Language of document : ECLI:EU:F:2014:8

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 30ής Ιανουαρίου 2014

Υπόθεση F‑151/12

Jakob Ohrgaard

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋπόθεση κατοικίας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Άσκηση καθηκόντων σε διεθνή οργανισμό – Έννοια – Δοκιμαστική υπηρεσία πέντε μηνών στην Επιτροπή – Εξαιρείται»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο J. Ohrgaard ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της 6ης Μαρτίου 2012, με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρνήθηκε να του χορηγήσει το επίδομα αποδημίας και, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, την ακύρωση της αποφάσεως της 31ης Αυγούστου 2012 περί απορρίψεως της διοικητικής του ενστάσεως.

Απόφαση:      Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 6ης Μαρτίου 2012, περί μη χορηγήσεως στον J. Ohrgaard του επιδόματος αποδημίας, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση της 31ης Αυγούστου 2012 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, ακυρώνεται. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του J. Ohrgaard.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές – Βλαπτική πράξη – Προσφυγή κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως – Απόφαση ληφθείσα κατόπιν επανεξετάσεως προηγούμενης αποφάσεως – Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό – Έννοια – Πραγματοποίηση πρακτικής ασκήσεως σε θεσμικό όργανο – Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1, στοιχεία α΄ και β΄)

1.      Όταν στην απόφαση με την οποία απορρίπτεται η διοικητική ένσταση γίνεται επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος, με γνώμονα νέα νομικά και πραγματικά στοιχεία, ή όταν η απόφαση αυτή τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως συνιστά πράξη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, και μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί ως βλαπτική πράξη η οποία αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη.

(βλ. σκέψεις 13 και 16)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2009, T‑377/08 P, Επιτροπή κατά Birkhoff, σκέψη 55· 21 Σεπτεμβρίου 2011, T‑325/09 P, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 32

2.      Από το γράμμα των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ προκύπτει ότι, όταν εξετάζεται αν υπάλληλος δικαιούται επίδομα αποδημίας, προκειμένου να εξουδετερωθούν οι περίοδοι διαμονής σε κράτος στο οποίο βρίσκεται ο τόπος εργασίας του μόνιμου ή μη υπαλλήλου και εκτός του τόπου αυτού, αντιστοίχως, ο νομοθέτης θέσπισε διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το αν η διαμονή δικαιολογείται από καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών για άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό ή από την άσκηση καθηκόντων σε υπηρεσία ενός κράτους ή σε διεθνή οργανισμό.

Η πρακτική άσκηση στην Επιτροπή, ως περίοδος εξειδικεύσεως που συμπληρώνει είτε την πανεπιστημιακή εκπαίδευση είτε τις γνώσεις που απαιτούνται για την άσκηση επαγγέλματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάγεται στην έννοια της ασκήσεως καθηκόντων, καθώς η τελευταία απαιτεί η σχετική δραστηριότητα να συμβάλλει κυρίως στην πραγματοποίηση των σκοπών του οικείου κράτους ή διεθνούς οργανισμού. Το συμπέρασμα αυτό, λόγω του βασικού σκοπού για τον οποίο πραγματοποιείται πρακτική άσκηση στην Επιτροπή, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ορισμένοι ασκούμενοι λαμβάνουν υποτροφία, ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους του προϋπολογισμού και την οικογενειακή τους κατάσταση, ή από το ότι οι εργαζόμενοι του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα εξακολουθούν να εισπράττουν τον μισθό τους.

Εξάλλου, πράγματι η λύση αυτή διαφέρει από όσα προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ όσον αφορά τους υπαλλήλους που δεν είχαν ποτέ την ιθαγένεια του κράτους στο οποίο εργάζονται, έχει δε ως αποτέλεσμα διαφορετική μεταχείριση λόγω, ιδίως, της ιθαγένειας του ενδιαφερομένου προσώπου.

Αυτή, όμως, η διαφορετική μεταχείριση είναι δικαιολογημένη, αφενός λόγω της διαφορετικής διατυπώσεως που έχει επιλέξει ο νομοθέτης για το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και, αφετέρου, λόγω της διαφοροποίησης στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, η οποία είναι σαφώς μεγαλύτερη για τον υπάλληλο που είχε την ιθαγένεια του κράτους μέλους όπου υπηρετεί.

(βλ. σκέψεις 40, 43 έως 45, 47 και 49)