της προσφυγής (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1999, C‑104/97 P, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Συλλογή 1999, σ. I‑6983, σκέψεις 27 έως 29).

139    Επομένως, όσον αφορά την προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου κατά των επιχειρημάτων που ανέπτυξε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διαπιστώνεται ότι στο δικόγραφο της προσφυγής η προσφεύγουσα απλώς ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να μειώσει το πρόστιμο κατά το μέτρο που αυτό ακυρώθηκε όσον αφορά το διάστημα μεταξύ 21ης Ιουνίου 1996 και 30ής Σεπτεμβρίου 2000, λόγω προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας. Με το υπόμνημα απαντήσεως η προσφεύγουσα προέβη σε νέο υπολογισμό, καταλήγοντας σε μείωση του προστίμου κατ’ απόλυτη αναλογία προς τη μείωση της διάρκειας της παραβάσεως. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως η Επιτροπή αμφισβήτησε τον υπολογισμό της προσφεύγουσας και ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να υπολογίσει εκ νέου το πρόστιμο, διατηρώντας ως βάση το ποσό των τριών εκατομμυρίων ευρώ και μειώνοντας τον συντελεστή προσαυξήσεως του προστίμου από 55 σε 15 % λόγω διάρκειας, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998, οι οποίες εφαρμόστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση.

140    Επομένως, αφενός, το επιχείρημα ότι η μέθοδος υπολογισμού που πρότεινε η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως οδηγεί σε παραβίαση του προβλεπόμενου από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 ορίου του 10 % ανά έτος και, αφετέρου, το επιχείρημα ότι το πρόστιμο πρέπει να είναι απολύτως ανάλογο προς τη διάρκεια της παραβάσεως, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, δεν στηρίζονται σε λόγο σχετικό με έλλειψη νομιμότητας διαφορετικό από τους προβληθέντες με το δικόγραφο της προσφυγής ότι είναι λυσιτελή για τον καθορισμό του προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του. Επομένως, τα επιχειρήματα κρίνοντα παραδεκτά.

141    Επί της ουσίας, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η μέθοδος υπολογισμού που πρότεινε η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως οδηγεί σε παραβίαση του προβλεπόμενου από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 ορίου του 10 % ανά έτος, το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο, διότι η Επιτροπή πρότεινε, σύμφωνα με το σημείο B των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών και όπως είχε πράξει με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 328), προσαύξηση του βασικού ποσού του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου κατά 10 % για κάθε πλήρες έτος της παραβάσεως και κατά 5 % για διάστημα μεταξύ έξι μηνών και ενός έτους, δηλαδή 15 % για το διάστημα μεταξύ 1ης Οκτωβρίου 2000 και 15ης Απριλίου 2002.

142    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το πρόστιμο πρέπει να είναι απολύτως ανάλογο προς τη διάρκεια της παραβάσεως, υπενθυμίζεται ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει τέτοια απαίτηση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μαρτίου 2011, T‑122/07 έως T‑124/07, Siemens Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 182). Συγκεκριμένα, το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 απλώς ορίζει ότι το ύψος του προστίμου καθορίζεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.

143    Όσον αφορά την ευχέρεια του Γενικού Δικαστηρίου να υπολογίσει το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο με τη μέθοδο που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 αντί με εκείνη που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1998, οι οποίες ήταν σε ισχύ όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές, όταν αποφασίζει ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 213 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), αλλά υποχρεούται να καταλήγει σε δική του κρίση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της οικείας υποθέσεως. Ωστόσο, η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν πρέπει να συνεπάγεται, κατά τον υπολογισμό των προστίμων, δυσμενή διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων που έχουν μετάσχει σε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική αντίθετη προς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Το Γενικό Δικαστήριο, εφόσον αποφασίσει να μην ακολουθήσει, ως προς μια επιχείρηση, τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή ως προς όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή του αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, Sarrió κατά Επιτροπής, C‑291/98 P, Συλλογή 2000, σ. I‑9991, σκέψεις 97 και 98).

144    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι με τις σκέψεις 107 και 127 ανωτέρω η μεν παράβαση κρίθηκε ιδιαίτερα σοβαρή και το ορισθέν από την Επιτροπή βασικό ποσό του προστίμου εύλογο, δικαιολογείται μείωση του προστίμου σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται από τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998.

145    Λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων που προαναφέρθηκαν και των εκτιμήσεων που προηγήθηκαν, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, ότι ο συντελεστής προσαυξήσεως του προστίμου, λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, πρέπει να μειωθεί από 55 σε 15 %, το δε πρόστιμο για την καταβολή του οποίου η προσφεύγουσα ευθύνεται εις ολόκληρον πρέπει να μειωθεί σε 3,45 εκατομμύρια ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

146    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

147    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε εν μέρει, κρίνεται, κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, ότι έκαστος διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της αποφάσεως C(2006) 4090 τελικό της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] [Υπόθεση COMP/F/38.456 – Πίσσα (Κάτω Χώρες)], όσον αφορά τη συμμετοχή της Ballast Nedam Infra BV στην παράβαση από τις 21 Ιουνίου 1996 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2000.

2)      Το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Ballast Nedam Infra με το άρθρο 2, στοιχείο α΄, της προαναφερθείσας στο σημείο 1 αποφάσεως, για την καταβολή του οποίου η εν λόγω εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον, μειώνεται σε 3,45 εκατομμύρια ευρώ.

3)      Οι διάδικοι φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Jaeger

Wahl

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Σεπτεμβρίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί μη αποδείξεως της υπάρξεως παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

– Επί της συμμετοχής των μεγάλων κατασκευαστών στον καθορισμό της μικτής τιμής

– Επί των εκπτώσεων που χορηγήθηκαν στους W5 και επί του μηχανισμού επιβολής κυρώσεων

– Επί του ότι οι W5 δεν είχαν συμφέρον για από κοινού καθορισμό της μικτής τιμής

– Επί της αρνήσεως της Επιτροπής να εφαρμόσει τις διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών για τις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας

– Επί της θέσεως ότι δεν υπήρχε σκοπός περιορισμού του ανταγωνισμού

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

– Επί του χαρακτηρισμού της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής

– Περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των επιπτώσεων της συμπράξεως στην αγορά

– Επί της αιτιάσεως περί επιβολής δυσανάλογου προστίμου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καταλογισμό της παραβάσεως που διέπραξε η BNGW στην προσφεύγουσα

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του ύψους του προστίμου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.