Language of document :

Αναίρεση που άσκησαν στις 3 Φεβρουαρίου 2022 η Grupa Azoty S.A., η Azomureș SA, και τα Λιπάσματα Καβάλας ΕΠΕ - Υποκατάστημα Αλλοδαπής κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 29 Νοεμβρίου 2021 στην υπόθεση T-726/20, Grupa Azoty κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση C-73/22 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Grupa Azoty S.A., Azomureș SA, Λιπάσματα Καβάλας ΕΠΕ - Υποκατάστημα Αλλοδαπής (εκπρόσωποι: D. Haverbeke, L. Ruessmann και P. Sellar, avocats)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη∙

να κρίνει ως παραδεκτή την προσφυγή που άσκησαν οι αναιρεσείουσες δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα τη μερική ακύρωση της ανακοινώσεως της Επιτροπής της 25ης Σεπτεμβρίου 2020 με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με ορισμένα μέτρα κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μετά το 2021»1 ∙ ή

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη για τον λόγο ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να είχε επιφυλαχθεί ως προς την απόφασή του επί του παραδεκτού της προσφυγής έως ότου την εξετάσει κατ’ ουσίαν∙ και

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο ώστε αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας∙ και

να επιδικάσει τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας στις αναιρεσείουσες∙ και

να επιφυλαχθεί ως προς τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έως ότου αυτό ολοκληρώσει την πλήρη εξέταση της προσφυγής.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν δύο λόγους.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται ανεπαρκής αιτιολογία.

Το Γενικό Δικαστήριο δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει. Πρώτον, στις σκέψεις 34 έως 48 και 49 έως 51 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, ούτε προέβη σε επαρκή διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών των οποίων έγινε επίκληση ενώπιόν του. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε γιατί μόνο οι αποφάσεις της Επιτροπής που εκδίδονται βάσει συγκεκριμένου παράγωγου δικαίου μπορούν να αφορούν άμεσα τις αναιρεσείουσες. Τούτο αφορά τη σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον έκρινε ότι οι αναιρεσείουσες δεν θίγονταν άμεσα.

Το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει στην πάγια νομολογία όσον αφορά το κριτήριο ελέγχου περί άμεσου επηρεασμού, στις σκέψεις 26 έως 30 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται ή μη άμεσος επηρεασμός, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, μεταξύ άλλων, να εξετάσει και να εκτιμήσει το περιεχόμενο, τη φύση, τον σκοπό και την ουσία της προσβαλλομένης πράξεως, καθώς και το πραγματικό και νομικό της πλαίσιο. Καθόσον δεν προέβη στις ανωτέρω εκτιμήσεις, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα όσον αφορά την εκτίμηση της απαιτήσεως του άρθρου 263 ΣΛΕΕ περί αμέσου επηρεασμού. Τούτο αφορά τις σκέψεις 34 έως 48 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως. Το Γενικό Δικαστήριο έχει δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία οι αναιρεσείουσες δεν έχουν τη δυνατότητα ένδικης προσφυγής. Καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν ακολούθησε ούτε εφάρμοσε ορθώς το κριτήριο ελέγχου περί αμέσου επηρεασμού, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα.

Επικουρικώς, προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να είχε επιφυλαχθεί ως προς την απόφασή του επί του παραδεκτού της προσφυγής έως ότου την εξετάσει κατ’ ουσίαν.

Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 130 (3) του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου απαιτούν αυτό να επιφυλαχθεί ως προς την απόφασή του επί του παραδεκτού έως ότου αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως αν τούτο δικαιολογείται από ιδιαίτερες περιστάσεις, και, επομένως, επιτάσσει να οριστούν νέες προθεσμίες για τη συνέχιση της δίκης. Κατά πάγια νομολογία, αυτές οι ιδιαίτερες περιστάσεις συντρέχουν οσάκις απαιτείται τέτοιου είδους επιφύλαξη για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Το Γενικό Δικαστήριο είχε την υποχρέωση να εξετάσει τη φύση, το περιεχόμενο και το πλαίσιο της προσβαλλόμενης πράξεως προκειμένου να αποφανθεί εάν αυτή έθιγε άμεσα τις αναιρεσείουσες. Προς τον σκοπό αυτόν, είναι αναγκαίο να εξεταστεί η ουσία της πράξεως, καθώς και το κατά πόσον επιβάλλει αυτοτελείς νομικές υποχρεώσεις στα κράτη μέλη. Υπάρχει μια αλληλοεπικάλυψη μεταξύ της εξετάσεως και εκτιμήσεως αυτής και του πρώτου προβληθέντος λόγου ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας της Επιτροπής να θεσπίσει το παράρτημα Ι της προσβαλλομένης πράξεως. Καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν επιφυλάχθηκε ως προς το παραδεκτό της προσφυγής έως ότου εξετάσει κατ’ ουσίαν τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών, παρέβη τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 130 του Κανονισμού του Διαδικασίας.

____________

1 ΕΕ 2020, C 317, σ. 5.