Language of document :

Υπόθεση T-725/14

Aalberts Industries NV

κατά

Ευρωπαϊκής Ένωσης, διά του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Εύλογη διάρκεια της δίκης – Περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως – Διακύβευμα της ένδικης διαφοράς – Πολυπλοκότητα της ένδικης διαφοράς – Συμπεριφορά των διαδίκων και παρεμπίπτοντα ζητήματα κατά τη δίκη – Απουσία περιόδου αδικαιολόγητης αδράνειας»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο πενταμελές τμήμα)
της 1ης Φεβρουαρίου 2017

1.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Παράνομη πράξη ή παράλειψη – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια – Σωρευτικές προϋποθέσεις – Μη συνδρομή μίας εκ των προϋποθέσεων – Απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως στο σύνολό της

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

2.      Ένδικη διαδικασία – Διάρκεια της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας – Εύλογη διάρκεια – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, εδ. 2)

3.      Ένδικη διαδικασία – Διάρκεια της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας – Εύλογη διάρκεια – Διαφορά με αντικείμενο την ύπαρξη παραβάσεως κανόνων του ανταγωνισμού –Διάρκεια της διαδικασίας δικαιολογούμενη από την πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τη συμπεριφορά των διαδίκων και την απουσία περιόδου ανεξήγητης αδράνειας – Μη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης

(Άρθρα 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, εδ. 2)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 26, 81)

2.      Εκ πρώτης όψεως, η διάρκεια ένδικης διαδικασίας σε ορισμένη υπόθεση, η οποία υπερβαίνει τα 4 έτη και 3 μήνες, είναι πολύ μεγάλη. Εντούτοις, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της ένδικης διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που προσιδιάζουν σε κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με το διακύβευμα της ένδικης διαφοράς για τον ενδιαφερόμενο, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων και τυχόν παρεμπίπτοντα ζητήματα κατά τη δίκη.

Ο κατάλογος των σχετικών κριτηρίων δεν είναι εξαντλητικός και η εκτίμηση του ευλόγου χαρακτήρα της διάρκειας της δίκης δεν απαιτεί συστηματική εξέταση των περιστάσεων της εκάστοτε υποθέσεως υπό το πρίσμα καθενός κριτηρίου χωριστά, εφόσον η διάρκεια της δίκης παρίσταται δικαιολογημένη υπό το πρίσμα ενός και μόνον κριτηρίου. Ειδικότερα, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι η πολυπλοκότητα της υποθέσεως ή η κακόβουλη συμπεριφορά του προσφεύγοντος δικαιολογεί διάρκεια η οποία εκ πρώτης όψεως είναι πάρα πολύ μεγάλη. Από τα ανωτέρω έπεται ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να καθορίζεται με αναφορά σε ένα ακριβές ανώτατο όριο, που προσδιορίζεται κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πρέπει να εκτιμάται για κάθε διαδικασία σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 34-38)

3.      Δεν συνεπάγεται παράβαση του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένδικη διαδικασία επί υποθέσεως δικαίου του ανταγωνισμού ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, της οποίας η διάρκεια υπερέβη μεν τα 4 έτη και 3 μήνες, αλλά δικαιολογείται λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και, ιδίως, της πολυπλοκότητας των πραγματικών περιστατικών και των νομικών ζητημάτων, της συμπεριφοράς των διαδίκων και της απουσίας περιόδου ανεξήγητης αδράνειας κατά τη διάρκεια καθενός από τα στάδια της διαδικασίας στην υπόθεση αυτή.

Πράγματι, καταρχάς, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας με την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας, πραγματοποιείται, μεταξύ άλλων, συνοπτική καταγραφή των επιχειρημάτων των διαδίκων, προετοιμασία της εκδικάσεως των υποθέσεων, ανάλυση του πραγματικού και νομικού πλαισίου των ενδίκων διαφορών και προπαρασκευή της προφορικής διαδικασίας. Συναφώς, οι προσφυγές που αφορούν την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού από την Επιτροπή εμφανίζουν μεγαλύτερο βαθμό πολυπλοκότητας από άλλες κατηγορίες υποθέσεων, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, του μακροσκελούς της προσβαλλομένης αποφάσεως, του όγκου της δικογραφίας και της ανάγκης λεπτομερούς εκτιμήσεως πολλών και περίπλοκων πραγματικών περιστατικών που συχνά έχουν ευρεία χρονική και γεωγραφική διάσταση. Συνεπώς, χρονικό διάστημα 15 μηνών μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας συνιστά, καταρχήν, ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα για την εξέταση υποθέσεων που αφορούν την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού. Εξάλλου, προσφυγές ασκούμενες κατά της ίδιας αποφάσεως που έχει λάβει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης είναι, καταρχήν, αναγκαίο να εξετάζονται ταυτοχρόνως, ακόμη και στις περιπτώσεις που οι σχετικές υποθέσεις δεν συνεκδικάζονται. Η ταυτόχρονη αυτή εξέταση έχει ως δικαιολογητική της βάση, μεταξύ άλλων, τη συνάφεια των εν λόγω προσφυγών καθώς και την ανάγκη να εξασφαλιστεί συνοχή κατά την εκτίμησή τους και κατά την απάντηση που θα δοθεί σε αυτές. Επομένως, η ταυτόχρονη εξέταση συναφών υποθέσεων μπορεί να δικαιολογήσει την επιμήκυνση, κατά ένα μήνα ανά επιπλέον συναφή υπόθεση, του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας.

Περαιτέρω, με την προσφυγή που ασκήθηκε στην επίμαχη υπόθεση αμφισβητήθηκαν όλες οι πτυχές της επίδικης αποφάσεως, κατά το μέρος που αυτή αφορούσε την νυν ενάγουσα, και εγείρονταν πολύπλοκα πραγματικά και νομικά ζητήματα που έπρεπε να εξεταστούν στο σύνολό τους πριν από την έναρξη της προφορικής διαδικασίας. Συναφώς, τα υπομνήματα που κατέθεσαν οι διάδικοι είχαν ιδιαιτέρως μεγάλη έκταση και συνοδεύονταν από ογκώδη παραρτήματα, τα οποία έπρεπε να εξεταστούν εις βάθος και να ελεγχθούν πριν την έναρξη της προφορικής διαδικασίας, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αξιολογηθεί η αποδεικτική ισχύς τους και να διευκρινισθούν πλήρως τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου, μεταξύ της επίμαχης υποθέσεως και των υπόλοιπων εννέα προσφυγών που είχαν ασκηθεί κατά της επίδικης αποφάσεως σε διάφορες γλώσσες διαδικασίας υφίστατο στενή συνάφεια. Επιπλέον, η νυν εναγόμενη χρειάστηκε μια σχετικά μεγάλη προθεσμία για να καταθέσει υπόμνημα ανταπαντήσεως στη γλώσσα εργασίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, από το χρονικό διάστημα 25 μηνών μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας δεν προκύπτει καμία περίοδος αδικαιολόγητης αδράνειας κατά την εξέταση της υποθέσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 34, 63, 64, 66, 67, 69, 70, 74, 76, 79, 80)