Language of document : ECLI:EU:T:2020:98

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Μαρτίου 2020 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις που χορήγησε η Ισπανία υπέρ ορισμένων επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων – Εγγύηση – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά – Πλεονέκτημα – Προβληματική επιχείρηση – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή – Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων – Ποσό της ενίσχυσης – Δικαιούχος της ενίσχυσης – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

Στην υπόθεση T‑732/16,

Valencia Club de Fútbol, SAD, με έδρα τη Βαλένθια (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους J. García-Gallardo Gil-Fournier, G. Cabrera López και D. López Rus, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τις Μ. J. García‑Valdecasas Dorrego και Μ. J. Ruiz Sánchez,

παρεμβαίνον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους G. Luengo, B. Stromsky και την P. Němečková,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης (ΕΕ) 2017/365 της Επιτροπής, της 4ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36387 (2013/C) (πρώην 2013/NN) (πρώην 2013/CP) που χορήγησε η Ισπανία στη Valencia Club de Fútbol, SAD, στην Hércules Club de Fútbol, SAD και στην Elche Club de Fútbol, SAD (ΕΕ 2017, L 55, σ. 12),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, J. Schwarcz και Κ. Ηλιόπουλο, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Μαρτίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα εταιρία, Valencia Club de Fútbol, SAD, είναι επαγγελματικός ποδοσφαιρικός σύλλογος με έδρα τη Βαλένθια, στην Ισπανία.

2        Η Fundación Valencia είναι μη κερδοσκοπική οργάνωση με κύριο σκοπό τη διαφύλαξη, τη διάδοση και την προώθηση των αθλητικών, πολιτιστικών και κοινωνικών πτυχών της προσφεύγουσας και της σχέσης της με τους οπαδούς της.

3        Στις 5 Νοεμβρίου 2009, το Instituto Valenciano de Finanzas (στο εξής: IVF), χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της Generalitat Valenciana (Κυβέρνησης της Αυτόνομης Περιφέρειας της Βαλένθια, Ισπανία), παρέσχε υπέρ της Fundación Valencia εγγύηση για τραπεζικό δάνειο ύψους 75 εκατομμυρίων ευρώ, χορηγηθέν από τη Bancaja (νυν Bankia), διά του οποίου η Fundación Valencia απέκτησε το 70,6 % των μετοχών της προσφεύγουσας.

4        Η εγγύηση κάλυπτε το 100 % του κεφαλαίου του δανείου, πλέον τόκων και εξόδων εγγυοδοσίας. Σε αντάλλαγμα, η Fundación Hércules ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει στο IVF ετήσια προμήθεια εγγύησης ανερχόμενη σε 0,5 %. Ως αντεγγύηση, το IVF έλαβε ως ενέχυρο δεύτερης τάξης μετοχές της προσφεύγουσας τις οποίες είχε αποκτήσει η Fundación Valencia. Η διάρκεια του υποκείμενου δανείου ήταν εξαετής. Το επιτόκιο του υποκείμενου δανείου είχε οριστεί αρχικά σε 6 % το πρώτο έτος και, στη συνέχεια, ως ίσο προς το «Euro Interbank Offered Rate» (Euribor) ενός έτους, προσαυξημένο κατά περιθώριο 3,5 %, με ελάχιστο επιτόκιο 6 %. Επιπλέον, προβλεπόταν προμήθεια δέσμευσης κεφαλαίου ανερχόμενη σε 1 %. Το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής προέβλεπε καταβολή των τόκων από τον μήνα Αύγουστο 2010 και επιστροφή του κεφαλαίου του δανείου σε δύο δόσεις 37,5 εκατομμυρίων ευρώ, αντιστοίχως, στις 26 Αυγούστου 2014 και στις 26 Αυγούστου 2015. Προβλεπόταν ότι η αποπληρωμή του εγγυημένου δανείου (κεφαλαίου και τόκων) επρόκειτο να χρηματοδοτηθεί από την πώληση των μετοχών της προσφεύγουσας τις οποίες είχε αποκτήσει η Fundación Valencia.

5        Στις 10 Νοεμβρίου 2010, το IVF αύξησε την εγγύησή του υπέρ της Fundación Valencia κατά 6 εκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να επιτευχθεί ισόποση αύξηση του ήδη χορηγηθέντος από τη Bankia δανείου, ώστε να καλυφθεί η αποπληρωμή των οφειλομένων κεφαλαίου, τόκων και δαπανών που είχαν προκύψει λόγω της μη καταβολής των τόκων του εγγυημένου δανείου στις 26 Αυγούστου 2010. Εξαιτίας της αύξησης αυτής, το αρχικό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε και προέβλεπε πλέον την αποπληρωμή 40,5 εκατομμυρίων ευρώ στις 26 Αυγούστου 2014 και 40,5 εκατομμυρίων ευρώ στις 26 Αυγούστου 2015. Το επιτόκιο του δανείου παρέμεινε αμετάβλητο.

6        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πληροφορηθείσα την ύπαρξη εικαζόμενων κρατικών ενισχύσεων τις οποίες χορήγησε η Κυβέρνηση της Αυτόνομης Περιφέρειας της Βαλένθια υπό τη μορφή εγγυήσεων τραπεζικών δανείων υπέρ της Elche Club de Fútbol, SAD, της Hércules Club de Fútbol, SAD και της προσφεύγουσας, κάλεσε το Βασίλειο της Ισπανίας, στις 8 Απριλίου 2013, να διατυπώσει παρατηρήσεις επί των πληροφοριών αυτών. Το τελευταίο της απάντησε στις 27 Μαΐου και στις 3 Ιουνίου 2013.

7        Με έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή κοινοποίησε στο Βασίλειο της Ισπανίας την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2014, το Βασίλειο της Ισπανίας υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της απόφασης για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας.

8        Κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις και πληροφοριακά στοιχεία από το Βασίλειο της Ισπανίας, το IVF, τη Liga Nacional de Fútbol Profesional (στο εξής: LFP), την προσφεύγουσα και τη Fundaciόn Valencia.

9        Με την απόφαση (ΕΕ) 2017/365, της 4ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36387 (2013/C) (πρώην 2013/NN) (πρώην 2013/CP) που χορήγησε η Ισπανία στη Valencia Club de Fútbol, SAD, στην Hércules Club de Fútbol, SAD και στην Elche Club de Fútbol, SAD (ΕΕ 2017, L 55, σ. 12, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η κρατική εγγύηση που παρέσχε το IVF στις 5 Νοεμβρίου 2009 προς κάλυψη του τραπεζικού δανείου που χορηγήθηκε στη Fundación Valencia με σκοπό την εγγραφή για αγορά μετοχών της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο της αύξησης του κεφαλαίου την οποία είχε αποφασίσει η τελευταία (στο εξής: μέτρο 1) καθώς και η αύξηση της εγγύησης που αποφασίστηκε στις 10 Νοεμβρίου 2010 (στο εξής: μέτρο 4) (στο εξής, από κοινού: επίμαχα μέτρα) συνιστούσαν παράνομες και ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά ενισχύσεις, ύψους, αντιστοίχως, 19 193 000 ευρώ και 1 188 000 ευρώ (άρθρο 1). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διέταξε το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει τις εν λόγω ενισχύσεις από την προσφεύγουσα (άρθρο 2), η δε ανάκτηση έπρεπε να είναι «άμεση και πραγματική» (άρθρο 3).

10      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα του IVF είχαν χρηματοδοτηθεί με κρατικούς πόρους και έπρεπε να καταλογιστούν στο Βασίλειο της Ισπανίας. Δεύτερον, έκρινε ότι δικαιούχος των ενισχύσεων ήταν η προσφεύγουσα και όχι η Fundación Valencia, η οποία ενήργησε ως χρηματοδοτικό όχημα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του σκοπού των επίμαχων μέτρων ο οποίος συνίστατο στη διευκόλυνση της χρηματοδότησης της αύξησης κεφαλαίου της προσφεύγουσας. Ωστόσο, η χρηματοοικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας κατά τον χρόνο λήψης των επίμαχων μέτρων ήταν αυτή μιας προβληματικής επιχείρησης κατά την έννοια της παραγράφου 10, στοιχείο αʹ, ή της παραγράφου 11 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 244, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση). Υπό το πρίσμα των κριτηρίων που καθορίζονται στην ανακοίνωση για την εφαρμογή των άρθρων [107] και [108 ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2008, C 155, σ. 10, στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με τις εγγυήσεις), και λαμβανομένων υπόψη της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας καθώς και των όρων της κρατικής εγγύησης που της είχε χορηγηθεί, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υπήρχε αδικαιολόγητο πλεονέκτημα, το οποίο μπορούσε να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Εξάλλου, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, προσδιόρισε ποσοτικώς το στοιχείο ενίσχυσης που φέρεται ότι χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα, στηριζόμενη στο εφαρμοζόμενο επιτόκιο αναφοράς σύμφωνα με την ανακοίνωσή της σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ 2008, C 14, σ. 6, στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς), καθόσον δεν υπήρχε δυνατότητα ουσιαστικής σύγκρισης με παρεμφερείς συναλλαγές στην αγορά. Στο πλαίσιο του ποσοτικού προσδιορισμού της επίμαχης ενίσχυσης, η Επιτροπή θεώρησε ότι η αξία των μετοχών της προσφεύγουσας που είχαν ενεχυρασθεί στο IVF ως αντεγγύηση ήταν σχεδόν μηδενική. Τέλος, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά, ιδίως υπό το πρίσμα των αρχών και των προϋποθέσεων που διατυπώνονται στις κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Η Επιτροπή επισήμανε συναφώς ότι το σχέδιο βιωσιμότητας της προσφεύγουσας του Μαΐου 2009 δεν είχε επαρκή πληρότητα ώστε να καταστεί δυνατή η αποκατάσταση της βιωσιμότητάς της εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Οκτωβρίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Οκτωβρίου 2016, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να επιτύχει, κυρίως, την αναστολή εκτέλεσης των άρθρων 3 και 4 της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον η Επιτροπή διατάσσει με αυτά την ανάκτηση από την προσφεύγουσα των ενισχύσεων που φέρεται ότι της χορηγήθηκαν.

13      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντίκρουσης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Ιανουαρίου 2017.

14      Με διάταξη της 23ης Μαρτίου 2017, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στο Βασίλειο της Ισπανίας να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας.

15      Η προσφεύγουσα κατέθεσε το υπόμνημα απάντησης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Μαρτίου 2017.

16      Το Βασίλειο της Ισπανίας κατέθεσε το υπόμνημα παρέμβασης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Ιουνίου 2017.

17      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα ανταπάντησης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιουνίου 2017.

18      Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Φεβρουαρίου, στις 15 Φεβρουαρίου, στις 5 Απριλίου και στις 27 Ιουνίου 2017, η προσφεύγουσα ζήτησε να τύχουν εμπιστευτικής μεταχείρισης έναντι του Βασιλείου της Ισπανίας ορισμένα στοιχεία του δικογράφου της προσφυγής, του υπομνήματος αντίκρουσης, του υπομνήματος απάντησης και του υπομνήματος ανταπάντησης. Το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προέβαλε αντιρρήσεις ως προς τα αιτήματα εμπιστευτικής μεταχείρισης.

19      Η Επιτροπή και η προσφεύγουσα κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρέμβασης στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 14 και στις 17 Ιουλίου 2017.

20      Με διάταξη της 22ας Μαρτίου 2018, Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T‑732/16 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:171), η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση [διάταξη της 22ας Νοεμβρίου 2018, Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής, C-315/18 P(R), EU:C:2018:951], ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

21      Με τις διατάξεις της 26ης Απριλίου 2018, Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T-732/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:237), της 26ης Απριλίου 2018, Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T‑732/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:238), και της 26ης Απριλίου 2018, Valencia Club de Fútbol κατά Επιτροπής (T-732/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:239), ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος απέρριψε τις αιτήσεις παρέμβασης της Fundación Valencia, της LFP και της Bankia.

22      Με έγγραφο της 25ης Μαΐου 2018, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι επιθυμεί να αγορεύσει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

23      Με έγγραφα της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε γραπτές ερωτήσεις στο σύνολο των διαδίκων, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του, στις οποίες οι διάδικοι απάντησαν στις 20 Φεβρουαρίου 2019.

24      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που την αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

26      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να δεχθεί την προσφυγή και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής κατά το μέρος που παραπέμπει στο παράρτημα A.2

27      Η Επιτροπή προβάλλει ότι με το δικόγραφο της προσφυγής γίνεται γενική παραπομπή στην έκθεση των συμβούλων που όρισε η προσφεύγουσα, η οποία επισυνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής ως παράρτημα A.2.

28      Κατά πάγια νομολογία, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της. Μολονότι το κυρίως σώμα της προσφυγής μπορεί να τεκμηριωθεί και να συμπληρωθεί, ως προς ορισμένα σημεία, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, έστω και συνημμένα στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, και σύμφωνα με το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να περιέχονται στο κείμενο της προσφυγής. Τα παραρτήματα μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνο στο μέτρο που τεκμηριώνουν ή συμπληρώνουν λόγους ακυρώσεως ή επιχειρήματα που προβλήθηκαν ρητώς από τους προσφεύγοντες στο κυρίως σώμα των δικογράφων τους και εφόσον είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με ακρίβεια τα στοιχεία των παραρτημάτων αυτών που τεκμηριώνουν ή συμπληρώνουν τους ως άνω λόγους ή επιχειρήματα (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T-53/16, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2018:943, σκέψη 379 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν παραπέμπει εν γένει στο παράρτημα Α.2, αλλά, αντιθέτως, προσδιορίζει με συστηματικό τρόπο, όποτε γίνεται παραπομπή στο παράρτημα αυτό, το συγκεκριμένο σημείο ή τα συγκεκριμένα σημεία του που συμπληρώνουν ή τεκμηριώνουν το προβαλλόμενο με το δικόγραφο της προσφυγής επιχείρημα. Περαιτέρω, διαλαμβάνονται επανειλημμένα στο σώμα του δικογράφου της προσφυγής ολόκληρα αποσπάσματα του παραρτήματος. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η προσφεύγουσα δεν παρέπεμψε εν γένει στο παράρτημα Α.2, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, και ότι, ως εκ τούτου, η προσφυγή είναι παραδεκτή ως προς το σημείο αυτό.

 Επί του παραδεκτού της επιχειρηματολογίας που εκτίθεται στο παράρτημα A.2

30      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το παράρτημα A.2 είναι απαράδεκτο στο μέτρο που περιέχει επιχειρήματα μη περιλαμβανόμενα στο δικόγραφο της προσφυγής.

31      Από την εξέταση του παραρτήματος A.2 προκύπτει ότι τα σε αυτό εκτιθέμενα επιχειρήματα έχουν ήδη ρητώς προβληθεί στο σώμα του δικογράφου της προσφυγής. Εξάλλου, η Επιτροπή παρέλειψε να προσδιορίσει τα επιχειρήματα τα οποία, κατά την άποψή της, περιέχονται στο εν λόγω παράρτημα χωρίς να έχουν αναφερθεί στο σώμα του δικογράφου της προσφυγής.

32      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή κατά της εκτιθέμενης στο παράρτημα A.2 επιχειρηματολογίας.

 Επί του παραδεκτού του όγδοου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

33      Κατά την προσφεύγουσα, από τις εκτιμήσεις που αναπτύσσονται με τον πρώτο έως και τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη όσον αφορά πτυχές οι οποίες είναι ουσιώδεις για την εκτίμηση της ύπαρξης ενίσχυσης και του μη συμβατού χαρακτήρα της.

34      Ερωτηθείσα από το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με την τήρηση των απαιτήσεων περί σαφήνειας και ακρίβειας, όπως αυτές απορρέουν από το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα δήλωσε, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά την έκθεση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, θέλησε να είναι συνοπτική προσδιορίζοντας, διά παραπομπής στους λοιπούς λόγους της προσφυγής, επτά σημεία τα οποία, κατά την άποψή της, στερούνται αιτιολογίας.

35      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα απλώς επαναλαμβάνει σε γενικές γραμμές τις εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίζονται οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται με την προσφυγή. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει ποια είναι τα χωρία της προσβαλλόμενης απόφασης τα οποία στερούνται αιτιολογίας ούτε, κατά μείζονα λόγο, γιατί τα χωρία αυτά δεν παρέχουν στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να κατανοήσουν τη συλλογιστική της Επιτροπής.

36      Εξάλλου, οι παραπομπές της προσφεύγουσας στους λοιπούς λόγους ακυρώσεως αφορούν αποκλειστικά ελλείψεις κατά την ανάλυση ή την επαλήθευση, καθώς και σφάλματα εκτίμησης, που στο σύνολό τους συνδέονται με το βάσιμο της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.

37      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολόγησης συνιστά ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξης. Συνεπώς, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση του βασίμου πράξης είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο λόγου αντλούμενου από έλλειψη αιτιολογίας ή από ανεπαρκή αιτιολογία (απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C-45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 85).

38      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, όπως εκτίθεται, δεν πληροί τις απαιτήσεις περί σαφήνειας και ακρίβειας που απορρέουν από το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

39      Επομένως, ο υπό κρίση λόγος πρέπει να κριθεί απαράδεκτος. Επιπλέον, οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης δεν δικαιολογούν την αυτεπάγγελτη εξέταση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου του ζητήματος της τήρησης από την Επιτροπή της υποχρέωσης αιτιολόγησης που υπέχει.

 Επί της ουσίας

40      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επικαλείται οκτώ λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν:

–        ο πρώτος, κατ’ ουσίαν, πρόδηλα σφάλματα εκτίμησης κατά τη διαπίστωση ύπαρξης πλεονεκτήματος·

–        ο δεύτερος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης κατά την εξέταση του συμβατού των φερομένων ενισχύσεων·

–        ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος, οι οποίοι προβάλλονται έτι επικουρικότερα, πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης κατά το στάδιο του υπολογισμού του ποσού της ενίσχυσης, άλλα σφάλματα κατά τον υπολογισμό του κεφαλαίου και των τόκων και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας·

–        ο έκτος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, εσφαλμένο προσδιορισμό του δικαιούχου της φερόμενης ενίσχυσης·

–        ο έβδομος, παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων·

–        ο όγδοος, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

41      Οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν με τη σειρά με την οποία προβάλλονται, με εξαίρεση, αφενός, τον έκτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί έπειτα από τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, όπως ζητεί η προσφεύγουσα από το Γενικό Δικαστήριο, και, αφετέρου, τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά το βάσιμο του χαρακτηρισμού της ενίσχυσης ως παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά και ο οποίος πρέπει, ως εκ τούτου, να εξεταστεί πριν από τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον υπολογισμό του ποσού της ενίσχυσης. Τέλος, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, τον οποίο απέρριψε (βλ. σκέψεις 33 έως 39 ανωτέρω).

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος κατ’ ουσίαν αφορά πρόδηλα σφάλματα εκτίμησης κατά τη διαπίστωση ύπαρξης πλεονεκτήματος

42      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε τρία σκέλη, τα οποία αφορούν πρόδηλα σφάλματα της Επιτροπής, πρώτον, καθόσον χαρακτήρισε την προσφεύγουσα ως προβληματική επιχείρηση, δεύτερον, καθόσον διαπίστωσε ότι τα επίμαχα μέτρα κάλυπταν άνω του 80 % του ποσού του δανείου και, τρίτον, καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε καταβάλει αγοραία τιμή.

–       Επί του περιεχομένου του πρώτου λόγου ακυρώσεως και επί του παραδεκτού του κατά το μέρος που αφορά το μέτρο 4

43      Απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, και στη συνέχεια, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν αφορούσε μόνον το μέτρο 1, αλλά και το μέτρο 4. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ήγειρε ένσταση απαραδέκτου του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως κατά το μέρος που αφορά το μέτρο 4.

44      Ερωτηθείσα, πάντοτε στο ίδιο πλαίσιο, επί του παραδεκτού του λόγου ακυρώσεως κατά το μέρος που αφορά το μέτρο 4 υπό το πρίσμα των απαιτήσεων περί σαφήνειας και ακρίβειας που απορρέουν από το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το δικόγραφο της προσφυγής της αναφέρεται ρητώς στο εν λόγω μέτρο, τόσο στη διατύπωση των αιτημάτων της όσο και στην εισαγωγή της έκθεσης των λόγων ακυρώσεως. Επιπλέον, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι γενικές αναφορές στην «εγγύηση», όπως και η μνεία των «επίμαχων μέτρων εγγύησης», πρέπει, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, να νοηθούν κατ’ ανάγκην ως καλύπτουσες τόσο το μέτρο 1 όσο και το μέτρο 4. Εξάλλου, η συνημμένη ως παράρτημα A.2 έκθεση προβαίνει σε συνολική οικονομική αξιολόγηση των δύο μέτρων προκειμένου να τεκμηριώσει το σύνολο των εξεταζόμενων λόγων στους οποίους συγκαταλέγεται ο πρώτος λόγος ακυρώσεως. Τέλος, η προσφεύγουσα παραπέμπει στον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο υποστηρίζει ότι τα μέτρα 1 και 4 συνιστούν ένα και το αυτό μέτρο ενίσχυσης.

45      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την πάγια νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 28 ανωτέρω, για να είναι παραδεκτή, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, μια προσφυγή, πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής. Επομένως, απλώς και μόνον η αφηρημένη επίκληση λόγου ακυρώσεως δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, De Geoffroy κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, T-788/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:534, σκέψη 72).

46      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επισημαίνει, εισαγωγικώς, στην ενότητα του δικογράφου της προσφυγής η οποία φέρει τον τίτλο «Νομική εκτίμηση», ότι εκτιμά ότι τα μέτρα 1 και 4 δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση στο μέτρο που δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη πλεονεκτήματος. Εξ αυτού συνάγεται ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με την απόδειξη της ύπαρξης πλεονεκτήματος, μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι βάλλει κατά των εκτιμήσεων της Επιτροπής όσον αφορά τόσο το μέτρο 1 όσο και το μέτρο 4.

47      Παρά ταύτα, όπως προκύπτει από τις αρχές που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 45 ανωτέρω, για να είναι παραδεκτός ένας λόγος ακυρώσεως, δεν αρκεί απλώς και μόνον αφηρημένη επίκλησή του. Πρέπει, επιπλέον, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτός στηρίζεται να προκύπτουν κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής.

48      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι τα στοιχεία που εκτίθενται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως με το δικόγραφο της προσφυγής ουδέποτε αναφέρονται ρητώς στο μέτρο 4. Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ακολούθως ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ακόμη και όταν στηρίζεται στη συνημμένη ως παράρτημα A.2 έκθεση, βασίζεται εξ ολοκλήρου στην παραδοχή ότι κρίσιμη κατάσταση είναι εκείνη η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο λήψης του μέτρου 1, τον Νοέμβριο του 2009, χωρίς να καλύπτει τουναντίον την κατάσταση που ίσχυε στις 10 Νοεμβρίου 2010, ημερομηνία λήψης του μέτρου 4. Μολονότι η προσφεύγουσα παραπέμπει ακολούθως, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, στο επιχείρημα που προέβαλε προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως σύμφωνα με το οποίο τα μέτρα 1 και 4 συνιστούν στην πραγματικότητα ένα και το αυτό μέτρο ενίσχυσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό δεν προβάλλεται στο δικόγραφο της προσφυγής προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

49      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο δικόγραφο της προσφυγής δεν περιλαμβάνεται καμία επιχειρηματολογία βάλλουσα ρητώς κατά της διαπίστωσης ύπαρξης πλεονεκτήματος απορρέοντος από το μέτρο 4. Εξάλλου, τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως και τα οποία φέρεται ότι βάλλουν κατά της διαπίστωσης ύπαρξης πλεονεκτήματος απορρέοντος από το μέτρο 4 δεν προκύπτουν, με την απαιτούμενη σαφήνεια, από το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής.

50      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτος, κατά το μέρος που αφορά το μέτρο 4.

–       Επί του πρώτου σκέλους το οποίο αφορά πρόδηλο σφάλμα της Επιτροπής καθόσον χαρακτήρισε την προσφεύγουσα προβληματική επιχείρηση

51      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, προβάλλει καταρχάς τις ιδιαιτερότητες του επιχειρηματικού μοντέλου των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων, το οποίο στηρίζεται σε διάφορους μη χρηματοοικονομικούς παράγοντες, όπως είναι ο κοινωνικός και εκπαιδευτικός τους ρόλος, τον οποίο άλλωστε λαμβάνει υπόψη η Συνθήκη ΛΕΕ στο άρθρο 165, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η προσφεύγουσα, όπως και η LFP κατά τη διοικητική διαδικασία, εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω ιδιαιτεροτήτων του συγκεκριμένου τομέα, η εν προκειμένω αυτούσια εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση δεν ήταν ενδεδειγμένη. Επιπλέον, η Επιτροπή όφειλε να διαπιστώσει ότι η λογιστική αξία των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων δεν αντικατόπτριζε κατ’ ανάγκην, αφενός, το τίμημα που ήταν διατεθειμένοι να καταβάλουν οι επενδυτές και, αφετέρου, τα αναμενόμενα κέρδη σε περίπτωση εξαγοράς του συλλόγου.

52      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν αναγνώρισε κατά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασής της τη σημασία της αγοραίας αξίας των παικτών ενός ποδοσφαιρικού συλλόγου. Ειδικότερα, προσάπτεται στην Επιτροπή ότι παρέβλεψε τη διαφορά μεταξύ της λογιστικής και της αγοραίας αξίας, διαφορά την οποία ωστόσο η προσφεύγουσα επεξήγησε κατά τη διοικητική διαδικασία, και ότι υπερέβαλε ως προς την απομείωση της αξίας των παικτών σε περίπτωση αναγκαστικής πώλησης λόγω προβληματικής χρηματοοικονομικής κατάστασης, καθώς και ως προς τον ευμετάβλητο χαρακτήρα της αξίας αυτής λόγω κινδύνου τραυματισμού, κατά του οποίου η προσφεύγουσα είναι ασφαλισμένη.

53      Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται την αρτιότητα και την αξιοπιστία του σχεδίου βιωσιμότητας του 2009, του οποίου οι προβλέψεις για τα έσοδα και τις δαπάνες ήταν κατάλληλες, σύμφωνες με την αποδοτικότητα συγκρίσιμων ευρωπαϊκών και ισπανικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και, επομένως, επαρκείς για να καταστήσουν δυνατή τη λειτουργία του συλλόγου σε βιώσιμη βάση.  Συναφώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί στον κίνδυνο μη αποπληρωμής του εγγυημένου δανείου του 2009, στο μέτρο που η υποχρέωση αποπληρωμής του εν λόγω δανείου βάρυνε τη Fundación Valencia και όχι την προσφεύγουσα. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι τα έσοδα υπερέβησαν κατά πολύ τις προβλέψεις του σχεδίου βιωσιμότητας και ότι η αύξηση αυτή αντικατοπτρίζει, μεταξύ άλλων, την εκτέλεση μιας σύμβασης ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων, συναφθείσας πριν από τη χορήγηση της εγγύησης.

54      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ανατρέψει το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την ημερομηνία λήψης των επίμαχων μέτρων.

55      Καταρχάς, κατά την Επιτροπή, η νομολογία δεν αναγνωρίζει ειδική εξαίρεση για τον αθλητισμό κατά την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Επιπλέον, ο σκοπός που επεδίωκε το IVF κατά τη λήψη των επίμαχων μέτρων είναι αδιάφορος, δεδομένου ότι η έννοια της ενίσχυσης όπως και η έννοια της χρηματοοικονομικής δυσχέρειας είναι αντικειμενικές. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα κρίσιμα στοιχεία της οικονομικής συγκυρίας στον τομέα του ποδοσφαίρου κατά την ανάλυση του σχεδίου βιωσιμότητας. Υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι οι επενδυτές είναι πρόθυμοι να αποκτήσουν μετοχές συλλόγων με αρνητική λογιστική αξία δεν αναιρεί την ανάγκη να έχουν στη διάθεσή τους, πριν από την επένδυση αυτή, αξιόπιστες και εύλογες χρηματοοικονομικές προβλέψεις, προσθέτει δε ότι δεν της υποβλήθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία έκθεση αφορώσα την αξία της περιουσίας της προσφεύγουσας.

56      Στη συνέχεια, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, έλαβε υπόψη την αγοραία αξία των παικτών της, πλην όμως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υψηλή αξία τους δεν ανέτρεπε το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα ήταν προβληματική επιχείρηση. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα παραδείγματα πώλησης που αναφέρει η προσφεύγουσα αφορούν κατ’ ουσίαν μεταγραφές που έλαβαν χώρα μετά τη χορήγηση του εγγυημένου από το IVF δανείου και καταδεικνύουν ότι η μεταγραφή παίκτη προϋποθέτει μακρές διαπραγματεύσεις, πράγμα που ασκεί επιρροή οσάκις η πώληση πρέπει να πραγματοποιηθεί ταχέως λόγω των χρηματοοικονομικών δυσχερειών. Εξάλλου, δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη μεταγραφή παικτών, διότι δεν επιτυγχάνεται υψηλή αγοραία αξία στην περίπτωση αυτή. Τέλος, μολονότι ο σύλλογος είναι ασφαλισμένος κατά των κινδύνων που βαρύνουν τους παίκτες του, γεγονός παραμένει ότι οι τραυματισμοί επηρεάζουν την αξία πώλησης του παίκτη και, εμμέσως, τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα του συλλόγου.

57      Τέλος, όσον αφορά το σχέδιο βιωσιμότητας του 2009, η Επιτροπή φρονεί ότι η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο το οποίο να ανατρέπει τη διαπίστωση ότι το σχέδιο αυτό, αφενός, δεν περιείχε καμία ανάλυση ευαισθησίας σε συνάρτηση με τους κινδύνους που ήταν ικανοί να επηρεάσουν τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα της προσφεύγουσας και, αφετέρου, στηριζόταν σε προοπτικές οι οποίες δεν προσφέρονταν για την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας. Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης τη συγκριτική και τομεακή προσέγγιση που υιοθετήθηκε στη συνημμένη ως παράρτημα A.2 έκθεση ώστε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν προβληματική επιχείρηση. Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι το ζήτημα της ικανότητας της προσφεύγουσας να αποπληρώσει το εγγυημένο δάνειο είναι κρίσιμο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απάντησης, στο μέτρο που δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα είναι η δικαιούχος του εν λόγω δανείου.

58      Υπενθυμίζεται ότι, στον συγκεκριμένο τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεσμεύεται από τα ρυθμιστικά πλαίσια που θεσπίζει και από τις ανακοινώσεις που εκδίδει, στο μέτρο που δεν αποκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης (απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Holland Malt κατά Επιτροπής, C‑464/09 P, EU:C:2010:733, σκέψη 47). Ειδικότερα, τα κείμενα αυτά δεν μπορούν να ερμηνεύονται κατά τρόπο περιορίζοντα το περιεχόμενο των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ ή αντίθετο προς τους σκοπούς που επιδιώκουν τα εν λόγω άρθρα (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, C-75/05 P και C‑80/05 P, EU:C:2008:482, σκέψεις 61 και 65).

59      Εξάλλου, δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, να υποκαθιστά την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της. Συγκεκριμένα, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης ασκούν στις σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις της Επιτροπής περιορισμένο έλεγχο, ο οποίος περιορίζεται κατ’ ανάγκην στην επαλήθευση της τήρησης των κανόνων διαδικασίας και των κανόνων που αφορούν την αιτιολόγηση, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της έλλειψης πρόδηλης πλάνης εκτίμησης και της έλλειψης κατάχρησης εξουσίας (βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C-290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να διαπιστώσει ότι μια επιχείρηση είναι προβληματική, η Επιτροπή στηρίζεται σε σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο ασκεί περιορισμένο μόνον έλεγχο (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, Kahla/Thüringen Porzellan κατά Επιτροπής, T-20/03, EU:T:2008:395, σκέψη 133, της 3ης Μαρτίου 2010, Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, T-102/07 και T-120/07, EU:T:2010:62, σκέψεις 122 και 157, της 12ης Μαΐου 2011, Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, T-267/08 και T-279/08, EU:T:2011:209, σκέψη 153, και της 3ης Ιουλίου 2013, MB System κατά Επιτροπής, T-209/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:338, σκέψη 37).

61      Εντούτοις, μολονότι η Επιτροπή απολαύει ευρείας εξουσίας εκτίμησης, η άσκηση της οποίας συνεπάγεται εκτιμήσεις οικονομικής φύσης που πρέπει να γίνονται εντός του πλαισίου της Ένωσης, τούτο δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία δεδομένων οικονομικής φύσεως. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, μεταξύ άλλων, να ελέγχει όχι μόνον την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, αλλά και το ζήτημα αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση σύνθετης κατάστασης και αν δύνανται να τεκμηριώσουν τα εξ αυτών συναγόμενα συμπεράσματα (αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C-290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψεις 64 και 65, και της 2ας Μαρτίου 2012, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, T‑29/10 και T-33/10, EU:T:2012:98, σκέψη 102).

62      Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 73 έως 77 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή στηρίζεται στην παράγραφο 10, στοιχείο αʹ, και στην παράγραφο 11 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση για να χαρακτηρίσει την προσφεύγουσα ως προβληματική επιχείρηση κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου 1.

63      Η παράγραφος 10, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβλέπει ότι μια επιχείρηση θεωρείται, καταρχήν και ανεξαρτήτως μεγέθους, προβληματική «εάν πρόκειται για εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εφόσον έχει απ[ο]λεσθεί πάνω από το μισό του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου και άνω του ενός τετάρτου του κεφαλαίου αυτού έχει απ[ο]λεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών». Στη συνέχεια, κατά την παράγραφο 11, «[α]κόμα και στην περίπτωση που δεν συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που αναφέρονται [στην παράγραφο] 10, μια εταιρία μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται προβληματική, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν οι συνήθεις ενδείξεις μιας προβληματικής επιχείρησης όπως αύξηση των ζημιών, μείωση του κύκλου εργασιών, διόγκωση των αποθεμάτων, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, φθίνουσα ταμειακή ροή, αυξανόμενη δανειοληψία, αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων καθώς και εξασθένιση ή εξαφάνιση της αξίας του καθαρού ενεργητικού».

64      Η Επιτροπή υποστηρίζει καταρχάς, με την αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, καίτοι το εγγεγραμμένο κεφάλαιο της προσφεύγουσας δεν μειώθηκε κατά τις τρεις οικονομικές χρήσεις που προηγήθηκαν της λήψης του μέτρου 1, η συνολική καθαρή θέση της ήταν αρνητική κατά το κλείσιμο των οικονομικών χρήσεων 2006/2007 και 2008/2009. Επιπλέον, αναφέρει ότι «άνω του ενός τετάρτου του [εγγεγραμμένου κεφαλαίου] απωλέσθηκε κατά το οικονομικό έτος που έληξε τον Ιούνιο του 2009». Κατά την Επιτροπή, τα στοιχεία αυτά, θεωρούμενα στο σύνολό τους, ήταν επαρκή ώστε να κρίνει ότι τα κριτήρια της παραγράφου 10, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση πληρούνταν, στο μέτρο που, αν η προσφεύγουσα είχε λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την αποκατάσταση της περιουσίας της, κεφαλαιοποιώντας για παράδειγμα τις ζημίες της, το σύνολο του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της θα είχε απολεσθεί, δεδομένου ότι το κεφάλαιο αυτό ήταν μικρότερο από τις συσσωρευμένες ζημίες (αιτιολογική σκέψη 74).

65      Στη συνέχεια, η Επιτροπή εκτιμά, με την αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι πληρούνταν επίσης τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 11 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Επισημαίνει συναφώς ότι η προσφεύγουσα είχε υποστεί σημαντικές ζημίες κατά τις οικονομικές χρήσεις 2006/2007 και 2008/2009, ύψους 26,1 εκατομμυρίων ευρώ και 59,2 εκατομμυρίων ευρώ, αντιστοίχως, και ότι ο κύκλος εργασιών της είχε μειωθεί κατά 20 % και πλέον, από 107,6 εκατομμύρια ευρώ (οικονομική χρήση 2006/2007) σε 82,4 εκατομμύρια ευρώ (οικονομική χρήση 2008/2009). Η Επιτροπή προσθέτει ότι η προσφεύγουσα είχε σημαντικά χρέη, όπως μαρτυρεί ο δείκτης χρεών προς ίδια κεφάλαια, ο οποίος ανερχόταν σε 73,5 τον Ιούνιο του 2008 και είχε αρνητικό πρόσημο τον Ιούνιο του 2007 και τον Ιούνιο του 2009.

66      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί καταρχάς αν πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 10, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Μόνο στη περίπτωση που δεν πληρούνται τα εν λόγω κριτήρια θα πρέπει, ενδεχομένως, να εξεταστεί η κατάσταση της προσφεύγουσας υπό το πρίσμα της παραγράφου 11 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών.

67      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν πληρούνται τα κριτήρια αυτά, είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί καταρχάς το περιεχόμενο της έννοιας της απώλειας του εγγεγραμμένου κεφαλαίου στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 10 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση (βλ. σκέψη 63 ανωτέρω), στο μέτρο που το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ των διαδίκων όσον αφορά ιδίως τη διαπίστωση, με την αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το εγγεγραμμένο κεφάλαιο της προσφεύγουσας δεν είχε σημειώσει απώλειες πριν από τη λήψη του μέτρου 1 (βλ. σκέψη 64 ανωτέρω). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η έκφραση «εφόσον έχει απολεσθεί πάνω από το μισό του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου» πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία η καθαρή περιουσία μιας επιχείρησης είναι τόσο μειωμένη ώστε υπολείπεται του ημίσεως του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της. Το γεγονός ότι η αξία του εγγεγραμμένου κεφαλαίου παραμένει σταθερή δεν ασκεί επιρροή. Αντιθέτως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή συγχέει τις έννοιες του εγγεγραμμένου κεφαλαίου και των ιδίων κεφαλαίων, οπότε με βάση την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωση ότι δεν είχε μειωθεί το εγγεγραμμένο κεφάλαιο της προσφεύγουσας όφειλε να αποκλείσει την εφαρμογή εν προκειμένω της παραγράφου 10, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

68      Συναφώς, οι διατάξεις της παραγράφου 10, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση παραπέμπουν «κατ’ αναλογία» στο άρθρο 17 της δεύτερης οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 230), το οποίο, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αποτελούσε πλέον το άρθρο 19 της οδηγίας 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 54, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιρειών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους (ΕΕ 2012, L 315, σ. 74), το οποίο προβλέπει ότι, «[σ]ε περίπτωση σημαντικής μείωσης του καλυφθέντος κεφαλαίου, συγκαλείται η γενική συνέλευση, εντός προθεσμίας που ορίζεται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών, για να εξετασθεί αν πρέπει να λυθεί η εταιρεία ή να ληφθεί οποιοδήποτε άλλο μέτρο», το δε ποσό της μείωσης αυτής δεν μπορεί να καθορίζεται από τα κράτη μέλη «σε ποσό μεγαλύτερο από το ήμισυ του καλυφθέντος κεφαλαίου». Στο πλαίσιο των προαναφερθεισών οδηγιών, η έννοια «καλυφθέν κεφάλαιο» ταυτίζεται με την έννοια «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» (πρβλ. απόφαση της 23ης Μαρτίου 2000, Διαμαντής, C-373/97, EU:C:2000:150, σκέψεις 3 και 32). Λαμβανομένων υπόψη του σκοπού που επιδιώκουν οι διατάξεις αυτές, οι οποίες καθιερώνουν ειδική υποχρέωση σύγκλησης της γενικής συνέλευσης, και της γενικής οικονομίας του νομοθετήματος στο οποίο εντάσσονται, το οποίο αφορά ευκρινώς και χωριστά τις περιπτώσεις «μείωσης του [εγγεγραμμένου] κεφαλαίου» και επιβεβαιώνει την αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης συναφώς, προκύπτει προδήλως ότι η «σημαντικ[ή μείωση] του [εγγεγραμμένου] κεφαλαίου» στην οποία αναφέρεται το άρθρο 17 της δεύτερης οδηγίας 77/91 δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τη μείωση του εγγεγραμμένου κεφαλαίου που αποφασίζεται από τα αρμόδια εταιρικά όργανα, αλλά καλύπτει μάλλον την περίπτωση της απομείωσης των ίδιων κεφαλαίων η οποία δύναται, ενδεχομένως, να ωθήσει τα εν λόγω εταιρικά όργανα στη λήψη απόφασης για μείωση του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της οικείας εταιρίας. Λαμβανομένης υπόψη της σύνδεσης που προβλέπει η παράγραφος 10, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση με τις διατάξεις των προαναφερθεισών οδηγιών, η έννοια της απώλειας του εγγεγραμμένου κεφαλαίου που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 10, στοιχείο αʹ, των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συνεπή προς την έννοια της «σημαντικής μείωσης του [εγγεγραμμένου] κεφαλαίου» που μνημονεύεται στις εν λόγω οδηγίες.

69      Το Γενικό Δικαστήριο έχει εξάλλου κρίνει ότι το ύψος των ίδιων κεφαλαίων αποτελεί κρίσιμο δείκτη προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει απώλεια του εγγεγραμμένου κεφαλαίου κατά την έννοια της παραγράφου 10, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, παρότι δεν διαπιστώθηκε να προέβη η εταιρία σε μείωση του εγγεγραμμένου κεφαλαίου (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2005, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, T‑349/03, EU:T:2005:221, σκέψη 196, και της 3ης Μαρτίου 2010, Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής, T-102/07 και T-120/07, EU:T:2010:62, σκέψη 106).

70      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί στο ύψος των ίδιων κεφαλαίων της προσφεύγουσας για να καθορίσει αν πληρούνταν τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 10, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

71      Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπιστώνει, με την αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι από τις οικονομικές καταστάσεις της προσφεύγουσας προκύπτει αρνητική συνολική καθαρή θέση λόγω συσσωρευμένων ζημιών που υπερέβαιναν το σύνολο του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της κατά το κλείσιμο της οικονομικής χρήσης 2008/2009. Η Επιτροπή αναφέρει επίσης, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι «άνω του ενός τετάρτου του [εγγεγραμμένου κεφαλαίου] απωλέσθηκε κατά το οικονομικό έτος που έληξε τον Ιούνιο του 2009». Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στα οικονομικά στοιχεία της προσφεύγουσας τα οποία παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, η καθαρή θέση της προσφεύγουσας αντιπροσώπευε λίγο περισσότερο από το ήμισυ του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της τον Ιούνιο του 2008 (αντιστοίχως 5,9 και 9,2 εκατομμύρια ευρώ) και, όπως υπομνήσθηκε, κατέστη αρνητική τον Ιούνιο του 2009 με αποτέλεσμα να «απολεσθεί» πάνω από το μισό του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της και συνεπώς, κατά μείζονα λόγο, πάνω από το ένα τέταρτο του κεφαλαίου αυτού κατά την οικονομική χρήση 2008/2009.

72      Απομένει να εξεταστεί αν τα τρία επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους και τα οποία αφορούν, το πρώτο, τις ιδιαιτερότητες του τομέα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, το δεύτερο, τη μη συνεκτίμηση της αγοραίας αξίας των παικτών της προσφεύγουσας και, το τρίτο, την αρτιότητα και την αξιοπιστία του σχεδίου βιωσιμότητας του 2009 είναι, εν όλω ή εν μέρει, ικανά να ανατρέψουν το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι, λόγω του ύψους των ίδιων κεφαλαίων της, η προσφεύγουσα ήταν προβληματική επιχείρηση υπό το πρίσμα των κριτηρίων που ορίζονται στην παράγραφο 10, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

73      Πρώτον, όσον αφορά τις ιδιαιτερότητες του τομέα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 165, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι η «Ένωση συμβάλλει στην προώθηση των ευρωπαϊκών επιδιώξεων στον χώρο του αθλητισμού, λαμβάνοντας υπόψη παράλληλα τις ιδιαιτερότητές του […] καθώς και τον κοινωνικό και εκπαιδευτικό του ρόλο».

74      Συναφώς, καίτοι οι επιταγές του άρθρου 165, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προϋποθέτουν, κατά περίπτωση, ότι η Επιτροπή ελέγχει τη συμβατότητα ενίσχυσης με γνώμονα τον σκοπό της προώθησης του αθλητισμού, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει κατά το στάδιο αυτό (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Magic Mountain Kletterhallen κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-162/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:341, σκέψεις 79 και 80), γεγονός παραμένει ότι, κατά το στάδιο το οποίο προηγείται και αφορά τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενίσχυσης, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις προσδιορίζει με γνώμονα τα αποτελέσματά τους (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 94).

75      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά την απορρέουσα από τη Συνθήκη ΛΕΕ ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος επιταγές, ότι η ανάγκη αυτή δεν δικαιολογεί τον αποκλεισμό ενός μέτρου από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι οι επιταγές αυτές μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να ληφθούν λυσιτελώς υπόψη κατά την εκτίμηση της συμβατότητάς του σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C-487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 92).

76      Εξάλλου, η οικονομική φύση του τρόπου με τον οποίο ασκείται η δραστηριότητα του ποδοσφαίρου από τους επαγγελματικούς συλλόγους, την οποία έχει ήδη αναγνωρίσει το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2005, Piau κατά Επιτροπής, T‑193/02, EU:T:2005:22, σκέψη 69), δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα.

77      Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη, δυνάμει του άρθρου 165, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της προσφεύγουσας, ως επαγγελματικού ποδοσφαιρικού συλλόγου, πέραν εκείνων που είναι άμεσα κρίσιμες για την εξέταση της αντικειμενικής έννοιας της προβληματικής επιχείρησης.

78      Ωστόσο, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, με την προσέγγισή της, παρέλειψε να λάβει υπόψη μια σειρά παραγόντων που παρουσιάζονται ως «μη χρηματοοικονομικοί» και προσιδιάζουν στο επιχειρηματικό μοντέλο των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων, όπως είναι οι προκλήσεις αθλητικής επίδοσης ή ο αριθμός των οπαδών και των μελών.

79      Επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα απλώς επικαλείται στο σημείο αυτό παραμέτρους οι οποίες επηρεάζουν άμεσα την οικονομική απόδοση και, επομένως, τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα επαγγελματικού ποδοσφαιρικού συλλόγου. Η προσφεύγουσα επικαλείται, εξάλλου, με τα δικόγραφά της, τη σημαντική μείωση των εσόδων της λόγω της μη συμμετοχής της στο Τσάμπιονς Λιγκ της Ένωσης Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών (ΟΥΕΦΑ) κατά την περίοδο 2008-2009. Επομένως, η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση των χρηματοοικονομικών αποτελεσμάτων της προσφεύγουσας λαμβάνει κατ’ ανάγκην υπόψη τις προαναφερθείσες παραμέτρους, στο μέτρο που αυτές επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική ευρωστία της προσφεύγουσας.

80      Επιπλέον, η Επιτροπή, κατά την ανάλυση του σχεδίου βιωσιμότητας του 2009 (αιτιολογική σκέψη 110 της προσβαλλόμενης απόφασης), αναφέρθηκε ειδικά σε πολλούς από αυτούς τους παράγοντες, όπως είναι η αθλητική επίδοση ή η ικανότητα των οπαδών να αγοράζουν απλά εισιτήρια ή εισιτήρια διαρκείας. Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας είναι αβάσιμο.

81      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας στηρίζεται σε γενικούς ισχυρισμούς οι οποίοι είναι κοινοί για ολόκληρο τον τομέα και δεν είναι ικανοί να κλονίσουν τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της προσφεύγουσας.

82      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η λογιστική αξία των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων δεν αντικατοπτρίζει κατ’ ανάγκην την τιμή κτήσης ή μεταπώλησής τους. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιώτες επενδυτές είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν σημαντικά ποσά για να αποκτήσουν τον έλεγχο ποδοσφαιρικών συλλόγων των οποίων η λογιστική αξία είναι αρνητική.

83      Ωστόσο, η προσφεύγουσα απλώς συνοδεύει τον ισχυρισμό αυτόν με δύο παραδείγματα αγγλικών ποδοσφαιρικών συλλόγων, με αρνητική λογιστική αξία, οι οποίοι εξαγοράστηκαν μεταξύ 2007 και 2009. Εν πάση περιπτώσει, λόγω της γενικότητάς της, τέτοιου είδους επιχειρηματολογία δεν είναι ικανή να αναιρέσει τη διαπίστωση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή μετά την εξέταση της ατομικής κατάστασης της προσφεύγουσας (βλ. σκέψεις 64 και 65 ανωτέρω), υπενθυμίζεται δε ότι η έννοια της προβληματικής επιχείρησης εκτιμάται αποκλειστικώς υπό το πρίσμα συγκεκριμένων ενδείξεων της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κατάστασης της οικείας επιχείρησης (απόφαση της 6ης Απριλίου 2017, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, T‑219/14, EU:T:2017:266, σκέψη 184).

84      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την αγοραία αξία των παικτών της προσφεύγουσας κατά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασής της, επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζαν ότι η Επιτροπή θεωρεί «καταρχήν» ότι μια επιχείρηση είναι προβληματική όταν συντρέχουν οι περιστάσεις της παραγράφου 10, στοιχείο αʹ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή προέβλεψε μια κατευθυντήρια γραμμή η οποία, σύμφωνα με την ίδια τη διατύπωσή της, προβλέπει δυνατότητα απόκλισης από αυτή [πρβλ. απόφαση της 6ης Απριλίου 2017, Saremar κατά Επιτροπής, T-220/14, EU:T:2017:267, σκέψη 174 (μη δημοσιευθείσα)].

85      Εξάλλου, όπως υπενθυμίζεται στην παράγραφο 9 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, ως προβληματική επιχείρηση νοείται μια επιχείρηση η οποία δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι ικανή να εξασφαλίσει από τους ιδιοκτήτες, τους μετόχους ή τους πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της η οποία, χωρίς εξωτερική παρέμβαση από τις κρατικές αρχές, θα την οδηγήσει προς μια σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Μολονότι η Επιτροπή δικαιούται να παραθέσει στις παραγράφους 10 και 11 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση ορισμένους δείκτες ιδιαιτέρως χαρακτηριστικούς των χρηματοοικονομικών δυσχερειών, οι οποίοι αποδίδουν με απτό τρόπο την έννοια της προβληματικής επιχείρησης, εντούτοις δεν μπορεί να παραιτηθεί από την εξουσία εκτίμησης που διαθέτει όταν προβαίνει σε σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις, όπως συμβαίνει εν προκειμένω όσον αφορά την εξέταση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω).

86      Κατόπιν της υπενθύμισης αυτής διαπιστώνεται καταρχάς ότι η Επιτροπή δεν αγνόησε ούτε την αγοραία αξία ούτε τη λογιστική αξία των παικτών της προσφεύγουσας, καθόσον έλαβε υπόψη τις αξίες αυτές προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χρηματοπιστωτική διαβάθμιση της προσφεύγουσας δεν μπορούσε να θεωρηθεί κατώτερη της κατηγορίας CCC κατά τον χρόνο λήψης των επίμαχων μέτρων (αιτιολογικές σκέψεις 80 και 81 της προσβαλλόμενης απόφασης).

87      Παρά ταύτα, η Επιτροπή θεωρεί, με την αιτιολογική σκέψη 82 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι «η σχετικά υψηλή λογιστική αξία των ποδοσφαιριστών της Valencia (στοιχεία ενεργητικού) δεν μπορεί να σημαίνει ότι ο σύλλογος δεν αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες». Επισημαίνει, συναφώς, ότι «η τιμή πώλησης των [παικτών της Valencia CF] σε περίπτωση ανάγκης θα ήταν σχετικά χαμηλή επειδή οι αγοραστές θα εκμεταλλεύονταν το γνωστό γεγονός της δυσχερούς θέσης του πωλητή (Valencia CF) με στόχο να πετύχουν χαμηλές τιμές». Επιπλέον, αναφέρει ότι η αγοραία αξία των παικτών αυτών τελούσε σε συνάρτηση με σημαντικούς αστάθμητους παράγοντες, ιδίως σε περίπτωση τραυματισμών.

88      Επομένως, μολονότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν αρνήθηκε να λάβει υπόψη την αγοραία αξία των παικτών της προσφεύγουσας για να καταλήξει, με τις αιτιολογικές σκέψεις 80 και 81 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η χρηματοπιστωτική διαβάθμισή της δεν μπορούσε να είναι κατώτερη της κατηγορίας CCC, έκρινε εντούτοις, με την αιτιολογική σκέψη 82, βάσει των κινδύνων απομείωσης της αξίας σε περίπτωση αναγκαστικής πώλησης, καθώς και των αστάθμητων παραγόντων που καθιστούν την αξία των παικτών περισσότερο ευμετάβλητη, ότι η ύπαρξη αυτών των στοιχείων του ενεργητικού δεν αναιρούσε το συμπέρασμά της ότι η προσφεύγουσα ήταν προβληματική επιχείρηση. Η Επιτροπή διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, προκειμένου να διαπιστώσει αν η προσφεύγουσα συνιστούσε προβληματική επιχείρηση, στηρίχθηκε αποκλειστικά στη λογιστική αξία των παικτών της και θεώρησε, για τους προαναφερθέντες λόγους, ότι η αγοραία αξία δεν ασκούσε επιρροή.

89      Κατά συνέπεια, απομένει να καθοριστεί αν οι συγκεκριμένες εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με το περιεχόμενο και την αξιοπιστία της αποτίμησης των παικτών της προσφεύγουσας με βάση την αγοραία αξία τους ενέχουν πρόδηλα σφάλματα.

90      Κατά πρώτον, όσον αφορά τους κινδύνους απομείωσης της αξίας των παικτών σε περίπτωση αναγκαστικής πώλησης, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι, ανεξαρτήτως του επίμαχου εν προκειμένω χαρακτηρισμού της ως προβληματικής επιχείρησης, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα αντιμετώπιζε τουλάχιστον ταμειακές ανάγκες κατά το κλείσιμο της οικονομικής χρήσης 2008/2009. Είναι όμως πιθανόν οι περιστάσεις αυτές, ιδίως όταν τις γνωρίζει ένας δυνητικός αγοραστής, να χρησιμοποιηθούν από τον εν λόγω αγοραστή για τη διαπραγμάτευση τιμής μεταπώλησης των παικτών κατώτερης της εκτιμώμενης αγοραίας αξίας τους.

91      Η ανωτέρω διαπίστωση δεν αναιρείται από την επίκληση, εκ μέρους της προσφεύγουσας, πλήθους παραδειγμάτων μεταγραφών παικτών σε τιμή που προσεγγίζει την εκτιμώμενη αγοραία αξία τους. Αφενός, τα περισσότερα παρατεθέντα παραδείγματα αφορούν είτε το χρονικό διάστημα μετά την απόφαση για τη λήψη του μέτρου 1 είτε προγενέστερο διάστημα της περιόδου την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση είτε ακόμη οικονομική χρήση κατά την οποία είχαν βελτιωθεί τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα της προσφεύγουσας. Επομένως, τα παραδείγματα αυτά δεν είναι ικανά να αναιρέσουν τη διαπίστωση ότι, σε περίπτωση αποδεδειγμένων και γνωστών χρηματοοικονομικών δυσχερειών, όπως αυτές που διαπιστώθηκαν κατά το κλείσιμο της οικονομικής χρήσης 2008/2009, οι σύλλογοι με τους οποίους η προσφεύγουσα διαπραγματευόταν μεταγραφή θα εκμεταλλεύονταν την πληροφορία αυτή για να επιτύχουν τιμή κατώτερη της αγοραίας αξίας του οικείου παίκτη. Αφετέρου, μολονότι είναι αληθές ότι η προσφεύγουσα αναφέρει, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, μια περίπτωση μεταγραφής η οποία έλαβε χώρα λίγο πριν από τη λήψη του μέτρου 1 σε τιμή υψηλότερη της εκτιμώμενης αγοραίας αξίας του παίκτη, πρέπει να παρατηρηθεί, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, ότι πρόκειται για μεμονωμένο παράδειγμα και ότι, επιπλέον και αντιστρόφως, μια άλλη μεταγραφή που έλαβε χώρα κατά τον ίδιο χρόνο πραγματοποιήθηκε σε τιμή κατώτερη της εκτιμώμενης αγοραίας αξίας.

92      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον ευμετάβλητο χαρακτήρα της αγοραίας αξίας των παικτών, λαμβανομένων υπόψη των αστάθμητων παραγόντων που μπορούν να τους πλήξουν, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το επιχείρημα αυτό δεν στερείται κάθε αληθοφάνειας. Τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορούν να κλονίσουν τη διαπίστωση αυτή. Αφενός, το γεγονός, το οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα, ότι είναι ασφαλισμένη έναντι του κινδύνου θανάτου ή ολικής μόνιμης αναπηρίας των παικτών της δεν είναι ικανό να την θωρακίσει έναντι του κινδύνου απομείωσης της αξίας των παικτών λόγω τραυματισμού που μειώνει, μόνον προσωρινώς, την απόδοση του οικείου παίκτη. Αφετέρου, πρέπει να σχετικοποιηθεί το περιεχόμενο του επιχειρήματος της προσφεύγουσας ότι ο ευμετάβλητος χαρακτήρας της αγοραίας αξίας ενός παίκτη αμβλύνεται, δεδομένου ότι η εξέταση πρέπει να γίνεται σε επίπεδο ομάδας. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η απόδοση ενός παίκτη και, ως εκ τούτου, η αξία του, εξαρτάται τουλάχιστον εν μέρει από την κατάσταση και τις επιδόσεις της υπόλοιπης ομάδας του.

93      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει όταν πρόκειται για σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις, η Επιτροπή μπορεί να επιλέξει να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα, προκειμένου να εκτιμήσει τη χρηματοοικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης, στην αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού της με βάση τις λογιστικές καταστάσεις της, διότι η αποτίμηση αυτή είναι περισσότερο συνετή σε σχέση με εκείνη που θα προέκυπτε με βάση την εκτίμηση της αγοραίας αξίας.

94      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι εκτιμήσεις της Επιτροπής όσον αφορά το περιεχόμενο και την αξιοπιστία της αποτίμησης των παικτών της προσφεύγουσας με βάση την αγοραία αξία τους δεν ενέχουν πρόδηλα σφάλματα.

95      Τρίτον και τελευταίον, όσον αφορά την επίκληση της αρτιότητας και της αξιοπιστίας του σχεδίου βιωσιμότητας του 2009, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό, το οποίο αναπτύσσεται στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά προβαλλόμενη πλάνη κατά τον χαρακτηρισμό της προσφεύγουσας ως προβληματικής επιχείρησης, στηρίζει επίσης και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς και αφορά τη συμβατότητα της επίμαχης ενίσχυσης.

96      Συναφώς, καίτοι, όπως προκύπτει από την παράγραφο 34 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, προκειμένου να κριθούν συμβατές με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, οι ενισχύσεις προς προβληματικές επιχειρήσεις πρέπει να συνδέονται με σχέδιο αναδιάρθρωσης (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-17/99, EU:C:2001:178, σκέψη 45), διαπιστώνεται παρά ταύτα ότι η ύπαρξη και το περιεχόμενο ενός τέτοιου σχεδίου αποτελούν επίσης στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίσιμα στοιχεία προκειμένου να εξακριβωθεί αν, υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απορρέει πλεονέκτημα από την επίδικη εγγύηση (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2000, EPAC κατά Επιτροπής, T‑204/97 και T-270/97, EU:T:2000:148, σκέψεις 72 έως 74). Πράγματι, οι προοπτικές αποκατάστασης της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας όπως προκύπτουν, κατά περίπτωση, από το σχέδιο βιωσιμότητας του 2009 επηρεάζουν έστω έμμεσα τον κίνδυνο ενεργοποίησης της εν λόγω εγγύησης, στο μέτρο που η αποπληρωμή του υποκείμενου δανείου από τη Fundación Valencia έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέσω της μεταπώλησης των μετοχών της προσφεύγουσας (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), των οποίων η αξία επηρεάζεται κατ’ ανάγκην από τη χρηματοοικονομική κατάστασή της.

97      Εν προκειμένω, η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 58 και 59 της προσβαλλόμενης απόφασης, επισημαίνει ότι το σχέδιο βιωσιμότητας, αφενός, δεν περιείχε ανάλυση ευαισθησίας και, αφετέρου, στηριζόταν σε προοπτικές οι οποίες δεν μπορούσαν να καταστήσουν δυνατή την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας.

98      Όσον αφορά την πρώτη αιτιολογία, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι το σχέδιο βιωσιμότητας δεν περιείχε ανάλυση ευαισθησίας, αλλά υποστηρίζει ότι οι προβλέψεις του σχεδίου ήταν, παρά ταύτα, προσήκουσες, καθόσον στηρίζονταν σε εύλογες εξελίξεις των εσόδων και των εξόδων της.

99      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κριτική που ασκεί η προσφεύγουσα δεν μπορεί να κλονίσει την αιτιολογία που αντλείται, στην προσβαλλόμενη απόφαση, από την έλλειψη ανάλυσης ευαισθησίας, στην οποία βασίμως μπορούσε να στηριχθεί η Επιτροπή ώστε να θεωρήσει ότι καταδεικνύονται οι αδυναμίες των προβλέψεων του σχεδίου βιωσιμότητας. Η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει συναφώς ότι η αγορά στην οποία δραστηριοποιείται είναι σε τέτοιο βαθμό απαλλαγμένη από αστάθμητους παράγοντες και κινδύνους, ώστε να μην απαιτείται η κατάρτιση διαφόρων σεναρίων εξέλιξης των εξόδων και εσόδων τα οποία θα αντικατοπτρίζουν την αισιόδοξη, την απαισιόδοξη και την ενδιάμεση εκδοχή (πρβλ. παράγραφο 36 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση).

100    Επιπλέον, από τις απαντήσεις της προσφεύγουσας στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας προκύπτει ότι οι προβλέψεις του σχεδίου βιωσιμότητας τις οποίες η προσφεύγουσα παρουσιάζει ως «συντηρητικές» στην πραγματικότητα στηρίζονται, όσον αφορά ορισμένες παραμέτρους, ιδίως ως προς τα έσοδα, σε προβλέψεις που ουδόλως λαμβάνουν υπόψη την πιθανή επέλευση αρνητικών γεγονότων.

101    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτιολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 97 ανωτέρω, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ανάλυση της Επιτροπής και επικαλείται την προβλεπόμενη επιστροφή σε κερδοφορία εντός χρονικού ορίζοντα πέντε ετών, καθώς και το γεγονός ότι η αποδοτικότητα του συλλόγου συνέπιπτε με τους μέσους όρους που σημειώθηκαν στον οικείο τομέα.

102    Συναφώς, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι ο χρονικός ορίζοντας του σχεδίου βιωσιμότητας του 2009 για την επιστροφή σε κερδοφορία, ήτοι τα πέντε έτη, δεν φαίνεται παράλογος, ιδίως καθόσον η Επιτροπή δεν προσκομίζει στοιχεία περί του αντιθέτου.

103    Εν συνεχεία, πρέπει να σημειωθεί ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στο γεγονός ότι, μετά την εφαρμογή του σχεδίου βιωσιμότητας, τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματά της θα εναρμονίζονταν με τη μέση αποδοτικότητα του οικείου τομέα, τούτο δε παρά τη διαπίστωση της Επιτροπής, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η αποδοτικότητα της προσφεύγουσας θα παρέμενε πολύ χαμηλή, λαμβανομένου υπόψη του λειτουργικού περιθωρίου και των κερδών προ φόρου που αναμένονταν κατά το πέρας της εφαρμογής του σχεδίου βιωσιμότητας.

104    Όπως, όμως, κατ’ ουσίαν υποστηρίζει η Επιτροπή, η παραπομπή στη μέση αποδοτικότητα ενός τομέα είναι απρόσφορη, καθόσον τα κράτη μέλη θα μπορούσαν με τον τρόπο αυτό να δικαιολογήσουν οποιαδήποτε επένδυση σε παρακμάζοντες και ελλειμματικούς τομείς ή τομείς που χαρακτηρίζονται από χαμηλή αποδοτικότητα, με την επιφύλαξη ότι οι προοπτικές τους για κερδοφορία αντιστοιχούν στον μέσο όρο του τομέα (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-319/12 και T-321/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:604, σκέψη 44). Εν προκειμένω, τα στοιχεία που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τείνουν να αποδείξουν ότι η αναμενόμενη απόδοση βάσει του σχεδίου βιωσιμότητας του 2009 θα αντιστοιχούσε στον μέσο όρο του τομέα, δεν αναιρούν τη διαπίστωση ότι η αναμενόμενη αποδοτικότητα θα παρέμενε, εν πάση περιπτώσει, πολύ χαμηλή.

105    Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης διαπιστώνοντας ότι το σχέδιο βιωσιμότητας του 2009 δεν ήταν αρκούντως σοβαρό και αξιόπιστο για να αποδείξει την ικανότητα της προσφεύγουσας να επιτύχει αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής κατάστασής της.

106    Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά πρόδηλη πλάνη της Επιτροπής καθόσον έκρινε ότι το μέτρο 1 κάλυπτε άνω του 80 % του υποκείμενου δανείου

107    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, αμφισβητεί το γεγονός ότι το μέτρο 1 καλύπτει το 100 % του ποσού του χορηγηθέντος από τη Bankia δανείου των 75 εκατομμυρίων ευρώ. Η προσφεύγουσα στηρίζεται, συναφώς, στην αξία της δοθείσας ως ενέχυρο στο IVF συμμετοχής της Fundación Valencia στο κεφάλαιό της, η οποία συνεπάγεται, ανεξαρτήτως της χρησιμοποιούμενης μεθόδου αποτίμησης, τη μείωση της έκθεσης του IVF σε ποσοστό μικρότερο από το 80 % του ποσού του δανείου.

108    Το Βασίλειο της Ισπανίας προσθέτει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η εγγύηση καλύπτει το 100 % του επίμαχου δανείου, αυτό το επίπεδο κάλυψης δικαιολογείτο από τους όρους του μέτρου 1 στο σύνολό του, λαμβανομένων υπόψη της αξίας του συλλόγου, των σημαντικών δικαιωμάτων και μέσων ελέγχου της προσφεύγουσας που παρασχέθηκαν με τον τρόπο αυτό στο IVF, των προβλέψεων εισφορών και εσόδων, καθώς και της υψηλής αξίας των μετοχών που ενεχυράσθηκαν υπέρ του IVF.

109    Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 86, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η επίδικη εγγύηση κάλυπτε πλέον του 100 % του υποκείμενου δανείου, ήτοι το σύνολο του κεφαλαίου πλέον των τόκων και των εξόδων εγγυοδοσίας (αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλόμενης απόφασης).

110    Πρέπει να επισημανθεί εκ προοιμίου ότι η επιχειρηματολογία την οποία ανέπτυξε η προσφεύγουσα προς στήριξη του υπό κρίση σκέλους του οικείου λόγου ακυρώσεως στηρίζεται σε σύγχυση μεταξύ, αφενός, του ζητήματος της έκτασης της κάλυψης από την επίμαχη εγγύηση της υποχρέωσης της Fundación Valencia για αποπληρωμή του χορηγηθέντος από τη Bankia δανείου των 75 εκατομμυρίων ευρώ και, αφετέρου, του διακριτού ζητήματος του χρηματοοικονομικού κινδύνου στον οποίο εκτίθεται το IVF σε περίπτωση μη εκπλήρωσης, εκ μέρους της Fundación Valencia, της υποχρέωσής της για αποπληρωμή. Στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να εκτιμηθεί ποιες είναι οι νομικές υποχρεώσεις του IVF. Στη δεύτερη περίπτωση, πρέπει να εκτιμηθεί σε ποιον χρηματοοικονομικό κίνδυνο εκτίθεται το IVF.

111    Όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, χωρίς να αντικρουσθεί επί του σημείου αυτού από την προσφεύγουσα, το IVF θα ήταν πράγματι υποχρεωμένο να καταβάλει το σύνολο του απαιτητού χρέους σε περίπτωση που η Bankia αποφάσιζε να το προσεπικαλέσει ως εγγυητή. Επομένως, η εγγύηση που χορήγησε το IVF στο πλαίσιο του μέτρου 1 κάλυπτε πράγματι το 100 % του επίμαχου δανείου.

112    Κατά τα λοιπά, η αποδοχή της ερμηνείας που προτείνει η προσφεύγουσα όσον αφορά την έκταση της κάλυψης που προσφέρει μια εγγύηση, η οποία συνίσταται κατ’ ουσίαν στην ενσωμάτωση της αξίας των αντεγγυήσεων που μπορούν να ενεργοποιηθούν από τον κρατικό εγγυητή, θα αντέβαινε στον σκοπό που επιδιώκεται με τη συνεκτίμηση της παραμέτρου αυτής, όπως αυτός προκύπτει από το σημείο 3.2, στοιχείο γʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την παρότρυνση του δανειοδότη να αξιολογήσει σωστά, να εξασφαλίσει και να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο που προκύπτει από τη δανειοδοτική πράξη και ιδίως να αξιολογήσει σωστά την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη. Το γεγονός, όμως, ότι ο δημόσιος οργανισμός που εγγυάται λαμβάνει ορισμένες αντεγγυήσεις δεν είναι ικανό να παροτρύνει τον δανειοδότη να είναι περισσότερο επιμελής κατά την αξιολόγηση του δικού του κινδύνου.

113    Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από την επιχειρηματολογία του Βασιλείου της Ισπανίας ότι κάλυψη η οποία υπερβαίνει το 80 % του ποσού της υποκείμενης πράξης μπορούσε, εν προκειμένω, να δικαιολογηθεί με βάση τις προϋποθέσεις χορήγησης της οικείας εγγύησης.

114    Συγκεκριμένα, από την εξέταση του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, να χαρακτηρίσει την προσφεύγουσα ως προβληματική επιχείρηση και να θεωρήσει ότι το σχέδιο βιωσιμότητας δεν ήταν αρκούντως σοβαρό και αξιόπιστο. Επομένως, ούτε η επιχειρηματική αξία της προσφεύγουσας κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου 1 ούτε οι προβλέψεις εισφορών και εσόδων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο βιωσιμότητας, ούτε κατά μείζονα λόγο τα δικαιώματα που παρέχονται στο IVF ώστε να μεριμνά για την εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εξ ολοκλήρου κάλυψη του επίμαχου δανείου. Όσον αφορά το ζήτημα της αξίας των μετοχών που έλαβε ως ενέχυρο το IVF, λαμβανομένων υπόψη όσων υπομνήσθηκαν στη σκέψη 112 ανωτέρω, το γεγονός ότι ο δημόσιος οργανισμός που εγγυήθηκε διαθέτει αντεγγύηση ορισμένης αξίας δεν μπορεί, αφεαυτού, να δικαιολογήσει την εξ ολοκλήρου κάλυψη της υποκείμενης πράξης.

115    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά πρόδηλη πλάνη της Επιτροπής καθόσον έκρινε ότι η τιμή χορηγήσεως, όσο αφορά το μέτρο 1, δεν ήταν η αγοραία

116    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, εκτιμά ότι η Επιτροπή όφειλε να αναφερθεί στα επιτόκια των συγκρίσιμων δανείων και πιστώσεων που είχε λάβει κατά την περίοδο 2008-2009, δεδομένου ότι η προσφυγή στην «κλασική μεθοδολογία» των οίκων αξιολόγησης ήταν εν προκειμένω απρόσφορη. Το μέσο επιτόκιο με το οποίο χρηματοδοτείτο η προσφεύγουσα κατά την περίοδο αυτή αντιστοιχούσε στο άθροισμα του ελάχιστου επιτοκίου που προέβλεπε η συναφθείσα με τη Bankia σύμβαση δανείου και του επιτοκίου της προμήθειας εγγύησης που καταβλήθηκε στο IVF. Η προσφεύγουσα τονίζει συναφώς ότι το Euribor και εν γένει τα προτεινόμενα στην αγορά επιτόκια είχαν πτωτική τάση κατά τον χρόνο λήψης του μέτρου 1 τον Νοέμβριο του 2009, περίσταση την οποία η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη. Με το υπόμνημα απάντησης, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι δάνειο συγκρίσιμο, από άποψη ύψους, με το δάνειο που χορήγησε η Bankia είχε χορηγηθεί με αντίστοιχο επιτόκιο.

117    Το Βασίλειο της Ισπανίας προσθέτει ότι το γεγονός ότι το μέτρο 1 τέθηκε σε ισχύ το πρώτον αρκετές εβδομάδες μετά τη μεταβίβαση των κεφαλαίων του δανείου στη Fundación Valencia καθώς και η επανειλημμένη αναστολή των αποτελεσμάτων του κατόπιν δικαστικών αποφάσεων αποδεικνύουν ότι το δάνειο που χορήγησε η Bankia θα μπορούσε να είχε χορηγηθεί ανεξαρτήτως της ύπαρξης της κρατικής εγγύησης. Η προμήθεια εγγύησης που καταβλήθηκε στο IVF αντικατοπτρίζει στην πραγματικότητα την αξία των αντεγγυήσεων που έλαβε.

118    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, επειδή δεν υπήρχαν παρόμοιες πράξεις στην αγορά, χρησιμοποίησε, σύμφωνα με την ανακοίνωση σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς, το επιτόκιο αναφοράς που ίσχυε για επιχειρήσεις ευρισκόμενες στην κατάσταση της προσφεύγουσας, δηλαδή των οποίων η χρηματοπιστωτική διαβάθμιση εμπίπτει στην κατηγορία CCC. Η Επιτροπή αμφισβητεί συναφώς το πρόσφορο των συγκρίσεων στις οποίες προβαίνει η προσφεύγουσα με άλλες πράξεις χορήγησης πιστώσεων στις οποίες ήταν συμβαλλόμενη κατά την περίοδο 2008‑2009, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των πράξεων αυτών, και δη του πολύ χαμηλότερου ύψους τους σε σχέση με το εγγυημένο με το μέτρο 1 δάνειο. Επιπλέον επισημαίνει ότι δεν είχε γίνει αναφορά στα δάνεια αυτά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.  Τέλος, όσον αφορά την πτωτική τάση του Euribor, η Επιτροπή σημειώνει ότι δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί η εξέλιξή του κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου 1.

119    Η Επιτροπή προσθέτει, με το υπόμνημα ανταπάντησης, ότι η απόφαση της προσφεύγουσας να αναστείλει την κατασκευή ενός νέου σταδίου, τον Φεβρουάριο του 2009, σηματοδότησε μια μεταστροφή και ότι υπήρχαν περισσότερες πιθανότητες να λάβει η προσφεύγουσα δάνειο πριν από την ημερομηνία αυτή, λαμβανομένου, εξάλλου, υπόψη ότι η οικονομική χρήση 2007-2008 ήταν κερδοφόρα. Όσον αφορά ειδικότερα το επικαλούμενο από την προσφεύγουσα παράδειγμα δανείου για ποσό το οποίο προσεγγίζει εκείνο του χορηγηθέντος από τη Bankia δανείου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τούτο, όχι μόνο δεν ανατρέπει την ανάλυσή της, αλλά, αντιθέτως, τείνει να την στηρίξει, στο μέτρο που, αφενός, η αξία των εγγυήσεων που δόθηκαν στον δανειστή ήταν, κατά την Επιτροπή, υψηλότερη από την αξία των μετοχών που δόθηκαν ως ενέχυρο στο πλαίσιο του χορηγηθέντος από τη Bankia δανείου και, αφετέρου, το επιτόκιο το οποίο εφαρμόστηκε ήταν επίσης υψηλότερο. Επιπλέον, το παράδειγμα αυτό επιβεβαιώνει, κατά την Επιτροπή, τις δυσχέρειες που συνάντησε η προσφεύγουσα για τη συγκέντρωση επαρκών κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένης μάλιστα της ενεχύρασης των στοιχείων του ενεργητικού της που έχουν την υψηλότερη αξία.

120    Αντικρούοντας την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε το Βασίλειο της Ισπανίας με το υπόμνημα παρέμβασης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ημερομηνία έναρξης της ισχύος του μέτρου 1 δεν ασκεί επιρροή, καθόσον αποδεικνύεται ότι το IVF δεσμεύθηκε να χορηγήσει την επίδικη εγγύηση προτού η Bankia χορηγήσει το δάνειο στη Fundación Valencia.

121    Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο δανειολήπτης δανείου το οποίο τελεί υπό την εγγύηση των κρατικών αρχών κράτους μέλους αποκτά κατά κανόνα πλεονέκτημα, στο μέτρο που το οικονομικό κόστος που φέρει είναι κατώτερο εκείνου που θα έφερε εάν έπρεπε να λάβει την ίδια χρηματοδότηση και την ίδια εγγύηση σε τιμές αγοράς (αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Residex Capital IV, C-275/10, EU:C:2011:814, σκέψη 39, και της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 96).

122    Όπως υπενθυμίζεται στο σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις, προκειμένου να προσδιοριστεί η αντίστοιχη αγοραία τιμή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά της εγγύησης και του υποκείμενου δανείου, στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το ποσό και η διάρκεια της συναλλαγής, η παρεχόμενη από τον δανειολήπτη ασφάλεια και τα άλλα στοιχεία που διαμορφώνουν την εκτίμηση του ποσοστού ανάκτησης και η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων του δανειολήπτη λόγω της χρηματοοικονομικής κατάστασής του, του τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται και των προοπτικών του.

123    Σε περίπτωση που η τιμή που καταβλήθηκε για την εγγύηση είναι τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη προμήθεια εγγύησης αναφοράς που εφαρμόζεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η εγγύηση δεν περιλαμβάνει στοιχεία ενίσχυσης (βλ. σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, δεύτερο εδάφιο, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις). Εάν στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν εφαρμόζονται αντίστοιχες προμήθειες αναφοράς, το συνολικό χρηματοοικονομικό κόστος του δανείου που καλύπτεται από την εγγύηση, συμπεριλαμβανομένου του επιτοκίου του δανείου και της καταβληθείσας προμήθειας, θα πρέπει να συγκριθεί με την αγοραία τιμή για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο (βλ. σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις). Τέλος, όταν δεν υπάρχει διαθέσιμη αγοραία τιμή για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο, πρέπει να χρησιμοποιηθεί το επιτόκιο αναφοράς, το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ανακοίνωση σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς (βλ. σημείο 4.2, δεύτερο εδάφιο, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις).

124    Εν προκειμένω, με την αιτιολογική σκέψη 86, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή αποκλείει το ενδεχόμενο η προμήθεια εγγύησης που καταβλήθηκε στο IVF να αντανακλούσε τις χρηματοοικονομικές δυσχέρειες της προσφεύγουσας και τον σχετικό με την αθέτηση πληρωμής των εγγυημένων δανείων κίνδυνο, επισημαίνει δε προηγουμένως, με την αιτιολογική σκέψη 85, ότι «όταν ο δανειολήπτης είναι μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες, δεν μπορεί να βρει πιστωτικό ίδρυμα διατεθειμένο να του χορηγήσει πιστώσεις με οποιουσδήποτε όρους, χωρίς κρατική εγγύηση».

125    Η Επιτροπή σε κανένα σημείο των ανωτέρω αιτιολογικών σκέψεων ούτε σε άλλο σημείο των αναπτύξεων σχετικά με τη διαπίστωση της ύπαρξης πλεονεκτήματος (σημείο 7.1.2 της προσβαλλόμενης απόφασης) δεν αναφέρει ποια είναι η τιμή της αγοράς βάσει της οποίας αξιολογεί την επίμαχη προμήθεια. Η Επιτροπή δεν εξετάζει επίσης, στο στάδιο αυτό, το ενέχυρο που δόθηκε στο IVF ως αντεγγύηση (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω). Γενικώς, η Επιτροπή αρκείται στην εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας προκειμένου να αντλήσει το συμπέρασμα ότι, δεδομένου του ύψους της προμήθειας εγγύησης που καταβλήθηκε στο IVF, η εν λόγω προμήθεια δεν είναι σύμφωνη με τις συνθήκες της αγοράς. Ερωτηθείσα από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι θεώρησε ότι, λαμβανομένης υπόψη της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας, η οποία ήταν προβληματική επιχείρηση, δεν υπήρχε αγοραία τιμή δυνάμενη να χρησιμοποιηθεί ως σημείο αναφοράς για την προμήθεια εγγύησης που καταβλήθηκε στο IVF.

126    Επομένως, προκειμένου να διαπιστώσει αν η προμήθεια που καταβλήθηκε στο IVF υπέκρυπτε πλεονέκτημα, η Επιτροπή, αφενός, παρέλειψε να λάβει υπόψη το σύνολο των κρίσιμων χαρακτηριστικών της εγγύησης και του υποκείμενου δανείου, ειδικότερα δε την ύπαρξη ασφαλειών που παρέσχε ο δανειολήπτης και, αφετέρου, παρέλειψε να αναζητήσει αγοραία τιμή υπό το πρίσμα της οποίας να συγκρίνει την επίμαχη προμήθεια, εκτιμώντας ότι δεν υπήρχε τέτοια τιμή όσον αφορά τις προβληματικές επιχειρήσεις.

127    Επί του τελευταίου αυτού σημείου, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα ότι δεν υφίσταται αγοραία τιμή δυνάμενη να χρησιμεύσει ως βάση αναφοράς όταν η εγγύηση για την πράξη έχει δοθεί προς όφελος προβληματικής επιχείρησης αντικρούεται από το σημείο 4.1, στοιχείο αʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις, το οποίο αφορά τον υπολογισμό του στοιχείου ενίσχυσης εγγύησης χορηγούμενης σε προβληματική επιχείρηση. Πράγματι, στο σημείο αυτό η Επιτροπή διακρίνει την κατάσταση των προβληματικών επιχειρήσεων ανάλογα με τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών τους, ο οποίος ποικίλλει. Στο πλαίσιο αυτό, η ανακοίνωση διακρίνει την περίπτωση κατά την οποία υπάρχει εγγυητής στην αγορά από εκείνη στην οποία είναι πιθανόν ότι δεν υπάρχει. Επομένως, γίνεται δεκτό ότι μπορεί να υπάρχει αγοραία τιμή ακόμη και όταν η εγγύηση χορηγείται σε προβληματική επιχείρηση.

128    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η προσφεύγουσα «δεν [βρισκόταν] σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, κατά την έννοια του σημείου 2.2 και του σημείου 4.1[, στοιχείο αʹ,] της ανακοίνωσης [σχετικά με τις εγγυήσεις]», μετά τη διαπίστωση, στις αιτιολογικές σκέψεις 74 και 77, ότι ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 10, στοιχείο αʹ, και της παραγράφου 11 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Με τον τρόπο αυτό, και η Επιτροπή ερμήνευσε το σημείο 4.1, στοιχείο αʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις κατά τον τρόπο που εκτίθεται στη σκέψη 127 ανωτέρω, υπό την έννοια ότι διακρίνει, μεταξύ των προβληματικών επιχειρήσεων κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, δύο υποκατηγορίες επιχειρήσεων ανάλογα με τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών τους. Τούτο είναι ακόμη εμφανέστερο στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης στην ισπανική γλώσσα, το οποίο είναι το μόνο αυθεντικό κείμενο και το οποίο αναφέρει στην αιτιολογική σκέψη 80 ότι δεν υφίσταται «κατάσταση σοβαρής κρίσης» (situación de crisis grave), όπου το επίθετο «σοβαρή» χαρακτηρίζει τον όρο «κρίση» και διακρίνει σαφέστερα την κατάσταση που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 80 από την κατάσταση που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 74 και 77 της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον αναγνωρίζει μια κατηγορία προβληματικών επιχειρήσεων υπό την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, οι οποίες δεν βρίσκονται σε κατάσταση σοβαρής κρίσης υπό την έννοια του σημείου 4.1, στοιχείο αʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις.

129    Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από το σημείο 3.3 της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις δεν προκύπτει ότι δεν υφίσταται αγοραία τιμή για τις εγγυήσεις που χορηγούνται σε προβληματική επιχείρηση. Συγκεκριμένα, το εν λόγω σημείο αφορά το απλουστευμένο σύστημα εκτίμησης το οποίο εφαρμόζεται κατ’ εξαίρεση στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και απλώς αναφέρει ότι το σύστημα αυτό δεν έχει εφαρμογή στις επιχειρήσεις των οποίων η πιστοληπτική διαβάθμιση είναι CCC/Caa ή χαμηλότερη.

130    Παρά τις παραλείψεις που διαπιστώθηκαν με τη σκέψη 126 ανωτέρω, στο τμήμα της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την απόδειξη της ύπαρξης ενίσχυσης, είναι αληθές ότι η Επιτροπή προβαίνει, με την αιτιολογική σκέψη 93, στο πλαίσιο του ποσοτικού προσδιορισμού της επίμαχης ενίσχυσης, σε λεπτομερέστερη ανάλυση. Μολονότι η Επιτροπή δεν ερευνά αν υπάρχει αντίστοιχη προμήθεια εγγύησης αναφοράς η οποία να προσφέρεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αποκλείει την ύπαρξη αγοραίας τιμής για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο (βλ. σκέψη 123 ανωτέρω), «λόγω του περιορισμένου αριθμού παρατηρήσεων για παρεμφερείς συναλλαγές στην αγορά», ο οποίος δεν «βοηθ[ά] ιδιαίτερα στη σύγκριση». Χρησιμοποιεί, επομένως, σύμφωνα με το σημείο 4.2 της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις, το επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται δυνάμει της ανακοίνωσης σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς (βλ. σκέψη 123 ανωτέρω), συγκρίνοντάς το με το συνολικό χρηματοοικονομικό κόστος του εγγυημένου δανείου, το οποίο περιλαμβάνει το επιτόκιο και την προμήθεια εγγύησης. Τέλος, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την ενεχύραση των μετοχών της προσφεύγουσας και καταλήγει ότι η αξία της είναι σχεδόν μηδενική και, επομένως, δεν επηρεάζει το επιτόκιο αναφοράς που πρέπει να εφαρμοστεί εν προκειμένω.

131    Όσον αφορά ειδικότερα τη διαπίστωση ότι δεν υπήρχε επαρκής αριθμός παρόμοιων πράξεων οι οποίες θα συνέβαλαν ιδιαίτερα στη σύγκριση, το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε στην Επιτροπή ερωτήσεις, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, για να πληροφορηθεί τη φύση και την έκταση των ερευνών που αυτή διενήργησε προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό. Η Επιτροπή με την απάντησή της επισήμανε καταρχάς, όσον αφορά την ύπαρξη τυχόν προμήθειας εγγύησης αναφοράς, ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν κάλυπταν συναλλαγές τόσο επικίνδυνες όσο εκείνες που συνίστανται στη σύσταση εγγύησης για επιχειρήσεις με διαβάθμιση CCC και ότι από κανένα στοιχείο του διοικητικού φακέλου δεν προέκυπτε το αντίθετο. Περαιτέρω, όσον αφορά την ύπαρξη τυχόν αγοραίας τιμής για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο, η Επιτροπή υποστήριξε ότι από τη διοικητική έρευνα δεν προέκυψε οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με επιτόκια δανείων χορηγηθέντων σε παρόμοιες καταστάσεις. Ερωτηθείσα εκ νέου επί του σημείου αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή παρέπεμψε στο περιεχόμενο της απόφασης για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, όπου είχε εκφράσει τις αμφιβολίες της ως προς την ύπαρξη αγοραίας τιμής για τέτοιου είδους πράξη.

132    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν διερεύνησε αν υπήρχε «αντίστοιχη προμήθεια εγγύησης αναφοράς η οποία να προσφέρεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές» καθόσον θεώρησε κατά τεκμήριο ότι κανένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν επρόκειτο να συστήσει εγγύηση προς όφελος προβληματικής επιχείρησης και, δεύτερον, ότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της ως προς την έρευνα σχετικά με την ύπαρξη αγοραίας τιμής για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο, διατυπώνοντας τις σχετικές αμφιβολίες της στην απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

133    Όπως, όμως, υπομνήσθηκε στη σκέψη 123 ανωτέρω, το σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, και το σημείο 4.2 της ανακοίνωσης σχετικά με τις εγγυήσεις επιτάσσουν την προηγούμενη αναζήτηση ενδεχόμενης αγοραίας τιμής, είτε από άποψη εγγύησης είτε από άποψη υποκείμενου δανείου, υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να συγκρίνονται οι όροι της επίδικης πράξης. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 127 ανωτέρω, η εν λόγω ανακοίνωση δεν προβλέπει γενικό τεκμήριο κατά το οποίο, στην περίπτωση προβληματικής επιχείρησης, δεν μπορεί να υπάρχει αγοραία τιμή.

134    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, τεκμαίροντας ότι κανένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν επρόκειτο να συστήσει εγγύηση υπέρ προβληματικής επιχείρησης και, ως εκ τούτου, ότι δεν προσφερόταν στην αγορά αντίστοιχη προμήθεια εγγύησης αναφοράς, δεν έλαβε υπόψη την ανακοίνωση σχετικά με τις εγγυήσεις, η οποία τη δεσμεύει (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, C-75/05 P και C-80/05 P, EU:C:2008:482, σκέψεις 60 και 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Για τους ίδιους λόγους, παρέβη επίσης την υποχρέωσή της να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη κάθε κρίσιμο εν προκειμένω στοιχείο, το οποίο θα της παρείχε τη δυνατότητα να κρίνει αν η προσφεύγουσα προδήλως δεν θα ετύγχανε παρεμφερών διευκολύνσεων εκ μέρους ιδιώτη επιχειρηματία (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C-73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 73).

135    Ομοίως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κακώς η Επιτροπή απέκλεισε, με την αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλόμενης απόφασης, την ύπαρξη αγοραίας τιμής για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο «λόγω του περιορισμένου αριθμού παρατηρήσεων για παρεμφερείς συναλλαγές στην αγορά», στο μέτρο που προκύπτει από τις απαντήσεις που έδωσε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας (βλ. σκέψη 131 ανωτέρω) ότι η διαπίστωση αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς κατά νόμον.

136    Συναφώς, η Επιτροπή φέρει το βάρος προς απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία, σε αυτήν δε απόκειται να αναζητήσει κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας όλα τα κρίσιμα πληροφοριακά στοιχεία (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψεις 33 και 34, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 24). Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί τον αποσπασματικό χαρακτήρα των πληροφοριών που της διαβιβάστηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή της, στο μέτρο που δεν άσκησε όλες τις εξουσίες τις οποίες διέθετε ώστε να αποκτήσει τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 13ης Απριλίου 1994, Γερμανία και Pleuger Worthington κατά Επιτροπής, C‑324/90 και C-342/90, EU:C:1994:129, σκέψη 29). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στη μη προσκόμιση των στοιχείων που είχε ζητήσει η Επιτροπή από το οικείο κράτος μέλος, αλλά στη διαπίστωση ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας δεν θα ενεργούσε με τον τρόπο που ενήργησαν οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, διαπίστωση η οποία προϋποθέτει ότι η Επιτροπή διέθετε όλα τα κρίσιμα στοιχεία που ήταν αναγκαία για να διαμορφώσει την απόφασή της (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 35).

137    Εν προκειμένω, με την απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας, η Επιτροπή απλώς εξέφρασε τις αμφιβολίες της ως προς το κατά πόσον υπήρχαν παρόμοιες πράξεις, πλην όμως δεν ζήτησε, όπως είχε την εξουσία να πράξει μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας, από το οικείο κράτος μέλος, ή από άλλες πηγές, πληροφορίες αφορώσες την ύπαρξη δανείων παρόμοιων με το υποκείμενο δάνειο της επίδικης πράξης. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν προβάλλει κανένα άλλο στοιχείο που προέκυψε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας προς στήριξη των διαπιστώσεών της ότι δεν υπήρχε επαρκής αριθμός συγκρίσιμων πράξεων.

138    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης καθόσον διαπίστωσε, αφενός, ότι δεν προσφερόταν στην αγορά αντίστοιχη προμήθεια εγγύησης αναφοράς και, αφετέρου, ότι δεν υπήρχε αγοραία τιμή για παρόμοιο μη εγγυημένο δάνειο. Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

–       Συμπεράσματα επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως και επί της έκτασης της ακύρωσης

139    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως είναι βάσιμο και ότι, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός πρέπει να γίνει δεκτός.

140    Εξάλλου, από τη σκέψη 50 ανωτέρω προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος είναι παραδεκτός μόνον κατά το μέρος που αφορά το μέτρο 1. Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως του οποίου η βασιμότητα εξετάστηκε και, στη συνέχεια, διαπιστώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο αφορά αποκλειστικά μια συγκεκριμένη πτυχή της προσβαλλόμενης πράξης, εν προκειμένω το μέτρο 1.

141    Κατά συνέπεια, υπό τις περιστάσεις αυτές, οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής εξετάζονται μόνον κατά το μέρος που αφορούν το μέτρο 4.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά πλάνη κατά τον προσδιορισμό του δικαιούχου της φερόμενης ενίσχυσης

142    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Bankia ήταν η μόνη και πραγματική δικαιούχος των μέτρων 1 και 4 και ούτε καν ανέλυσε το σημείο αυτό με την προσβαλλόμενη απόφαση. Με το υπόμνημα απάντησης, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Bankia μπορούσε τουλάχιστον να θεωρηθεί έμμεση συνδικαιούχος των επίμαχων ενισχύσεων.

143    Η προσφεύγουσα τονίζει συναφώς τα χρηματικά συμφέροντα της Bankia για την υλοποίηση της πράξης του υποκείμενου δανείου στην οποία στηρίζονται τα επίμαχα μέτρα. Επικαλείται επίσης την επιρροή που απέκτησε η Bankia επί της Fundación Valencia και εμμέσως επί της ίδιας της προσφεύγουσας, μέσω της πράξης αυτής. Επιπλέον, η υπέρ αυτής σύσταση ενεχύρου επί των μετοχών της προσφεύγουσας, τις οποίες είχε στην κατοχή της η Fundación Valencia, της εξασφάλισε ότι θα διέθετε δικαίωμα αρνησικυρίας επί κάθε μελλοντικού σχεδίου μεταβίβασης των μετοχών του συλλόγου. Τούτο επιβεβαιώνεται από την εμπλοκή της Bankia στις διαπραγματεύσεις σχετικά με την εξαγορά της προσφεύγουσας από τη Meriton το 2014 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 24 έως 28 της προσβαλλόμενης απόφασης), ειδικότερα προς διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων της, δεδομένου ότι ήταν η κύρια πιστώτρια του συλλόγου.

144    Με το υπόμνημα απάντησης, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της αξίας της ενεχύρασης είναι ορθή, τα μέτρα 1 και 4 περιόρισαν τον κίνδυνο αφερεγγυότητάς της και τον συνακόλουθο κίνδυνο για την Bankia, την πρώτη πιστώτριά της.

145    Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η πώλησή της το 2014 είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση των ενισχύσεων που περιλαμβάνονται στα μέτρα 1 και 4 στον νέο πλειοψηφικό μέτοχο, τη Meriton. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, καθόσον ο αγοραστής απέκτησε σε αγοραία τιμή την επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση, η Fundación Valencia, ως πωλήτρια, ή η Bankia πρέπει να θεωρηθούν πραγματικές δικαιούχοι της ενίσχυσης.

146    Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως εξετάζονται μόνον κατά το μέρος που αφορούν τον δικαιούχο του μέτρου 4 (βλ. σκέψη 141 ανωτέρω).

147    Στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν, αρχικά, ότι δικαιούχος του μέτρου 4 είναι η Bankia, είτε κατ’ αποκλειστικότητα είτε ως συνδικαιούχος του μέτρου (πρώτο σκέλος). Η προσφεύγουσα υποστηρίζει στη συνέχεια ότι, λαμβανομένης υπόψη της πώλησής της το 2014 σε αγοραία τιμή, η ενίσχυση μεταβιβάστηκε στον πωλητή, εν προκειμένω στη Fundación Valencia, ή στη Bankia, από κοινού με τη Fundación Valencia ή κατ’ αποκλειστικότητα, και όχι στη Meriton (δεύτερο σκέλος).

148    Στο στάδιο αυτό πρέπει να εξεταστεί το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ταυτότητα του δικαιούχου κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου ενίσχυσης. Το δεύτερο σκέλος, το οποίο αφορά την ενδεχόμενη μεταβίβαση της ενίσχυσης ταυτόχρονα με την εξαγορά της προσφεύγουσας, θα πρέπει να εξεταστεί, αν παραστεί ανάγκη, μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο, προκειμένου να καθοριστεί από ποια επιχείρηση πρέπει να ανακτηθεί η ενίσχυση. Εξάλλου, κατά το στάδιο αυτό εξετάστηκε και με την προσβαλλόμενη απόφαση το εν λόγω επιχείρημα, το οποίο ήδη προβλήθηκε από την προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 129 και 130 της προσβαλλόμενης απόφασης).

149    Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 8 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το μέτρο 1 συνίσταται σε εγγύηση χορηγηθείσα για την κάλυψη δανείου προοριζόμενου να χρηματοδοτήσει την αύξηση του κεφαλαίου της προσφεύγουσας. Από την αιτιολογική σκέψη 12 προκύπτει ότι το μέτρο 4 αποσκοπεί στην αύξηση της κατ’ αυτόν τον τρόπο χορηγηθείσας εγγύησης προκειμένου να καλυφθεί μια πρόσθετη πίστωση προοριζόμενη για την αποπληρωμή των οφειλόμενων κεφαλαίου, τόκων και δαπανών που είχαν προκύψει λόγω της μη καταβολής των τόκων που οφείλονταν σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του εν λόγω δανείου.

150    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 107 ΣΛΕΕ απαγορεύει τις ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους, χωρίς να διακρίνει ανάλογα με το αν τα σχετικά με τις ενισχύσεις πλεονεκτήματα χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑424/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:49, σκέψη 108). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή μπορεί, για να προσδιορίσει τον δικαιούχο της ενίσχυσης, να λάβει υπόψη τον προορισμό που ορίστηκε, ενδεχομένως, κατά τον χρόνο λήψης του μέτρου. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι ιδίως δυνατόν ο δικαιούχος να μην είναι ο συμβαλλόμενος στη σύμβαση του εγγυημένου δανείου (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-457/00, EU:C:2003:387, σκέψεις 56 και 57). Εν τέλει, για να προσδιοριστεί ο δικαιούχος κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να προσδιοριστούν οι επιχειρήσεις που καρπώθηκαν πράγματι την ενίσχυση αυτή (απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-457/00, EU:C:2003:387, σκέψη 55).

151    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 7 και 68 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι σκοπός της εγγύησης που χορήγησε το IVF, όπως προκύπτει από την απόφαση του IVF περί χορήγησης της εν λόγω εγγύησης, ήταν η εξασφάλιση δανείου προς τη Fundación Valencia που προοριζόταν αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση της αύξησης του κεφαλαίου της προσφεύγουσας. Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η χορηγηθείσα από το IVF εγγύηση ίσχυε μόνον αν το εγγυημένο δάνειο χρησιμοποιείτο για τους σκοπούς που μνημονεύονται στην απόφαση περί χορήγησης της εγγύησης, ήτοι για τη συμμετοχή στην αύξηση κεφαλαίου της προσφεύγουσας. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι τα ποσά που ελήφθησαν με το εγγυημένο δάνειο χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για την ανακεφαλαιοποίηση της προσφεύγουσας.

152    Όσον αφορά, ειδικότερα, το μέτρο 4, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, χωρίς αυτό να αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, ότι το μέτρο αυτό είχε ως αποκλειστικό σκοπό να παράσχει στη Fundación Valencia τη δυνατότητα να συνεχίσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπείχε ως οφειλέτρια στο πλαίσιο του αρχικώς συναφθέντος δανείου. Το μέτρο αυτό είχε ως μοναδικό σκοπό να καταστήσει δυνατή τη συμμετοχή της Fundación Valencia στην αποφασισθείσα από την προσφεύγουσα αύξηση κεφαλαίου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 151 ανωτέρω.

153    Επομένως, ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι η προσφεύγουσα ήταν η δικαιούχος του μέτρου 4.

154    Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

155    Πρώτον, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι η Bankia μπορεί να είναι η «συνδικαιούχος» ή η έμμεση δικαιούχος του επίμαχου μέτρου δεν αναιρεί, αυτό καθεαυτό, τη διαπίστωση ότι και η προσφεύγουσα επωφελήθηκε από το μέτρο αυτό. Όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της, το ίδιο μέτρο μπορεί να παράσχει ευθέως πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση και να παράσχει εμμέσως πλεονέκτημα σε μια άλλη (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C-382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 61 και 62). Επομένως, η επιχειρηματολογία με την οποία η προσφεύγουσα επιχειρεί να αποδείξει ότι η Bankia ωφελήθηκε εμμέσως από τη λήψη του μέτρου 4 πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

156    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε από τους όρους για τη χορήγηση του εγγυημένου δανείου ούτε από τους όρους για την αύξησή του το 2010 προκύπτει ότι το δάνειο προοριζόταν για την εξόφληση των δανείων που είχε προηγουμένως συνάψει η προσφεύγουσα με τη Bankia. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η εγγύηση του IVF δεν είχε κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα τη μείωση του κινδύνου που διέτρεχε η Bankia με βάση τις ήδη υφιστάμενες απαιτήσεις.

157    Δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η απορρέουσα από το εγγυημένο δάνειο αμοιβή, διά της καταβολής του κεφαλαίου και των τόκων, θα μπορούσε να υποκρύπτει ένα στοιχείο ενίσχυσης, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα αρκείται στον ισχυρισμό ότι το εφαρμοσθέν επιτόκιο, το οποίο ανερχόταν τουλάχιστον σε 6 %, ήταν «υψηλό».

158    Τρίτον, η επιρροή την οποία φέρεται ότι απέκτησε η Bankia επί της προσφεύγουσας, καθώς και επί της διαδικασίας της μεταγενέστερης μεταπώλησης των μετοχών της προσφεύγουσας, δεν συνδέεται με τις προϋποθέσεις λήψης των μέτρων 1 και 4. Συναφώς, ούτε από την απόφαση του IVF περί χορήγησης της εγγύησης ούτε από τη σύμβαση εγγύησης που συνήφθη στις 5 Νοεμβρίου 2009, όπως τροποποιήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2010, προκύπτει ότι η χορήγηση της επίδικης εγγύησης προϋπέθετε να αποκτήσει η Bankia εκτεταμένο έλεγχο επί της δραστηριότητας της προσφεύγουσας. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ουδόλως αποδεικνύει ότι μια τέτοια επιρροή θα μπορούσε να συνιστά, αυτή καθεαυτή, πλεονέκτημα το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ούτε περαιτέρω προσκομίζει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πρόκειται για δυσανάλογη αντιπαροχή σε σχέση με το δάνειο που χορηγήθηκε στη Fundación Valencia.

159    Κατόπιν των ανωτέρω, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί κατά το πρώτο σκέλος του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά την εξέταση της συμβατότητας των φερομένων ενισχύσεων

160    Τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως επαναλαμβάνονται κατωτέρω και εξετάζονται μόνον κατά το μέρος που αφορούν τη συμβατότητα του μέτρου 4.

161    Η προσφεύγουσα φρονεί καταρχάς ότι δεν υπήρξε παράβαση της προϋπόθεσης περί εφάπαξ ενίσχυσης, η οποία προβλέπεται στο σημείο 3.3 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, καθόσον δεν επωφελήθηκε από το μέτρο 4, δεδομένου ότι δεν έλαβε οποιοδήποτε ποσό κατόπιν της λήψης του μέτρου αυτού. Εξάλλου, η κατάσταση της προσφεύγουσας βελτιώθηκε σημαντικά κατά τον χρόνο λήψης του εν λόγω μέτρου. Τέλος, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των προγενέστερων αποφάσεων που εξέδωσε και του πλαισίου που θέσπισε η Επιτροπή, καθώς και της νομολογίας του Δικαστηρίου, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι τα μέτρα 1 και 4 συνιστούσαν μία και την αυτή παρέμβαση η οποία ενέπιπτε σε ενιαία στρατηγική αναδιάρθρωσης, δικαιολογούσα την εφαρμογή της εξαίρεσης που προβλέπει η παράγραφος 73 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, στην περίπτωση εξαιρετικών και απρόβλεπτων περιστάσεων για τις οποίες δεν ευθύνεται η επιχείρηση.

162    Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισημαίνει με την αιτιολογική σκέψη 124 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η αρχή της εφάπαξ ενίσχυσης, κατά την οποία επιχείρηση η οποία έχει λάβει ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης κατά τα τελευταία δέκα έτη δεν είναι επιλέξιμη για νέα ενίσχυση της αυτής φύσης, δεν τηρήθηκε στο πλαίσιο του μέτρου 4. Η Επιτροπή απορρίπτει, με την ίδια αιτιολογική σκέψη, την επιχειρηματολογία του Βασιλείου της Ισπανίας ότι τα μέτρα 1 και 4 πρέπει να νοηθούν ως ενιαίο μέτρο ενίσχυσης, διότι το μέτρο 4 δεν είχε προβλεφθεί ούτε είχε προγραμματιστεί κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου 1, αλλά αποφασίστηκε ad hoc προκειμένου να καλύψει την αθέτηση πληρωμών των οφειλόμενων την 26η Αυγούστου 2010 τόκων του εγγυημένου δανείου. Η Επιτροπή διευκρινίζει, εξάλλου, με την αιτιολογική σκέψη 98 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ούτε το Βασίλειο της Ισπανίας ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ειδικά όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου 4. Ειδικότερα, δεν υποστήριξαν ότι υποβλήθηκε ή τροποποιήθηκε σχέδιο αναδιάρθρωσης επ’ ευκαιρία της λήψης του μέτρου 4.

163    Εκ προοιμίου, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η παραδοχή στην οποία στηρίζεται η διαλαμβανόμενη στην αιτιολογική σκέψη 124 της προσβαλλόμενης απόφασης διαπίστωση ότι το μέτρο 4 παραβιάζει την αρχή της εφάπαξ ενίσχυσης ενέχει σφάλματα, καθόσον από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης χαρακτηρίζοντας το μέτρο 1 ως κρατική ενίσχυση (βλ. σκέψη 138 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, η επίκληση της αρχής της εφάπαξ ενίσχυσης δεν μπορεί να εμποδίσει τον χαρακτηρισμό του μέτρου 4 ως συμβατού με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

164    Κατόπιν της υπόμνησης αυτής, πρέπει να τονιστεί, παράλληλα, ότι, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να κριθούν συμβατές με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, οι ενισχύσεις σε προβληματικές επιχειρήσεις πρέπει να συνδέονται με σχέδιο αναδιάρθρωσης που αποσκοπεί στη μείωση ή στον αναπροσανατολισμό των δραστηριοτήτων τους (βλ. αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-17/99, EU:C:2001:178, σκέψη 45, της 11ης Ιουνίου 2009, ACEA κατά Επιτροπής, T-297/02, EU:T:2009:189, σκέψη 137, και της 11ης Ιουνίου 2009, ASM Brescia κατά Επιτροπής, T-189/03, EU:T:2009:193, σκέψη 116, πρβλ., επίσης, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, AEM κατά Επιτροπής, T-301/02, EU:T:2009:191, σκέψη 141).

165    Εν προκειμένω, πρώτον, από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε παραδεκτώς τον χαρακτηρισμό του μέτρου 4 ως κρατικής ενίσχυσης (βλ. σκέψη 50 ανωτέρω) προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να θεωρήσει ότι δεν αμφισβητούνται ούτε ο εν λόγω χαρακτηρισμός ούτε οι διαπιστώσεις της προσβαλλόμενης απόφασης που τον στηρίζουν. Επομένως, για την εξέταση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρέπει να ληφθεί ως δεδομένο ότι το μέτρο 4 αποτελεί κρατική ενίσχυση υπέρ προβληματικής επιχείρησης.

166    Δεύτερον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, χωρίς η προσφεύγουσα να το αμφισβητεί, ότι δεν εκπονήθηκε οποιοδήποτε σχέδιο αναδιάρθρωσης κατά τη λήψη του μέτρου 4 (βλ. σκέψη 162 ανωτέρω).

167    Εντούτοις, η προσφεύγουσα, όπως και το Βασίλειο της Ισπανίας κατά τη διοικητική διαδικασία, υποστηρίζει ότι τα μέτρα 1 και 4 συνιστούσαν μία και την αυτή παρέμβαση στο πλαίσιο ενιαίας στρατηγικής αναδιάρθρωσης. Μολονότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι πλέον άνευ αντικειμένου στο μέτρο που αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της παραβίασης της αρχής της εφάπαξ ενίσχυσης στο πλαίσιο της λήψης του μέτρου 4 –δεδομένου ότι η διαπίστωση της παραβίασης αυτής στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 163 ανωτέρω–, εντούτοις παραμένει λυσιτελής προκειμένου να κριθεί αν το μέτρο 4 μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στην εφαρμογή σχεδίου αναδιάρθρωσης, εν προκειμένω του σχεδίου βιωσιμότητας που καταρτίστηκε τον Μάιο του 2009.

168    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι δεν αποκλείεται πολλές διαδοχικές κρατικές παρεμβάσεις να πρέπει, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να θεωρηθούν ως ενιαία παρέμβαση. Τούτο μπορεί να συμβεί ιδίως όταν διαδοχικές παρεμβάσεις παρουσιάζουν, λόγω της χρονολογικής αλληλουχίας τους, του σκοπού τους και της κατάστασης της επιχείρησης κατά τον χρόνο των παρεμβάσεων, τόσο στενούς δεσμούς ώστε είναι αδύνατον να διαχωριστούν (απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Επιτροπή κατά MOL, C-15/14 P, EU:C:2015:362, σκέψη 97).

169    Εν προκειμένω, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι τα μέτρα 1 και 4 δεν ελήφθησαν ταυτοχρόνως, καθόσον μεσολάβησε διάστημα πλέον του ενός έτους μεταξύ της χορήγησης των δύο εγγυήσεων. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η αύξηση της εγγύησης που αποφασίστηκε στο πλαίσιο του μέτρου 4 δεν είχε προβλεφθεί κατά τη λήψη του μέτρου 1 και δεν καλυπτόταν από το σχέδιο βιωσιμότητας του Μαΐου 2009. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι το μέτρο 4 ελήφθη με σκοπό να καλυφθούν οι χρηματοοικονομικές συνέπειες της καταλογιστέας στη Fundación Valencia μη καταβολής μιας δόσης του εγγυημένου δανείου. Από την άποψη αυτή, συνδέονται βεβαίως μεταξύ τους ο σκοπός που συνίσταται στην παροχή στη Fundación Valencia της δυνατότητας να αντιμετωπίσει τις χρηματοοικονομικές συνέπειες αυτής της μη καταβολής και ο αρχικός σκοπός που συνίσταται στην εισφορά νέων κεφαλαίων στην προσφεύγουσα, καθόσον η μη καταβολή έλαβε χώρα στο πλαίσιο της αποπληρωμής δανείου χορηγηθέντος για τη χρηματοδότηση της εν λόγω εισφοράς νέων κεφαλαίων. Εντούτοις, γεγονός παραμένει, όπως επισημαίνει η ίδια η προσφεύγουσα, ότι ο σκοπός του μέτρου 4 διαφέρει από τον σκοπό του μέτρου 1, καθόσον το μέτρο αυτό αποσκοπεί πρωτίστως στην κάλυψη της εκ μέρους της Fundación Valencia πληρωμής των οφειλομένων κεφαλαίου, τόκων και δαπανών που απορρέουν από την εν λόγω μη καταβολή, η οποία, κατά την προσφεύγουσα, οφείλεται με τη σειρά της στην αδυναμία της Fundación Valencia να μεταβιβάσει εγκαίρως δέσμη μετοχών της προσφεύγουσας. Τέλος, όσον αφορά την κατάσταση της προσφεύγουσας κατά τον χρόνο των επίμαχων παρεμβάσεων, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η αύξηση κεφαλαίου είχε ήδη επέλθει κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου 4, οπότε η χρηματοοικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας κατά την ημερομηνία αυτή διέφερε από την κατάστασή της κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου 1.

170    Κατά συνέπεια, δεν ενέχει σφάλματα η εκτίμηση της Επιτροπής ότι τα μέτρα 1 και 4 δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν σε μία και την αυτή παρέμβαση.

171    Επομένως, η διαπίστωση ότι το μέτρο 4 δεν συνδεόταν με σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να επιβεβαιωθεί, με αποτέλεσμα, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 164 ανωτέρω, το μέτρο αυτό να μην μπορεί να θεωρηθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

172    Κανένα επιχείρημα προβαλλόμενο από την προσφεύγουσα δεν μπορεί να ανατρέψει το συμπέρασμα αυτό.

173    Κατά πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα περί φερόμενης σημαντικής βελτίωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας μεταξύ της οικονομικής χρήσης 2008-2009 και της οικονομικής χρήσης 2009-2010, πρέπει να γίνει παραπομπή στη διαπίστωση που εκτίθεται στη σκέψη 50 ανωτέρω, κατά την οποία η εκ μέρους της προσφεύγουσας αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού του μέτρου 4 ως κρατικής ενίσχυσης είναι απαράδεκτη και, κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί αντικείμενο της ένδικης διαφοράς η αποτελούσα το έρεισμα του χαρακτηρισμού αυτού αιτιολογία, σύμφωνα με την οποία η προσφεύγουσα αποτελούσε, κατά τον χρόνο λήψης του εν λόγω μέτρου, προβληματική επιχείρηση (βλ. σκέψη 165 ανωτέρω). Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίκληση της βελτίωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασής της, ενώ πρέπει να ληφθεί ως δεδομένο το γεγονός ότι ήταν προβληματική επιχείρηση, είναι αλυσιτελής. Εν πάση περιπτώσει, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας είναι ιδιαιτέρως συνοπτική, περιοριζόμενη, κατ’ ουσίαν, σε παραπομπή στους οικονομικούς δείκτες που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, δεν μπορεί να ανατρέψει τη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου 4.

174    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν έλαβε οποιοδήποτε ποσό συνδεόμενο με την αύξηση της εγγύησης ή τη νέα πίστωση που χορηγήθηκε στο πλαίσιο του μέτρου 4, δεδομένου ότι, κατά την άποψή της, από αυτές επωφελήθηκε η Fundación Valencia. Αρκεί συναφώς η επισήμανση ότι η εκ μέρους της προσφεύγουσας αμφισβήτηση των εκτιμήσεων της Επιτροπής σχετικά με την ταυτότητα του δικαιούχου του μέτρου 4 απορρίφθηκε ήδη στο πλαίσιο της εξέτασης του έκτου λόγου ακυρώσεως.

175    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων

176    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι αντιμετώπισε με τον ίδιο τρόπο τις καταστάσεις των τριών επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων που αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ οι αντίστοιχες καταστάσεις τους εμφανίζουν σημαντικές διαφορές.

177    Όσον αφορά τη Fundación Hércules, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι αυτή ουδέποτε εξόφλησε το δάνειο που είχε εγγυηθεί το IVF. Όσον αφορά τη Fundación Elche, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, παρά την ύπαρξη δύο εγγυήσεων του IVF που κάλυπταν δύο διαφορετικά δάνεια, η Επιτροπή έκρινε ότι εν προκειμένω υπήρχε ένα μόνο μέτρο ενίσχυσης. Τέλος, κανένας από τους δύο άλλους συλλόγους δεν υπέβαλε σχέδιο αναδιάρθρωσης, επενδύσεων ή αντισταθμιστικά μέτρα κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

178    Εξάλλου, η προσφεύγουσα συγκρίνει την προσβαλλόμενη απόφαση με την απόφαση (ΕΕ) 2016/1847 της Επιτροπής, της 4ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.41612-2015/C [πρώην SA.33584 (2013/C) (πρώην 2011/NN)], την οποία οι Κάτω Χώρες έθεσαν σε εφαρμογή υπέρ του επαγγελματικού ποδοσφαιρικού συλλόγου MVV στο Μάαστριχτ (ΕΕ 2016, L 282, σ. 53), τονίζοντας το γεγονός ότι, στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι επρόκειτο για ενιαίο μέτρο ενώ είχαν ληφθεί από τις οικείες δημόσιες αρχές πλείονα μέτρα. Η προσφεύγουσα στηρίζεται επίσης στις αποκλίσεις που εμφανίζουν οι δύο υποθέσεις όσον αφορά την προσφυγή στον χαρακτηρισμό της μικρής και μεσαίας επιχείρησης καθώς και την εφαρμογή των κριτηρίων συμβατότητας που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.

179    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων απαιτεί να μην να μην αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο παρεμφερείς καταστάσεις ούτε να αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο ανόμοιες καταστάσεις, εκτός αν τούτο δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-110/03, EU:C:2005:223, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

180    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, αφενός, ότι παραβίασε την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων εγκρίνοντας, με άλλη απόφαση, την ενίσχυση που χορηγήθηκε στον ολλανδικό ποδοσφαιρικό σύλλογο MVV ενώ απαγόρευσε τις ενισχύσεις που της είχαν χορηγηθεί, υπό τις ίδιες, όπως υποστηρίζει, περιστάσεις, και, αφετέρου, ότι παραβίασε την αυτή αρχή επιφυλάσσοντας ίδια μεταχείριση στις ανόμοιες καταστάσεις των τριών συλλόγων που αποτελούν αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.

181    Κατά πρώτον, όσον αφορά τη δυσμενή διάκριση που απορρέει από την ανόμοια μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στην προσφεύγουσα με την προσβαλλόμενη απόφαση και στον σύλλογο MVV με την απόφαση που παρατίθεται στη σκέψη 178 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται η νομιμότητα απόφασης της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ότι νέα ενίσχυση δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρέκκλισης αυτής, και όχι λαμβανομένης υπόψη της προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής στις σχετικές αποφάσεις. Η έννοια της κρατικής ενίσχυσης καθώς και οι αναγκαίοι όροι για τη διασφάλιση της αποκατάστασης της βιωσιμότητας του δικαιούχου αντιστοιχούν σε αντικειμενική κατάσταση η οποία εκτιμάται κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής. Επομένως, οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή προέβη σε διαφορετική εκτίμηση της κατάστασης στο πλαίσιο προγενέστερης απόφασης δεν ασκούν επιρροή στην εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης (αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2014, Westfälisch-Lippischer Sparkassen- und Giroverband κατά Επιτροπής, T-457/09, EU:T:2014:683, σκέψη 368, και της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Αυστρία κατά Επιτροπής, T‑251/11, EU:T:2014:1060, σκέψη 125).

182    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί λυσιτελώς στη λύση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή με την απόφαση που παρατίθεται στη σκέψη 178 ανωτέρω, ώστε να συναγάγει εξ αυτής ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, ο σύλλογος MVV ενέπιπτε στην κατηγορία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τόσο ως προς τη νομική μορφή του όσο και ως προς τον αριθμό των υπαλλήλων του και τον κύκλο εργασιών του, πράγμα που τον διακρίνει από την προσφεύγουσα, η οποία εξάλλου δεν υποστηρίζει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η ίδια εμπίπτει στην κατηγορία αυτή. Αυτό όμως και μόνον το γεγονός επηρεάζει τα κριτήρια συμβατότητας που εφαρμόζονται δυνάμει των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, ιδίως όσον αφορά την ανάγκη πρόβλεψης αντισταθμιστικών μέτρων. Κατά συνέπεια, η κατάσταση της προσφεύγουσας δεν είναι παρεμφερής με εκείνη του συλλόγου MVV.

183    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη δυσμενή διάκριση που απορρέει από την ίδια μεταχείριση των φερόμενων ως διαφορετικών καταστάσεων των τριών συλλόγων τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνεται ότι από τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν προκύπτει διαφοροποίηση τέτοια που να κωλύει την αντιμετώπιση των καταστάσεων των τριών συλλόγων κατά τον ίδιο τρόπο, υπενθυμίζεται δε ότι η Επιτροπή εφαρμόζει εν προκειμένω δύο πλαίσια, ένα για τη διαπίστωση της ύπαρξης ενίσχυσης και, στη συνέχεια, ένα άλλο για την εξέταση της συμβατότητάς της, από τα οποία δεν μπορεί καταρχήν να παρεκκλίνει διότι άλλως παραβιάζεται, ακριβώς, η αρχή της ίσης μεταχείρισης (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 211).

184    Επομένως, καταρχάς, το ότι η Fundación Hércules, σε αντίθεση με τη Fundación Valencia, δεν αποπλήρωσε το εγγυημένο δάνειο οφείλεται σε γεγονότα μεταγενέστερα της λήψης του επίμαχου μέτρου ενίσχυσης. Επομένως, δεν επρόκειτο για πληροφορία διαθέσιμη κατά την ημερομηνία κατά την οποία το IVF ανέλαβε την υποχρέωση να εγγυηθεί το χορηγηθέν στη Fundación Hércules υποκείμενο δάνειο. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι το γεγονός αυτό εντάσσεται σε μια προβλέψιμη κατά τον χρόνο χορήγησης της επίμαχης εγγύησης εξέλιξη. Κατά συνέπεια, το γεγονός αυτό δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να εμποδίσει την Επιτροπή να θεωρήσει ως παρεμφερείς τις αντίστοιχες καταστάσεις της προσφεύγουσας και του συλλόγου Hércules Club de Fútbol, SAD, κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία σε οικονομία της αγοράς και σύμφωνα με τα κριτήρια που διευκρίνισε η Επιτροπή με την ανακοίνωση σχετικά με τις εγγυήσεις.

185    Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί πώς το γεγονός ότι χορηγήθηκαν υπέρ της Fundación Elche δύο εγγυήσεις από το IVF για δύο διαφορετικά δάνεια συνιστά στοιχείο διαφοροποίησης το οποίο δεν επιτρέπει να επιφυλαχθεί ίδια μεταχείριση στην ίδια και στον σύλλογο Elche Club de Fútbol, SAD.

186    Τέλος, όσον αφορά την εξέταση της συμβατότητας των μέτρων που ελήφθησαν υπέρ των δύο άλλων συλλόγων τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή έλαβε όντως υπόψη το γεγονός ότι οι σύλλογοι αυτοί ούτε είχαν υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης ούτε είχαν προτείνει αντισταθμιστικά μέτρα, όπως τούτο προκύπτει σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις 113 και 118 της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου διαπιστώνεται ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 34 και 38 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση δεν τηρήθηκαν από τους δύο συλλόγους. Συγχρόνως, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά στοιχεία που αφορούν την προσφεύγουσα ώστε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, λόγω του ότι τα στοιχεία αυτά είναι ανεπαρκή –χωρίς ωστόσο να έχουν παραλειφθεί– οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν πληρούνται ούτε ως προς αυτήν. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι οι παρατηρηθείσες διαφορές μεταξύ των καταστάσεων της προσφεύγουσας και των δύο άλλων επίμαχων συλλόγων οδήγησαν εν τέλει στην ίδια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά.

187    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά τον υπολογισμό του ποσού της ενίσχυσης

188    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εκτίμησε ορθώς την αξία των αντεγγυήσεων που παρέσχε η Fundación Valencia στο IVF. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι το επίπεδο εξασφάλισης που προσέφεραν, ως παρεχόμενη ασφάλεια, οι μετοχές της που είχε στην κατοχή της η Fundación Valencia ήταν τουλάχιστον «σύνηθες», σύμφωνα με την ταξινόμηση της ανακοίνωσης σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς, γεγονός το οποίο συνεπαγόταν, κατά την άποψή της, μείωση του ποσού των προς ανάκτηση ενισχύσεων σε λιγότερο από έξι εκατομμύρια ευρώ. Με το υπόμνημα απάντησης, η προσφεύγουσα αναφέρεται, αφενός, στην τιμή αγοράς που κατέβαλαν οι λοιποί ιδιώτες που είχαν εγγραφεί για να συμμετάσχουν στην αύξηση του κεφαλαίου της του 2009 και, αφετέρου, στην αποτίμηση της αξίας της από τους συμβούλους στους οποίους έδωσε σχετική εντολή για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, βάσει μεθόδου που αποκαλείται μέθοδος των «πολλαπλασίων» η οποία στηρίζεται σε δείγμα συλλόγων οι οποίοι παρουσιάζονται ως συγκρίσιμοι. Προσθέτει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι μετοχές αυτές πρέπει να αποτιμηθούν αποκλειστικώς με γνώμονα τις οικονομικές καταστάσεις της, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η εισφορά κεφαλαίου της Fundación Valencia. Η προσφεύγουσα παραπέμπει περαιτέρω σε διάφορες αναβλητικές αιρέσεις τις οποίες προβλέπει η σύμβαση εγγύησης με σκοπό την παροχή ορισμένων συμπληρωματικών εξασφαλίσεων στο IVF.

189    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κανένα από τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν αναιρεί τις περιεχόμενες στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλόμενης απόφασης διαπιστώσεις, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας πληροφοριών. Εκτιμά συναφώς ότι η αξία των μετοχών κατέστη στην πράξη μηδενική λόγω των ζημιών του συλλόγου. Προσθέτει ότι οι μετοχές θα είχαν αξία μόνον αν η αιτούσα δεν αποτελούσε προβληματική επιχείρηση ή αν είχε αξιόπιστες προοπτικές αποκατάστασης. Το τίμημα που κατέβαλαν οι ιδιώτες μέτοχοι που ενεγράφησαν στην αύξηση κεφαλαίου του 2009 δεν ασκεί επιρροή, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται αυτή η εγγραφή και του πιθανολογούμενου χαρακτήρα των προεγγραφομένων. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι εύλογο, κατά την Επιτροπή, οι μετοχές της προσφεύγουσας, εφόσον υποτεθεί ότι η αξία τους δεν είναι μηδενική, να καλύπτουν τουλάχιστον το 40 % του δανείου, όπως απαιτεί η ανακοίνωση σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς προκειμένου το επίπεδο εξασφάλισης να είναι «σύνηθες». Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι πρέπει να αφαιρεθεί, ενδεχομένως, από την αξία των μετοχών αυτών η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας που είχαν ήδη δοθεί ως ασφάλεια στο πλαίσιο δανείων που της είχαν χορηγηθεί πριν από την αύξηση κεφαλαίου.

190    Εν προκειμένω, η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά την αξία των μετοχών της προσφεύγουσας που δόθηκαν ως ενέχυρο στο IVF, τα εξής:

«[Το επίδικο] δάνειο εξασφαλίστηκε με ασφάλεια επί των αποκτηθεισών μετοχών [της Valencia CF]. Ωστόσο, [η Valencia CF] αποτελούσ[ε] προβληματικ[ή επιχείρηση], δηλαδή ασκούσ[ε] δραστηριότητες που ήταν ζημιογόνες και δεν υπήρχε αξιόπιστο σχέδιο βιωσιμότητας που να αποδεικνύει ότι οι εν λόγω δραστηριότητες θα μπορούσαν να αρχίσουν να αποφέρουν κέρδη για τους μετόχους [της]. Κατά συνέπεια, οι ζημίες [της Valencia CF] ήταν ενσωματωμένες στην αξία των μετοχών [της], με αποτέλεσμα η αξία αυτών των μετοχών ως ασφάλεια των δανείων να είναι σχεδόν μηδενική.»

191    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα βάλλει κατά των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η Επιτροπή όσον αφορά την αξία της αντεγγύησης που παρέσχε η Fundación Valencia με την ενεχύραση των μετοχών της προσφεύγουσας, υποστηρίζοντας ότι, ανεξαρτήτως της επιλεγόμενης μεθόδου αποτίμησης, οι ενεχυρασθείσες μετοχές ισοδυναμούν τουλάχιστον με «σύνηθες» επίπεδο εξασφάλισης κατά την έννοια της ανακοίνωσης σχετικά με τα επιτόκια αναφοράς. Οι τρεις μέθοδοι αποτίμησης στις οποίες αναφέρεται η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της στηρίζονται, πρώτον, σε σύγκριση με την τιμή αγοράς που κατέβαλαν οι ιδιώτες που ενεγράφησαν στην αύξηση το 2009, δεύτερον, στην εφαρμογή της μεθόδου των πολλαπλασίων, βάσει δείγματος συλλόγων που παρουσιάζονται ως συγκρίσιμοι και, τρίτον, στην εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασής της.

192    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστούν οι επικρίσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα σχετικά με τη μέθοδο αποτίμησης των μετοχών της, την οποία υιοθέτησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία στηρίζεται σε εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προσφεύγουσας (βλ. σκέψη 190 ανωτέρω).

193    Συναφώς, η φύση του ελέγχου που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της εκτίμησης, από την Επιτροπή, της αξίας μιας αντεγγύησης στο πλαίσιο του υπολογισμού του ακριβούς ποσού μιας ενίσχυσης ταυτίζεται με την υπομνησθείσα στη σκέψη 59 ανωτέρω.

194    Εξάλλου, παρέλκει η εξέταση του επικουρικώς προβαλλόμενου επιχειρήματος της Επιτροπής ότι δεν είναι εύλογο οι επίμαχες μετοχές να καλύπτουν τουλάχιστον το 40 % του δανείου, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στην αιτιολογία αυτή, αλλά στο συμπέρασμα ότι, κατά τρόπο απόλυτο, η αξία των μετοχών είναι «σχεδόν μηδενική». Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, μια απόφαση πρέπει να επαρκεί από μόνη της και η αιτιολογία της να μην προκύπτει από εξηγήσεις που δίδονται εκ των υστέρων, ενώ έχει ήδη ασκηθεί προσφυγή κατά της επίμαχης απόφασης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-16/91, EU:T:1996:189, σκέψη 45, της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, T-68/03, EU:T:2007:253, σκέψη 254, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Wabco Europe κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-380/10, EU:T:2013:449, σκέψη 107).

195    Εν συνεχεία, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι επικρίσεις της προσφεύγουσας διαρθρώνονται γύρω από τις προβαλλόμενες ως εσφαλμένες εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τον αντίκτυπο της αύξησης κεφαλαίου του 2009, ύψους 92,4 εκατομμυρίων ευρώ, στην χρηματοοικονομική κατάστασή της και, ως εκ τούτου, στην αξία των μετοχών της.

196    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας μόνον όσον αφορά το μέτρο 4 (βλ. σκέψη 141 ανωτέρω). Κατά την ημερομηνία λήψης του εν λόγω μέτρου, στις 10 Νοεμβρίου 2010, είχε ήδη αποφασιστεί η αύξηση κεφαλαίου του 2009 και είχε ήδη γίνει η εγγραφή για τις νεοεκδοθείσες μετοχές. Τα γεγονότα αυτά αντικατοπτρίζονταν στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της προσφεύγουσας για την οικονομική χρήση 2009/2010, οι οποίες παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλόμενης απόφασης, από όπου προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία κλεισίματος της οικονομικής χρήσης, το εγγεγραμμένο κεφάλαιό της είχε αυξηθεί σε σχέση με την προηγούμενη οικονομική χρήση από 9,2 σε 101,7 εκατομμύρια ευρώ και η καθαρή της θέση είχε αυξηθεί από – 33,3 σε 57,3 εκατομμύρια ευρώ. Εξάλλου, τα κέρδη προ φόρων είχαν αυξηθεί από – 59,2 σε 17,9 εκατομμύρια ευρώ.

197    Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις συνάγεται ότι η εκτίμηση της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλόμενης απόφασης και παρατίθεται στη σκέψη 190 ανωτέρω, ότι οι δραστηριότητες της προσφεύγουσας ήταν ζημιογόνες, είναι ανακριβής, ιδίως στο μέτρο που η αμέσως προηγούμενη οικονομική χρήση, πριν από τη λήψη του μέτρου 4, ήταν κερδοφόρα.

198    Εξάλλου, η καθαρή θέση της προσφεύγουσας κατά το κλείσιμο της οικονομικής χρήσης 2009/2010 ήταν σημαντική, ανερχόμενη σε 57,3 εκατομμύρια ευρώ σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση. Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου τεθείσα στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου 4 «οι υποχρεώσεις του συλλόγου υπερέβαιναν τα στοιχεία του ενεργητικού του». Στον βαθμό που υπονοεί ότι το χρέος του συλλόγου υπερέβαινε το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού του, διαπιστώνεται ότι η εκτίμηση αυτή ουδόλως τεκμηριώνεται και καταρρίπτεται από την ίδια την Επιτροπή, η οποία, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αναγνώρισε ότι η καθαρή περιουσία της προσφεύγουσας κατά την ημερομηνία αυτή ήταν θετική. Πάντοτε στο πλαίσιο της απάντησης αυτής, η Επιτροπή επικαλείται το γεγονός ότι οι ζημίες που καταγράφηκαν κατά την οικονομική χρήση 2008/2009 αντιπροσώπευαν τα δύο τρίτα του ποσού της αύξησης κεφαλαίου του 2009, δεδομένου ότι η αρνητική καθαρή θέση που διαπιστώθηκε κατά το πέρας της ίδιας οικονομικής χρήσης αντιστοιχούν στο ένα τρίτο περίπου του εν λόγω ποσού. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι το γεγονός αυτό δεν ανατρέπει τη διαπίστωση ότι, κατά το κλείσιμο της τελευταίας χρήσης πριν από τη λήψη του μέτρου 4, η καθαρή θέση της προσφεύγουσας ανέρχονταν σε 57,3 εκατομμύρια ευρώ.

199    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή τόνισε το γεγονός ότι η προσφεύγουσα πραγματοποιούσε «ζημιογόνες πράξεις», την απουσία αξιόπιστου σχεδίου αναδιάρθρωσης και, ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε κανείς να στηριχθεί στο σχέδιο αυτό, το γεγονός ότι η υλοποίησή του στηριζόταν, εν πάση περιπτώσει, για τα πρώτα τέσσερα έτη, στην καταγραφή ζημιών, γεγονότα που, στο σύνολό τους, δικαιολογούσαν την εκτίμηση ότι οι μετοχές της προσφεύγουσας είχαν σχεδόν μηδενική αξία. Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η χρήση που έκλεισε πριν από τη λήψη του μέτρου 4 παρουσίαζε κέρδη, πράγμα το οποίο, αφενός, ανατρέπει το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα πραγματοποιούσε μόνο «ζημιογόνες πράξεις» και, αφετέρου, σχετικοποιεί τη σημασία των προβλέψεων που είχαν προηγουμένως πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του σχεδίου βιωσιμότητας του 2009.

200    Τέλος, από την αιτιολογική σκέψη 76 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός της προσφεύγουσας ως προβληματικής επιχείρησης κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου 4 στηρίζεται σε ενδείξεις πιο περιορισμένες από εκείνες που έλαβε υπόψη η Επιτροπή κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου 1, με περαιτέρω αποτέλεσμα να εφαρμόσει στο πρώτο μέτρο μόνον τα κριτήρια της παραγράφου 11 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, ενώ έκρινε ότι τόσο η παράγραφος 10 όσο και η παράγραφος 11 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών είχαν εφαρμογή στο δεύτερο μέτρο (βλ. σκέψεις 64 και 65 ανωτέρω). Έτσι, ενώ η Επιτροπή στηρίχθηκε στην ύπαρξη ζημιών, στη μείωση του κύκλου εργασιών, στα αρνητική καθαρή θέση και στο επίπεδο χρέους της προσφεύγουσας για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου 1, μόνον ο τελευταίος αυτός παράγοντας καθώς και τα «σχεδόν μηδενικά κέρδη» στηρίζουν το συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά την κατάσταση της προσφεύγουσας κατά τη λήψη του μέτρου 4.

201    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται τα περιλαμβανόμενα στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλόμενης απόφασης συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά τη «σχεδόν μηδενική» αξία των μετοχών της προσφεύγουσας κατά την ημερομηνία λήψης του μέτρου 4 είναι εν μέρει ανακριβή, στο μέτρο που η οικονομική χρήση που προηγήθηκε της εν λόγω λήψης ήταν κερδοφόρα. Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, δεχόμενη, με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη 93, κοινή αιτιολογία για τα μέτρα 1 και 4 προκειμένου να διαπιστώσει ότι οι μετοχές της προσφεύγουσας είχαν «σχεδόν μηδενική» αξία, χωρίς να λάβει υπόψη τους κρίσιμους παράγοντες που συνίστανται στην ύπαρξη σημαντικών ιδίων κεφαλαίων και στην επίτευξη κέρδους προ φόρων κατά την οικονομική χρήση που προηγήθηκε της λήψης του μέτρου 4, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

202    Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι πρέπει να αφαιρεθεί από την αξία των μετοχών της προσφεύγουσας η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της που είχαν ήδη δοθεί ως ασφάλεια στο πλαίσιο δανείων που της είχαν προηγουμένως χορηγηθεί, δεν είναι ικανό να ανατρέψει το συμπέρασμα αυτό. Πρώτον, σημειώνεται ότι πρόκειται για νέα αιτιολογία σε σχέση με εκείνες που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, ως τέτοια, δεν μπορεί να καλύψει τις ανωτέρω διαπιστωθείσες ελλείψεις της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 194 ανωτέρω). Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν εξηγεί γιατί πρέπει να αποδειχθεί τόσο στενή σύνδεση μεταξύ της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας που δόθηκαν ως ασφάλεια και της αξίας των ενεχυρασθεισών μετοχών. Τρίτον, τα δάνεια τα οποία συνοδεύονται από τέτοιες εξασφαλίσεις έχουν, εξ ορισμού, ήδη συνυπολογισθεί στα χρηματοοικονομικά στοιχεία της προσφεύγουσας που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλόμενης απόφασης και στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή για να καταλήξει στα σχετικά με την αξία των επίμαχων μετοχών συμπεράσματά της.

203    Επομένως, και χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων της προσφεύγουσας, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, καθόσον η εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την αξία των μετοχών της προσφεύγουσας που δόθηκαν ως ενέχυρο στηρίζεται σε ανακριβή πραγματικά περιστατικά και ενέχει πρόδηλα σφάλματα.

204    Λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος αυτού και προς το συμφέρον της οικονομίας της διαδικασίας, παρέλκει η εξέταση του τετάρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και του δευτέρου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορούν μεταγενέστερο στάδιο της ανάλυσης και προϋποθέτουν ότι τα χαρακτηριστικά της επίμαχης εγγύησης έχουν αποδειχθεί δεόντως.

205    Εξάλλου, μολονότι από τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προκύπτει ότι αυτός αφορά μόνον τον υπολογισμό του ποσού του επίμαχου μέτρου ενίσχυσης και όχι αυτή καθεαυτή την ύπαρξη της ενίσχυσης, πρέπει συγχρόνως να επισημανθεί ότι ο προδήλως εσφαλμένος χαρακτήρας της εκτίμησης της Επιτροπής όσον αφορά την αξία της αντεγγύησης που παρασχέθηκε στο IVF, όπως διαπιστώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, μπορεί να επηρεάσει τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης, υπό το πρίσμα της προϋπόθεσης περί πλεονεκτήματος. Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Επιτροπή, κατόπιν επανεξέτασης της αξίας της παρασχεθείσας αντεγγύησης, να καταλήξει σε νέα εκτίμηση όσον αφορά τη φύση του μέτρου 4 ως κρατικής ενίσχυσης. Συναφώς, ο καθορισμός της αξίας των μετοχών της προσφεύγουσας που δόθηκαν ως ενέχυρο είναι ιδιαιτέρως σημαντικός για τη γενική οικονομία της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, T-349/03, EU:T:2005:221, σκέψεις 319 και 320).

206    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αφορά τα μέτρα 1 και 4 που ελήφθησαν υπέρ της προσφεύγουσας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

207    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

208    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση (ΕΕ) 2017/365 της Επιτροπής, της 4ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36387 (2013/C) (πρώην 2013/NN) (πρώην 2013/CP) που χορήγησε η Ισπανία στη Valencia Club de Fútbol, SAD, στην Hércules Club de Fútbol, SAD και στην Elche Club de Fútbol, SAD, κατά το μέρος που αφορά τη Valencia Club de Fútbol, SAD.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Valencia Club de Fútbol, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Kanninen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαρτίου 2020.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.