Language of document :

Προσφυγή της 2ας Απριλίου 2013 – Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-186/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική

Διάδικοι

Προσφεύγον: Βασίλειο των Κάτω Χωρών (εκπρόσωποι: M. Bulterman, B. Koopman και J. Langer)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση· και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Το προσφεύγον βάλλει κατά της υπό τα στοιχεία C(2013) 87 αποφάσεως της Επιτροπής, της 23ης Ιανουαρίου 2013, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.24123 (2012/C) (πρώην 2011/NN) που έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες - Τεκμαιρόμενη πώληση, από τον Δήμο Leidschendam-Voorburg, οικοπέδων με τίμημα κατώτερο της τιμής που ισχύει στην αγορά.

Προς στήριξη της προσφυγής του το προσφεύγον διατυπώνει τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Δεν πρόκειται για κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, εδώ δεν πρόκειται για πλεονέκτημα, και σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται για πλεονέκτημα το οποίο ένας επιχειρηματίας δεν θα είχε λάβει υπό τις συνήθεις συνθήκες την αγοράς. Η Επιτροπή βάσει μη ορθών παραδοχών κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο Δήμος είχε άλλες δυνατότητες όσον αφορά την οικοδόμηση του Damplein. Η διατήρηση των υπαρχουσών συμφωνιών ως είχαν δεν θα οδηγούσε στο επιθυμητό αποτέλεσμα και η τροποποίηση της συμβάσεως δεν αποτελούσε λύση. Επιπλέον, η Επιτροπή σαφώς προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση κατά την αξιολόγηση του ζητήματος αν υπήρξαν δυσμενείς συνέπειες στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Το σχέδιο Leidschendam Centrum και, πολύ περισσότερο, το επιμέρους σχέδιο Damplein έχουν τόσο περιορισμένη έκταση ώστε δεν μπορεί να πρόκειται για δυσμενείς συνέπειες επί του εμπορίου. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στο άρθρο 107 ΣΛΕΕ.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΣΛΕΕ.

Η Επιτροπή σαφώς προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών βάσει της οποίας θεώρησε ότι η μείωση του τιμήματος των οικοπέδων δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Η μείωση του τιμήματος των οικοπέδων ικανοποιεί όλες τις επιταγές, η δε Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς, ιδίως υπό το πρίσμα παλαιότερων αποφάσεών της, γιατί η μείωση του τιμήματος των οικοπέδων δεν είναι συμβατή. Επιπλέον, η Επιτροπή κακώς χρησιμοποίησε ανεπάρκειες της αγοράς ως κριτήριο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΣΛΕΕ. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται εσφαλμένος καθορισμός του ύψους της ενισχύσεως λόγω πλείστων λαθών υπολογισμού. Η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του ύψους της ενισχύσεως διέπραξε τρία σοβαρά σφάλματα. Πρώτον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η μείωση του τιμήματος των οικοπέδων και η παραίτηση από χρηματικές απαιτήσεις επιβάρυναν μόνο κατά 50% τα δημόσια οικονομικά. Δεύτερον, η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό της μειώσεως του τιμήματος δεν έλαβε υπόψη τις παλαιότερες μειώσεις τιμήματος που έλαβαν χώρα το 2006 και 2008. Τρίτον, η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό των χρηματικών απαιτήσεων έλαβε ως αφετηρία τις χρηματικές απαιτήσεις για τη ζώνη Leidschendam Centrum και όχι για το επιμέρους σχέδιο Damplein. Επίσης, δεν έλαβε υπόψη τους τόκους που καταβλήθηκαν μεταξύ του 2004 και του 2010. Έτσι, η Επιτροπή δεν είχε ορθή εικόνα των πραγμάτων κατά τον υπολογισμό του ύψους της ενισχύσεως, οπότε το ποσό των 6.922.121 ευρώ είναι εσφαλμένο.Με τον τέταρτο λόγο προβάλλονται παραβίαση γενικών αρχών και παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Λόγω του μη εύλογα μακρού χρονικού διαστήματος που η Επιτροπή χρειάστηκε για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν μπορούσε να επιβάλει την ανάκτηση της ενισχύσεως.Η Επιτροπή, λαμβανομένου υπόψη του χρονικού ση

μείου στο οποίο διέθετε όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, χρειάστηκε μια μη εύλογα μεγάλη προθεσμία για να

εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της παρούσας υποθέσεως, η Επιτροπή έπρεπε να μην επιβάλει την ανάκτηση της ενισχύσεως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ενήργησε σε αντίθεση με τις αρχές της επιμέλειας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.