Language of document : ECLI:EU:T:2016:227

Προσωρινό κείμενο

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-50/06 RENV II και T-69/06 RENV II

Ιρλανδία και Aughinish Alumina

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις — Οδηγία 92/81/ΕΟΚ — Ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί πετρελαιοειδών — Πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας — Απαλλαγή από τον φόρο — Υφιστάμενες ή νέες ενισχύσεις — Άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περιπτώσεις i, iii και iv, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 — Ασφάλεια δικαίου — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Εύλογη προθεσμία — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Κατάχρηση εξουσίας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Έννοια της κρατικής ενισχύσεως — Πλεονέκτημα — Επίδραση επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών — Στρέβλωση του ανταγωνισμού»

Περίληψη – Aπόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο πενταμελές τμήμα)
της 22ας Απριλίου 2016

1.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Ασφάλεια δικαίου — Περιλαμβάνονται — Αρχή του estoppel — Δεν περιλαμβάνεται

2.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Ασφάλεια δικαίου — Περιεχόμενο — Μη αλλοίωση των πράξεων των θεσμικών οργάνων — Τήρηση των κανόνων περί αρμοδιότητας και των διαδικαστικών κανόνων — Υποχρέωση αποφυγής των ασυνεπειών κατά την εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης — Περιεχόμενο και συνέπειες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων

(Άρθρο 88 ΕΚ)

3.      Κρατικές ενισχύσεις — Αρμοδιότητες του Συμβουλίου και της Επιτροπής — Απόφαση του Συμβουλίου επιτρέπουσα σε κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 92/81, να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης — Δεν έχει επιπτώσεις στην προβλεπόμενη από τη Συνθήκη κατανομή των εν λόγω αρμοδιοτήτων

(Άρθρα 87 ΕΚ, 88 ΕΚ και 93 ΕΚ· οδηγία 92/81 του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 4 και 5· απόφαση 2001/224 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 5 και άρθρο 1 § 2)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη — Έννοια — Εκτίμηση υπό το πρίσμα της αντικειμενικής καταστάσεως, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων — Απόφαση του Συμβουλίου επιτρέπουσα σε κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 92/81, να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης — Εκτίμηση της Επιτροπής ότι δεν υφίσταται, στο πλαίσιο αυτό, στρέβλωση του ανταγωνισμού και εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς — Δεν έχει επιπτώσεις στην εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις — Δεν συντρέχει παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικότητας, ούτε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81

(Άρθρα 87 § 4 ΕΚ και 88 § 2· οδηγία 92/81 του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 4 και 5)

5.      Κρατικές ενισχύσεις — Εξέταση από την Επιτροπή — Έκδοση αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η αναστολή της καταβολής της ενισχύσεως — Υποχρέωση της Επιτροπής να εκδώσει τέτοια απόφαση — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 88 § 88 EΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 1)

6.      Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία — Λόγος διαφορετικός από τον σχετικό με την ουσιαστική νομιμότητα

(Άρθρα 230 EΚ και 253 EΚ)

7.      Πράξεις των θεσμικών οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση της Επιτροπής σχετικά με κρατικές ενισχύσεις — Χαρακτηρισμός της νοθεύσεως του ανταγωνισμού και των επιπτώσεων στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών

(Άρθρα 87 § 1 ΕΚ και 253 ΕΚ)

8.      Κρατικές ενισχύσεις — Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου — Νόθευση του ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Λειτουργικές ενισχύσεις — Ο επηρεασμός του εμπορίου δεν αποκλείεται εξ ορισμού σε περίπτωση ενισχύσεων μικρού ύψους και επιχειρήσεων μικρού μεγέθους

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

9.      Κρατικές ενισχύσεις — Έννοια — Χορήγηση, από τις δημόσιες αρχές, φορολογικής απαλλαγής σε ορισμένες επιχειρήσεις — Εμπίπτει — Υφιστάμενη ενίσχυση — Προϋπόθεση — Πραγματική καταβολή της χορηγηθείσας ενισχύσεως

(Άρθρα 87 EΚ και 88 EΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση θʹ)

10.    Κρατικές ενισχύσεις — Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις — Διαδικασία ελέγχου των ενισχύσεων — Χωριστές διαδικασίες — Συνέπειες της αποφάσεως περί μη συμβατότητας

(Άρθρο 88 ΕΚ)

11.    Κρατικές ενισχύσεις — Εξέταση από την Επιτροπή — Εκτίμηση κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής — Μεταβολή του εφαρμοστέου νομικού καθεστώτος — Συνέπειες — Εφαρμογή των ουσιαστικών κανόνων που ισχύουν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής — Διαχρονική εφαρμογή των διαδικαστικών κανόνων — Κωδικοποίηση των νομολογιακών κανόνων — Εκτίμηση

(Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 1, στοιχείο βʹ, 4 § 6 και 15)

12.    Κρατικές ενισχύσεις — Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις — Μετατροπή κοινοποιηθείσας ενισχύσεως σε υφιστάμενη ενίσχυση — Προϋποθέσεις — Εξουσία του οικείου κράτους μέλους να υλοποιεί την ενίσχυση μόνο μετά την παρέλευση της προθεσμίας κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως

(Άρθρο 88 ΕΚ)

13.    Κρατικές ενισχύσεις — Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις — Παράλειψη διεξαγωγής έρευνας σχετικά με νέα ενίσχυση επί σχετικά μακρό χρονικό διάστημα — Μετατροπή σε υφιστάμενη ενίσχυση — Αποκλείεται

(Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

14.    Κρατικές ενισχύσεις — Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις — Μετατροπή κοινοποιηθείσας ενισχύσεως σε υφιστάμενη ενίσχυση — Δεκαετής προθεσμίας παραγραφής για την ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως — Διαχρονική εφαρμογή

(Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 2 και 15)

15.    Κρατικές ενισχύσεις — Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως — Δεκαετής προθεσμία παραγραφής του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999 — Χρόνος ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής — Χρονικό σημείο χορηγήσεως της ενισχύσεως στον δικαιούχο

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

16.    Κρατικές ενισχύσεις — Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως — Ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ — Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων — Προϋποθέσεις και περιορισμοί — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη παύει να υφίσταται μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, ακόμη και σε περίπτωση συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 1· οδηγία 92/81 του Συμβουλίου)

17.    Κρατικές ενισχύσεις — Απόφαση της Επιτροπής, περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κρατικού μέτρου — Υποχρέωση εκδόσεως αποφάσεως εντός εύλογης προθεσμίας — Μη τήρηση της προθεσμίας — Δεν αποτελεί κώλυμα για την ανάκτηση της ενισχύσεως — Όρια — Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

(Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 6 και 13 § 2)

18.    Κρατικές ενισχύσεις — Διοικητική διαδικασία — Υποχρέωση της Επιτροπής να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους — Μη δυνατότητα επικλήσεως των δικαιωμάτων άμυνας εκ μέρους των ενδιαφερομένων

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

19.    Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καταδίκη του νικήσαντος διαδίκου σε μέρος των δικαστικών εξόδων του

[Άρθρο 225 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 135]

1.      Η αρχή estoppel αποτελεί θεσμό του αγγλοσαξονικού δικαίου και δεν ισχύει στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς τούτο να αποτελεί πρόκριμα όσον αφορά το αν ορισμένες αρχές, όπως είναι οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και ορισμένοι κανόνες, όπως ο κανόνας nemo potest venire contra factum proprium, που έχουν καθιερωθεί στο δίκαιο αυτό, έχουν σχέση ή συνάφεια με την εν λόγω αρχή. Επομένως, η απόρριψη αιτιάσεως ως νόμω αβάσιμης, κατά το μέρος που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής estoppel, δεν αποτελεί πρόκριμα όσον αφορά τη δυνατότητα εξετάσεως των προβαλλομένων από την Ιρλανδία επιχειρημάτων, εφόσον θεωρηθεί ότι αυτά στηρίζουν λόγο ακυρώσεως αντλούμενο, κατ’ ουσίαν, από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου ή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(βλ. σκέψη 56)

2.      Η αρχή της ασφαλείας δικαίου αποβλέπει στο να εξασφαλίζει το προβλέψιμο των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων που διέπει το δίκαιο της Ένωσης. Προς τούτο, έχει θεμελιώδη σημασία η εκ μέρους των θεσμικών οργάνων τήρηση της αρχής της μη αλλοιώσεως των πράξεων που έχουν εκδώσει και που επηρεάζουν τη νομική και πραγματική κατάσταση των υποκειμένων δικαίου, ώστε να μην μπορούν να τροποποιήσουν τις πράξεις αυτές παρά μόνο στο πλαίσιο των ισχυόντων κανόνων που διέπουν την αρμοδιότητα και τη διαδικασία..

Η τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου επιτάσσει, επίσης, να πράττουν τα θεσμικά όργανα, για λόγους αρχής, παν το δυνατόν για να αποφεύγονται οι ασυνέπειες που μπορεί να προκύψουν κατά την εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, και τούτο όλως ιδιαιτέρως στην περίπτωση που οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν σε έναν και τον αυτό σκοπό, όπως είναι η επικράτηση ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Συναφώς, όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει ότι, εάν η Επιτροπή δημιουργήσει, κατά παράβαση της υποχρεώσεως επιμέλειας που υπέχει, μια διφορούμενη κατάσταση, λόγω παρεισφρήσεως στοιχείων αβεβαιότητας και λόγω ασάφειας της εφαρμοστέας ρυθμίσεως, σε συνδυασμό με παρατεταμένη αδράνειά της, παρά το γεγονός ότι γνώριζε για τις επίμαχες ενισχύσεις, οφείλει να αποσαφηνίσει την κατάσταση αυτή προτού προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για την ανάκτηση των ενισχύσεων που έχουν ήδη καταβληθεί.

(βλ. σκέψεις 59, 218)

3.      Η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, διαδικασία η οποία απένεμε την εξουσία στο Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής, να επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να θεσπίσει απαλλαγές ή μειώσεις άλλες εκτός των προβλεπομένων από την εν λόγω οδηγία για λόγους ειδικής πολιτικής, έχει διαφορετικό σκοπό και διαφορετικό πεδίο εφαρμογής απ’ ό,τι η κατά το άρθρο 88 ΕΚ ρύθμιση.

Επομένως, απόφαση του Συμβουλίου με την οποία επιτρέπεται σε κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται η Επιτροπή να ασκήσει τις αρμοδιότητες που της απονέμει η Συνθήκη και, συνεπώς, να θέσει σε εφαρμογή τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ με σκοπό να εξεταστεί αν η εν λόγω απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση και να λάβει ενδεχομένως, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, μια απόφαση επιβάλλουσα την ανάκτηση της εν λόγω ενισχύσεως.

Εξάλλου, Το γεγονός ότι με τις αποφάσεις περί εγκρίσεως του Συμβουλίου χορηγούνται πλήρεις απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και καθορίζονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις γεωγραφικού και χρονικού χαρακτήρα και ότι οι τελευταίες τηρούνται αυστηρά από τα κράτη μέλη δεν επηρεάζει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής και δεν μπορεί, επομένως, να στερήσει από την Επιτροπή την άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων.

Συνεπώς, κινώντας τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, χωρίς προηγουμένως να κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81, προκειμένου να εξεταστεί εάν η απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης συνιστά κρατική ενίσχυση, και εκδίδοντας, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, απόφαση διαπιστώνουσα την ύπαρξη τέτοιας ενισχύσεως, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2001/224, σχετικά με τους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης και τις απαλλαγές από τους φόρους αυτούς, όσον αφορά ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς, επιτρέπει ρητώς στο οικείο κράτος μέλος να συνεχίσει να εφαρμόζει την απαλλαγή αυτή, η Επιτροπή δεν παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων ούτε το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81. Συγκεκριμένα, οι εγκριτικές αποφάσεις που έχει εκδώσει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής παράγουν τα αποτελέσματά τους μόνον εντός του πεδίου εφαρμογής των κανόνων περί εναρμονίσεως των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης νομοθεσιών, χωρίς να αποτελούν πρόκριμα για τα αποτελέσματα τυχόν αποφάσεως την οποία μπορεί να εκδώσει η Επιτροπή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

(βλ. σκέψεις 62-64, 66, 69, 73, 91)

4.      Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως αφορά αντικειμενική κατάσταση και δεν εξαρτάται από τις ενέργειες ή τις δηλώσεις των θεσμικών οργάνων. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι, κατά την έκδοση των αποφάσεων του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας δεν προκαλούν στρέβλωση του ανταγωνισμού ούτε εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της αγοράς, δεν μπορεί να εμποδίσει τον χαρακτηρισμό των εν λόγω απαλλαγών ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως. Εξ αυτού συνάγεται, κατά μείζονα λόγο, ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ως κρατικών ενισχύσεων, από τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Συμβούλιο με τις αποφάσεις του στον τομέα της εναρμονίσεως των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης νομοθεσιών, εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω απαλλαγές δεν προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δεν θα εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς.

Επομένως, κινώντας τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, προκειμένου να εξεταστεί εάν η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, και εκδίδοντας, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, την απόφαση διαπιστώνουσα την ύπαρξη ενισχύσεως μη συμβατής με την κοινή αγορά, η Επιτροπή απλώς ασκεί τις αρμοδιότητες που της είχαν ανατεθεί από τη Συνθήκη ΕΚ ως προς τις κρατικές ενισχύσεις, χωρίς να παραβιάσει έτσι τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων και χωρίς να παραβεί το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81.

(βλ. σκέψεις 69-71, 74, 88)

5.      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να εκδίδει, εάν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, απόφαση περί αναστολής, αλλά προβλέπει μόνον ότι η Επιτροπή δύναται να εκδώσει τέτοια απόφαση, εφόσον το κρίνει απαραίτητο.

(βλ. σκέψεις 79, 259)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 97)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 99, 100)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 112-115, 120, 122, 124, 127)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 117, 201)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 139)

11.    Μολονότι η τήρηση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλει όρια ως προς την άμεση εφαρμογή των ουσιαστικών κανόνων, εντούτοις τα όρια αυτά δεν ισχύουν στην περίπτωση παράνομης ενισχύσεως ή κοινοποιηθείσας ενισχύσεως, πριν την έγκριση της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και της λογικής που διέπει τους ελέγχους αυτούς, η κατάσταση δεν αποσαφηνίζεται ευθύς αμέσως και οριστικώς με την κοινοποίηση ή τη χορήγηση της ενισχύσεως, αλλά παραμένει σε εκκρεμότητα έως την έκδοση αποφάσεως από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται στην Επιτροπή να εφαρμόσει τους ουσιαστικούς κανόνες που ισχύουν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς της επί της επίμαχης ενισχύσεως ή επί του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, καθώς και επί της συμβατότητάς τους με την κοινή αγορά, βάσει των οποίων και μόνον πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα αποφάσεως αυτής .

Αντιθέτως, οι διαδικαστικοί κανόνες δεν ισχύουν όσον αφορά διαδικαστικές πράξεις προ της ενάρξεως ισχύος τους. Συγκεκριμένα, οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται γενικώς επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά το χρονικό σημείο της ενάρξεως της ισχύος τους . Είναι, όμως, διαφορετική η περίπτωση των κανόνων που αποσκοπούν στην κωδικοποίηση των διαδικαστικών κανόνων οι οποίοι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ίσχυαν κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των εν λόγω διαδικαστικών κανόνων.

Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για τον κανόνα του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, σχετικά με τις συνέπειες της αδράνειας της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική εξέταση της κοινοποιήσεως κρατικής ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, ο κανόνας αυτός αποσκοπούσε στην κωδικοποίηση διαδικαστικών κανόνων οι οποίοι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει από την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz, 120/73, βρισκόταν σε ισχύ κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των εν λόγω διαδικαστικών κανόνων.

(βλ. σκέψεις 140, 141, 169, 190, 228)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 154, 156, 160, 229)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 160)

14.    Το άρθρο 15 του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, το οποίο προβλέπει τη μετατροπή νέας ενισχύσεως σε υφιστάμενη μετά την παρέλευση της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής για την ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως, περιέχει διαδικαστικό κανόνα ο οποίος εφαρμόζεται από της ενάρξεως ισχύος του. Ωστόσο, το άρθρο αυτό, στον βαθμό που δεν περιέχει μεταβατική διάταξη όσον αφορά τη διαχρονική εφαρμογή του, έχει εφαρμογή σε όλες τις διοικητικές διαδικασίες που βρίσκονταν σε εξέλιξη κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του ή κινήθηκαν μετά από αυτήν. Επομένως, η έναρξη ισχύος του άρθρου 15 του κανονισμού 659/1999, ακόμη και αν η ενίσχυση είχε χορηγηθεί πριν από αυτή, συνεπάγεται έναρξη της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής, εφόσον η απόφαση περί ανακτήσεως της εν λόγω ενισχύσεως είναι μεταγενέστερη της ενάρξεως ισχύος του ως άνω άρθρου.

(βλ. σκέψη 173)

15.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 181)

16.    Κράτος μέλος του οποίου οι αρχές χορήγησαν ενίσχυση κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ δύναται να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της δικαιούχου επιχειρήσεως, προκειμένου να αμφισβητήσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης το κύρος αποφάσεως της Επιτροπής διατάσσουσας την ανάκτηση της ενισχύσεως, αλλά όχι προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση να λάβει τα κατάλληλα για την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής μέτρα. Ωστόσο, δεδομένης της θεμελιώδους σημασίας που έχει η υποχρέωση κοινοποιήσεως, με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων τον οποίο οφείλει να διενεργεί η Επιτροπή, οι δικαιούχοι της ενισχύσεως μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως μόνον εφόσον αυτή έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, ο δε επιμελής επιχειρηματίας είναι, υπό κανονικές συνθήκες, σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η καθυστέρηση της Επιτροπής να διαπιστώσει το παράνομο ενισχύσεως και να αποφασίσει ότι η ενίσχυση πρέπει να καταργηθεί και να ανακτηθεί από κράτος μέλος μπορεί, υπό εξαιρετικές συνθήκες, να δημιουργήσει στους αποδέκτες της εν λόγω ενισχύσεως δικαιολογημένη εμπιστοσύνη βάσει της οποίας η Επιτροπή δεν θα υποχρεώσει το οικείο κράτος μέλος να διατάξει την επιστροφή της ενισχύσεως αυτής. Ωστόσο, βάσει των επιταγών που απορρέουν από τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, η διφορούμενη κατάσταση που δημιουργήθηκε από το περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων που εξέδωσε το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, επιτρέποντας σε κράτος μέλος να θεσπίζει απαλλαγές ή μειώσεις του ειδικού φόρου καταναλώσεως βάσει της οδηγίας 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, εμποδίζει μόνον την ανάκτηση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε βάσει της επίμαχης απαλλαγής έως την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιθέτως, μετά τη δημοσίευση αυτή, ο δικαιούχος της ενισχύσεως οφείλει να γνωρίζει ότι, εφόσον η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, πρέπει να εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ. Επομένως, η δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως αίρει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που ενδεχομένως είχε προηγουμένως ο δικαιούχος της ενισχύσεως όσον αφορά τη νομιμότητα της εν λόγω απαλλαγής. Συγκεκριμένα, με τη δημοσίευση εξαλείφεται κάθε σχετιζόμενη με το περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου αβεβαιότητα όσον αφορά το ότι τα επίμαχα μέτρα, εφόσον συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, πρέπει να εγκριθούν από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ.

Τέλος, σχετικά με εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θεμελιώσουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου παράνομης ενισχύσεως περί του νομίμου χαρακτήρα αυτής, τυχόν φαινομενική αδράνεια της Επιτροπής στερείται σημασίας όταν το καθεστώς ενισχύσεως δεν της έχει κοινοποιηθεί. Η λύση αυτή επιβάλλεται και σε περίπτωση κατά την οποία καθεστώς ενισχύσεως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς να προηγηθεί η κοινοποίηση που απαιτείται σύμφωνα με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz, 120/73, και, συνεπώς, χωρίς να έχει τηρηθεί εξ ολοκλήρου η διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 214, 216, 223-225, 230, 252)

17.    Το γεγονός ότι ο κανονισμός 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, πέραν της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής, η οποία υπολογίζεται από τη χορήγηση της ενισχύσεως και με τη λήξη της οποίας αποκλείεται πλέον η ανάκτηση της ενισχύσεως, δεν προβλέπει, ούτε καν ενδεικτικά, άλλη προθεσμία για την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση παράνομης ενισχύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από την προθεσμία του άρθρου 7, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, δεν εμποδίζει τον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει εάν το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο δεν τήρησε μια εύλογη προθεσμία ή ότι ενήργησε με υπερβολική καθυστέρηση.

Συγκεκριμένα, με το άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, η προθεσμία για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κοινοποιηθείσας κρατικής ενισχύσεως ορίζεται ενδεικτικά σε 18 μήνες. Η προθεσμία αυτή, μολονότι δεν ισχύει για τις παράνομες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, αποτελεί χρήσιμη ένδειξη για την εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως με αντικείμενο μέτρο που έχει παρανόμως τεθεί σε εφαρμογή.

Συναφώς, δεν είναι εύλογη η παρέλευση χρονικού διαστήματος λίγο μεγαλύτερου των 49 μηνών από την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως έως την έκδοση της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη ενισχύσεως και διατάσσεται η ανάκτησή της, διαστήματος το οποίο είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό το προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κοινοποιημένων κρατικών ενισχύσεων. Το εν λόγω χρονικό διάστημα κρίνεται μη εύλογο και στην περίπτωση υποθέσεων που δεν παρουσιάζουν πρόδηλες δυσκολίες και για τις οποίες η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να διαμορφώσει άποψη πολύ πριν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.

Ωστόσο, η μη τήρηση εύλογης προθεσμίας δικαιολογεί την ακύρωση της αποφάσεως που εκδόθηκε μετά την παρέλευση μη εύλογου χρονικού διαστήματος μόνον εφόσον συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 217, 234, 237-239, 242, 248, 259, 268-270)

18.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 271)

19.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 276, 277)