Language of document : ECLI:EU:C:2013:117

Υπόθεση C‑168/11

Manfred Beker
και

Christa Beker

κατά

Finanzamt Heilbronn

(αίτηση του Bundesfinanzhof
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Φόρος εισοδήματος — Εισοδήματα από κεφάλαια — Σύμβαση προς αποφυγή της διπλής φορολογίας — Μερίσματα τα οποία διανέμουν εταιρίες εγκατεστημένες σε κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες — Προσδιορισμός του ορίου συμψηφισμού της διενεργηθείσας στην αλλοδαπή παρακρατήσεως με τον εθνικό φόρο εισοδήματος — Μη συνυπολογισμός των προσωπικών δαπανών που σχετίζονται με τον τρόπο διαβιώσεως — Δικαιολογία»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 28ης Φεβρουαρίου 2013

1.        Προδικαστικά ερωτήματα — Παραδεκτό — Όρια — Ερωτήματα προδήλως άσχετα με την υπόθεση και υποθετικά ερωτήματα υποβαλλόμενα σε πλαίσιο που αποκλείει τη δυνατότητα να δοθεί χρήσιμη απάντηση

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

2.        Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Πεδίο εφαρμογής — Φορολογική νομοθεσία — Φόρος εταιριών — Φορολογία των μερισμάτων — Φορολογική μεταχείριση μερισμάτων διανεμηθέντων σε κατοίκους ημεδαπής τα οποία προέρχονται από συμμετοχές στο κεφάλαιο εταιρίας εδρεύουσας εντός άλλου κράτους μέλους που δεν παρέχουν τη δυνατότητα ασκήσεως καθοριστικής επιρροής επί της εταιρίας αυτής — Μη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν την ελευθερία εγκαταστάσεως — Εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορά των κεφαλαίων

(Άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 63 ΣΛΕΕ)

3.        Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Περιορισμοί — Εθνική κανονιστική ρύθμιση περί καθορισμού του ανωτάτου ορίου συμψηφισμού της παρακρατήσεως στην πηγή που πραγματοποιήθηκε στην αλλοδαπή με τον εθνικό φόρο εισοδήματος — Μη συνεκτίμηση των προσωπικών δαπανών που σχετίζονται με τον τρόπο διαβιώσεως — Δεν επιτρέπεται — Δικαιολογία — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 63 ΣΛΕΕ)

1.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 19)

2.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 26-31)

3.        Το άρθρο 63 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αποκλείει κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας, στο πλαίσιο καθεστώτος αποσκοπούντος στον περιορισμό της διπλής φορολογίας, όταν πρόσωπα υποκείμενα απεριορίστως στον φόρο καταβάλλουν επί εισοδημάτων αλλοδαπής προελεύσεως, εντός του κράτους προελεύσεως των εν λόγω εισοδημάτων, φόρο ισοδύναμο με τον φόρο εισοδήματος που εισπράχθηκε από το εν λόγω κράτος μέλος, ο συμψηφισμός του εν λόγω αλλοδαπού φόρου με το ποσό του φόρου εισοδήματος εντός του κράτους μέλους αυτού διενεργείται με πολλαπλασιασμό του ποσού του φόρου που οφείλεται με βάση τα φορολογητέα εντός του ίδιου κράτους μέλους εισοδήματα, στα οποία περιλαμβάνονται τα αλλοδαπής προελεύσεως εισοδήματα, επί τον λόγο που υφίσταται μεταξύ των εν λόγω αλλοδαπής προελεύσεως εισοδημάτων και του αθροίσματος των εισοδημάτων, το δε τελευταίο αυτό άθροισμα δεν λαμβάνει υπόψη ειδικές δαπάνες και έκτακτες επιβαρύνσεις ως δαπάνες σχετιζόμενες με τον τρόπο διαβιώσεως ή την προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση.

Συγκεκριμένα, αφενός, καίτοι η κανονιστική αυτή ρύθμιση λαμβάνει βεβαίως υπόψη τις εκπτώσεις που αντιστοιχούν στις ειδικές δαπάνες και στις έκτακτες επιβαρύνσεις ως δαπάνες συνδεόμενες με τον τρόπο διαβιώσεως ή την προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού του φόρου που επιβάλλεται στο σύνολο των εισοδημάτων των φορολογουμένων, μια τέτοια ρύθμιση οδηγεί ωστόσο, στην πράξη, στο να αναγνωρίζονται στους φορολογούμενους που κατοικούν εντός του εν λόγω κράτους μέλους και οι οποίοι απέκτησαν στην αλλοδαπή μέρος των εισοδημάτων τους οι εκπτώσεις που αντιστοιχούν στις εν λόγω ειδικές δαπάνες και έκτακτες επιβαρύνσεις, μόνο μέχρι του ύψους των εισοδημάτων τους που απέκτησαν εντός του κράτους μέλους κατοικίας τους. Συνεπώς, ένα ποσοστό των εν λόγω εκπτώσεων δεν λαμβάνεται υπόψη από το τελευταίο αυτό κράτος μέλος για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος των φορολογουμένων αυτών. Επομένως, οι φορολογούμενοι που κατοικούν εντός κράτους μέλους και οι οποίοι έχουν αποκτήσει τμήμα των εισοδημάτων τους στην αλλοδαπή τίθενται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους κατοικούντες εντός του ίδιου κράτους μέλους φορολογουμένους οι οποίοι έχουν αποκτήσει εντός του τελευταίου αυτού κράτους το σύνολο των εισοδημάτων τους και οι οποίοι τυγχάνουν κατά συνέπεια του συνόλου των εκπτώσεων που αντιστοιχούν στις ειδικές δαπάνες και στις έκτακτες επιβαρύνσεις ως δαπάνες σχετιζόμενες με τον τρόπο διαβιώσεως ή την προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση.

Αφετέρου, καίτοι η διαφύλαξη της κατανομής της εξουσίας επιβολής φόρων μεταξύ των κρατών μελών μπορεί βεβαίως να αποτελέσει επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει περιορισμό στην άσκηση ελευθερίας κυκλοφορίας εντός της Ένωσης, το κράτος μέλος κατοικίας του φορολογουμένου δεν μπορεί να επικαλεσθεί μια τέτοια δικαιολογία για να απαλλαγεί από την ευθύνη που καταρχήν υπέχει να χορηγεί στον φορολογούμενο τις εκπτώσεις προσωπικού και οικογενειακού χαρακτήρα που αυτός δικαιούται, εκτός αν, αυτοβούλως ή κατόπιν συνάψεως ειδικών διεθνών συμφωνιών, τα κράτη στα οποία αποκτήθηκε τμήμα του εισοδήματος δεν χορηγούν τέτοιες εκπτώσεις. Οι εκπτώσεις αυτές πρέπει, καταρχήν, να λαμβάνονται εξ ολοκλήρου υπόψη από το κράτος μέλος κατοικίας. Επομένως, οι εν λόγω εκπτώσεις πρέπει να διενεργούνται καταρχήν εξ ολοκλήρου στο τμήμα του εισοδήματος του φορολογουμένου που αποκτήθηκε εντός του τελευταίου αυτού κράτους.

(βλ. σκέψεις 41-42, 51-53, 56-60, 63)