Language of document : ECLI:EU:T:1997:191

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 1997(1)

«Αγωγή αποζημιώσεως — Εξωσυμβατική ευθύνη — Γάλα — Συμπληρωματικήεισφορά — Ποσότητα αναφοράς — Κανονισμός (ΕΟΚ) 2055/93 — Αποζημίωσηπαραγωγών — Παραγραφή»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-195/94 και T-202/94,

Friedhelm Quiller, κάτοικος Lienen (Γερμανία),
Johann Heusmann, κάτοικος Loxstedt (Γερμανία),
εκπροσωπούμενοι από τους Bernd Meisterernst, Mechtild Düsing, DietrichManstetten Frank Schultze και Winfried Haneklaus, δικηγόρους Münster, με τόποεπιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο των Lambert Dupong καιGuy Kosbrück, 14 A, rue des Bains,

ενάγοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τον ArthurBrautigam, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τους Hans-Jürgen Rabe καιGeorg M. Berrish, δικηγόρους Αμβούργου και Βρυξελλών, με αντίκλητο στοΛουξεμβούργο τον Alessandro Morbilli, γενικό διευθυντή της διευθύνσεωςνομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevardKonrad Adenauer,
και
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον Dierk Booί,νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τους Hans-Jürgen Rabe και Georg M.Berrisch, δικηγόρους Αμβούργου και Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργοτον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner,Kirchberg,

εναγόμενοι,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα αποζημιώσεως, κατ' εφαρμογήν των άρθρων 178και 215, δεύτερο εδάδιο, της Συνθήκης ΕΚ, για τις ζημίες που έχουν υποστεί οιενάγοντες λόγω του ότι εμποδίστηκαν να εμπορευθούν γάλα κατ' εφαρμογήν τουκανονισμού (EOK) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικώνκανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ τουκανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικώνπροϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 13), όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ)1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984 (ΕΕ L 132, σ. 11), και στη συνέχειατροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 764/89 του Συμβουλίου, της 20ήςΜαρτίου 1989 (ΕΕ L 84, σ. 2),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(πρώτο πενταμελές τμήμα),



συγκείμενο από τους A. Saggio, Πρόεδρο, C. P. Briλt, A. Καλογερόπουλο, V. Tiiliκαι R. M. Moura Ramos, δικαστές,

γραμματέας: A. Mair, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 13ης Μαρτίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Νομικό πλαίσιο

  1. Το 1977 προκειμένου να μειωθεί το πλεόνασμα της παραγωγής γάλακτος στηνΚοινότητα, το Συμβούλιο θέσπισε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1078/77, της 17ης Μαΐου1977, περί θεσπίσεως συστήματος πριμοδοτήσεων για τη μη εμπορία του γάλακτοςκαι των γαλακτοκομικών προϊόντων και τη μετατροπή των αγελών βοοειδώνγαλακτοκομικής κατευθύνσεως (JO L 131, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1078/77). Οκανονισμός αυτός παρείχε πριμοδότηση στους παραγωγούς σε αντιστάθμισμα τηςεκ μέρους τους αναλήψεως της υποχρεώσεως μη διαθέσεως στο εμπόριο γάλακτοςή μετατροπής των αγελών τους για περίοδο πέντε ετών.

  2. Το 1984, το Συμβούλιο, προς αντιμετώπιση της υπερπαραγωγής πουεξακολουθούσε να υφίσταται, εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 856/84, της 31ηςΜαρτίου 1984 (EE L 90, σ. 10), για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ)804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράςστον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003,σ. 82, στο εξής: κανονισμός 804/68). Με το νέο άρθρο 5γ του τελευταίου αυτούκανονισμού επιβλήθηκε «συμπληρωματική εισφορά» επί των ποσοτήτων γάλακτοςπου παραδίδονται από τους παραγωγούς που υπερβαίνουν μια «ποσότητααναφοράς».

  3. Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περίγενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γτου κανονισμού 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικώνπροϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 13, στο εξής: κανονισμός 857/84), καθορίστηκε η ποσότητααναφοράς για κάθε παραγωγό βάσει της παραγωγής που παραδόθηκε κατά τηδιάρκεια ενός έτους αναφοράς.

  4. Με αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1988, 120/86, Mulder (Συλλογή 1988, σ. 2321,στο εξής: απόφαση Mulder Ι), και 170/86, von Deetzen (Συλλογή 1988, σ. 2355),το Δικαστήριο έκρινε ανίσχυρο τον κανονισμό 857/84, όπως αυτός συμπληρώθηκεμε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, για τονκαθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς πουαναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68 (ΕΕ L 132, σ. 11, στο εξής:κανονισμός 1371/84), λόγω παραβιάσεως της αρχής της δικαιολογημένηςεμπιστοσύνης.

  5. Σε εκτέλεση αυτών των αποφάσεων, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ)764/89, της 20ής Μαρτίου 1989, για την τροποποίηση του κανονισμού 857/84 (EEL 84, σ. 2, στο εξής: κανονισμός 764/89). Κατ' εφαρμογήν αυτού τουτροποποιητικού κανονισμού, στους παραγωγούς οι οποίοι είχαν αναλάβειδεσμεύσεις για μη εμπορία ή μετατροπή χορηγήθηκε μια «ειδική» ποσότητααναφοράς (γνωστή επίσης ως «ποσόστωση»). Οι παραγωγοί αυτοί ονομάζονται«παραγωγοί SLOM I».

  6. Η χορήγηση ειδικής ποσότητας αναφοράς εξαρτήθηκε από διάφορεςπροϋποθέσεις· εξάλλου, η ποσότητα αναφοράς περιορίστηκε στο 60 % τηςποσότητας γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που είχε πωληθεί από τον παραγωγόκατά τη διάρκεια των δώδεκα μηνών που προηγήθηκαν του μήνα της καταθέσεωςτης αιτήσεως για πριμοδότηση λόγω μη εμπορίας ή μετατροπής.

  7. Ορισμένες από τις προϋποθέσεις αυτές, καθώς και ο περιορισμός της ειδικήςποσότητας αναφοράς του 60 % κρίθηκαν ανίσχυρες από το Δικαστήριο μεαποφάσεις του της 11ης Δεκεμβρίου 1990, C-189/89, Spagl (Συλλογή 1990,σ. Ι-4539), και C-217/89, Pastätter (Συλλογή 1990, σ. Ι-4585).

  8. Κατόπιν των αποφάσεων αυτών, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ)1639/91, της 13ης Ιουνίου 1991, για την τροποποίηση του κανονισμού 857/84 (EEL 150, σ. 35, στο εξής: κανονισμός 1639/91), με τον οποίο χορηγήθηκε ειδικήποσότητα αναφοράς στους οικείους παραγωγούς. Οι παραγωγοί αυτοίαποκαλούνται «παραγωγοί SLOM II».

  9. Εξάλλου, με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού857/84, που προστέθηκε με τον κανονισμό 764/89, θεσπίστηκε ο λεγόμενοςκανόνας «απαγορεύσεως της σωρεύσεως». Δυνάμει του κανόνα αυτού, εκείνοιστους οποίους χορηγήθηκε πριμοδότηση για μη εμπορία μπορούσαν να λάβουνειδική ποσότητα αναφοράς μόνον αν τους είχε χορηγηθεί προηγουμένως, για άλληαγροτική έκταση, μη υποκείμενη σε δέσμευση μη εμπορίας ή μετατροπής,ποσότητα αναφοράς κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2 του κανονισμού 857/84. Οιπαραγωγοί που δεν έλαβαν ποσότητα αναφοράς για τον λόγο ότι τους είχε ήδηχορηγηθεί τέτοια ποσότητα για άλλη αγροτική έκταση ονομάζονται «παραγωγοίSLOM ΙΙΙ».

  10. Ο κανόνας περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως του άρθρου 3α, παράγραφος 1,δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 857/84 κρίθηκε και αυτός ανίσχυρος μεαπόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Δεκεμβρίου 1992, C-264/90, Wehrs (Συλλογή1992, σ. Ι-6285), λόγω παραβιάσεως της αρχής της προστασίας τηςδικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

  11. Σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, το Συμβούλιο θέσπισε τον κανονισμό (ΕΟΚ)2055/93, της 19ης Ιουλίου 1993, για τη χορήγηση μιας ειδικής ποσότηταςαναφοράς σε ορισμένους παραγωγούς γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων(ΕΕ L 187, σ. 8, στο εξής: κανονισμός 2055/93). Με τον κανονισμό αυτόχορηγήθηκε ειδική ποσότητα αναφοράς στους παραγωγούς που είχαν λάβειπριμοδοτήσεις μη εμπορίας και οι οποίοι είχαν αποκλειστεί από τις ευεργετικέςδιατάξεις του άρθρου 3α του κανονισμού 857/84 λόγω του ότι είχαν λάβειποσότητα αναφοράς δυνάμει των άρθρων 2 ή 6 του τελευταίου αυτού κανονισμού.

  12. Εν τω μεταξύ, ένας από τους παραγωγούς που είχαν ασκήσει την προσφυγή επίτης οποίας εκδόθηκε η απόφαση Mulder I, με την οποία κρίθηκε ανίσχυρος οκανονισμός 857/84, είχε ασκήσει μαζί με άλλους παραγωγούς κατά τουΣυμβουλίου και της Επιτροπής αγωγή αποζημιώσεως για τις ζημίες που είχευποστεί λόγω της μη χορηγήσεως ποσότητας αναφοράς κατ' εφαρμογήν τουτελευταίου αυτού κανονισμού.

  13. Με την απόφαση της 19ης Μαΐου 1992, C-104/89 και C-37/90, Mulder κ.λπ. κατάΣυμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-3061, στο εξής: απόφασηMulder II), το Δικαστήριο έκρινε την Κοινότητα υπεύθυνη για τις ζημίες αυτές καικάλεσε τους διαδίκους να συμφωνήσουν ως προς το ποσό των αποζημιώσεωνενόψει μελλοντικής αποφάσεως του Δικαστηρίου.

  14. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι κάθε παραγωγός, ο οποίος εμποδίστηκε ναδιαθέσει γάλα στο εμπόριο αποκλειστικά λόγω της εκ μέρους του αναλήψεωςδεσμεύσεως περί μη εμπορίας ή περί μετατροπής, δικαιούται, κατ' αρχήν,αποζημιώσεως. Ωστόσο, με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο δεν έκρινε υπεύθυνητην Κοινότητα για τον περιορισμό της ειδικής ποσότητας αναφοράς στο 60 % τηςποσότητας γάλακτος που είχε πωλήσει ο παραγωγός κατά τους δώδεκα μήνες πουπροηγήθηκαν της αιτήσεως για τη χορήγηση πριμοδότησης, περιορισμός ο οποίοςείχε κριθεί ανίσχυρος με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Spagl και Pastätter. ΤοΔικαστήριο έκρινε ότι ο περιορισμός αυτός δεν συνιστούσε κατάφωρη παράβασηυπέρτερου, κατά την έννοια της νομολογίας, κανόνα δικαίου, δυνάμενη ναθεμελιώσει ευθύνη της Κοινότητας έναντι των παραγωγών.

  15. Αντιμετωπίζοντας ένα μεγάλο αριθμό ενδιαφερομένων παραγωγών και λόγω τωνδυσχερειών που θα προέκυπταν από τη διαπραγμάτευση λύσεων επί ατομικήςβάσεως, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δημοσίευσαν στις 5 Αυγούστου 1992 τηνανακοίνωση 92/C 198/04 (ΕΕ C 198, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση της 5ηςΑυγούστου 1992). Στην ανακοίνωση εκείνη τα κοινοτικά όργανα, αφούεπισήμαναν τις συνέπειες της αποφάσεως Mulder II, και προκειμένου νασυμμορφωθούν πλήρως προς αυτήν εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να προβούν στηλήψη συγκεκριμένων μέτρων για την αποζημίωση των οικείων παραγωγών. Μέχριτη λήψη των μέτρων αυτών τα εν λόγω κοινοτικά όργανα ανέλαβαν τη δέσμευσηνα μην επικαλεσθούν, έναντι ουδενός παραγωγού που δικαιούται αποζημιώσεως,την παραγραφή του άρθρου 43 του Οργανισμού (ΕΟΚ) του Δικαστηρίου (στοεξής: Οργανισμός). Ωστόσο, αυτή η ανάληψη δεσμεύσεως εξαρτήθηκε από τηνπροϋπόθεση ότι το δικαίωμα αποζημιώσεως δεν θα είχε παραγραφεί κατά τηνημερομηνία δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως ή κατά την ημερομηνία κατά τηνοποία ο παραγωγός απευθύνθηκε σε κάποιο από τα ως άνω κοινοτικά όργανα.

  16. Σε συνέχεια της ανακοινώσεως της 5ης Αυγούστου 1992, το Συμβούλιο εξέδωσετον κανονισμό (ΕΟΚ) 2187/93, της 22ας Ιουλίου 1993, για την προσφοράαποζημίωσης σε ορισμένους παραγωγούς γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων,οι οποίοι εμποδίστηκαν προσωρινά να ασκήσουν τη δραστηριότητά τους (EE L196, σ. 6, στο εξής: κανονισμός 2187/93).

    Ιστορικό της διαφοράς

  17. Ο Quiller και ο Heusmann, παραγωγοί γάλακτος στη Γερμανία, έλαβαν στις 2Απριλίου 1984, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 857/84, αρχικές ποσότητεςαναφοράς, δηλαδή ποσότητες γάλακτος απαλλαγμένες της εισφοράς του άρθρου5γ του κανονισμού 804/68, για τις ιδιόκτητες γεωργικές τους εκμεταλλεύσεις στοLienen και στο Loxstedt (Γερμανία). Αυτές οι ποσότητες αναφοράς ανέρχονταν,αντιστοίχως, σε 142 000 και σε 536 700 kg.

  18. Το 1978 ο Quiller είχε μισθώσει άλλη εκμετάλλευση η οποία ανήκε στον FriedrichBeckmann. Ο τελευταίος είχε αναλάβει, στο πλαίσιο του κανονισμού 1078/77,δέσμευση μη εμπορίας για την περίοδο από 1ης Ιουνίου 1978 μέχρι 31 Μαΐου1983 και είχε λάβει την αντίστοιχη με τη δέσμευση αυτή πριμοδότηση, βάσειποσότητας 32 642 kg γάλακτος. Με δήλωση της 26ης Οκτωβρίου 1978, που έγινεσύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 1078/77, ο ενάγων, υπό την ιδιότητα τουμισθωτή της εκμεταλλεύσεως του Beckmann (στο εξής: εκμετάλλευση Beckmann),ανέλαβε τη δέσμευση να συνεχίσει την εκπλήρωση των αναληφθεισών από τοντελευταίο υποχρεώσεων.

  19. Το 1988 η σύζυγος του Quiller κληρονόμησε την εκμετάλλευση Beckmann.Έκτοτε, ο Quiller διευθύνει την εκμετάλλευση αυτή βάσει «δικαιώματοςεκμεταλλεύσεως».

  20. Το 1984 δεν χορηγήθηκε στον Quiller ποσότητα αναφοράς για την εκμετάλλευσηBeckmann, διότι οι υποχρεώσεις που είχε αναλάβει κάλυπταν το έτος αναφοράςπου είχε ληφθεί υπόψη κατ' εφαρμογήν του κανονισμού 857/84. Κατά συνέπεια,ο εν λόγω παραγωγός δεν μπόρεσε να συνεχίσει την εμπορία του παραγομένουστην εκμετάλλευση γάλακτος.

  21. Η σύζυγος του Heusmann είναι ιδιοκτήτης γαλακτοκομικής εκμεταλλεύσεωςκείμενης στο Bramel (Γερμανία) (στο εξής: εκμετάλλευση Bramel) την οποία, το1980, εκμεταλλευόταν ο πατέρας της, Kriegs. Ο τελευταίος είχε αναλάβει, κατάτη διάρκεια του έτους αυτού, στο πλαίσιο του κανονισμού 1078/77, δέσμευση μηεμπορίας η οποία έληγε στις 9 Οκτωβρίου 1985. Σε αντιστάθμισμα αυτής τηςδεσμεύσεως, του χορηγήθηκε, στις 8 Ιουλίου 1980, πριμοδότηση για μη εμπορία,βάσει ποσότητας 263 104 kg γάλακτος.

  22. Την 1η Αυγούστου 1980 ο Heusmann απέκτησε τις εκτάσεις που εκμεταλλευότανο Kriegs τον οποίο και υποκατέστησε όσον αφορά τη δέσμευση μη εμπορίας.

  23. Κατά την εκπνοή της δεσμεύσεως αυτής, στις 9 Οκτωβρίου 1985, ο Heusmann δενέλαβε ποσότητα αναφοράς για την εκμετάλλευση του Bramel, διότι η δέσμευσηκάλυπτε το έτος αναφοράς που είχε ληφθεί υπόψη κατ' εφαρμογήν τουκανονισμού 857/84. Επομένως, εμποδίστηκε να συνεχίσει την εμπορία τουπαραγομένου στην εκμετάλλευση αυτή γάλακτος.

  24. Κατόπιν της προπαρατεθείσας αποφάσεως Wehrs, οι γερμανικές αρχέςχορήγησαν στους ενάγοντες ειδικές ποσότητες αναφοράς. Στον Quillerχορηγήθηκε, στις 2 Δεκεμβρίου 1993, ποσότητα 27 746 kg γάλακτος. ΣτονHeusmann χορηγήθηκε, την 1η Φεβρουαρίου 1993, ποσότητα 223 638 kg.

    Διαδικασία

  25. Με έγγραφο που απηύθυνε στην Επιτροπή στις 12 Ιανουαρίου 1994, ο Quillerζήτησε να αποζημιωθεί για τις ζημίες που είχε υποστεί λόγω του ότι δεν μπόρεσενα παραδώσει γάλα κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Απριλίου 1984 και 29ης Ιουλίου1993, ημερομηνία δημοσιεύσεως του κανονισμού 2055/93. Στις 29 Μαρτίου 1994η Επιτροπή απάντησε ότι δεν ήταν σε θέση να προσφέρει αποζημίωση.

  26. Στις 24 Μαΐου 1994, ο Quiller άσκησε την πρώτη από τις υπό κρίση προσφυγές,που πρωτοκολλήθηκε υπό τα στοιχεία Τ-195/94.

  27. Με επιστολές που απηύθυναν στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο στις 11 Απριλίου1991, το ζεύγος Heusmann ζήτησαν αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστησανλόγω του ότι εμποδίστηκαν να παραδώσουν γάλα κατά την περίοδο μεταξύ 9ηςΟκτωβρίου 1985 και Απριλίου 1991 λόγω αρνήσεως χορηγήσεως ποσότηταςαναφοράς για την εκμετάλλευση του Bramel. Με έγγραφα της 2ας και της 15ηςΜαΐου 1991, που ελήφθησαν στις 7 και στις 17 Μαΐου 1991, τα κοινοτικά όργανααπάντησαν ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ευθύνης της Κοινότητας.

  28. Με επιστολή που απηύθυνε στην Επιτροπή στις 13 Ιανουαρίου 1994, ο Heusmannζήτησε από το εν λόγω όργανο να διευκρινίσει αν παραιτείται από την επίκλησηπαραγραφής μέχρι τη μελλοντική έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί τουποσού των αποζημιώσεων. Στις 29 Μαρτίου 1994, η Επιτροπή του απάντησε ότιδεν ήταν σε θέση να του προτείνει αποζημίωση.

  29. Την 1η Ιουνίου 1994, ο Heusmann άσκησε τη δεύτερη από τις υπό κρίσηπροσφυγές, η οποία πρωτοκολλήθηκε υπό τα στοιχεία Τ-202/94.

  30. Με διάταξη της 31ης Αυγούστου 1994, το Πρωτοδικείο αποφάσισε, προςδιευκόλυνση της γραπτής και προφορικής διαδικασίας καθώς και για την έκδοσηκοινής αποφάσεως, τη συνεκδίκαση των υποθέσεων Τ-195/94 και Τ-202/94.

  31. Η έγγραφη διαδικασία στις δύο υποθέσεις τερματίστηκε στις 10 Μαΐου 1995 μετην κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

  32. Με επιστολή της 22ας Ιανουαρίου 1996, ο Heusmann γνωστοποίησε στοΠρωτοδικείο ότι, με συμβολαιογραφική πράξη της 16ης Ιουνίου 1995, ο ίδιος καιη σύζυγός του μεταβίβασαν, από 1ης Ιουνίου 1995, την γεωργική εκμετάλλευσήτους στον γιο τους Jan Heusmann. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής,μεταβιβάστηκε στον Jan Heusmann ένα μέρος των εκτάσεων που περιελάμβαναντην εκμετάλλευση του Bramel ενώ για το άλλο μέρος τού παραχωρήθηκε δικαίωμαεκμεταλλεύσεως διαρκείας δέκα ετών. Με τη σύμβαση, το ζεύγος Heusmannμεταβίβασαν επίσης στον γιο τους τα δικαιώματά τους κατά της Κοινότητας.

  33. Κατά συνέπεια, ο ενάγων ζήτησε την τροποποίηση των αιτημάτων του δικογράφουτης αγωγής του υπό την έννοια ότι η ζητηθείσα αποζημίωση θα πρέπει ναεπιδικαστεί στον Jan Heusmann.

  34. Με έγγραφο της 29ης Φεβρουαρίου 1996, τα εναγόμενα όργανα δήλωσαν ότι δεναντιτίθενται στη ζητηθείσα από τον ενάγοντα τροποποίηση.

    Αιτήματα των διαδίκων

  35. Στην υπόθεση Τ-195/94, ο ενάγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    • να υποχρεώσει σε ολόκληρο τα εναγόμενα όργανα να του καταβάλουναποζημίωση 61 573,60 γερμανικά μάρκα (DM) εντόκως προς 8 % από τις19 Μαΐου 1992, για τις ζημίες που του προκάλεσαν μεταξύ 2ας Απριλίου1984 και 29ης Ιουλίου 1993·

    • να καταδικάσει σε ολόκληρο τα εναγόμενα όργανα στα δικαστικά έξοδα.



  36. Με το υπόμνημα απαντήσεως ο ενάγων ζητεί επίσης την καταβολή από ταεναγόμενα όργανα των εξόδων πραγματογνωμοσύνης που έγινε στις 9 Μαρτίου1995 και η έκθεση της οποίας περιελήφθη στη δικογραφία.

  37. Στην υπόθεση Τ-202/94, ο ενάγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    • να υποχρεώσει σε ολόκληρο τα εναγόμενα όργανα να του καταβάλουναποζημίωση 600 924 DM εντόκως προς 8 % από τις 19 Μαΐου 1992, γιατις ζημίες που του προκάλεσαν μεταξύ 9ης Οκτωβρίου 1985 και 1ηςΦεβρουαρίου 1993·

    • να καταδικάσει σε ολόκληρο τα εναγόμενα όργανα στα δικαστικά έξοδα.



  38. Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο ενάγων ζητεί επίσης από τα εναγόμενα όργανανα του καταβάλουν τα έξοδα πραγματογνωμοσύνης η οποία έγινε τον Φεβρουάριοτου 1995 και η έκθεση της οποίας επισυνάπτεται στο υπόμνημα απαντήσεως.

  39. Εξάλλου, με έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 1996, ο ενάγων τροποποίησε τααιτήματά του υπό την έννοια ότι η ζητηθείσα αποζημίωση πρέπει να καταβληθείστον Jan Heusmann.

  40. Τα εναγόμενα όργανα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

    • να απορρίψει τις αγωγές ως απαράδεκτες ή, επικουρικώς, ως αβάσιμες·

    • να καταδικάσει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.

    Επί του παραδεκτού της αγωγής στην υπόθεση Τ-195/94

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

  41. Τα εναγόμενα όργανα υποστηρίζουν ότι η αγωγή, στο μέτρο που περιορίζεται στονα παραπέμπει στον κανονισμό 2187/93 και δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένουςισχυρισμούς, είναι απαράδεκτη λόγω παραβάσεως του άρθρου 44, παράγραφος1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Η αγωγή δεν διευκρινίζει, μεταξύάλλων, το διαφυγόν κέρδος, υπολογισμένο σύμφωνα με τις αρχές της αποφάσεωςMulder ΙΙ.

  42. Ο ενάγων αμφισβητεί ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω παραβάσεως τουάρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας. Αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι στοδικόγραφο της αγωγής περιγράφεται λεπτομερώς η προκληθείσα ζημία. Επιπλέον,επισυνάπτει έκθεση εμπειρογνώμονα, επιστολές και βεβαίωση του γεωργικούεπιμελητηρίου του Westphalen-Lippe από τα οποία αποδεικνύεται η ακρίβεια τωνσχετικών με την εκμετάλλευση Bramel ισχυρισμών του.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  43. Σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του ΚανονισμούΔιαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιλαμβάνει το αντικείμενοτης διαφοράς καθώς και συνοπτική περιγραφή των προβαλλομένων ισχυρισμών.

  44. Εν προκειμένω, οι απαιτήσεις αυτές έχουν τηρηθεί. Από το δικόγραφο της αγωγήςπροκύπτουν σαφώς οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί και, εξάλλου, τα εναγόμενακοινοτικά όργανα τους αμφισβήτησαν. Όσον αφορά, ειδικότερα, το γεγονός ότιο υπολογισμός της προβαλλομένης ζημίας βασίστηκε αποκλειστικώς στονκανονισμό 2187/93, ο οποίος έχει εφαρμογή εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι τοδικόγραφο της αγωγής περιελάμβανε στοιχεία ως προς τον χαρακτήρα και τηνέκταση της ζημίας καθώς και ως προς τη σχέση της με κοινοτική πράξη(αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 1971, 5/71, ZuckerfabrikSchöppenstedt κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1025, και τουΠρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, Τ-387/94, Asia Motor France κ.λπ. κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-961, σκέψη 107) καθώς και ότι τα στοιχεία αυτάνομίμως συμπληρώθηκαν με το δικόγραφο της απαντήσεως.

  45. Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί, η δε αγωγή να κριθείπαραδεκτή.

    Επί της υπάρξεως και της εκτάσεως δικαιώματος αποζημιώσεως στηριζόμενουστο άρθρο 215 της Συνθήκης ΕΚ

  46. Προς στήριξη των αιτημάτων τους, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι συντρέχουν οιπροϋποθέσεις εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας. Στην υπόθεση Τ-195/94,η ευθύνη αυτή καλύπτει τις ζημίες που προκλήθηκαν κατά την περίοδο μεταξύ 2αςΑπριλίου 1984, ημερομηνίας θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 857/84, και 29ηςΙουλίου 1993, ημερομηνίας δημοσιεύσεως του κανονισμού 2055/93. Στην υπόθεσηΤ-202/94, η εξωσυμβατική ευθύνη καλύπτει τις ζημίες που προηγήθηκαν κατά τηνπερίοδο μεταξύ 9ης Οκτωβρίου 1995, ημερομηνίας εκπνοής της δεσμεύσεως μηεμπορίας όσον αφορά την εκμετάλλευση του Bramel και 1ης Φεβρουαρίου 1993,ημερομηνίας κατά την οποία χορηγήθηκε στον ενάγοντα ποσότητα αναφοράς γιατην εκμετάλλευση αυτή. Εξάλλου, οι ενάγοντες διατείνονται ότι δεν έχειπαραγραφεί το δικαίωμά τους για αποζημίωση.

  47. Τα καθών όργανα αμφισβητούν την ύπαρξη ευθύνης της Κοινότητας έναντι τωνεναγόντων. Υποστηρίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει, το δικαίωμα για αποζημίωσηέχει παραγραφεί.

    1. Όσον αφορά την ύπαρξη ευθύνης της Κοινότητας

  48. Ζήτημα εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας λόγω ζημιών που προκαλούνταιαπό τα όργανα, όπως προβλέπεται από το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, τηςΣυνθήκης ΕΚ, τίθεται μόνον εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων όσοναφορά το παράνομο της προσαπτομένης ενέργειας, το υποστατό της ζημίας καιτην ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της παράνομης ενέργειας και τηςπροκληθείσας ζημίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1981,197/80, 198/80, 199/80, 200/80, 243/80, 245/80 και 247/80, LudwigshafenerWalzmühle κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 3211, σκέψη18, και του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1995, Τ-481/93 και Τ-484/93,Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2941,σκέψη 80).

  49. Όσον αφορά την ευθύνη λόγω πράξεων κανονιστικού χαρακτήρα, ηπροσαπτομένη στην Κοινότητα ενέργεια πρέπει, κατά πάγια νομολογία(προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Zuckerfabrik Schöppenstedt κατάΣυμβουλίου, σκέψη 11, και απόφαση της 25ης Μαΐου 1978, 83/76 και 94/76, 4/77,15/77 και 40/77, Bayerische HNL κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογήτόμος 1978, σ. 381, σκέψη 4, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 1997,Τ-390/94, Schröder κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-501, σκέψη 52), νασυνιστά παράβαση υπέρτερου κανόνα δικαίου προστατεύοντος τους ιδιώτες. Ανένα όργανο έχει εκδώσει την πράξη κατά την άσκηση ευρείας εξουσίαςεκτιμήσεως, όπως συμβαίνει στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, ηπαράβαση αυτή πρέπει, επιπλέον, να είναι κατάφωρη, δηλαδή πρόδηλη καιβαρεία (προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Bayerische HNL κ.λπ. κατάΣυμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 6· απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1987, 50/86,Grands moulins de Paris κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1987, σ. 4833, σκέψη 8· απόφασηMulder ΙΙ, σκέψη 12· απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995,Τ-480/93 και 483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995,σ. ΙΙ-2305, σκέψη 194).

  50. Εν προκειμένω, πρέπει να εξετασθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές.

    Όσον αφορά την παράβαση υπέρτερου κανόνα δικαίου

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

  51. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα απόφασηWehrs (σκέψεις 13 έως 15), έκρινε ότι είχε προσβηθεί η δικαιολογημένηεμπιστοσύνη των παραγωγών SLOM III. Ο παραγωγός ο οποίος αναλαμβάνειπροϋπάρχουσα δέσμευση περί μη εμπορίας και εκείνος που την ανέλαβε αρχικάδεν είναι δυνατό να τύχουν διαφορετικής μεταχειρίσεως. Αν οι προσφεύγοντεςείχαν προβλέψει ότι θα εμποδίζονταν να παραγάγουν γάλα, δεν θα είχαναποδεχθεί να συνεχίσουν τις δεσμεύσεις μη εμπορίας που είχαν αναλάβειαντιστοίχως οι Beckmann και Kriegs. Η μειωμένη τιμή στην οποία ανέλαβαν τιςεπίμαχες εκμεταλλεύσεις έλαβε υπόψη μόνο την περίοδο που καλυπτόταν από τηδέσμευση μη εμπορίας ή μετατροπής.

  52. Τα εναγόμενα όργανα ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες ανέλαβαν ελευθέρωςεκμεταλλεύσεις που υπόκεινταν σε δεσμεύσεις μη εμπορίας. Επομένως, δενμπορούν να ισχυριστούν, παρά την απόφαση Wehrs, ότι η άρνηση χορηγήσεωςποσότητας αναφοράς για τις εν λόγω εκμεταλλεύσεις προσβάλλει τηδικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους. Κατά πάγια νομολογία, οι επιχειρηματίες οιοποίοι διακόπτουν, ύστερα από ενθάρρυνση της Κοινότητας, την παραγωγή τουςγια συγκεκριμένη περίοδο δεν μπορούν, μετά το πέρας της περιόδου αυτής, ναυπόκεινται σε περιορισμούς οι οποίοι τους θίγουν ειδικώς λόγω του γεγονότος ότιεπωφελήθησαν των δυνατοτήτων που τους είχαν παρασχεθεί από την κοινοτικήνομοθεσία. Αντίθετα, όμως, προς τους αρχικούς ιδιοκτήτες που είχαν αναλάβειδέσμευση μη εμπορίας, οι παραγωγοί SLOM III δεν ενθαρρύνθηκαν μέσωκάποιας κοινοτικής πράξεως να αναλάβουν τέτοια υποχρέωση. Εν πάσηπεριπτώσει, η χαμηλή τιμή στην οποία οι παραγωγοί αυτοί απέκτησαν τιςεκμεταλλεύσεις τους αντικατοπτρίζει τον οικονομικό κίνδυνο που συνδεόταν μετην ενδεχόμενη άρνηση χορηγήσεως ποσότητας αναφοράς.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  53. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, στις σκέψεις 13 και 14 της προπαρατεθείσαςαποφάσεως Wehrs, ότι οι παραγωγοί SLOM III μπορούσαν δικαιολογημένως ναπροσδοκούν ότι δεν θα υπόκεινται σε ένα σύστημα όπως αυτό που προέκυπτε απότον κανόνα περί απαγορεύσεως της συσωρεύσεως του κανονισμού 857/84. Στησκέψη 15 της αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε τον κανόνα αυτόν ανίσχυρο λόγωπαραβιάσεως της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Προηγουμένως, μετην απόφασή του Mulder ΙΙ (σκέψη 15), το εν λόγω κοινοτικό όργανο είχεεπισημάνει ότι η αρχή αυτή αποτελεί υπέρτερο κανόνα δικαίου προστατεύοντατους ιδιώτες.

  54. Δεδομένου ότι η διάταξη περί απαγορεύσεως της συσωρεύσεως έχει εφαρμοστείεπί των εναγόντων, πράγμα το οποίο άλλωστε ουδόλως αμφισβητείται, με τοεπιχείρημα των εναγομένων οργάνων σκοπείται στην πραγματικότητα ηανακίνηση ζητήματος που έχει ήδη επιλυθεί με την απόφαση Wehrs. Επομένως,το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

  55. Προκειμένου, ειδικότερα, για το επιχείρημα που τα εναγόμενα όργανα αντλούναπό το γεγονός ότι οι παραγωγοί SLOM III δεν ενθαρρύνθηκαν από κοινοτικήπράξη να αναλάβουν τη δέσμευση μη εμπορίας, πρέπει να υπογραμμιστεί, όπωςέκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Wehrs (σκέψεις 13 έως 15), ότι υφίσταταιπροσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των εν λόγω παραγωγών σεπερίπτωση που, μετά το πέρας της δεσμεύσεως μη εμπορίας που είχαν αναλάβει,υφίστανται περιορισμούς οι οποίοι τους θίγουν ειδικώς λόγω αυτής της ίδιαςδεσμεύσεως.

  56. Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα που τα εναγόμενα όργανα αντλούναπό την προβαλλόμενη ως μειωμένη τιμή στην οποία αποκτήθηκαν οιβαρυνόμενες με δεσμεύσεις SLOM εκμεταλλεύσεις. Όπως υποστηρίζουν οιενάγοντες, αυτή η μείωση τιμής, υπό τις συνήθεις συνθήκες αγοράς, αποτελείαπλώς τη συνέπεια του γεγονότος ότι ελήφθη υπόψη μόνον η μείωση της αξίαςτων εκτάσεων που αντιστοιχεί στην περίοδο που καλύπτεται από τη δέσμευση μηεμπορίας ή μετατροπής.

  57. Επομένως, επιβάλλεται εν προκειμένω η διαπίστωση της παραβιάσεως υπέρτερουκανόνα δικαίου.

    Όσον αφορά την ύπαρξη κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της προστασίας τηςδικαιολογημένης εμπιστοσύνης

  58. Κατάφωρη παραβίαση υπέρτερου κανόνα δικαίου υφίσταται όταν τα κοινοτικάόργανα υπερβαίνουν, προδήλως και σοβαρώς, τα όρια της οικείας εξουσίαςεκτιμήσεως χωρίς να επικαλούνται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Κατά πάγιανομολογία, τέτοια υπέρβαση υφίσταται όταν ο κοινοτικός νομοθέτης δεν λαμβάνειυπόψη μια σαφώς διακεκριμένη κατηγορία επιχειρηματιών, ειδικότερα αν τολαμβανόμενο μέτρο είναι απρόβλεπτο και υπερβαίνει τα όρια των συνήθωνοικονομικών κινδύνων (απόφαση Mulder ΙΙ, σκέψεις 16 και 17· βλ. επίσης τηναπόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1979, 238/78, Ireks-Arady κατάΣυμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 451, σκέψη 11).

  59. Πρέπει να εξεταστεί αν τέτοια στοιχεία υφίστανται στην υπό κρίση υπόθεση.

    α) Όσον αφορά το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπόψη μια σαφώς διακεκριμένηκατηγορία επιχειρηματιών

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

  60. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι παραγωγοί SLOM III βρίσκονται στην ίδιαακριβώς κατάσταση με τις κατηγορίες SLOM I και SLOM II. Όπως και οικατηγορίες αυτές, οι εν λόγω παραγωγοί αποκλείστηκαν μέσω παρανόμωνκανονισμών από την εκ νέου χορήγηση της ποσότητας που αφορούσε η οικείαδέσμευση μη εμπορίας. Εξάλλου, οι εν λόγω παραγωγοί αποτελούν σαφώςπροσδιορισμένη κατηγορία, τα δε ονόματά τους προκύπτουν από πράξεις τωναρμοδίων αρχών.

  61. Παραλείποντας να χορηγήσει στους παραγωγούς SLOM ΙΙΙ ποσότητα αναφοράς,ο κοινοτικός νομοθέτης αγνόησε πλήρως, χωρίς να επικαλεστεί υπέρτερο δημόσιοσυμφέρον, την κατάσταση μιας σαφώς προσδιοριζόμενης κατηγορίαςεπιχειρηματιών. Με τον κανονισμό 764/89, δεν έλαβε, έναντι των παραγωγώνSLOM ΙΙΙ, καμία απόφαση οικονομικής πολιτικής, κατά την έννοια της σκέψεως21 της αποφάσεως Mulder ΙΙ. Στον κανονισμό εκείνο, το Συμβούλιο ουδόλωςέλαβε υπόψη τα συμφέροντα των παραγωγών αυτών οι οποίοι, όπως ήτανεπόμενο, έτυχαν της ιδίας μεταχειρίσεως με αυτήν που είχε επιφυλαχθεί στουςπαραγωγούς SLOM Ι και SLOM ΙΙ με τον κανονισμό 857/84, όπως αυτός είχεαρχικώς.

  62. Η μη χορήγηση ποσότητας αναφοράς στους παραγωγούς SLOM ΙΙΙ ουδόλωςδικαιολογείται. Αντίθεται προς ό,τι ισχυρίζονται τα εναγόμενα όργανα, το γενικόσυμφέρον της σταθερότητας της γαλακτοκομικής αγοράς δεν μπορεί ναδικαιολογήσει την επιλογή αυτή, δεδομένου ότι οι αναγκαίες για τους οικείουςπαραγωγούς ποσότητες γάλακτος δεν έθεταν σε κίνδυνο την ισορροπία τηςαγοράς. Το γεγονός ότι είχε χορηγηθεί στους ενάγοντες ποσότητα αναφοράςβάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 857/84 για εκμετάλλευση ως προς την οποίαδεν υφίστατο δέσμευση μη εμπορίας, και κατά συνέπεια αυτοί δεν είχαν εντελώςεγκαταλείψει την παραγωγή γάλακτος, δεν έχει καμία σημασία. Συναφώς, έπρεπενα ληφθεί υπόψη μόνο η εκμετάλλευση SLOM και να εφαρμοστούν τα κριτήριατης αποφάσεως Mulder ΙΙ. Το γεγονός ότι οι ενάγοντες είχαν παραγάγει γάλα σεάλλη εκμετάλλευση αποδεικνύει ότι ήθελαν να συνεχίσουν την παραγωγήγάλακτος στην εκμετάλλευση SLOM ύστερα από το πέρας της δεσμεύσεως μηεμπορίας.

  63. Τα εναγόμενα όργανα υποστηρίζουν ότι οι παραγωγοί SLOM ΙΙΙ, σε αντίθεση μετους παραγωγούς SLOM Ι, δεν αποτελούν χωριστή κατηγορία επιχειρηματιών. Οιπαραγωγοί SLOM Ι προσδιορίστηκαν από το γεγονός ότι δεν είχαν παραδώσειγάλα λόγω δεσμεύσεως προγενέστερης του βλαπτικού γι' αυτούς κανονισμού. Οιπαραγωγοί SLOM ΙΙΙ προσδιορίζονται από το γεγονός ότι ανέλαβανεκμετάλλευση ως προς την οποία υφίστατο παρόμοια δέσμευση. Αυτή η ανάληψημπορούσε να είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη του κανονισμού 857/84. Στησυνέχεια, κατά την ημερομηνία θεσπίσεως του εν λόγω κανονισμού, οι ενάγοντεςδεν ανήκαν σε χωριστή κατηγορία επιχειρηματιών. Σε απάντηση στον ισχυρισμόότι οι παραγωγοί SLOM ΙΙΙ προσδιορίζονταν μέσω των φακέλων των αρχών πουχορηγούσαν πριμοδοτήσεις για μη εμπορία, τα εναγόμενα όργανα ισχυρίζονταιότι η ύπαρξη των μητρώων αυτών δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η συνέχιση τηςαναλήψεως υποχρεώσεων μη εμπορίας πραγματοποιήθηκε, de jure ή de facto,ύστερα από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 857/84 και ότι, κατά την ημερομηνίαεκείνη, οι παραγωγοί δεν αποτελούσαν ξεχωριστή ομάδα.

  64. Τα εναγόμενα όργανα διατείνονται ότι στις διατάξεις του κανονισμού 764/89διακρίνεται η μέριμνα να ληφθεί υπόψη η κατάσταση των παραγωγών SLOM ΙΙΙ.Πράγματι, οι παραγωγοί αυτοί, στο μέτρο που είχαν λάβει ποσότητα αναφοράςσύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 857/84, δεν αποκλείστηκαν ολοσχερώςκαι μονίμως από την αγορά και μπορούσαν να συνεχίσουν την παραγωγή τουςπαρά το γεγονός ότι δεν διέθεταν ποσότητα αναφοράς για την εκμετάλλευσηSLOM. Επομένως, η Κοινότητα δεν είναι υπεύθυνη για τη μη χορήγηση, με τουςκανονισμούς 857/84 και 764/89, στους παραγωγούς SLOM ΙΙΙ ποσότηταςαναφοράς. Αντίθετα με ό,τι υποστηρίζουν οι ενάγοντες στα υπομνήματααπαντήσεως, οι προϋποθέσεις ευθύνης που διατυπώθηκαν με την απόφασηMulder ΙΙ (σκέψη 17) αφορούν μόνο την περίπτωση ολικού αποκλεισμού τωνοικείων παραγωγών από την εμπορία γάλακτος. Εξάλλου, η θέσπιση του κανόναπερί απαγορεύσεως της σωρεύσεως δεν είχε ως συνέπεια να υποστούν δυσμενήδιάκριση οι παραγωγοί SLOM ΙΙΙ σε σχέση με τους παραγωγούς SLOM Ι καιSLOM ΙΙ, αλλ' απλώς τη μη βελτίωση της καταστάσεώς τους.

  65. Ενόψει της επισφαλούς καταστάσεως στην αγορά των γαλακτοκομικών προϊόντωνκαι του γεγονότος ότι οι παραγωγοί SLOM ΙΙΙ, που βρίσκονταν στην κατάστασητων εναγόντων, μπόρεσαν να συνεχίσουν την παραγωγή στη μη SLOMεκμετάλλευσή τους, τα εναγόμενα όργανα, προβαίνοντας σε διάκριση μεταξύ τωνδύο ομάδων, δεν έλαβαν, ενόψει της εξουσίας εκτιμήσεως που έχουν, προδήλωςπαράνομη απόφαση. Τα εν λόγω κοινοτικά όργανα, αρνηθέντα να χορηγήσουνποσότητες αναφοράς στους παραγωγούς SLOM ΙΙΙ, έλαβαν υπόψη υπέρτεροδημόσιο συμφέρον. Κατά την έκδοση του κανονισμού 764/89 προέβησαν σεεπιλογή οικονομικής πολιτικής η οποία συνίστατο στη μη χορήγηση τέτοιωνποσοτήτων στους παραγωγούς SLOM ΙΙΙ, και τούτο για να μη κινδυνεύσει ησταθερότητα της γαλακτοκομικής αγοράς. Η επιλογή αυτή δεν υπερέβη τα όριατης εξουσίας εκτιμήσεως που διέθεταν στον οικείο τομέα. Δεδομένου ότι οι ενλόγω παραγωγοί είχαν ήδη λάβει αρχική ποσότητα αναφοράς, βρέθηκαν σε μιαιδιάζουσα κατάσταση η οποία δικαιολογούσε άλλη μεταχείριση. Οι λόγοι αυτοίπροκύπτουν σαφώς από τη δεύτερη, τρίτη και πέμπτη αιτιολογική σκέψη τουκανονισμού 764/89. Ο κοινοτικός νομοθέτης προέβη σε εκτίμηση αντιτιθεμένωνσυμφερόντων, χορηγώντας την ποσότητα αναφοράς μόνο στους παραγωγούς πουδεν την είχαν ακόμη λάβει.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  66. Οι παραγωγοί SLOM ΙΙΙ ήσαν παραγωγοί που δεν είχαν άμεσα υπαχθεί στοσύστημα του κανονισμού 1078/77, αλλά είχαν αποκτήσει μια εκμετάλλευση τηςοποίας ο παλαιός ιδιοκτήτης είχε δεχθεί να υπαχθεί στο σύστημα αυτό. Έστω καιαν, από πλευράς του κανονισμού 857/84, το σύστημα στο οποίο υπάγονταν ήτανκοινό για όλους τους άλλους παραγωγούς SLOM, η κατάστασή τους παρουσίαζεαυτή την ιδιαιτερότητα η οποία τους διέκρινε. Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας,ήταν παραγωγοί SLOM, οι οποίοι, λόγω του κανονισμού 764/89, στερούντανοποιασδήποτε ειδικής ποσότητας αναφοράς. Μόνο ύστερα από τη θέση σε ισχύτου νομοθετήματος αυτού μεταβλήθηκε η βάση του συστήματος που εφαρμοζότανεπ' αυτών χωρίς όμως η κατάσταση τους ως παραγωγών να καταστεί διαφορετικήύστερα από την απόκτηση των εκμεταλλεύσεων που βαρύνονταν με δεσμεύσειςπου είχαν αναληφθεί στο πλαίσιο του κανονισμού 1078/77.

  67. Το επιχείρημα των εναγομένων οργάνων ότι ο ρητός προσδιορισμός τηςκατηγορίας πρέπει να είναι προγενέστερος της κηρυχθείσας ως παράνομηςρυθμίσεως στερείται βάσεως. Πράγματι, μολονότι τέτοια ήταν η κατάσταση τωνπαραγωγών SLOM Ι που είχαν αναλάβει δέσμευση μη εμπορίας πριν από τηθέσπιση του κανονισμού 857/84, ο οποίος λάμβανε υπόψη την κατάστασή τους, τογεγονός ότι, ύστερα από τις διαδοχικές τροποποιήσεις του κανονισμού αυτού,παρέμεινε μια μόνο κατηγορία, υπό την έννοια ότι σ' αυτή και μόνο τηνκατηγορία εξακολούθησε να εφαρμόζεται το παλαιό κοινό σύστημα, ουδόλωςαποκλείει το να αναγνωριστεί αυτή ως χωριστή κατηγορία.

  68. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις Mulder Ι και Mulder ΙΙ, το σύνολοτων παραγωγών SLOM Ι και SLOM ΙΙ αποτελούσε χωριστή κατηγορίαπαραγωγών. Καθώς οι παραγωγοί SLOM ΙΙΙ χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότιπαρέμειναν στην ίδια κατάσταση με τις λοιπές ομάδες μέχρι το 1993, αυτοίαποτελούν, όπως ακριβώς και οι λοιπές ομάδες, χωριστή κατηγορία στην οποίαδεν χορηγήθηκε ποσότητα αναφοράς, κατά παράβαση υπέρτερου κανόνα δικαίου(βλ. ανωτέρω σκέψη 53).

  69. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που τα εναγόμενα όργανα αντλούναπό το γεγονός ότι δεν υπήρξε εν προκειμένω καθολικός αποκλεισμός εφόσον οιπαραγωγοί SLOM ΙΙΙ μπορούσαν να παράγουν στην αρχική τους εκμετάλλευση.Πράγματι, δεδομένου ότι η σχετική συλλογιστική στηρίζεται στο γεγονός ότι οιπαραγωγοί αυτοί δεν είχαν πλήρως εμποδιστεί να εμπορεύονται γάλα, τακοινοτικά όργανα όφειλαν κατ' ανάγκη να λάβουν υπόψη τη σχέση μεταξύ τωνποσοτήτων αναφοράς για την αρχική εκμετάλλευση και αυτών που αφορούσαν τηνεκμετάλλευση SLOM. Μη λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση αυτή για καθέναν απότους παραγωγούς αυτούς, τα εναγόμενα όργανα κατένειμαν αυθαιρέτως, κατάτρόπο διαφορετικό όσον αφορά καθέναν από τους παραγωγούς SLOM ΙΙΙ, τιςυποχρεώσεις που απέρρεαν από την «επιτακτική ανάγκη να μη θιγεί η εύθραυστησταθερότητα που είχε επιτευχθεί επί του παρόντος στην αγορά γαλακτοκομικώνπροϊόντων» (πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 764/89). Υπό τις συνθήκεςαυτές, η οικονομική θυσία που προβλήθηκε ως αναγκαία για την προάσπισηαυτού του δημοσίου συμφέροντος κατανεμήθηκε κατά τρόπο αντικειμενικώςάνισο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, τα κοινοτικά όργανα υπερέβησαν την εξουσίαεκτιμήσεως που διέθεταν εν προκειμένω.

    β) Όσον αφορά τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του ληφθέντος μέτρου και τηνυπέρβαση των ορίων των συνήθων οικονομικών κινδύνων

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

  70. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι οι οικονομικές θυσίες που υπέστησαν λόγω τουότι στερήθηκαν ποσότητας αναφοράς υπερέβησαν τα όρια που έχουν γίνει δεκτάαπό τη νομολογία, μεταξύ άλλων, με την απόφαση Mulder ΙΙ. Ισχυρίζονται ότι,ενόψει των ποσοτήτων αναφοράς που τους χορηγήθηκαν κατόπιν τηςπροπαρατεθείσας αποφάσεως Wehrs (βλ. ανωτέρω σκέψη 11), η ζημία πουυπέστησαν μεταξύ των ετών 1984 και 1993 υπήρξε σημαντική. Οι λόγοι πουώθησαν το Δικαστήριο να αποφανθεί με την απόφαση Mulder ΙΙ ότι δενυφίσταται υποχρέωση αποζημιώσεως στην περίπτωση των ειδικών ποσοτήτωναναφοράς που είχαν περιοριστεί, με τον κανονισμό 764/89, στο 60 % δεν ισχύουν,όπως είναι επόμενο, εν προκειμένω.

  71. Ο ενάγων στην υπόθεση Τ-195/94 διατείνεται ότι η ειδική ποσότητα αναφοράςπου του χορηγήθηκε το 1993 βάσει του συστήματος SLOM ΙΙΙ αντιπροσώπευε το23,94 % της αρχικής ποσότητας αναφοράς (βλ. ανωτέρω σκέψη 18). Υπογραμμίζειότι αν η ζητούμενη στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας αποζημίωσηυπολογιστεί βάσει της αποφάσεως Mulder ΙΙ, το ποσοστό αυτό αυξάνειστο 26,3 %.

  72. Στην υπόθεση Τ-202/94, ο ενάγων υποστηρίζει ότι η ειδική ποσότητα αναφοράςπου έπρεπε να του έχει χορηγηθεί βάσει του συστήματος SLOM ΙΙΙ,υπολογιζομένη σύμφωνα με τα κριτήρια της αποφάσεως Mulder ΙΙ,αντιπροσώπευε το 31,4 % της αρχικής ποσότητας αναφοράς (βλ. ανωτέρωσκέψη 21). Στο υπόμνημα απαντήσεως, ισχυρίζεται ότι η πράγματι χορηγηθείσαειδική ποσότητα αναφοράς αντιπροσώπευε το 41,67 %, πλην όμως, λαμβανομένωνυπόψη των μειώσεων τις οποίες υπέστη λόγω της ισχύουσας νομοθεσίας, τοποσοστό αυτό ανέρχεται 45,55 % ή στο 49 % της αρχικής ποσότητας αναφοράς.

  73. Όσον αφορά τα εναγόμενα όργανα, το γεγονός ότι οι ενάγοντες εμποδίστηκαν νασυνεχίσουν την παραγωγή δεν ήταν απρόβλεπτο, ιδιαίτερα στην υπόθεσηΤ-195/94, όπου ο ενάγων απέκτησε το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως ύστερα από τηθέσπιση του κανονισμού 857/84. Εξάλλου, η αδυναμία συνεχίσεως της παραγωγήςδεν υπερέβη τα όρια των συνήθως οικονομικών κινδύνων. Συναφώς, η ποσότητααναφοράς της οποίας στερήθηκαν οι ενάγοντες παραμένει κατώτερη του 40 % τουαθροίσματος της εν λόγω αρχικής και της ειδικής ποσότητας αναφοράς. Όμως τοΔικαστήριο έκρινε με την απόφαση Mulder ΙΙ ότι δεν ετίθετο ζήτημα ευθύνης τηςΚοινότητας λόγω μιας κάτω του 40 % μειώσεως της ποσότητας αναφοράς SLOM.Πράγματι, η κατάσταση εκείνων των παραγωγών αντιστοιχεί προς αυτήν για τηνοποία, με την απόφαση Mulder ΙΙ, αποκλείστηκε η ευθύνη της Κοινότητας, όσοναφορά τον κανόνα του 60 % που έχει τεθεί με το άρθρο 3α, παράγραφος 2, τουκανονισμού 857/84, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 764/89.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  74. Οι ενάγοντες, όπως και όλοι οι παραγωγοί SLOM ΙΙΙ, στο πλαίσιο των οικείωνεκμεταλλεύσεων SLOM, εμποδίστηκαν πλήρως στην εμπορία γάλακτος κατά τηνπερίοδο μεταξύ του πέρατος της δεσμεύσεως που είχε αναληφθεί στο πλαίσιο τουκανονισμού 1978/77 και του χρονικού σημείου κατά το οποίο, κατόπιν τηςπροαναφερθείσας αποφάσεως Wehrs, τους χορηγήθηκε ειδική ποσότητααναφοράς. Δεδομένου ότι η άρνηση χορηγήσεως ποσότητας αναφοράς τουςπροβλήθηκε, αντιστοίχως, τον Απρίλιο του 1984 και τον Οκτώβριο του 1985 καιδεδομένου ότι αυτή η ποσότητα αναφοράς τους χορηγήθηκε τελικώς μόλις τονΔεκέμβριο και τον Φεβρουάριο 1993, είναι βέβαιο ότι ο ενάγων υποβλήθηκε σεσημαντικότατη θυσία.

  75. Αντίθετα προς όσα διατείνονται τα εναγόμενα όργανα, η θυσία αυτή δεν ήτανούτε προβλέψιμη ούτε περιλαμβανόταν στους συνήθεις κινδύνους που είναισυμφυείς με την εν λόγω οικονομική δραστηριότητα.

  76. Όσον αφορά το απρόβλεπτο της ζημίας, παρατηρείται ότι οι ενάγοντες,παραγωγοί SLOM ΙΙΙ, βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με τους παραγωγούςSLOM Ι, και τούτο στο μέτρο όπου, σε σχέση με την εκμετάλλευση πουαποτελούσε το αντικείμενο της δεσμεύσεως μη εμπορίας, είχε αποκλειστεί πλήρωςκαι διαρκώς η χορήγηση ποσότητας αναφοράς λόγω της εφαρμογής τουκανονισμού 857/84 (απόφαση Mulder ΙΙ, σκέψη 17). Όπως έκρινε το Δικαστήριο,οι παραγωγοί SLOM Ι και SLOM ΙΙΙ υπήρξαν θύματα ενός περιορισμού ο οποίοςτους έθιγε ειδικώς λόγω αυτής της δεσμεύσεως (βλ. αποφάσεις Mulder Ι, σκέψη24, και Wehrs, σκέψη 13).

  77. Παρόμοια διαπίστωση επιβάλλεται έστω και αν ο νομικός τίτλος δυνάμει τουοποίου οι ενάγοντες ασκούσαν τη δραστηριότητά τους στην εκμετάλλευση SLOMμετεβλήθη ύστερα από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 764/89. Εφόσον ηυποκατάσταση στις δεσμεύσεις μη εμπορίας έγινε πριν από την ημερομηνία αυτή,οι παραγωγοί είχαν πράγματι δικαιολογημένη εμπιστοσύνη σχετικά με τησυνέχιση της εμπορίας μετά το πέρας αυτών των δεσμεύσεων (βλ. απόφασηWehrs, σκέψη 13).

  78. Όσον αφορά το ζήτημα της υπερβάσεως των συνήθων οικονομικών κινδύνων,πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση Mulder ΙΙ (σκέψη 17),έκρινε ότι στοιχειοθετείται ευθύνη της Κοινότητας λόγω του ότι δεν προβλέφθηκεποσότητα αναφοράς για τους παραγωγούς SLOM Ι, πράγμα που είχε ως συνέπειανα εμποδιστούν αυτοί πλήρως στην παραγωγή τους. Αντιθέτως, το γεγονός ότι γιατους παραγωγούς SLOM ΙΙ είχε προβλεφθεί ποσότητα αναφοράς μειωμένη κατά60 % αυτής που έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες να τους έχει χορηγηθεί δενκρίθηκε ως δυνάμενο να στοιχειοθετήσει παρόμοια ευθύνη.

  79. Όπως προαναφέρθηκε (βλ. ανωτέρω σκέψη 76), η κατάσταση των εναγόντωνείναι παρόμοια προς αυτή των παραγωγών SLOM Ι και τούτο εφόσον οι εν λόγωπαραγωγοί εμποδίστηκαν πλήρως να παραγάγουν στην έκταση για την οποίαίσχυε η δέσμευση που είχαν αναλάβει να συνεχίσουν.

  80. Εξάλλου, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζονται τα εναγόμενα όργανα, αρκετά είναι ταστοιχεία που διαφοροποιούν την κατάσταση των εναγόντων από αυτή τωνπαραγωγών SLOM ΙΙ.

  81. Συναφώς, το Πρωτοδικείο παρατηρεί ότι οι επίμαχες στην απόφαση Mulder ΙΙζημίες είχαν ήδη πλήρως επέλθει όταν το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί τουδικαιώματος για αποζημίωση. Πράγματι, σε όλες τις εκμεταλλεύσεις SLOM, ηεμπορία γάλακτος είχε καταστεί αδύνατη κατά την περίοδο μεταξύ της εφαρμογήςτου κανονισμού 857/84, όπως αυτός είχε αρχικώς, και της ημερομηνίας θέσεως σεισχύ του κανονισμού 764/89 (βλ. ανωτέρω σκέψη 5). Μεταξύ της τελευταίας αυτήςημερομηνίας και της θέσεως σε εφαρμογή του κανονισμού 1639/91, η εμπορία τωνπροϊόντων των παραγωγών SLOM Ι και ΙΙ μειώθηκε στο 60 % της αρχικήςποσότητας αναφοράς (βλ. ανωτέρω σκέψη 6). Τελικώς, στους εν λόγωπαραγωγούς χορηγήθηκε πλήρης ποσότητα αναφοράς μόλις με τον κανονισμό1639/91 (βλ. ανωτέρω σκέψη 8).

  82. Επομένως, με την απόφαση Mulder ΙΙ, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ευθύνη τηςΚοινότητας δεν υφίσταται μόνο σε σχέση με έναν περιορισμό (στο 60 %),χρονικώς οριοθετημένο (για δύο περίπου έτη), της ποσότητας γάλακτος πουπαραδόθηκε ή πωλήθηκε κατά τους δώδεκα μήνες που προηγήθηκαν τηςδεσμεύσεως μη εμπορίας ή μετατροπής. Επομένως, η κατάσταση ολικής ή μερικήςστερήσεως διήρκεσε το πολύ επτά έτη, μεταξύ του πέρατος των αρχικώνδεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί στο πλαίσιο του κανονισμού 1078/77 ή τηςεκδόσεως του κανονισμού 857/84 και της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 1639/91.Οι παραγωγοί SLOM Ι και SLOM ΙΙ υπέστησαν δηλαδή πλήρη αποκλεισμό γιαμια μεγίστη περίοδο πέντε ετών, αποκλεισμό για τον οποίο αναγνωρίστηκε ηευθύνη της Κοινότητας.

  83. Εν προκειμένω, οι ενάγοντες, όπως και όλοι οι παραγωγοί SLOM ΙΙΙ, στερήθηκανπλήρως της ποσότητας αναφοράς που τους αναλογούσε (βλ. απόφαση Wehrs). Ηστέρηση αυτή κάλυψε το διάστημα μεταξύ της εφαρμογής επ' αυτών τουκανονισμού 857/84 και της χορηγήσεως ποσότητας αναφοράς, πράγμα που συνέβημόλις ύστερα από την απόφαση Wehrs, που εκδόθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1992.

  84. Υπό τις συνθήκες αυτές, η φύση και η διάρκεια της στερήσεως της ποσότηταςαναφοράς που επιβλήθηκε στους ενάγοντες αποτελούν στοιχεία πουδιαφοροποιούν σαφώς την κατάστασή τους απ' αυτήν των παραγωγών ως προςτους οποίους κρίθηκε με την απόφαση Mulder ΙΙ ότι υφίστατο ευθύνη τηςΚοινότητας.

  85. Η στέρηση αυτή υπερβαίνει τα όρια των συνήθων κινδύνων που είναι συμφυείςστην εν λόγω οικονομική δραστηριότητα και μπορεί να στοιχειοθετήσειεξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

    Όσον αφορά την ύπαρξη ζημίας και αιτιώδους συναφείας

  86. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι υπέστησαν ζημίες ως παραγωγοί στους οποίουςδεν χορηγήθηκε ποσότητα αναφοράς. Τα εναγόμενα όργανα αμφισβητούν τηνύπαρξη τέτοιων ζημιών, και τούτο, εφόσον οι ενάγοντες δεν μπορούσαν νααξιώσουν, δεδομένου ότι δεν ήσαν παραγωγοί, τη χορήγηση ποσότητας αναφοράς.

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

  87. Κατά τους ενάγοντες, από έγγραφα του γεωργικού επιμελητηρίου της Westphalen-Lippe της 19ης Ιουλίου 1991 και του γεωργικού επιμελητηρίου του Hannover της21ης Φεβρουαρίου 1995 προκύπτει ότι αυτοί υπέστησαν ζημίες εφόσονεξακολούθησαν να διαχειρίζονται τις εκμεταλλεύσεις SLOM αφού είχαν αναλάβεινα συνεχίσουν τις σχετικές δεσμεύσεις μη εμπορίας. Λόγω απλώς της νομικήςαβεβαιότητας που περιέβαλλε την κατάστασή του, ο ενάγων στην υπόθεσηΤ-202/94 υπέβαλε την αίτησή του για ποσότητα αναφοράς μαζί με τη σύζυγό του.

  88. Αντίθετα προς ό,τι διατείνονται τα εναγόμενα όργανα, είναι αδιάφορο το αν ηειδική ποσότητα αναφοράς ζητήθηκε για την εκμετάλλευση ως προς την οποία δενυφίστατο η δέσμευση μη εμπορίας. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου,για να χορηγηθεί εκ νέου ή να χορηγηθεί οριστικώς, μια ποσότητα αναφοράς,αρκεί να έχει παραγάγει ο αιτών την ποσότητα αυτή στην εκμετάλλευσή του καινα συνεχίζει να διαχειρίζεται στο πλαίσιο αυτής, τουλάχιστον μερικώς, τηνεκμετάλλευση ως προς την οποία υφίσταται δέσμευση μη εμπορίας (απόφαση της3ης Δεκεμβρίου 1992, C-86/90, O'Brien, Συλλογή 1992, σ. Ι-6251). Εξάλλου,σύμφωνα με το άρθρο 9, στοιχείο δ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92 τουΣυμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση συμπληρωματικήςεισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L405, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 3950/92), μια εκμετάλλευση μπορεί ναπεριλαμβάνει διάφορες χωριστές γεωργικές μονάδες. Ο ενάγων στην υπόθεσηΤ-202/94 είχε την πρόθεση να χρησιμοποιήσει την παλιά εκμετάλλευση SLOM γιατην παραγωγή γάλακτος μετά το πέρας της περιόδου μη εμπορίας. Από τηνέκθεση του πραγματογνώμονα που έχει επισυναφθεί στο υπόμνημα απαντήσεωςπροκύπτει το έπραξε πράγματι όταν του χορηγήθηκε η ποσότητα αναφοράς.

  89. Τα εναγόμενα όργανα ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες, ανεξαρτήτως του κανόναπερί απαγορεύσεως συσσωρεύσεως του κανονισμού 764/89, δεν υπέστησαν ζημίες.Δεν είχαν δικαίωμα να λάβουν ποσότητα αναφοράς για τον λόγο ότι δεν ήσανπαραγωγοί κατά την έννοια του άρθρου 3α, παράγραφος 1, του κανονισμού857/84 ούτε προσκόμισαν οποιαδήποτε απόδειξη της ιδιότητας αυτής.

  90. Στην υπόθεση Τ-195/94, την ιδιότητα αυτή είχε η σύζυγος του ενάγοντος,κληρονόμος της εκμεταλλεύσεως SLOM. Ο ενάγων δεν μπορεί να στηρίζεται στηγνωμοδότηση του γεωργικού επιμελητηρίου της Westphalen-Lippe της 19ηςΙουλίου 1991 εφόσον το εν λόγω επιμελητήριο απλώς επανέλαβε τις δηλώσεις του.Ούτε άλλωστε είναι αποτελεσματική η παραπομπή στην έννοια τηςεκμεταλλεύσεως που δίδει ο κανονισμός 3950/92. Η έννοια αυτή στηρίζεται στηνιδέα της διαχειρίσεως ενός συνόλου μονάδων παραγωγής. Όμως, το πρόβλημα ενπροκειμένω συνίσταται στο ζήτημα αν ο ενάγων είχε πράγματι διαχειριστεί τηνεκμετάλλευση SLOM.

  91. Στην υπόθεση Τ-202/94, από τη γνωμοδότηση του γεωργικού επιμελητηρίου τουHannover της 25ης Ιανουαρίου 1990 προκύπτει ότι η σύζυγος του ενάγοντος είναιαυτή που είχε υποβάλει την αίτηση χορηγήσεως ποσότητας αναφοράς. Επομένως,σ' αυτήν ανήκει, σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, του κανονισμού 857/84,η ιδιότητα του παραγωγού. Η βεβαίωση του γεωργικού επιμελητηρίου τουHannover της 21ης Φεβρουαρίου 1995 για την ιδιότητα ως παραγωγού τουενάγοντος δεν διαλύει όλες τις σχετικές αμφιβολίες.

  92. Εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως του κανόνα περί απαγορεύσεωςσυσσωρεύσεως του άρθρου 3α, παράγραφος 1, του κανονισμού 857/84, οιενάγοντες δεν δικαιούνταν τις ειδικές ποσότητες αναφοράς που είχαν ζητήσει απότις γερμανικές αρχές, και τούτο εφόσον στις αιτήσεις τους ανέφεραν ότι ήθελαννα παραγάγουν αυτές τις ποσότητες επί των αρχικών εκμεταλλεύσεών τους καιόχι επ' αυτών που είχαν αποκτήσει. Πράγματι, η επίμαχη ρύθμιση (άρθρο 3α,παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, στοιχείο β΄, του κανονισμού) προβλέπειδικαίωμα για ειδική ποσότητα αναφοράς όσον αφορά τους παραγωγούς πουαποδεικνύουν ότι μπορούν να την παραγάγουν στην εκμετάλλευσή τους. Τούτοεπιρρωννύεται από την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1991, C-44/89, von Deetzen(Συλλογή 1991, σ. 5119, σκέψη 21), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η αδυναμίαεμπορίας των ποσοτήτων αναφοράς δεν προσβάλλει τη δικαιολογημένηεμπιστοσύνη των παραγωγών. Όμως, οι ενάγοντες, παράγοντας την επίμαχηποσότητα σε εκμετάλλευση διαφορετική από αυτή που είχε αποτελέσει τοαντικείμενο δεσμεύσεως μη εμπορίας, προσπάθησαν να μεταβιβάσουν αυτή τηνποσότητα.

  93. Η εκ μέρους των εναγόντων παραπομπή στην προπαρατεθείσα απόφαση O'Brienείναι αλυσιτελής. Στην απόφαση εκείνη είχε γίνει αναφορά στο άρθρο 3α,παράγραφος 3, του κανονισμού 857/84 και όχι στην παράγραφο 1 του ιδίουάρθρου. Με την απόφαση εκείνη κρίθηκε ότι ένας παραγωγός μπορεί να αξιώσειειδική ποσότητα αναφοράς μόνον αν συνεχίζει να διαχειρίζεται την εκμετάλλευσηγια την οποία ανέλαβε τη δέσμευση μη εμπορίας. Όμως, εν προκειμένω, τοζήτημα είναι αν οι ενάγοντες πράγματι διαχειρίζονταν την εκμετάλλευση SLOMκαι αν υπήρξε σχέση διαχειρίσεως, κατά την έννοια του κανονισμού 857/84,οσάκις η εκμετάλλευση αυτή δεν χρησιμοποιείται πλέον για γαλακτοκομικήπαραγωγή.

  94. Αμφισβητώντας την ύπαρξη αιτιώδους συναφείας, τα εναγόμενα όργαναυποστηρίζουν, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ότι θα μπορούσε να έχειχορηγηθεί στον ενάγοντα στην υπόθεση Τ-195/94 αρχική ποσότητα αναφοράς αναυτός είχε συνεχίσει τις παραδόσεις γάλακτος το 1983 ύστερα από τη λήξη τηςδεσμεύσεως μη εμπορίας. Πράγματι, τόσο το άρθρο 6, παράγραφος 2, τουκανονισμού 1371/84 όσο και η σχετική γερμανική νομοθεσία επέτρεπαν τηχορήγηση στους παραγωγούς αυτούς ποσότητας αναφοράς υπολογιζομένηςανάλογα με τις πραγματικές παραδόσεις τους. Επομένως, η μη χορήγηση αυτήςτης ποσότητας οφείλεται στον ενάγοντα και δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφειαμεταξύ των ζημιών που υπέστη αυτός και του κανονισμού 857/84.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  95. Στους Quiller και Heusmann χορηγήθηκε από τις αρμόδιες εθνικές αρχές,αντιστοίχως στις 23 Δεκεμβρίου 1993 και την 1η Φεβρουαρίου 1993, ειδικήποσότητα αναφοράς γνωστή ως SLOM ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 1 τουκανονισμού 2055/93, τέτοια ποσότητα χορηγείται στους παραγωγούς γάλακτος τωνοποίων προηγούμενη αίτηση για ποσότητα αναφοράς είχε απορριφθεί. Επομένως,για τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι ενάγοντες ήσαν, κατά το χρονικό εκείνο σημείο,παραγωγοί στις εν λόγω γεωργικές εκμεταλλεύσεις κατά την έννοια τηςκοινοτικής νομοθεσίας και, ως εκ τούτου, είχαν εμποδιστεί, κατ' εφαρμογήν τουκανονισμού 857/84, να εμπορευθούν γάλα. Τούτο επιβεβαιώνεται απόπιστοποιητικά, της 25ης Ιανουαρίου 1990 και της 19ης Ιουλίου 1991, τωνγεωργικών επιμελητηρίων του Hannover και της Westphalen-Lippe.

  96. Αναφορικά με το επιχείρημα των εναγομένων ότι οι ενάγοντες ευθύνονται για τιςζημίες τους εφόσον είχαν ζητήσει ποσότητες αναφοράς για τις αρχικέςεκμεταλλεύσεις τους και όχι για τις εκμεταλλεύσεις SLOM, πρέπει ναπαρατηρηθεί ότι από το άρθρο 3α, παράγραφος 1, του κανονισμού 857/84, όπωςτροποποιήθηκε με τον κανονισμό 764/89, προκύπτει ότι οι όροι σχετικά με τοσυγκεκριμένο τρόπο παραγωγής της ειδικής ποσότητας αναφοράς και, ιδίως,αυτός που προβλέπεται από το στοιχείο β΄, προϋποθέτουν τη χορήγηση τέτοιαςποσότητας. Επομένως, οι όροι αυτοί ισχύουν μόνο στην περίπτωση όπου έναςπαραγωγός μπορεί να αξιώσει ειδική ποσότητα αναφοράς της οποίας η χορήγησηδιέπεται από την παράγραφο 1, πρώτη και δεύτερη περίπτωση. Όμως οι ενάγοντεςαποκλείστηκαν, εν πάση περιπτώσει, από τέτοια χορήγηση λόγω εφαρμογής τουκανόνα περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως της δεύτερης περιπτώσεως τηςπαραγράφου αυτής, και τούτο διότι είχαν ήδη λάβει ποσότητα αναφοράς για τιςαρχικές εκμεταλλεύσεις τους.

  97. Σχετικά με το επιχείρημα των εναγομένων που αντλείται, όσον αφορά τηνυπόθεση Τ-195/94, από την ανυπαρξία αιτιώδους συναφείας μεταξύ των ζημιώνκαι της ενέργειας της Επιτροπής, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κανονισμός 1371/84άρχισε να ισχύει μόλις στις 18 Μαΐου 1984. Δεδομένου ότι η δέσμευση πουαφορούσε τις εκτάσεις του ενάγοντος είχε εκπνεύσει στις 31 Μαΐου 1983, οενάγων δεν μπορούσε, όπως είναι επόμενο, να γνωρίζει, κατά το χρονικό εκείνοσημείο, ότι η συνέχιση της παραγωγής θα του επέτρεπε να λάβει ποσότητααναφοράς. Μόνον κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 1371/84 οενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της συνέπειας αυτής. Επομένως, η ερμηνεία πουδίνουν τα κοινοτικά όργανα καταλήγει στο να συνδέει την απόφαση τουενάγοντος να μη συνεχίσει την παραγωγή το 1983 με ορισμένες συνέπειες οιοποίες δεν ήταν δυνατό, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, να προβλεφθούν. Κατάσυνέπεια, αυτό το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί και δεν μπορεί νααμφισβητηθεί η ύπαρξη αιτιώδους συναφείας.

  98. Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η Κοινότητα πρέπει να κηρυχθεί υπεύθυνηγια τις ζημίες που έχουν υποστεί οι ενάγοντες.

    2. Επί της παραγραφής

  99. Πρέπει τώρα να εκτιμηθεί αν και σε ποια έκταση τίθεται ζήτημα παραγραφήςόσον αφορά τις αξιώσεις των εναγόντων.

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

  100. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η προθεσμία παραγραφής δεν αρχίζει να τρέχειούτε από το πέρας της δεσμεύσεως μη εμπορίας ούτε από τις 2 Απριλίου 1984,ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 857/84, η εφαρμογή του οποίουαποτέλεσε και την αιτία των ζημιών τους.

  101. Οι ενάγοντες, μολονότι αναγνωρίζουν ότι ο κανονισμός 857/84 προκάλεσε ζημίεςσε όλους τους παραγωγούς SLOM και ότι ο κανονισμός 764/89 έθιξε εκ νέου τηνκατάσταση των παραγωγών SLOM ΙΙΙ, ισχυρίζονται ότι μόνον ύστερα από τηνημερομηνία εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως Wehrs, με την οποίακηρύχθηκε ανίσχυρος ο κανονισμός 764/89, πληρώθηκαν ως προς αυτούς οιπροϋποθέσεις του άρθρου 43 του Οργανισμού. Πράγματι, μεταξύ τωνπροϋποθέσεων αυτών περιλαμβάνεται η αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρατης πράξεως που αποτέλεσε την αιτία των ζημιών, δεδομένου ότι η πράξη αυτήείναι κανόνας δικαίου. Πράγματι, δεν μπορεί να απαιτείται από έναν πολίτη ναασκήσει αγωγή αποζημιώσεως αμέσως μετά τη θέσπιση ενός παράνομουκανονισμού. Η νομική αβεβαιότητα της καταστάσεως, το τεκμήριο εγκυρότηταςτου κανονισμού 857/84 και, κυρίως, η ανάγκη αποκτήσεως ειδικής ποσότηταςαναφοράς εξηγούν τη μη άσκηση αγωγής αποζημιώσεως. Ωστόσο, ο ενάγων στηνυπόθεση Τ-202/94 παραδέχεται ότι μπορούσε να ασκήσει αγωγή ήδη μετά τοπέρας της δεσμεύσεως ως προς την οικεία την εκμετάλλευση SLOM.

  102. Αναφορικά με τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής, οι ενάγοντες ισχυρίζονταιότι στις εκμεταλλεύσεις SLOM ΙΙΙ δεν μπορεί να επιφυλαχθεί μεταχείρισηδιαφορετική από αυτήν της οποίας έχουν τύχει οι παραγωγοί SLOM Ικαι SLOM ΙΙ. Κατά συνέπεια, πρέπει να υπαχθούν, όπως άλλωστε και οι λοιποίπαραγωγοί, στο σύστημα του άρθρου 8 του κανονισμού 2187/93. Εξάλλου, θαπρέπει επίσης να εφαρμοστεί στην περίπτωσή τους η ανακοίνωση της 5ηςΑυγούστου 1992, με την οποία τα κοινοτικά όργανα διέκοψαν την παραγραφή,οπότε δεν μπορούν τα εναγόμενα να προτείνουν την ένσταση παραγραφής. Κατάτην ημερομηνία της ανακοινώσεως αυτής, δεν είχαν εισέτι παραγραφεί ταδικαιώματά τους εφόσον η αποτελούσα την αιτία των ζημιών πράξη είναι οκανονισμός 764/89. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η προθεσμία παραγραφής άρχισενα τρέχει από το πέρας της περιόδου μη εμπορίας, οι μη παραγραφείσες περίοδοιάρχισαν στις 5 Αυγούστου 1987, δηλαδή πέντε έτη πριν από τις 5 Αυγούστου 1992,ημερομηνία διακοπής της παραγραφής.

  103. Ο ενάγων στην υπόθεση Τ-195/94 υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, διέκοψετην παραγραφή με την επιστολή που απηύθυνε στα κοινοτικά όργανα στις 12Ιανουαρίου 1994, στην οποία η Επιτροπή απάντησε στις 29 Μαρτίου 1994,αρνούμενη να αποκαταστήσει τις επελθούσες ζημίες. Σύμφωνα με το άρθρο 43του Οργανισμού, η αγωγή ασκήθηκε εντός των δύο μηνών που ακολούθησαν τηνπαραλαβή του απορριπτικού εγγράφου. Κατά το χρονικό εκείνο σημείο, ταδικαιώματα για αποζημίωση των οποίων η αιτία ήταν ο κανονισμός 764/89 δενείχαν εισέτι παραγραφεί.

  104. Ο ενάγων στην υπόθεση Τ-202/94 διατείνεται επίσης ότι η προθεσμίαπαραγραφής διακόπηκε ως προς αυτόν με την επιστολή προς τα κοινοτικά όργανατης 11ης Απριλίου 1991. Το άρθρο 43 του Οργανισμού δεν επιβάλλει την άσκησηπροσφυγής αμέσως μετά από μια τέτοια επιστολή. Εν πάση περιπτώσει, στιςαπαντήσεις τους της 2ας και της 15ης Μαΐου 1991, η Επιτροπή και το Συμβούλιοδήλωσαν ρητώς ότι δεν θα επικαλεστούν την παραγραφή και ο ενάγων έδωσεεμπιστοσύνη στις δηλώσεις αυτές. Τα αποτελέσματα αυτής της παραιτήσεως δενεξουδετερώθηκαν από τον κανονισμό 2187/93, ο οποίος δεν αποτελούσε πράξηαπευθυνόμενη άμεσα και ατομικά στον ενάγοντα, οπότε δεν μπορούσε αυτός νατον προσβάλει. Εξάλλου, ο ενάγων με επιστολή της 13ης Ιανουαρίου 1994, ρώτησετα κοινοτικά όργανα αν εμμένουν στην παραίτησή τους. Μόνον η Επιτροπή, μεέγγραφο της 29ης Μαρτίου 1994, απάντησε ότι αρνείται να αποζημιώσει τουςπαραγωγούς SLOM ΙΙΙ. Στο μέτρο που το τελευταίο αυτό έγγραφο περιελάμβανεαπόρριψη, η αγωγή ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 43 τουΟργανισμού προθεσμίας.

  105. Τα εναγόμενα θεωρούν ότι οι αξιώσεις των εναγόντων έχουν παραγραφεί και ότι,όπως είναι επόμενο, οι αγωγές είναι απαράδεκτες. Υπενθυμίζουν ότι, σύμφωναμε τη νομολογία του Δικαστηρίου και το άρθρο 43 του Οργανισμού, η προθεσμίαπαραγραφής αρχίζει να τρέχει αφ' ης στιγμής πληρωθούν όλες οι προϋποθέσειςαπό τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποζημιώσεως και, όταν την αιτία τηςευθύνης αποτελεί κανονιστική πράξη, αφ' ης στιγμής επέλθουν οι συνέπειες τηςπράξεως αυτής [αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 1982, 256/80, 257/80, 265/80,267/80 και 5/81, Birra Wührer κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή1982, σ. 85, σκέψη 10 (στο εξής: απόφαση Birra Wührer), και 51/81, De Franceschiκατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 117, σκέψη 10 (στο εξής:απόφαση De Franceschi)].

  106. Εν προκειμένω, η προθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει, στην υπόθεσηΤ-195/94, στις 2 Απριλίου 1984, ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του κανονισμού857/84 και, στην υπόθεση Τ-202/94, στις 9 Οκτωβρίου 1985, ημερομηνία λήξεωςτης περιόδου μη εμπορίας. Κατά τις ημερομηνίες αυτές συγκεντρώθηκαν οιπροϋποθέσεις του άρθρου 215: την ευθύνη της Κοινότητας είχε επισύρει ένανομοθετικό κείμενο, ο κανονισμός 857/84, στην αρχική του μορφή, ο οποίος στησυνέχεια κηρύχθηκε ανίσχυρος με την απόφαση Mulder Ι, στο μέτρο πουπαραβίασε κατάφωρα την υπέρτερη αρχή της προστασίας της δικαιολογημένηςεμπιστοσύνης.

  107. Η προβαλλόμενη από τους ενάγοντες ζημία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έλαβανποσότητες αναφοράς για τις εκμεταλλεύσεις SLOM που είχαν αναλάβει. Όμως,εν προκειμένω ούτε η απόκτηση αυτών των εκμεταλλεύσεων από τους ενάγοντεςούτε ο κανονισμός 764/89, με τον οποίο προστέθηκε το άρθρο 3α στον κανονισμό857/84, μετέβαλαν σε βάρος των εναγόντων αυτή την έννομη κατάσταση.Επομένως, ήδη από της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 857/84 μπορούσαν οιενάγοντες να ζητήσουν να διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας του. Το τεκμήριονομιμότητας που χαρακτηρίζει κάθε κανονισμό δεν εμποδίζει τους επιχειρηματίεςνα ζητούν τη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα του (απόφαση της 13ηςΦεβρουαρίου 1979, 101/78, Granaria, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 307, σκέψη 5).Αυτό ακριβώς έκαναν οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις επί των οποίωνεκδόθηκαν οι αποφάσεις Mulder Ι και Wehrs, όπου, αντίθετα προς τουςενάγοντες, δεν θέλησαν να αποφύγουν τους συνδεόμενους με την άσκηση μιαςαγωγής κινδύνους.

  108. Στη συνέχεια, τα εναγόμενα αμφισβητούν τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι ηπροθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει μετά τις 2 Απριλίου 1984 και τις 9Οκτωβρίου 1985 αντιστοίχως (βλ. ανωτέρω σκέψη 106). Πρώτον, δεν είναι δυνατόνα ληφθεί ως ημερομηνία ενάρξεως της προθεσμίας αυτής η 28η Απριλίου 1988,ημερομηνία κατά την οποία το Δικαστήριο κήρυξε, με την απόφαση Mulder Ι,μερικώς ανίσχυρο τον κανονισμό 857/84. Σύμφωνα με τη νομολογία τουΔικαστηρίου, για να αρχίσει να τρέχει μια προθεσμία παραγραφής, πρέπει ουποστάς ζημία να έλαβε ή να μπορούσε να λάβει γνώση του γενεσιουργού τηςζημίας αυτής γεγονότος (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 1985, 145/83, Adams κατάΕπιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 3539, σκέψη 50) και όχι του παράνομου χαρακτήρατου. Δεύτερον, η περίοδος παραγραφής δεν μπορεί να εξαρτάται από τονκανονισμό 764/89 με τον οποίο θεσπίστηκε ο κανόνας περί απαγορεύσεως τηςσωρεύσεως και κατέστη αυτόνομη η κατάσταση των παραγωγών SLOM ΙΙΙ. Οκανονισμός αυτός δεν επιδείνωσε την κατάσταση των εναγόντων σε σχέση μεαυτήν που υφίστατο ύστερα από την έκδοση του κανονισμού 857/84, όπως αυτόςείχε αρχικώς, και τούτο εφόσον ο εν λόγω κανονισμός ήδη απέκλειε, αφότου είχετεθεί σε ισχύ, τη χορήγηση ποσοτήτων αναφοράς για τις εκμεταλλεύσεις SLOMτων εναγόντων. Τρίτον, η παραγραφή δεν άρχισε να τρέχει ούτε από τις 3Δεκεμβρίου 1992, ημερομηνία της αποφάσεως Wehrs, και τούτο εφόσον ηγενεσιουργός της ζημίας των εναγόντων αιτία ήταν το σύστημα που είχε θεσπιστείμε τους κανονισμούς 857/84 και 764/89 και όχι η αναγνώριση του παράνομουχαρακτήρα τους.

  109. Τα εναγόμενα αμφισβητούν επίσης ότι η προθεσμία παραγραφής, όσον αφοράτους ενάγοντες, ανανεώνεται καθημερινά. Έστω και αν το άρθρο 8 τουκανονισμού 2187/93 ορίζει έτσι, μια τέτοια λύση δεν πρέπει κατ' ανάγκη ναχρησιμεύσει ως βάση για την ερμηνεία του άρθρου 43 του Οργανισμού.

  110. Τα εναγόμενα ισχυρίζονται ακόμη ότι δεν αντίκειται προς την ανακοίνωση της 5ηςΑυγούστου 1992 η εκ μέρους τους προβολή ενστάσεως απαραδέκτου λόγωπαραγραφής. Στο σημείο 2 της ανακοινώσεως αυτής διευκρινίζεται ότι ηδέσμευση μη προβολής της παραγραφής ισχύει μόνο κατά το μέτρο που τοδικαίωμα για αποζημίωση δεν είχε ήδη, κατά την ημερομηνία της ανακοινώσεως,παραγραφεί. Εν πάση περιπτώσει, η ανακοίνωση αυτή αφορά μόνο τιςεκμεταλλεύσεις SLOM Ι και SLOM ΙΙ, πράγμα που αποδεικνύεται, αφενός, απότην αναφορά που γίνεται στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφασηMulder ΙΙ, η οποία αφορούσε μόνο αυτές τις κατηγορίες παραγωγών και,αφετέρου, από το γράμμα του σημείου 1 της ανακοινώσεως, που αφορά τουςπαραγωγούς στους οποίους δεν χορηγήθηκε ποσότητα αναφοράς κατόπιν τηςσυμμετοχής τους στο προβλεπόμενο από τον κανονισμό 1078/77 σύστημα.

  111. Αναφορικά με τη διακοπή της παραγραφής, τα εναγόμενα υποστηρίζουν, στηνυπόθεση Τ-195/94, ότι η επιστολή που ο ενάγων απηύθυνε στην Επιτροπή στις 12Ιανουαρίου 1994 δεν διέκοψε την παραγραφή, και τούτο εφόσον η αγωγή δενασκήθηκε εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπεται από το άρθρο43, τρίτη φράση, του Οργανισμού. Η προθεσμία αυτή δεν είχε αρχίσει να τρέχειαπό την ημερομηνία της απαντήσεως της Επιτροπής στην επιστολή με την οποίαο ενάγων είχε προβάλει το δικαίωμά του αλλά ήδη από την ημερομηνίαπαραλαβής της επιστολής. Επομένως, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η αγωγήασκήθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, η επιστολή της 12ης Ιανουαρίου1994 δεν διέκοψε την παραγραφή.

  112. Στην υπόθεση Τ-202/94, τα εναγόμενα υποστηρίζουν επίσης ότι με την επιστολήτου ενάγοντος της 11ης Απριλίου 1991 δεν διακόπηκε η παραγραφή εφόσον ηαγωγή δεν ασκήθηκε εντός της τασσομένης από το άρθρο 43 του Οργανισμούπροθεσμίας. Στις απαντήσεις τους της 2ας και 15ης Μαΐου 1991, η Επιτροπή καιτο Συμβούλιο παραιτήθηκαν από την προβολή της παραγραφής μόνο κατά τομέτρο που τα εν λόγω δικαιώματα δεν είχαν εισέτι παραγραφεί. Δεδομένου ότιη προθεσμία άρχισε να τρέχει από τις 9 Οκτωβρίου 1985 (βλ. ανωτέρω σκέψη106), η παραγραφή επήλθε στις 9 Οκτωβρίου 1990, δηλαδή πριν από την επιστολήπου είχε αποστείλει ο ενάγων. Εξάλλου, η παραίτηση από την προβολή τηςπαραγραφής έπαυσε να ισχύει τρεις μήνες ύστερα από την έκδοση τηςαποφάσεως Mulder ΙΙ, στις 19 Μαΐου 1992, χωρίς ο ενάγων να έχει ασκήσειαγωγή κατά την περίοδο αυτή. Εν προκειμένω, είναι παράλογο το επιχείρημα τουενάγοντος ότι η παραίτηση ίσχυε μέχρι την απόφαση περί του ποσού τηςαποζημιώσεως που θα εκδοθεί κατόπιν της αποφάσεως Mulder ΙΙ· η τελευταίααυτή απόφαση ρύθμισε όλα τα σημαντικά ζητήματα σχετικά με την ευθύνη, μόνοσημείο που απασχολούσε όλους τους ενδιαφερομένους.

  113. Εν συμπεράσματι, τα εναγόμενα φρονούν ότι, δεδομένου ότι η παραγραφή άρχισενα τρέχει από τις 2 Απριλίου 1984 και τις 9 Οκτωβρίου 1985, τα δικαιώματα τωνεναγόντων παραγράφηκαν, αντιστοίχως, τη 2α Απριλίου 1989 και την 9ηΟκτωβρίου 1990. Οπωσδήποτε, η παραγραφή αφορά, στην υπόθεση Τ-195/94, όλατα δικαιώματα που είχαν γεννηθεί πριν από τις 24 Μαΐου 1989, ημερομηνία κατάπέντε έτη προγενέστερη αυτής της 24ης Μαΐου 1994, ημερομηνίας ασκήσεως τηςαγωγής. Όσον για την υπόθεση Τ-202/94, είναι παραγεγραμμένα τα δικαιώματατου ενάγοντος που γεννήθηκαν πριν από την 1η Ιουνίου 1989, δηλαδή πέντε καιπλέον έτη πριν από την άσκηση της αγωγής.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  114. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 43 του Οργανισμού προθεσμία παραγραφής δενμπορεί να αρχίσει να τρέχει πριν συντρέξουν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίεςεξαρτάται η υποχρέωση αποζημιώσεως, και, ιδίως, στις περιπτώσεις όπου ηευθύνη απορρέει από κανονιστική πράξη, πριν παραχθούν τα ζημιογόνααποτελέσματα της πράξεως αυτής (προπαρατεθείσες αποφάσεις Birra Wührer καιDe Franceschi, σκέψεις 10· απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Απριλίου 1997,Τ-20/94, Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-595,σκέψη 107).

  115. Προκειμένου να κριθεί αν έχουν παραγραφεί τα δικαιώματα των εναγόντων,πρέπει, κατ' αρχάς, να προσδιοριστεί η ημερομηνία επελεύσεως της ζημίας καιστη συνέχεια η ημερομηνία κατά την οποία επήλθε η διακόπτουσα τηνπαραγραφή πράξη.

  116. Εν προκειμένω, ζημία επήλθε από την ημέρα κατά την οποία, ύστερα από τηνλήξη των δεσμεύσεων μη εμπορίας στις οποίες είχαν υποκατασταθεί οι ενάγοντες,οι τελευταίοι θα μπορούσαν να έχουν παραδώσει το παραχθέν στις οικείεςεκμεταλλεύσεις SLOM γάλα, αν δεν είχαν απορριφθεί, κατ' εφαρμογήν τουκανονισμού 857/84, οι αιτήσεις τους για τη χορήγηση ποσότητας αναφοράς.

  117. Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των εναγόντων ότι η προθεσμίαπαραγραφής άρχισε να τρέχει μόνον ύστερα από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού764/89 με τον οποίο θεσπίστηκε, κατόπιν τροποποιήσεως του κανονισμού 857/84,ο κανόνας περί απαγορεύσεως της σωρεύσεως. Πράγματι, μολονότι η κατάστασητης κατηγορίας των εν λόγω παραγωγών κατέστη αυτόνομη μόνον ύστερα από τηθέσπιση του κανόνα αυτού (βλ. ανωτέρω σκέψη 66), αυτό υπήρξε απλώς ησυνέπεια της καθιερώσεως ενός νέου συστήματος γι' αυτούς τους παραγωγούςSLOM στους οποίους χορηγήθηκε, από το χρονικό εκείνο σημείο, ειδική ποσότητααναφοράς. Αντιθέτως, η κατάσταση των παραγωγών SLOM ΙΙΙ παρέμεινε η ίδια,υπό την έννοια ότι, έστω και αν ενέπιπταν στο άρθρο 3α που προστέθηκε στονκανονισμό 857/84, ο νέος κανόνας είχε ως μόνο αποτέλεσμα τη διατήρηση, όσοναφορά τους παραγωγούς αυτούς, του προηγουμένου συστήματος ολικούαποκλεισμού από την εμπορία.

  118. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι ενάγοντες υπέστησαν ζημίες λόγω τηςεφαρμογής του κανονισμού 857/84, στην αρχική του μορφή, και ότι οι ζημίες αυτέςσυνεχίστηκαν ύστερα από την προσθήκη του άρθρου 3α στον κανονισμό αυτό μετον κανονισμό 764/89. Εξ αυτού προκύπτει ότι η αποτελούσα την αιτία των ζημιώντων εναγόντων πράξη είναι ο κανονισμός 857/84. Δεδομένου ότι ο κανονισμός764/89 είναι άσχετος με τη γένεση των ζημιών, ουδεμία ασκεί επιρροή όσοναφορά την προθεσμία παραγραφής.

  119. Επομένως, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημίες κατά την ημερομηνία εφαρμογής επ'αυτών του κανονισμού 857/84, πράγμα που, εξάλλου, επιβεβαιώνεται από τοχρονικό σημείο από το οποίο ζητούν να αποζημιωθούν (βλ. ανωτέρω σκέψεις 35και 37). Όσον αφορά την υπόθεση Τ-195/94, η ημερομηνία αυτή είναι ηημερομηνία θέσεως σε ισχύ του κανονισμού, δηλαδή η 2α Απριλίου 1984,δεδομένου ότι, έστω και αν η δέσμευση μη εμπορίας είχε ήδη λήξει, τότε μόνοαντιτάχθηκε στον προσφεύγοντα η άρνηση χορηγήσεως ποσότητας αναφοράς.Όσον αφορά την υπόθεση Τ-202/94, η ημερομηνία αυτή είναι η 9η Οκτωβρίου1985, επόμενη ημέρα της λήξεως της δεσμεύσεως μη εμπορίας στην οποίαυποκαταστάθηκε ο ενάγων.

  120. Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η συνδρομή των προϋποθέσεωναπό τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση της Κοινότητας για αποζημίωση, πουπροσδιορίζει το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής,πραγματοποιήθηκε κατά την ημερομηνία εμφανίσεως της ζημίας, όπως αυτήπροσδιρίστηκε ανωτέρω, σύμφωνα με τις αποφάσεις Birra Wührer και DeFranceschi και όπως ισχυρίζονται τα εναγόμενα, ή μήπως αυτή πραγματοποιήθηκεκατά τις ημερομηνίες εκδόσεως των αποφάσεων Mulder Ι και Wehrs, με τιςοποίες αναγνωρίστηκε, αντιστοίχως, το ανίσχυρο του κανονισμού 857/84, όπωςαυτός είχε αρχικώς και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 764/89, όπωςυποστηρίζουν οι ενάγοντες.

  121. Το επιχείρημα των εναγόντων είναι κατ' ουσίαν ότι η γνώση του παράνομουχαρακτήρα της ζημιογόνου πράξεως είναι μια από τις προϋποθέσεις από τιςοποίες εξαρτάται η ευθύνη της Κοινότητας και των οποίων η συνδρομή αποτελεί,δυνάμει των αποφάσεων Birra Wührer και De Franceschi, το χρονικό σημείοενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τοεπιχείρημα αυτό, η προθεσμία του άρθρου 43 του Οργανισμού δεν μπορεί νααρχίσει να τρέχει πριν από την αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα.

  122. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του αυτόνομου χαρακτήρα τηςαγωγής αποζημιώσεως σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως (προπαρατεθείσααπόφαση Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, καθώς και διάταξη τουΔικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 1993, C-257/93, Van Parijs κ.λπ. κατά Συμβουλίουκαι Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-3335, σκέψεις 14 και 15), η στηριζόμενη στοάρθρο 215 της Συνθήκης αγωγή δεν απαιτείται κατ' ανάγκη να συνοδεύει ούτε ναέχει προηγηθεί αυτής προσφυγή με αντικείμενο την ακύρωση ή την αναγνώρισηανισχύρου, πράγμα που παρέχει, όπως είναι επόμενο, αυξημένη προστασία στουςπολίτες (προπαρατεθείσα απόφαση Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής,σκέψη 128). Εξ αυτού έπεται ότι η ακύρωση του κανονισμού 857/84 ή ηαναγνώριση του ανισχύρου του δεν αποτελεί αναγκαίο για την αποζημίωση τωνεναγόντων προηγούμενο και ότι οι τελευταίοι μπορούσαν, επομένως, να ασκήσουντην αγωγή τους κατά της Κοινότητας μόλις άρχισαν να υφίστανται ζημίες κατ'εφαρμογήν του κανονισμού 857/84, όπως αυτός είχε αρχικώς (βλ. επίσης απόφασητου Πρωτοδικείου της 16ης Απριλίου 1997, Τ-554/93, Saint και Murray κατάΣυμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-563, σκέψη 81).

  123. Υπό τις συνθήκες αυτές, η συνδρομή των προϋποθέσεων από τις οποίες εξηρτάτοη ευθύνη της Επιτροπής πραγματοποιήθηκε κατά την ημερομηνία κατά την οποίαεφαρμόστηκε επί των εναγόντων ο κανονισμός 857/84 (βλ. ανωτέρω σκέψη 119).Ως εκ τούτου, η προθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει από την ημερομηνίααυτή.

  124. Τα εναγόμενα δεν μπορούν να υποστηρίξουν ότι οι αξιώσεις των εναγόντων έχουνπαραγραφεί στο σύνολό τους πέντε έτη ύστερα από την έναρξη της προθεσμίαςπαραγραφής.

  125. Πράγματι, οι ζημίες τις οποίες η Κοινότητα οφείλει να αποκαταστήσει δεν είναιζημίες που επήλθαν ακαριαίως. Οι ζημίες αυτές συνεχίστηκαν καθημερινώς γιαορισμένη περίοδο, λόγω της διατηρήσεως σε ισχύ παρανόμου πράξεως, εφ' όσονχρόνο ήταν αδύνατο για τους ενάγοντες να λάβουν ποσότητα αναφοράς και,επομένως να παραδώσουν γάλα. Κατά συνέπεια, με βάση την ημερομηνία τηςσυνιστώσας διακοπή πράξεως, η παραγραφή του άρθρου 43 του Οργανισμούκαλύπτει την περίοδο που είναι πλέον των πέντε ετών προγενέστερη τηςημερομηνίας αυτής, ενώ δεν θίγει τα δικαιώματα που γεννήθηκαν μεταγενέστερα(προπαρατεθείσα απόφαση Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής,σκέψη 132).

  126. Αναφορικά με τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής, πρέπει, πρώτον, ναεξεταστούν τα κοινά και στις δύο αγωγές επιχειρήματα που αντλούνται από τηνεφαρμογή εν προκειμένω της ανακοινώσεως της 5ης Αυγούστου 1992 και τουκανονισμού 2187/93 και στη συνέχεια πρέπει να αναλυθούν τα αποτελέσματα τωνπροβαλλομένων σε κάθε μία από τις αγωγές πράξεων με τις οποίες επήλθεδιακοπή της παραγραφής.

  127. Το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο οι ενάγοντες επωφελήθηκαν τηςανακοινώσεως της 5ης Αυγούστου 1992 πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, με τηνανακοίνωση εκείνη, τα κοινοτικά όργανα ανέλαβαν τη δέσμευση να μηνεπικαλεστούν την παραγραφή έναντι των παραγωγών υπέρ των οποίων, με τηναπόφαση Mulder ΙΙ, είχε αναγνωριστεί δικαίωμα αποζημιώσεως. Το προσωπικόπεδίο εφαρμογής της πράξεως αυτής είχε δηλαδή περιοριστεί στους παραγωγούςοι οποίοι δεν είχαν λάβει ποσότητα αναφοράς κατ' εφαρμογήν του κανονισμού857/84, στην αρχική του μορφή, πλην όμως την έλαβαν κατόπιν του κανονισμού764/89. Επομένως, η εν λόγω ανακοίνωση απευθυνόταν μόνο στους παραγωγούςSLOM Ι και SLOM ΙΙ. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η ιδιαίτερη κατάσταση τωνπαραγωγών SLOM ΙΙΙ δεν εξετάστηκε με την απόφαση Mulder ΙΙ, οιενδιαφερόμενοι δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από την εις βάρος τωνκοινοτικών οργάνων απόφαση. Κατά συνέπεια, η ανακοίνωση της 5ης Αυγούστου1992 δεν τους αφορούσε ούτε εμπόδιζε τα κοινοτικά όργανα να επικαλεστούν τηνπαραγραφή έναντι των εναγόντων.

  128. Ούτε άλλωστε μπορούν οι παραγωγοί SLOM ΙΙΙ να επωφεληθούν από τονκανονισμό 2187/93 και, ιδίως, από τις διατάξεις του άρθρου 8 σχετικά με τηδιακοπή της παραγραφής. Επί του σημείου αυτού, αρκεί να υπομνησθεί ότι,σύμφωνα με το άρθρο του 2, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται μόνο στουςπαραγωγούς στους οποίους χορηγήθηκαν ειδικές ποσότητες αναφοράς κατ'εφαρμογήν των κανονισμών 764/89 και 1639/91. Δεδομένου ότι οι ενάγοντες δενβρέθηκαν σε τέτοια κατάσταση, δεν μπορούν, όπως είναι επόμενο, ναεπικαλεστούν τον κανονισμό 2187/93.

  129. Το γεγονός ότι ο κανονισμός αυτός δεν εφαρμόζεται επ' αυτών δεν συνιστάπαραβίαση της αρχής της ισότητας. Η παραβίαση της αρχής αυτής προϋποθέτειτην διαφορετική μεταχείριση παρόμοιων καταστάσεων (βλ. απόφαση τουΠρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, Τ-143/89, Ferriere Nord κατά Επιτροπής,Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-917, σκέψη 55). Όπως, όμως προαναφέρθηκε (σκέψεις 127 και128), η κατάσταση των παραγωγών SLOM ΙΙΙ ήταν διαφορετική αυτής τωνωφεληθέντων από τον κανονισμό 2187/93. Εν πάση περιπτώσει, όπως τοΠρωτοδικείο έχει κρίνει (αποφάσεις της 16ης Απριλίου 1997, Τ-541/93,Connaughton κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-549, σκέψη 35, καιπροπαρατεθείσα απόφαση Saint και Murray κατά Συμβουλίου και Επιτροπής,σκέψη 41), ο κανονισμός αυτός έχει τη φύση μιας συμβιβαστικής προτάσεως ηοποία απλώς παρέχει μια πρόσθετη δυνατότητα να λάβουν αποζημίωση οιπαραγωγοί στους οποίους είχε αναγνωριστεί αυτό το δικαίωμα.

  130. Όσον αφορά τις συνιστώσες διακοπή της παραγραφής πράξεις, διαπιστώνεται ότι,στην υπόθεση Τ-195/94, ο ενάγων απηύθυνε μόνο στην Επιτροπή, στις 12Ιανουαρίου 1994, επιστολή με την οποία αξίωσε αποζημίωση για τις ζημίες πουείχε υποστεί μεταξύ 2ας Απριλίου 1984 και της ημερομηνίας χορηγήσεωςοριστικής ποσότητας αναφοράς. Με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 1994, η Επιτροπήπροέβαλε άρνηση στο αίτημα αυτό. Το Συμβούλιο δεν ισχυρίστηκε ότι η διακοπήδεν μπορούσε να αντιταχθεί κατ' αυτού.

  131. Δεδομένου ότι η αγωγή ασκήθηκε στις 20 Μαΐου 1994, δηλαδή λιγότερο από δύομήνες ύστερα από το έγγραφο της Επιτροπής της 29ης Μαρτίου, η προθεσμίαπαραγραφής διεκόπη στις 12 Ιανουαρίου 1994, σύμφωνα με το άρθρο 43 τουΟργανισμού.

  132. Το επιχείρημα των εναγομένων οργάνων με το οποίο σκοπείται να καταδειχθείότι η αγωγή έπρεπε να ασκηθεί εντός δύο μηνών ύστερα από το έγγραφο της 12ηςΙανουαρίου 1994 στερείται παντελώς βάσεως. Η αναφορά που περιέχει ητελευταία φράση του άρθρου 43 του Οργανισμού στα άρθρα 173 και 175 τηςΣυνθήκης έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή, όσον αφορά τη διακοπή τηςπαραγραφής, των κανόνων υπολογισμού των προθεσμιών που προβλέπονται απότις διατάξεις αυτές. Δεδομένου ότι η Επιτροπή απάντησε δύο και πλέον μήνεςύστερα από την επιστολή του ενάγοντος, αλλά εντός της προθεσμίαςαμφισβητήσεως μιας σιωπηρής απορρίψεως, με την απάντηση αυτή άρχισε νατρέχει νέα προθεσμία προσφυγής (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 1ηςΑπριλίου 1993, C-25/91, Pesqueras Echebastar κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993,σ. Ι-1719). Επομένως, δεδομένου ότι το δικόγραφο της αγωγής κατατέθηκε πριναπό τη λήξη αυτής της δεύτερης προθεσμίας, η διακοπή της παραγραφής επήλθεστις 12 Ιανουαρίου 1994.

  133. Σύμφωνα με τη νομολογία (αποφάσεις Birra Wührer και De Franceschi, σκέψη10, Hartmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 140, και Saint και Murrayκατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 93), η περίοδος ως προς την οποίαοφείλεται αποζημίωση αντιστοιχεί στα πέντε έτη που προηγούνται τηςημερομηνίας διακοπής της παραγραφής. Επομένως, η εν λόγω περίοδοςπεριλαμβάνεται μεταξύ της 12ης Ιανουαρίου 1989 και της 28ης Ιουλίου 1993,ημερομηνίας χορηγήσεως στον ενάγοντα ποσότητας αναφοράς.

  134. Όσον αφορά την υπόθεση Τ-202/94, επισημαίνεται, πρώτον, ότι στις 11 Απριλίου1994, ο ενάγων απευθύνθηκε στο Συμβούλιο και την Επιτροπή για να ζητήσειαποζημίωση για τις ζημίες που είχε μέχρι τότε υποστεί. Στις απαντήσεις τους της2ας και της 15ης Μαΐου 1991, τα κοινοτικά όργανα, αρνούμενα την ύπαρξηευθύνης τους, ανέλαβαν την υποχρέωση να μη προβάλουν παραγραφή επί τρειςμήνες από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως Mulder ΙΙ. Όμως, η υποχρέωση αυτήκάλυπτε μόνο τα δικαιώματα που δεν είχαν παραγραφεί κατά την ημερομηνία τωνεν λόγω εγγράφων.

  135. Αντίθετα προς ό,τι διατείνεται ο ενάγων, αυτή η ανταλλαγή εγγράφων δεν μπορείνα ερμηνευθεί ως αναφορά στην απόφαση που θα εκδώσει το Δικαστήριο κατόπιντης αποφάσεως στην υπόθεση Mulder ΙΙ. Με την απόφαση εκείνη λύθηκαν τασχετικά με την ύπαρξη κοινοτικής ευθύνης ζητήματα. Όπως προκύπτει από τοδιατακτικό της αποφάσεως εκείνης, το μόνο που μένει να προσδιοριστεί είναι τοποσό της αποζημιώσεως. Επομένως, τα έγγραφα των οργάνων της 2ας και της15ης Μαΐου 1991 αφορούσαν την απόφαση Mulder ΙΙ.

  136. Εξάλλου, με τα έγγραφα αυτά, τα κοινοτικά όργανα παραιτήθηκαν από τηνπροβολή της παραγραφής για τη μνημονευομένη σ' αυτά περίοδο. Ενόψει των ενλόγω εγγράφων, σκοπός τους ήταν να αποφευχθεί η άμεση άσκηση αγωγής [«Parsouci d'économie de procédure, le Conseil/la Commission (...) est néanmoinsdisposé(e) à ne pas invoquer la prescription (...)»] [«Παρ' όλ' αυτά, χάριν τηςοικονομίας της διαδικασίας, το Συμβούλιο/η Επιτροπή είναι διατεθειμένοι να μηπροβάλουν/ει την παραγραφή»]. Τούτο ήταν σύμφωνο προς την πρακτική τωνοργάνων κατά την εποχή εκείνη η οποία συνίστατο στην αποστολή παρομοίωνεγγράφων στους παραγωγούς οι οποίοι τους ζητούσαν αποζημίωση για τις ζημίεςπου είχαν υποστεί.

  137. Επομένως, πρέπει να προσδιοριστούν τα αποτελέσματα της αναληφθείσας από τακοινοτικά όργανα δεσμεύσεως που ώθησε τους παραγωγούς να μην ασκήσουναγωγή με αντάλλαγμα τη μη προβολή της παραγραφής.

  138. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό, όπως ισχυρίζονται τα κοινοτικά όργανα, ότι λόγω τουγεγονότος και μόνον ότι ο ενάγων δεν άσκησε αγωγή εντός της προβλεπομένηςαπό το άρθρο 43 του Οργανισμού προθεσμίας, ύστερα από την παρέλευση τριώνμηνών από τη δημοσίευση της αποφάσεως Mulder ΙΙ, μπορεί να του αντιταχθείη επανέναρξη της προθεσμίας παραγραφής κατά την ημερομηνία των εγγράφωντης 2ας και της 15ης Μαΐου 1991, ως εάν δεν είχε μεσολαβήσει η δέσμευση τωνοργάνων. Πράγματι, η δέσμευση αυτή ήταν μονομερής πράξη των οργάνων μεσκοπό να αποτραπεί ο ενάγων από την άσκηση αγωγής. Επομένως, τα εναγόμεναδεν μπορούν να επικαλεστούν το γεγονός ότι ο ενάγων υιοθέτησε μιασυμπεριφορά από την οποία αυτά και μόνο ωφελήθησαν.

  139. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προθεσμία παραγραφής ανεστάλη κατά την περίοδομεταξύ της 7ης Μαΐου 1991, ημερομηνίας παραλαβής του εγγράφου που ηΕπιτροπή είχε απευθύνει στον ενάγοντα, και της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, δηλαδήμετά την πάροδο τριών μηνών από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα τωνΕυρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 17ης Ιουνίου 1992, του διατακτικού της αποφάσεωςMulder ΙΙ.

  140. Δεύτερον, πρέπει να προσδιοριστεί η ημερομηνία διακοπής της προθεσμίαςπαραγραφής. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ο ενάγων απηύθυνε στην Επιτροπή, στις13 Ιανουαρίου 1994, επιστολή με την οποία της ζήτησε να επιβεβαιώσει ότιεμμένει στην παραίτηση από την προβολή της παραγραφής, μέχρι τη δημοσίευσητης αποφάσεως που θα εκδώσει το Δικαστήριο επί του ποσού των αποζημιώσεων,κατόπιν της αποφάσεως Mulder ΙΙ. Με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 1994, το οποίοελήφθη στις 5 Απριλίου 1994, η Επιτροπή απάντησε ότι η Κοινότητα δεν ήτανυπεύθυνη για τις ζημίες του ενάγοντος.

  141. Δεδομένου ότι το δικόγραφο της αγωγής κατατέθηκε εντός δύο μηνών από τηςπαραλαβής της απαντήσεως αυτής και δεδομένου ότι το έγγραφο της 13ηςΙανουαρίου 1994 πρέπει να θεωρηθεί ως αίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 43του Οργανισμού, προς τα κοινοτικά όργανα, η παραγραφή διεκόπη κατά τηντελευταία αυτή ημερομηνία.

  142. Υπό τις συνθήκες αυτές και σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. ανωτέρω σκέψη 133),η περίοδος για την οποία οφείλεται αποζημίωση στην υπόθεση Τ-202/94 θαέπρεπε να αρχίσει κατ' αρχήν να τρέχει πέντε έτη πριν από την ημερομηνία τηςσυνιστώσας διακοπή πράξεως για να περατωθεί την 1η Φεβρουαρίου 1993,ημερομηνία χορηγήσεως ειδικής ποσότητας αναφοράς. Όμως, δεδομένου ότι ηπαραγραφή είχε ανασταλεί μεταξύ της 7ης Μαΐου 1991 και της 17ης Σεπτεμβρίου1992 (βλ. ανωτέρω σκέψη 139), δηλαδή επί δεκαέξι μήνες και δέκα ημέρες, ηπερίοδος για την οποία οφείλεται αποζημίωση είναι η περίοδος μεταξύ της 3ηςΣεπτεμβρίου 1987 και της 31ης Ιανουαρίου 1993.

    3. Όσον αφορά το ύψος των αποζημιώσεων

  143. Κατά τη συνεκδίκαση των υποθέσεων, οι διάδικοι κλήθηκαν να ασχοληθούν μετο πρόβλημα της υπάρξεως δικαιώματος για αποζημίωση.

  144. Κατά συνέπεια, έστω και αν οι ενάγοντες προσδιόρισαν αριθμητικώς, με ταυπομνήματά τους, το ύψος της αποζημιώσεως που ζητούν (βλ. ανωτέρω σκέψεις35 και 37), οι διάδικοι δεν διατύπωσαν άποψη ειδικώς επί του ποσού τηςαποζημιώσεως για την περίοδο που δέχεται το Πρωτοδικείο.

  145. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο καλεί τους διαδίκους να συμφωνήσουνεπί του σημείου αυτού εντός δώδεκα μηνών, υπό το φως της παρούσαςαποφάσεως και των κρίσεων που διατυπώθηκαν με την απόφαση Mulder ΙΙ όσοναφορά τον τρόπο υπολογισμού της ζημίας. Ελλείψει συμφωνίας, οι διάδικοι θακαταθέσουν στο Πρωτοδικείο εντός της ταχθείσας προθεσμίας τα αιτήματά τουςμετά των σχετικών αριθμητικών στοιχείων.

    Επί των δικαστικών εξόδων

  146. Ενόψει των εκτεθέντων στην σκέψη 145 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο επιφυλάσσεταινα αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)



    πριν αποφανθεί οριστικώς αποφασίζει:

    1. Τα εναγόμενα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται να αποκαταστήσουν τιςζημίες που υπέστησαν οι ενάγοντες, αφενός, λόγω της εφαρμογής τουκανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περίγενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στοάρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος καιτων γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό(ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, για τον καθορισμότων λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς πουαναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68, στο μέτρο πουμε τους κανονισμούς αυτούς δεν προβλέφθηκε η χορήγηση ποσότηταςαναφοράς για τις εκμεταλλεύσεις ως προς τις οποίες υφίστατο δέσμευσηαναληφθείσα δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 1078/77 του Συμβουλίου,της 17ης Μαΐου 1977, περί θεσπίσεως συστήματος πριμοδοτήσεων γιατη μη εμπορία του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων και τημετατροπή των αγελών βοοειδών γαλακτοκομικής κατευθύνσεως, οσάκιςοι παραγωγοί δεν είχαν παραδώσει γάλα κατά το έτος αναφοράς πουείχε επιλέξει το κράτος μέλος, και, αφετέρου, λόγω της εφαρμογής τουίδιου κανονισμού 857/84, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ)764/89 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 1989, στο μέτρο που με τοάρθρο του 3α, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, αποκλείστηκαν απότη χορήγηση ειδικής ποσότητας αναφοράς οι αποκτήσαντες πριμοδότησηχορηγηθείσα δυνάμει του κανονισμού 1078/77.

    2. Η περίοδος για την οποία οι ενάγοντες πρέπει να αποζημιωθούν γιατις ζημίες που υπέστησαν λόγω της εφαρμογής του κανονισμού 857/84είναι, στην υπόθεση Τ-195/94, η περίοδος μεταξύ 12ης Ιανουαρίου 1989και 28ης Ιουλίου 1993 και, στην υπόθεση Τ-202/94, η περίοδος μεταξύ3ης Σεπτεμβρίου 1987 και 31ης Ιανουαρίου 1993.

    3. Οι διάδικοι θα δηλώσουν στο Πρωτοδικείο, εντός προθεσμίας δώδεκαμηνών από της παρούσας αποφάσεως, τα καταβλητέα ποσάπροσδιορισθέντα κατόπιν κοινής συμφωνίας.

    4. Ελλείψει συμφωνίας, πρέπει να καταθέσουν στο Πρωτοδικείο, εντός τηςιδίας προθεσμίας, τα αιτήματά τους μετά των σχετικών αριθμητικώνστοιχείων.

    5. Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.



Saggio                Brïet
Καλογερόπουλος

            Tiili                Moura Ramos

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Δεκεμβρίου1997.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

A. Saggio


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.