Language of document : ECLI:EU:C:2004:98

Conclusions

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
DÁMASO RUIZ-JARABO COLOMER
της 12ης Φεβρουαρίου 2004 (1)



Υπόθεση C-443/02



Procura della Repubblica

κατά

Nicolas Schreiber


[αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως του Tribunale di Pordenone (Ιταλία)]


«Άρθρο 28 ΕΚ – Οδηγία 98/8/ΕΚ – Βιοκτόνα – Διάθεση στην αγορά – Απαίτηση άδειας για την εμπορία πλακιδίων ξύλου κόκκινου κέδρου που έχει φυσικές ιδιότητες κατά του σκόρου»






1.       Το Tribunale di Pordenone (Ιταλία), πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο, υπέβαλε στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 234 ΕΚ, πέντε προδικαστικά ερωτήματα με τα οποία ζητεί την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά  (2) , σε σχέση με το άρθρο 28 ΕΚ.

Συγκεκριμένα ζητεί την ερμηνεία των όρων «βιοκτόνα», «βιοκτόνα περιορισμένου κινδύνου» και «χρήσιμες ουσίες σε σχέση με πλακίδια ξύλου κόκκινου κέδρου που διατίθενται στην αγορά σε φυσική κατάσταση ως προϊόν κατά του σκόρου. Το εθνικό δικαστήριο ρωτά επιπλέον αν τα προϊόντα αυτά, που νομίμως διατίθενται στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος χωρίς άδεια ή καταχώριση, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μιας από τις διατυπώσεις αυτές για να διατεθούν στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος.

I – Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας υπόθεσης

2.       Στις 13 Μαρτίου 2001 οι υπάλληλοι της υπηρεσίας Nucleo Antisofisticazioni (τμήμα αγορανομίας) κατέσχον 20 συσκευασίες που περιείχαν η καθεμία 24 πλακίδια ξύλου με την ένδειξη «κατά του σκόρου» στο κατάστημα LIDL-Italia Srl, στο Cordenons, επαρχία Pordenone.

3.       Η Procura della Repubblica (εισαγγελική αρχή) επιβεβαίωσε την ενέργεια τρεις μέρες αργότερα και άσκησε ποινική δίωξη κατά του Nicolas N. Schreiber, ως εντεταλμένου συμβούλου της LIDL-Italia Srl, θυγατρικής της LIDL Stiftung KG, που εδρεύει στη Γερμανία. Κατά τη διαδικασία, ο R. Flego κατήρτισε πραγματογνωμοσύνη στις 23 Απριλίου 2001 στην οποία στηρίχθηκε η εισαγγελική αρχή και ζήτησε να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος με απλουστευμένη διαδικασία, αίτημα το οποίο δέχθηκε Tribunale di Pordenone στις 15 Μαρτίου 2002.

4.       Τέσσερις μέρες αργότερα, ο N. N. Schreiber άσκησε ανακοπή και κλητεύθηκε να παραστεί προκειμένου να δικαστεί για παράβαση του άρθρου 189 του βασιλικού διατάγματος 1265/1934, καθόσον διέθεσε στην αγορά προϊόν ονομαζόμενο «πλακίδια κατά του σκόρου» προελεύσεως Γερμανίας που θεωρείται ως ιατροχειρουργικό εργαλείο χωρίς να έχει λάβει την απαιτούμενη άδεια. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση πραγματοποιήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2002 και το Tribunale di Pordenone αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

II – Τα προδικαστικά ερωτήματα

5.       Το ιταλικό δικαστήριο υπέβαλε τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1)
Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 98/8/ΕΚ –υπό το πρίσμα της όλης ρυθμίσεως που εισήχθη με αυτήν στην κοινοτική έννομη τάξη– την έννοια ότι οι όροι «βιοκτόνα» και «βιοκτόνα περιορισμένου κινδύνου» καταλαμβάνουν αποκλειστικά προϊόντα των οποίων η βιοκτόνος ιδιότητα εξαρτάται από δραστικές ουσίες που έχουν εισαχθεί σε αυτά, μέσω χημικής ή βιολογικής επεξεργασίας που ρητώς αποσκοπεί να τους προσδώσει αυτή τη βιοκτόνο ιδιότητα;

2)
Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 98/8/ΕΚ –υπό το πρίσμα της όλης ρυθμίσεως που εισήχθη με αυτήν στην κοινοτική ένομη τάξη– την έννοια ότι η έκφραση «χρήσιμες ουσίες» καταλαμβάνει ουσίες που ναι μεν δεν εισάγονται σε ένα προϊόν με σκοπό να του προσδώσουν βιοκτόνο ιδιότητα, αλλά στις οποίες η βιοκτόνος αυτή ιδιότητα αναπτύσσεται επί πλέον της λειτουργίας που κοινώς εξυπηρετεί το προϊόν κατά τη χρήση του (π.χ.: υγρό για πλυντήριο πιάτων που, χάρη στην προσθήκη ουσίας που αποσκοπεί στη βελτίωση της απορρυπαντικής του ιδιότητας, μπορεί να αναπτύξει και βακτηριοκτόνο ιδιότητα);

3)
Μπορεί ένα τεμάχιο ξύλου ερυθρού κέδρου, απλώς και μόνον διότι διατίθεται στο εμπόριο ως προϊόν «για την καταπολέμηση του σκόρου», να καταταγεί στα «βιοκτόνα» ή στα «βιοκτόνα περιορισμένου κινδύνου» ή στις «χρήσιμες ουσίες», κατά την έννοια της οδηγίας 98/8/ΕΚ, αν ληφθεί υπόψη ότι: α) το εν λόγω ξύλο δεν έχει υποβληθεί σε καμία χημική ή βιολογική επεξεργασία· β) η ουσία από την οποία εξαρτώνται τα αποδιδόμενα στο ξύλο αποτελέσματα υπάρχει στο προϊόν στη φυσική του κατάσταση· γ) το προϊόν διατίθεται στο εμπόριο ουσιαστικά όπως απαντάται στη φύση;

4)
Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 98/8/ΕΚ την έννοια ότι μια «χρήσιμη ουσία» μπορεί να απαλλάσσεται της υποχρεώσεως λήψεως αδείας ή της υποχρεώσεως καταχωρίσεως, που προβλέπονται για την εντός των κρατών μελών εμπορία των προϊόντων του προαναφερθέντος άρθρου 2, μόνον αν απαριθμείται στον κατάλογο που προβλέπεται στο παράρτημα I B; Αποτελεί δηλαδή η καταχώριση στον κατάλογο του παραρτήματος I B ουσιαστική προϋπόθεση για να ισχύσει αυτή η απαλλαγή;

5)
.Έχει το άρθρο 4 της οδηγίας 98/8/ΕΚ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ, την έννοια ότι ένα προϊόν, όπως το περιγραφόμενο στο ερώτημα 3, που σε ένα κράτος μέλος διατίθεται νομίμως στο εμπόριο χωρίς να χρειάζεται άδεια ή καταχώριση εντός του κράτους μέλους αυτού, μπορεί, σε άλλο κράτος μέλος, εντός του οποίου διατίθεται ακολούθως στο εμπόριο, να υπόκειται σε λήψη αδείας ή σε καταχώριση για τον λόγο ότι το προϊόν αυτό δεν έχει εγγραφεί στον κατάλογο του παραρτήματος I B της οδηγίας 98/8/ΕΚ;»

III – Η εθνική νομοθεσία

6.       Ο N. Schreiber διώκεται ποινικώς στην Ιταλία διότι παρέβη την εθνική ρύθμιση καθόσον δεν ζήτησε την κατάλληλη άδεια από το Υπουργείο πριν διαθέσει εντομοκτόνα στο εμπόριο στη χώρα αυτή.

7.       Το εθνικό δικαστήριο επισημαίνει στη διάταξή του ότι, κατά το κατηγορητήριο, τα επίδικα πλακίδια κατά του σκόρου αποτελούν «ιατροχειρουργικό εργαλείο» κατά την έννοια των διαταγμάτων του Προέδρου της Δημοκρατίας 223/1988 και 392/1998, από τα οποία το τελευταίο χαρακτηρίζει στο άρθρο 1, σημείο γ΄ ως τέτοια είδη τα απωθητικά εντόμων.

8.       Βάσει του άρθρου 2 του νομοθετικού διατάγματος 174/2000  (3) , πιστό αντίγραφο του άρθρου 2, παράγραφος 1 της οδηγίας 98/8, ένα προϊόν απωθητικό εντόμων που χρησιμοποιείται κατά του σκόρου μπορεί να χαρακτηριστεί ως «βιοκτόνο» εφόσον προορίζεται να καθιστά αβλαβείς τους βλαβερούς οργανισμούς, να προλαμβάνει τη δράση τους ή κατ’ άλλο τρόπο να τους καταπολεμούν, ως «βιοκτόνο» περιορισμένου κινδύνου» ή ως «χρήσιμη ουσία». Το παράρτημα IV του εν λόγω διατάγματος αντιστοιχεί στο παράρτημα V της οδηγίας 98/8 και περιέχει κατάλογο 23 τύπων βιοκτόνων. Το προϊόν αριθ. 19 του παραρτήματος IV, όπως και το αριθ. 19 του παραρτήματος V της οδηγίας 98/8, περιλαμβάνει τα απωθητικά και τα προσελκυστικά.

9.       Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ίδιου διατάγματος επιβάλλει την υποχρέωση προηγούμενης άδειας του υπουργείου για τη διάθεση στην αγορά προϊόντος που χαρακτηρίζεται ως βιοκτόνο, ενώ το άρθρο 4 προβλέπει απλώς καταχώριση αν πρόκειται για προϊόν που χαρακτηρίζονται ως βιοκτόνο περιορισμένου κινδύνου. Το άρθρο 5 απαλλάσσει από κάθε διατύπωση τις χρήσιμες ουσίες που έχουν περιληφθεί στο παράρτημα Ι Β της οδηγίας 98/8 που δεν έχει ακόμα εγκριθεί από τις κοινοτικές αρχές.

10.     Βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, και κατά παρέκκλιση από τον όρο ότι οι δραστικές ουσίες εγγράφονται στους καταλόγους που καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Υπουργείο Υγείας διατηρεί την εξουσία, επί περίοδο δέκα ετών από τις 14 Μαΐου 2000, να εφαρμόζει την ισχύουσα ρύθμιση για τη διάθεση στην αγορά βιοκτόνων που έχει εγκριθεί με το προεδρικό διάταγμα 392, της 6ης Οκτωβρίου de 1998  (4) . Συγκεκριμένα, το Υπουργείο εγκρίνει, σύμφωνα με το άρθρο 2, την εμπορία βιοκτόνων που περιέχουν δραστικές ουσίες οι οποίες δεν έχουν εγγραφεί στους καταλόγους τέτοιων προϊόντων όπως προβλέπει το άρθρο 11, εάν οι ουσίες αυτές κυκλοφορούσαν ήδη στην αγορά τον Μάιο 2000.

Σύμφωνα με το άρθρο 1, το διάταγμα 392/1998 ρυθμίζει τις διαδικασίες χορήγησης άδειας παραγωγής και διάθεσης στην αγορά ιατροχειρουργικών εργαλείων. Κατά το άρθρο 2, η αίτηση υποβάλλεται στο Υπουργείο Υγείας με αντίγραφο προς το Institut nationale de la santé. Το πρώτο τη χορηγεί κατόπιν προτάσεως του δευτέρου εντός έξι μηνών. Σε περίπτωση αρνήσεως, η απάντηση που πρέπει να είναι αιτιολογημένη κοινοποιείται εντός της ίδιας προθεσμίας.

IV – Κοινοτική ρύθμιση

11.     Το Tribunale di Pordenone ζητεί την ερμηνεία των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ που είναι τα ακόλουθα:

«Τα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ έχουν αντιστοίχως ως εξής:«Οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών.»

«Οι διατάξεις των άρθρων 28 και 29 δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεων που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας ηθικής, δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεως των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί αυτοί δεν δύνανται πάντως να αποτελούν ούτε μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.»

12.     Επιπλέον, ερωτά σχετικά με το άρθρο 2 της οδηγίας 98/8 που ορίζει:

«1.
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

α)
Βιοκτόνα

Δραστικές ουσίες και παρασκευάσματα που περιέχουν μία ή περισσότερες δραστικές ουσίες, με τη μορφή με την οποία παραδίδονται στο χρήστη, τα οποία προορίζονται να καταστρέφουν, να αποτρέπουν, να καθιστούν αβλαβή, να προλαμβάνουν τη δράση, ή κατ’ άλλο τρόπο να ασκούν περιοριστική δράση επί κάθε βλαβερού οργανισμού με χημικά ή βιολογικά μέσα.

Στο παράρτημα V περιλαμβάνεται εξαντλητικός κατάλογος με 23 τύπους προϊόντων και ενδεικτικό σύνολο περιγραφών κάθε τύπου.

β)
Βιοκτόνα περιορισμένου κινδύνου

Βιοκτόνο το οποίο περιέχει μόνο μία ή περισσότερες από τις δραστικές ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα I A και δεν περιέχει ανησυχητικές ουσίες.

Υπό τις προϋποθέσεις χρήσεως, το βιοκτόνο πρέπει να παρουσιάζει μικρό μόνο κίνδυνο για τους ανθρώπους, τα ζώα και το περιβάλλον.

γ)
Χρήσιμες ουσίες

Ουσίες οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα I Β, η κύρια χρήση των οποίων δεν είναι βιοκτόνος, αλλά που χρησιμοποιούνται ενίοτε και ως βιοκτόνο, είτε άμεσα είτε σε προϊόν αποτελούμενο από τις ουσίες αυτές και ένα απλό αραιωτικό το οποίο αυτό καθαυτό, δεν είναι ανησυχητική ουσία και οι οποίες δεν κυκλοφορούν απευθείας στην αγορά για τη βιοκτόνο αυτή χρήση.

[...]»

13.     Το τελευταίο προδικαστικό ερώτημα αναφέρεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 98/8, που επιβάλλει την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών μεταξύ κρατών μελών και την καταχώριση βιοκτόνων και βιοκτόνων περιορισμένου κινδύνου. Η παράγραφος 1 ορίζει:

«1.       Με την επιφύλαξη του άρθρου 12, ένα βιοκτόνο, που έχει ήδη εγκριθεί ή καταχωρισθεί σε ένα κράτος μέλος, εγκρίνεται ή καταχωρείται σε άλλο κράτος μέλος εντός 120, ή αντίστοιχα 60 ημερών, από την παραλαβή της σχετικής αίτησης από το άλλο κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι η δραστική ουσία του βιοκτόνου περιέχεται στο παράρτημα I ή IA και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του.

[...]»

V – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

14.     Ο N. N. Schreiber, η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις στην παρούσα δίκη εντός της προθεσμίας του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

Ο εκπρόσωπος του N. N. Schreiber και ο εκπρόσωπος της Επιτροπής παρέστησαν κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιανουαρίου 2004 και ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.

VI – Εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων

Α – Α – Προκαταρτικά

15.     Παρά το σημαντικό ενδιαφέρον των προδικαστικών ερωτημάτων του Tribunale di Pordenone, οι απαντήσεις του Δικαστηρίου θα είναι αναπόφευκτα λίγο ικανοποιητικές. Και τούτο διότι, όπως πολύ ορθά επεσήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η εναρμόνιση στον τομέα της διάθεσης βιοκτόνων στην αγορά που επιχειρεί η οδηγία 98/8 δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

Όπως αναφέρουν η δεύτερη και η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/8, τα βιοκτόνα, που ήταν παλαιότερα γνωστά ως μη γεωργικά παρασιτοκτόνα, καταπολεμούν τους οργανισμούς που είναι επιβλαβείς για την υγεία και για τα φυσικά ή μεταποιημένα προϊόντα. Ενδέχεται να παρουσιάζουν κινδύνους διαφόρων μορφών για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον λόγω των εγγενών ιδιοτήτων τους και του τρόπου χρήσης τους. Η επισκόπηση της κατάστασης στα κράτη μέλη που πραγματοποίησε η Επιτροπή κατά τη δεκαετία του ‘90 έδειξε ότι υπάρχουν διαφορές στις ρυθμίσεις των κρατών μελών που μπορούν να παρεμποδίσουν όχι μόνο το εμπόριο βιοκτόνων αλλά και το εμπόριο των προϊόντων που υποβάλλονται σε επεξεργασία με αυτά και κατ’ αυτόν τον τρόπο επηρεάζουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

16.     Για τον λόγο αυτό και χάριν της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϊόντων αυτών, η οδηγία 98/8 προβλέπει, στο άρθρο 4, την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών κατά την έννοια ότι ένα βιοκτόνο που έχει εγκριθεί ή καταχωρισθεί σε ένα κράτος μέλος εγκρίνεται ή καταχωρίζεται σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος εντός 120 ή 60 ημερών αντιστοίχως υπό την προϋπόθεση ότι η δραστική ουσία έχει περιληφθεί στο παράρτημα Ι ή Ι Α και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του. Η οδηγία αφορά επιπλέον την έγκριση και τη διάθεση στην αγορά βιοκτόνων για τη χρήση αυτή στα κράτη μέλη και την κατάρτιση καταλόγων των δραστικών ουσιών που περιέχουν.

17.     Η οδηγία με τη σημερινή της μορφή εγείρει διάφορα προβλήματα. Αφενός τα παραρτήματα I και I A, που θα περιλάβουν τους καταλόγους των δραστικών ουσιών και των απαιτήσεων που έχουν εγκριθεί στο κοινοτικό επίπεδο για να αποτελέσουν συστατικά βιοκτόνων ή βιοκτόνων περιορισμένου κινδύνου και το παράρτημα Ι Β που θα περιλάβει τον κατάλογο των βασικών ουσιών δεν έχουν ολοκληρωθεί. Την εγγραφή στους καταλόγους αυτούς όφειλε να πραγματοποιήσει εντός δέκα ετών η μόνιμη επιτροπή βιοκτόνων.

18.     Αφετέρου, τα μεταβατικά μέτρα του άρθρου 16 επιτρέπουν στα κράτη μέλη να διατηρήσουν επί δεκαετή περίοδο το ισχύον σύστημα ή την πρακτική τους για τη διάθεση στην αγορά βιοκτόνων και ειδικότερα να εγκρίνουν σύμφωνα με τους οικείους εθνικούς κανόνες τη διάθεση στην αγορά, στην επικράτειά τους βιοκτόνων που περιέχουν δραστικές ουσίες μη καταχωρημένες στο παράρτημα Ι ή Ι Α για αυτόν τον τύπο προϊόντος, υπό τον όρο ότι σε μια ορισμένη ημερομηνία οι ουσίες αυτές διατίθενται στην αγορά ως δραστικές ουσίες βιοκτόνου που δεν προορίζεται για την επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη ή για την παραγωγή  (5) .

19.     Σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/8, η Επιτροπή άρχισε δεκαετές πρόγραμμα εργασιών. Όπως αναφέρει η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1896/2000, η πρώτη φάση του προγράμματος αυτού θα έδινε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να καταγράψει τις υπάρχουσες δραστικές ουσίες που αποτελούν συστατικά βιοκτόνων με πληροφορίες που θα παράσχουν οι παραγωγοί ή οι παρασκευαστές και να προσδιορίσει αυτές που πρέπει να αξιολογηθούν προκειμένου να συμπεριληφθούν ενδεχομένως στα παραρτήματα Ι, Ι Α ή Ι Β της οδηγίας. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού έταξε προθεσμία που έληξε στις 28 Μαρτίου 2002, για τους παραγωγούς, τους κατασκευαστές και τις ενώσεις που επιθυμούν να ζητήσουν την εγγραφή υπάρχουσας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι ή Ι Α της οδηγίας για ένα ή διαφόρους τύπους προϊόντων προκειμένου να το κοινοποιήσουν στην Επιτροπή. Η ίδια λύση επιλέχθηκε για το παράρτημα Ι Β. Ο κανονισμός (ΕΚ) 1687/2002  (6) παρέτεινα πάντως την προθεσμία αυτή, η οποία έληξε στο τέλος του Ιανουαρίου 2003.

Μια περαιτέρω φάση εξετάσεως προβλέφθηκε που επρόκειτο να αρχίσει το 2000. Ο κανονισμός (ΕΚ) 2032/2003  (7) περιέλαβε λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή της δεύτερης φάσης του προγράμματος εργασίας και για τη συστηματική εξέταση των δραστικών ουσιών που είχαν ήδη διατεθεί στην αγορά στις 14 Μαΐου 2000 ως δραστικές ουσίες βιοκτόνων. Με τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στην παρούσα δίκη η Επιτροπή επισήμανε ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της, η αξιολόγηση των δραστικών ουσιών που κοινοποιήθηκαν προκειμένου να περιληφθούν ενδεχομένως στα παραρτήματα θα ολοκληρωνόταν μεταξύ των ετών 2006 και 2010.

20.     Στον κατάλογο των δραστικών ουσιών της 8ης Απριλίου 2003, το κεδρέλαιο (Cedar Oil, Cedernholzöl Texas 22 %) βρίσκεται στη σελίδα 20 υπ’ αριθ. CAS 68990-83-0, ενώ το έλαιο ξύλου κέδρου (Cedarwood oil) βρίσκεται στη σελίδα 22 υπ’ αριθ. CAS 8000-27-9  (8) . Σύμφωνα με τις σημειώσεις του καταλόγου αυτού, επί συνόλου 645 ουσιών η πρώτη προαναφερθείσα ουσία αποτέλεσε αντικείμενο συνδυασμένης κοινοποίησης, εξετάστηκε και εγκρίθηκε, ενώ για τη δεύτερη προαναφερθείσα ουσία δεν περιέχει καμιά συμπληρωματική πληροφορία. Καίτοι η τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1687/2002 αναφέρει ότι ο προκαταρκτικός κατάλογος των υπαρχουσών δραστικών ουσιών που έχουν κοινοποιηθεί αναφέρει για κάθε ουσία το παράρτημα της οδηγίας 98/8 στο οποίο ζητείται η εγγραφή, το στοιχείο αυτό δεν εμφαίνεται στον δημοσιευθέντα κατάλογο.

Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2032/2003 αναφέρει ότι οι υπάρχουσες δραστικές ουσίες που έχουν μόνο προσδιοριστεί (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, στο παράρτημα III, τόσο το κεδρέλαιο όσο και το έλαιο ξύλου κέδρου) δεν θα αξιολογηθούν στο πλαίσιο του προγράμματος αναθεώρησης και δεν θα καταχωρισθούν στα παραρτήματα Ι, Ι Α ή Ι Β της οδηγίας 98/8. Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, από 1ης Σεπτεμβρίου 2006, τα κράτη μέλη οφείλουν να ανακαλέσουν τις υφιστάμενες εγκρίσεις ή καταχωρίσεις βιοκτόνων που περιέχουν δραστικές ουσίες περιλαμβανόμενες στο παράρτημα ΙΙΙ, το οποίο περιλαμβάνει τις υπάρχουσες και προσδιορισθείσες ουσίες για τις οποίες καμιά κοινοποίηση δεν έγινε δεκτή ούτε εκδηλώθηκε ενδιαφέρον και να μεριμνήσουν ώστε τα προϊόντα αυτά να μη διατίθενται πλέον στην αγορά στην επικράτειά τους.

21.     Κατά συνέπεια, πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2032/2003, το κεδρέλαιο ήταν δραστική ουσία θεωρούμενη ως «υπάρχουσα» διότι κυκλοφορούσε στην αγορά τον Μάιο του 2000  (9) . Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/8 έδωσε τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να συνεχίσουν να εφαρμόζουν επί δέκα έτη το σύστημα διάθεσης βιοκτόνων στην αγορά που εφάρμοζαν μέχρι τότε. Συνεπώς τίποτε δεν εμποδίζει την Ιταλική Δημοκρατία να εφαρμόσει τη νομοθεσία που ίσχυε κατά τον χρόνο εκείνο για την κατηγορία προϊόντων που περιέχουν το προαναφερθέν έλαιο ως δραστική ουσία και προορίζονται για την καταπολέμηση των εντόμων.

Αυτή φαίνεται ότι ήταν η πρόθεση αυτού του κράτους μέλους, που εξέδωσε το νομοθετικό διάταγμα 174/2000 το οποίο μεταφέρει την οδηγία 98/8 στο εσωτερικό δίκαιο και παραπέμπει, όσον αφορά τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά κατά τη μεταβατική περίοδο, στις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 392/1998 που ρυθμίζει τη διαδικασία εγκρίσεως και πωλήσεως ιατροχειρουργικών εργαλείων στα οποία περιλαμβάνονται και τα απωθητικά εντόμων.

22.     Τελικά επισημαίνω τις συνέπειες που είχε στον τομέα αυτόν η έναρξη ισχύος του κανονισμού 2032/2003. Οι δραστικές ουσίες που δεν έχουν περιληφθεί στο παράρτημα Ι του κανονισμού αυτού θεωρούνται ότι δεν διετίθεντο στην αγορά πριν από τις 14 Μαΐου 2000. Ο όρος που επιβάλλει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/8 για την εκ μέρους των εθνικών αρχών έγκριση της πωλήσεως βιοκτόνων ήταν ότι οι δραστικές ουσίες τους κυκλοφορούν στην αγορά ως δραστικές ουσίες βιοκτόνων κατά την ημερομηνία αυτή. Κατά συνέπεια τα εγκεκριμένα βιοκτόνα εξακολουθούν να διατίθενται στο εμπόριο μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2006 πλην όμως η εθνική νομοθεσία που διέπει την καταχώρισή τους δεν μπορεί να εφαρμοστεί πλέον αν αυτά περιέχουν μια από τις δραστικές ουσίες που δεν έχει περιληφθεί στο προαναφερθέν παράρτημα.

Β – Β – Απάντηση στο πρώτο ερώτημα και σε μέρος του τρίτου

23.     Τα τρία πρώτα ερωτήματα του Tribunale di Pordenone συνδέονται στενά μεταξύ τους και η διατύπωση του τρίτου συμπίπτει εν μέρει με τη διατύπωση του πρώτου και εν μέρει με του δευτέρου.

Πρέπει συνεπώς να αναδιατυπωθούν και να εξεταστεί εξαρχής αν το πλακίδιο ξύλου κόκκινου κέδρου που διατίθεται στην αγορά σε φυσική κατάσταση χωρίς χημική βιολογική επεξεργασία και του οποίου η ενέργεια κατά του σκόρου προέρχεται από τη δομή του ξύλου αυτού μπορεί να χαρακτηριστεί ως βιοκτόνο ή ως βιοκτόνο περιορισμένου κινδύνου κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 98/8 που υπόκειται σε έγκριση ή καταχώριση ή αν αντιθέτως πρόκειται αποκλειστικά για προϊόν του οποίου η βιοκτόνος ιδιότητα εξαρτάται από τις πρόσθετες δραστικές ουσίες.

24.     Κατά τον N. N. Schreiber, o Ιταλός νομοθέτης δεν μετέφερε ορθά στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 8/8· παραπέμποντας στο προεδρικό διάταγμα 392/1998, και συγκεκριμένα στην απλουστευμένη διαδικασία εγκρίσεως, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο κοινοτικός ορισμός των «βιοκτόνων» δεν συμπίπτει ακριβώς με τον όρο «ιατροχειρουργικό εργαλείο». Ο N. Schreiber συνάγει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ότι τα βιοκτόνα ενεργούν μέσω των δραστικών ουσιών που έχουν περιληφθεί σ’ αυτά με χημική βιολογική μέθοδο και συνεπώς δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοια προϊόντα αυτά που τις περιέχουν ήδη στη φυσική τους κατάσταση.

25.     Κατά τη Βελγική Κυβέρνηση, τα προϊόντα αυτά είναι βιοκτόνα υπό τον όρο ότι οι ιδιότητές τους κατά των επιβλαβών οργανισμών εμφαίνονται σαφώς στην ετικέτα· την ίδια αξιολόγηση διατυπώνει και για τα βιοκτόνα περιορισμένου κινδύνου. Η δραστική ουσία δηλαδή καλύπτει όχι μόνο αυτή που λαμβάνεται με βιομηχανική μέθοδο, αλλά και αυτή που υπάρχει στη φύση.

26.     Η Επιτροπή διατύπωσε την ίδια άποψη.

27.     Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄ της οδηγίας 98/8 ορίζει τα βιοκτόνα ως δραστικές ουσίες και παρασκευάσματα που περιέχουν μία ή περισσότερες δραστικές ουσίες με τη μορφή με την οποία παραδίδονται στον χρήση, τα οποία προορίζονται να καταστρέφουν, να αποτρέπουν, να καθιστούν αβλαβή, να προλαμβάνουν τη δράση ή κατ’ άλλο τρόπο να ασκούν περιοριστική δράση επί κάθε βλαβερού οργανισμού με χημικά ή βιολογικά μέσα. Η διάταξη αυτή παραπέμπει στο παράρτημα V που περιέχει περιοριστικό κατάλογο είκοσι τριών τύπων προϊόντων που περιλαμβάνει ενδεικτικές περιγραφές. Το παράρτημα χωρίζετα σε τέσσερις κύριες ομάδες. Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει τα προϊόντα ελέγχου βλαβερών οργανισμών και περιέχει έξι τύπους προϊόντων: ο δέκατος τέταρτος τύπος είναι τα τρωκτικοκτόνα· ο δέκατος πέμπτος τα πτηνοκτόνα· ο δέκατος έκτος τα μαλακιοκτόνα· ο δέκατος έβδομος τα ιχθυοκτόνα· ο δέκατος όγδοος τα εντομοκτόνα, ακαρεοκτόνα και τα προϊόντα για τον έλεγχο άλλων αρθρωπόδων· και ο δέκατος ένατος τα απωθητικά και προσελκυστικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο επιβλαβών οργανισμών (ασπονδύλων όπως οι ψύλλοι, σπονδυλωτών όπως τα πτηνά) μέσω της απώθησης ή της προσέλκυσής τους συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούνται για ανθρώπινη κτηνιατρική υγιεινή απευθείας ή εμμέσως.

28.     Τον ορισμό της δραστικής ουσίας δίνει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄ που αναφέρεται σε κάθε ουσία ή μικροοργανισμό συμπεριλαμβανομένων των ιών ή των μυκήτων ο οποίος έχει γενική ή ειδική δράση επί ή κατά επιβλαβών οργανισμών.

29.     Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, τα πλακίδια ξύλου κέδρου επωλούντο ως προϊόν κατά του σκόρου. Περιέχουν κεδρέλαιο ή έλαιο ξύλου κέδρου, δραστική ουσία η οποία, εξατμιζόμενη, ενεργεί απωθητικά για αυτά τα λεπιδόπτερα. Συνεπώς τα εν λόγω πλακίδια που διατίθενται στην αγορά για τον σκοπό αυτό είναι βιοκτόνα κατά την έννοια της οδηγίας 98/8 και κατατάσσονται στο παράρτημα V ως τύπος προϊοντος 19.

30.     Το Tribunale di Pordenone δείχνει κάπως διστακτικό να δεχτεί τη δυνατότητα αυτή στηριζόμενο σε τρία επιχειρήματα. Πρώτον, ότι το προϊόν δεν έχει υποστεί προηγουμένως χημική ή βιολογική επεξεργασία. Ωστόσο η διάταξη δεν επιβάλλει τέτοια προϋπόθεση.

31.     Δεύτερον ότι η απωθητική ουσία είναι φυσική ιδιότητα του ξύλου. Το στοιχείο αυτό όμως δεν είναι καθοριστικό διότι ένας από τους κύριους σκοπούς της οδηγίας 98/8, όπως μαρτυρούν η πρώτη και η τρίτη αιτιολογική σκέψη της, είναι να ρυθμίσει σε κοινοτικό επίπεδο τους κινδύνους που μπορεί να συνεπάγεται η σχέση των βιοκτόνων για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον. Είναι γνωστό ότι όλες οι φυσικές ουσίες δεν είναι ακίνδυνες. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν αρκεί να απαλλάξει τη διάθεσή τους στην αγορά από κάθε έλεγχο των αρχών.

32.     Τρίτον, το επιχείρημα ότι τα πλακίδια είναι κομμάτια ξύλου σε φυσική μορφή. Αν ανατρέξουμε και πάλι στη διατύπωση της διάταξης θα δούμε ότι δεν απαιτεί καμιά βιομηχανική διεργασία των δραστικών ουσιών εκτός της συσκευασίας τους ενόψει πωλήσεως στον καταναλωτή.

Συναφώς, η παραπομπή του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, στους ορισμούς του άρθρου 2 της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ  (10) χαρακτηρίζει ως βιοκτόνα τα χημικά στοιχεία και τις ενώσεις τους όπως παρουσιάζονται στη φυσική τους κατάσταση ή όπως παράγονται από τη βιομηχανία.

33.     Βεβαίως υπήρχε η δυνατότητα να ταξινομηθούν τα επίδικα πλακίδια μεταξύ των βιοκτόνων περιορισμένου κινδύνου, δηλαδή μεταξύ αυτών που περιέχουν μόνο μία ή περισσότερες από τις δραστικές ουσίες του παραρτήματος Ι Α διότι δεν περιέχουν καμιά ανησυχητική ουσία και εμφανίζουν περιορισμένο κίνδυνο για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον. Όπως εξήγησα όμως στις προκαταρκτικές παρατηρήσεις, δεδομένου ότι το κεδρέλαιο και το έλαιο ξύλου κέδρου περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού 2032/2003, δεν θα αξιολογηθούν στο πλαίσιο του προγράμματος αναθεώρησης και δεν θα περιληφθούν στα παραρτήματα I, I A ή I B της οδηγίας 98/8. Συνεπώς δεν θα μπορούν να διατεθούν στην αγορά ως βιοκτόνα από τον Σεπτέμβριο 2006.

34.     Διαπιστώνω συνεπώς ότι τα πλακίδια ξύλου κόκκινου κέδρου που διατίθενται στην αγορά στη φυσική τους κατάσταση χωρίς χημική βιολογική επεξεργασία η ενέργεια των οποίων κατά του σκόρου προέρχεται από τη δομή του ξύλου αυτού συνιστούν βιοκτόνο ή βιοκτόνο περιορισμένου κινδύνου κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄ και β΄ της οδηγίας 98/8 και υπόκεινται σε έγκριση ή καταχώριση.

Γ – Γ – Απάντηση στο δεύτερο ερώτημα και σε μέρος του τρίτου

35.     Λόγω της σχέσης μεταξύ των ερωτημάτων αυτών θα πρέπει να αναδιατυπωθεί το δεύτερο ερώτημα και μέρος του τρίτου το οποίο και δεν έχει εξεταστεί. Πρόκειται για το ζήτημα αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 98/8 έχει την έννοια ότι η χρήσιμη ουσία περιλαμβάνει εννοιολογικά την ουσία που περιέχεται σε ένα προϊόν (εν προκειμένω τα πλακίδια ξύλου κόκκινου κέδρου), που διατίθεται στο εμπόριο σε φυσική κατάσταση χωρίς τίποτε να έχει προστεθεί προκειμένου να του προσδώσει βιοκτόνο δράση, επιπλέον αυτής που έχει άνευ ετέρου.

36.     Ο N. Schreiber χαρακτηρίζει τη χρήσιμη ουσία με το κριτήριο ότι η βιοκτόνος δράση που ασκεί είναι παρεπόμενο στοιχείο καθ’ εαυτή ή σε μίγμα, καίτοι η προσθήκη της στο τελικό προϊόν δεν σκοπεί να του προσδώσει ως προορισμό την καταστροφή επιβλαβών οργανισμών. Συνεπώς δεν είναι ανάγκη να της επιβληθούν περιοριστικά μέτρα όπως η έγκριση ή η καταχώριση που ισχύουν για τα βιοκτόνα και τα βιοκτόνα περιορισμένου κινδύνου. Στην περίπτωση του ξύλου κόκκινου κέδρου η κύρια βιομηχανική χρήση του οποίου είναι η κατασκευή επίπλων, η παρεπόμενη ενέργειά του συνάγεται μόνο από την ετικέτα. Δεδομένου ότι το ξύλο δεν έχει υποστεί επεξεργασία, ότι περιέχει εκ φύσεως την απωθητική των εντόμων ουσία και ότι διατίθεται στο εμπόριο στη φυσική του κατάσταση, πληροί, κατά την άποψή του τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να εμπίπτει στην κοινοτική έννοια της χρήσιμης κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄ της οδηγίας 98/8.

37.     Η Βελγική Κυβέρνηση φρονεί ότι η έννοια τη χρήσιμης ουσίας αποκλείει τη διάθεση στην αγορά του προϊόντος ως βιοκτόνου. Από τη στιγμή που το ξύλο κέδρου διατίθεται στο εμπόριο ως προϊόν κατά του σκόρου είναι φανερό ότι δεν πληροί πλέον την προϋπόθεση αυτή. Η Επιτροπή καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με παρόμοια επιχειρήματα.

38.     Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 98/8 απαριθμεί τα κριτήρια της χρήσιμης ουσίας: πρώτον, πρέπει να περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι Β· δεύτερον, η κύρια χρήση της δεν πρέπει να είναι βιοκτόνος, καίτοι η διάταξη κάνει λόγο για κάποια περιθωριακή χρήση της ως βιοκτόνου είτε άμεσα είτε σε ανάμιξη με μη επικίνδυνο αραιωτικό· τρίτον, δεν πρέπει να κυκλοφορεί στην αγορά για βιοκτόνο χρήση

39.     Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, η Επιτροπή επισημαίνει με τις γραπτές παρατηρήσεις ότι η έννοια της χρήσιμης ουσίας δεν έχει ακόμη πλήρως εναρμονιστεί. Εν πάση περιπτώσει μετά τη δημοσίευση του κανονισμού 2032/2003, είναι φανερό ότι η δραστική ουσία του ξύλου κόκκινου κέδρου δεν θα εγγραφεί στο παράρτημα I B.

40.     Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι το ξύλο κέδρου χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή επίπλων, ισχυρισμός που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη σημερινή πραγματικότητα της επιπλοποιίας  (11) · συνεπώς άπαξ ο κορμός κοπεί σε κομμάτια, το ξύλο δεν χρησιμεύει πλέον για αυτόν τον σκοπό. Ακόμη δε και αν υποτεθεί ότι αυτός που αγοράζει μια ντουλάπα από ξύλο κέδρου γνωρίζει την ιδιότητα της πρώτης ύλης κατά του σκόρου, η ενέργειά της δεν διαρκεί επ’ αόριστον δεδομένου ότι η δραστική ουσία εξατμίζεται με τον καιρό. Κατά συνέπεια δεν είναι ορθό να θεωρηθεί ότι τα επίδικα πλακίδια χρησιμοποιούνται μόνο κατά δεύτερο λόγο ως βιοκτόνα διότι άλλη είναι η κύρια χρήση τους.

41.     Τα εν λόγω πλακίδια δεν ανταποκρίνονται ούτε στο τρίτο κριτήριο. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά όπως περιγράφονται στη διάταξη παραπομπής, τα πλακίδια επωλούντο ακριβώς για την ιδιότητά τους να απωθούν τον σκόρο, εφαρμογή η οποία χαρακτηρίζει τον τύπο προϊόντος 19 του παραρτήματος V της οδηγίας 98/8.

42.     Κατά συνέπεια και με την επιφύλαξη ότι θα διευκρινιστούν οι ύλες που θα περιληφθούν στο παράρτημα I B, ο όρος της χρήσιμης ουσίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο γ΄ δεν περιλαμβάνει την ουσία που περιέχεται σε πλακίδιο ξύλου κόκκινου κέδρου του οποίου ο κύριος σκοπός, σύμφωνα με τη μορφή υπό την οποία διατίθεται στην αγορά είναι να ενεργήσει ως βιοκτόνο και το οποίο διατίθεται στο εμπόριο με αυτή την ιδιότητα καίτοι η δραστική ουσία υπάρχει εκ φύσεως στο ξύλο και το πλακίδιο διατίθεται στην αγορά χωρίς μεταβολή της φυσικής του κατάστασης.

Δ – Το τέταρτο ερώτημα

43.     Με το ερώτημα αυτό ζητείται να διευκρινιστεί αν, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 98/8, μόνο οι ουσίες που είναι καταχωρισμένες στο παράρτημα Ι Β μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρήσιμες ουσίες, των οποίων η διάθεση στην αγορά εντός των κρατών μελών δεν υπόκειται σε έγκριση ή καταχώριση.

44.     Ο N. Schreiber φρονεί ότι η διάταξη αυτή δίνει μια ευρεία και αυτοτελή περιγραφή της έννοιας που δεν εξαρτάται από την εγγραφή σε κάποιο από τα παραρτήματα. Πρόκειται για ορισμό περιοριστικό που περιέχει όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εγγραφή στο αντίστοιχο παράρτημα που δεν έχει συστατικό αποτέλεσμα.

45.     Η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, αντιθέτως, τάσσονται υπέρ της καταφατικής απάντησης.

46.     Η οδηγία 98/8 επιβάλλει ένα διαφορετικό καθεστώς για τη διάθεση στην αγορά και για τη χρήση των προϊόντων που διέπει: το άρθρο 3, παράγραφος 1, υποβάλλει τα βιοκτόνα σε έγκριση· η παράγραφος 2, σημείο 1, επιβάλλει μόνο καταχώριση των βιοκτόνων περιορισμένου κινδύνου· τέλος, κατά το σημείο 2, τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτρέψουν τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση χρησίμων ουσιών ως βιοκτόνων εφόσον έχουν καταχωρισθεί στο παράρτημα Ι Β.

47.     Εξάλλου, όπως προέκυψε από την εξέταση του δευτέρου ερωτήματος, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, ορίζει τις χρήσιμες ουσίες με κριτήριο την εγγραφή τους στο παράρτημα Ι Β. Ωστόσο, εφόσον το παράρτημα αυτό δεν ολοκληρώνεται, δεν γνωρίζουμε ποιες είναι οι ύλες των οποίων η διάθεση στην αγορά εντός των κρατών μελών μπορεί να γίνει χωρίς έγκριση ή καταχώριση.

48.     Η Επιτροπή αναγνώρισε την αδυναμία εγγραφής ουσιών στα παραρτήματα μέχρι την παρέλευση της φάσεως αξιολόγησης που θα σημειωθεί μεταξύ των ετών 2006 και 2010. Κατά συνέπεια όσο το παράρτημα αυτό δεν έχει ολοκληρωθεί, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την οικεία νομοθεσία για την εμπορία και τη χρήση των ουσιών αυτών· μόνο όταν μια τέτοια ουσία δεν μπορεί να εγγραφεί σε κανένα παράρτημα, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 4, υποβάλλει πρόταση για τον περιορισμό της εμπορίας και της χρήσεώς της..

49.     Συνεπώς πρέπει να θεωρηθεί ότι μόνο οι ουσίες που έχουν εγγραφεί στο παράρτημα Ι Β είναι χρήσιμες ουσίες κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄ της οδηγίας 98/8, των οποίων η διάθεση στην αγορά εντός των κρατών μελών μπορεί να γίνει χωρίς προηγουμένη έγκριση ή καταχώριση.

Ε – Ε – Το πέμπτο ερώτημα

50.     Τέλος, το Tribunale di Pordenone ζητεί την ερμηνεία του άρθρου 4 της οδηγίας 98/8, σε σχέση με τα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ προκειμένου να κρίνει αν ένα προϊόν όπως τα πλακίδια ξύλου κόκκινου κέδρου που νομίμως διατίθενται στην αγορά σε ένα κράτος μέλος χωρίς προηγουμένη έγκριση ή καταχώριση μπορεί να υποβληθεί στις διατυπώσεις αυτές σε άλλο κράτος μέλος της Ενώσεως ενόψει εμπορίας και χρήσεώς του, με την αιτιολογία ότι δεν έχει εγγραφεί στο παράρτημα Ι Β.

51.     Κατά τον N. Schreiber, δεδομένου ότι το επίδικο προϊόν κυκλοφορεί στο εμπόριο σε ένα κράτος μέλος χωρίς τέτοιες διατυπώσεις, οι εθνικές αρχές δεν το κατέταξαν ως βιοκτόνο ούτε ως βιοκτόνο περιορισμένου κινδύνου αλλά ως χρήσιμη ουσία. Δεδομένου ότι πρόκειται για προϊόν προελεύσεως Γερμανίας, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης απαιτεί την ελεύθερη κυκλοφορία του στο κοινοτικό έδαφος χωρίς περιορισμούς εκ μέρους των άλλων κρατών μελών. Εν προκειμένω η εθνική απόφαση που εξαρτά τη διάθεση στην αγορά ενός προϊόντος από προηγουμένη έγκριση αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό που είναι επιπλέον δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

52.     Τόσο η Βελγική Κυβέρνηση όσο και η Επιτροπή τάσσονται υπέρ της καταφατικής απάντησης· η τελευταία καίτοι αναγνωρίζει ότι το εν λόγω εθνικό μέτρο είναι περιοριστικό, θεωρεί ότι είναι δικαιολογημένο ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ότι το προϊόν νομίμως διατίθεται στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος.

53.     Από τη διατύπωση του ερωτήματος μπορεί να συναχθεί ότι τα πλακίδια ξύλου κόκκινου κέδρου πρέπει να θεωρηθούν ως χρήσιμη ουσία και συνεπώς να εγγραφούν στο παράρτημα Ι Β. Όπως όμως έδειξε η εξέταση του πρώτου ερωτήματος, η δραστική ουσία του ξύλου αυτού συνιστά βιοκτόνο ή βιοκτόνο χαμηλού κινδύνου, δηλαδή κατηγορίες που κάποτε θα εγγραφούν στα παραρτήματα Ι και Ι Α αντιστοίχως.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι σκόπιμο να ερμηνεύσει το Δικαστήριο το άρθρο 4 της οδηγίας 98/8 σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων δεδομένου ότι ο κανόνας αυτός θα εφαρμόζεται μόνο για τα βιοκτόνα που είναι εγκεκριμένα ή καταχωρισμένα σε άλλο κράτος μέλος υπό την προϋπόθεση ότι η δραστική ουσία του βιοκτόνου περιέχεται στο παράρτημα Ι ή Ι Α  (12) .

54.     Συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι εφόσον τα δύο αυτά παραρτήματα δεν έχουν ολοκληρωθεί, το άρθρο 4 δεν υποχρεώνει την Ιταλική Δημοκρατία να παύσει να εφαρμόζει την οικεία εσωτερική ρύθμιση για τη διάθεση στην αγορά απωθητικών εντόμων με την αιτιολογία ότι σε ένα άλλο κράτος μέλος, εν προκειμένω στη Γερμανία, τα είδη αυτά διατίθενται στην αγορά χωρίς προηγουμένη έγκριση ή καταχώριση.

Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το άρθρο 4, εν προκειμένω, ένα βιοκτόνο που έχει εγκριθεί ή καταχωρισθεί σε ένα κράτος μέλος πρέπει να αναγνωριστεί ή να εγκριθεί στα άλλα κράτη μέλη πριν διατεθεί στην αγορά.

55.     Συνεπώς, αν δεν προσφύγουμε στο άρθρο 4, απομένει το ερώτημα αν μια εθνική ρύθμιση που απαιτεί προηγουμένη έγκριση για τη διάθεση στην αγορά πλακιδίων ξύλου κόκκινου κέδρου που έχουν ιδιότητες βιοκτόνου τη στιγμή που νομίμως διατίθενται στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο..

56.     Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ συνιστά η νομοθετική διάταξη κράτους μέλους που απαγορεύει τη διάθεση στο εμπόριο, την κτήση, την προσφορά, την παρουσίαση ή τη διάθεση προς πώληση, την κατοχή, την παρασκευή, τη μεταφορά, την πώληση, μεταβίβαση, εξ επαχθούς ή χαριστικής αιτίας, την εισαγωγή ή τη χρήση βιοκτόνων που δεν έχουν προηγουμένως εγκριθεί  (13) .

57.     Μεταξύ των διαφόρων λόγων γενικού συμφέροντος που δικαιολογούν παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα της απαγόρευσης των ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος που απαριθμεί το άρθρο 30 είναι και η προστασία της δημόσιας υγείας. Το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς ότι ελλείψει κοινοτικής εναρμόνισης τα κράτη μέλη διατηρούν την εξουσία να αποφασίζουν για το επίπεδο στο οποίο επιθυμούν να εξασφαλίσουν την προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων, απαιτώντας έγκριση πριν από τη διάθεση στην αγορά προϊόντων που παρουσιάζουν κίνδυνο.

58.     Όσον αφορά τα βιοκτόνα, η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/8 αναγνωρίζει το ενδεχόμενο να συνεπάγονται κίνδυνους διαφόρων μορφών για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον λόγω των εγγενών ιδιοτήτων τους και του τρόπου χρήσης τους. Το Δικαστήριο έκρινε πρόσφατα ότι τα βιοκτόνα και οι ουσίες που μπορούν να βλάψουν τα φυσικά ή μεταποιημένα προϊόντα περιέχουν οπωσδήποτε επικίνδυνες ουσίες  (14) .

59.     Κατόπιν αυτού, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει, όταν τα κράτη μέλη επικαλούνται κάποιον λόγο γενικού συμφέροντος για να δικαιολογήσουν περιορισμό του κοινοτικού εμπορίου, να περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκομένων στόχων προστασίας  (15) .

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ναι μεν ένα κράτος είναι ελεύθερο να υποβάλει ένα απολυμαντικό προϊόν που έχει εγκριθεί σε άλλο κράτος μέλος σε νέα διαδικασία εγκρίσεως, πλην όμως οφείλει να συμβάλει στην ελάφρυνση των ελέγχων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Εξ αυτού έπεται ότι δεν μπορεί να απαιτεί χωρίς να παρίσταται ανάγκη τεχνικές ή χημικές αναλύσεις ή εργαστηριακές δοκιμές όταν οι ίδιες αναλύσεις και δοκιμές έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο άλλο κράτος και πορίσματά τους είναι στη διάθεσή του  (16) .

60.     Τα πλακίδια ξύλου κέδρου πωλούνται στη Γερμανία χωρίς προηγουμένη άδεια ή καταχώριση. Από τη στιγμή που, όπως έδειξε η εξέταση του πρώτου ερωτήματος, θεωρούνται ως βιοκτόνο ή βιοκτόνο περιορισμένου κινδύνου τίποτα δεν εμποδίζει τα άλλα κράτη μέλη να εξαρτίσουν την εμπορία τους στο έδαφός τους από μια των διατυπώσεων αυτών.

Και τούτο μάλιστα καθόσον το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 2032/2003 επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ότι από 1ης Σεπτεμβρίου 2006 τα βιοκτόνα που περιέχουν κεδρέλαιο ή έλαιο ξύλου κέδρου ως δραστική ουσία δεν θα διατίθενται πλέον στην αγορά στο έδαφός τους. Μέχρι την ημερομηνία εκείνη οι διατάξεις του άρθρου 16 της οδηγίας 98/4 σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος κανονισμού τούς παρέχουν την ευχέρεια να επιτρέπουν τη διάθεση στην αγορά βιοκτόνων που περιέχουν τις ουσίες αυτές και έχουν ήδη εγκριθεί αλλά όχι και να προβαίνουν σε καταχώριση τέτοιων προϊόντων.

61.     Κατά συνέπεια, μια εθνική ρύθμιση όπως η ιταλική που εξαρτά από προηγουμένη έγκριση τη διάθεση στην αγορά πλακιδίων ξύλου κόκκινου κέδρου που έχει ιδιότητες βιοκτόνου συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ το οποίο δικαιολογείται βάσει του άρθρου 30 ΕΚ ακόμη και οσάκις τα πλακίδια νομίμως διατίθενται στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος.

VII – Πρόταση

62.     Κατόπιν των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα του Tribunale di Pordenone:

«1)
Τα πλακίδια ξύλου κόκκινου κέδρου που διατίθενται στην αγορά σε φυσική κατάσταση χωρίς χημική ή βιολογική επεξεργασία και των οποίων η ενέργεια κατά του σκόρου οφείλεται στη δομή του ξύλου αυτού αποτελούν βιοκτόνο ή βιοκτόνο περιορισμένου κινδύνου κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 98/8 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά.

2)
Με την επιφύλαξη ότι θα διευκρινιστούν οι ύλες που θα εγγραφούν στο παράρτημα Ι Β, ο όρος χρήσιμη ουσία κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄ της οδηγίας 98/8 δεν περιλαμβάνει την ουσία που περιέχεται σε πλακίδιο ξύλου κόκκινου κέδρου, ο κύριος σκοπός του οποίου, σύμφωνα με τη μορφή με την οποία διατίθεται στην αγορά, είναι να ενεργήσει ως βιοκτόνο και διατίθεται στο εμπόριο για τον σκοπό αυτό καίτοι η χρήσιμη ουσία υπάρχει εκ φύσεως στο ξύλο και το προϊόν διατίθεται στην αγορά χωρίς μεταβολή της φυσικής του κατάστασής.

3)
Μόνο οι ουσίες που έχουν εγγραφεί στο παράρτημα Ι Β είναι χρήσιμες ουσίες κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 98/8, για τη διάθεση των οποίων στην αγορά εντός των κρατών μελών δεν απαιτείται έγκριση ή καταχώριση.

4)
Μια εθνική νομοθεσία όπως η ιταλική που εξαρτά από προηγουμένη έγκριση τη διάθεση στην αγορά πλακιδίων ξύλου κόκκινου κέδρου που έχει ιδιότητες βιοκτόνου συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 28, που δικαιολογείται βάσει του άρθρου 30 ακόμη και αν τα πλακίδια νομίμως διατίθενται στο εμπόριο εντός άλλου κράτους μέλους.»


1
Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2
ΕΕ L 123, σ. 1.


3
GURI αριθ. 149, της 28ης Ιουνίου 2000, τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 101.


4
GURI τεύχος 266, της 13ης Νοεμβρίου 1998. Το διάταγμα αυτό ρυθμίζει την απλούστευση των διαδικασιών χορηγήσεως άδειας παραγωγής και διάθεσης στην αγορά ιατροχειρουργικών εργαλείων.


5
Για τον καθορισμό της ημερομηνίας από την οποία αρχίζει η περίοδος των δέκα ετών καθώς και κατά την οποία οι δραστικές ουσίες πρέπει να έχουν διατεθεί στην αγορά, ο κοινοτικός νομοθέτης παραπέμπει στο άρθρο 34, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/8. Η διάταξη αυτή όμως δεν ορίζει καμιά ημερομηνία αλλά απλώς επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεταφέρουν την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο εντός 24 μηνών κατ’ ανώτατο όριο από την έναρξη ισχύος της που προβλέφθηκε βάσει του άρθρου 35, την εικοστή μέρα μετά τη δημοσίευσή της. Αυτή η παράξενη νομοθετική τεχνική δεν δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζουμε αν τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να εφαρμόζουν το οικείο σύστημα διαθέσεως βιοκτόνων στην αγορά μέχρι τον Μάιο 2008 ή μέχρι τον Μάιο 2010 ούτε αν οι ουσίες πρέπει να έχουν διατεθεί στην αγορά πριν από τον Μάιο του 1998, κατά την έναρξη ισχύος της οδηγίας ή πριν τον Μάιο του 2000, όταν τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να την εφαρμόσουν. Ο κανονισμός (ΕΚ) 1896/2000 της Επιτροπής, της 7ης Σεπτεμβρίου 2000, για την πρώτη φάση του προγράμματος στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/8 (ΕΕ L 228, σ. 6), διευκρινίζει το σημείο αυτό και ορίζει την «υπάρχουσα δραστική ουσία» ως την ουσία που έχει διατεθεί στην αγορά πριν από τις 14 Μαΐου 2000.


6
Κανονισμός της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2002 που προβλέπει παράταση της προθεσμίας του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2000 για την κοινοποίηση ορισμένων δραστικών ουσιών που θα χρησιμοποιηθούν σε βιοκτόνα τα οποία κυκλοφορούν ήδη στην αγορά (ΕΕ L 258, σ. 15).


7
Κανονισμός της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 2003, για τη δεύτερη φάση του δεκαετούς προγράμματος εργασιών στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/8 και για την τροποποίηση του κανονισμού 1896/2000 (ΕΕ L 307, σ. 1).


8
Βλ. τα στοιχεία αυτά στην ιστοσελίδα http://ecb.jrc.it./biocides.


9
Το άρθρο 4, παράγραφος 2, ορίζει ότι από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του κανονισμού, οποιαδήποτε δραστική ουσία δεν απαριθμείται στο παράρτημα Ι θεωρείται ως εάν δεν διετίθετο στην αγορά για σκοπούς χρήσης σε βιοκτόνα πριν από τις 14 Μαΐου 2000.


10
Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967 περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί ταξινομήσεως, συσκευασίας και επισημάνσεως των επικινδύνων ουσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 34).


11
Κατά τη Βίβλο, πρώτο βιβλίο των βασιλέων, κεφάλαια 5, 6 και 7, ο Σολομών ανέθεσε στον Χιράμ βασιλιά της Τύρου και της Σιδώνος να διατάξει να κόψουν κέδρους του Λιβάνου για να κατασκευάσουν τον Ναό της Ιερουσαλήμ που είχε υποσχεθεί ο πατέρας του στον Θεό στρατολογώντας στο Ισραήλ 30 000 άνδρες και 70 000 αχθοφόρους. Το πολύτιμο ξύλο χρησιμοποιήθηκε για τα δοκάρια που ένωναν την υπερυψωμένη στοά που κατασκευάστηκε περιμετρικά με το κεντρικό κλίτος, για την οροφή, την επένδυση των τοίχων και τη διακόσμηση του ιερού των ιερών. «Με ξύλο κέδρου είχαν φιλοτεχνηθεί στο εσωτερικό της οικείας γλυπτά πικροκολοκύνθας και ανοιγμένων λουλουδιών· τα πάντα ήταν από κέδρο δεν υπήρχε ίχνος πέτρας». Το ξύλο χρησιμοποιήθηκε επίσης για τον βωμό και το εσωτερικό προαύλιο σε συνδυασμό με άλλα ξύλα: άγριας ελιάς, κυπαρισσιού και ελάτου. Το ίδιο το παλάτι του Σολομώντα που χτίστηκε αργότερα μαρτυρούテε τόσο μεγάλη ποσότητα κέδρου ώστε ήταν γνωστό ως «το σπίτι του δάσους του Λιβάνου». Πράγματι είχε τέσσερις σειρές κιόνων που κάλυπτε επίσης την αψίδα του θρόνου «όπου απένεμε δικαιοσύνη, τη στοά της δικαιοσύνης» από το πάτωμα μέχρι την οροφή.


12
Η υπογράμμιση δική μου.


13
Αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 1996, C-293/94, Brandsma (Συλλογή 1996, σ. Ι-3159, σκέψη 6), και της 17ης Σεπτεμβρίου 1998, C-400/96, Harpegnies (Συλλογή 1998, σ. Ι-5121, σκέψη 30).


14
Αποφάσεις Harpegnies και Brandsma, όπ.π., σκέψεις 32 και 11 αντιστοίχως.


15
Αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2000, C-388/95, Βέλγιο κατά Ισπανίας (Συλλογή 2000, σ. Ι-3123, σκέψη 59), και της 20ής Μαΐου 2003, C-469/00, Ravil (Συλλογή 2003, σ. Ι-5053, σκέψη 51), και C-108/01, Consorzio del Prosciutto di Parma και Salumificio S. Rita (Συλλογή 2003, σ. Ι-5121, σκέψη 66).


16
Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981, 272/80, Frans-Nederlandse Maatschappij voor Biologische Producter (Συλλογή 1981, σ. 3277, σκέψη 14).