Language of document : ECLI:EU:C:2000:605

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Νοεμβρίου 2000 (1)

«Οδηγία 86/653/ΕΟΚ - Ανεξάρτητος εμπορικός αντιπρόσωπος ασκών τη δραστηριότητά του εντός κράτους μέλους - Αντιπροσωπευόμενος εγκατεστημένος εντός τρίτης χώρας - Ρήτρα υποβάλλουσα τη σύμβαση αντιπροσωπείας στο δίκαιο της χώρας εγκαταστάσεως του αντιπροσωπευομένου»

Στην υπόθεση C-381/98,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Ingmar GB Ltd

και

Eaton Leonard Technologies Inc.,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (ΕΕ L 382, σ. 17),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Wathelet, πρόεδρο του πρώτου τμήματος και προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, D. A. O. Edward και P. Jann (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger


γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

-    η Ingmar GB Ltd, εκπροσωπούμενη από τους F. Randolph και R. O'Donoghue, barristers, ενεργούντες κατ' εντολήν του δικηγορικού γραφείου Fladgate Fielder, solicitors,

-    η Eaton Leonard Technologies Inc., εκπροσωπούμενη από τον M. Pooles, barrister, ενεργούντα κατ' εντολή του δικηγορικού γραφείου Clifford Chance, solicitors,

-    η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον J. E. Collins, Assistant Treasury Solicitor, επικουρούμενο από την S. Moore, barrister,

-    η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον W. -D. Plessing, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Yπουργείο Oικονομικών, και τον A. Dittrich, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Yπουργείο Δικαιοσύνης,

-    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις M. Πατακιά και K. Banks, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Ingmar GB Ltd, της Eaton Leonard Technologies Inc., της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιανουαρίου 2000,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Μαΐου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.
    Με διάταξη της 31ης Ιουλίου 1998, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Οκτωβρίου 1998, το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (ΕΕ L 382, σ. 17, στο εξής: οδηγία).

2.
    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Ingmar GB Ltd (στο εξής: Ingmar), εταιρίας εγκατεστημένης στο Ηνωμένο Βασίλειο, και της Eaton Leonard Technologies Inc. (στο εξής: Eaton), εταιρίας εγκατεστημένης στην Καλιφόρνια, σχετικά με την καταβολή ποσών τα οποία φέρονται ως οφειλόμενα λόγω, μεταξύ άλλων, της λήξεως συμβάσεως αντιπροσωπείας.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική ρύθμιση

3.
    Σύμφωνα με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία θεσπίστηκε λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι «οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών σε θέματα εμπορικής αντιπροσώπευσης επηρεάζουν αισθητά στο εσωτερικό της Κοινότητας τις συνθήκες ανταγωνισμού και άσκησης του επαγγέλματος, επηρεάζουν την προστασία των εμπορικών αντιπροσώπων στις σχέσεις τους με τους αντιπροσωπευόμενους και είναι επιζήμιες για την ασφάλεια των εμπορικών πράξεων».

4.
    Τα άρθρα 17 και 18 της οδηγίας καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει δικαίωμα, κατά τη λήξη της συμβάσεως, επί αποζημιώσεως ή επί της ανορθώσεως της ζημίας που του προκαλεί η παύση των σχέσεών του με τον αντιπροσωπευόμενο.

5.
    Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο, μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, κατ' αποκοπή αποζημίωση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο 3.»

6.
    Το άρθρο 19 της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα μέρη δεν μπορούν πριν από τη λήξη της σύμβασης να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου.»

7.
    Σύμφωνα με το άρθρο της 22, παράγραφοι 1 και 3, η οδηγία έπρεπε να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο πριν από την 1η Ιανουαρίου 1990 και, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1994. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, οι εθνικές διατάξεις με τις οποίες πραγματοποιείται η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται τουλάχιστον στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη της ισχύος τους και, εν πάση περιπτώσει, στις ισχύουσες συμβάσεις την 1η Ιανουαρίου 1994 το αργότερο.

Η εθνική ρύθμιση

8.
    Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οδηγία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με τις Commercial Agents (Council Directive) Regulations 1993 (κανονιστικές πράξεις περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο μιας οδηγίας του Συμβουλίου περί των εμπορικών αντιπροσώπων), που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1994 (στο εξής: Regulations).

9.
    Το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, των Regulations ορίζει τα εξής:

«2.    Οι παρούσες Regulations διέπουν τις σχέσεις μεταξύ εμπορικών αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων και, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, εφαρμόζονται στις δραστηριότητες των εμπορικών αντιπροσώπων στη Μεγάλη Βρετανία.

3.    Τα άρθρα 3 έως 22 δεν εφαρμόζονται όταν τα μέρη συμφώνησαν ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας διέπεται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους.»

Η διαφορά της κύριας δίκης

10.
    Η Ingmar και η Eaton συνήψαν το 1989 σύμβαση με την οποία η Ingmar ορίστηκε εμπορικός αντιπρόσωπος της Eaton στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μια ρήτρα της συμβάσεως πρόβλεπε ότι η εν λόγω σύμβαση διείπετο από το δίκαιο της Πολιτείας της Καλιφόρνιας.

11.
    Η σύμβαση έληξε το 1996. Η Ingmar άσκησε αγωγή ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Qeen's Bench Division (Ηνωμένο Βασίλειο), ζητώντας την καταβολή προμήθειας, καθώς και, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 17 των Regulations, την ανόρθωση της ζημίας που της προκάλεσε η παύση των σχέσεών της με την Eaton.

12.
    Με απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, το High Court έκρινε ότι οι Regulations δεν είχαν εφαρμογή, δεδομένου ότι η σύμβαση διείπετο από το δίκαιο της Πολιτείας της Καλιφόρνιας.

13.
    Η Ingmar άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Court of Appeal (England and Wales) (Civil Division), το οποίο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Βάσει του αγγλικού δικαίου, εφαρμόζεται το δίκαιο που επέλεξαν ως εφαρμοστέο δίκαιο τα συμβαλλόμενα μέρη, εκτός αν τούτο αποκλείεται από λόγους δημοσίαςτάξεως, όπως είναι μια διάταξη αναγκαστικού δικαίου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως εφαρμόζεται στα δίκαια των κρατών μελών, και ειδικότερα οι διατάξεις που αφορούν την καταβολή αποζημιώσεως στους εμπορικούς αντιπροσώπους κατά τη λήξη της συμβάσεως που είχαν συνάψει με τον αντιπροσωπευόμενο, όταν:

α)    ο αντιπροσωπευόμενος ορίζει έναν αποκλειστικό αντιπρόσωπο στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας για την πώληση εντός των κρατών αυτών των προϊόντων του και,

β)    όσον αφορά τις πωλήσεις των προϊόντων στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο αντιπρόσωπος ασκεί τις δραστηριότητές του στο Ηνωμένο Βασίλειο και

γ)    ο αντιπροσωπευόμενος είναι εταιρία συσταθείσα σε κράτος εκτός ΕΕ και ειδικότερα στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπου και εδρεύει, και

δ)    ως εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση μεταξύ των μερών έχει ρητώς επιλεγεί το δίκαιο της Πολιτείας της Καλιφόρνιας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

14.
    Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν τα άρθρα 17 και 18 της οδηγίας, που εγγυώνται ορισμένα δικαιώματα του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λήξη της συμβάσεως αντιπροσωπείας, πρέπει να εφαρμόζονται όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος άσκησε τη δραστηριότητά του εντός κράτους μέλους, ενώ ο αντιπροσωπευόμενος είναι εγκατεστημένος εντός τρίτης χώρας και, δυνάμει ρήτρας της συμβάσεως, η εν λόγω σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας αυτής.

15.
    Οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή αναγνωρίζουν ομόφωνα ότι η ελευθερία των μερών μιας συμβάσεως να επιλέγουν το δίκαιο το οποίο επιθυμούν να διέπει τις συμβατικές σχέσεις τους αποτελεί θεμελιώδη αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και ότι η ελευθερία αυτή δεν αίρεται παρά μόνον από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.

16.
    Ωστόσο, οι απόψεις διίστανται όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ένας νομικός κανόνας για να χαρακτηρισθεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου υπό την έννοια του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

17.
    Η Eaton τονίζει ότι οι περιπτώσεις στις οποίες μπορούν να υπάρξουν τέτοιες διατάξεις δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά περιορισμένες και ότι, εν προκειμένω, κανένας λόγος δεν επιβάλλει την εφαρμογή της οδηγίας, που αποσκοπεί στην εναρμόνιση των εσωτερικών δικαίων των κρατών μελών, σε συμβαλλόμενα μέρη που είναι εγκατεστημένα εκτός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

18.
    Η Ingmar, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή φρονούν ότι το ζήτημα του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αποτελεί ζήτημα κοινοτικού δικαίου. Θεωρούν ότι οι σκοποί που επιδιώκει η οδηγία απαιτούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις της σε όλους τους εμπορικούς αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι εντός κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή τον τόπο εγκαταστάσεως του αντιπροσωπευομένου.

19.
    Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, ελλείψει ρητής διατάξεως της οδηγίας όσον αφορά το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της, εναπόκειται στο δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο επελήφθη διαφοράς αφορώσας το δικαίωμα εμπορικού αντιπροσώπου επί αποζημιώσεως ή επί ανορθώσεως της ζημίας, να ερευνήσει αν οι διατάξεις του εσωτερικού δικαίου του πρέπει να θεωρηθούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου υπό την έννοια του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

20.
    Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί, πρώτον, ότι σκοπός της οδηγίας είναι η προστασία των προσώπων που, κατά τις διατάξεις της, έχουν την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου (απόφαση της 30ής Απριλίου 1998, C-215/97, Bellone, Συλλογή 1998, σ. Ι-2191, σ. 13).

21.
    Σκοπός των άρθρων 17 έως 19 της οδηγίας, ειδικότερα, είναι η προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λήξη της συμβάσεως. Το καθεστώς που θέσπισε προς τούτο η οδηγία έχει χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου. Το άρθρο 17 επιβάλλει πράγματι την υποχρέωση στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ένα μηχανισμό αποζημιώσεως του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λήξη της συμβάσεως. Βεβαίως, το άρθρο αυτό προσφέρει στα κράτη μέλη μια δυνατότητα επιλογής μεταξύ του συστήματος της αποζημιώσεως και εκείνου της ανορθώσεως της ζημίας. Ωστόσο, τα άρθρα 17 και 18 καθορίζουν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου τα κράτη μέλη μπορούν να ασκήσουν την ευχέρειά τους εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή των μεθόδων υπολογισμού της αποζημιώσεως ή της ανορθώσεως που πρέπει να χορηγηθεί.

22.
    Ο αναγκαστικού δικαίου χαρακτήρας των άρθρων αυτών επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας, τα μέρη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από αυτά εις βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου πριν από τη λύση της συμβάσεως. Ο χαρακτήρας αυτός ενισχύεται επιπλέον από το γεγονός ότι, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, το άρθρο 22 της οδηγίας προβλέπει την άμεση εφαρμογή των περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας εθνικών διατάξεων στις ισχύουσες συμβάσεις.

23.
    Πρέπει να τονιστεί, δεύτερον, ότι, όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, τα επιτασσόμενα από την οδηγία αυτή μέτρα εναρμονίσεως αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στο να εξαλείψουν τους περιορισμούς της ασκήσεως του επαγγέλματος του εμπορικού αντιπροσώπου, να καταστήσουν ομοιόμορφους τους όρους του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Κοινότητας και να αυξήσουν την ασφάλεια των εμπορικών πράξεων (βλ., στο πνεύμα αυτό, προπαρατεθείσα απόφαση Bellone, σκέψη 17).

24.
    Σκοπός συνεπώς του προβλεπόμενου στα άρθρα 17 έως 19 της οδηγίας καθεστώτος είναι η προστασία, μέσω της κατηγορίας των εμπορικών αντιπροσώπων, της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της λειτουργίας ενός μη νοθευμένου ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς. Η τήρηση των εν λόγω διατάξεων στο έδαφος της Κοινότητας είναι, ως εκ τούτου, αναγκαία για την υλοποίηση αυτών των σκοπών της Συνθήκης.

25.
    Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι είναι ουσιώδες για την κοινοτική έννομη τάξη ένας αντιπροσωπευόμενος εγκατεστημένος εντός τρίτης χώρας, του οποίου ο εμπορικός αντιπρόσωπος ασκεί τη δραστηριότητά του εντός της Κοινότητας, να μη μπορεί να παρακάμπτει τις διατάξεις αυτές μέσω απλώς μιας ρήτρας περί επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου. Η λειτουργία που εκπληρούν οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλει πράγματι την εφαρμογή τους οσάκις η κατάσταση έχει στενό σύνδεσμο με την Κοινότητα, ιδίως οσάκις ο εμπορικός αντιπρόσωπος ασκεί τη δραστηριότητά του στο έδαφος κράτους μέλους, ανεξάρτητα από το δίκαιο στο οποίο τα μέρη θέλησαν να υποβάλουν τη σύμβαση.

26.
    Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 17 και 18 της οδηγίας, τα οποία εγγυώνται ορισμένα δικαιώματα του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λήξη της συμβάσεως αντιπροσωπείας, πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής οσάκις ο εμπορικός αντιπρόσωπος άσκησε τη δραστηριότητά του εντός κράτους μέλους και μολονότι, αφενός, ο αντιπροσωπευόμενος είναι εγκατεστημένος εντός τρίτης χώρας και, αφετέρου, δυνάμει ρήτρας της συμβάσεως, η τελευταία αυτή διέπεται από το δίκαιο της εν λόγω χώρας.

Επί των δικαστικών εξόδων

27.
    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 31ης Ιουλίου 1998 το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division), αποφαίνεται:

Τα άρθρα 17 και 18 της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), τα οποία εγγυώνται ορισμέναδικαιώματα του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λήξη της συμβάσεως αντιπροσωπείας, πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής οσάκις ο εμπορικός αντιπρόσωπος άσκησε τη δραστηριότητά του εντός κράτους μέλους και μολονότι, αφενός, ο αντιπροσωπευόμενος είναι εγκατεστημένος εντός τρίτης χώρας και, αφετέρου, δυνάμει ρήτρας της συμβάσεως, η τελευταία αυτή διέπεται από το δίκαιο της εν λόγω χώρας.

Wathelet
Edward
Jann

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Νοεμβρίου 2000.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος του πέμπτου τμήματος

R. Grass

A. La Pergola


1: Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.