Language of document :

Προσφυγή της 14ης Μαΐου 2010 -Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-226/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej (Βαρσοβία, Πολωνία) (εκπρόσωποι: H. Gruszecka και D. Pawłowska, radcy prawni [νομικές σύμβουλοι])

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 3ης Μαρτίου 2010 στην υπόθεση PL/2009/1019, σχετικά με την εθνική αγορά χονδρικής διαμεταγωγής δεδομένων IP (transit IP) (υπόθεση PL/2009/1019) και την αγορά χονδρικής ανταλλαγής δεδομένων (peering IP) με το δίκτυο της Telekomunikacja Polska SA·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως

Ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως C(2010) 1234 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 3ης Μαρτίου 2010, εκδοθείσας βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (οδηγία πλαίσιο)1, με την οποία η Επιτροπή ζήτησε από τον πρόεδρο της πολωνικής ρυθμιστικής αρχής ηλεκτρονικών επικοινωνιών (Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej - Prezes UKE) να ανακαλέσει τα σχέδια μέτρων σχετικά με την εθνική αγορά χονδρικής διαμεταγωγής δεδομένων IP (transit IP) και αγορά χονδρικής ανταλλαγής δεδομένων (peering IP) με το δίκτυο της Telekomunikacja Polska SA, σχέδια τα οποία κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή στις 27 Νοεμβρίου 2009 και πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς PL/2009/1019 και PL/2009/1020.

Προς στήριξη της προσφυγή του ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως.

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, προσέβαλε ορισμένους διαδικαστικούς κανόνες, κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και αυτής της αποτελεσματικής συνεργασίας και του μηχανισμού διαβουλεύσεως που προβλέπει το άρθρο 7 της οδηγίας πλαισίου, διότι οι διατάξεις που επικαλείται στην απόφαση αυτή στηρίζονται σε εσφαλμένη μετάφραση των σχεδίων μέτρων που γνωστοποίησε ο προσφεύγων στο πλαίσιο της διαδικασίας κοινοποιήσεως, οπότε η Επιτροπή κατέληξε σε εσφαλμένες διαπιστώσεις επί των πραγματικών στοιχείων που αποτελούν τη βάση των κοινοποιηθέντων μέτρων. Ακόμη, ο προσφεύγων αιτιάται την Επιτροπή ότι διέπραξε διαδικαστικές παρατυπίες παραλείποντας να αιτιολογήσει επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία επισταμένη και αντικειμενική εξέταση των λόγων για τους οποίους ζήτησε την ανάκληση των κοινοποιηθέντων σχεδίων μέτρων.

Δεύτερον, ο προσφεύγων προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμώντας ότι οι υπηρεσίες ανταλλαγής και διαμεταγωγής δεδομένων μπορούν να υποκαταστήσουν η μία την άλλη. Ο προσφεύγων φρονεί ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, διότι οι ως άνω υπηρεσίες διαφέρουν όσον αφορά τον τομέα τον οποίο αφορά ο όγκος των δεδομένων που ανταλλάσσονται μεταξύ επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών, όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού του καταβλητέου τιμήματος στο πλαίσιο της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών, όσον αφορά τον προσδιορισμό του παρέχοντος τις υπηρεσίες (FSI), αλλά και σε επίπεδο ποιότητας των υπηρεσιών.

Τρίτον, ο προσφεύγων προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη επίσης τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, παράγραφος 4, 8, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄, 14, παράγραφος 2, 15, παράγραφος 3, και 16, παράγραφος 4, της οδηγίας-πλαισίου, εκτιμώντας ότι οι αγορές χονδρικής κυκλοφορίας δεδομένων στην Πολωνία (transit IP και peering IP) δεν αποτελούν δύο διαφορετικές αγορές, ότι δεν πρέπει να αποτελούν το αντικείμενο ρυθμίσεως ex ante και ότι η Telekomunikacja Polska SA δεν διαθέτει σημαντική ισχύ στις δύο αυτές αγορές. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με όσα ορίζουν η σύσταση2 και οι κατευθυντήριες γραμμές3, προέβη σε εξέταση των αγορών έναντι του βασίμου μιας ρυθμίσεως ex ante και αναμφισβήτητα έλεγξε την εφαρμογή των τριών κριτηρίων. Ο εν λόγω έλεγχος επιβεβαίωσε πλήρως ότι οι αγορές peering IP και transit IP πρέπει να αποτελούν το αντικείμενο ρυθμίσεως ex ante, διότι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη σημαντικών και διαρκών εμποδίων, διότι η δομή τους δεν μπορεί να οδηγεί σε εξέλιξη προς μια κατάσταση αποτελεσματικού ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της υπό κρίση περιόδου και ότι το δίκαιο του ανταγωνισμού δεν αρκεί από μόνο του προς θεραπεία των ελλείψεων που παρατηρούνται στις αγορές.

____________

1 - Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 108, σ. 33).

2 - Σύσταση της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2007, αναφορικά με σχετικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες επιδέχονται εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση, σύμφωνα με την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2007) 5406] (ΕΕ L 344, σ. 65).

3 - Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 2002 για την ανάλυση αγοράς και την εκτίμηση της σημαντικής ισχύος στην αγορά βάσει του κοινοτικού πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ C 165, σ. 6).