Language of document : ECLI:EU:T:2011:588

Υπόθεση T-224/10

Association belge des consommateurs test-achats ASBL

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Βελγική αγορά της ενέργειας – Απόφαση κηρύσσουσα μια συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά – Δεσμεύσεις κατά την πρώτη φάση εξετάσεως – Απόφαση απορρίπτουσα τη μερική παραπομπή της εξετάσεως μιας συγκεντρώσεως στις εθνικές αρχές – Προσφυγή ακυρώσεως – Ένωση καταναλωτών – Έννομο συμφέρον – Μη κίνηση της διαδικασίας εμπεριστατωμένου ελέγχου – Διαδικαστικά δικαιώματα – Απαράδεκτο»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Ενεργητική νομιμοποίηση – Απόφαση σχετικά με το συμβατό μιας πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά – Τρίτοι τους οποίους ενδιαφέρει η εν λόγω συγκέντρωση

(Άρθρο 108 § 2 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Διοικητική διαδικασία – Δικαίωμα των τρίτων να τύχουν ακροάσεως – Ενώσεις καταναλωτών

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 6· κανονισμός 802/2004 της Επιτροπής, άρθρο 11, στοιχείο γ΄)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Ενεργητική νομιμοποίηση – Απόφαση περί μη παραπομπής της εξετάσεως μιας πράξεως συγκεντρώσεως στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους – Τρίτοι τους οποίους ενδιαφέρει η εν λόγω συγκέντρωση – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 108 § 2 ΣΛΕΕ και άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 9)

4.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Απόφαση περί μη παραπομπής της εξετάσεως μιας πράξεως συγκεντρώσεως στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους – Δικαίωμα κράτους μέλους να ασκήσει προσφυγή και να ζητήσει την εφαρμογή της εθνικής του νομοθεσίας περί ανταγωνισμού – Προσφυγή ασκούμενη για τον ίδιο σκοπό από τρίτον ενδιαφερόμενο – Απαράδεκτο

(Κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 9)

1.      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεως που απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο μόνον εφόσον η απόφαση το αφορά άμεσα και ατομικά. Ωστόσο, για τις αποφάσεις της Επιτροπής που αφορούν το συμβατό μιας συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά, η ενεργητική νομιμοποίηση των τρίτων τους οποίους ενδιαφέρει η συγκέντρωση πρέπει να εκτιμάται κατά τρόπο διαφορετικό αναλόγως του αν αυτοί, αφενός, επικαλούνται ελαττώματα που επηρεάζουν την ουσία αυτών των αποφάσεων (στο εξής: πρώτη κατηγορία) ή, αφετέρου, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα διαδικαστικά δικαιώματα που τους απονέμουν οι πράξεις του δικαίου της Ένωσης που διέπει τον έλεγχο των συγκεντρώσεων (στο εξής: δεύτερη κατηγορία).

Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, το γεγονός απλώς και μόνον ότι μια απόφαση είναι ικανή να επηρεάσει την νομική κατάσταση του προσφεύγοντος δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων νομιμοποιείται ενεργητικώς να την προσβάλει. Όσον αφορά ειδικότερα τον ατομικό επηρεασμό του προσφεύγοντος, είναι αναγκαίο να θίγει η επίμαχη απόφαση τον προσφεύγοντα αυτόν λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τον διακρίνει από κάθε άλλο πρόσωπο και, εκ του λόγου τούτου, τον εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη.

Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία, κατά κανόνα, οσάκις ένας κανονισμός παρέχει σε τρίτους διαδικαστικά δικαιώματα, αυτοί πρέπει να διαθέτουν ένδικο βοήθημα για την προστασία των εννόμων συμφερόντων τους. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις σχετικές με τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα διαφορές, η προσβολή ή μη του δικαιώματος νομότυπης ακροάσεως ορισμένων τρίτων, κατόπιν αιτήσεώς τους, κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής δεν μπορεί, καταρχήν, να ελεγχθεί από τον δικαστή της Ένωσης παρά στο στάδιο του ελέγχου της νομιμότητας της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής. Συνεπώς, ακόμα και όταν η απόφαση αυτή, κατά την ουσία της, δεν αφορά ατομικά και/ή άμεσα τον προσφεύγοντα, θα πρέπει να του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως αυτής ακριβώς προκειμένου να εξεταστεί αν παραβιάστηκαν οι σχετικές με τη διαδικασία εγγυήσεις τις οποίες βασίμως μπορούσε να επικαλεστεί. Μόνον σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώσει παράβαση των εγγυήσεων αυτών ικανή να προσβάλει το δικαίωμα του προσφεύγοντος να εκθέσει λυσιτελώς την άποψή του κατά την εν λόγω διοικητική διαδικασία, εφόσον είχε υποβάλει σχετική αίτηση, μπορεί το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση αυτή για παράβαση ουσιώδους τύπου. Ελλείψει ουσιαστικής προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, το γεγονός απλώς και μόνον ότι ο προσφεύγων επικαλείται, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, την προσβολή των δικαιωμάτων αυτών κατά τη διοικητική διαδικασία δεν μπορεί να συνεπάγεται το παραδεκτό της προσφυγής στο μέτρο που αυτή στηρίζεται σε λόγους που αντλούνται από την παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου.

Επομένως, προσφυγή ασκούμενη από προσφεύγοντα που δεν εμπίπτει στην πρώτη κατηγορία μπορεί να κριθεί παραδεκτή μόνον εφόσον αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας των διαδικαστικών εγγυήσεων που αναγνωρίζονται στον προσφεύγοντα κατά τη διοικητική διαδικασία, στο δε Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, επί της ουσίας, μήπως η απόφαση της οποίας ζητείται η ακύρωση αγνόησε τις εγγυήσεις αυτές.

(βλ. σκέψεις 27-30)

2.      Ένωση καταναλωτών συσταθείσα για την προώθηση των συλλογικών συμφερόντων των μελών της μπορεί να διαθέτει διαδικαστικό δικαίωμα, ήτοι το δικαίωμα να τύχει ακροάσεως, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας της Επιτροπής που αφορά τον έλεγχο της επίμαχης συγκεντρώσεως, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως δύο προϋποθέσεων: πρώτον, η συγκέντρωση πρέπει να αφορά προϊόντα ή υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται από τους τελικούς καταναλωτές· δεύτερον, η ένωση πρέπει να έχει πράγματι υποβάλει γραπτή αίτηση ακροάσεως από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας εξετάσεως. Εφόσον πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, μια τέτοια ένωση μπορεί παραδεκτώς να προσβάλει την απόφαση περί εγκρίσεως μιας συγκεντρώσεως λόγω προσβολής αυτού του διαδικαστικού δικαιώματος.

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, το άρθρο 11, στοιχείο γ΄, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 802/2004, που αφορά την εφαρμογή του κανονισμού 139/2004 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, προβλέπει μεν ότι οι ενώσεις καταναλωτών έχουν δικαίωμα ακροάσεως μόνον όταν το σχέδιο συγκεντρώσεως αφορά προϊόντα ή υπηρεσίες που χρησιμοποιούν οι τελικοί καταναλωτές, δεν απαιτεί όμως να αναφέρεται το αντικείμενο του σχεδίου αυτού άμεσα στα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες. Η ενδεχομένως παρεπόμενη φύση αυτών των συνεπειών δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερεί από την εν λόγω ένωση το δικαίωμα ακροάσεως. Πράγματι, η Επιτροπή δεν έχει δικαίωμα να απορρίψει αίτηση ενώσεως καταναλωτών η οποία ζητεί να τύχει ακροάσεως ως τρίτος δικαιολογών επαρκές ενδιαφέρον για τη συγκέντρωση χωρίς να της παράσχει τη δυνατότητα να αποδείξει ως προς τι η συγκέντρωση αυτή μπορεί να ενδιαφέρει τους καταναλωτές.

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, ούτε ο κανονισμός 139/2004 ούτε ο κανονισμός 802/2004, όταν προβλέπουν ότι ορισμένοι τρίτοι πρέπει να τυγχάνουν ακροάσεως από την Επιτροπή εφόσον το ζητήσουν, διευκρινίζουν την περίοδο κατά την οποία πρέπει να υποβληθεί η σχετική αίτηση. Ειδικότερα, οι κανονισμοί αυτοί δεν διευκρινίζουν ρητώς ότι η αίτηση αυτή πρέπει να υποβάλλεται μετά την κοινοποίηση της συγκεντρώσεως στην οποία αναφέρεται ή τη δημοσίευση της σχετικής γνωστοποιήσεως. Εντούτοις, εφόσον η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 139/2004 μόνον όσον αφορά τις κοινοποιηθείσες συγκεντρώσεις, είναι συνεπές με τη λογική της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων να θεωρείται ότι οι ενέργειες στις οποίες οι τρίτοι οφείλουν να προβούν προκειμένου να εμπλακούν στη διαδικασία θα πρέπει να γίνονται μετά την τυπική κοινοποίηση μιας συγκεντρώσεως. Πράγματι, η ανάγκη να υποβάλλουν οι επιθυμούντες ακρόαση τρίτοι τις συναφείς αιτήσεις τους μετά την κοινοποίηση της σχετικής συγκεντρώσεως είναι σύμφωνη με την επιταγή της ταχύτητας η οποία χαρακτηρίζει την οικονομία της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων και επιβάλλει στην Επιτροπή να τηρεί αυστηρές προθεσμίες για την έκδοση της τελικής αποφάσεώς της.

(βλ. σκέψεις 37-38, 40, 43-44, 49, 53, 56)

3.      Τρίτος τον οποίο ενδιαφέρει μια πράξη συγκεντρώσεως μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την απόφαση με την οποία η Επιτροπή δέχθηκε το αίτημα περί παραπομπής που υποβλήθηκε από την εθνική αρχή ανταγωνισμού, υπό τον όρον ότι το δίκαιο της Ένωσης αναγνωρίζει στους τρίτους αυτούς, αφενός, διαδικαστικά δικαιώματα κατά τη διάρκεια της εξετάσεως μιας συγκεντρώσεως από την Επιτροπή και, αφετέρου, δικαίωμα ένδικης προστασίας προς αμφισβήτηση των ενδεχομένων προσβολών αυτών των δικαιωμάτων. Πράγματι, μια τέτοια απόφαση περί παραπομπής έχει ως άμεση συνέπεια την υπαγωγή μιας πράξεως συγκεντρώσεως, ή μέρους αυτής, στον αποκλειστικό έλεγχο της εθνικής αρχής ανταγωνισμού που ζήτησε την παραπομπή, και η οποία αποφασίζει βάσει του εθνικού της δικαίου του ανταγωνισμού, στερώντας τους τρίτους τη δυνατότητα να εξετάσει η Επιτροπή το νομότυπο της επίμαχης πράξεως από πλευράς του δικαίου της Ένωσης και εμποδίζοντάς τους να αμφισβητήσουν ενώπιόν του Γενικού Δικαστηρίου τις εκτιμήσεις των εθνικών αρχών, ενώ, αν δεν υπήρχε η παραπομπή, οι εκτιμήσεις στις οποίες θα προέβαινε η Επιτροπή θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο τέτοιας αμφισβητήσεως.

Όμως, αυτά τα διαδικαστικά δικαιώματα και αυτή η ένδικη προστασία ουδόλως τίθενται σε κίνδυνο από την απόφαση περί μη παραπομπής, η οποία, αντιθέτως, εγγυάται στους τρίτους τους οποίους ενδιαφέρει μια συγκέντρωση με κοινοτική διάσταση, αφενός, ότι η συγκέντρωση αυτή θα εξεταστεί από την Επιτροπή βάσει του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, ότι το Γενικό Δικαστήριο θα είναι ο αρμόδιος δικαστής για την εκδίκαση τυχόν προσφυγής κατά της αποφάσεως της Επιτροπής περί περατώσεως της διαδικασίας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ενεργητική νομιμοποίηση τρίτου ενδιαφερομένου δεν μπορεί να στηριχθεί σε κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίηση των εν λόγω τρίτων να προσφύγουν κατά αποφάσεως περί παραπομπής.

(βλ. σκέψεις 75, 77, 79-81)

4.      Το άρθρο 9, παράγραφος 9, του κανονισμού 139/2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, παρέχει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή και να ζητήσει την εφαρμογή της εθνικής του νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Αντιθέτως, κανένα στοιχείο του συστήματος του ελέγχου των συγκεντρώσεων με κοινοτική διάσταση το οποίο προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι τρίτος ενδιαφερόμενος μπορεί παραδεκτώς να προσβάλει την απόφαση περί μη παραπομπής λόγω του ότι η απόφαση αυτή εμποδίζει την εφαρμογή, στον έλεγχο της επίμαχης συγκεντρώσεως και στα ένδικα βοηθήματα κατά της αποφάσεως με την οποία πραγματοποιείται ο έλεγχος αυτός, του δικαίου ενός κράτους μέλους αντί του δικαίου της Ένωσης. Το παραδεκτό προσφυγής κατά της αποφάσεως περί μη παραπομπής δεν μπορεί να απορρέει από το ότι η συγκεκριμένη εθνική νομοθεσία θα μπορούσε να παράσχει στον εν λόγω τρίτο διαδικαστικά δικαιώματα και/ή ένδικη προστασία μεγαλύτερης εκτάσεως από τα δικαιώματα και την προστασία που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, η ασφάλεια δικαίου δεν επιτρέπει να εξαρτάται το παραδεκτό προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης από το κατά πόσον η έννομη τάξη του κράτους μέλους του οποίου η αρχή ανταγωνισμού ζήτησε ανεπιτυχώς την παραπομπή της εξετάσεως μιας πράξεως συγκεντρώσεως παρέχει στους τρίτους ενδιαφερομένους διαδικαστικά δικαιώματα και/ή ένδικη προστασία μεγαλύτερης εκτάσεως από τα δικαιώματα και την προστασία που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης. Το περιεχόμενο των εν λόγω διαδικαστικών δικαιωμάτων και της ένδικης προστασίας εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων οι οποίοι, αφενός, είναι δύσκολα συγκρίσιμοι και, αφετέρου, υπόκεινται σε δύσκολα ελέγξιμες νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις.

Ο ίδιος ο σκοπός μιας προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης συνίσταται στην εξασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης, ανεξαρτήτως του περιεχομένου των διαδικαστικών δικαιωμάτων και της ένδικης προστασίας που παρέχει το δίκαιο αυτό, και όχι στη διεκδίκηση της τυχόν εκτενέστερης προστασίας που απορρέει από εθνικό δίκαιο.

(βλ. σκέψεις 82-84)